Σπίτια σπιτάκια… άνθρωποι…
Τα Ιωάννινα της δεκαετίας του ’50 και πλέον (απόσπασμα)
copyright: Πιπίνα Δ. Έλλη (Pipina D. Elles)
Πάντα μ’ εντυπωσίαζαν τα σπίτια -ως προς την εξωτερική τους ή την εσωτερική τους εικόνα- κυρίως όμως οι άνθρωποι που ζούσαν σ’ αυτά, ιδιοκτήτες ή ενοικιαστές, άσχετου φύλου βέβαια.
Όταν ήμουν μικρή πρόσεχα τον τρόπο που άνοιγε η είσοδος ενός σπιτιού, τον άνθρωπο που έβγαινε, το ύφος του, τη συμπεριφορά του, το βάδισμά του, το ντύσιμό του… όταν άφηνε πλέον το κατώφλι της κεντρικής θύρας του και απομακρυνόταν από αυτό.
Οι άντρες είχαν ένα τρόπο αλλιώτικο από εκείνον των γυναικών. Ήταν συνήθως σοβαροί, και από τη συμπεριφορά τους, θα έλεγε κανείς ότι ήταν ψυχολογικά έτοιμοι για την ημέρα που ανοιγόταν μπροστά τους ή μάλλον συντονισμένοι με την καθημερινότητα της ενασχόλησής τους, για την εξασφάλιση οικονομικών πόρων, των απαραιτήτων για το «ζην». Αναμφίβολα το ντύσιμό τους, το φέρσιμό τους… αποκάλυπταν πολλά για την εργασία τους, είτε επρόκειτο για κάματο, για ιδιωτική επιχείρηση ή κάποια δημόσια υπηρεσία.
Εκείνο που δεν μπορούσα όμως να καταλάβω ήταν, πώς ακόμα και ο κατακαϋμένος ο κυρ-Κώστας της κυρά-Μαρίας, που με τα δύο παιδιά τους κατοικούσαν στο σαράβαλο διώροφο της γωνίας πίσω από την Καλλάρη, έβγαινε γελαστός και χαρούμενος τα πρωϊνά, έπιανε το χειρονακτικό ξύλινο καρότσι ή κάρο, για να πάει να βγάλει το μεροκάματο. Το φαντάζεστε; Το φόρτωνε με αγώγι λογής-λογής και το έσπρωχνε με τα χέρια του, με κινητήρια δύναμη το σώμα του, ο ταλαίπωρος. Ρακένδυτος θα έλεγα και πολύ αδύνατος, μ’ έκανε ν’ αναρωτιέμαι και να θαυμάζω: πώς μπορούσε; Σκεφτόμουν πώς θα πρέπει να ήταν ευτυχισμένος με την νταρντάνα –αντρογυναίκα σχεδόν- κυρά-Μαρία του, που ήταν πάντα γελαστή και δουλευταρού, μίλαγε δυνατά και δε δίσταζε να δουλεύει από το πρωΐ μέχρι που έδυε ο ήλιος, κάνοντας διαφορετικές δουλειές. Συχνά τα καλοκαίρια, δίπλα στην πόρτα του σπιτιού τους και πάνω στο στενό πεζοδρόμιο, άφηναν κόφες με χοντρόφλουδα καρπούζια για την κυρά-Μαρία, κι εκείνη αφαιρούσε τη φλούδα τους με προσοχή για να την κάνουν οι ζαχαροπλάστες, ζαχαρωτό φιντάνι.
Βλέπετε, η ψυχολογία ενός ανθρώπου, διαμορφώνεται από τις επιδράσεις θετικές ή αρνητικές που δέχεται -ή μάλλον βομβαρδίζεται απ’ αυτές, ιδιαίτερα τις δυσμενείς- από το άμεσο και έμμεσο περιβάλλον του, εντός του κοινωνικού πλαισίου στο οποίο ανήκει. Και εδώ, σαφώς εννοείται, ότι συμπεριλαμβάνεται η καθημερινότητά του έξω από το βασίλειό του, από το σπίτι του δηλαδή, αλλά κατά τα μέγιστα και από τη διατριβή του μέσα σ’ αυτό. Το τονίζω αυτό, γιατί η ζωή τους μέσα στο βασίλειό τους, ρυθμίζει τη διάθεσή τους. Αυτό αφορά τους περισσότερους εργαζόμενους, κυρίως τα όχι και τόσο ένδοξα, πρωϊνά των ημερών τους.
Μπορεί λοιπόν να είναι υπερφορτισμένη από τις σχέσεις τους με τα μέλη της οικογένειάς τους, αρχίζοντας φυσικά μ’ εκείνη την ιδιαίτερα σημαντική: με τη μητέρα τους, αν είναι ελεύθεροι, ή με τη γυναίκα τους, αν είναι παντρεμένοι. Ακολουθεί στη σειρά η σημαντικότατη σχέση με τα παιδιά τους, που συχνά δυνάστες και δήμιοι, δεν αντιλαμβάνονται τίποτα και ποτέ!.. Στις σχέσεις αυτές η ηλικία των παιδιών υπήρξε ανέκαθεν καθοριστικός παράγων. Με μικρές εκφρασούλες υπονοούνται τα μεγάλα πράγματα: Μικρά παιδιά… μικρά βάσανα, μεγάλα παιδιά… μεγάλα βάσανα! Όσοι είναι γονείς καταλαβαίνουν κάλλιστα το νόημα των παραπάνω.
Και βέβαια -κάπου και που- οι άντρες ξεπέφτουν και στα χέρια μιας πεθεράς, που όσο άγια κι είναι, έχει πάντα εκείνο το πρόβλημα που την μανιοποιεί: το δικό της παιδί είναι καλύτερο από το άλλο που το ζευγαρώθηκε, από το ταίρι του δηλαδή. Έχει λοιπόν ιδιαίτερη σημασία η απουσία – παρουσία αυτού του παράγοντα και πολλά κωμικοτραγικά έχουν λεχθεί και λιγότερα έχουν γραφτεί σχετικά.
Η καθημερινότητα λοιπόν ενός εργαζόμενου άντρα, «ευδαίμων ή δεισιδαίμων» και παρομοίως η καθημερινότητα της επαγγελματικής ενασχόλησής του, αντικατοπτρίζονται στις κινήσεις του σώματός του, αυτό που λέμε στην αγγλική body language. Καϋμένοι άντρες! Μόλο που ο Θεός τους έπλασε κατ’ εικόνα και ομοίωσή Του, επηρεάζονται ανάλογα από την επέκταση του σακατεμένου πλευρού τους, θα έλεγα. ΄Ετσι άλλοτε είναι βραδείς, κατσούφηδες, αγέλαστοι, μισοθυμωμένοι, κακομοίρηδες, δυστυχείς… και βάλε! Όλες αυτές οι καταστάσεις ερμηνεύονται αδιαμφισβήτητα. Οφείλονται εκατό τα εκατό και στους δύο βασικούς παράγοντες: τους εντός του σπιτιού τους και τους εκτός αυτού… σε μία άλλη διεύθυνση, όποια διεύθυνση τέλος πάντων χαμερπή ή γαληνότατη… Υπάρχουν βέβαια και οι ευδαίμονες… χαριτωμένοι, ανάλαφροι τόσο πολύ μάλιστα που η ελάχιστη πνοή της δύναμης τους παρασέρνει προς τη δική της φορά, όποια κι αν είναι αυτή. Αυτοί, οι τύποι είναι οι μάλλον επικίνδυνοι καθώς είναι έτοιμοι να συμβιβαστούν με όλους και με όλα… να ξεχάσουν παρελθόν και αξίες, να ποδοπατήσουν, να καταπατήσουν για να μην υποφέρουν οι ίδιοι τελικά!
Τελικά δε θέλω να πω ότι οι άνθρωποι παύουν να είναι άνθρωποι όμως κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες δεν είναι και αδύνατον. Όλα έχουν το τίμημά τους και η τιμή που άλλοτε παζαρευόταν σε πολύ υψηλά επίπεδα στο ταμιευτήριο της ζωής τώρα πια -κακά τα ψέματα- έχει εξευτελιστεί κι έτσι είναι εξίσου απλή η διαδικασία του ξεπουλήματός της.
Για να επανέλθω στα του πρωϊού…, η καλημέρα των αντρών ήταν συνήθως βιαστική και ο τρόπος με τον οποίο απομακρύνονταν από το σπίτι τους μάλλον αποφασιστικός για να μην πω και με μία υπολήψιμη δόση όρεξης. Αν συναντούσαν κάποιο γνωστό, γείτονα ή μη, μασούσαν την «καλημέρα» τους, αφού τέτοιες ώρες δεν υπήρχε ούτε χρόνος, ούτε διάθεση για κάτι παραπάνω. Εξάλλου η σοβαροφάνεια είναι το πιο δοκιμασμένο κόλπο, με υψηλό ποσοστό επιτυχίας.
Τον χειμώνα τον συνόδευαν ως επί το πλείστον, τα σκούρα ρούχα. Κάποιοι είχαν και φορούσαν ένα παλτό, το επιπλέον κασκόλ ή ένα «καβουράκι», ενώ οι δήθεν εκκεντρικοί ένα μπερέ. Τα γάντια -όλων των ειδών- ήταν απαραίτητα. Καθοριστικό ρόλο έπαιζε πάντα η απασχόληση.
Περπατούσαν λοιπόν βιαστικοί, σκυφτοί από τον όγκο των σκέψεών τους, μαζεμένοι από το κρύο της φύσης και το άλλο… της ανάγκης. Κάποιοι είχαν ρόδα: ποδήλατο, μηχανάκι και ελάχιστοι, οι τυχερότεροι των τυχερών, αυτοκίνητο.
Σκεφτόμουν με δέος συχνά, πόσα εκατομμύρια χρόνια πήρε τον άνθρωπο -αρσενικόν ή θηλυκόν- ν’ αλλάξει κι από κυνηγός ζώων να γίνει κυνηγός της όποιας νομισματικής μονάδας, στερημένος τον καθαρό αέρα και την ελευθερία κινήσεων. Τώρα, όλα έχουν μπει σε λούκι και ο φουκαράς ο άνθρωπος –φαινομενικά κολλημένος- τραβάει με καταπληκτική ταχύτητα κατά το χαμό.
Οι γυναίκες όμως; Αυτές… και τότε όπως σήμερα, ήταν διαφορετικές. Έβγαιναν συνήθως αργότερα έξω, εκτός βέβαια αν εργάζονταν, οπότε όπως οι άντρες, ακολουθούσαν τα ωράρια που επιβάλλονταν. Πάντως ακόμη και στην δεύτερη περίπτωση –της εργασίας-, έβγαιναν περιποιημένες, συνήθως ευδιάθετες και απ’ όπου περνούσαν, σοκάκι ή δρόμο αρωμάτιζαν τον περιπλανώμενο αιθέρα… Άσε πια την καλημέρα, τη χρωματισμένη με φρέσκο χαμόγελο, ή… τα «πώς είστε; πώς την έχετε την οικογένεια και τα παιδιά;» κτλ. Σπάνια άκουγες: «έφτιαξε ο καιρός, δε νομίζετε;» ή και το αντίθετο: «παλιόκαιρος μα την αλήθεια!» Άκουγες αρκετά συχνά ένα «μπράβο!» που σ’ έκανε να σκέφτεσαι πως η κριτική των γυναικών δε χρειάζεται καθόλου χρόνο συλλογισμού, για να εκφραστεί! Αυτό το τελευταίο με κάκιζε λιγάκι γιατί πάντα πίστευα πως η γυναίκα, οφείλει επιτέλους να έχει και κάποιο ελάχιστο «ύφος», αν όχι ένα κάποιο… «ύψος»!
Για την αφεντιά μου, πέρα από αυτές τις παρατηρήσεις μου για τις ανθρώπινες συμπεριφορές, ιδιαίτερη σημασία είχε και το εσωτερικό του όποιου σπιτιού. Αυτό, από μόνο του, κι όταν ακόμη δεν είχα τρόπους να γνωρίζω τους ανθρώπους που το μεταμόρφωναν σε «ζεστή οικογενειακή γωνιά» ή και κάτι άλλο λιγότερο εύφημο, τουλάχιστον τους ζωγράφιζε και υπογράμμιζε τον τρόπο με τον οποίο το έκαναν «κουμάντο». Η λέξη αυτή δεν είναι τόσο απλή όσο ακούγεται. Πιστέψτε με. Κουμάντο σημαίνει ικανότητα, που ενώ υποτίθεται ότι αιτείται η παρουσία της παντού και πάντα, η απουσία της σημειώνεται περισσότερο συχνά από ότι θα περίμενε κανείς, κι έχει σα συνέπεια επικίνδυνες επιπτώσεις. Παρατηρώντας και σημειώνοντάς το έξω και λιγότερο το μέσα διαισθανόμουν αρχικά και συχνά, το διαπίστωνα τελικά, αν ήταν άνθρωποι καλοβαλμένοι, ήσυχοι νοικοκυραίοι, σχολαστικοί ή αργοί και τσαπατσούληδες… Αν ήταν φανατισμένοι με την καθαριότητα, αναμφίβολα δεν ήταν απλά τελειομανείς αλλά μανιακοί… με μία άρρωστη επιμονή και προσκόλληση σ’ αυτό που καλούμε ανθρώπινα νοικοκυρεμένο περιβάλλον. Αυτό αποκάλυπτε ότι δεν υπήρχαν άλλα πιο ουσιώδη πράγματα ν’ απασχολούν το μυαλό τους, κι αυτό ήταν αλήθεια λυπηρό.
Μία γυναίκα που εργαζόταν καθημερινά, αναμφίβολα δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή της, και αναγκαστικά περιοριζόταν στα βασικότερα, αφήνοντας τον όγκο του πλυσίματος, του μαγειρέματος και της ξεκούρασης για το Σαββατοκύριακο. Τα πράγματα δυσκολεύονταν με τα παιδιά, τις ιδιάζουσες ανάγκες τους και την επίβλεψή τους. Το Σαββατοκύριακο και οι αργίες έδιναν την ευκαιρία σε όλα τα μέλη της οικογένειας να κάνουν κάτι διαφορετικό και ν’ απολαύσουν από κοινού, κάποιες ευχάριστες στιγμές. Για το τελευταίο αυτό μάλλον δεν είμαι και τόσο βέβαια. Γι’ αυτό και τους λυπόμουν τους ανθρώπους. Παντρεμένος σημαίνει δεμένος, σκλαβωμένος, με μειωμένη την προσωπικότητά σου, καθώς με το να συμβιβάζεσαι αρχίζεις και παίρνεις κάποια χαρακτηριστικά του συντρόφου σου… κι εκείνος από τα δικά σου και τα παιδιά σας είναι μείγμα αυτού του συμβιβασμού καλού ή κακού…
Αλλά οι παρατηρήσεις μου με είχαν πείσει πως οι εργαζόμενες γυναίκες ακόμη και όταν κουράζονταν και υπέφεραν, ήταν ίσως περισσότερο προσγειωμένες στην πραγματικότητα του περιβάλλοντός τους: το οικογενειακό.
Οι γυναίκες «νοικοκυρές» ή ανεπάγγελτες, ήταν συχνά δύσκολες, παράξενες, ασχολούνταν με πολλά και με τίποτα, και ταλαιπωρούσαν το χρόνο τους, ξοδεύοντάς τον στο καλλώπισμα του σπιτιού, στη σχολαστική καθαριότητά του, που και τα δύο είχαν σαν επακόλουθο τα πολλά «μη», προς τα λοιπά μέλη της οικογένειας. Είχαν άφθονο χρόνο για σχόλια και κουβέντα, που ατυχώς περιστρέφονταν αέναα σε πράγματα κοινά και τετριμμένα. Κάποτε η συζήτηση αφορούσε το μαγείρεμα και τις μαγειρικές συνταγές, που συνήθως πλούσιες στα λιπαρά ανέβαζαν την υπέρταση ή τη χοληστερίνη. Άσε πια την έλλειψη προσοχής στο άτομό τους! Το «τσεμπέρι» πάνω από τ’ ατημέλητα μαλλιά και η ποδιά δεμένη στη μέση τους, ήταν ο κανόνας. Παρά το χρόνο που διέθεταν ταλαιπωρούνταν με χίλια δυο εξωφρενικά πράγματα. Το τίναγμα σεντονιών και άλλων καθώς και το σκούπισμα ήταν σε ημερήσια διάταξη. Το άδειασμα της ντουλάπας των ρούχων δεν πήγαινε πίσω και μάλιστα αφού τελείωναν με τη μία, φτου κι απ’ την αρχή με το άδειασμα άλλης. Τα ράφια στα ντουλάπια της κουζίνας, ακόμη και όταν είχαν λεία επιφάνεια, επέμεναν να τα ντύνουν με ειδικό χαρτί. Όσο για το φούρνο -αν είχαν- τον ρεζίλευαν με τα τριψίματα. Την επομένη… δόστου και πάλι από την αρχή: δωμάτια, κρεββάτια, τινάγματα σεντονιών… και πλυσίματα. Άσε πια το σιδέρωμα… Ουφ, τι απελπισία!.. Αναρωτιόμουν λοιπόν πώς ήταν δυνατόν μία μυαλωμένη γυναίκα να περιορίζεται σ’ αυτού του είδους τη ρουτίνα; Φρίκη, φρίκη, φρίκη! Άσε πια το μαρτύριο της αγοράς και τα ψώνια… Α, δε νομίζω ότι θα αναφερθώ σ’ αυτό το βάσανο. Προχωράω λοιπόν…