Στα μάτια σου ψάχνω..
« μ’ αγαπάς ;» ρωτάω.
Τα λόγια σου τα όμορφα
τους όρκους τους μεγάλους
τους τόσους αναστεναγμούς…
πώς θέλω να πιστέψω!
Τα χέρια σου,
σα με θωπεύεις,
κύκνους λευκούς… θυμίζουν.
Μου τάζουν τον παράδεισο,
οι χτύποι της καρδιάς σου.
Λες την αλήθεια
πώς για μένα ξαγρυπνάς,
αγωνιάς
πως τ’ όνομά μου μελετάς
τη νύχτα και τη μέρα;
Το βλέμμα
χθαμαλά σαν το κρατάς,
εμένα τάχα συλλογιέσαι;
Ακούγομαι ‘παράξενα;
‘ανήρ’… δεσποτικός
της υποψίας δέσμιος;
Οθέλλος ότι είμαι;’
Ω, δεν το θέλω,
κι όταν ακούω
στο χέρι μου πως είναι
τους φόβους μου να πνίξω…
Απορώ!
Άραγε πώς μπορώ
τ’ άγχος μου ν’ αποβάλλω
που βλέπω τόσα γύρω μου;
Αναρωτιέμαι αν ποτέ
μ’ αφήσουν τα φαντάσματα
και βρω κάποια γαλήνη
ή κολασμένος θα γυρνώ
σαν θα σ’ απαρνηθώ;
Η θύελλα που ξέσπασε
πάει να με φουντάρει…
τόσο, που τώρα σκέφτομαι
να φύγω μακριά σου
ν’ απαλλαγώ,
από τον βέβαιο πνιγμό
στο πάθος του έρωτά σου.