Στίχοι μου…
Τώρα που σου γράφω,
σκύβει η λυγαριά το κρίνο να φιλήσει,
και το λιθόστρωτο το καλντερίμι,
αναπολεί:
παίρνει το βήμα της αλαλιασμένης
της πλανεμένης,
οπού ‘τρεξε και το νερό αγκάλιασε
ζητώντας καταφύγιο είπε,
στην Νεραϊδοφρύδα κόρη
της Κυράς μας..
Και μέσα απ’ τα πλοκάμια του φυκιού
ζητώντας τη θηλειά να δέσει,
βαρύ καϋμό πως έθαβε στον βούρκο της!
Ήταν κι αυτό στο πρόγραμμα
-στο λέω-
να λύσει και να δέσει τις πίκρες, τους καϋμούς,
την ώρα που… στη Μονή των Φιλανθρωπινών
έψελναν οι ‘στορημένοι σοφοί
το τροπάριο της Παναγιάς!
Όχι! δεν την σταμάτησαν. Δεν μπόρεσαν.
Εκείνη δεν ήξερε από τέτοια γιατροσόφια
και είχε την έμμονη ιδέα:
να φύγει να γλυτώσει απ’ τον κύρη
κι από τον κόσμο το δειλό!
Τά ‘μαθες τα τελευταία;
Τη βρήκαν, ως είπαν, αγκαλιασμένη με τα φύκια…
που με πάθος τη φιλούσαν, τη χάϊδευαν πάλι και ξανά,
και τη φιλούσαν!…
Τη νανούριζε η πρασινογάλανη στα νερά της
ευτυχισμένη!
Είπαν!..