Θυμάμαι…

Θυμάμαι…

Αφιερωμένο στην αθάνατη μητέρα μου…

Μαρία Ιωσηφίδη 

*******************

Σύδνεϋ, Οκτώβριος 2011
Τα χέρια σου, θυμάμαι!
Ναι, είχαν ψυχή δική τους
έτσι όπως κινιούνταν ολοζώντανα
τριγύρω μου
όταν αναδεύανε πέρα-δώθε
στο πρόσωπό μου ένα περιοδικό.
Δεν μ’άφηνε να κοιμηθώ
η ζέστη του καλοκαιριού!
Δεμένα με το μυαλό σου
και με την καρδιά σου
τα χέρια σου της καλλιτεχνίας
πλέκανε τη μεταξωτή κλωστή
σε αρχοντική, δαντέλλα.
Κι εκείνη γεμάτη φινέτσα
γλυστρούσε αργά
στην καθαρή ποδιά σου
και μ’ έκανε να τη
θέλω ολοδικιά μου:
«Μαμά!.. θα μου πλέξεις
κι εμένα την ίδια;»
«Όλα δικά σας, μάτια μου!»
Έλεγες, έτσι απλά…
και μ’ έκανες
να ντρέπομαι για
την εγωϊστική επιθυμία μου.
Τα χέρια σου τα άγια,
δεν ξέρανε αργία.
Ακούραστα, το σπίτι συγυρίζανε
βιάζονταν στο μαγείρεμα
καθώς οι ώρες τρέχανε
και ο πατέρας θά ‘ρχονταν
σαν κάθε μεσημέρι.
Η οικογενειακή ζωή
είναι απαιτητική
και η ομηρία σου, της μάνας,
συνεχιζόταν στην περιπέτειά της…
Σαν είχαμε αποφάγει
κι έτρεχες για το πλύσιμο
των πιάτων…
τα προκομμένα χέρια σου
πιστά σ΄ακολουθούσαν
τα έρμα!
Τα χέρια σου
τα πονεμένα χέρια σου
αγόγγυστα παρήγαγαν έργο θείο.
Τα βούταγες στην ξύλινη τη σκάφη
και πάλευαν για ώρες
το λερωμένο ρούχο.
Έτριβαν τους λεκέδες
ή λουλάκιαζαν
τ’ ασπρόρουχα…
Το καζάνι που κόχλαζε
στημένο σε τρίγωνη πυροστιά
σ’ έκανε να ιδρώνεις
το πρόσωπο να σκουπίζεις
της μέσης σου την κούραση
να ισιώνεις, με βαθύ αναστεναγμό!
Μετά τον κάματο της μπουγάδας
σκούπιζες τα βασανισμένα χέρια
και σαν καθόσουν πια
τα εξέταζες με περιέργεια
γύριζες τη βέρα σου αργά
νωχελικά, θαρρείς
στο παράμεσο δάχτυλο
του δεξιού σου
και έλεγες χαμογελώντας
μ’ έναν ακατανόητο συμβιβασμό:
«κοίταξέ τα πώς ζάρωσαν!
Τα μούλιασε το νερό
το σαπούνι… η αλλυσίβα».
Το μαλακό χρυσό
της βέρας σου, θαρρείς
και θά έλυωνε κάποια στιγμή
στα όμορφα τα χέρια σου…
κι όμως εσύ, γλυκειά μου μαμά
έφυγες πιο γρήγορα απ’ εκείνο!
Με τα όμορφα τα χέρια σου
τα γεμάτα τρυφεράδα
έπλεκες τις πλεξούδες μου
και σα με χάιδευες
στο μάγουλο βιαστικά
ήξερα πως είχες τελειώσει:
«Έτοιμη!» έλεγες, μετά.
Τα χέρια σου τα γενναιόδωρα
ήξεραν πώς να μοιράζουν
το χρόνο σου καθημερινά
προς μύριες κατευθύνσεις…
Όταν στο γόνατό μου
μαλάκωνες το τραύμα
το πότιζες με το βότανο
της αγάπης σου
έπλεκες με την ψυχή σου
στίχους παρηγοριάς
και με φιλούσες.
Κι ήταν το φίλημά σου
γλυκύτατος επίλογος
και αλήθεια, τόσο συχνός!
Έτσι καθώς έκλεινε το όποιο
περιστατικό κοντά σου
απόβαινε υπόθεση γενναιότητας
είδος αλτρουισμού εκ μέρους σου
στο παιδικό μου νου!
Ήσουν η ηρωΐδα μου!
Θυμάμαι τον ατέλειωτο χρόνο
που διέθετες για όλους μας.
Θυμάμαι τη βοήθειά σου
στην ορθογραφία…
Κρατούσες με υπομονή
το αναγνωστικό μου
και αφού βεβαιωνόσουν
ότι την ήξερα, την έγραφα
κι εσύ τη διόρθωνες.
Ήσουν πάντα πρόθυμη
με την αναγνώριση λέξεων
ή την εκμάθηση απαγγελίας
ποιήματος.
Κρατούσες τη γραμματική μου
και έκλινα τα ουσιαστικά…
Τελείωνα «το διάβασμα»
είχα καιρό ελεύθερο
κι ήμουν ανήσυχη;
Τότε απλά μου σύστηνες
«να ζωγραφίσουμε παρέα».
Με βοηθούσες με τα χρώματα
ξεχώριζες τα μολύβια
που χρειαζόμαστε
και σχεδιάζαμε
στην ιχνογραφία μου.
Τα χρόνια κυλούσαν
με γοργούς ρυθμούς.
Τα χέρια σου αείποτε υπήρξαν
πολύτιμα δώρα
στους αγαπημένους σου.
Κάποιες στιγμές φαινόσουνα
απόμακρη.
Σε κουράζαμε ψυχικά
και παραπονιόσουν
σα να παραμιλούσες
για τις συμπεριφορές μας…
Τότε με παρακαλούσες
να μιλήσω της μικρής μας…
Και ο μικρός μας
ήταν γεμάτος ζαβολιές…
Ήμουνα το πρωτότοκό σου
Κι αυτό κουβάλαγε κάποιες
προσδοκίες σου, δίκαια ή άδικα.
Με συμβούλευες να σ’ ακούω
«Είναι για το καλό σου», τόνιζες
Κι εγώ σε πίστευα, σε υπάκουα…
«Αχ, θα με φάτε!» έλεγες
με την συμβατικότητα να σχεδιάζει
ένα χαμόγελο στα χείλια σου
λες και αστειευόσουν…
Πόσο σ’ αγαπούσα, μαμά!
Ο πατέρας ήταν κομμάτι αψύς
κι εσύ γυναίκα
που τα χέρια της αξιώθηκαν
να μαλάζουν τους μικρούς
ή τους μεγάλους πόνους,
να στρογγυλεύουν τις αντιξοότητες
που υψώνουν χωρίσματα
κάποτε ανυπέρβλητα…
Τα θαυματουργά χέρια σου
δεμένα με την καρδιά σου
μυημένα στη μαγεία
του ανεπαίσθητου χαδιού
του κρυμμένου πίσω
απ’ τις μαλακές κινήσεις
που μόνο μία άλλη ψυχή
εξίσου ευαίσθητη με τη δική σου
μπορούσε να το νιώσει.
Η ομορφιά των χεριών σου
καθρέφτης της γενναιοδωρίας σου
σημάδεψε για πάντα
την ψυχή μου!
Πόσο σε θυμάμαι…
θυμάμαι τα μάτια σου
γεμάτα καρτερία και ελπίδα
για το μέλλον.
Χαίρομαι αλήθεια
που σε θυμάμαι τόσο καθαρά
που θυμάμαι τα χέρια σου
λες κι είναι μπροστά μου
το ντροπαλό σου χαμόγελο
την ήρεμη καλωσύνη σου
τη λαχτάρα σου για όλους μας
γλυκειά μου μαμά!

Το στερημένο σου το ξένο!

Ἀπαντῆστε

Συμπληρῶστε κατωτέρω τὰ στοιχεῖα σας ἢ πατῆστε σὲ ἕνα εἰκονίδιο γιὰ νὰ συνδεθῆτε.

Λογότυπος τοῦ WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ WordPress.com. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Φωτογραφία στὸ Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Facebook. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Σύνδεση μὲ τὸ %s σὲ ἐξέλιξη...