Αντιπαραθέσεις στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας του 19ου αι.
Η διαμάχη του Πολυλά-Ζαμπέλιου για το έργο του Σολωμού στο ρομαντικό πλαίσιο (αισθητικό, ιστορικό πλαίσιο).
Copyright: Δρ Πιπίνα Δ. Έλλη (Dr Pipina D. Elles)
Η συνέχεια…
*****
Γ’ Όψις – Ο Μυστικισμός: Ο Ζαμπέλιος υποστηρίζει την άποψη ότι ο Σολωμός μυήθηκε μέσω μεταφράσεων και περιλήψεων στην ποίηση των Goethe και Schiller, και ότι ταυτόχρονα εξυψώνει τους Wieland, Fichte, Lessing, Hegel. Ο Σολωμός ήδη κατείχε Shakespeare και Byron. Και ενώ επικρίνει τον ποιητή για Μετάσταση από την Ελεγειογραφία στον Πινδαρισμό, παρουσιάζεται να προβληματίζεται με την Αποστασία του Δημοτικού Υμνογράφου, όπως χαρακτηρίζει τον Σολωμό, στον Γερμανισμό (379). Τα συμπεράσματά του τα αντλεί ο Ζαμπέλιος από τα ποιήματα του Σολωμού: Λάμπρος, Ύμνος εις την Ελευθερίαν, Ο Κρητικός. Αναρρωτιέται πώς αυτός ο μυστικισμός εισέδυσε στο Ελληνικό πνεύμα (380), πώς ακόμη η γλώσσα του Herder, Fichte, Hegel, Shelling είναι δυνατόν να εφαρμοστεί στην ελληνική Δημοτική, την οποία μάλιστα αποκαλεί “γλώσσαν του Κλέφτου”(381). Ο Ζαμπέλιος συνεχίζοντας τις επικρίσεις του κατά του Σολωμού, ομιλεί περί “αποστασίας” του από την ‘ελεγειογραφία’ και τον ‘Πινδαρισμό’ και εισάγει την άποψη της προσφυγής του ποιητή, στον ‘Μυστικισμό’. Θεωρεί μάλιστα τον φιλοσοφικό σκοπό της ποίησης του Σολωμού, ως ένα είδος ακροβατισμού που αποτελεί την απαρχή του μαρασμού και την στείρωση, ως εκ τούτου και των προτερημάτων του, ως ελεγειοποιού και λυρικού ποιητή. Όσον αφορά την τεχνοτροπία του, την χαρακτηρίζει “διαφθορά της Ιδέας ή εμπόδια αναπτέρωσης της φαντασίας” (382). Σαν παράδειγμα φέρνει το “ακέφαλο” ποίημα του Σολωμού, “Λάμπρος”, για να αναφερθεί στον ρομαντικό μυστικισμό του ποιητή. Στο ποίημα Λάμπρος, θεωρεί ότι απαντούν: το ελεγειακό στοιχείο (νεκρικές σκηνές, στεναγμοί, δάκρυα), το τραγικό στοιχείο (παρουσιάζεται σε μορφή μυθιστορήματος) και κάποια επική πομπή. Στο ίδιο ποίημα, οι ρομαντικές περιπέτειες οδηγούν στον θάνατο. Ετούτα τα στοιχεία, τα αποκαλεί: “μύθου ιματισμόν”. Όλα μάλιστα εκείνα τα χαρακτηριστικά που απέδωσε στο Λάμπρος ο Σολωμός, για να πλαισιώσει τον μύθο του: “ιστορική ουσία, σχήμα επικόν, βηματισμόν δραματικόν, θελκτική εικονικότητα”, ο Ζαμπέλιος πιστεύει ότι καθιστούν το ποίημα κάθε άλλο, παρά γνήσιο προϊόν της Ελληνικής Μούσας. Αναφερόμενος επίσης στα ήθη και στα έθιμα που απεικονίζει το ποίημα Λάμπρος, ο Ζαμπέλιος θεωρεί ότι δεν αντικατοπτρίζουν την ελληνική κοινωνία, αντιθέτως ότι ο ποιητής την ντροπιάζει με ετούτο το “δοκίμιό” του. Συνεχίζοντας λέει ότι η Ελληνική Αναγέννηση δεν έχει ανάγκη της ιδανικοποίησης, εννοώντας την προσωποποίηση της Ελλάδας στο ποίημα Ο Κρητικός, και επικρίνει τον Πολυλά ως Γερμανόφιλο (383), επειδή ετούτος θεωρεί το σχεδίασμα του Σολωμού Ο Κρητικός, ως πετυχημένη συγχώνευση του επικού και του λυρικού είδους.
Στη δήλωση του Πολυλά ότι ο Σολωμός στην Τέχνη και στον Λόγο, επιδιώκει να παραμερίζει την προσωπικότητά του μπροστά στην απόλυτη αλήθεια, ο Ζαμπέλιος δηλώνει ότι ο Σολωμός συνέλαβε μεν την Ιδέα της οικοδόμησης στην Τέχνη της ποίησης, δεν κατόρθωσε όμως να τη θεμελιώσει. Υποστηρίζει ότι οι ξένοι των οποίων το πνεύμα υιοθέτησε στο έργο του αργότερα, έφθειραν το σχέδιό του. Θεωρεί μάλιστα ευτύχημα το γεγονός, ότι μαζί με το σχέδιό του δεν ναυάγησε “στην άβυσσο” και η “προσωπικότης του Έθνους”. Με τη “μεταφυσικομανία” του, ο Σολωμός, απομονώθηκε, δηλώνει ο Ζαμπέλιος και αποτρέπει την απομάκρυνση από την ελληνική ποιητική παράδοση, που στηρίζεται στην τραγωδία και στον χριστιανισμό (384). Αναφωνεί και πάλι επιμένοντας ο Ζαμπέλιος: “Ιερεύς δε και λειτουργός ο Εθνικός ποιητής” (385).
*****
379. Ο Νικόλας Λούντζης, “ίσως ο εκπαιδευτικός Ιωάννης Μενάγιας”, καθώς και ο Σ. Ζαμπέλιος, υπήρξαν από εκείνους που βοήθησαν τον Σολωμό στη γνωριμία του με τους Γερμανούς Φιλόσοφους (Κ. Θ. Δημαρά, ο. π., σ. 238).
380. “πώς ο ομιχλώδης μυστικισμός… του Wieland, του Burger, του Goethe ηδύνατο να μετεισδύσει εις τον γαλανότατον της ημετέρας Ελλάδος αιθέρα…” (Α.Θ. Κίτσος – Μυλωνάς, Σολωμός, Προλεγόμενα, Κριτικά Στάη, Πολυλά, Ζαμπελίου, σ. 172).
381. Αυτόθι, σ. 173.
382. Αυτόθι, σ. 174. Στο κείμενό του “Στοχασμοί του Ποιητού” ο Σολωμός μιλά για τον “θεμελιώδη ρυθμό του ποιήματος” Λέει: “… το κοινό και το κύριο (Proprio) ριζωμένα και ταυτισμένα με τη γλώσσα ας εργάζεται (το ποίημα) αδιάκοπα για την αληθινή ουσία, αλλά εις τον τρόπον ώστε να μη το καταλάβουν ει μη οι νόες οι γυμνασμένοι και βαθείς. Εις τούτο θα φθάσει τινάς με τρόπο απλό, πλούσιον όμως από τα δεσίματα, τρέφοντας τη Μορφή με τύπους δημοτικούς Λ.Χ. ετοιμοθάνατους, χρυσοπηγή… κ. α…” (έκδοση Κερκύρας, σ. 226), αυτόθι, ο. π., σσ. 173-174.
383. Α.Θ. Κίτσος – Μυλωνάς, Σολωμός, Προλεγόμενα, Κριτικά Στάη, Πολυλά, Ζαμπελίου, ο.π., σ.180. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Ζαμπέλιος, οπαδός της καθαρεύουσας και της κλασσικής ελληνικής γλώσσας δεν συγκρίνει τη σύλληψη του Σολωμού στα συγκεκριμένα ποητικά δημιουργήματά του, με εκείνη τα έργων της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματολογίας, γλώσσας όχι ξεχωριστής από την ομιλουμένη. Τα υπέροχα έπη του Ομήρου ήταν γραμμένα σε περισσότερους του ενός γλωσσικούς τύπους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η γλώσσα τους δεν ήταν άλλη από τη γλώσσα της δοθείσης εποχής και έτσι κατανοητή στους συγχρόνους, και δε διακρινόταν σε λαϊκή ή μη… π.χ. από την αρχή της Οδύσσειας το ακόλουθο: «Άνδρα μοι έννεπε, μούσα, πολύτροπον ος μάλα πόλλα». “… 384. Πάσαι αι οδοί Ελλάδος εξέρρευσαν του Κυρίου το Έλεος και την Αλήθειαν. Έκτοτε Ποίησις και Πίστις… συνεταυτίσθηκαν”, αυτόθι, σ. 186).
385. Αυτόθι, σσ. 185-186.
*****
Ο Πολυλάς αντιτίθεται και πάλι στις καταθέσεις του Ζαμπέλιου: Ο Πολυλάς διαφωνεί με τον Ζαμπέλιο και πάλι, κατηγορώντάς τον ότι αδικεί το Έθνος, όταν υποστηρίζει πως η φήμη του Σολωμού έγκειται στα ελεγεία του και όχι στο έργο του: Ύμνος εις την Ελευθερίαν. Σε σχέση με το έργο του: Κρητικός και το θέμα του Μυστικισμού που προκύπτει από τις δηλώσεις του Ζαμπέλιου, αναρωτιέται ο Πολυλάς, για τη θέση του ως κριτικού, διότι καθώς ο ίδιος υποστηρίζει, το “μυστικό” βρίσκεται στο πνεύμα και στην καρδιά του έργου Κρητικός. Ο Πολυλάς θεωρεί ότι το έργο ετούτο ανυψώνει τον δημιουργό του στην υψηλότερη σφαίρα του λυρισμού. Διερωτάται για την άποψη του Ζαμπέλιου σε σχέση με τον μυστικισμό στο έργο του ποιητή, Λάμπρος και ερωτά πού ετούτος τον βλέπει. Αν αναφέρεται στο όνειρο της Μαρίας, στη μετάνοια, στην τρέλα της Μαρίας ή στις σκιές των νόσων στην εκκλησιά που κατατρέχουν τον Λάμπρο, ετούτα είναι στοιχεία που απαντούν στον Όμηρο, στον Αισχύλο και στον Σοφοκλή, ανταπαντά ο Πολυλάς. Πώς θα μπορούσε επομένως ο Λάμπρος να είναι, ξένης προέλευσης και μάλιστα Γερμανικής. Η δε σχέση του ήρωα του έργου Λάμπρου με την κόρη του, θυμίζει τον Οιδίποδα στην εξ αγνοίας σχέση του, με την μητέρα του Ιοκάστη. Ο Πολυλάς φέρνει και άλλα παραδείγματα για να ενισχύσει τη θέση της υποστήριξής του έναντι του Σολωμού όπως: ο Ιπόλυτος του Ευριπίδη, η Φαίδρα του Ρεσίν, ο Τιριδάτης του Καμπιστρών, όπου πηγή τους πάθους είναι οι παρά φύσιν έρωτες. Η αιμομειξία, εξ αγνοίας, του Λάμπρου και της θυγατέρας του, θεωρείται από τον Ζαμπέλιο φρικώδες ανθελληνικό και αντιχριστιανικό, γεγονός, που εκπλήσσει.
Ως προς το θέμα της δημοσιότητας ή της φήμης στην Ευρώπη του Σολωμού, ο Πολυλάς υποστηρίζει, ότι ο ποιητής θα είχε επιτύχει εύκολα, αν είχε γράψει την ποίησή του στην ιταλική γλώσσα και όχι στην ελληνική, στην οποία αντιστοιχούσε πολύ περιορισμένο αναγνωστικό κοινό. Το ότι ο Σολωμός μελέτησε τους Γερμανούς φιλόσοφους, μέσω μεταφράσεων, δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο Λάμπρος κυκλοφόρησε το 1838, ενωρίτερα από την άφιξη του “προξενητού” των γερμανικών επιδράσεων (στην Κέρκυρα από την Γερμανία). Επομένως δεν έχει γραφτεί υπό την επίδραση των γερμανικών φιλοσοφικών ρευμάτων, όπως ο Ζαμπέλιος αρέσκεται να επικρίνει στον Σολωμό. Ο Σολωμός δεν περιορίστηκε στο εγχώριο ελληνικό άσμα και ετούτο το αποδίδει ο Πολυλάς στο φιλεύρενο πνεύμα του ποιητή.
Η μελέτη των επών του Ομήρου, της Αινειάδας, των κειμένων των Ευρωπαίων φιλοσόφων και λογοτεχνών της εποχής του ποιητή, αλλά και η ποιητική τέχνη των άλλων, δεν νάρκωσαν τα χαρίσματα της φαντασίας του, του αισθήματός του και της καθαρής ποιητικής του έμπνευσης. Ο έρωτας, ο πατριωτισμός, ο ενθουσιασμός, η φιλοσοφία που χαρακτηρίζουν το έργο του Σολωμού, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, συνυπάρχουν “εις το φως της πλέον ζωηρής φαντασίας”, τονίζει ο Πολυλάς (386). Η Μάρθα, την οποία ο Ζαμπέλιος θεωρεί ως “φαντασιοκόπημα”, είναι η γυναίκα που ο Σολωμός παρουσιάζει να εκπροσωπεί το φιλελεύθερο πνεύμα στον ελληνικό χώρο, ιδιότητα που άλλωστε χαρακτηρίζει τον ίδιο τον ποιητή. Τα ποιητικά πλάσματα που δημιούργησε η φαντασία του Σολωμού και που ο Ζαμπέλιος αποκάλεσε “μυστήρια”, δεν συγκρίνονται με τα τερατόμορφα πλάσματα των Niebelungen, ούτε με τα “απόρρητα” των Δρυίδων και εκ του ασφαλούς -καθώς υποστηρίζει ο Πολυλάς- δεν αναδύεται από αυτά “η οσμή Γερμανικού πανθεϊσμού” (387) , όπως ισχυρίζεται ο Ζαμπέλιος. Άλλωστε την περίοδο που γράφει ο Σολωμός, το ‘έδαφος στην ελληνική γη’ δεν ήταν “λείο και ομαλό”, για τη θεμελίωση και οικοδόμηση του ‘Σολωμικού’ έργου, όπως ισχυρίζεται ο Ζαμπέλιος.
Ο Πολυλάς κλείνει την κριτική του με καυστικά λόγια όπως τα ακόλουθα: “…όλοι οι βάρβαροι φραγμοί δεν έπεσαν ακόμα, το αποδείχνει τρανώτατα με τα συνθέματά του ο κληρονόμος αυτός του Βυζαντινού τύφου και της σοφιστικής αλαζονείας…” εννοώντας πάντα τον Ζαμπέλιο και τις απόψεις του για τον ρομαντισμό, σε σχέση με τον Σολωμό και του έργο του.
*****
386. Σολωμός’, Προλεγόμενα, Κριτικά Στάη, Πολυλά, Ζαμπελίου, επιμέλεια Α. Θ. Κίτσος – Μυλωνάς, Προλεγόμενα, ο.π., σσ. 212-213.
387. Αυτόθι, σ. 217.
****
Επίλογος
Οι απόψεις των δύο κριτικών Πολυλά και Ζαμπέλιου, είναι εξ’ ολοκλήρου αντίθετες και αφορούν κυρίως το ερώτημα αν ο Σολωμός υπήρξε ή όχι ρομαντικός ποιητής. Διατυπώνοντας τις απόψεις τους έναντι της ποίησης του Σολωμού, παρουσιάζουν παράλληλα τις θέσεις τους έναντι των ειδών της ποίησης στην εποχή τους. Ο ρομαντισμός, στα μέσα σχεδόν του 19ου αιώνα, είναι ξένος ακόμη στην Ελλάδα και αφορά την Ευρώπη. Οι περιπέτειες του ελληνικού Έθνους που δεν εξέλιπαν για αιώνες, δεν επέτρεπαν παρά την βραδεία εξέλιξη της λογοτεχνίας σε σύγκριση με την αντίστοιχή της, στην Ευρώπη.
Ο αγώνας για την επικράτηση της καθαρεύουσας, από τους λόγιους, τους εύπορους, την πολιτεία και την εκκλησία αφενός, η επιθυμία και ο αγώνας της μάζας του λαού αφετέρου για την επικράτηση του γλωσσικού της οργάνου, της Δημοτικής, αντιπροσωπεύονται αντιστοίχως από τον Ζαμπέλιο και τον Πολυλά.
Είναι ευκολότερο στις μέρες μας να γίνει κατανοητή, ετούτη η κριτική φιλονικία, καθότι πολλά από τα τότε φλέγοντα πατριωτικά, κοινωνικά και γλωσσικά ζητήματα έχουν διευθετηθεί στην πλειοψηφία τους. Γεγονός παραμένει ότι ο Σολωμός αναγνωρίστηκε και ανέβηκε στο βάθρο που τον ανύψωσε ο ίδιος ο λαός, αλλά και οι ιστορικές και πολιτιστικές συγκυρίες της εποχής του.
Ο ρομαντισμός, ως ευρωπαϊκό κίνημα στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, βρήκε στο πρόσωπο του Σολωμού τον αντιπροσωπευτικότερο ίσως πρωτοπόρο του.
Τέλος