Πιπίνα Δ. Έλλη

Πιπίνα Δ. Έλλη

Θέατρο, 2000

Δύο μονόπρακτα:

1. Το στοίχημα

2. Ο καθρέφτης

και το θεατρικό

Η Αντιγόνη σε άλλη διάσταση

Σύδνεϋ 2000

Author:  Pipina D. Elles

Copyright:  ©Pipina D. Elles

Typeset, editing, art: Pipina D. Elles

Θέατρο 2000

Δύο μονόπρακτα:

1. Το στοίχημα

2. Ο καθρέφτης

και το θεατρικό

Η Αντιγόνη σε άλλη διάσταση

ISBN  0 9586054 8 3

©Πιπίνα Δ. Έλλη

Το Στοίχημα

μονόπρακτο

Πρόσωπα:

Μιλτιάδης:                 Μεσήλικος δικηγόρος, χήρος

Δημήτρης:                  Γυμνασιάρχης συνταξιοδοτούμενος πρόσφατα, χήρος

Ερατώ:                       Η υπηρεσία του Μιλτιάδη μέχρι τριανταπέντε χρόνων

(Τα ακόλουθα ονόματα, αναφέρονται απλά στο μονόπρακτο:

Αλίκη:           Η θυγατέρα του Μιλτιάδη, στον τηλεφωνικό διάλογο

Αλέξανδρος: Γιος του Δημήτρη

Πολυξένη:    Η υπηρεσία του Δημήτρη, που έφυγε

Ελένη:          Η μακαρίτισσα σύζυγος του Μιλτιάδη

Ευτέρπη:      Η οικονόμος του Μιλτιάδη και της Ελένης 

Κωτσαρής:   Συμβουλάτορας της Ερατώς στην Ελλάδα

Μίλτος:       Ο άνθρωπος που φέρνει τα αναψυκτικά στο σπίτι του Μιλτιάδη)

Πράξη πρώτη

Εικόνα πρώτη

Ο Μιλτιάδης κάθεται στο σαλονάκι του σπιτιού του και διαβάζει μια δικογραφία.  Ξεκουράζεται.  Κάποια στιγμή, κυττάζει το ωρολόγι του.  Φαίνεται πως περιμένει κάποιον. Όταν όμως ακούει χτυπήματα στην πόρτα,  παραξενεύεται.  Σηκώνεται για να δει ποιος είναι. Κυττάζει από το μάτι της πόρτας και ανοίγει.

Μιλτιάδης: Ο Δημήτρης!  Αυτό, είναι  έκπληξη!

Δημήτρης:  Καλημέρα Μιλτιάδη!  

Μιλτιάδης: Καλώς τον, καλώς τον. Αν και… εντελώς συμπτωματικά σε σκεφτόμουν σήμερα το πρωί, ωστόσο δεν   περίμενα να σε δω, για νά ‘μαι ειλικρινής.

Δημήτρης: Ε, είπα να περάσω να σε δω λιγάκι.  Πέρασαν αρκετές μέρες από την τελευταία φορά που τα είπαμε.  Σκέφτηκα λοιπόν να μη σου τηλεφωνήσω για να μάθω νέα σου, αλλά να σε επισκεφτώ.  Είπα στον εαυτό μου: αν είναι εκεί, καλώς.  Δεν είναι, τότε μόνο θα τον πάρω στο τηλέφωνο.  Νόμισα ότι ήταν καλύτερα έτσι.  Ελπίζω να μην επικρίνεις την απόφασή μου.

Μιλτιάδης: Έλα, έλα λοιπόν, πέρνα μέσα.  Να μιλήσουμε τουλάχιστο καθιστοί. Χαίρουμαι πολύ που σε βλέπω αγαπητέ μου Δημήτρη… Όπου νά ‘ναι θα καταφτάσει και… η Ερατώ μας!  Την περιμένω.

Ο Δημήτρης σταματά και πάλι παραξενεμένος.

Δημήτρης: “Η Ερατώ μας;”  Ποια είναι πάλι αυτή;

Μιλτιάδης: Η καινούργια υπηρεσία μου.  Σχεδόν φρέσκια από την Ελλάδα!

Δημήτρης: Μάλιστα!  Έτσι λοιπόν!  Κάνεις δουλειές πίσω από την πλάτη μας ε;  Τώρα καταλαβαίνω γιατί δεν σε είδαμε στο club του St. George τις τελευταίες ημέρες. 

Μιλτιάδης: Έλα λοιπόν ησύχασε!  Εδώ είμαι, δεν έφυγα ακόμη από το Σύδνεϋ.  Άλλωστε… αφού, όπως λες, ανησυχούσατε εσύ και η παλιοπαρέα, γιατί δεν μου τηλεφωνούσατε;  Ή μήπως και σας έκοψαν τις τηλεφωνικές σας γραμμές;

Δημήτρης:  Θα μπορούσε να έχει γίνει κι αυτό.  Τα χρήματα της σύνταξης μόλις που φτάνουν!  Αλλά διάβολε… κι εσύ δεν είσαι καλύτερος!  Ούτε που  στενοχωρήθηκες καθόλου για την παρέα μας.Αλλά τι λέω ο ανόητος.  Έπρεπε να κάνεις training την υπηρεσία σου…  Πώς την είπες;  “Την Ερατώ μας”!.. 

Μιλτιάδης: Ερατώ, τη λένε Δημήτρη και μη με ειρωνεύεσαι. Έλα τώρα, ηρέμησε και μη μου κρατάς θυμό. Έχω βλέπεις και κάποιες μικροϋποθέσεις να ταχτοποιήσω.  Ακόμη δεν την παράτησα τη δουλειά μου όλωσδιόλου. Ασχολούμαι.  Κάποιοι παλιοί πελάτες μου, δυσκολεύονται ν’ αλλάξουν δικηγόρο στην ηλικία μας και έτσι κάνω ό,τι μπορώ.  Συγγνώμη λοιπόν και please, κάνε μου την τιμή να περάσεις μέσα και να καθήσεις επιτέλους.

Δημήτρης:  Εντάξει, συγχωρείσαι.  Για να καθήσω όμως εγώ, όπως ξέρεις, θα πρέπει πρώτα να δροσίσω τον λάρυγγά μου με ένα ουζάκι… και φυσικά, εκ των υστέρων,  έχω την απαίτηση να μου φτιάχνουν οι οικοδεσπότες το καφεδάκι μου Greek style.

Μιλτιάδης: Όλα θα γίνουν Δημήτρη μου.  Όλα θα γίνουν. Επιτέλους βρε αδερφέ, πέρνα μέσα!  Από την πόρτα, δεν πρόλαβα καθόλου να σου ανοίξω κι αρχίσαμε κιόλας να φιλονικούμε.  Πέρνα τουλάχιστον να πούμε και κάτι καθιστοί βρε παιδί μου! Ξέρεις, δεν αντέχω και τις πολλές-πολλές ορθοστασίες, ακίνητος.  Άλλο να περπατώ κι άλλο να στέκουμαι όρθιος σ’ ένα μέρος.

Περνούν μέσα στο σαλονάκι. Κάθονται.  Ο Μιλτιάδης έχει ένα σκάκι ανοιχτό επάνω στο τραπέζι του καφέ, μπροστά από τον καναπέ και ανάμεσα από δύο πολυθρόνες.

Μιλτιάδης: Έλα λοιπόν να παίξουμε να παίξουμε μία παρτίδα σκάκι κι ώσπου να τελειώσουμε, σίγουρα θα καταφτάσει και η Ερατώ.  Ξέρεις αυτή έχει τους τρόπους της και θα μας περιποιηθεί.

Δημήτρης: Τι το θέλεις καϋμένε τώρα το σκάκι; Δεν ακούμε λιγάκι τα νέα;  Άνοιξε λίγο την τηλεόραση να δούμε τι στο καλό γίνεται με το bloody GST.  Μας τσουβάλιασε ο Χάουαρντ.  Άσε πια τους Ολυμπιακούς Αγώνες που έρχονται ολοταχώς σαν το κακό προμήνυμα!..  Θα βουλιάξει η Αυστραλία.  Όλοι οι μικροί φωνάζουν.  Οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται.  Το χρήμα το μαζεύει με καταπληκτική ταχύτητα η μεγαλο-κεφαλαιοκρατία!  Λυπάμαι τους νέους μας.  Πώς θα μπορούν κάνουν σπιτικό όταν σαν αντρόγυνο θα σκοτώνονται για να εξασφαλίζουν τα προς το ζειν;

 Μιλτιάδης: Έλα τώρα Δημήτρη.  Μια ζωή, είσαι ένας εκπαιδευτικός.  Ανησυχείς για τη γλώσσα των Ελληνικών, για την προσωπίδα των δυνάμεων: τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, το GST, τους ιθαγενείς και τα δικαιώματά τους, και… και… τόσα άλλα που είναι αναρίθμητα.

Δημήτρης: Μα αγαπητέ μου φίλε Μιλτιάδη, δεν έχεις λοιπόν, καθόλου διορατικότητα;  Δεν βλέπεις το μέλλον του κόσμου;  Η Αλίκη σου μεγαλώνει μωρό.  Ο Αλέξανδρός μου ετοιμάζεται να παντρευτεί.  Τι μας περιμένει λοιπόν κι εμάς όλους μαζί;

Μιλτιάδης: Λοιπόν;  Δεν έχω δίκιο που σου λέω να παίξουμε μια παρτίδα σκάκι;

Δημήτρης: Θέλεις λοιπόν να σκουπίζεις όλα όσα σου είναι ενοχλητικά κάτω από το χαλί για να τα ξεχνάς;

Μιλτιάδης: Δημήτρη υπάρχει κι ένας άλλος λόγος.  Όπως βλέπεις η τηλεόρασή μας δεν είναι εδώ.

Δημήτρης: Πού πήγε λοιπόν;  Σε βαρέθηκε και τό ‘βαλε στα πόδια;  Χα, χα, χα!..

Μιλτιάδης: Ε, όχι δα αγαπητέ μου!  Κάηκε καθώς μας είπε ο τεχνικός τηλεοράσεων. 

Δημήτρης: Ε, λοιπόν είχα δίκιο.  Σας βαρέθηκε κι αποφάσισε ν’ αυτοκτονήσει. Χα, χα, χα!.. 

 Μιλτιάδης:  Χαίρουμαι που βρίσκεις  το χρόνο και τον διαθέτεις για χιούμορ, αγαπητέ μου Δημήτρη.  Αυτό σημαίνει ότι είσαι στο forte σου.

Δημήτρης:  Και τι να κάνω ο κακομοίρης;  Ούζο δεν υπάρχει -όχι ακόμη, τέλος πάντων- και ο  καφές θα αργήσει κατά τα φαινόμενα, αφού θα ακολουθήσει το ούζο… Όσο για το μεράκι μου για τα νέα, κι αυτό οφείλω να το ξεχάσω με μια τηλεόραση που κάηκε η δυστυχής, πιθανόν από την… ασυγχώρητη παραμέλησή της στα χέρια σου!…

Μιλτιάδης: Εκπαιδευτικός δεν είσαι;  Επομένως είσαι λεπτολόγος και σχολαστικός.  Δε σου έτυχε ποτέ σου να μην έχεις τίποτε στο σπιτικό σου βρε αδερφέ;

Δημήτρης:  Ναι, βέβαια… πώς δεν μου έτυχε!  Άκου λέει!  Και μάλιστα για πολλές ημέρες, τόσες όσες χρειαζόμουν για να ξεφορτωθώ την αξιοπρεπεστάτη κυρία Πολυξένη, μια για πάντα!..

Μιλτιάδης:  Έλα τώρα καϋμένε Δημήτρη που με θέλεις να πιστέψω κάτι τέτοιο!  Εσύ, ένας πρώην σπουδαίος εκπαιδευτικός, με κάποιο -υποθέτω- σεβαστό εισόδημα… τέλος πάντων…

Δημήτρης: Ομολογουμένως, με υπέρ-κολακεύεις αγαπητέ μου φίλε: “πρώην σπουδαίος εκπαιδευτικός” λέει!  Κόλακας να σου τύχει μια φορά.  Αλλά τι φταις εσύ; Σε διέφθειρε το επάγγελμα, αγαπητέ μου… Βλέπεις όλοι μας όταν εξασκούμε ένα επάγγελμα, μπαίνουμε στο πετσί του, παίρνουμε όλα τα καλά και τ’ άσχημά του, και δεν υπάρχει άλλος δρόμος, αν θέλεις να είσαι professional!

Ο Μιλτιάδης τον κυττάζει κάποια στιγμή προσεχτικά.  Μετά κυττάζει τα ρούχα του.  Δε νοιάζεται να είναι διακριτικός.

Μιλτιάδης: Αλήθεια, αγαπητέ… δεν είχα προσέξει πως είσαι ολομόναχος!   Πίστευα ότι την Πολυξένη θα την είχε αντικαταστήσει κάποια δουλεύτρα, έστω και δυο φορές την εβδομάδα.  Νόμιζα πως έχεις κάποιον τέλος πάντων κοντά σου. 

Δημήτρης: Μπα;  Δείχνει λοιπόν τόσο πολύ η μοναξιά μου; Ίσως κιόλας να φαντάζεσαι ότι ζω στη μιζέρια.  Ε, λοιπόν Μιλτιάδη μου είμαι στην πολύ ευχάριστη θέση να σε διαψεύσω.  Ναι παιδί μου, κάνεις μεγάλο λάθος.  Έχω παρέα και μάλιστα την εκλεκτή των εκλεκτών. Δεν είναι παρά ένα μικρό σκυλάκι που γαυγίζει όταν περνούν ή πλησιάζουν οι άγνωστοι.  Ένα καλό σκυλάκι… ένα silky terrier.  Το βάφτισα Ερμή, και είναι το πιο χαριτωμένο πλάσμα του κόσμου.

Μιλτιάδης: Έλα τώρα αγαπητέ μου… Δεν εννοώ τέτοια συντροφιά!  Μιλάω για κάποια ανθρώπινη παρουσία. 

Ο Δημήτρης χαμογελάει μυστηριωδώς

Δημήτρης: Υποθέτω κάποιον σαν… την Ερατώ “σας”!

Μiλτιάδης: Μην είσαι τόσο βέβαιος, ότι είναι ένα “αναγκαίο κακό”.

Δημήτρης: Να σου πω… Δεν έχω κανέναν κοντά μου, γιατί όλοι με άφησαν!   Και ξέρεις γιατί;  Γιατί δεν έχω να προσφέρω τίποτα πια, σε κανέναν.  Απολύτως τίποτα!

Μιλτιάδης:  Καλά καϋμένε δε χάθηκε ο κόσμος!  Έτσι να κάνεις τα δάχτυλά σου, θα βρεις δέκα καλές νοικοκυρές για να σε περοιποιούνται.   Αφού μάλιστα θα πληρώνονται!  Ο κόσμος τα έχει ανάγκη τα χρήματα.  Και είναι πολλές οι γυναίκες στην ηλικία μας, που ψάχνουν για τέτοιες δουλειές όταν δεν έχουν κάποια παραπανίσια μόρφωση.  Άλλωστε είμαστε πολιτισμένοι άνθρωποι.  Τι στο δαίμονα!

Δημήτρης: Δε θέλεις να καταλάβεις αγαπητέ μου.  Δεν ενδιαφέρομαι να έχω κάποια γυναίκα στο πλευρό μου. Αυτά τα πέρασα.  Τώρα ζω μια νέα ανεξαρτησία, και… κυριολεκτικά την απολαμβάνω.  Όχι πίσω στις αλυσίδες!  Άσε με αδερφέ,  μια χαρά είμαι. Είμαι λοιπόν μόνος μου και δεν έχεις ιδέα πόσο αυτό απλοποιεί τη ζωή μου.   Ξέρω ότι όπου βάζω ένα πράγμα, εκεί και θα το βρω.  Τι δηλαδή, νά ‘χω μια γυναίκα στο δίπλα μου, για να βασανίζουμαι;  Και όχι μόνο αυτό, αλλά να μου ζητάει κι από πάνω;  Ε, όχι!  Δεν είμαι δα και μαζωχιστής!

Μιλτιάδης: Μα αγαπητέ μου φίλε, πρέπει να δίνεις για να παίρνεις.  Έτσι δεν είναι;   Η αμοιβαιότητα φίλε μου είναι η ισορροπία των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων και δη μεταξύ των φύλων.   

Δημήτρης: “Να δίνεις για να παίρνεις λέει! Τι δίνεις όμως φίλε μου και τι παίρνεις πίσω!  Αγάπη;  Χρόνο;  Μήπως μόνο χρήματα; Ή τίποτα απολύτως!

Μιλτιάδης:  Τι παράξενο που ακούγεται!  Εσύ ένας βετεράνος εκπαιδευτικός, με μια καλή σύνταξη να βρίσκεσαι οικειοθελώς σε αυτή τη θέση! 

Τον ξανακυττάζει με ερευνητικό ύφος, και με τον οίκτο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Σκέφτεται δυνατά.

Μιλτιάδης: “Καυμένε Δημήτρη.  Δες τα απεριποίητα ρουχα του.  Την τσάκιση του παντελονιού του.  Εμένα τουλάχιστο μου σιδερώνει και κανένα παντελόνι η Ερατώ.  Και θαρρώ πως αδυνάτισε… Χμ!  Άραγε  να τρώει καλά ο κακόμοιρος;”

Δημήτρης: Βλέπω φίλε μου πως πάλι τα ρούχα μου κυττάζεις. Σε απασχολεί πολύ η εμφάνισή μου. Και με λυπάσαι σίγουρα… Μα άκου αγαπητέ μου, εσύ, που σαν τους περισσότερους ανθρώπους, δίνεις σημασία σε αυτά τα εξωτερικά σημάδια της καλοπέρασης και της ευημερίας:  τα ρούχα δεν φτιάχνουν τον άνθρωπο.

 Μιλτιάδης: Δημήτρη αν δε σε ήξερα, σίγουρα, θα μπορούσαν τα ρούχα σου να επηρρεάσουν τη γνώμη μου για το άτομό σου.  Όμως, θα μου επιτρέψεις να διαφωνήσω μαζί σου ως προς το ρόλο της καλής εμφάνισης ενός ατόμου.  Και βέβαια το ρούχο δείχνει τον άνθρωπο.  Πού ζούμε λοιπόν αγαπητέ μου;  Στην εποχή των τρωγλοδυτών;  Το ρούχο και η όλη εμφάνιση που δίνουν μια πρώτη εντύπωση -φυσικά ακολουθούν και πολλά άλλα ευνόητα- ανοίγουν τις θύρες.

Δημήτρης: Σίγουρα, Μιλτιάδη, εσύ σα βετεράνος δικηγόρος που είσαι, προσέχεις από συνήθεια καλή ή κακή, τι φοράει ο συνάνθρωπος.  Γιατί, έτσι έμαθες βέβαια.  Αυτό πρόσεχες κάθε φορά που ένας νέος πελάτης έμπαινε στο γραφείο σου.  Έτσι κανόνιζες και πόσα να του μαδήσεις… Κάποτε ασκώντας αυτό το μέτρο, τα είχες οικονομήσει για τα καλά… Δε βαρυέσαι… από αδικήματα και απάτες, μήπως υπάρχει και τίποτε άλλο πιο αξιόλογο στη ζωή μας;  Πάντα νόμιζα, πως αντιπροσώπευες όλους εκείνους, που είχαν γίνει τόσο μα τόσο καλοί σ’ αυτό, που ούτε λαγωνικά να ήταν στο ξέβγαλμα του φουκαρά του λαγού! Εδώ βέβαια ο λαγός αντικαθίσταται από τον άνθρωπο με το παχύ πουγγί ή το παχύ πορτοφόλι…

Ο Μιλτιάδης έχει μείνει άναυδος από τη συμπεριφορά του φίλου του. Δεν προλαβαίνει όμως να αντιδράσει, γιατί ανοίγει ξαφνικά η εξώπορτα και μια νέα γυναίκα, ως τριάντα με τριανταπέντε χρόνων περνάει μέσα από το σαλόνι,  μασουλώντας ανάγωγα, και κρατώντας σακκούλες με ψώνια.  Δε δίνει καμμία σημασία στους καθήμενους, ούτε και που νοιάζεται να σέρνει τα πόδια της στο δάπεδο.  Την κυττούν για μια στιγμή και οι δυο ηλικιωμένοι άναυδοι, ενώ ο Μιλτιάδης σηκώνεται ξαφνικά και τρέχει από πίσω της λέγοντας:

Μιλτιάδης:  Ερατώ, παιδί μου, γύρισες… Είναι ο κύριος Δημήτρης εδώ.  Δεν τον είδες;

Ερατώ:  Ναι;  Και λοιπόν καλέ κύργιε;

Μιλτιάδης: Πρόσεχε παιδί μου τι λες!  Είπα πως είναι ο κύριος Δημήτρης εδώ… Ο φίλος μου… ο Γυμνασιάρχης.  Θα τον έχουμε για λίγο μαζί μας.

Ερατώ: “Τώρα μάλιστα!”  Καλησπέρα κυρ-Γυμνασιάρχη μου!

Η Ερατώ που εξακολουθεί να μασουλάει συνεχώς, φέρνεται εντελώς ανάγωγα. Ο Δημήτρης μιλάει σοβαρά και δε δείχνει την παραμικρή έκπληξη για τη συμπεριφορά της νέας γυναίκας.  Αντίθετα τη χαιρετά κάνοντας μια ελαφρά υπόκλιση. 

Δημήτρης: Καλησπέρα κυρία μου!

Η Ερατώ στέκεται μια στιγμή σαστισμένη αλλά γρήγορα επανακτά το ανάγωγο ύφος της.  Ο Μιλτιάδης επεμβαίνει καθώς τη βλέπει να ετοιμάζεται να φύγει προς την πόρτα της κουζίνας.

Μιλτιάδης:  Άκου παιδί μου, Ερατώ, φέρε μας από ένα ουζάκι και φτιάξε και κανένα μεζεδάκι… Άντε  μπράβο!

Εκείνη χωρίς να απαντήσει, προχωρεί προς την κουζίνα για να ξαναγυρίσει γρήγορα, κρατώντας δυο μικρά ποτηράκια με ούζο νερωμένο.

Μιλτιάδης:  Μπράβο Ερατώ!… Τι σου έλεγα Δημήτρη;  Μην ξεχάσεις όμως και το μεζέ… παιδί μου.

Ερατώ: Ποιο μεζέ καλέ κύργιε;  Όλο μου ζητάτε πράματα που δεν υπάρχουν. Άσε που δεν κάνει να φάτε κιόλας… Ανθρώποι σαν την αφεντιά σας… Ξέχασες καλέ κύργιε τη χοληστερίνη σου.  Αυτό βλέπω εγώ…

Μιλτιάδης:  Ερατώ παιδί μου, μήν είσαι κακότροπη.  Φέρε μας, έστω, κάποιους ξηρούς καρπούς.  Ξέρω νομίζω, πώς να προσέχω τον εαυτό μου.  Μην ανησυχείς γι αυτό.

Ερατώ: Μα κύργιε Μιλτιάδη μου, με εκατό δολλάρια που μου δίνεις να ψωνίσω, σαν τι περιμένεις;  Το ούζο κάνει εικοσιπέντε δολλάρια, το ψάρι που είναι καλό για τη χολιστερίνη σου, κόστισε είκοσι δολλάρια.  Πόσα μας κάνουν;  Σαρανταπέντε δολλάρια. Το γάλα πέντε δολλάρια, το ψωμί άλλα τόσα… τα τσιγάρα… ο καφές… Ωχ, καλέ κύργιε, τι θέλεις και τα ξεψειρίζεις τώρα;   Η απόδειξη είναι πάνω στο τραπέζι της κουζίνας.  Λοιπόν;

 Μιλτιάδης:  Τι εννοείς με όλα αυτά;  Δε σου έφτασαν λοιπόν τα εκατό δολλάρια που σου έδωσα;  

Ερατώ:  Μάγος είσαι;  Σίγουρα καλέ κύργιε!   Ξέχασες και το GST;*

Ο Δημήτρης που άθελά του παρακολουθεί αυτή τη συζήτηση, δεν αντέχει άλλο και ξεσπά στα γέλια.  Και οι δυο τον κυττάζουν προσβεβλημένοι.

Δημήτρης: Χα, χα, χα!  Καλά σου λέει η χριστιανή  Μιλτιάδη μου!   Ξέχασες το GST; 

Κουνάει το χέρι του και το κεφάλι του, δείχνοντας έτσι ότι δεν πιστεύει την υπηρεσία.  Η Ερατώ τον μιμείται κοροϊδεύοντάς τον αλλά χωρίς να ακούγεται. Ο Μιλτιάδης που ξέρει βέβαια τους λόγους αυτού του ξεσπάσματος του Δημήτρη, μιλάει ήσυχα και σοβαρά στην Ερατώ, σα να μη συμβαίνει τίποτα.

 Μιλτιάδης:  Φέρε μαςλοιπόν παιδί μου Ερατώ… λίγο αγγουράκι, καμιά τοματούλα, λίγο τυράκι φέτα… και καμιά ελίτσα.  Μην ξεχάσεις και το ψωμάκι.

Η Ερατώ κουνάει το κεφάλι της και το χέρι της εννοώντας την βραδύτητα του Μιλτιάδη να καταλάβει τι του λέει.

Ερατώ:  Άκου… κύργιε Μιλτιάδη μου.  Ψωμάκι θα σας φέρω, μπορεί και λίγες ελίτσες, αν έχουμε από τα περασμένα ψώνια, κι αυτό είναι όλο.  Δώσε μου κι άλλα δολλάρια και ευχαρίστως να πάγω δίπλα στο σουπερμάρκετ να σου φέρω και του πουλιού το γάλα.

Μιλτιάδης: Καλά, καλά  παιδί μου.  Φέρε τέλος πάντων ό,τι υπάρχει.  Ο κύριος Δημήτρης κι εγώ θα περιμένουμε να μας ετοιμάσεις κάτι για το ούζο μας.

Η Ερατώ φεύγει βαρυεστημένη και κατσούφα, σέρνοντας τα πόδια της και κρατώντας τα χέρια της στις τσέπες της, εξακολουθώντας πάντα να μασουλάει.  Ο Δημήτρης παρακολουθεί τις αντιδράσεις του Μιλτιάδη.

Δημήτρης: Δε μου λες Μιλτιάδη -με το θάρρος βέβαια της μακροχρόνιας φιλίας μας- είσαι ευχαριστημένος από την Ερατώ;

Μιλτιάδης:  Σσσσ!.. Μη μας ακούσει Δημήτρη μου… Τι εκλογή έχω;  Από τότε που έμεινα ολομόναχος… από τότε δηλαδή που έφυγε η αγαπημένη μου Ελένη, τι να  έκανα;  Είχα την κυρία Ευτέρπη για λίγο, μετά από το θάνατο της Ελένης, όπως ξέρεις, αλλά κι αυτή δούλεψε πολλά χρόνια υπηρεσία στο σπίτι μας.    Ήρθε λοιπόν μια στιγμή που κουράστηκε… Εξάλλου ο άντρας της έλαχε μιας μικρής κληρονομιάς, του άκληρου αδερφού του, κι έτσι τη χάσαμε την Ευτέρπη.  Εγώ ποτέ δεν ήμουν εξοικειωμένος με τα οικοκυρικά.  Έτσι λοιπόν έψαξα κι έψαξα και τέλος βρήκα στις ελληνικές εφημερίδες μια αγγελία, εκείνη της Ερατώς.  Είχε καλές συστάσεις βέβαια. 

Ο Δημήτρης ειρωνικά.

Δημήτρης:  Το βλέπω, το βλέπω!  Έψαξες και πολύ μάλιστα φίλε μου… Και τι πέτυχες, ε;  Το κελεπούρι!

Μιλτιάδης:  Ε… δεν είναι τέλεια… αλλά καλή είναι.

Δημήτρης:  Εντάξει αγαπητέ μου.  Δε χρειάζεται να με πείσεις.  Έχω και μάτια και αυτιά.

Τον πλησιάζει και του λέει εμπιστευτικά:

Δημήτρης: Ευτυχώς που υπάρχουν τα καθαριστήρια Μιλτιάδη μου και βολευόμαστε κι εσύ που έχεις την Ερατώ κι εγώ που δεν έχω κανέναν.  Κατάλαβες;  Από φαγητό όμως, δεν ξέρω πώς τα πας με την νέα υπηρεσία σου.  Πάντως δε μου φαίνεσαι καλοταϊσμένος.

Μιλτιάδης: Σιγά καϋμένε και θα μας ακούσει!

Δημήτρης:  Τώρα μάλιστα!  Δηλαδή κι εδώ είμαι σωστός;

Μιλτιάδης:  Τι εννοείς;

Δημήτρης: Ότι δε σου μαγειρεύει αγαπητέ μου!

Μιλτιάδης:  Ε… Πώς… Μου μαγειρεύει η κοπέλλα… ό,τι ξέρει τέλος πάντων.

Δημήτρης:  Βρε συ άτιμε!  Μήπως σου αρέσει αυτό το θήλυ, γι’ αυτό και το ανέχεσαι;

Ο Δημήτρης χαμογελάει πονηρά, ενώ ο Μιλτιάδης δαγκώνεται.

Μιλτιάδης:  Αυτό πια δεν το περίμενα από έναν μορφωμένο άνθρωπο σαν κι εσένα!

Δημήτρης: Γιατί αδερφέ;  Έπαψες μήπως να είσαι άντρας;  Εγώ, αν μπορούσα… να τις ανεχτώ τις γυναίκες, λόγω τιμής, θα έπαιρνα μια να με κυττάζει… Και να με κυττάζει με όλη τη σημασία της λέξης.  Γιατί τα θηλυκά θέλουν μαζί με όλα τα άλλα και το ψιλό να είναι παρόν και δυνατό.  Οι ρομαντισμοί δεν ωφελούν χωρίς τη ζεστασιά που δίνει η ικανοποίηση της οικονομικής άνεσης.  Αλλά από τα χρήματα που εγώ παίρνω για παράδειγμα τι θα μπορούσε να πρωτοκυττάξει κανείς!  Εγώ… μόλις που εξασφαλίζω το φαγητό και τα έξοδα του Ερμή, της συντήρησης του σπιτιού μου και του αυτοκινήτου μου.   Όπως το λέει όλος ο κόσμος, και η… Ερατώ “σας”,το GST μπήκε πριν από την ώρα του. 

Έρχεται επιτέλους η Ερατώ με ένα δίσκο όπου κρατά ένα μπουκάλι ούζο, ένα μικρό πιατάκι με λίγες ελιές  και ένα άλλο με μπισκοτάκια νερού.  Το ακουμπά πάνω στο τραπέζι του καφέ και ενώ δε σταμάταγε να μασουλά είπε:

Ερατώ:  Θα είμαι στην κουζίνα κύργιε, άν με θέτε για κάτι.

Μιλτιάδης: Ναί, Ερατώ παιδί μου, σ’ ευχαριστούμε.

Ο Δημήτρης χαμογελά πονηρά καθώς υψώνει το ποτήρι του σε πρόποση.

Δημήτρης: Ερατώ, λοιπόν!… Ας πιούμε στην υγειά σου παλιέ μου φίλε και στην υγειά της Ερατώς “μας”!

Μιλτιάδης: Νά ‘σαι καλά με το δούλεμά σου και με το πείσμα σου να μη θέλεις να με καταλάβεις.  Δεν ξέρεις πόση ανάγκη έχω από μια παρουσία μέσα σε τούτο το σπίτι. Πόσο θα ζήσουμε άραγε;  Τουλάχιστο να ζήσουμε με μια ζεστασιά!

Δημήτρης: Δεν αντιλέγω αγαπητέ μου… Να έχεις όμως κάποιον ανάλογό σου.  Κάποιον που να σε υπολογίζει εσένα και τις ανάγκες σου τις αισθηματικές. Όχι μια τυχοδιώκτρια, κάποια… που όχι μόνο έχει μεγάλη γλώσσα, αλλά σίγουρα κι ελαφρύ χέρι!

Μιλτιάδης:  Πώς το ξέρεις αυτό; 

Δημήτρης:  Δεν είναι και τόσο καλή στα μαθηματικά της.  Βγήκε με εκατό δολλάρια και έφερε πράγμα πενήντα δολλαρίων… Τα υπόλοιπα πού πήγαν;

Απάνω που πήρε να σκέφτεται  ο Μιλτιάδης τα λόγια του Δημήτρη, χτύπησε το τηλέφωνο.  Αμέσως το σήκωσε:

Μιλτιάδης: Εμπρός! Αλίκη μου!  Καλησπέρα κόρη μου!   Καλά είστε λοιπόν όλοι σας; Μπράβο κοριτσάκι μου!   Είναι αρκετές ημέρες, το ξέρω. Ο Πέτρος και το μωρό μας τι κάνουν;  Μπράβο, μπράβο… πόση χαρά μου δίνεις κορίτσι μου!  Να σ’ έχει ο Μεγαλοδύναμος καλά. 

Ξαφνικά ακούγονται τραγούδια από την κουζίνα αλλά και θόρυβοι σκευών και ντουλαπιών που ανοιγοκλείνουν, ενώ ο Μιλτιάδης συνεχίζει να μιλεί στο τηλέφωνο.  Η Ερατώ τραγουδά ξαφνικά το “Είμαι αετός χωρίς φτερά” και το εναλλάσσει με το “Ο αετός πεθαίνει στον αέρα”. Ο Δημήτρης που ακούει προσεκτικά, κουνά το κεφάλι του χαμογελώντας.

Μιλτιάδης:  Τι είπες;  Δεν σε άκουσα, συγγνώμη.  Α!  Ναι, τραγουδάει η Ερατώ… Ξεχάστηκε μόνη στην κουζίνα.  Αν είμαι μόνος με την Ερατώ; Δε θέλω να σχολιάσω το ερώτημά σου, παιδί μου, αλλά αφού πρέπει να ξέρεις… όχι, δεν είμαι… είναι ο Δημήτρης εδώ, ο φίλος μου, ο πρώην εκπαιδευτικός.  Όχι δε συγχίζομαι! (χαμογελά βιασμένα) Εντάξει… εντάξει… Ναι, παιδί μου, ελάτε όποτε θέλετε.  Όχι… όχι!  Πίστεψέ με δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα!  Γεια σου παιδί μου. Φιλιά στο μωρό μας… χαιρετισμούς στον Πέτρο.

Αφήνει το τηλέφωνο σκεφτικός  και ενώ η Ερατώ εξακολουθεί να θορυβεί, στρέφεται προς το Δημήτρη και λέει ψύχραιμα σα να μη συνέβαινε τίποτα το ασυνήθιστο:

Μιλτιάδης: Ήταν η Αλίκη, η κόρη μου.  Θα έρθουν αργότερα με τον Πέτρο και το εγγονάκι μου.

Δημήτρης: Αλήθεια; Καλώς να τους δεχτείς.  Δε σε βλέπω όμως και πολύ χαρούμενο.

Μιλτιάδης:  Πρέπει να ετοιμάσουμε κάτι για τα παιδιά μου…

Θά ‘λεγε κανείς ότι μιλούσε στον εαυτό του. Έρχεται πίσω στο κάθισμά του σκεφτικός και ανήσυχος.  Ο Δημήτρης τον κυττάζει με κάποιον φανερό οίκτο.

Δημήτρης: Ανησυχείς για την Ερατώ και τα παιδιά σου. Δεν ανησυχείς όμως για τον ίδιο τον εαυτό σου και υποφέρεις κάθε μέρα στα χέρια αυτής της ξένης και αδιάφορης, προς το άτομό σου, γυναίκας. 

Τον πλησίαζει και τον χτυπά φιλικά στον ώμο. 

Δημήτρης: Έλα τώρα Μιλτιάδη.  Μην τα παίρνεις όλα κατάκαρδα.  Δεν είναι δα τόσο άσχημα τα πράγματα. Σίγουρα έκανες κακή αρχή παίρνοντας την Ερατώ, αλλά όπως λένε ποτέ δεν είν’ αργά.  Δηλαδή… θα πρέπει -αυτή βέβαια είναι η γνώμη μου, από όσα βλέπω- να γίνεις αυστηρότερος μαζί της.  Γιατί αν άκουσε το τραγούδι της Ερατώς θα πρέπει να κατάλαβες ότι η Ερατώ μας δεν μπορεί να ανασάνει δεμένη…

Μιλτιάδης: Τι εννοείς αγαπητέ μου;

 Δημήτρης: Μα δεν άκουσες τα τραγούδια της περί αετών;  Εκείνο… το… “Είμαι αετός χωρίς φτερά…” Τι της έκανες της δύστυχης βρε Μιλτιάδη; Της κουτσούρεψες τα φτερά να μην πετάξει;  Άκου την αναιδέστατη.  Γιατί τι άλλο εννοούσε, αν όχι ότι επιθυμεί την ελευθερία της από οποιοδήποτε ζέσιμο. Γιατί εδώ που τα λέμε και από ότι βλέπω, αυτή εδώ είναι το αφεντικό. (Ο Μιλτιάδης κοκκινίζει και σηκώνεται όρθιος).  Με συγχωρείς φίλε μου αν σε στενοχωρώ με τα λόγια μου.  Αλλά το θεωρώ  καθήκον μου.  Επιτέλους της προσφέρεις τη στέγη σου και ένα μισθό απ’ ότι κατάλαβα. Και αν δεν της αρέσει, να της επιβάλλεις ωρισμένους κανόνες, τότε… την ξέρεις δα την παροιμία:   “υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές…”

Ο Μιλτιάδης ακούει σιωπηλός το φίλο του, ενώ η Ερατώ εξακολουθεί να κάνει φασαρία.  Κάποτε σηκώνεται αποφασιστικά και τρέχει θυμωμένος προς την κουζίνα. Φωνάζει:

Μιλτιάδης: Ερατώ παιδί μου…

Αμέσως εμφανίζεται η Ερατώ, σχεδόν φωνάζοντας.

Ερατώ:  Ναι καλέ κύργιε!  Τι με θέλετε πάλι;  Δε βλέπεις που είμαι busy;

Ο Μιλτιάδης ξαφνικά χάνει την ορμή που είχε και ακούγεται ήσυχος κάτω από τη θριαμβευτική ματιά της Ερατώς και τα έκπληκτα μάτια του Δημήτρη.

Μιλτιάδης: Ναι, Ερατώ παιδί μου… το καταλαβαίνω αυτό, και με συγχωρείς… Αλλά, μήπως θα μπορούσες να κάνεις λιγότερη φασαρία;

 Ερατώ: Έλα, Χριστέ και Παναγιά!  Εγώ φασαρία;  Γιατί με προσβάλνεις έτσι καλέ κύργιε;  Και μπροστά στον κύργιο Γυμνασιάρχη! Τι θα πει ο άνθρωπος;  Την κουζίνα καθαρίζω!

Η Ερατώ είναι εξαγριωμένη, ενώ ο Μιλτιάδης μιλάει σιγανά για να μην τον ακούει ο Δημήτρης.

Μιλτιάδης: Σε παρακαλώ παιδί μου, μην εξάπτεσαι… Μια παράκληση, μια υπόδειξη, σου έκανα.

Ερατώ:  Άκου κύργιε Μιλτιάδη μου, αν δε σου κάνω, τα μαζεύω τώρα αμέσως και του δίνω!  Άκου λέει, κάνω φασαρία επειδή καθαρίζω την κουζίνα και τραγουδάω.  Να μην μπορώ ούτε να τραγουδήξω την ώρα της δουλειάς μου;  Εγώ είμαι υπηρεσία σας κύργιε Μιλτιάδη μου… όχι όμως και η σκλάβα σας.  Στην Ελλάδα, εμένα που με βλέπεις… δούλευα για εφοπλιστάς.  Τι νομίζεις;  Τα είδες και μόνος σου στα χαρτιά μου, δεν τα είδες;

Μιλτιάδης:  Ναι βέβαια παιδί μου, ούτε που αντιλέγω… Όμως έχουμε επισκέπτη.  Λίγο πιο ήσυχα, να μπορούμε κι εμείς ν’ ακούμε τι λέμε. 

Ερατώ: Κύργιε Μιλτιάδη μου,  κρίμα που σε συμπαθώ κιόλας!  Αλλά τι να πω;  Εδώ στην ξενιτιά τι μου απομένει της κακομοίρας;  Ένα τραγουδάκι, να θυμάμαι την πατρίδα… Ευτυχώς, που παρόλο πού ‘μαστε στην Αυστραλία, κάποιοι σταθμοί με παρηγοράν.  Ε!.. Ούτε και που το καταλαβαίνω που λες.  Παρασύρομαι και τραγουδάω.  Αχ! Πεθύμησα την πατρίδα κυρ-Μιλτιάδη μου! 

Σηκώνει την ποδιά της και φυσάει τη μύτη της. Ο Μιλτιάδης που έχει ξεχάσει εντελώς τώρα το Δημήτρη, την πλησιάζει και την αγκαλιάζει από τους ώμους με στοργή.

Μιλτιάδης: Ναι, κόρη μου σε καταλαβαίνω… Έλα τώρα, σε παρακαλώ να μη στενοχωριέσαι.  Κάνε μόνο λίγο πιο σιγανά, αν μπορείς, τουλάχιστο για λίγη ώρα, όσο χρόνο έχουμε εδώ τον επισκέπτη μας.  Κρίμα που δεν είναι η κουζίνα σε κάποιο άλλο μέρος του σπιτιού, αντί να είναι δίπλα στο σαλόνι!

 Ερατώ:  Τώρα μάλιστα κύργιε Μιλτιάδη μου μιλάς σωστά. Είσαι εντάξει. Για σένα και μόνο, για σένα κύργιε, θα βάνω τα δυνατά μου να κάνω ό,τι θες.  

Ο Δημήτρης τα έχει πια χαμένα.  Βλέπει, ακούει και σαστίζει.  Σκέφτεται φωναχτά.

Δημήτρης:  “Πω, πω, πω!.. Τι ταλέντο υποκριτικής είναι ετούτη!  Μήπως ξέφυγε από κανέναν θεατρικό όμιλο στην πατρίδα;  Προσποιείται καλά κάποιους ιδιωματισμούς!  Για φαντάσου! Αυτή παιδί μου τον παίζει γιο-γιο!  Και αν δεν είναι ετούτη, καπάτσα Ελληνίδα!..  Αν μου τό ‘λεγαν δε θα το πίστευα.   Μα είναι δυνατόν;  Απ’ όλους που γνωρίζω, ο Δικηγόρος μας ο Μιλτιάδης, που έπιανε πουλιά στον αέρα!  Βάζω στοίχημα, πως άν δεν αλλάξει απέναντί της τη συμπεριφορά του… ουαί κι αλοίμονο… αυτή θα του φάει το σπίτι που μένει… για να μην πω και τα υπόλοιπα!”

Εικόνα δεύτερη

Η Ερατώ επιστρέφει στην κουζίνα. Ξεκαρδίζεται στα γέλια και ενώ αρχικά προσποιείται τον Μηλτιάδη, ύστερα μιλάει με αλλαζονεία:

Ερατώ: Ου! Να μου χαθείς παλιοχούφταλο: “Ναι κόρη μου σε καταλαβαίνω! ΄Ελα τώρα, σε παρακαλώ, να μη στενοχωριέσαι!” Τι νομίζεις ότι είμαι μωρέ “κύργιε Μιλτιάδη”, η χωριάτα πού ‘χες αφήσει πίσω στο χωριό;  Αλλάξαμε κυρ-Μιλτιάδη μου!… Αλλάξαμε!… Πού να τα ξέρεις εσύ αυτά;  Πας κι έρχεσαι στον τόπο σου τουρίστας, με τον παρά που έχεις και δεν χαμπαρίζεις τα ψιλοβάσανα του λαοτζίκου!  Αλλάξαμε κυ-Μιλτιάδη μου!  Ξυπνήσαμε!  Δεν αφήνουμε πια τ’ αφεντικά να μας εκμεταλλεύονται. Ούτε ζεσταίνουμε το κρεββάτι του κάθε βρωμόγερου, έτσι τζάμπα και για ένα κομμάτι ψωμί!  Έχουμε δικαιώματα εμείς!  Έχουμε και παραέχουμε!  Δεν είμαι ακόμη πολύ καλή στα Αγγλικά, αλλά κι αυτά θα τα πιάσω σύντομα!  Και τότε θα απαιτήσω full wage, που λένε, κι όλα τα υπόλοιπα όσα πάνε μαζί με αυτό. Και αν σε κάνω του “χεριού μου”, όπως με συμβούλεψε και ο Κωτσαρής, σαν έφευγα στο αεροδρόμιο, για τους γεροπαραλήδες της Αυστραλίας, ε, τότε, μπορεί και να μου γράψεις και το σπίτι και ποιος ξέρει και τι άλλο!  

Τρίβει τα χέρια της μ’ ένα διαβολικό χαμόγελο και ετοιμάζεται να βάλει το ραδιόφωνο.  Ξάφνου νιώθει κάτι να περνά ανάμεσα από τα πόδια της αστραπιαία και τινάζεται. Προλαβαίνει να δει ένα μαύρο ποντικό, να βιάζεται κάτω από το ψυγείο και μπήγει τις φωνές:

Ερατώ: Βοήθεια, βοήθεια, βοήθεια!…

Ανοίγει η πόρτα της κουζίνας, και ορμά πρώτος ο Μηλτιάδης ακολουθούμενος από τον Δημήτρη. Βλέπουν την Ερατώ επάνω σε μια καρέκλα να κυττάζει με τρόμο προς τη βάση του ψυγείου.

Μηλτιάδης: Τι τρέχει παιδί μου Ερατώ;  Μας τρόμαξες! 

Η Ερατώ που έχει πανιάσει, τρέμοντας δείχνει τη βάση του ψυγείου.  Οι δύο άντρες ξαφνικά φαίνονται πολύ ήρεμοι και φυσικά χαμογελούν με την αδυναμία της φοβερής Ερατώς.

Ερατώ:  Ο ποντικός… είναι εκεί… κάτω από το ψυγείο.

Δημήτρης: Ωραία λοιπόν!  Αυτό βέβαια αποδεικνύει, ότι ο ποντικός ξέρει καλά, πως σε τούτη την κουζίνα, υπάρχουν άφθονες λιχουδιές.

Η Ερατώ δεν καταλαβαίνει ακόμη.  Είναι πραγματικά αναστατωμένη και ακόμη στέκεται απάνω στην καρέκλα. Ο Δημήτρης που την βλέπει να τρέμει με δυσκολία συγκρατεί τα γέλια.  Σκέφτεται δυνατά στραμμένος προς το μέρος του κοινού.

Δημήτρης: “Κρίμα που δεν μπορούσε να πετάξει σαν τον αετό του τραγουδιού…  Ξέχασα!  Ο ένας από τους δυο είχε κομμένα τα φτερά του!”

Ξαφνικά πλησιάζει το τραπέζι όπου βρίσκονται τα ψώνια της Ερατώς, έξω από τις σακκούλες πλέον. Ο Μιλτιάδης τον μιμείται, και πλησιάζοντας κυττάζει γεμάτος περιέργεια.  Υπήρχαν πολλά πράγματα εκεί απάνω, που η Ερατώ, μπροστά στον Δημήτρη πριν από λίγο, του είχε αρνηθεί την αγορά τους. Η Ερατώ πανικοβάλλεται, ενώ ο Μιλτιάδης, αν και έχει χλωμιάσει, μιλά ήρεμα, αποφασιστικά και σε πολύ αυστηρό τόνο.

Μιλτιάδης: Κατέβα επιτέλους Ερατώ, παιδί μου, από την καρέκλα.  Μην είσαι γελοία!  Ο ποντικός φοβήθηκε περισσότερο από εσένα και δε θα ξαναβγεί.  Θα στήσω τη φάκα αργότερα. Άκου όμως τώρα πολύ προσεκτικά: Να ετοιμάσεις μία ομελέτα με ζαμπόν και μια ωραία χωριάτικη σαλάτα, με τυρί φέτα και ελιές.  Μην ξεχάσεις να ψιλοκόψεις και ένα κρεμμύδι μέσα και να την περιχύσεις με λαδόξυδο. Μην βάλεις αλάτι και να φέρεις το λαμπρούσκο που αγόρασες, με δύο ποτήρια flute.  Άντε μπράβο παιδί μου.  Και  άκου, δε θέλω να περιμένω και πολύ.  Ο Κύριος Δημήτρης και εγώ, έχουμε μια πολύ σπουδαία συζήτηση.

Η Ερατώ που είχε κατεβεί από την καρέκλα στο διάστημα που μίλαγε ο Μιλτιάδης, ήταν ακόμη σοκαρισμένη από το διπλό πρόβλημά της.

Ερατώ: Μάλιστα κύργιε Μιλτιάδη… Ό,τι ορίζεις!

Μιλτιάδης: Και Ερατώ παιδί μου  -μην το ξεχάσεις σε παρακαλώ αυτό- όταν έρθει ο Μίλτος με τα soft drinks, να του πεις οτι εγώ ο κύριός σου, του απαγορεύω να μπαίνει στην κουζίνα μου, και από εδώ και στο εξής, όταν πεινάει, να πηγαίνει στο σπίτι του να τρώει.  Εγώ, Ερατώ παιδί μου, να το θυμάσαι αυτό, έχω μόνο μια υπηρεσία, εσένα.  Και φυσικά, αν διαφωνείς παιδί μου με τις υποδείξεις μου, να σου πληρώσω ό,τι σου οφείλω και να πας στο καλό της Παναγιάς.   Και πού ‘σαι Ερατώ, να μην το ξεχάσω.  Αν αποφασίσεις να φύγεις από την υπηρεσία μου, να μου το πεις γρήγορα για να σε αντικαταστήσω.

Ερατώ: Κύργιε Μιλτιάδη μου, τι είναι αυτά που λέτε!  Εγώ να θέλω να φύγω;  Όχι. όχι… είμαι μια χαρούλα εδώ.  Είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένη κύργιε Μιλτιάδη μου.  Και πού να βρεθεί πιο ευγενικός άνθρωπος από την αφεντιά σας!  Και φυσικά θα του τα πω αυτά του Μίλτου κύργιε Μιλτιάδη, και… τρέχω να φτιάξω την ομελέτα σας και τη σαλάτα σας κατά που ορίσατε!  Και θά ‘θελα κύργιε Μιλτιάδη μου να σας ευχαριστήσω και τον κύργιο Δημήτρη που με σώσατε από τον φοβερό αρουραίο. 

Μιλτιάδης:  Δεν ήταν αρουραίος παιδί μου, ήταν ένας ακίνδυνος και  πεινασμένος, ποντικός.  Ένας ευλογημένος ποντικός!  Πήγαινε τώρα, και ετοίμασε όσα σου είπα, γιατί η πολλή κουβέντα δεν χορταίνει. Τα ουζάκια μας έφτιαξαν την όρεξη!  Δεν είναι έτσι παλιόφιλε Δημήτρη;

Κυττάζει το Δημήτρη, που τον κυττάζει τώρα με λαμπερά μάτια από την ευχαρίστηση, κλείνοντάς του το μάτι.  Προχωρούν πίσω στο σαλόνι.

Δημήτρης:  Άκου λέει!  Μα φυσικά τι άλλο κάνει το ούζο από το να θερμαίνει τα αίματα!

Μιλτιάδης:  Λοιπόν αγαπητέ μου Δημήτρη, τι θά ‘λεγες για μια παρτίδα σκάκι, τώρα που επιτέλους η Ερατώ “μας”  ετοιμάζει το ελαφρύ δείπνο;

Δημήτρης:  Ευχαρίστως αγαπητέ μου φίλε… Ίσως μάλιστα και νά ‘ρχομαι πιο συχνά στο μέλλον τώρα που ανακάλυψες επιτέλους την Ερατώ “μας.   Άτιμε δικηγόρε!.. (γελάει δυνατά).   Είπα κι εγώ σαν είδα τα κατ’ οίκον: “Μα είναι δυνατόν η αλεπού ν’ αλλάξει τα χούγια της;”

Γελούν και οι δυο δυνατά και τσουγκρίζουν τα ποτηράκια τους.

Μιλτιάδης: Μα Δημήτρη μου, “ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη… αγαπάει και τον νοικοκύρη…”

Ξαναγεμίζουν τα ποτηράκια τους και τα τσουγκρίζουν ικανοποιημένοι.

ΤΕΛΟΣ

*GST: Φόρος κατανάλωσης, που θα εφαρμοστεί στην Αυστραλία με την είσοδο του νέου οικονομικού έτους, δηλαδή τον Ιούλιο του 2000.

©Πιπίνα Δ.Έλλη

Ο Καθρέφτης

Μονόπρακτο

Σύδνεϋ 2000

Πρόσωπα:

Άδωνης                      φοιτητής

Σόλων                         αδερφός του Άδωνη

Ευρύκλεια                  η μητέρα

Θησέας                       αδερφός του Άδωνη και του Σόλωνα

Μία γυναίκα              αορίστου ηλικίας

Ο φύλακας                 νέος άνδρας

Ο ενεχυροδανειστής μεσήλικας

Εικόνα πρώτη

Ο Άδωνης που έχει σηκωθεί μόλις πριν από λίγο, στέκεται μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου και κυττάζεται… 

Άδωνης: Διάβολε… Πώς είμαι έτσι σήμερα; Λες κι  είμαι άϋπνος.

Πλησιάζει το πρόσωπό του στον καθρέφτη περισσότερο και κυττάζεται προσεκτικά.

Άδωνης: Τα μάτια μου… έχω σακκούλες κάτω από τα μάτια μου.

Κάνει πίσω συλλογισμένος χωρίς να ξεκολλάει τα μάτια του από τον καθρέφτη.

Άδωνης: Κι αυτό το σημάδι ανάμεσα από τα φρύδια μου… Δε θυμάμαι πώς έγινε… Ήταν όταν ήμουν πολύ μικρός, λέει η μάνα μου. Κύττα και τα μαλλιά μου στη μέση από το μέτωπό μου.  God! I swear it looks terrible! And my ears?  Look at my ears!  I didn’t notice before. They look so…

Η Φωνή: “funny… man… They look funny… that’s the  adjective!”

Ο Άδωνης κυττάζει ανήσυχος μέσα  στον καθρέφτη, μετά γύρω του, ύστερα κατευθύνεται ταραγμένος  προς την πόρτα και την ανοίγει ενώ μιλάει μόνος του.

Άδωνης: Ποιος είναι διάβολε;  Ποιος μιλάει;

Μη βλέποντας κανέναν, αν και ταραγμένος λέει χαμογελώντας.

 Άδωνης: Μάλιστα! Για φαντάσου,  εγώ ο ηλίθιος ακούω και φωνές τώρα! Κανείς δεν είναι εδώ, βέβαια!

Η Φωνή: “Και βέβαια δεν είναι κανείς βλάκα!  Ακόμη δεν το πήρες χαμπάρι ότι είσαι ολομόναχος εδώ μέσα;  Εκτός από το δεύτερο εαυτό σου βέβαια! Χα, χα, χα, χα!…. Δεν είναι αστείο;”

Άδωνης: Μα είναι λοιπόν δυνατό αυτό; Να μιλάει ο εαυτός μου σε μένα και να νομίζω… Α!  Για ένα λεπτό… Τι… δηλαδή; Μιλάω και στον εαυτό μου τώρα;

Είναι πολύ αναστατωμένος.  Πλησιάζει τον καθρέφτη και κυττάζεται με πολλή προσοχή και αγωνία.  Κάνει πως αστειεύεται

Άδωνης: Έλα καλά τώρα… Έγινα και σχιζοφρενής κι ακούω φωνές… (Σοβαρεύεται).  Τ’ αυτιά μου σίγουρα πετάνε! Ω!  Μα είναι απαίσια! Shameless!  Φοβερό… As if they are laughing στα μούτρα μου.  What do I do, ha?

Κυττάζει δεξιά το ένα αυτί του και ύστερα το άλλο.

Άδωνης: Πω… Πω…Πω… Αλήθεια φαίνομαι πολύ άσκημος!   And my color…  is dull. My eyebrows over my nose, make me look like an idiot! I do look funny! Ωχ, καϋμένε! Γιατί να σκάω μωρέ;  Θα τα βγάλω και θα ησυχάσω!

Παίρνει ένα τσιμπιδάκι κι αρχίζει και τραβάει τα φρύδια του, κυττάζοντας πάντα στον καθρέφτη.  Μόλις τελειώνει ξανασυγκεντρώνεται στον καθρέφτη.

Άδωνης:  Τ’ αυτιά μου!  Μy stupid ears do that to me!  What am I going to do?

Η Φωνή: “Έλα μωρέ που πνίγεσαι σε μια κουταλιά… Τι ρωτάς και ξαναρωτάς;  Άκου λέει:  Θέλει και ρώτημα βρε αδερφέ;  Να τα κολλήσεις!”

Άδωνης: Τι να κολλήσω βρε ηλίθιε; Από πού κι ως πού, εσύ εντελώς απρόσκλητος μου λες τι να κάνω;”

Η Φωνή όμως τον αγνοεί και συνεχίζει.

Η Φωνή: “Μα εσύ… είσαι πραγματικά ηλίθιος.  Ναι μωρέ γιατί να μην τα κολλήσεις;  Να τα κολλήσεις με μια πολύ καλή κόλλα, ώστε να μην ξεκολλούν.  Να μην πετάνε!  Αλήθεια σου λέω ότι πετάνε”.

Ο Άδωνης φαίνεται ξαφνικά ότι σκέφτεται. Το πρόσωπό του μαλακώνει.

Άδωνης: Εντάξει… Ο.Κ.  I’ll do it!  What do I have to loose!  Η μάνα μου… she keeps a strong glue. An all purpose one…  

Η Φωνή:  “This way you won’t have to worry anymore.  Your ears will be tacked nicely away!”

Άδωνης: Sure!  Nice to have you pal… next to me…  or within me… Mate! Who cares anyway!  

Η Φωνή:Well!  Don’t be so hard on yourself.” 

Ο Άδωνης κλείνει τ’ αυτιά του κουρασμένος.

 Άδωνης: Go away… Damn you!

 Τρέχει και ρίχνει νερό στο πρόσωπό του. Σκουπίζεται, παίρνει βαθιά αναπνοή και κυττάζεται στον καθρέφτη.

Άδωνης: Η μάνα μου κάπου την κρατά αυτήν την κόλλα.  Θα τη βρω και θα την δοκιμάσω.  It might work… I won’t know, unless I try.  Μήπως πάλι δεν πρέπει;  Κολλάει τόσο που μόνο με νυστέρι πρέπει να τη βγάζει κανείς! 

Η Φωνή:  “Α!  Πολύ ωραία λοιπόν.. Με τον τρόπο αυτό σίγουρα τ’ αυτιά σου δε θα σε ξαναενοχλήσουν!”

Άδωνης: Τι ξέρεις εσύ ε; Στο διάβολο να πας και να μ’ αφήσεις επιτέλους ήσυχον.  Δεν μου χρειάζονται ούτε τα σχόλιά σου ούτε και οι συμβουλές σου. Άκου λέει!..

Έρχεται βιαστικός στην ντουλάπα της κουζίνας, την ανοίγει, σκύβει κι αμέσως σχεδόν σηκώνεται κρατώντας ενα σωληνάριο στα χέρια του, προφανώς της κόλλας. Εκείνη τη στιγμή καταφτάνει στην κουζίνα η Ευρύκλεια.

Ευρύκλεια: Α!  Καλώς τον!  Ξύπνησες επιτέλους Άδωνη!  Είχα αρχίσει ν’ ανησυχώ για σένα!

Δεν προλαβαίνει να πει τίποτα άλλο γιατί ο Άδωνης  βγαίνει έξω από το χώρο της κουζίνας φουριόζος, ενώ η μητέρα του τον κυττάζει παραξενεμένη. Σταυροκοπιέται.

Ευρύκλεια: Και μη χειρότερα!  Και μη χειρότερα, Θεέ μου!

Ο Άδωνης έρχεται πίσω στο μπάνιο και πάλι μπροστά στον καθρέφτη. Ανοίγει το σωληνάριο και με ένα ξυλαράκι του παγωτού το απλώνει πίσω από τ’ αυτιά του.  Αμέσως μετά αφήνοντας το σωληνάριο πάνω στο νεροχύτη ανοιχτό, σχεδόν να τρέχει, πατάει τ’ αυτιά του επάνω στο κεφάλι του. Τα κρατάει για λίγο και μετά με μεγάλη του χαρά διαπιστώνει οτι έχουν κολλήσει, όπως αυτός τα ήθελε.

Άδωνης: Αυτός είσαι.  Ωραία!  Έτσι μπράβο!

Η Φωνή: “What did I tell you? It works! Ν’ ακούς καμιά φορά κι εμένα. Ξέρω εγώ!”

Ο Άδωνης κυττιέται πάλι στον καθρέφτη, και τρομάζει που βλέπει ένα αλλοιωμένο πρόσωπο να τον κυττάζει από εκεί μέσα, απέναντί του με αγωνία.  Κάνει να φύγει, αλλά μετανιώνει.  Ξανακυττάζει.

Άδωνης: Ποιος είσαι εσύ τώρα που με κυττάζεις σαν ηλίθιος! 

Η Φωνή: “Εγώ είμαι, δηλαδή εσύ… ηλίθιε…  It’s us don’t you see? Πας να με μπερδέψεις τώρα;  Imagine that!”

Άδωνης: Shut up!… Shut up!… Go away!  Leave me alone! 

Κάποια στιγμή ηρεμεί.

Άδωνης: Εντάξει… Εντάξει… Τ’ αυτιά μου μου έφταιγαν… και τα κόλλησα.  Ψυχραιμία λοιπόν!

Χτυπάει η πόρτα.  Είναι ο Σόλων.

Σόλων: Άδωνη! Είσαι εντάξει man?

Άδωνης: (Μιλάει στον εαυτό του) “Είναι ο βλάκας ο αδερφός μου!” Ναι! (Ανοίγει στο μεταξύ την πόρτα). Why do you ask? I was doing my hair.

Σόλων: Τι γίνεται βρε παιδί μου με σένα.  Τι κάνεις τόσην ώρα επιτέλους; Are you all right?

Άδωνης: Do you mind?  Τι με ρωτάς τι κάνω! Δική μου δουλειά δεν είναι, τι κάνω;

Σόλων: Sorry pal!  Είπα μήπως και σου συμβαίνει κάτι!  Αδερφός μου δεν είσαι;  Είναι και η κυρά Ευρύκλεια, η μάνα μας.  Την ξέχασες; Ανησύχησε για “τα μάτια σου”! (Τον ειρωνεύεται). Πού να μάθει η κακομοίρα;  Νομίζει πως τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει σε τίποτα… Ή μάλλον θέλει να πιστεύει, πως όλα είναι, όπως όταν είμαστε μικρά παιδιά. 

Άδωνης: Κι εσύ τι κάνεις δηλαδή;  Εκπροσωπείς τη μάνα μας;

Σόλων: Όχι ακριβώς!  Το να κλείνεται κανείς στο μπάνιο όσο εσύ… πρέπει να το παραδεχτείς… είναι κάπως παράλογο!

Άδωνης: Μάλιστα.  Και ποιος σου είπε οτι ήμουν στο μπάνιο πολλή ώρα;

Σόλων: Εγώ… Ήρθα τόσες φορές για να το χρησιμοποιήσω και η μαμά συνεχώς έλεγε: “Είναι ο Άδωνης μέσα παιδί μου!”

Άδωνης: Κι εσύ τι έκανες;

Σόλων: Πήγα στο laundry.  Τι νά ‘κανα.

Άδωνης: Enough of this! (Γελάει)

Σόλων: Μάλιστα.Έπρεπε να το καταλάβω.Εσύ παιδί μου έχεις πολύ όρεξη και κάθεσαι και με δουλεύεις τώρα.  Εσύ είσαι ο ένοχος κι εγώ ανακρίνομαι! What can I say! 

Ο Άδωνης γελάει ευχαριστημένος.  Αισθάνεται καλύτερα στην παρουσία του αδερφού του.

Σόλων: Τέλος πάντων.  Τι ώρα αρχίζεις σήμερα και είσαι ακόμη εδώ.

Άδωνης: At 10.30 a.m. Έχω μια ώρα μπροστά μου για να ετοιμαστώ.

Σόλων: Πάλι δηλαδή θα χωθείς στο μπάνιο;

Άδωνης: Δε νομίζω.  Είμαι έτοιμος. Κι εσύ;

Σόλων: Εγώ δε δουλεύω σήμερα. It’s Thursday… isn’t it?  I work only on Fridays as always and Saturdays.  Σα να μην το ξέρεις μιλάς. Έχω όμως πολλή μελέτη. Εσύ;

Άδωνης: Τι εγώ;

Σόλων: Εσύ… δεν έχεις μελέτη;

Άδωνης: Ε…. Πώς… Δηλαδή…

Ο Σόλων τον κυττάζει παραξενεμένος.

Σόλων: Μα κάτι έχεις εσύ σήμερα.  Κάτι συμβαίνει μαζί σου.  Κάτι άλλαξε απάνω σου.

Άδωνης: Τα ρούχα μου ίσως;

Σόλων: Βρε άστα τα κόλπα σου δε με γελάς εμένα! Do I look stupid to you?  Concerned, more like it!

Άδωνης: Give me a break brother! Will you? (Θυμώνει)

Σόλων: Εντάξει, φεύγω, αλλά brother, do look after yourself.  I love you man!

Η Φωνή: “Τον βλάκα τον Σόλωνα… κάνει πως τα ξέρει όλα!”

Άδωνης: Καλά το είπες.  He is the Mr. Goodie -Goodie εδώ μέσα!

Φεύγει ο Σόλων, αλλά καταφτάνει η Ευρύκλεια με το ξεσκονόπανο στο χέρι.

Ευρύκλεια: Τι έγινες εσύ; Ακόμη εδώ είσαι; Μωρέ θα χάσεις τη δουλειά σου! Τρόμαξες να τη βρεις και τώρα κάνεις τα κόλπα σου.

Άδωνης: Μπράβο κυρά Ευρύκλεια… είσαι ορεξάτη βλέπω και μάλιστα πρωί-πρωί.

Ευρύκλεια: Τι πρωί-πρωί βρε παιδί μου; Ξέρεις τι ώρα είναι;

Άδωνης:Ο Άδωνης κυττάζει το ωρολόγι του επιδεικτικά: 9.30 π.μ. παρακαλώ!

H Φωνή: “Άλλη ετούτη εδώ!  Μια ζωή χώνει τη μύτη της… I can’t stand her, I tell you!”

Άδωνης: You’re right as always pal!

Ευρύκλεια: Μωρέ τι μου κατεβάζεις τώρα. Είσαι με τα καλά σου; Τώρα μιλάς και μόνος σου;  Χώθηκες πρωί-πρωί στο μπάνιο και το αγκαζάρισες για πάνω από μισή ώρα… τι κόρακα έφτιαχνες εκεί μέσα;

Άδωνης: Leave me alone, will you?

Φεύγει νευριασμένος χτυπώντας την πόρτα. Η Ευρύκλεια τον κυττάζει σαστισμένη. Κάθεται σε μια καρέκλα μπροστά της και πιάνει το κεφάλι της.  Μονολογεί.

Ευρύκλεια: Σε καλό μας να βγει ετούτο. Δεν καταλαβαίνω πια τι συμβαίνει μ’ ετούτο το παιδί.  Όσο πάμε και απομακρυνόμαστε. Αφότου άφησε το Γυμνάσιο… παραξένεψε.  Τώρα όμως πάει πια, ξεσαλώθηκε!  Πότε διαβάζει, που γυρνάει κάποτε στο σπίτι του τα πρωϊνά;  Ποιoς ξέρει τι ώρα ήρθε για ύπνο! Είναι δυνατόν να είναι στα καλά του με τον τρόπο που ζει; Αμφιβάλλω.

Κατευθύνεται στο μπάνιο κι αρχίζει να καθαρίζει το νεροχύτη.  Ξάφνου παρατηρεί κόμπους από σκληρή ουσία στο νεροχύτη.  Κυττάζει παραξενεμένη.

Ευρύκλεια: Τ’ είναι πάλι ετούτο;  Σόλων!  Σόλων!

Σόλων: Ναι μάνα!

Ευρύκλεια: Ξέρεις του λόγου σου τ’ είναι ετούτο το πράγμα στο νεροχύτη;

Σόλων: Πού… ποιο; (σκύβει και κυττάζει) Μυστήριο πράγμα!.. Μοιάζει με glue, mum.  Ο Άδωνης κάτι μαγείρευε εδώ μάνα. (σκέφτεται δυνατά) “Μίλαγε και μοναχός του, αλλά τι να πω τώρα της μάνας μου!  Για να την στεναχωρήσω την κακομοίρα;”

Ευρύκλεια: Αυτό το παιδί θα μας τρελάνει εδώ μέσα.

Σόλων: Έλα βρε μάνα μη δίνεις σημασία. Είναι μεγάλος ο Άδωνης.  Δεν μπορείς να τον προσέχεις άλλο!

Ευρύκλεια: Τον άκουσα να μιλάει ξέρεις μόνος του.

Σόλων: Καλά μάνα. Μην κάνεις έτσι.  Όλοι το κάνουμε αυτό κάποτε.

Ευρύκλεια: Όχι, δεν κατάλαβες.  Τον άκουσα να μιλάει κάποια στιγμή που περνούσα έξω από το μπάνιο και η πόρτα δεν ήταν καλά κλειστή.  Μίλαγε για κάτι… οτι είναι μεγάλα;  Μπορεί όμως να κάνω και λάθος.

Σόλων: Χμ!   Νομίζω ότι εννοούσε τ’ αυτιά του.

Ευρύκλεια: Σου είπε τέτοιο  πράγμα;

Σόλων: Ό… χι ακριβώς… Κι εγώ τον άκουσα να το λέει ο ίδιος… σε κάποιον.  Μα τι λέω τώρα. Έλα βρε μάνα που καταντήσαμε να μιλάμε πίσω από την πλάτη του Άδωνη!  Μονολογούσε, I guess.

Ευρύκλεια: Τότε είναι αλήθεια άσχημα αυτό το παιδί!..

Σόλων: Όχι βρε μάνα, μην τραγικοποιείς τα πράγματα. 

Ευρύκλεια: Άκου γιε μου, είναι καλά να ξέρουμε τι γίνεται στο σπίτι μας. Οι οικογένειες, όπου τα μέλη της κρύβουν ο ένας από τον άλλον τα…  όποια, καλά ή κακά, δεν είναι αγαπημένες και να μου το θυμάσαι.

Σόλων: I don’t disagree with you, μάνα.  Ξέρεις κάτι όμως; Θα πρέπει να πάω στο Πανεπιστήμιο… στη βιβλιοθήκη… Έχω μία έκθεση που πρέπει να τη δώσω μέσα σε δυο μέρες, κι ακόμη δεν την άρχισα.

Ευρύκλεια: Αχ! Σόλων μου!  Γιατί γιε μου τα κάνεις αυτά;

Σόλων: Έλα, ρε μάνα, μη στεναχωριέσαι, ξέρω τι κάνω.  Θα το ήξερες αν δε σου το έλεγα;  Όχι.  Λοιπόν, όλα είναι εντάξει… Θα δεις που θα σε βγάλω ασπροπρόσωπη! Έλα γεια σου.

Την φιλάει και ενώ προχωράει προς την εξώπορτα, η Ευρύκλεια τον κατευοδώνει.

Ευρύκλεια: Γεια σου παιδί μου.  Πρόσεχε, και θα σε δω όταν έρθεις.

Εικόνα δεύτερη

Ο Σόλων που θέλει να δει τον  Άδωνη, χτυπάει την πόρτα του αλλά αυτός δεν απαντάει. Τελικά μπαίνει στο δωμάτιο του αδερφού του. Ο Άδωνης κάθεται στο κρεββάτι του. ο Σόλων τον κυττάζει ερευνητικά ενώ αυτός αποφεύγει να τον κυττάξει καταπρόσωπο. Φοράει ένα πλεκτό σκουφί.

Σόλων: Τι διάβολο!  Κρύβεσαι πάλι ρε Άδωνη;  Δεν μπορείς να πεις εδώ είμαι;

Άδωνης: Κάνω ότι θέλω, και μην ανακατεύεσαι.

Σόλων: Άδωνη, What’s going on ρε?  Μοιάζεις με δαρμένο σκύλο!

Άδωνης: Don’t talk to me like that!  Σκύλος είσαι και φαίνεσαι.

Σόλων: Come on! Έγινες πολύ ευαίσθητος.  Με το τίποτα δαγκώνεις!  Ι can’t talk to you anymore.

Άδωνης: Πρόσεξε λοιπόν να μη λυσσάξω και σε δαγκώσω στ’ αλήθεια.

Σόλων: Come on, don’t be like that.  I care.  I’m your brother.  Talk to me!

Άδωνης: I have nothing to say!

Σόλων: Πού ήσουν χτες βράδυ;  You were very late!

Άδωνης: Να μη σε νοιάζει.

Σόλων: Άδωνη! Πολύ στενοχωριέμαι που δε μιλάμε πια. 

Άδωνης: (Μαλακώνει) Καλά-καλά!  Ήμουν με τον Τζέικ.

Σόλων: Τι πας μ’ αυτόν τον βλάκα μωρέ;  Αυτός είναι εντελώς ανισόρροπος. You let yourself down, με τέτοιους… φίλους!

Άδωνης: Don’t talk like that about my friends.  In some respects, they’re better than you!

Σόλων:  Is that so? O.K. Give me an example.

Άδωνης: Well!.. Did you know the other day he won $200-00 in the pokies?

Σόλων: Really! (ειρωνικά)  And how much did he loose the day before?

Άδωνης: ………………..

Σόλων: Well my friend, you are in a bad company!

Άδωνης: Άσε τους φίλους μου ήσυχους κι εμένα.

Σόλων: Κάτι φίλους!  Να σου ζήσουν αδερφέ μου. Αλλά ακόμη δεν μου είπες πού ήσουν last night… Why do I ask?  You gave me the answer already!  Σε λυπάμαι!

Άδωνης: Τι λες; Εσύ τα ξέρεις όλα.  Πού ήμουν λοιπόν;

Ο Σόλων τον κυττάζει λυπημένος.

Σόλων: Σίγουρα δεν ήσουν εδώ, αφού ήρθες τα χαράματα και σου άνοιξε ο Θησέας.

Άδωνης: Είχα ξεχάσει τα κλειδιά μου… Δεν ήθελα να ενοχλήσω.  Έμεινα λοιπόν έξω για μερικές ώρες!   It’s only… human!

Σόλων: Δεν ξέρω Άδωνη, αλλά δε μου φαίνεσαι και πολύ καλά τώρα τελευταία. Μήπως έχεις προβλήματα στο σχολείο;

Άδωνης: Listen to this! Have you seen my half yearly  report? Θέλουν να με προτείνουν για award!

Σόλων: Μάλιστα… now I’ve heard everything!

Άδωνης: Και πού ‘σαι… Άκου να δεις: κάποιοι σπουδαστές μου ζήτησαν να με πληρώσουν και να καθήσω για εξετάσεις στη θέση τους!

Σόλων: Τι είπες βρε άθλιε; Είσαι με τα σωστά σου ή είναι αυτό ένα από τα συνηθισμένα σου tricks?  I hope you’re joking mate!  This is very serious! It is criminal!

Άδωνης: Criminal or not… it has happened!  But of course… I would never accept something like this! Would I?  I respect myself!

Ο Σόλων τον κυττάζει στα μάτια.

Σόλων: Are you?  Το ελπίζω mate for your own sake!  Να μη φτάσει κάτι τέτοιο στ’ αυτιά της Ευρύκλειας γιατί τότε χάθηκες.  You know how decent of a person she is!

Άδωνης: If she finds out, I will then know who had provided her with the information!

Σόλων: Από τέτοια είσαι πρώτος! Εσύ πάντως κάτι κρύβεις! Το βλέπω.  Αποφεύγεις να με κυττάξεις καταπρόσωπο. What is it? By the way… why are you wearing σκουφί a warm day like this? You remind me of those who go around in the parks, feeding the birds!

Άδωνης: Μάλιστα!  Είμαι τρελός… και φοράω σκουφί… Πού το ξέρεις; Κι αυτό είναι δυνατό!  Τι δηλαδή επειδή προέρχομαι από την αξιοπρεπέστατη οικογένεια των Περικλειδών;

Σόλων: Θεέ και Κύριε!  Έσύ έχεις ξεπεράσει τα όρια της ευπρέπειας!  Καϋμένη Ευρύκλεια! Μα όχι, θα φτάσω εκεί που εγώ νομίζω ότι πρέπει. 

Άδωνης: Να το πάρω σαν απειλή αυτό;

Σόλων: Κάτι κρύβεις. 

Πηγαίνει κοντά του.  Του τραβάει ξαφνικά το σκουφί πριν προλάβει ο Άδωνης ν’ αντιδράσει.  Το χέρι του ακουμπά κάτι υγρό πάνω στο σκουφί.  Το κυττάζει με απορία. Μετά ρωτά με αγωνία.

Σόλων: Θεέ μου!  Σε χτύπησαν;

Άδωνης: Leave me alone!  Just go, will you?

Σόλων: Όχι, πριν να μάθω τι συμβαίνει.

Τον πλησιάζει.  Ο Άδωνης παίρνει την άκρη του σεντονιού από το κρεββάτι του και σκεπάζει το κεφάλι του. 

Σόλων: Έλα brother μην είσαι μωρό.  Άφησέ με να δω!  Δε λυπάσαι κανέναν… ούτε εμένα που αγωνιώ;

Εκείνος αποκαλύπτει σιγά-σιγά το πρόσωπό του. Το ωρολόγι που κράταγε στα χέρια του πέφτει ξαφνικά.  Σκύβει να το πάρει.  Ο Σόλων προλαβαίνει να δει τις πληγές πίσω από τ’ αυτιά του που φαίνονται υγρές.

Σόλων: Άδωνη!  You’re bleeding!  Τ’ αυτιά σου από πίσω!  Έχεις πληγές!

Άδωνης: Shut up, I said!  I don’t want Ευρύκλεια to know about it!

Σόλων: Εντάξει… ησύχασε! 

Κάθεται δίπλα του.  Τον κυττάζει με αγωνία.

Σόλων: Do you want to talk about it?

Άδωνης: Όχι. Άφησέ με ήσυχο!

Σόλων: Please,  Άδωνη, don’t shut me out.  I’m your brother.  Τι συμβαίνει man?

Άδωνης: Το ξέρεις ότι έγινες κολιτσίδα;  E, άει στο διάβολο επιτέλους εσύ και η αγάπη σου. Φύγε από δω.  I don’t need your bloody sympathy.

Ενώ μιλάει τρέχει νευριασμένος στην πόρτα, την ανοίγει και περιμένει για τον Σόλωνα να φύγει.  Καθώς αυτός φεύγει χωρίς να πει λέξη χτυπά την πόρτα πίσω του.

Άδωνης: Μου φέρνεται σα να είμαιένα σκουπίδι. Ε, όχι κι έτσι πια!

Κάθεται στο κρεββάτι του κουρασμένος, αγχώδης και ξαφνικά κρύβοντας το πρόσωπό του στα χέρια του ξεσπάει σε λυγμούς.

Εικόνα τρίτη

Σόλων: Κόλλησε τ’ αυτιά του!  Άκου με που σου λέω!

Ευρύκλεια: Μα είναι δυνατόν ένα παιδί που είναι τόσο έξυπνο, που σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο να κάνει τέτοια ανοησία;  Ύστερα… τ’ αυτιά του είναι όμορφα. Δεν πετάνε ούτε και είναι μεγάλα.  Δεν καταλαβαίνω.

Σόλων: Ούτε κι εγώ… αλλά θυμάμαι προχτές στο μπάνιο τον άκουσα από τη μισάνοιχτη πόρτα να μιλάει στον εαυτό του και να λέει… ότι το ήξερε πως είχε μεγάλα αυτιά, που πέταγαν κι ότι θα έκανε κάτι για να τα διορθώσει.  

Ευρύκλεια: Λες να εννοούσε αυτό;  Δηλαδή το κόλλημα;  Ανησυχώ τώρα τρομερά.  Κι αν πάθει κάποια μόλυνση;  Παιδί μου… δε μου φαίνονται λογικά αυτά τα καμώματά του!

Σόλων: Άκου μάνα!.. Αν πάθει κάποια μόλυνση… υπάρχουν και τα νοσοκομεία. 

Ευρύκλεια: Αχ, Σόλων μου! Πώς μιλάς έτσι άκαρδα γιε μου για τον αδερφό σου;

Σόλων: Μάνα… Ο Άδωνης, σου το είπα και άλλοτε, είναι άντρας…

Ευρύκλεια: Τώρα όμως δεν είναι καλά!

Σόλων: Σιγά βρε μάνα!  Θα τον βγάλεις και τρελόν τώρα!

Ευρύκλεια: Παιδί μου δεν τό ‘πες κι εσύ ότι παραξένεψε;  Δεν είπες τώρα μόλις ότι κόλλησε τ’ αυτιά του;  Αχ, μου το ρήμαξαν τ’ αρνάκι μου οι κακές παρέες. Μην παίρνει και τίποτα… και δε χαμπαρίζουμε;  Δεν αισθάνομαι καλά παιδί μου!

Κρύβει το πρόσωπό της απελπισμένη.

Σόλων: Τι λες ρε μάνα;  Θα φαινόταν.  Θα τό ‘βλεπα στα μάτια του. Άλλωστε δεν είναι ρημάδι ολομόναχο στον κόσμο! Εμείς τι είμαστε εδώ; (μιλάει μόνος του) “Αλλά βλέπεις δεν του κάνει η δική μας παρέα”. 

Ευρύκλεια: Τον χάνουμε… Τον χάνουμε σου λέω! (Αρχίζει να κλαίει).

Σόλων: Έλα τώρα μάνα, πώς τον χάνουμε;

Ευρύκλεια: Παραξένεψε… Παραξένεψε σου λέω! (Συνεχίζει να κλαίει σιγανά. Φυσάει τη μυτη της).

Σόλων: Σώπα τώρα μάνα… μη λες φοβερά πράγματα, και συγχίζεσαι, σε παρακαλώ! (Μονολογεί σιγανά )  “Κακόμοιρη, κι αν δεν έχεις δίκιο! Σε όλα μας τα προβλήματα να έχουμε τώρα και τον Άδωνη με αρρωστημένο μυαλό! Πού να ζητήσω βοήθεια και συμβουλή γι αυτό που μας συμβαίνει;”

Πάει κοντά της απλώνει το χέρι του στον ώμο της. Το πιάνει και το σφίγγει απελπισμένη.

Ευρύκλεια: Έφυγε σαν κυνηγημένος, ξέρεις.  Άλλοτε έχει το βλέμμα αγριμιού κι άλλοτε είναι φοβισμένος σα μικρό παιδί, από άσχημο όνειρο. Το νιώθω  βαθιά μέσα μου!  Πώς με πληγώνει!

Ο Σόλων μιλάει μόνος του.  Προσπαθεί να κρύψει τη δική του απόγνωση.

Σόλων: “Και πού νά ‘ξερες κακομοίρα Ευρύκλεια και το άλλο: τι gambler έχεις στο σπίτι σου! Ο Θεός να μας βοηθήσει… γιατί αυτόν… δεν ξέρω ποιος μπορεί να τον βοηθήσει!  Ίσως αν ζούσε ο πατέρα μας να ήταν κάποια πράγματα διαφορετικά.  Η μάνα δε μιλάει καθόλου για τον πατέρα.  Νομίζει ότι ανοίγει πληγές!  Δυστυχισμένη!  Τι άλλο μπορώ να κάνω για να μη στεναχωριέται;”

Η Ευρύκλεια μην προσέχοντας την περισυλλογή του Σόλωνα, εξακολουθεί να μιλάει.

Ευρύκλεια: Σίγουρα δεν του κάνει η δική μας παρέα. Ναι κι αν δεν είναι παράξενος!  Λοξοκυττάει σα να φοβάται από κάτι, σα να προσπαθεί να διαπιστώσει αν εμείς ίσως τον παρακολουθούμε.

Ο Σόλων προσπαθεί να την κάνει να αλλάξει διάθεση.  Κάνει λίγο χιούμορ.

Σόλων: Μπράβο σου κυρία Ευρύκλεια! Εσύ κάνεις για ντετέκτιβ… Άκου λέει υποθέσεις.  Τό ‘ξερα που διάβαζες Αγκάθα Κρίστι… αλλά εσύ την πήρες στα σοβαρά, τόσο που βλέπεις τα πάντα με υποψία.

Έρχεται ο Θησέας.

Ευρύκλεια: Καλώς το μου το παλικαράκι..

Θησέας: Γεια σας.  Τι κάνετε;  Συμβούλιο;

Ευρύκλεια: Ε όχι και συμβούλιο… δύο μόνοι άνθρωποι…

Θησέας: Μου φαίνεστε πολύ σοβαροί…

Σόλων: I beg your pardon!.. We are always serious.

Θησέας: Yah O.K. Λοιπόν;  Θα μου πείτε κι εμένα;

Σόλων: Μιλάμε για τον Άδωνη…

Θησέας: Είναι σωστό να τον κουτσομπολεύετε;

Ευρύκλεια: Άκου παλικάρι μου.  Δεν κουτσομπολεύουμε.  Τον Άδωνη τον αγαπάμε και θέλουμε το καλό του. Γι αυτό και στενοχωριόμαστε, μιλάμε και προσπαθούμε να τον καταλάβουμε.  Το καλό του θέλουμε παιδί μου!  Τι άλλο μπορεί να θέλει ο γονιός, κι εσείς… τ’ αδέρφια του;

Η Ευρύκλεια βγαίνει από το δωμάτιο, αφήνοντας τα δύο αδέρφια να μιλούν.

Σόλων: Εσύ δεν παρατήρησες τη συμπεριφορά του Άδωνη να χειροτερεύει συνέχεια;

Θησέας: Ε, ναι… Δηλαδή… Δεν προσέχω και πολύ τη συμπεριφορά του… γιατί μ’ έχει απορροφήσει η μελέτη.  You know how it is!

Σόλων: Εγώ όμως ξέρω πως παραξένεψε εδώ και πολύν καιρό. Βάλε τα δυο τελευταία χρόνια, για νά ‘σαι μέσα.

Θησέας: Έλα καϋμένε… Κρατάς ημερολόγιο;

Σόλων: Αν ήξερα τι θα ακολουθούσε, ίσως και να το έκανα.

Θησέας: Τι εννοείς;

Σόλων: Άσε τώρα!…

Θησέας: Συγγνώμη;  Τι δηλαδή;  Μου κρατάτε τώρα και μυστικά;

Σόλων: Όχι αδερφέ μου… Δε θέλω να σε στενοχωρήσω.

Θησέας: Πες μου, έχω δικαίωμα να ξέρω τα οικογενειακά μας.

Σόλων: Ο…  Άδωνης κόλλησε τ’ αυτιά του…  με κόλλα.

Ο Θησέας ξεσπάει στα γέλια, ενώ ο Σόλων τον κυττάζει κατάπληκτος.

Σόλων: Γιατί γελάς;  Το βρίσκεις αστείο;

Θησέας: Όχι… απεναντίας το βρίσκω πολύ σοβαρό… γι αυτό και γελάω. Να… Θέλω να πω ότι αυτό είναι πολύ γελοίο, για να το κάνει ένας έξυπνος άνθρωπος σαν τον Άδωνη.  Γι αυτό και δεν πιστεύω ότι το έκανε.

Σόλων: Μάλιστα.  Με θεωρείς λοιπόν αναξιόπιστο.  Μπορεί να το πεις κι αυτό, γιατί δεν είδες ακόμη τα αυτιά του Άδωνη και το κακοποιημένο δέρμα του.

Θησέας: You are putting me on, Σόλων!

Σόλων: I wish it was a joke brother!  I wish it was!…

Θησέας: Δεν καταλαβαίνω όμως γιατί τώρα, έτσι ξαφνικά… Του είπε κάποιος κάτι;  Εγώ δεν πρόσεξα τίποτε το παράξενο.  Μια χαρά είναι τ’ αυτιά του.

Σόλων: Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα:  Ποιος του είπε για τ’αυτιά του και τι ήταν εκείνο που τον έκανε να τα κολλήσει.

Θησέας: Man!  I can’t believe this is happening.  What is next?

Σόλων: Πρέπει να του μιλήσουμε.  Εσύ κι εγώ.  Είμαστε οικογένεια.

Θυσέας: Εντάξει.  Να του μιλήσουμε.  How is he going to take it, but? He might think we are conspiring against him.

Σόλων: Leave it to me.  I’ll take care of this and I will keep you informed. 

Εικόνα τέταρτη

Ο Σόλων μιλάει με τον Άδωνη.  Υπάρχει ένταση ανάμεσά τους.

Άδωνης: Τι θέλεις λοιπόν;

Σόλων: Τίποτα άλλο παρά να καθήσουμε και να μιλήσουμε σαν οικογένεια. Να δούμε τι συμβαίνει επιτέλους. Να κυττάξουμε, τι είναι αυτό που σε κάνει να απομακρύνεσαι από τους ανθρώπους που σε αγαπούν και καταφεύγεις σε ανθρώπους που σε καταστρέφουν με τη δική σου ευλογία.

Άδωνης: Τα παραλές.

Σόλων: Μπαινοβγαίνεις στο μπάνιο, κάνεις παράξενα πράγματα και μας ανησυχείς.  Κυρίως μετά από το τελευταίο… ξέρεις ποιο.

Άδωνης: Πολύ μου μπαίνεις Σόλων και δεν ξέρω τι να κάνω.  Να σηκωθώ να φύγω ή να υποστώ την ανάκρισή σας… Διαβάζεις πολύ…  criminology, as a… future solicitor to be.

Σόλων: Άστα αυτά.  Τι κάνεις μέσα στο μπάνιο συνέχεια βρε αδερφέ;  Άκουσέ με: είσαι όμορφος.  Σου το επιβεβαιώνω εγώ αυτό.  Τ’ αυτιά σου είναι μια χαρά.  Και όλα τα άλλα.  Να δοξάζεις το Θεό που σε έκανε αρτιμελή και υγιή, και όχι να κάνεις την μ…..α, να κολλάς τ’ αυτιά σου.  Man, you really make me angry!  What’s with you?

Άδωνης: Stop  patronizing me οr preaching, brother!

Ο Θησέας που έχει πλησιάσει ακούγοντας τις τελευταίες τους φράσεις επεμβαίνει.

Θησέας: Come on man don’t be like this… Μαζευτήκαμε για να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον κι όχι να μαλλώσουμε.

Άδωνης: Κι εσύ “τέκνον Βρούτε”;

Σόλων: Έλα πάψε να είσαι cruel! Ο Θησέας δε θα ήταν εδώ αν δεν αγαπούσε εσένα και όλους μας.  Try to be civilized.

Άδωνης: Υes boss!

Σόλων: I will skip your irony. Όπως λέγαμε, όποιος κυττάζεται πολύ στον καθρέφτη παθαίνει… Έτσι τουλάχιστο λένε.

Η  Ευρύκλεια έχει έρθει ξαφνικά και αρπάζοντας τα τελευταία προσθέτει.   

Ευρύκλεια: Η μάνα μου τα έλεγε αυτά, που ήταν μια διαβασμένη γυναίκα. 

Άδωνης: Άσε μας τώρα με τη μάνα σου, κυρά Ευρύκλεια!

Σόλων: Η γιαγιά σου ήταν έξυπνε, η γιαγιά σου!

Άδωνης: Ρε μάνα όλοι στο σόϊ μας τέλος πάντων, διαβασμένοι ήταν;

Ευρύκλεια: Γιατί σου φαίνεται παράξενο;

Άδωνης: Ε, μπορεί και γι αυτό κάποιοι από εμάς να γεννήθηκαν στο τέλος βλάκες!

Ευρύκλεια: Παράξενη η λογική σου, αλλά θα τη δεχτούμε προς το παρόν.

Άδωνης: Ρε παιδιά με χασομεράτε. Για να κάνουμε ημερίδα φιλοσοφίας βρισκόμαστε εδώ;

Σόλων: Κάτσε βρε άχρηστε ένα λεπτό.  Σε περιμένει κανένας εκεί έξω;

Άδωνης: Και σαν με περιμένει ή όχι, εσένα τι σε νοιάζει;

Ευρύκλεια: Ελάτε-τώρα, ελάτε!  Ας μη μαλλώνουμε επιτέλους!

Άδωνης: Δεν κάθουμαι άλλο εδώ.  Μου θυμίζετε τη σκοτεινή εποχή των κουκουλοφόρων Ιεροδικαστών του Μεσαίωνα.  Γεια σας και θα σας δω αργότερα.

Ο Άδωνης φεύγει στο δωμάτιό του.

Σόλων: Τον βλέπετε;  Ούτε να καθήσει σαν άνθρωπος, δεν μπορεί.  Τον τρώει το σκουλίκι.

Θησέας: Ποιο απ’ όλα;

Σόλων: Του gambling pal.  In case you didn’t notice… our brother is a gambler! Ένα χαμένο κορμί που θα τελειώσει σίγουρα αν δεν κάνουμε κάτι το σοκαριστικό.

Ο Θησέας και η Ευρύκλεια ακούνε.  Η Ευρύκλεια κρατά το πρόσωπό της στα δυο της χέρια.

Σόλων:  Έλα μάνα.  You deserve better!  Μη στενοχωριέσαι.  Κάτι καλό θα βγει από όλη την ιστορία.

Η Ευρύκλεια κουνά το κεφάλι της άλλαλη.  Ο Σόλων βηματίζει τώρα κουρασμένος ενώ ο Θησέας τον παρακολουθεί. Μιλάει μόνος του.

Θησέας: Έλα αδερφέ… Σε παρακολουθώ τώρα για λίγα λεπτά.  Τι μουρμουράς ολομόναχος.

Πάει κοντά του τον σταματά

Θησέας: Εσένα μιλάω Σόλων!

Σόλων: Συγγνώμη δεν σε άκουσα.  I was thinking!

Τον κυττάζει στενοχωρημένος τώρα.

Σόλων: Τον χάνουμε Θησέα.  Τον χάνουμε σου λέω.

Θησέαs: Ποιον χάνουμε;

Σόλων: Τον αδερφό μας.  Έχει δίκιο η μάνα μας.  Αλλά να, δε θέλω να την πικράνω κι άλλο.

Θησέαs: Σώπα καϋμένε. Υπερβάλλεις.  Περνά κάποιο στάδιο σίγουρα!

Σόλων: Ι’m afraid, he has past the stage we could have helped him!  Now… we must see what we can do, to prevent more problems down the track.

Στο μεταξύ ο Άδωνης βρίσκεται στο δωμάτιό του.

Άδωνης: Τους ακούς; Ακόμα με την αφεντιά μου ασχολούνται.

Η Φωνή: “Συνομωτούν εναντίον σου”.

Άδωνης: Ναι το ξέρω… αλλά εγώ… I’ll outsmart them. You will see!

Η Φωνή:“Of course you will.  Lets celebrate this!”

Άδωνης: O.K. Let’s go to the club!  Χρειάζομαι χρήματα διάβολε!  Πρέπει να κάνω κάτι!

Η Φωνή:“Μπράβο τώρα μάλιστα. Αξίζεις!  Τι θα κάνεις λοιπόν;”

Άδωνης: Πάμε και βλέπουμε.

Ανοίγει την πόρτα προσεχτικά.  Δεν είναι κανείς στο σαλόνι. Βγαίνει βιαστικά έξω.

Εικόνα πέμπτη

Άδωνης: Διάβολε! Τύχη είναι αυτή;  Bloody hell!  I almost lost fifty dollars.

H Φωνή: “Come on!  You have fifty more.  Spent it!”

Άδωνης: Eντάξει… καλά λες.  Θα χαλάσω άλλα εικοσιπέντε δολλάρια. Θα πάω να κάνω coins,

H Φωνή:“Τι βιάζεσαι;  Έχεις να πας πουθενά;”

Άδωνης: Καλά το λες!  Του κερατά… Δεν πάω σπίτι μου απόψε… και γιατί να πάω άλλωστε;  Για να βλέπω τα μούτρα τους; Όχι καλά είμαι εδώ.

H Φωνή:“Μπράβo, έτσι σε θέλω. Πού θα πάει;  Θ’ αρχίσουν τώρα να πέφτουν τα κέρματα.  Θα δεις”.

Ξάφνου, αρχίζουν να πέφτουν αρκετά δολλάρια. 

Άδωνης: Μωρέ τύχη!

H Φωνή: “Τα βλέπεις; Ήρθαν!  Τι περιμένεις λοιπόν;  Αν επιμείνεις… μπορεί και να πιάσεις την καλή !”

Άδωνης: Ποια καλή και κουραφέξαλα;  Δε θά ‘χω φράγκο αύριο αν συνεχίσω.  Αυτή η θεόστραβη η τύχη μου, μόνο τύψη δεν είναι!

H Φωνή: “Τι κάνεις έτσι;  Αν δεν έχεις  χρήματα, εσύ ξέρεις τι να κάνεις για να βρεις!”

Άδωνης: Τι μου πιπιλίζεις το μυαλό διάβολε;  You are going to ruin me!

H Φωνή: “Ποιον εσένα; Όχι δα!  Εσύ είσαι έξυπνος… πολύ έξυπνος… Άλλωστε είσαι καλός και με τα chicks!”

Άδωνης: Shut-up… shut-up…

Κλείνει τ’αυτιά του πανικόβλητος.

H Φωνή:“Χα…Χα… Χα… Πού τρέχεις έτσι κυνηγημένος;  Κύττα τους γύρω σου!  Δε θα τους δείξεις ποιος είσαι;”

Μια γυναίκα που τον κυττάζει φαίνεται φοβισμένη.  Κατευθύνεται προς έναν από τους φύλακες και του μιλά μια στιγμή.  Αυτός την ακολουθεί και έρχεται γρήγορα δίπλα στον Άδωνη.  Του μιλάει.

Φύλακας: Γεια σου φίλε! Πώς πάμε;

Ο Άδωνης σα να ξυπνά από λήθαργο γυρίζει και τον κυττάζει παραξενεμένος.

Άδωνης: Σε μένα μιλάς;

Φύλακας: Ναι σε σένα. 

Άδωνης: Συμβαίνει τίποτα;

Φύλακας: Ενοχλήθηκαν κάποιοι γύρω σου… Είπαν ότι μίλαγες μόνος σου κι ότι είχες θυμώσει.

Άδωνης: Ε, όχι!  Μπορεί να μίλησα στον εαυτό μου κάποια στιγμή.

Φύλακας: Παίζεις;

Άδωνης: Ναι!

Φύλακας: Θα παίξεις άλλο;

Άδωνης: Δεν ξέρω.  Γιατί ρωτάς;

Φύλακας: Έχεις χρήματα να πας στο σπίτι σου;

Άδωνης: Εσένα τι σε νοιάζει;

Τον πιάνει από το μπράτσο και τον τραβά ελαφριά.

 Άδωνης: Τι έκανα και μου κολλάς;

Φύλακας: Τίποτε πιστεύω, αλλά φαίνεσαι ανήσυχος κι ενοχλείς κάποιους.  

Άδωνης: Με κάρφωσαν;

Φύλακας: Τι εννοείς;  Έκανες κάτι περισσότερο;

Άδωνης: Όχι, βρε αδερφέ!  Πώς το σκέφτηκες;  Αν εννοείς το ότι μίλαγα μόνος μου… το συνηθίζω κάποτε.

Φύλακας: Εσύ κι αν το συνηθίζεις, κάποιοι άλλοι δεν το δέχονται.  Είναι δείγμα σχιζοφρενικό… You should know that.

Άδωνης: I Know.  O.K. then… I will leave not because of you, because… I’m tired!.

Φύλακας: Ωραία λοιπόν.  Και το club mate… is going to be here to-morrow, as well.

Άδωνης: See you around then!

Φύλακας: Good night!

Άδωνης: “Hell, they’re spying on me… Everybody is!”

Εικόνα έκτη

Ευρύκλεια: Δε σηκώθηκε ακόμη.  Άργησε νά ‘ρθει και καταλαβαίνεις.

Σόλων: Well, don’t worry mum!  He’s not a baby! (μονολογεί) “Αν και κάποτε φέρνεται σαν να είναι.

Ευρύκλεια: Ναι παιδί μου.  Να δούμε πώς θά ‘ναι σήμερα το πρωί.  Δεν ξέρω πια αν πάει ή όχι για δουλειά.

Σόλων: Τι να σου πω μάνα! Αν πρόκειται ν’ ασχολούμαι κάθε μέρα με τον Άδωνη… τότε kiss my own life good-bye!

Ευρύκλεια: Έχεις δίκιο Σόλων μου. Πήγαινε στη δουλειά σου και θα δω εγώ, τι κάνει σήμερα.  Αν δεν πάει για δουλειά θα τον διώξουν, σίγουρα.

Φεύγει ο Σόλων. Η Ευρύκλεια βρίσκεται στην κουζίνα. Ακούγεται μια πόρτα που ανοίγει κι ενώ ο Άδωνης έρχεται στο σαλόνι, ταυτόχρονα ακούγεται η φωνή της Ευρύκλειας καθώς έρχεται από την κουζίνα.

Ευρύκλεια: Εσύ είσαι Άδωνη;

Άδωνης: Ναι εγώ.

Ευρύκλεια: Δεν πας για δουλειά σήμερα;

Άδωνης: Όχι βέβαια.  Αλλιώς θα ήμουν ακόμα εδώ;

Ευρύκλεια: Καλά λες παιδί μου!  Είπα κι εγώ!

Άδωνης: “Όλα πρέπει να τα ξέρουν ετούτοι εδώ.  Όλα!  As if I’m going to let them know everything about my personal life!  I do what I like, when I like…”

Ευρύκλεια: Eίπες τίποτα;

Άδωνης: Όχι… “She is paranoid!”

Ευρύκλεια: Δε θα φας πρωινό;

Άδωνης: Δεν πεινάω.

Ευρύκλεια: Έχασες βάρος νομίζω.  Ζυγίστηκες τώρα τελευταία;

Άδωνης: Ζυγίστηκα κι είμαι μια χαρά… Thank you. (Αλλάζει ύφος και αρχίζει να παραπονιέται σα νά ‘ναι μετανιωμένος) Έλα τώρα μάνα, μόλις ήρθα στο σαλόνι… Τι μου κάνεις;  Ανάκριση.  Μου φέρνεσαι σα νά ‘μαι μωρό.  I am a man and the sooner you accept it… the better it is!…

Ευρύκλεια: Μωρέ… εσύ… ξέρεις και τα λες όμορφα!   Eμ, βέβαια, όπου σε συμφέρει είσαι άντρας. Όταν όμως πρέπει να πεις την αλήθεια, να δείξεις πως είσαι άντρας, τότε δυστυχώς εξαφανίζεσαι.

Άδωνης: Μη μου μιλάς έτσι! Κάθε φορά που ανοίγεις το στόμα σου με κατηγοράς.  I don’t have to put up with this!  First thing in the morning!  Is thiς supposed to be my breakfast? 

Ευρύκλεια: Μην πεις λέξη παραπάνω.  Δεν ξέρεις πώς να φέρνεσαι πλέον. “Παλιόπαιδο”. 

H Ευρύκλεια aποχωρεί θυμωμένη ενώ ο Άδωνης σκέφτεται.

Άδωνης: Πανάθεμα!  Δε μπορούσα νά ‘χα γεννηθεί millionaire? Τότε μόνο θα μπορούσα να έχω ό,τι θα μου άρεσε…

Η Φωνή:  “Ναι αμέ! So… Do something about it!… Money gives you everything!  Freedom, ελευθερία!… Do something…”

Κλείνει τ’ αυτιά του πάλι.

Άδωνης: “Στο διάβολο με σένα!  Πώς έρχεσαι και φεύγεις έτσι, και με ταλαιπωρείς.  Στο διάβολο να πας, να πάτε όλοι και να μ’αφήσετε  ήσυχον!  Ήσυχον I said!  Να γελάσω!  Τι θα πει αυτή η λέξη; Εγώ δεν την ξέρω αυτή τη λέξη…  Δεν την ξέρω! (Το πρόσωπό του αλλοιώνεται από την αγωνία).

Η Φωνή:  “Τι εννοείς!  Είμαστε μαζί… Together… And if you need any money… look around you!  All these statuetes… Whole brass! With so many things  around here… no one is going to notice!..”

Ο Άδωνης προχωρά σαν υπνωτισμένος προς το ράφι με τα μπρούτζινα αγαλματίδια.  Είναι της Ευρύκλειας. Δωρο του μακαρίτη. Πιο πέρα ένα ζευγάρι καλοφτιαγμένα κηροπήγια.  Τα παίρνει, τα χώνει κάτω από την μπλούζα του και κατευθύνεται στο δωμάτιό του βιαστικα.  Δεν αργεί να βγει κρατώντας το συνηθισμένο του σάκκο. Ακούει την Ευρύκλεια που φωνάζει.

Ευρύκλεια: Άδωνη!

Άδωνης: “Πάλι η Ευρύκλεια!” (μονολογεί)  Τι θέλεις;  Φεύγω έξω.  Έχω κάποιες δουλειές.

Ευρύκλεια: Περίμενε μια στιγμή.  Θέλω να σε ρωτήσω κάτι.

Άδωνης: Όταν θα γυρίσω μου λες!

Φεύγει τρέχοντας σχεδόν και κλείνει την πόρτα.  Έρχεται η Ευρύκλεια μέσα αρκετά ναυριασμένη.

Ευρύκλεια: Παλιόπαιδο! Θα σε βλέπει κι ο μακαρίτης και θα καίγεται η καρδιά του… Άπονο, σκληρό πλάσμα!

Εικόνα έβδομη

Ο Άδωνης  έρχεται σε ένα μαγαζί για να βάλει ενέχυρο τα μπρούτζινα που πήρε από το σπίτι του.

Άδωνης: Έχω κάποια πράγματα εδώ. 

Τα βγάζει από τον σάκκο του.

Broker: Χμ!  Τα βλέπω.  Τι άλλο έχεις;

Άδωνης: Τίποτα άλλο.  Τέσσερα κομμάτια μπρούτζινα. Solid brass!

Broker: Δεν αξίζουν βέβαια και πολλά… καταλαβαίνεις. 

Άδωνης: Δηλαδή;

Broker: Χμ!..  Δεκαεφτά δολλάρια…

Άδωνης: Ε, όχι και τόσα λίγα!

Broker: Sorry mate!  Take it or leave it!

Άδωνης: O.K…  O.K…  It will have to do!

Η Φωνή: “You did well mate! That will pay your lunch and… of course the pokies!”

Άδωνης: Shut up you bloody pest… I’ m sick of you!  Telling me always what to do!  Πρέπει να τα ξεχάσω όλα αυτά… Εσύ μου κάνεις πολύ κακό.  Τώρα πήρα τα πράγματα της μητέρας μου και τα πούλησα.  Τι άλλο θα κάνω για τα λίγα λεφτά;

Ανατριχιάζει και πετά τα κέρματα   με μανία στο πεζοδρόμιο.  Κάποιοι σταματούν και κυττούν.  Δεν τον νοιάζει όμως.  Προχωράει παραμιλώντας.  Κάνει κάποιους να τον προσέχουν.

Άδωνης: Το σχολείο μου υποφέρει, η Ευρύκλεια υποφέρει.  Ο Σόλων και ο Θησέας, my baby brother.

Η Φωνή: “Since when, you started worrying about the family?”

Άδωνης: I said, mind your bloody business.  I don’ t talk to you! Do I?

 Κάθεται σε ένα παγκάκι.  Σκύβει και κρατά το κεφάλι του στα δυο του χέρια.

Άδωνης: Θεέ μου τι μου συμβαίνει;  Πήρα την κατρακύλα.  Πώς φοβάμαι! Δε θέλω να ζήσω έτσι.

Η Φωνή: “Έλα καϋμένε!  Τι κάνεις έτσι; Η ζωή δεν είναι τόσο άσχημη!  Στο club… εκεί πήγαινε να νιώσεις λίγο καλύτερα…  Εκεί ολοι είναι ανώνυμοι… όλοι ίδιοι… Παίζουν… κερδίζουν… χάνουν!”

Άδωνης: Λες να ‘μαι άρρωστος;  Είμαι;  Θα πρέπει να είμαι.  Είμαι άρρωστος…

Η Φωνή: “Μπα!.. Τι λες τώρα… Καταπιεσμένος είσαι.  Άκου με που σου λέω! Οικογένεια, σχολείο, δουλειά… Τι περιμένεις;”

Άδωνης: Θα με πάρουν χαμπάρι κάποια στιγμή… και τότε;

 Η Φωνή: “To hell with them man!   Να κάνεις ό,τι σου αρέσει εσένα.  Μια μέρα θα πεθάνεις κι αυτό είναι όλο!  Ζήσε λοιπόν!”

Άδωνης: Καλά λες!  Αν όμως καταλάβουν τι κάνω;  Τότε θα είναι σίγουρα το τέλος μου και να το θυμάσαι!

Η Φωνή: “Ναι μωρέ!  Δεν είσαι άντρας εσύ;  Ποιον φοβάσαι επιτέλους;”

Άδωνης: Άντρας λέει… Χα… Χα… Χα… Αν ήμουν άντρας man, I would not have you telling me constantly what το do!  Would I?  Θα ήμουν δυνατός, νικητής κι όχι ένας ποντικός που κλέβει! 

Ξαφνικά αρχίζει να κλαίει.

Άδωνης: Λυπήσου με Θεέ μου… Λυπήσου με!..

Η Φωνή: “Μωρέ εσύ έχεις δίκιο… Δεν είσαι παρά ένα ανδρείκελο!”

Άδωνης: Βούλωσέ το!  Είπα βούλωσέ το!  Εγώ είμαι ένας σκλάβος και το ξέρεις!  Κοροϊδεύω τον εαυτό μου λέγοντας οτι είμαι ελεύθερος.  I cannot get rid of you.  Can I? Make you dissapear from my life. Puff!.. Extort you from inside me, abort you! How can I do this?  Ha?

Η Φωνή: “Ha…ha…ha… But Άδωνη… εγώ είμαι εσύ! Εσύ είμαι εγώ! Είναι ηλίθιο να νομίζεις πως είμαστε χωριστά όντα!   My friend… No matter what  you do… we are stuck together.  I am the Voice… your voice… your friend, your enemy… But not your concience!  That, I am not!”

Άδωνης:  I am sick!  I am very sick!..

Γύρω του έχουν μαζευτεί κόσμος. Σκύβουν απάνω του περίεργοι. Φαίνεται χαμένος.  Κρατά τα μάτια του κλειστά.  Κινείται με αγωνία. Μιλάει σε κάποιον, ψιθυριστά.

Άδωνης: “Πατέρα μου!  Πατέρα… δεν μ’ αφήνουν νά ‘ρθω κοντά σου!  Πάρε με πατέρα.  Δεν είμαι άξιος του δώρου!  Πάρε με κοντά σου! Θέλω να κοιμηθώ σου λέω.  Λυπήσου με και βοήθα με!”

Πατέρας: “Παιδί μου είναι νωρίς ακόμη… Είσαι στην αρχή του δρόμου.  Δεν ήρθε η ώρα σου”. 

Άδωνης: “Πατέρα έκλεψα… κάνω πράγματα παράξενα πατέρα… είμαι άρρωστος… πολύ άρρωστος σου λέω!”

Πατέρας: “Ήσουν παιδί μου… Ήσουν…. Μα  νομίζω πως ήρθε η στιγμή να επιστρέψεις κοντά στ’ αδέρφια σου… στη μητέρα σου, σ’ αγαπάνε.  Μίλα τους Άδωνη…  Πλησίασέ τους και θα δεις… Χαράζει μια νέα ζωή μπροστά σου!  Νά ‘χεις την ευχή μου παιδί μου… νά ‘στε όλοι ευτυχισμένοι.”

Άδωνης: “Μα…  πατέρα!..  Ναι πατέρα!   Το θέλω τόσο πολύ… Για σένα… τη μητέρα…”

Αναστενάζει κάνοντας γκριμάτσα πόνου.

Πατέρας: “Προσπάθησε Άδωνη… προσπάθησε, παιδί μου!..  Σε ικετεύω.”

Άδωνης:  “Α! Πατέρα μου… Μην κλαις μην κλαις… πατέρα… Στο υπόσχομαι πατέρα…  Πατέρα μου!” 

Ένα φορείο πλησιάζει. Ο Άδωνης εξακολουθεί να κρατά τα μάτια του κλειστά. Δάκρυα κυλούν  από τις άκρες τους.  Είναι άρρωστος.  Τον παίρνουν.

Εικόνα όγδοη

Στο κρεββάτι του και οι δικοί του γύρω του σκυμμένοι με αγωνία. Του μιλάει η μητέρα του. Ανοίγει τα μάτια του μια στιγμή. Χαμογελά στον ύπνο του. Φαίνεται γαλήνιος.

Ευρύκλεια: Άδωνη… Παιδί μου!  Πώς αισθάνεσαι;

Δεν απαντά. Οι δικοί του ενώνουν σφιχτά τα χέρια κυττάζοντας με ελπίδα τον Άδωνη, που εξακολουθεί να χαμογελά στον ύπνο του.

Τέλος

΄΄΄΄΄΄

Η Αντιγόνη σε άλλη διάσταση

Θεατρικό

©Πιπίνα Δ. Έλλη

Σύδνεϋ 2000

Πρόσωπα:

Αντιγόνη                    μαθήτρια, κόρη της Μόνας

Τόλιος                        μεσήλικας καταστηματάρχης

Μαρίνα                       μεσήλικη σύζυγος του Τόλιου

Κρις                            φοιτητής, γιος του Τόλιου και της Μαρίνας

Τόνυ                           οικονομολόγος, υπάλληλος εταιρείας

Τζο                              μεσήλικας πατέρας του Τόνυ

Αιμίλια                       μεσήλικη μητέρα του Τόνυ

Γιατρός                      ……………………………

Τζούλη                        ως φωνή μόνο, φίλη της Αντιγόνης

*************

Πρώτη Πράξη

Εικόνα πρώτη

Η σκηνή δείχνει μία πιτσαρία-εστιατόριο.  Ο Τόλιος ετοιμάζει κάποια παραγγελία. Έρχεται η Αντιγόνη.

Αντιγόνη: Καλησπέρα κυρ-Τόλιο!

Τόλιος: Καλώς το το κορίτσι μας!  Και σε σκεφτόμουν Αντιγόνη.

Αντιγόνη: Τι λέτε; Αλήθεια;

Τόλιος:  Ναι… έλεγα που λες μέσα μου: “το έχασα το κοριτσάκι μας δεν το βλέπω!”

Αντιγόνη: Ω! Κυρ-Τόλιο, όπως πάντα είστε πολύ ευγενικός.  Έτυχε, βέβαια. Βλέπετε… έχω πολύ μελέτη.  Τελευταίος χρόνος στο Γυμνάσιο, καταλαβαίνετε.  Αλλά τώρα που είμαι εδώ, θα σας παρακαλούσα να μου ετοιμάσετε μια πίτσα, μεσαίο μέγεθος… τη συνηθισμένη: supreme.  Περιμένω μία φίλη μου για να μελετήσουμε.

Ο Τόλιος γράφει την παραγγελία και κυττάζοντάς την μια στιγμή, της μιλάει  με σπουδαίο ύφος.

Τόλιος:  Μπράβο, Αντιγόνη… Μπράβο παιδί μου.  Έτσι πρέπει.  Εσείς οι νέοι να διαβάζετε για να προκόψετε στη ζωή σας.  Αυτά έλεγα πάντα και στα δικά μου τα παιδιά.  Όχι σαν κι εμάς που παιδευόμαστε χειμώνα καλοκαίρι, για το μεροκάματο.

Αντιγόνη: Ε, κάποιος πρέπει να φτιάχνει και τις πίτσες κυρ-Τόλιο, δεν νομίζετε; 

Τόλιος: Δεν αντιλέγω παιδί μου.

Αντιγόνη: Θα γυρίσω σε μισή ώρα κυρ-Τόλιο.  Νομίζετε ότι θα είναι έτοιμη;

Τόλιος:  Ναί ναι παιδί μου, εντάξει.  

Αντιγόνη: Ευχαριστώ, γεια σας.

Αναστενάζει ο Τόλιος κι αρχίζει να ετοιμάζει τη νέα παραγγελία.  Μιλάει μόνος του κουνώντας το κεφάλι του.

Τόλιος: Αχ, τα νειάτα τα δροσάτα… πανάθεμα στα γεράματα τα ρημάδια!  Κι αυτή η δουλειά!..  Θαμμένος στο μαγαζί εφτά μέρες την εβδομάδα, να μη μπορείς να πας πουθενά, γιατί κάνεις και μείνεις από λεφτά, δε σε κυττάζει κανένας!  Κανένας, μα το Θεό. Ζωή την είπαν τη ρημάδα!  Μαρίνα!.. Έλα ένα λεπτό που σε θέλω, γυναίκα!

Μαρίνα: Έρχομαι αμέσως! (Ακούγεται από μέσα και αμέσως παρουσιάζεται) Ναί, Τόλιο μου.

Τόλιος: Έχω μια πίτσα έτοιμη στο κουτί, στο χαμηλό φούρνο, είναι του James, ξέρεις -θά ‘ρθει όπου νά ‘ναι- και μόλις φούρνισα την πίτσα της Αντιγόνης.  Θα πεταχτώ για λίγο στην τράπεζα, για μια-δυο πληρωμές.  Α!  Κύττα λιγάκι και τα λαζάνια που είναι μέσα.  Όταν έρθω, έχω να κόψω πάλι σαλάτα.

Μαρίνα: Της Αντιγόνης είπες;  Πώς κι έτσι;  Εντάξει πήγαινε στη δουλειά σου. Μην ανησυχείς.

Ο Τόλιος φεύγει.  Η Μαρίνα κυττάζει το ωρολόγι του φούρνου.  Έρχεται ο Τόνυ.

Τόνυ: Γεια σου σινιόρα-Μαρίνα!

Μαρίνα: Τόνυ!.. Τι κάνεις καλέ;

Τόνυ: Καλά είμαι, καλά… κι εσύ;

Μαρίνα:  Καλά είμαι παιδί μου, καλά, δόξα το θεό.  Οι γονείς σου πώς είναι;  Έχω καιρό να τους δω.

Τόνυ: Είμαστε όλοι μια χαρά, σινιόρα.  Θά ‘θελα να παραγγείλω μια μαρινάρα, family size.  Ξέρεις εσύ, πικάντικη… σαν κι εσένα!  Θα περιμένω.

Μαρίνα: Τόνυ!.. Τόνυ!.. Ιταλός δεν είσαι;  Τό ‘χετε στο αίμα σας. Τι άλλο να περιμένει κανείς από σας, παρά κομπλιμέντα!

Γελάνε κι οι δυο, και η Μαρίνα  σιωπηλή αρχίζει να ετοιμάζει την πίτσα. Ο Τόνυ την παρακολουθεί.

Τόνυ:  Α! Σινιόρα-Μαρίνα, είσαι πραγματική pizza maker.  Βλέπεις, άλλοι έχουν τ’ όνομα κι άλλοι έχουν τη χάρη.  Ο Τόλιος πού βρίσκεται σήμερα;  Έχει ρεπό;

Μαρίνα: Εδώ είναι παιδάκι μου. Πού να πάει; Μας αφήνουν τα έξοδα να ξεκουραστούμε;  Στην Τράπεζα πετάχτηκε να πληρώσει κάτι λογαριασμούς!  Καλό είναι όμως κι αυτό το λίγο.  Ένα διάλειμμα, το χρειάζεται, ξέρεις.  Από το πρωί ως το βράδυ, στο μαγαζί βρίσκεται… Βλέπεις, δεν είναι σκέτη πιτσαρία! Έχουμε πολλές προετοιμασίες ως τις δέκα το πρωί, που ανοίγουμε.  Μας τρώει η κούραση παιδί μου.  Τι να κάνουμε;  Δε σπουδάσαμε… Ζήσαμε σε άλλες εποχές εμείς, άτυχες! Αυτά ξέρουμε, αυτά κάνουμε! 

Τόνυ: Είναι κουραστική η ορθοστασία, αλλά και η καθιστική ζωή κυρά Μαρίνα, δεν είναι καλύτερη.  Πίστεψέ με!  Το να κάθεται κανείς ένα οχτάωρο σχεδόν, πάνω σε ένα κάθισμα, όσο αναπαυτικό κι αν είναι… τι νομίζεις; Σου ανεβάζει την πίεση, σου καταστρέφει την σπονδυλική στήλη και… ποιος ξέρει τι άλλο!

Μαρίνα:  Έτσι ε;  Τι να πούμε;  Φαίνεται πως καμιά δουλειά στον κόσμο, δεν είναι τέλεια.

Σιωπαίνουν. Η Μαρίνα δουλεύει και ο Τόνυ την παρακολουθεί διακριτικά. Εκείνη τη στιγμή μπαίνει η Αντιγόνη.

Αντιγόνη: Γεια σας!

Τόνυ: Ω! η Αντιγόνη! Γειά σου Αντιγόνη!

Την κυττάζει παραξενεμένος.

Μαρίνα: Γεια σου κούκλα μου!  Σε χάσαμε!  Είναι έτοιμη η πίτσα σου.

Της προτείνει την πακεταρισμένη πίτσα. Ο Τόνυ κυττάζει την Αντιγόνη επίμονα, με φανερό θαυμασμό, στο βλέμμα του, που δε νοιάζεται να κρύψει.

Αντιγόνη: Τι να κάνω κυρά-Μαρίνα!  Έχω πολύ διάβασμα.  Τελευταίος χρόνος στο Γυμνάσιο… καταλαβαίνεις. Προσπαθώ να πάρω καλούς βαθμούς στο High School Certificate.

Μαρίνα: Δικιο έχεις κορίτσι μου!  Τώρα που έχεις την ευκαιρία, δούλεψε. Κάνεις πολύ καλά. 

Τόνυ: Αντιγόνη… πέρασε πολύς καιρός από την τελευταία φορά που σε… είδα. Μου επιτρέπεις να σε ρωτήσω τι στοχεύεις να σπουδάσεις;

Η Αντιγόνη τον κυττάζει σοβαρή.

Αντιγόνη: Έχεις δίκιο Τόνυ για το… ότι έχουμε καιρό να ιδωθούμε… όσο για την ερώτησή σου… Ε… έχω… από πέρυσι που το αποφάσισα. Αφού το είχα δηλαδή, σκεφτεί από πολύ ενωρίτερα… θεώρησα ότι υπήρχαν πολλά που θα μπορούσα να κάνω… Κατέληξα όμως, ότι θα μου έρεσε περισσότερο, αν θα μπορούσα να σπουδάσω ιατρική.  Γνωρίζω ότι η βαθμολογία είναι πολύ υψηλή και τα χρήματα που απαιτούνται πολλά.  Ελπίζω όμως στις καλές μου επιδόσεις και σε κάποιο scholarship τελικά.

Τόνυ: Ιατρική λοιπόν.  “Πάει θα τη χάσουμε τη γειτονοπούλα!”

Αντιγόνη: Εσύ πώς είσαι Τόνυ;  Τι ακριβώς κάνεις;

Τόνυ: Διευθύνω ένα τμήμα στην Εταιρία που δουλεύω.  Οικονομολόγος ίσον δουλειά ρουτίνα!  Πολύ περισσότερο μου άρεσε όταν ήμουν φοιτητής.  Είχα μεγαλύτερη ποικιλία γνώσεων και εμπειριών.  Τώρα λες κι είμαι στο τέλος μιας κατεύθυνσης που άρχισε καλά και τελείωσε στη ρουτίνα.

Αντιγόνη: (Τον προσέχει) Καταλαβαίνω. Ελπίζω ωστόσο να συνεχίσεις να προοδεύεις  και να ικανοποιηθείς τελικά στον κλάδο σου, γιατί νομίζω, ότι είναι prommissing σαν επαγγελματική κατεύθυνση, παρ’ όλα όσα είπες! Δεν έχουμε μιλήσει για πολύν καιρό και ομολογουμένως… χάρηκα που σε είδα.  Θα τα πούμε ίσως μιαν άλλη φορά.  Πρέπει να πηγαίνω τώρα. Με περιμένουν στο σπίτι.  Γειά σας.

Τόνυ: Κι εγώ χάρηκα, Αντιγόνη.  Γεια σου.

 Μαρίνα: Γεια σου κοριτσάκι μου! Χαιρετισμούς στη μάνα σου!

Η Μαρίνα μιλάει με τον Τόνυ που περιμένει για την πίτσα.

Μαρίνα: Ωραίο κοριτσάκι η Αντιγόνη. Κι έξυπνη! Τά ‘χει τετρακόσια.  Όσο σκάρτος είναι ο πατέρας της, τόσο προκομένο βγήκε το σπλάχνο του.  Πήρε από τη μάνα της.  Καλή γυναίκα η καϋμένη η Μόνα και πολύ περήφανη.  Απ’ αυτήν πήρε η Αντιγόνη! (Χτυπάει το ωρολόγι του φούρνου) Τόνυ… η πίτσα σου είναι σχεδόν έτοιμη.

Ο Τόνυ ξαφνιάζεται. Φαίνεται σκεφτικός.

Τόνυ: Ω! Πολύ ωραία… ευχαριστώ κυρά Μαρίνα.

Βγάζει να πληρώσει ενώ η Μαρίνα ετοιμάζει την πίτσα του στο ειδικό κουτί. Τον κυττάζει με συμπαθητικό χαμόγελο.

Μαρίνα: “Για φαντάσου, τι βλακείες ακούει κανείς… Να, που λένε μερικοί έξυπνοι… ότι  δήθεν στην εποχή των πυραύλων και του απόλυτου οικονομικού συμφέροντος δεν ανθίζει ο έρωτας.  Παλαβοί σίγουρα… Όσο και να μηχανοποιηθεί ο άνθρωπος ποιος μπορεί ν’ αλλάξει τη φύση του;” 

Τόνυ: Συγγνώμη;

Μαρίνα: Τίποτα παλικάρι μου. Είπα να δώσεις χαιρετισμούς στη σινιόρα μάνα σου!  Και στον πατέρα σου βέβαια. Μην το ξεχάσεις, έτσι;

Τονυ: Ναι κυρά Μαρίνα… Ευχαριστώ… Τσιάο!

Μαρίνα: “Μύρισε ξαφνικά έρωτας στην πιτσαρία μας. Κύττα το παλικάρι… τον Ιταλό… γλάρωσε, κυττώντας την Αντιγόνη μας, την ελληνοπούλα τη γειτονιάς μας! “Έρως ανίκατε μάχαν και ποιείν… τον άντρα χάχα!”  Αμ δεν τα λέγαμε αυτά, στο Γυμνάσιο, για τα μαύρα μάτια!  Όντως έτσι έχουν από τη φύση τους τα πράγματα… και πείτε εσείς… και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές σας, ό,τι θέλετε!  Χμ!..”

Εικόνα δεύτερη

Αιμιλία:Τόνυ… Ε!.. γιε μου! Εσένα μιλάω! Πού τρέχεις το μυαλό σου; (Χαμογελάει)

Τόνυ: Ναι μάμα!

Αιμιλία: Βγάλε λοιπόν το κρασί και τα ποτήρια!  Ετοίμασέ τα κι εγώ δε θ’ αργήσω.

Ο Τζο ακούει τα νέα από ιταλόφωνο ραδιόφωνικό σταθμό, ενώ η Αιμιλία και ο  Τόνυ ετοιμάζουν για το δείπνο.

Τζο: Μαντόνα! Ακόμη δε βαρέθηκαν να σκυλοτρώγονται οι Σικελοί! Βεντετισμός και αηδίες!  Καταραμένη ράτσα! Καταραμένος τόπος!

Αιμιλία: Τζο!.. Πάψε επιτέλους με την γκρίνια σου! Εμείς ετοιμάζουμε το τραπέζι κι εσύ μουρμουρίζεις!

Τζο: Κάθησε γιε μου, να πούμε ένα λόγο σαν άντρες.  Μην την ακούς τη μάνα σου! Τρέχουμε όλον τον καιρό και δεν πολυβλεπόμαστε. Θα βγεις έξω απόψε;

Τόνυ: Όχι πατέρα.  Είμαι πολύ κουρασμένος.

Αιμιλία:  Όλο κουρασμένος είσαι Τόνυ. Φάε λιγάκι.  Δεν τρως αρκετά. 

Τζο: Μην την ακούς τη μάνα σου Antonio.  Στην Ιταλία οι γυναίκες κάνουν τ’ αφεντικά με το δίκιο τους, γιατί δουλεύουνε σκληρότερα κάποτε κι από τους άντρες.  Εδώ όμως, δεν θα πρέπει ν’ ανοίγουν το στόμα τους, καθόλου, γιατί ενώ οι άντρες δουλεύουν… αυτές παχαίνουν!  Κατάλαβες γιε μου;   Μη δίνεις λοιπόν σημασία.

Ο Τόνυ χαμογελάει συγκαταβατικά.  Είναι συνηθισμένος στη συμπεριφορά των γονέων του.

Τόνυ: Ναι, πατέρα! 

Τζο:  Αν σε απασχολεί κάτι… -εσύ το ξέρεις-  θα μιλήσουμε… Man to man.

Η Αιμιλία εκνευρίζεται από τη χαμηλόφωνη συζήτησή τους.

Αιμιλία: Τζο, κουτσομπόλης ήσουν και κουτσομπόλης θα μείνεις!

Τόνυ:  Ξέρω, ξέρω πατέρα. Δεν τρέχει τίποτα… Πίστεψέ με! (Ξαφνικά λέει σε χαμηλό τόνο) Μάμα!.. αργείς πολύ κι η πίτσα θα κρυώσει… Την έβαλα επάνω στο breakfast bar.

Η Αιμιλία τους προσκαλεί στο τραπέζι. Μοιράζονται την πίτσα και τα υπόλοιπα, κι αρχίζουν να τρώνε. Ο Τζο γεμίζει τα ποτήρια με κόκκινο κρασί. Σηκώνει το δικό του σε πρόποση.

Τζο: Sallute!  

Αιμιλία και Τόνυ: Sallute! 

Αιμιλία: Τόνυ… Η Μαρία τηλεφώνησε.  Μου είπε πως τώρα τελευταία δε σε είδε καθόλου.  Δε βγαίνετε πλέον μαζί, απ’ ότι καταλαβαίνω.  Τι συνέβη ανάμεσά σας;

Τόνυ: Πού να με δει μάμα; Στο κομμωτήριό της ή στο γραφείο μου;  Είμαι πολύ busy. Δεν ευκαιρώ και το ξέρεις!

Αιμιλία:  Αν θέλεις, να της μιλήσεις, πάρτην ένα τηλέφωνο.

Τόνυ: Ίσως μάμα… Δεν το υπόσχομαι.

Τζο:  Μάμα… άφησέ τον ήσυχον!  Κύττα τη δουλειά σου. 

Αιμιλία: Γιατί δεν το βουλώνεις επιτέλους Τζο;  Έχεις κάτι εναντίον της Μαρίας;  Είναι δική μας κοπέλλα,  καλοβαλμένη, οι γονείς της έχουν, η μάνα της είναι βολική… Καλή οικογένεια… Με τα όλα της το κορίτσι!

Τζο:  Εσύ τα ξέρεις όλα!  Τι να πω! Αλλά δεν είσαι στην Κατάνη πια!  Είσαι στην Αυστραλία… Μαντόνα… σαράντα χρόνια έχεις εδώ κι ακόμα είσαι Σικελιάνα, α vero!  Ο Γιος μας δεν είναι αγρότης, είναι ένα μορφωμένο Αυστραλάκι  κι αν δε μιλάει και δεν σου βάζει τις φωνές, είναι γιατί είναι πολιτισμένος και μας σέβεται.  Ο καλύτερός του φίλος είναι Κινέζος, ενώ οι συνάδελφοί του είναι Ασιάτες, Έλληνες, Ινδοί, Ιταλοί, και βάλε. Κι εσύ κάθεσαι και μας λες: “Είναι δική μας!”  Αυτός θα διαλέξει ποια θα πάρει, τι θα κάνει στη ζωή του κι όχι εσύ ή εγώ!

Αιμιλία:  Σκάσε Τζο, επιτέλους!  Δεν έχεις πει μια λέξη σωστή, ως τώρα.  Ένα γιο έχουμε… Φέρνει το όνομά μας!   Οι συμπεθέροι μας πρέπει νά ‘ναι σαν εμάς.  Γιατί αν δεν είναι, με ποιους θά συγγενέψουμε; Με Κινέζους ή με Ινδούς; Άκου τον… πολιτισμένο τον πάπα σου, Τόνυ!

Τζο:  Αιμιλία! Un momento prego: Πάσχεις από φοβίες!  Και στην Ιταλία να μεγάλωνες τα παιδιά μας, δεν είναι σίγουρο ότι θα παίρναν Ιταλίδα ή Ιταλό!  Και να σου πω… δεν είσαι η μόνη που τρώγεσαι.  Όλες οι φυλές έχουν τα ίδια προβλήματα.  Κάθε φυλή εύχεται να μπορούσε να χαράξει τα σύνορά της και να περιορίσει αυτού του είδους τις συνδιαλλαγές μέσα στον δικό της χώρο.  Όμως η φύση διαφωνεί με τη θεωρία και με το αίσθημα αυτό της απομόνωσης… Άλλωστε  τα ετερώνυμα έλκονται!

Αιμιλία: Cativo… non parliamone piu! Εσένα θα σε φάει η φιλοσοφία σου! Καλύτερα σήκω να μου δώσεις ένα χέρι στο στρώσιμο του τραπεζιού, παρά να μας σερβίρεις, ό,τι κατεβάζει το κεφάλι σου. 

Εικόνα τρίτη

Τζούλη: Αντιγόνη, υπολογίσαμε ότι θα φύγω γύρω στις 9 μ.μ. Correct?  Για να επιβεβαιώσω τον  πατέρα  μου, όταν μου τηλεφωνήσει. Προλαβαίνουμε ως τότε ν’ ανακεφαλαιώσουμε κάποια πράγματα στη χημεία.  Για φαντάσου… πέρυσι τέτοιον καιρό τραβάγαμε τα μαλλιά μας με τη Χημεία.  Ήταν τόσο δύσκολα!

Αντιγόνη: Χμ! Καλά πάμε… Η δουλειά μας είναι σκληρή και ο σκοπός μας ιερός: Θέλουμε να επιτύχουμε… Και πρέπει να επιτύχουμε… Γιατί αλλιώς… Αλοίμονό μου! 

Τζιούλη: Έλα μην κάνεις έτσι.  Όλα θα πάνε καλά.   Δεν είμαστε δα και κουτές!  Μυαλό έχουμε, αποφασιστικές είμαστε, επιμελείς είμαστε… Επομένως…

Αντιγόνη: …Θα πετύχουμε!

Ακούγεται χτύπημα στην πόρτα. Είναι η Μόνα.

Μόνα: Αντιγόνη!      

Αντιγόνη: Έρχομαι μάνα! (Ανοίγει)

Μόνα: Ο γείτονας… Ο Τόνυ  ντε, ο παλιός σου δάσκαλος του tennis, θέλει, λέει να σου μιλήσει για κάτι (μιλάει σιγανά).

Αντιγόνη: Ποιος;  Πώς… κι έτσι ξαφνικά;  Δεν καταλαβαίνω!  Μα δεν του είπες ότι έχω μελέτη;

Μόνα:  Είναι πολύ ευγενικό παιδί και δεν τόλμησα!  Περιμένει στο χωλ.

Αντιγόνη:  Καλά, έρχομαι.  Συγγνώμη Τζιούλη.   Δε θ’ αργήσω.  Ένα λεπτάκι θα μου πάρει. 

Η Αντιγόνη εκνευρισμένη έρχεται στο χωλάκι που οδηγεί στην πόρτα. Ο Τόνυ την περιμένει όρθιος.

Αντιγόνη:  Καλησπέρα Τόνυ.  Θέλεις να με δεις για κάτι!

Τόνυ: Συγγνώμη που ενοχλώ… Αλλά σαν σε είδα στου Κυρ-Τόλιου, σκέφτηκα ότι ίσως θα μπορούσαμε να παίξουμε, σε κάποιο διάλειμμα από τη μελέτη σου,  τέννις… like in the old good days, τότε που μάθαινες!

Αντιγόνη: Με μάθαινες, έτσι; Καλή σκέψη σου coach, και σ’ ευχαριστώ. Κι εμένα θα μου άρεσε αυτό, αλλά όπως το είπες και μόνος σου, έχω πολλή μελέτη.  Αν κάποια στιγμή τα καταφέρω και είμαι ικανοποιημένη με την δουλειά μου, ίσως και να σου τηλεφωνήσω.

Τόνυ:  Πάντως μην ξεχνάς, ότι στην πολλή μελέτη, ένα διάλειμμα με σπόρτ, μπορεί να αποδειχτεί ευεργετικό, πολύ περισσότερο από άλλοτε.

Αντιγόνη:  Εξαρτάται! Είναι η συνταγή σου ως tennis coach; (χαμογελάει επιφυλακτικά αλλά ευγενικά)

Τόνυ: Χμ! Ίσως και να είναι έτσι. θα σε αφήσω λοιπόν με την ελπίδα, ότι σύντομα θ’ ακούσω νέα σου.

Αντιγόνη:  Με συγχωρείς που δε σου προσφέρω κάτι και σε κρατώ εδώ δίπλα στην εξώπορτα, αλλά έχω τη συμμαθήτριά μου μέσα, με την οποία μελετούμε.  Γι αυτό θα μου επιτρέψεις να σε καληνυχτήσω.

Τόνυ: Εντάξει, καταλαβαίνω. Καληνύχτα λοιπόν… Κι όπως είπαμε.

Αντιγόνη: Καληνύχτα.

Η Αντιγόνη επιστρέφει στο δωματιό της.  Σε λίγο όμως πάλι χτυπά η πόρτα της.  

Μόνα: Αντιγόνη… ΟΚρις παιδί μου… Θέλει να σου μιλήσει.

Αντιγόνη: Αυτό είναι σχεδόν απίστευτο!  Λες και έχουν συνομωτήσει εναντίον μας, απόψε.  Sorry  Τζιούλη!  Θα σκέφτεσαι κι εσύ, τι στο καλό τρέχει εδώ πέρα.

Η Τζιούλη χαμογελά με κατανόηση.  Η Αντιγόνη ανοίγει την πόρτα, εκνευρισμένη. Έρχεται στο χωλ όπου περιμένει ο Κρις .

Αντιγόνη:    Ποιος καλός άνεμος σε φέρνει στο κάστρο μου αγαπητέ μου φίλε;

Ο Κρις κάνει μια υπόκλιση και της απαντά με ύφος  πονηρό.

Κρις:  Αγαπητή μου οικοδέσποινα… κάποιο πουλάκι μου μήνυσε ότι χρειάζεσαι τις υπηρεσίες μου.

Αντιγόνη:  Αξιολάτρευτε ιππότη, αυτό το πουλάκι σίγουρα παράκουσε… γιατί αν ήταν σωστό, θα σου μήνυε ότι είμαι πολύ busy κι ότι αυτή τη στιγμή σπαταλάς πολύτιμα λεπτά από τη μελέτη μου!

Κρις:  Είσαι άδικη!  Αλλά μια κι είμαι εδώ, θα σε παρακαλούσα, αν τελείωσες βέβαια με το βιβλίο μου… να μου το δώσεις.  

Αντιγόνη:  Αυτό ευχαρίστως μπορώ να το κάνω, για σένα!  “Πονηρούλη!”

Φεύγει και γυρίζει σχεδόν αμέσως.

Κρις:  Εσύ παιδί μου είσαι σίφουνας.

Αντιγόνη:  Ελα τώρα αγόρι μου… Ορίστε το βιβλίο σου, και… πάρε δρόμο, γιατί είναι η Τζιούλη μέσα,  και έχω μελέτη.  Καταλαβαίνεις;

Κρις:  Καλά ντε… Δε θα σε φάω! 

Αντιγόνη:  Σοβαρά Κρις, πρέπει να επιστρέψω στα βιβλία μου.  Θα τα πούμε κάποια άλλη φορά.

Κρις:  Πώς έτσι…

Αντιγόνη:  Σου το υπόσχομαι, θα σε δω μια απ’ αυτές τις μέρες.  Θα χρειαστώ ίσως και κάποιες σημειώσεις σου… Έλα δίνε του τώρα!

Κρις:  Ο.Κ.  Σε πιστεύω… Γεια σου λοιπόν!

Αντιγόνη: Γεια σου Κρις!

Κλείνει την πόρτα.  Επιστρέφει στο δωμάτιό της μουρμουρίζοντας. Πριν να μπει μέσα φωνάζει στη Μόνα με αυστηρό τόνο. 

Αντιγόνη:  Άλλη φορά μάνα όταν μελετώ, δεν είμαι εδώ για κανέναν.  Το κατάλαβες;  Για κα-νέ-ναν!

Μόνα: Τι τους έπιασε όλους σήμερα.  Έχει δίκιο η μικρή.  Αμ, αυτός ο Τόνυ;  Από πού κι ως πού, έρχεται να μιλήσει στο παιδί μου;  Η μάνα του με το ζόρι λέει: Good morning Siniora…  και μου γυρίζει τα καπούλια της, σαν καμιά φοράδα!  Μα το Θεό, το λες ή δεν το λες!  Ελπίζω το κοριτσάκι μου να μην προτιμήσει ποτέ έναν ξένο… θέλω να πω… να μη πάθει ότι έπαθα εγώ!  Μεγάλος είσαι Κύριε! (σταυροκοπιέται).

Εικόνα τετάρτη

Χτυπά η πόρτα.  Ανοίγει η Αντιγόνη,  Είναι οΚρις.

Αντιγόνη: Γεια σου Κρις.  Πώς κι από δω, πάλι;

Κρις:  Τι… δηλαδή, δεν χαίρεσαι που με βλέπεις;

Αντιγόνη:  Ε… ναι χαίρομαι, αλλά δεν καταλαβαίνω πια τι συμβαίνει.  Μέσα σε δυο μέρες, με επισκέφτηκες δύο φορές.  Δεν είπαμε έχω πολλή μελέτη!  Τι δηλαδή, θέλεις να με απασχολείς… εκ του πονηρού;

Κρις:  Γιατί μιλάς έτσι γλυκειά μου;

Αντιγόνη:  Α! όλα κι όλα… Δεν είμαι η γλυκειά σου!  Πρόσεχε πώς μου μιλάς!

Κρις:  Πριν ήταν Ο.Κ. που σ’ έλεγα γλυκειά μου… Τώρα τι άλλαξε; 

Αντιγόνη:  Έλα Κρις… δε σου πάει να μπεμπεδίζεις.  Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ.

Κρις:  Εντάξει εντάξει καλύτερα να σοβαρευτώ, γιατί όπως πάμε θα με πετάξεις έξω από το σπίτι σου, με τις κλωτσιές.

Αντιγόνη: Χμ!… Δεν αποκλείεται.  Αλλά στάσου, θα περπατήσω λίγο μαζί σου για να ξεμουδιάσω και θα μιλήσουμε κιόλας.  Μάνα!  Ε, μάνα!..

Μόνα: Ναι κορίτσι μου! 

Αντιγόνη:  Πάω να περπατήσω με τον Κρις, για λίγα λεπτά. 

Μόνα:  Εντάξει…

Κρις:  Βρε θηρίο… όλα τα ξέρει η μάνα σου;

Αντιγόνη:  Βρε θηρίο, η δική σου… δεν ξέρει τίποτα;

Κρις:  Εσύ με κοροϊδεύεις!

Αντιγόνη:  Δε νομίζω.  Γιατί θα πρέπει να είναι μυστικό ότι θα περπατήσω για λίγο μαζί σου, ή γιατί να μην ξέρει η Μαρίνα κι ο Τόλιος, ότι ήρθες δυο φορές στο σπίτι μου για να με δεις!

Κρις:  Καλά λες!  Άλλωστε οι γονείς μου θα ήταν ευτυχείς, αν ήξεραν ότι κάτι τρέχει ανάμεσά μας!

Αντιγόνη:  Ευτυχώς ή δυστυχώς Κρις, αγαπητέ μου, παιδικέ μου φίλε… δεν τρέχει τίποτε ανάμεσά μας.  Και αυτό είναι τυχερό… Γιατί αν μου έκανες οποιαδήποτε πρόταση για μια σχέση άλλη από αυτή που έχουμε… δεν ξέρω αν θα με ξανάβλεπες στα μάτια σου!

Κρις:  Έτσι έ;  Κι εγώ ο κακομοίρης που ελπίζω!..

Αντιγόνη:  Μην ελπίζεις το ανέλπιστο… γιατί εγώ έχω τις προταιραιότητές μου, και τις ξέρεις.  Επομένως, μη σπαταλάς την ενεργειά σου να με πείσεις για οτιδήποτε.  Πάντως όταν τελειώσω αυτόν τον χρόνο και θα περάσω στις εξετάσεις μου, σου υπόσχομαι ότι θα πάμε κάποια στιγμή έναν περίπατο… για έναν καφέ ή σε κάποιο συνεμά. 

Κρις:  Αυτό είναι όλο;

Αντιγόνη: Ε, βέβαια! Τώρα δεν πρέπει να ξεχνώ τους στόχους μου, ούτε μια στιγμή.

Κρις:  Κατάλαβα… δεν συμπεριλαμβάνομαι στους στόχους σου!

Αντιγόνη: Εγώ σ’ αγαπώ σαν ένα παιδικό μου φίλο και δεν μπορώ να φανταστώ αυτή τη στιγμή μια καλύτερη σχέση ανάμεσά μας από αυτή που έχουμε. Είμαι ευχαριστημένη που μ’ αγαπάς και μ’ εκτιμάς.  Λοιπόν θα σε αφήσω με μια ευχή: καλό διάβασμα… και καλή ξεκούραση… Έλα λοιπόν, καλό βράδυ!

Κρις:  Πού πας έτσι βρε παλιοκόριτσο.  Kiss me good-night!

Η Αντιγόνη τον πλησιάζει χαμογελώντας και τον φιλά στο μάγουλο.  Ο Κρις ανεπιτυχώς προσπαθεί να την τραβήξει κοντά του.  Η Αντιγόνη χωρίς να θυμώνει τον απωθεί.  Τη στιγμή εκείνη περνά ένα αυτοκίνητο.   Είναι ο Τόνυ.

Αντιγόνη: Είναι ο Τόνυ.

Κρις:  Ποιος;

Αντιγόνη:  Ο Τόνυ παιδί μου… Ο γείτονάς μας… Ο Ιταλός… Λες να μας είδε;

Κρις:  Τι εννοείς; “να μας είδε”!  Καληνύχτα μου έλεγες.

Αντιγόνη: Τον είδα εχτές στο μαγαζί σας.  Είχα να τον δω πολύν καιρό… Δεν έτυχε…  Ξέρεις, κάποτε… παίζαμε και κανένα τέννις μαζί.  Ήταν ο coach μου, στα tennis courts για λίγον καιρό. Ήμουν πιτσιρίκα τότε, ξέρεις.  Επομένως αρκετά μικρότερή του… Ήρθε και…

Η Αντιγόνη σταματά απότομα.

Κρις:  Ήρθε και…

Αντιγόνη: Τίποτα… τίποτα!

Κρις: Σίγουρα;  Να σε πιστέψω;

Την κυττάζει με υποψία.  Η Αντιγόνη  γελάει με το ύφος του.

Αντιγόνη: Βέβαια… silly!

Κρις: Για να τον προσέξουμε λοιπόν λιγάκι… Μπορεί να εξελιχτεί σε αντίπαλός μου. 

Αντιγόνη:  Είσαι αστείος.  Εγώ δεν έχω καιρό για τους φίλους μου… θα έχω καιρό για τους ξένους;  Έλα τώρα φύγε… πήγαινε στο σπίτι σου για να κάνω κι εγώ η κακομοίρα καμιά προκοπή!

Κρις:  Α! Δεν φεύγεις από δω, αν δεν μου υποσχεθείς πως θα προσπαθήσεις να βρεις καιρό, για να βγούμε λιγάκι μαζί.  

Αντιγόνη: Πάλι τα ίδια;  Δεν τρώγεσαι. Να το ξέρεις.  Πότε βρε Κρις! Δεν είπαμε, δεν μπορώ;

Κρις:  Να μου τηλεφωνήσεις.

Αντιγόνη: Πού; Στο σπίτι σου;  Να μάθουν κι οι γονείς σου, ότι ενώ έχω διάβασμα βγαίνω βολτίτσες;  Και τι θα σκεφτούν; Σίγουρα θα με θεωρήσουν επιπόλαια… αφού το ξέρουν ότι πλησιάζουν οι εξετάσεις.

Κρις:  Τι μας λες;  Δηλαδή εσύ δεν έχεις ανάγκη για ξεκούραση;  Οι γονείς μου το ξέρουν δα!  Άλλωστε είμαστε φίλοι… Δεν είμαστε;

Αντιγόνη: Α! Φίλοι έτσι; Έλα πια Κρις! Πρέπει κι εσύ να συγκεντρωθείς στη μελέτη σου.  Να πάρεις το πτυχίο σου και να προκόψεις.  Κι άστα αυτά. Οι γονείς σου περιμένουν να τελειώσεις, για να ξεκουραστούν επιτέλους. 

Κρις:  Και επίσης να πάρω, μια καθώς πρέπει κοπέλα, σαν κι εσένα!  Αυτό θέλουν… Και ω, τι ευτυχία!  Τα όνειρά τους ταυτίζονται ολότελα με τα δικά μου!

Αντιγόνη: Είσαι ανυπόφορος!  Δεν ταιριάζουν όμως με τα δικά μου αγαπητέ μου Κρις, και σε παρακαλώ να το λάβεις αυτό υπόψη σου, γιατί είναι μια πολύ σοβαρή δήλωση.

Κρις:  Μη μου τα χαλάς τώρα, κορίτσι μου!  Μη μου τα χαλάς! 

Αντιγόνη: Κρις, μη μ’ εκνευρίζεις!  Τέρμα η συζήτηση… αν θες να είμαστε αυτό που είμαστε.  Άιντε και καλό βράδυ. 

Φεύγει σχεδόν θυμωμένη αφήνοντας τον Κρις, σύξυλο.

Κρις:  Καλά ντε!  Πώς έμπλεξα έτσι;  Εγώ πάντα την αγαπούσα.  Αυτή όμως… έχει μάθει να γλυστρά σαν το χέλι… Άλλες τρελαίνονται ν’ ακούν τέτοια κι η Αντιγόνη, μου κλείνει την πόρτα κατάμουτρα.  Και σίγουρα, δεν έχει κανέναν άλλον στην καρδιά της.  Το νιώθω.  Ή λες να κάνω τόσο μεγάλο λάθος! Α, μπα! Την ξέρω εγώ την Αντιγόνη.  Είναι αδιαπέραστη.  Βράχος!

Η Αντιγόνη έρχεται στο σπίτι της όπου ανταμώνει το Τόνυ μπροστά στην πόρτα τους. Σαστίζει.  Δεν το περίμενε.

Τόνυ: Καλησπέρα Αντιγόνη!

Αντιγόνη: Καλησπέρα!

Τόνυ: Τι κάνεις;

Αντιγόνη: Καλά είμαι!  Με ήθελες για κάτι;  Βιάζομαι ξέρεις!

Τόνυ: Βιάζεσαι;  Μα δε θα σε κρατήσω περισσότερο απ’ ότι σε κράτησε ο Κρις!

Αντιγόνη:  Τι σημαίνει πάλι αυτό!  Δε σου επιτρέπω να μου μιλάς έτσι!

Τόνυ: Συγγνώμη… Δεν ήθελα να φανώ αγενής.  Μα είναι πολύ που σου  ζητάω να μου επιτρέψεις να σου μιλήσω κι εγώ, όπως και ο Κρις.

Αντιγόνη: Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Με παρακολουθείς λοιπόν; Πώς τολμάς; Πώς παίρνεις το δικαίωμα;  Και το πετάς κιόλας στο πρόσωπό μου!

Κάνει να φύγει.  Την πιάνει από το μπράτσο της απαλά αλλά και επιτακτικά. Η Αντιγόνη υποχωρεί. Σιωπά.

Τόνυ:  Δε σε παρακολουθώ.  Πέρναγα με το αυτοκίνητο και σας είδα.

Αντιγόνη:  Και μού ‘στησες καρτέρι!  Ε,  λοιπόν, σε πληροφορώ, ότι δε μου αρέσει αυτό.  Δεν έκανες καθόλου καλά.

Τόνυ:  Μα πρέπει να σου μιλήσω Αντιγόνη! Πρέπει!

Αντιγόνη: Α! Πρέπει, γιατί το λες εσύ βέβαια.  Όχι όμως κι εγώ. Ο.Κ.! Στην ουσία… μόλις που γνωριζόμαστε. Είμαστε γείτονες, αυτό είναι όλο.  Εγώ παλεύω να τελειώσω το Γυμνάσιο και δε μου χρειάζονται αυτού του είδους οι ενοχλήσεις. Κατάλαβες επιτέλους;  Εσύ έχεις μια δουλειά στα χέρια σου. Εξασφάλισες τα προς το ζειν.  Εγώ, όχι!  Ούτε τον καιρό λοιπόν έχω να ασχοληθώ μαζί σου, ούτε σου έδωσα το δικαίωμα να νομίζεις κάτι τέτοιο. 

Τόνυ: Έδωσες όμως το δικαίωμα στον νεαρό γιο του κυρ- Τόλιου!

Αντιγόνη: Είναι απίστευτο που στέκομαι εδώ και σου επιτρέπω να με βρίζεις. Από πού το παίρνεις το δικαίωμα to patronize me; Από τότε που μου έδωσες μερικά μαθήματα tenniς;  Πάνε πολλά χρόνια από τότε.  Δεν είμαι η πιτσιρίκα που δίδασκες!

Η Αντιγόνη θυμωμένη, κάνει να φύγει. Ο Τόνυ προσπαθεί ν’ απλώσει το χέρι του ξανά για να τη σταματήσει, αυτή όμως έχει ήδη φτάσει μπροστά στην πόρτα τους και την χτυπά.   Η πόρτα ανοίγει σχεδόν αμέσως. Η Μόνα βλέπει το πρόσωπο της Αντιγόνης και αναστατώνεται.

Μόνα:  Τι έχεις παιδί μου;

Αντιγόνη; Τίποτα μάνα.  Τίποτα!

Μόνα:  Σε στεναχώρησε μήπως ο Κρις;

Αντιγόνη:  Όχι μάνα μου! Κλείσε πρώτα και μετά θα σου πω! Εντάξει;

Μπαίνουν και κλέινουν.  Η Αντιγόνη κομπιάζει, βλέποντας την αγωνία της Μόνας.

Αντιγόνη: Ξέρεις μάνα… ήταν ο Τόνυ  λίγο πιο πέρα, από την πόρτα μας. Με περίμενε.  Με είχε δει με τον Κριςκαι με περίμενε.

Μόνα: Ποιος; Ο Τόνυ; Ο Ιταλός;

Αντιγόνη: Ναι, μάνα… Αυτός!

Μόνα: Α!  Τι σου έκανε κορίτσι μου ο παλιοϊταλός;

Αντιγόνη: Τι να μου κάνει μάνα;  Με νευρίασε, αυτό μου έκανε!

Μόνα:  Θέλω να ξέρω, αν σε ενόχλησε, δηλαδή… ξέρεις!  Εγώ είμαι η μητέρα σου και αν σε πείραξε θέλω να το ξέρω και θα στον φτιάξω εγώ, αυτόν τον παλιάνθρωπο!  Μπορεί να μην έχω άντρα για κολόνα στο σπίτι μου, έχω όμως την τιμή μου, για κορώνα, τη δική μου την τιμή, πού ‘ναι πιο σπουδαία ακόμη, και δεν μπορεί ο πας ένας, να στεναχωρεί το παιδί μου!

Αντιγόνη: Έλα, μάνα μου!  Δεν έγινε τίποτα. Απλά ο άνθρωπος έκανε λάθος!  Πίστεψέ με το ταχτοποίησα το θέμα.

Η Αντιγόνη καταφεύγει στο δωμάτιό της.  Γδύνεται αργά και μπαίνει στο κρεββάτι της.  Μετράει.

Αντιγόνη: ΄Ενα… δύο… τρία… τέσσαρα… Αχ! τι κάθομαι και μιλάω στη μάνα μου και συγχίζεται;  Πέντε… έξη… έφτά…

Η Μόνα έχει στήσει αυτί στην πόρτα της Αντιγόνης.  Την ακούει που μετράει.

Μόνα: “Μετράει πάλι για να καλμάρει… Είναι συγχισμένη… προσπαθεί να χαλαρώσει.  Αν τον πιάσω τον παλιοϊταλό να ενοχλεί την κόρη μου, θα τον ταχτοποιήσω εγώ μια χαρούλα.  Αρκετά υπέφερα από άντρες σαν την αφεντιά του. Κορτάκηδες, όλο καλωσύνη και φλογερό έρωτα, και μετά… όταν γίνει το δικό τους, τρέχα γύρευε.  Χίλια χρόνια χωρίς άντρα… Χαρά στο πράγμα, βρε αδερφέ!”

Εικόνα πέμπτη

Τζο: Τι έχεις Τόνυ και δεν τρως;  Είσαι κουρασμένος παιδί μου;

Τόνυ:  Τίποτα πάπα!  Είχα φάει μια σοκολάτα στο γραφείο λίγο πριν να φύγω και μου έκοψε την όρεξη.  Θα φάω αργότερα, δε χάθηκε ο κόσμος!

Αιμιλία: Δε σου τά  ‘πα Τζό; 

Τόνυ: Σταμάτα μάμα… έχεις μια μανία να τραγικοποιείς τα πράγματα.  Καλά λέει ο πατέρας ότι δεν μπορείς, παρά να παραμένεις Σικελιάνα!

Σηκώνεται από το τραπέζι εκνευρισμένος.

Τζο:  Κάτι έχει αυτός σήμερα.

Αιμιλία: Σίγουρα πράγματα.  Είναι από εχτές έτσι. 

 Τζο: Τι νομίζεις πως τον απασχολεί;

Αιμιλία: Πού να ξέρω;  Διώχνουν πολλούς κι από τις δουλειές.  Τα ηλεκτρονικά μηχανήματα.  Η τεχνολογία τσεκουρώνει πολλά κεφάλια…

Τζο: Όχι Αιμιλία.  Δε νομίζω ότι ο Τόνυ κινδυνεύει να χάσει τη δουλειά του.  Τι εννοείς, ηλεκτρονικά μηχανήματα.  Αν δε ξέρει ο Τόνυ ποιος ξέρεις από τέτοια πράγματα.  Αυτή είναι η δουλειά του!  Μη σ’ ακούσει κανείς να λες τέτοιες ανοησίες! Κάτι άλλο φοβάμαι εγώ.  Μήπως χάσει την καρδιά του!  Νέος άντρας είναι.

Αιμιλία: Καλά λες!  Το σκέφτηκα κι εγώ.  Και τώρα που το σκέφτομαι θαρρώ πως ίσως και να συμβαίνει κάτι τέτοιο.  Δεν τρώει κιόλας… Χμ!.. Εδώ και λίγες μέρες άρχισε ν’ αλλάζει κάπως.  

Τζο: Αχ, γιε μου! γιε μου! Τι βάσανο! Ποια νά ‘νάναι άραγε; Οι γυναικοδουλειές το μόνο που κάνουν, είναι να πονοκεφαλιάζουν.

Αιμιλία: Εσύ που είσαι πατέρας του, προσπάθησε να μάθεις.

Τζο: Καλά, θα προσπαθήσω. Μην ξεχνάς όμως, πως ο γιος μας δεν είναι παιδάκι! Είναι ένας άντρας ανεξάρτητος, μορφωμένος, εμφανίσιμος και με καλή δουλειά. Σαν Ιταλός που είναι έχει ευαισθησίες: Τραγουδάει, του αρέσει η ποίηση, το θέατρο και είναι και ερωτιάρης!  Μου έμοιασε σ’ αυτά… Δε νομίζεις; (Γελάει).

Αιμιλία: Σταμάτα με τους τίτλους και τα προτερήματα του γιου μας και προ πάντων τα δικά σου, και σκέψου, αφήνοντας τ’ αστεία στην άκρη, τι θα κάνουμε, γιατί αν μας κουβαλήσει εδώ μέσα καμιά αυστραλέζα, τότε να δούμε τι θά ‘χεις να λες!

Τζο: Α!… Αυτό λοιπόν φοβάσαι, έτσι;  Να εύχεσαι να μη μας φέρει καμιά Κινέζα ή καμιά μαύρη και τότε είναι που εσύ η μεγαλόστομη, θα καταπιείς τη γλώσσα σου.

Αιμιλία: Πάψε επιτέλους, βρε άντρα μου. Πάψε να λες ανοησίες.  Όλα τα θεωρείς αστεία. Ο γιος μας πρέπει να νυμφευτεί μια δική μας, μια Ιταλίδα όνομα και πράγμα!

Τζο: Προτιμώ να μην ασχολούμαι με τις… προτιμήσεις μας.  Αυτό θα το αφήσουμε στον Τόνυ.  Εγώ πήρα τη γυναίκα που ήθελα.  Αν τώρα αυτός διαλέξει τη δική του, θα μας κάνει και χάρη.  Ποιος έχει όρεξη να ψάχνει για γυναίκα και μάλιστα για ένα παλληκάρι σαν το γιο μας.  Τι είναι βρε γυναίκα, μαμόθρεφτος;  Βασανιστήκαμε  να τον μεγαλώσουμε, δε θα βασανιστούμε και να τον παντρέψουμε. Πότε πια θα ησυχάσουμε με την έγνοια του;

Η Αιμιλία τον κυττάζει περιφρονητικά και κουνάει το κεφάλι της.

Αιμιλία: Όταν έχεις παιδιά, δεν ησυχάζεις ποτέ, αγαπητέ μου.  Με τα παιδιά διαιωνίζεις τα ανθρώπινα βάσανα.  Κρίμα στην ηλικία σου να λες τέτοιες απερισκεψίες!

Τζο: “Είπε ο γαϊδαρος στον πετεινό: Κεφάλα!”

Αιμιλία: Εσένα θα σε φάει το μουρμουρητό σου, αν όχι κάτι άλλο!

Εικόνα έκτη

Μόνα: Έπλυνα που λες όλα τα ρούχα, καθάρισα την κουζίνα, καθάρισα τα καρπέτα και κάθησα μια στιγμούλα, για να πιω ένα ποτήρι νερό.  Έρχεται που λες μέσα η αριστοκράτισσα , η ιδιοκτήτρια, και μου λέει: “Μόνα, τι στέκεσαι εκεί και ξεχάστηκες; Τα φώτα τα ξεσκόνισες;”  Είπα που λες να της πετάξω το υπόλοιπο νερό στα μούτρα… Αλλά έχε χάρη που χρειάζομαι το σπίτι της, για να βγάλω κανένα μεροκάματο.

Τόλιος: Τι πας βρε παιδί μου σ’ αυτή τη μούμια και δουλεύεις; Υπάρχουν τόσα γραφεία εύρεσης εργασίας και μπορείς να βρεις μια δουλειά σ’ ένα πιο σωστό περιβάλλον.

Μόνα: Τι να κάνω κυρ-Τόλιο μου; Δε βλέπεις τι ανάγκες έχω; Είπα να μην τρέχω μακριά. Τα λίγα χρήματα από τη σύνταξη και κάτι λίγα μεροκάματα, για τα σχολικά της μικρής, αυτά χρειάζομαι.  Ο πατέρας της, δε δίνει δεκάρα για το παιδί του.  Κι αυτός ψωμοζεί εδώ που τα λέμε. Είναι άνεργος, όπως ξέρεις.  Ευτυχώς που ο θεός μού ‘δωσε ένα παιδί μόνο. Να τη βοηθήσω όσο μπορώ κυρ-Τόλιο μου να περάσει το καϋμένο και μετά δε με νοιάζει.  Θα παλέψω όσο μπορώ για να το βοηθήσω.  Ποιον άλλον έχει από μένα;

Τόλιος: Τι να σου πω κοπέλα μου! Να σας βοηθάει ο θεός εσένα και το κοριτσάκι σου, γιατί το αξίζετε να δείτε μιαν άσπρη μέρα.

Η Μόνα μιλάει για την Αντιγόνη με περηφάνεια και τρυφερότητα.

Μόνα: Είναι καλό παιδί η Αντιγόνη μου.  Ήρθε ξέρεις ο Κρις εχτές, για λίγο.  Είχε δανείσει ένα βιβλίο στην Αντιγόνη μου.  Ξέρεις, για τα μαθήματά της. 

Τόλιος: Χμ!  Έτσι λοιπόν ο μπερμπάντης! Παιδιά είναι τι να σου κάνουν; Χαίρουμαι που βοηθάει την Αντιγόνη.  Είναι καλό κορίτσι και το αξίζει.  Και μεταξύ μας ε;  Να τη χαίρεσαι.  Μια χαρά κοριτσάκι είναι. Να προσέχει πες της.  Να προσέχει!

Μόνα: Ξέρετε εσύ κι η γυναίκα σου, πώς το μεγάλωσα εγώ αυτό το παιδί. Με τι λαχτάρα… Την έκανα βέρα Ελληνίδα.  Τα αγγλικά της που λες, τα ελληνικά της και τα Ιαπωνικά της, παρακαλώ. Και σε όλα, κυρ-Τόλιο μου, παίρνει άριστα. Τώρα με τα μαθήματα της τελευταίας τάξης, τι να σου πω, κυρ-Τόλιο μου.  Τα λυπάμαι τα κακόμοιρα τα παιδιά.  ΄Ερχεται η Τζιούλη κάποτε και μελετούν… ξέρεις η Κινεζούλα, η φίλη της.  Τα λυπάμαι σου λέω, σκοτώνουνται. Ξέρεις κυρ-Τόλιο μου, θέλει να σπουδάσει γιατρός.  Δύσκολη δουλειά για γυναίκα, δε νομίζεις;.  Της το λέω, όμως αυτή έχει το δικό της μυαλό. Είναι ξέρεις ισχυρογνώμων, αλλά για το καλό πάντα.  “Ξέρω εγώ μάνα”, μου λέει.

Τόλιος: Άλλαξαν Μόνα τα χρόνια.  Τα παιδιά αγόρια και κορίτσια σπουδάζουν όμοια. Ο Κρις, όπως ξέρεις, τελειώνει εφέτος.  Διαβάζει ακόμη το ίδιο όπως και στον πρώτο χρόνο.  Δυστυχώς και το πτυχίο του να πάρει, πάλι θα πρέπει να παλέψει για να βρει δουλειά.  Δεν είναι και τόσο απλά τα πράγματα. Μερικοί το βάζουν το πτυχίο στην κωλοτσέπη και τριγυρίζουν μήνες, για να βρουν δουλειά.  Γεμίζουν φόρμες, στέλνουν τα χαρτιά τους, τα “ρεζούμια” τους, πώς διάολο τα λένε, και περιμένουν.  Στο τέλος τους λένε ένα ωραίο thank you, κι από δω πήγαν κι άλλοι.  Νάτες λοιπόν κι οι σπουδές! Δεν βρίσκουν εύκολα οι πτυχιούχοι δουλειά στις μέρες μας.  Χάλασε και η Αυστραλία, Μόνα μου.  Χάλασε. Θυμίζει λίγο την Ελλάδα… Ε! Η Ιατρική βέβαια είναι αλλιώς.  Είναι περιζήτητη δουλειά.  Από τις πιο καλοπληρωμένες, πιστεύω.  Ε, δε λέω,  υπάρχει και το ρίσκο: υπατίτιδες, έϊτζ,  και τα τέτοια… αλλά και ποια δουλειά δεν έχει προβλήματα; Ε;

Έρχεται η Μαρίνα.

Μαρίνα: Γεια σας. Τι βλέπω;  Κουβεντούλα α -λα -ελληνικά; Κάτσε να σας ψήσω και το μαύρο για να τον πιούμε και να τον ευχαριστηθούμε με την κουβεντούλα.

Μόνα: Να με συμπαθάς Μαρίνα. Είδα τον κυρ-Τόλιο που καθάριζε κι είπα να του μιλήσω στάλα.

Μαρίνα: Καλά έκανες!  Ο Τόλιος κουβέντα θέλει. Εδω… πού να βρει ανθρώπους να μιλήσει μαζί τους ελληνικά.  Ή μήπως υπάρχει και κανένα ελληνικό καφενείο, σα στο χωριό του στην Ελλάδα, να βγει να πιει έναν καφέ και να μιλήσει λιγάκι με τους συνομήλικούς του. Οι άντρες εδώ στερούνται το κουτσομπολιό του καφενείου!  (Γελάει)

Τόλιος: Βρε πουλάκι μου… είπες, πως πριν αρχίσεις να κελαηδάς, ότι θα μας φτιάξεις πρώτα έναν μαύρο!  Μια και μας άνοιξες την όρεξη, κάνε το ψυχικό μπροστά, και μετά τα λέμε.  Ή μάλλον, θα τα πείτε… γιατί τώρα που ήρθες Μαρίνα, θα πεταχτώ ως την τράπεζα κορίτσι μου.  Φτιάξε όμως τον καφέ πρώτα.  Έτσι μπράβο!  Περιμένω.

Ενώ η  Μαρίνα φτιάχνει τον καφέ πίσω από το μπαρ σερβιρίσματος, συνομιλούν.

Μόνα: Μαρίνα, τώρα που είμαστε εδώ και μιλάμε, με το συμπάθειο βέβαια, αν χρειάζεσαι βοήθεια στο σπίτι, θά ‘ρθω καμιά μέρα να σε βοηθήσω.  Δε θέλω να με πληρώσεις.

Μαρίνα: Ε! όχι κι έτσι.  Νά ‘ρθεις να με βοηθήσεις, όμως θα σε πληρώσω και με το παραπάνω.  Ξέρεις μαζεύουνται οι δουλειές. Και καλά που μου το είπες.  Τώρα θέλουμε ένα φρεσκάρισμα, μια κι ο χειμώνας μας αφήνει σε λίγο.  Να δεχτούμε την άνοιξη μ’ ένα φρεσκάρισμα στις κουρτίνες.

Μόνα: Όποτε θέλεις.  Τηλεφώνησέ μου κι ευχαρίστως.

Σερβίρει τον καφέ και τον προσφέρει.

Μόνα.  Σ’ ευχαριστώ Μαρίνα.  

Πίνει λίγο νερό και εύχεται.

Μόνα: Στην υγειά σας και ό,τι καλό ποθείτε, να το βρείτε! Καλό πτυχίο στον Κρις.

Τόλιος: Στην υγειά σου Μόνα, ό,τι ποθείς παιδί μου!

Μαρίνα: Στην υγειά σου και καλό επιτυχία στην Αντιγόνη. Αλήθεια τι κάνει η Αντιγόνη, πώς είναι;  Πώς πάει η μελέτη της;

Μόνα: Καλά πάει Μαρίνα μου.  Δουλεύει ξέρεις και μια ημέρα, το Σαββάτο, σ’ ένα φαρμακείο.

Μαρίνα: Μπράβο το κοριτσάκι.

Μόνα:  Είχαν τα trials.  Καλά πήγε. Πλησιάζει ο καιρός. Θέλει να σπουδάσει γιατρός. Οι καθηγητές της λένε, πως είναι πολύ δυνατή μαθήτρια κι ότι θα τα καταφέρει. 

Μαρίνα: Μακάρι Μόνα μου, να πάει καλά.  Να χαρείς κι εσύ λίγο. 

Μόνα: Σ’ ευχαριστώ Μαρίνα.  Να δώσει ο θεός να πετύχει, κι όλα τα παιδιά του κόσμου!  Παλεύουν τα κακομοίρικα.

Τόλιος:  Μαρίνα πού πήγε ο Κρις σήμερα;

Μαρίνα: Στο Πανεπιστήμιο, πήγε.  Σε λίγο έχει κι αυτός τις εξετάσεις για το δεύτερο εξάμηνο.  Πτυχίο Μόνα μου!

Μόνα: Με το καλό να το πάρει και καλή του σταδιοδρομία.

Μαρίνα:  Για να δούμε!  Ένα πτυχίο φτάνει;  Ή θα πρέπει να συνεχίσει και για δεύτερο;  Κουράγιο νά ‘χει γιατί κι αυτό κάποτε λιγοστεύει, με το πολύ διάβασμα.

Μόνα: Με το καλό το παιδί! Είναι καλό παλικάρι, ο Κρις. Είναι ακόμη καλοί φίλοι με την Αντιγόνη μου.  Κρατάν τα παιδάτα τους!  Μη στεναχωριέσαι. Όλα θα πάνε καλά.

Μαρίνα: Αμήν, Μόνα μου, όσα λες να γίνουν!

Εικόνα έβδομη

Τόνυ: Γεια σου, Κρις.

Κρις: Γεια σου, Τόνυ.

Τόνυ: Πώς κι εδώ σήμερα;  Σπάνια σε βλέπουμε στην πιτσαρία.

Κρις: Τι να κάνω;  Έχω διάβασμα, όπως ίσως και να ξέρεις. Μελέτη.  Κατάλαβες;  Έρχονται οι τελικές εξετάσεις.  Να το πάρω κι εγώ το χαρτί, για να δω προς τα πού βαδίζω.

Τόνυ: Τι σπουδάζεις είπαμε;

Κρις: Low & Economics.

Τόνυ: Α, ναι βέβαια.  Μου το είπε κάποτε ο πατέρας σου… και η Αντιγόνη κάτι μου είπε.

Ο Κρις δεν μπορεί να κρύψει την έκπληξή του στο άκουσμα του ονόματος της Αντιγόνης. Ο Τόνυ το προσέχει αυτό και τον κυττάζει δήθεν αδιάφορα.

Κρις: Η Αντιγόνη;

Τόνυ: Ναι… βέβαια!  Που και που τα λέμε, ξέρεις. 

Ο Κρις αλλάζει θέμα ταραγμένος.

Κρις: Δε βαρυέσαι μια δουλειά είναι κι αυτή σαν άλλες.  Ας το πάρω πρώτα και ύστερα βλέπουμε.

Τόνυ: Σου εύχομαι, να πάνε όλα καλά.

Κρις: Ευχαριστώ.  Σε τι μπορώ να σε εξυπηρετήσω λοιπόν;

Τόνυ: Μια μαρινάρα,  family size, σε παρακαλώ.

Κρις: Εντάξει, λοιπόν.  Θα είναι έτοιμη σε είκοσι λεπτά.

Ο Τόνυ αποχωρεί, ενώ ο Κρις ετοιμάζει την πίτσα.  Μιλάει μόνος του.

Κρις: “Αλλιώς μου τα λέει η Αντιγόνη… Ούτε και που το ήξερα ότι μιλάει με τον Ιταλό. Εμένα μου λέει ότι μελετάει και δεν μπορεί να μου μιλάει… ενώ μ’ αυτόν  βρίσκει  τον καιρό και του μιλάει.”

Μαρίνα: Άσε Κρις.  Θα την ετοιμάσω εγώ τη δεύτερη παραγγελία παιδί μου.

Κρις: Εντάξει.  Δε μου λες κάτι, ρε μάνα.  Τι σόϊ άνθρωπος είναι αυτός ο Τόνυ;

Μαρίνα: Ποιος;

Κρις: Ο Τόνυ, ο… Ιταλός, εδώ στη γειτονιά. Αυτός ντε, που ήταν εδώ πριν από μερικά λεπτά.

Μαρίνα: Α! Ο Τόνυ! Καλό παιδί είναι… μοναχογιός βλέπεις.  Ξέρεις που έχει και μια αδερφή. Είναι παντρεμένη. Ο Τόνυ είναι ο χαϊδεμένος της οικογενείας τους. Είναι οικονομολόγος, όπως ίσως να ξέρεις κι εσύ, και δουλεύει σε μια από τις εταιρείες τηλεφώνων.  Δεν ξέρω σε ποια απ’ όλες!

Κρις: Μπράβο βρε μάνα. Κάνεις για ντετέκτιβ. Εγώ όμως άλλο σε ρώτησα: τι σόϊ άνθρωπος είναι.  Αν ξέρεις το ποιόν του, όχι τα οικογενειακά του ή τα επαγγελματικά του… προσόντα!

Η Μαρίνα τον κυττάζει με προσοχή.

Μαρίνα: Γιε μου, ερεθίστηκες από κάτι.  Τι σου συμβαίνει;  Τίνος είναι η πίτσα που έφτιαξα;

Κρις: Του Τόνυ είπα, του Ιταλού. 

Μαρίνα: Α!  Είπε τίποτα… έτσι ασυνήθιστο;  Κάτι που σε νευρίασε;

Η Μαρίνα τον παρακολουθεί.

Κρις: Όχι!

Ακολουθεί σιωπή. Έρχεται  ο Τόνυ.

Τόνυ: Γεια σου, σινιόρα-Μαρίνα.

Μαρίνα: Καλώς τον Τόνυ! Τι κάνεις παιδί μου;

Τόνυ: Καλά είμαι, σινιόρα, ευχαριστώ.

Μαρίνα: Έχω μερικές ημέρες να σε δω Τόνυ.  Οι γονείς σου πώς είναι;

Τόνυ: Πολύ καλά, ευτυχώς. 

Μαρίνα: Έτοιμη η πίτσα, Τόνυ.

Τόνυ: Μπράβο.  Νόμισα ότι ήρθα πιο γρήγορα απ’ ότι έπρεπε, αλλά όπως βλέπω είναι κιόλας έτοιμη.  Τι χρωστάω;

Ο Κρις ετοιμάζει την πίτσα και την προσφέρει στον Τόνυ.

Μαρίνα. Τι να κάνουμε, Τόνυ; Όπως βλέπεις δεν είμαστε και πολύ busy. Δεκαπέντε δολλάρια για σένα, Τόνυ.

Ο Κρις παίρνει τα χρήματα και ευχαριστεί.

Τόνυ: Καληνύχτα σας, λοιπόν.

Μαρίνα: Καληνύχτα, παιδί μου.

Κρις: Καληνύχτα. (Πιο σιγά) Στον αγύριστο εξυπνάκια!

Μαρίνα: Μα τι συμβαίνει επιτέλους, Κρις;  Σίγουρα δεν είσαι στις καλές σου απόψε. Τι σου έκανε ο άνθρωπος;

Ο Κρις έχει χάσει το κέφι του. Έρχεται ο Τόλιος.

Τόλιος: Γεια σας.  Πώς πάμε;

Μαρίνα: Καλώς τον.  Όλα εντάξει;

Κρις: Τώρα που ήρθες, dad, αν δε με θέλετε, λέω να φύγω.  Έχω λίγη μελέτη να κάνω.

Τόλιος: Εντάξει Κρις.  Να πας στο καλό παιδί μου.  Α, για έλα εδώ.  Μήπως χρειάζεσαι χρήματα;

Κρις: Όχι, πατέρα, ευχαριστώ.  Θα σας δω όταν έρθετε στο σπίτι.

Φεύγει ο Κρις.

Μαρίνα: Κάτι τον απασχολεί σήμερα.  Δεν είναι στις καλές του.

Τόλιος: Καλά.  Άνθρωπος είναι, νέος είναι, φοιτητής είναι… Τι άλλο θέλεις;

Η Μαρίνα δε μιλά.  Κυττάζει τον Κρις που απομακρύνεται.

Εικόνα όγδοη

Η Αντιγόνη βγαίνει από το σπίτι της, κουβαλώντας τη σχολική της τσάντα. Μπροστά της εμφανίζεται ο Τόνυ.

Τόνυ: Γεια σου, Αντιγόνη.

Αντιγόνη: Α, εσύ είσαι πάλι!

Τόνυ: Σε απογοήτευσα;

Αντιγόνη: Και αν σου απαντήσω, ναι;

Τόνυ: Ελπίζω, πως δεν το εννοείς.

Αντιγόνη: Εντάξει, δεν το εννοώ, αλλά πρέπει να βιαστώ. Μια άλλη φορά.  Τώρα, δεν έχω καιρό για συζήτηση.

Τόνυ:  Μια στιγμούλα μόνο.

Αντιγόνη: Μα!..

Τόνυ: Θα ήθελα να είμαστε φίλοι και όχι να σκοτώνεσαι να φύγεις.

Αντιγόνη: Ο.Κ. να είμαστε φίλοι, Τόνυ, αλλά δεν είναι καιρός τώρα για να συζητάμε τέτοια πράγματα. Τα είπαμε την άλλη φορά. Πάλι τα ίδια θα λέμε; Κάποια στιγμή στο μέλλον, ίσως.

Τόνυ: Μου κρατάς κακία από την τελευταία φορά;

Αντιγόνη: Μιλάς σοβαρά! Απλά όπως σου εξήγησα και πριν, δεν έχω καιρό στη διάθεσή μου και επομένως… γεια σου.

Τόνυ: Στάσου μια στιγμούλα! Πηγαίνεις κάπου;  Άσε με να σου δώσω ένα λίφτ, όπου κι αν πας.  Να δοκιμάσεις και το αυτοκίνητό μου και να μου πεις τη γνώμη σου. Αν σου αρέσει.

Η Αντιγόνη αντιδρά.

Αντιγόνη: Καινούργιο αυτοκίνητο λοιπόν.  Μεγειά σου, και σου εύχομαι νά ‘ναι καλότυχο.  Ευχαριστώ όμως, δε θέλω λιφτ, θα πάρω το λεωφορείο.  Γεια σου.

Τόνυ: Μα… Γιατί θυμώνεις έτσι μαζί μου, δεν καταλαβαίνω.  Τι κάνω και νευριάζεσαι μαζί μου;  Ω! Είσαι πολύ σκληρή μαζί μου… και δεν έχεις ίχνος σεβασμού για τον παλιό σου δάσκαλο!

Αντιγόνη: Τώρα τ’ άκουσα όλα όσα είχα ν’ ακούσω!  Μα, επιτέλους, Τόνυ! Είσαι παρανοϊκός!  Σε συγχωρώ όμως.  Έλα, γεια σου τώρα, έρχεται το λεωφορείο μου.

Η Αντιγόνη μπαίνει στο λεωφορείο για να κατεβεί σε λίγο. Προς μεγάλη της έκπληξη συναντά τον Τόνυ να την περιμένει, χαμογελαστός και ατάρταχος. Της φαίνεται αστείος και γελά. 

Τόνυ: Εδώ είμαστε και πάλι!

Αντιγόνη: Από πού ξεφύτρωσες εσύ;  Ακολούθησες το λεωφορείο λοιπόν! Έπρεπε να το ξέρω, ότι θα ήσουν επίμονος!

Τόνυ: Και με πολλή υπομονή, έτσι; Επιτέλους σε κατάφερα να χαμογελάσεις. Τώρα αισθάνομαι ότι γίναμε φίλοι, όπως κάποια άλλη περασμένη εποχή.

Αντιγόνη: Ω, Τόνυ!  Τι μπορώ να σου πω για να σταματήσεις αυτό το παιχνίδι;

Τόνυ: Τίποτα!  Πάμε να περπατήσουμε μόνο για λίγα λεπτά.

Αντιγόνη: Με περιμένει η Τζιούλη, ξέρεις. Έχουμε μελέτη. Πλησιάζουν οι εξετάσεις!

Τόνυ: Καταλαβαίνω αλλά δε θ’ αργήσουμε.  Στο υπόσχομαι.  Εκτός αν θέλεις να πάμε μια βόλτα με το αυτοκίνητό μου.

Αντιγόνη: Μια άλλη φορά ίσως. Τώρα εντάξει, θα ρίξω μια ματιά θα καθήσω στο κάθισμα του επιβάτη μια στιγμούλα για να δω πώς είναι,  και θα πρέπει αμέσως μετά να με αφήσεις να πάω στη δουλειά μου.  Σύμφωνοι; 

Τόνυ: Καλά, όπως θέλεις.  Να ξέρεις όμως ότι είσαι πολύ δύσκολο παιδί!

Αντιγόνη: Είμαι; Για να δούμε.  Για πες μου Τόνυ… τι ώρες δουλεύεις επιτέλους, που ξεφυτρώνεις συνέχεια μπροστά μου;

Τόνυ: Πω-πω! Πάει να μου κάνει ανάκριση τώρα!.. Ο.Κ. Δουλεύω κανονικά οχτάωρα: αρχίζω ενωρίς, τελειώνω ενωρίς.

Αντιγόνη: Μάλιστα! Κι επειδή έχεις ένα ωραίο πρόγραμμα εργασίας, “αρχίζεις νωρίς-τελειώνεις νωρίς”, ξεφυτρώνεις μπροστά μου στις πιο ακατάλληλες στιγμές, για μένα και τη δουλειά μου, χωρίς καθόλου να το σκέφτεσαι.

Αγνοώντας τα λόγια της Αντιγόνης, συνεχίζει με ύφος δήθεν αυστηρό.

Τόνυ: Τι άλλο θά ‘θελες να γνωρίζεις;

Αντιγόνη: Ε, τώρα… δεν ξέρω τι να πω πια. Πες μου εσύ και κάνε γρήγορα, γιατί με περιμένει η Τζιούλη.

Τόνυ: Παίρνω $70,000-00 per annum, έχω το δικό μου γραφείο στην εταιρεία, δεν έχω φιλενάδα… και μου αρέσεις!

Την κυττάζει τρυφερά. Η Αντιγόνη κάνει πως δεν άκουσε το τελευταίο.

Αντιγόνη: Ωραία!..

Τόνυ: Λοιπόν;

Αντιγόνη: Ε… τι λοιπόν;

Τόνυ: Δε έχεις να μου πεις τίποτα σχετικά, με όσα σου είπα, ως τώρα;

Αντιγόνη: Όχι βέβαια!  Πώς είναι άλλωστε δυνατόν; Εννοώ το τελευταίο που είπες.

Τόνυ: Όλα είναι δυνατά.  Ειδικά το τελευταίο που σου είπα.  Μου αρέσεις Αντιγόνη!  Άσε με να έρθω πιο κοντά σου.

Η Αντιγόνη τον κυττάζει με αμυντικό ύφος.

Αντιγόνη: Ε, όχι δα κι έτσι!  Δε λέω, γνωριζόμαστε από χρόνια. Αλλά διάβολε, δεν είχαμε ποτέ καμιά σχέση. Δεν συναντιόμαστε καν. Και όταν αυτό συνέβαινε δεν μιλούσαμε ο ένας στον άλλον. Τώρα ξαφνικά μετά από μια τυχαία συνάντηση, κάνεις όλες αυτές τις προσπάθειες.  Και μόλις τώρα, μου λες κάτι τέτοιο. Τι σ’ έκανε ξαφνικά να ενδιαφερθείς με τον τρόπο που λες!

Τόνυ: Ε, να, πριν ήμουν τόσο απασχολημένος με τις δουλειές μου, την προσαρμογή μου στην εργασία μου, τα οικονομικά μου, που δεν ήταν και τόσο ανθηρά… καταλαβαίνεις!

Αντιγόνη: Όχι, δεν καταλαβαίνω.  Αυτά τα απότομα δεν τα καταλαβαίνω.  Τι ανέβασε τις μετοχές μου στα μάτια σου;

Η Αντιγόνη  μιλά ψυχρά και αμυντικά τώρα. Ο Τόνυ παρακολουθεί τις αντιδράσεις της.

Τόνυ: Εσύ… Η παρουσία σου, που ομολογουμένως δεν είχα αντιληφτεί την μεταμόρφωσή της…Μεγάλωσες, ορίμασες, άνθισες σαν λουλούδι!Και σε είδα.  Θαύμασα την ομορφιά σου, τη σοβαρότητά σου, την συγκέντρωσή σου στη μελέτησου. Το λεπτό κοριτσάκι των έντεκα χρόνων, που ερχόταν σε μένα για μαθήματα του tennis, έγινε μια όμορφη γυναίκα!  Είναι αλήθεια πως δεν έτυχε να σε δω τώρα τελευταία.  Δεν είχα ίσως και τη διάθεση να κυττάζω γύρω μου.  Με είχε απορροφήσει η προσαρμογή μου στην εργασία μου, μια εργασία απαιτητική.  Όμως όταν σε αντίκρυσα στου Τόλιου, απόρησα.  Ήσουν η Αντιγόνη… η μικρή Αντιγόνη… και πώς είχες αλλάξει;  Ήταν απίστευτο. Αντιγόνη… άκουσέ με: είμαι έτοιμος για μια σοβαρή σχέση, με σένα, Αντιγόνη!

Αντιγόνη: Δεν καταλαβαίνω τίποτα.  Είσαι έτοιμος, και προτίμησες εμένα, για όλα όσα είπες. Εμένα!  Δεν καταλαβαίνω!  Γιατί εμένα;  Και έτσι απότομα;  Δεν πιστεύω στον κεραυνοβόλο έρωτα, σ’ αυτού του είδους τις αισθηματικές εκπλήξεις, ούτε έχω την πολυτέλεια του χρόνου να αναλύσω τα σημεία που ανάφερες.  Δεν υπάρχει η διάθεση ή ο καιρός, για κάποια σχέση. Πρέπει να ομολογήσω ότι με κολακεύει η εξομολόγησή σου, για να μην πω ότι με συγκινεί και με ταράζει.  Όμως, έρχεται στην πιο ακατάλληλη στιγμή της ζωής μου, και όταν ήδη έχω κάνει τις εκλογές μου που είναι αμετάκλητες.  Πίστεψέ με.  Ξέρω τι λέω!

Τόνυ: Ω, Αντιγόνη!  Δε θέλω να πιστέψω ότι είσαι τόσο σκληρή και αδιάφορη. 

Αντιγόνη: Συγγνώμη Τόνυ, δε θέλω να σε πληγώσω με τη συμπεριφορά μου.  Αλλά έχεις ήδη περάσει από το στάδιο στο οποίο βρίσκομαι.  Δεν είναι δυνατόν να μην καταλαβαίνεις τη στάση μου, σ’ αυτή την δύσκολη περίοδο της ζωής μου.  Όπως εσύ έχεις τη δουλειά σου, έτσι κι εγώ ενδιαφέρομαι να εξασφαλίσω μια καλή εργασία για τον εαυτό μου. Περιττό ν’ αναλύσω το χρόνο που χρειάζομαι γι αυτό, άσε τη συγκέντρωση  και την υποχρέωση στη μητέρα μου, αλλά το σπουδαιότερο την υποχρέωση στα όνειρά μου.

Τόνυ: Μα εγώ είμαι άντρας!  Εσύ είσαι μία νέα κοπέλλα.  Υπάρχουν κι άλλα πράγματα στη ζωή από τη μελέτη και την καριέρα.

Αντιγόνη: Έπρεπε να το καταλάβω!  Πώς είναι δυνατόν να είσαι τόσο εγωϊστής! Εσύ είσαι άντρας ενώ εγώ σα γυναίκα, δεν δικαιούμαι να κάνω σχέδια για το μέλλον μου δεν χρειάζεται καθόλου ίσως να σπουδάσω αν βρω κάποιον providor  σαν κι εσένα. Θεέ και κύριε!  Αυτός είναι πια ο αντρικός εγωϊσμός στον Κολοφώνα του.  Ε, όχι! Εγώ η Αντιγόνη, επαναστατώ και κηρύσσω όχι! Όχι στον αντρικό εγωϊσμό και στη μονοπώληση των δικαιωμάτων για καριέρα, και οικονομική ανεξαρτησία.

Η Αντιγόνη φαίνεται σχεδόν εξαγριωμένη. Ο  Τόνυ την κυττάζει σαστισμένος. Περνούν κάποιες στιγμές, στις οποίες ο ένας κυττάζει τον άλλον με ύφος πρωτόγνωρο. Ο Τόνυ σπάει την παγωμάρα.

Τόνυ: Κι ο Κρις;

Αντιγόνη: Τι είπες; Ο Κρις; Δεν καταλαβαίνω. Τι σχέση έχει ο Κρις και τον ανακατεύεις στη συζήτησή μας; Δε νομίζεις ότι είσαι “πλέον αδιάκριτος” όταν ανακατεύεσαι στις προσωπικές μου σχέσεις;  Δεν θα απολογηθώ για τίποτα σε σένα, που εισέβαλες έτσι απρόοπτα, στο προσκήνιο της ζωής μου. Ο Κρις…. είναι  στενός μου φίλος και δεν το συζητάω μαζί σου.  Δε σου επιτρέπω λοιπόν να μου πετάς το όνομά του, όποτε μου μιλάς.

Τόνυ: Μόνο φίλοι λοιπόν!

Αντιγόνη: Βλέπω ότι επιμένεις. Εντάξει. Θα σου εξηγήσω για να πάψεις τουλάχιστο να βασανίζεσαι με φανταστικές ιδέες. Ο Κρις κι εγώ εγαλώσαμε σχεδόν μαζί. Είναι βέβαια τρία-τέσσερα χρόνια μεγαλύτερός μου, αλλά περάσαμε πολλές ώρες παίζοντας και γελώντας στη γειτονιά, στο σπίτι μου, στο σπίτι του κι έτσι… Καταλαβαίνεις τώρα;  Αλλά Τόνυ… τι άλλο μπορώ να πω;  Κι αν δεν καταλαβαίνεις λυπάμαι.  Δε θα ζητήσω συγγνώμη για τη ζωή μου ή για τον Κρις.  Αληθινά είναι άσκοπη αυτή η συζήτηση.  Δεν οδηγεί πουθενά.  Μην επιμένεις λοιπόν, σε παρακαλώ! 

Η Αντιγόνη κυττάζει αλλού τώρα.  Φαίνεται εξουθενωμένη. Αισθάνεται πανικό από το ύφος του. Ο Τόνυ φαίνεται απογοητευμένος.  Με χαμηλή φωνή και κυττάζοντάς την στα μάτια, προσπαθεί να διαβάσει.

Τόνυ: Ω, Αντιγόνη!  Αν ήξερες, τι φωτιά άναψες μέσα μου!  Δε με νοιάζουν όλα όσα είπες. Ούτε αυτά για τον φίλο σου τον Κρις.  Εγώ δε σου ζητάω, παρά να μου επιτρέψεις να γνωριστούμε λιγάκι.  Να μου δώσεις μια ευκαιρεία να σου αποδείξω ότι δεν είμαι εγωϊστής όπως είπες.  Δε θέλω να σε πιέσω.  Με ελκύεις πάρα πολύ σαν προσωπικότητα, σα γυναίκα και σε παρακαλώ μη με αποκρούεις, χωρίς να μου δώσεις μια ευκαιρεία να σου αποδείξω ότι αληθινά ενδιαφέρομαι για μια σοβαρή σχέση μαζί σου.

Αντιγόνη: Τόνυ!  Σε παρακαλώ!..

Ο Τόνυ τη στιγμή εκείνη εντελώς αυθόρμητα την πλησιάζει και αρπάζοντάς την στην αγκαλιά του ψιθυρίζει με πάθος.

Τόνυ: Θεέ μου!  Κοριτσάκι μου!  Πόσο σ’ αγαπώ!

Παγιδευμένη στην αγκαλιά του η Αντιγόνη, παραμένει για μερικές στιγμές παραλυμένη από την έκπληξη.  Ο Τόνυ πλησιάζει το πρόσωπό του στο δικό της προσπαθώντας να τη φιλήσει.  Η Αντιγόνη αποστρέφει το πρόσωπό της από το δικό του.  Αυτό τον κάνει να χαλαρώσει τα χέρια του.  Η Αντιγόνη αντιδρά, ελευθερώνεται και τον χαστουκίζει.  Ο Τόνυ αιφνιδιάζεται από την αντίδρασή της.  Η Αντιγόνη, με μίσος του φωνάζει.

Αντιγόνη: Φύγε, από μπροστά μου! Φύγε!  Και μην τολμήσεις άλλη φορά!

Φεύγει τρέχοντας πανικόβλητη προς την αντίθετη κατεύθυνση του δρόμου. Ο Τόνυ μη ξέροντας τι να κάνει, την παρακολουθεί μέσα στην έκπληξή του, λυπημένος.

Τόνυ: “Δεν έπρεπε να την πιέσω. Την φόβησα ίσως. Πώς άραγε θα μπορέσω να επανορθώσω το λάθος μου αυτό;  Τι θα πρέπει να κάνω;”

Εικόνα δέκατη

Μόνα: Καλώς τον Κρις.  Πώς είσαι παιδί μου;  Πώς πάει το σχολείο;

Κρις: Όλα μια χαρά, Μόνα.  Μπορώ μήπως να δω την Αντιγόνη;  Είναι εδώ;

Μόνα: Δεν είναι εδώ παιδί μου.  Πήγε στη Τζιούλη.

Κρις: Μήπως έχετε το τηλέφωνό της.  Πρέπει να μιλήσω στην Αντιγόνη.

Η Μόνα τον κυττάζει με περιέργεια.  Είναι πολύ σοβαρός.

Μόνα: Ναι παιδί μου, ευχαρίστως.  Έλπίζω να μη συμβαίνει τίποτα σοβαρό.

Κρις: Όχι, βέβαια.  Συγγνώμη αν σας ανησύχησα.  Πρόκειται για ένα βιβλίο.

Μόνα: Έγώ έχω μια δουλειά μέσα.  Πάρε από εδώ, αν θέλεις τηλέφωνο.

Κρις: Ευχαριστώ Μόνα.

Η Μόνα φεύγει.  Ο Κρις μιλάει σιγά.

Κρις:  Hello!  Τζούλη εσύ είσαι;

Τζιούλη: Ναι εδώ Τζιούλη… Ποιος είναι παρακαλώ;

Κρις: Εγώ είμαι, ο Κρις.

Τζιούλη: Ω, Κρις!  Τι κάνεις;  Σε τι μπορώ να σου φανώ χρήσιμη;

Κρις: Συγγνώμη που ενοχλώ, να μιλήσω στην Αντιγόνη, ήθελα.

Τζιούλη: Στην Αντιγόνη; Δεν είναι εδώ.  Δηλαδή θα ερχόταν, αλλά τελικά… δεν ήρθε.

Κρις: Το ξέρει αυτό η Μόνα;

Τζιούλη: Τηλεφώνησα δυο φορές να ρωτήσω για την Αντιγόνη, αλλά έλειπε.  Σκέφτηκα λοιπόν, ότι θα είχαν βγει έξω μαζί.  Το περίεργο είναι ότι η Αντιγόνη δεν μου τηλεφώνησε, κι αυτό είναι πολύ ασυνήθιστο εκ μέρους της.

Ο Κρις μιλάει σιγανά κυττώντας πάντα προς την πόρτα απ’ όπου που είχε βγει η Μόνα.

Κρις: Άκου Τζιούλη. Σου τηλεφωνώ από της Μόνας. Νομίζει ότι η Αντιγόνη είναι στο σπίτι σου.

Τζιούλη: Ω! Δεν ξέρω τι να σου πω.  Αυτό με βάζει σε ανησυχία. Ξέρεις, this is not like Antigoni.

Κρις: Τώρα ανησυχώ κι εγώ.  Αλλά ας ελπίζουμε πως είναι απλά μια παρεξήγηση.  Αν την δω, θα της πω να σε πάρει τηλέφωνο. Έλα, γεια σου τώρα.  Και μην ανησυχείς… σίγουρα υπάρχει κάποια καλή αιτία… Ελπίζω, anyhow!

Βάζει το τηλέφωνο κάτω.

Κρις: “Δεν το καταλαβαίνω αυτό… όμως πρέπει να υπάρχει μια απλή εξήγηση,  Η Αντιγόνη να είναι καλά και δεν πειράζει για τ’ άλλα!”

΄Ερχεται η Μόνα.  Ρωτάει με ανυπομονησία.

Μόνα: Λοιπόν;

Κρις: Εντάξει Μόνα.  Ευχαριστώ. Θα πρέπει όμως να πηγαίνω.

Μόνα: Ναι παιδί μου.  Στο καλό να πας και χαιρετισμούς στους γονιούς σου.

Κρις: Ναι, Μόνα, ευχαριστώ.

Ο Κρις κάνει να βγει και η Αντιγόνη εμφανίζεται μπροστά του. Φαίνεται αλλαγμένη και αινιγματική. Η Μόνα χαιρετά την Αντιγόνη, παραξενεμένη.  Κυττάζει ερωτηματικά τον Κρις που με τη σειρά του, την κυττάζει αμήχανος.

Μόνα: Εσύ πώς βρέθηκες εδώ; Νόμισα πως ήσουν… στης Τζιούλης. Τέλος πάντων.  Θα μιλήσουμε οι δυο μας μετά. Με συγχωρείς, Κρις.

Κυττάζει τον Κρις με αυστηρή ματιά.  Αποχωρεί όμως ξανά. Αυτός χαμηλώνει το κεφάλι αμήχανος.  Κάνει να φύγει.  Η Αντιγόνη παρακολουθεί  τη σκηνή σχεδόν κυνικάΡωτάει τον Κρις με ύφος πρωτόγνωρο, σ’ αυτόν.

Αντιγόνη: Πώς κι από δω εσύ;

Κρις: Είχα έρθει για να σε δω… Αλλά όπως βλέπεις έφευγα μια και έλειπες έξω! Η μητέρα σου κι εγώ…  Τηλεφώνησα της Τζιούλης… τέλος πάντων.

Αντιγόνη: Δεν ήμουν στης Τζιούλης.  Πήγαινα προς τα εκεί, αλλά κάτι θυμήθηκα που έπρεπε να κάνω, κι όπως βλέπεις, γύρισα πάλι πίσω.

Κρις: Α, αυτό εξηγεί τα πάντα.  Γιατί τηλεφώνησα τη Τζιούλης, που σε περίμενε να πας, τελικά… δεν πήγες βέβαια. Της μίλησα, λίγο πριν να έρθεις. Πάρτην ένα τηλέφωνο γιατί ανησυχεί.  Η Μόνα στο μεταξύ δεν ξέρει τίποτε.  Δεν της είπα για την Τζιούλη, ότι δεν ήσουν εκεί.  Για να μην ανησυχεί.  Καταλαβαίνεις! Αλλά τώρα που είσαι εδώ, θα καταλάβει ότι της είπα ψέματα.

Αντιγόνη: Κι εσύ… πώς και μπλέχτηκες σε όλη αυτή την ιστορία; Δεν καταλαβαίνω.  Η μάνα μου τώρα… ποιος ξέρει τι θα σκέφτεται και να ανησυχεί. Πρέπει να της εξηγήσω.

Κρις: Έλα τώρα.  Αυτό που μόλις είπες δεν είναι σωστό. Εγώ ήλθα να σε δω ένα λεπτό κι έτσι αναμείχτηκα. Στο μπάτο της γραφής, δεν είμαστε και ξένοι. Απλά δεν καταλαβαίνω, πώς δεν τηλεφώνησες έστω κι απ’ έξω, στην Τζιούλη.  Τηλεφώνησε εδώ μερικές φορές καθώς είπε, αλλά έλειπε η μητέρα σου.

Αντιγόνη: Θα της τηλεφωνήσω σε μια στιγμή, μόλις φύγεις εσύ.

Κρις: Κυττάζεις να με ξεφορτωθείς στα γρήγορα, βλέπω.

Αντιγόνη: Τι θέλεις να πεις μ’ αυτό;  Θέλεις κάτι;

Κρις: Ε, βέβαια βρε παιδί μου.  Γιατί έφαγα τον κόσμο να σε βρω;

Αντιγόνη: Κρις!  Έχουμε κι εμείς τις δουλειές μας. Σ’ακούω λοιπόν και βιάσου, είμαι busy. Είμαι πολύ ταλαιπωρημένη.  Πίστεψέ με..

Κρις: Πω, πω, πω! Πώς κάνεις έτσι παιδί μου; Έτσι στα πρόχειρα δηλαδή; Μπορώ να βοηθήσω;

Μαλακώνει. Είναι αναστατωμένος.

Αντιγόνη: Όχι, δεν μπορείς.  Γιατί έχεις το ύφος του μάρτυρα Κρις;  Κι εσύ δεν με καταλαβαίνεις πια;

Κρις: Ναι, βέβαια… Έχεις δίκιο.  Ίσως θα πρέπει να φύγω.  Θα μιλήσουμε κάποια άλλη στιγμή, όταν θα είσαι πιο ξεκούραστη.  Γεια σου λοιπόν.

Η Αντιγόνη τον κυττάζει με ευγνωμοσύνη σχεδόν, καθώς τον χαιρετάει.

Αντιγόνη: Κοντεύει βράδυ… Καληνύχτα σου Κρις… Και σ’ ευχαριστώ που καταλαβαίνεις.

Κρις: Καληνύχτα Αντιγόνη. Και σε παρακαλώ πρόσεχε τον εαυτό οσυ!

Αντιγόνη: Ναι… βέβαια, μην ανησυχείς.  Γεια σου!

Φεύγει ο Κρις. Η Αντιγόνη ακουμπισμένη στην κλειστή πόρτα παίρνει βαθειά αναπνοή. Ξαφνικά ξεσπάει σε λυγμούς. Κρύβει το πρόσωπό της στα χέρια της.  Ξαφνικά σταματάει. Σκουπίζει τα μάτια της.  Κυττάζει τριγύρω της.  Φαίνεται πολύ κουρασμένη.  Κάθεται στην πολυθρόνα του μικρού σαλονιού.  Ακουμπά το κεφάλι της πίσω και κλείνει τα μάτια. Έρχεται η Μόνα.  Μόλις τη βλέπει τρέχει αμέσως κοντά της.  Η Αντιγόνη εξακολουθεί να κρατά τα μάτια της κλειστά. Αναπνέει βαρειά και τα μάγουλά της είναι υγρά. Γονατίζει μπροστά της και πιάνοντάς της τα χέρια καλεί το όνομά της. Εκείνη την ακούει και ανοίγοντας τα μάτια της την κυττάζει απελπισμένα.

Μόνα: Τι συνέβη παιδί μου; Είσαι καλά;  Γιατί μου είπε ψέματα ο Κρις;

Αντιγόνη: Μαμά… Δεν ήμουν στης Τζιούλης… Και μην τα βάζεις με τον Κρις.  Είπε ψέματα, για να μη στεναχωρηθείς.

Μόνα: Πού ήσουν λοιπόν;  Συνέβη κάτι;  Καλά το υποψιάστηκα εγώ, πως κάτι δεν ήταν εντάξει.  Το ύφος του Κρις μου φάνηκε αλλιώτικο από το συνηθισμένο.  Πήρε τηλέφωνο στης Τζιούλης, αλλά δεν μου είπε τίποτε.  Τώρα βέβαια καταλαβαίνω το γιατί. Όπως είπες κι εσύ, δεν ήθελε να με στενοχωρήσει.

Αντιγόνη: Μαμά πήγα ως της Τζιούλης, όμως δεν πήγα μέσα.  Γιατί….

Μόνα: Ναι…

Αντιγόνη: Γιατί… βγήκε μπροστά μου ο Τόνυ, ο Ιταλός και δε μ’ άφηνε να φύγω.  Μ’ ανάγκασε να γυρίσω πίσω άπραχτη.  Ωχ, μάνα μου, δε θέλω να τον ξαναδώ μπροστά μου.

Μόνα: Τι ήθελε κόρη μου;

Αντιγόνη: Τι ήθελε!

Η Αντιγόνη σηκώνεται σιγά-σιγά.

Αντιγόνη: Με θέλει για φιλενάδα του μάνα.  Δεν καταλαβαίνεις;  Νομίζει ότι  μπορεί να με καταφέρει με τα προσόντα του.

Μόνα: Θα του μιλήσω εγώ, αυτουνού του κερατά!..  Α, τον άθλιο!

Αντιγόνη: Όχι, μάνα δε θα του μιλήσεις εσύ.  Ξέρω εγώ τι θα κάνω!

Μόνα: Έλα Χριστέ και Παναγιά!  Μην του δίνεις σημασία του Ιταλού!  Να μας λείπει. Παλιομακαρονάς!

Αντιγόνη: Ωχ, μάνα μου.  Έτσι είναι.  Εκεί που νομίζεις πως όλα είναι ρόδινα… βγαίνει κάτι να σου ταράξει τη γαλήνη.  Αν με ξανασταματήσει, για οποιονδήποτε λόγο, θα τον καταγγείλω στην αστυνομία.

Μόνα: Βρε κακό που μας βρήκε!  Πες τα του πατέρα σου.

Αντιγόνη: Το λες με τα σωστά σου μάνα; Έχω εγώ πατέρα; Εγώ είμαι μια ορφανή μάνα!  Χειρότερα από ορφανή.

Η Μόνα αρχίζει να κλαίει κουνώντας το κεφάλι της. 

Μόνα: Αχ, γλυκό μου παιδί.  Πόσο σε πικραίνουμε;  Δεν το αξίζεις κοριτσάκι μου!

Αντιγόνη: Άκου μάνα.  Ο πατέρας μου δεν μπορεί να αναμειχτεί στα προσωπικά μου.  Θα τα κάνει θάλασσα.  Ένας μεθύστακας που δεν ξέρει αν είναι Arthur or Martha.  Κάνει και μάθει κάτι, το αποκλείεις να πάει στο σπίτι του Ιταλού και να κάνει φασαρία; Ο άνθρωπος δεν έχει κοντρόλ, δεν είναι καλά.  Εσύ τον έδιωξες από τη ζωή σου για τα χάλια του. Τώρα μου ζητάς εμένα να τον φέρω στη δική μου για να την ριμάξει, όπως και τη δική σου;

Μόνα: Δεν ξέρω τι λέω καμιά φορά, παιδί μου!  Έχεις δίκιο!

Αντιγόνη: Μάνα, νά ‘ξερες πόσο αδύνατη κι ανυπεράσπιστη αισθάνομαι κάποτε! Και τότε πώς φοβάμαι;  Μακάρι να είχα έναν αδερφό, έναν πατέρα σωστό, κι όχι το δικό μου να τον τραβολογάνε στην αστυνομία, μεθυσμένο.

Μόνα: Άκου παιδί μου!  Ας μην κάνουμε έτσι.  Ας προσευχόμαστε να μη ξανασυμβεί κάτι τέτοιο.  Αν και δε φαίνεται τόσο τρομαχτικό… εκτός και μου κρύβεις κάτι!

Αντιγόνη: Έχεις δίκιο μαμά!  Έχεις δίκιο!  Μου πέρασε κιόλας.

Κάθεται στην πολυθρόνα και μιλάει σιγανά σα στον εαυτό της μονάχα.  Η μητέρα της την κυττάζει πολύ ταραγμένη.

Αντιγόνη: “Εγώ έχω τους στόχους μου.  Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνώ ποτέ μου. Ποτέ!..”

Εικόνα ενδέκατη

Μόνα: Τι να κάνω κυρ-Τόλιο μου;  Το κοριτσάκι μου ήταν πολύ αναστατωμένο χτες το βράδυ.  Πού να φάει, πού να μελετήσει, πού να κοιμηθεί!  Και ξέρεις γιατί;  Γι αυτόν, τον Τόνυ τον Ιταλό.  Κάτι έκανε αυτός εχτές.  Το παιδί μου πήγαινε στη Τζιούλη κι αυτός της κόλλησε.  Την έκανε να γυρίσει θυμωμένη στο σπίτι. 

Τόλιος: Την πείραξε είπες;  Να πας στην αστυνομία.  Πέστο και στον πατέρα της.

Μόνα: Για τον πατέρα της ούτε που θέλει ν’ ακούει. Χρειάζεται γαλήνη και υποστήριξη το κορίτσι μου, τέτοιες μέρες.

Τόλιος: Μίλα καλέ στον αδερφό σου τον Ντίνο! Είναι καλός και μορφωμένος άνθρωπος.  Κάπως θα σας βοηθήσει. 

Μόνα: Έχει τα δικά του ο άνθρωπος.  Τι να τον ενοχλήσω τώρα;  Αλλά ίσως και να το κάνω τελικά.  Ντροπές πράματα, κυρ-Τόλιο μου!

Τόλιος: Είναι πολύ όμορφο κοριτσόπουλο, η Αντιγόνη.  Του γυάλισε λοιπόν του Τόνυ.  Αυτό από μόνο του, δεν είναι καθόλου παράξενο.  Αλλά και ο Τόνυ… δεν είναι άσχημο παιδί. Είναι νέος όμορφος και τακτοποιημένος οικονομικά.  Δεν ξέρεις, μπορεί και να το θέλει το κορίτσι για να το παντρευτεί.

Μόνα: Μα τι λες κυρ-Τόλιο μου;  Αν μας άκουγε η Αντιγόνη…  αλοίμονό μας! Εξάλλου, αν ήταν καλό παιδί και με σοβαρούς σκοπούς, θα πέρναγε πρώτα από το σπίτι μας.  Δε νομίζεις;  Αλλά η Αντιγόνη μου έχει έναν πατέρα…  -τα ξέρεις τελοσπάντων- κι εμένα μια γυναίκα μόνη. Δεν έχουμε εμείς προίκες κυρ-Τόλιο μου! Ούτε προστασία αντρική… Καταλαβαίνεις;

Τόλιος: Εντάξει, αυτό το τελευταίο… τι να σου πω, δεν ξέρω. Εδώ είναι Αυστραλία…Έχεις δίκιο… κάπου, μόνο που κάποια πράγματα, όπως όλοι το ξέρουμε, άλλαξαν εδώ και χρόνια.  Τα παιδιά πρώτα τα βρίσκουν αναμεταξύ τους και οι γονείς είναι οι τελευταίοι, που το μαθαίνουν!

Μπαίνει η Μαρίνα, από την κουζίνα. 

Μαρίνα: Γεια σου Μόνα! Τι κάνετε;

Μόνα: Ε, τι να κάνω Μαρίνα μου! Είμαι φαρμακωμένη από το περασμένο βράδυ. 

Μαρίνα: Τι τρέχει;

Μόνα: Ε,  να ο Ιταλός…ο γείτονας  καλέ,  ο Τόνυ…

Μαρίνα: Ναι;  Τι έκανε;

Μόνα: Ενοχλεί την Αντιγόνη μου!  Από πού κι ως πού, ε;

Μαρίνα: Έλα τώρα κι εσύ, μην το παίρνεις από την αρνητική του πλευρά, νέος άνθρωπος είναι,  η Αντιγόνη είναι κούκλα  και… Καταλαβαίνεις!

Μόνα: Όχι, δεν καταλαβαίνω, κι ο Ιταλός ούτε ενδιαφέρεται για το παιδί, που τώρα διαβάζει για το πτυχίο του. Αν ενδιαφερόταν θα έκανε λίγη υπομονή.  Ενδιαφέρεται μόνο για τις δικές του ανάγκες ο παλιάνθρωπος!  Μην και κοστίσει στο παιδί μου η συμπεριφόρά του, αλοίμονό του!

Μαρίνα: Κύτταξε Μόνα μου!  Μπορεί να του αρέσει αληθινά η Αντιγόνη και να τη δοκιμάζει.  Να χαίρεσαι που οι νιοι κυττάν την Αντιγόνη.  Μην τα παίρνεις όλα, από την κακή τους πλευρά.  Αυτός κάνει καλά λεφτά και για τους δυο τους.

Μόνα: Τι λες, Μαρίνα μου, τώρα;  Σοβαρολογείς;  Τι είναι η Αντιγόνη μου… πίτσα είναι… και τη δοκιμάζει;  Δεν ξέρεις τι θέλουν οι άντρες;  Κορίτσι καλό φρόνιμο, έξυπνο και ηθικότατο είναι και θα φάει τα μούτρα του, ο Ιταλός.  Αυτό να μου πεις.  Έλα όμως που το στεναχώρησε το κορίτσι μου, και δεν ξέρω πώς να το βοηθήσω.  Η Αντιγόνη μου, το είπε: “Μη στεναχωριέσαι μάνα μου. Θα το ταχτοποιήσω εγώ αυτό μια χαρά”.  Έχει δυνατό χαρακτήρα το παιδί μου, να το φυλάει ο Μαγαλοδύναμος!  Είναι και το άλλο.  Είναι Ιταλοί.  Άλλη πάστα άνθρωποι.  Όχι δεν είναι σαν τους Έλληνες.  Τι δουλειά έχουμε με δαύτους;  Όσο για τα λεφτά του… δε θα πω τι σκέφτομαι. Με το συμπάθειο τώρα, αλλά είμαι μπαρουτιασμένη!

Μαρίνα: Πολύ σωστά, όλα όσα λες!  Έλα, όμως, που δεν γίνονται πάντα όπως τα θέλει κανείς.  Κι εσύ… Αυστραλό, πήρες.  Έτσι δεν είναι;

Τόλιος: Βρε γυναίκα, λάδι στη φωτιά ρίχνεις;  Η Μόνα παντρεύτηκε Αυστραλό και κακόπεσε.  Δεν πάει να πει ότι επειδή το έκανε αυτή, θα το κάνει και η κόρη της. Εξάλλου ένας άνθρωπος που έχει εμπειρία στο θέμα αυτό, είναι η Μόνα κι όχι εσύ!

Η Μόνα φαίνεται πολύ στεναχωρημένη τώρα, ενώ η Μαρίνα έχει κοκκινήσει από τις παρατηρήσεις του άντρα της..

Μόνα: Έχει δίκιο η Μαρίνα Κυρ-Τόλιο.  Να μην είχα σώσει να τον είχα πάρει τον Αυστραλό.  Ήμουν νέα, μοναχή, ο αδερφός μου δεν είχε πολύν καιρό να με συμβουλεύει, και παντρεύτηκα έναν άνθρωπο που έκρυβε τον αληθινό του εαυτό από μένα.  Εκ των υστέρων αποδείχτηκε, ότι είχε προβλήματα που τα έκρυβε καλά, ώσπου τον πήρα.  Μετά άρχισε φανερά να δείχνει τα χούγια του: χαρτοπαίχτης, ερημοσπίτης και στο τέλος άρχισε και να πίνει.  Το παιδί μας, ούτε και που τον νοιάζει.  Αν του πει κανείς τίποτα, μόνο φασαρία ξέρει να κάνει.  Γι αυτό και τον χώρισα, όταν το κορίτσι μου ήταν μικρό.  Η Αντιγόνη δεν θέλει να τον βλέπει ποτέ.  Μήτε και τον λυπάται.  “Αυτά μάνα που έχει ο πατέρας μου, είναι αθεράπευτα.  Εσένα λυπούμαι, όχι αυτόν”  λέει και ξαναλέει το καϋμένο. Ευτυχώς που ο αδερφός μου, ο Ντίνος έχει λίγον καιρό και μιλάει στην Αντιγόνη.  Συνενοούνται μια χαρά. Βλέπει το θείο της σαν πατέρα.  Και τα εξαδέρφια της την αγαπούν.  Δε θέλει όμως το κορίτσι μου να φορτώνεται σε κανέναν.  Δουλεύει κιόλας, στο φαρμακείο, που σας είπα.  Και ξέρετε πόσο την εκτιμούν και την αγαπάνε;  Άλλο να σας λέω κι άλλο να βλέπετε.  

Τόλιος: Έλα Μόνα, ησύχασε τώρα.  Όλα θα πάνε καλά.  Μπορεί άδικα να στεναχωριέσαι.  Η Αντιγόνη μπορεί και να αντέδρασε δυνατά, γιατί έχει τη μελέτη της και είναι πολύ κατανοητό αυτό.  Κι εμείς έχουμε παιδιά και καταλαβαίνουμε.

Έρχεται ο Κρις.

Κρις: Καλησπέρα σας!  Τι κανεις Μόνα;

Μόνα: Γεια σου Κρις. καλά είμαι παιδί μου!

Κρις: Τι βλέπω…  έχετε συνέδριο;

Μόνα: Όχι, παιδάκι μου… Εγώ να πηγαίνω τώρα! Γεια σας.

Μαρίνα: Στο καλό Μόνα και να μην πολυστενοχωριέσαι.

Τόλιος: Καλά σου λέει η Μαρίνα.  Κύττα τον εαυτό σου κι όλα θα παν καλά.  Να προσεύχεσαι!

Η Μόνα φεύγει κουνώντας το κεφάλι της καταφατικά.

Κρις: Τι… συμβαίνει;  Συνήθως η Μόνα είναι γελαστή κι ευδιάθετη.

Τόλιος: Τίποτα, τίποτα παιδί μου!  Ο Τόνυ ενοχλεί την Αντιγόνη, κι η Μόνα στεναχωριέται, γιατί η κοπέλα έχει μελέτη αυτή την εποχή.  Καταλαβαίνεις.

Κρις: Μάλιστα…. Πώς δεν καταλαβαίνω!  Η κοπέλα αυτή  μπορεί να έχει πάθει και φοβία με τους άντρες.  Μετά από όσα έχει δει να συμβαίνουν ανάμεσα στη μάνα της και τον πατέρα της… τι νομίζετε;  Μπορεί και να μη θέλει άντρα, να την αγγίξει.  Γι αυτό και θέλει να σπουδάσει και να γίνει ανεξάρτητη οικονομικά.  Να μην έχει άντρα και να περιμένει από την προκοπή του.

Μαρίνα: Μπα, γιε μου.  Την έχεις ψυχολογήσει καλά, βλέπω την Αντιγόνη. Αλλά κι έτσι νά ‘ναι, εσένα τι σε νοιάζει και σε κόβει, έ;

Προσέχει τις αντιδράσεις του.

Κρις:  Τι λες ρε μάνα τώρα;  Η Αντιγόνη εκτός του ότι είναι καλό κορίτσι, κι αξιοσέβαστο είναι και πολύ φίλη μου.  Δεν είναι όποια κι όποια.  Είναι δικιά μας κοπέλα!

Τόλιος: Εντάξει, αλλά να μη μαλλώνουμε τώρα και για τους άλλους!

Κρις: Εσύ το λες αυτό ρε πατέρα;  Αφού ξέρω πως την εκτιμάς την Αντιγόνη.  Είναι μια καθώς πρέπει κοπέλα, μ’ ένα λαμπρό μέλλον μπροστά της.

Μαρίνα: Θα δούμε γιε μου!  Θα δούμε!

Ο Κρις είναι θυμωμένος με τη συμπεριφορά των γονιών τουΚουνάει το κεφάλι του με απογοήτευση.

Κρις: Με απογοητεύετε.  Νόμιζα, πως την εκτιμούσατε την Αντιγόνη!

Τόλιος: Πώς παιδί μου… την εκτιμούμε… αλλά ας συγκεντρωθούμε πια και στα δικά μας.  Δε νομίζεις;

Ο Κρις μπαίνει στο πίσω μέρος του μαγαζιού.  Η Μαρίνα μιλάει σιγανά στον Τόλιο.

Μαρίνα:  Άντρα μου… τσιμπιμένος μαζί της μου φαίνεται.

Τόλιος: Σταμάτα γυναίκα επιτέλους και κύττα τη δουλειά σου! Έχεις μεγάλη φαντασία! Και αν είναι στο μπάτο της γραφής, θα κακοπέσει;

Δεύτερη Πράξη

Εικόνα Πρώτη

Κρις: Αντιγόνη, γειά σου!

Αντιγόνη: Γεια σου, Κρις.  Πως είσαι;

Κρις: Καλά, είμαι.  Κι εσύ;

Κυττάζονται κάποια στιγμή και ξεσπούν στα γέλια.

Αντιγόνη: Ακουγόμαστε σαν τη μάνα σου και τη μάνα μου.  Έλα καϋμένε.  Αφού  τα ξέρεις. Μελέτη, μελέτη, μελέτη! Αυτή είναι η ιστορία της ζωής μου… ευτυχώς, μόνο γι αυτό το χρόνο… Να περάσω και μετά δε με νοιάζει. Θα δουλεύω, αλλά όχι και με το τσεκούρι πάνω από το λαιμό μου!  Τα πέρασες και τα ξέρεις.  Η αρχή… είναι το μισό του όλου!  Πάντως προσπαθώ όσο μπορώ.

Φαίνεται κάπως σκεπτική.  Ο Κρις το προσέχει.

Κρις: Τι εννοείς;  Φαίνεσαι σκεπτική.  Κάτι που σε απασχολεί!

Αντιγόνη: Είπα τέτοιο πράγμα;

Κρις: Πού να ξέρω;  Άνθρωποι είμαστε.  Δεν είμαστε; 

Αντιγόνη: Έλα καύμένε Κρις.  Δεν ξέρεις να κρύβεις την ανησυχία σου.  Άσε με εμένα.  Μια χαρά τα πάω.  Μη στεναχωριέσαι.  Έλα, πες μου τα δικά σου. Σε λίγο θα πάρεις το πτυχίο σου τυχερέ, ενώ εγώ θα παίρνω του γυμνασίου.  Φαντάσου τη διαφορά ανάμεσά μας.  Αλλά εγώ είμαι ευχαριστημένη για σένα Κρις και για τον εαυτό μου, γιατί παλεύω για τον ιερότερο σκοπό της ζωής μου: την ανεξαρτησία μου!  Viva les libertas!

Κρις: Τι όμορφα που τα λες κοριτσάκι μου;

Την κυττάζει με τρυφερότητα και θαυμασμό.  Η Αντιγόνη είναι σχεδόν χαρούμενη. Η συμπεριφορά της τον ανακουφίζει.

Κρις: Είμαι τόσο χαρούμενος που αντιμετωπίζεις τα πράγματα με αυτόν τον τρόπο.  Δεν αμφιβάλλω ούτε στιγμή για την επιτυχία σου σε όποιον τομέα κι αν διαλέξεις.

Αντιγόνη: Ιατρική είπαμε.  Μην το ξεχνάς!

Κρις: Είσαι περισσότερο από γενναία!

Αντιγόνη: Βρε συ, με δουλεύεις μήπως και δεν το κατάλαβα;

Ο Κρις σταυρώνει το στήθος του.

Κρις: Ποτέ δεν ήμουν σοβαρότερος, από αυτή τη στιγμή.

Ακολουθεί κάποια σιωπή.

Κρις: Δε μου λες Αντιγόνη, τον έχεις δει καθόλου αυτόν τον Τόνυ… τελευταία; Τον Ιταλό, τον γείτονα εννοώ…

Αντιγόνη: Ε… δηλαδή, γείτονας είναι ο άνθρωπος.  Κάπου και που… τον βλέπω.  Γιατί;

Κρις: Απλά, εκείνη τη μέρα που πέρναγε με το καινούργιο το αυτοκίνητό του, είχαμε μιλήσει γι αυτόν. 

Αντιγόνη: Ναι… Συνέχισε.

Κρις: Ε, τι;  Δεν υπάρχει συνέχεια.  Απλά ρωτάω.

Αντιγόνη: Σου το είπα και πριν, ότι δεν μπορείς να πεις ψέματα.  Εσύ θέλεις να με ψαρέψεις.

Κρις: Εγώ να ψαρέψω εσένα;  Όχι δα!  Αλοίμονο.  Αν υπήρχε κάτι σπουδαίο θα μου τό ‘λεγες, υποθέτω.

Αντιγόνη: Δεν μου τα λες καλά!  Και γιατί θα πρέπει να να θεωρείς ότι εγώ θα σου το έλεγα αυτό το κάτι, τέλος πάντων! Εσύ κάτι άκουσες και θέλεις περισσότερες πληροφορίες, κουτσομπόλη.  Δεν έχω δίκιο;

Κρις: Όχι… δεν έχεις, γιατί εγώ περιμένω ν’ ακούσω κάτι από εσένα.

Αντιγόνη: Μη προσπαθείς άδικα.  Καταλαβαίνω πως κάτι άκουσες και προσπαθείς να μάθεις κάτι περισσότερο. Φοβάμαι πως θα σε απογοητεύσω, αλλά δεν υπάρχει μυστικό.  Τον άνθρωπο μπορεί και να τον έχω δει και να τον έχω χαιρετήσει και να έχουμε μιλήσει.  Τι στο καλό.  Κάποτε παίζαμε και τέννις παρέα.  Πού το βρίσκεις το παράξενο;  Με σένα δηλαδή πώς μιλάω;

Κρις: Τι… το ίδιο είναι και δεν τό ‘ξερα;  Καλά λοιπόν, ας είναι καλά το γινάτι σου!. 

Αντιγόνη: Έλα τώρα Κρις.  Εμείς οι δυο είμαστε οι καλύτεροι φίλοι.  Σ’ αγαπώ πολύ και κανείς δεν μπορεί να καταστρέψει αυτή τη σχέση μας, που είναι τόσο ωραία.

Κρις: Τώρα μάλιστα!  Με κάνεις τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο του κόσμου!

Αντιγόνη: Με προσβάλλεις Κρις.  Δεν εκτιμάς αυτή τη σχέση μας αλήθεια;  Ε, ίσως να είναι καλύτερα να κόψουμε και την καλημέρα μας!

Κρις: Βρε θηρίο!  Έγινες ένα πειραχτήρι εσύ!  Το ξέρεις;  Δε μου λες όμως την αλήθεια.  Πώς μπορεί λοιπόν να είμαι ο εκλεκτός σου φίλος;

Αντιγόνη: Τι άκουσες;  Εμπρος λοιπόν!  Πες μου τι άκουσες. Δε θέλω μισόλογα!

Κρις: Η Μόνα έκανε παράπονα για τη συμπεριφορά του Τόνυ, στους γονείς μου.

Αντιγόνη: Αφού λοιπόν το ξέρεις, τότε γιατί με ανακρίνεις;

Ακούγεται θυμωμένη και απότομη.

Κρις: Θέλω να τ’ ακούσω από το στόμα σου.

Αντιγόνη: Ωραία! Ο Τόνυ προσπάθησε να με κορτάρει, αλλά έφαγε τα μούτρα του.  Δεν ενδιαφέρομαι για τον Τόνυ ή οποιονδήποτε άλλον και θέλω να το καταλάβετε όλοι σας!

Ετοιμάζεται να φύγει νευριασμένη.  Ο Κρις την πιάνει από το μπράτσο.

Κρις: Αντιγόνη, συγγνώμη. Σ’ αγαπώ, σ’ εκτιμώ και σέβομαι την προσωπικότητά σου.   Μην το ξεχνάς αυτό ποτέ.  Θέλω να βασίζεσαι στη φιλία μας, και να ξέρεις, πως όποτε με χρειαστείς θα είμαι κοντά σου.

 Η Αντιγόνη κυττάζοντάς τον λυπημένη απομακρύνετα χωρίς καμιά λέξη. Ο Κρις  αποχωρεί, όταν πια η Αντιγόνη έχει χαθεί πίσω από την πόρτα του σπιτιού της.

Εικόνα  δεύτερη

Τονυ: Πάπα, θα ήθελα να μιλήσουμε.

Τζο: Βέβαια γιε μου.

Τόνυ: Ξέρεις …

Τζο: Μη διστάζεις γιε μου, μίλα ελεύτερα, τώρα που δεν είναι εδώ η Αιμιλία, για  να χώσει τη μύτη της!

Γελάει για να ενθαρρύνει τον Τόνυ.

Τόνυ: Ναι… καθώς έλεγα, ήθελα να σου μιλήσω για τη Μόνα… την ξέρεις πάπα, την Ελληνίδα παρακάτω από εμάς στη γειτονιά. Απέναντι σχεδόν από την πιτσαρία του σινιορ-Τόλιου.

Τζο: Χμ!.. Θαρρώ μετά από τόσα χρόνια σ’ αυτή τη γειτονιά… μπορώ να πω, πως ναι, τη γνωρίζω.  Ήταν παντρεμμένη με τον Ρόμπερτ.  Χώρισαν τελικά κι έχουν την Αντιγόνη.  Ένα μόνο κορίτσι στην οικογένεια.  Δεν τον έχω δει αυτόν τον Ρόμπερτ μια φορά να έρχεται να πάρει το παιδί του μια βόλτα.  Λοιπόν;

Τόνυ: Ε… Να… δηλαδή… Η Αντιγόνη. 

Ο Τζο τον παρακολουθεί.  Δυσκολεύεται πάρα πολύ να μιλήσει του πατέρα του.

Τζο:  Χμ!  Δεν έκανα καλή δουλειά μαζί σου γιε μου.  Φοβάσαι να μου ανοίξεις την καρδιά σου.  Είσαι άντρας μωρέ!  Μίλα λοιπόν και θα με σκάσεις!  Η Αντιγόνη… Τι η Αντιγόνη;  Την θες μωρέ την Αντιγόνη; Την θες; Σε ρωτάω.

Ο Τόνυ σηκώνεται νευριασμένος.  Δαγκώνει το κάτω χείλος του από το θυμό του. Ο Τζο μαλακώνει, σηκώνεται πάει κοντά του, τον χτυπά στον ώμο.

Τζο: Come on son! Συγγνώμη… Παραφέρθηκα.  Μα επιτέλους μίλα μήπως και καταλάβω τι τρέχει τέλος πάντων.

Τόνυ: Ναι, πάπα τη θέλω την Αντιγόνη, όχι απλά σα θηλυκό, όπως ίσως νομίζεις εσύ.  Τη θέλω σα γυναίκα μου.

Ο Τζο τον κυττάζει πααξενεμένος.

Τζο: Φαντάζομαι πως ξέρεις τι σου γίνεται… Ξέρεις τι λες; Θέλω να πω…

Τόνυ: Πάπα, την αγαπάω σου λέω.  Δεν έχω νιώσει έτσι ποτέ στη ζωή μου, και για καμιά γυναίκα. 

Τζο: Σε πιστεύω γιε μου… σε πιστεύω… Μα δε νομίζεις πως είσαι πάρα πολύ νέος για να σκέφτεσαι έτσι, και στα καλά καθούμενα να λες, πως θέλεις να παντρευτείς τη γειτόνισσά μας;  Από πού κι ως πού;  Αυτή σε θέλει;  Τα φτιάξατε μήπως;

Τόνυ: Όχι, πάπα, όχι, δεν τα φτιάξαμε!  Της είπα κάτι πριν δυο τρεις μέρες, αλλά έφαγα… Δηλαδή, δε… μου είπε τίποτε.

Τζο: Επικίνδυνα πράγματα αυτά Τόνυ μου! Δηλαδή… το κοριτσάκι σπουδάζει ακόμη… είναι μικρό… Δεν τελείωσε το γυμνάσιο ακόμα.  Το φαντάζεσαι;

Τόνυ: Θα τελειώσει πατέρα εφέτος και θα συνεχίσει να σπουδάζει στο πανεπιστήμιο.

Τζο: Μάλιστα… Μήπως όμως πάει με κάποιον άλλον και δεν το ξέρεις;

Τόνυ:  ΄Ο…χι!  Δε νομίζω!  Μου αρέσει αυτό το κορίτσι πάπα.  Το αγαπάω σου λέω! Και θα κάνω το παν, για να γίνει γυναίκα μου.

Τζο: Εγώ ξέρω το πείσμα σου το σικελιάνικο, σαν της μάνας σου. Τι μπορώ όμως να κάνω για να σε βοηθήσω; 

Τόνυ:   Δεν άκουσες τι είπα;  Θέλω να την παντρευτώ. Αυτό θέλω!

Τζο:  Κι εγώ που νόμισα πως δεν άκουσα καλά, ο ταλαίπωρος. Μήπως αστειεύεσαι γιε μου  και περνάς την ώρα σου με το γέρο πατέρα σου;

Τόνυ: Πάπα, πρέπει να πας να μιλήσεις στη μητέρα της, τη Μόνα.

Τζο: Θα με σκοτώσει η Αιμιλία!  Είναι και ζηλιάρα… Θα νομίσει πως κολλάω στη μάνα της.  Να είμαστε νομίζω έτοιμοι να καλέσουμε το Α’Βοηθειών.

Τόνυ: Σοβαρέψου, επιτέλους πάπα!

Τζο: Συγγνώμη γιε μου, αλλά σίγουρα η μητέρα σου θα πάθει από καρδιά!

Τόνυ: Έλα τώρα πάπα!  Θέλω να μου κάνεις αυτή τη χάρη, να πας να μιλήσεις στη μητέρα της.  Κάνε εσύ την πρόταση και τ’ άλλα θα τα κανονίσω εγώ.

Τζο: Καλά, καλά, θα πάω!  Και ο Θεός βοηθός! (μονολογεί) “Για φαντάσου… για φαντάσου!”

 

Εικόνα τρίτη

Ο Τζο χτυπάει στην πόρτα της Μόνας.  Ανοίγει η ίδια.

Μόνα: Μάλιστα!

Τζο: Κυρία Μόνα, είμαι ο Τζο Καλινέρι, ο γείτονάς σας, ο πατέρας του Τόνυ.

Μόνα: Α! Ναι βέβαια… Μάλιστα!  Δηλαδή σας γνωρίζω, από μακρυά. Τι κάνετε;

Τζο: Ευχαριστώ καλά!  Μπορώ να σας απασχολήσω για μερικά λεπτά;

Μόνα: Ε… ναι, μάλιστα.  Περάστε!.

Ο Τζο ακολουθεί τη Μόνα, που του δείχνει ένα κάθισμα.

Μόνα: Περάστε, καθήστε, παρακαλώ.

Ο Τζο κάθεται ευχαριστώντάς την.

Μόνα:  Μπορώ να σας προσφέρω κάτι;

Τζο: Όχι, ευχαριστώ.

Μεσολαβεί κάποια σιωπή. Ο Τζο κυττάζει τη Μόνα  και ρωτάει ευγενικά αλλά και σχεδόν εμπιστευτικά.

Τζο: Με συγχωρείτε που θα σας ρωτήσω. Είμαστε μόνοι;

Μόνα: Δηλαδή… Γιατί με ρωτάτε;

Τζο: Ξέρετε… πρόκειται για τη δεσποινίδα κόρη σας… και νομίζω ότι ίσως να μην είναι σωστό, σε αυτή τουλάχιστο την περίπτωση, να γνωρίζει το σκοπό της επίσκεψής μου.

Μόνα: Νομίζετε;  Γιατί όμως το λέτε αυτό; Αν αφορά η επίσκεψή σας την Αντιγόνη, νομίζω πως έχει το δικαίωμα να γνωρίζει, τι έχετε να πείτε.

Τζο: Έχετε δίκιο, κυρία μου.  Μόνο που εγώ αισθάνομαι ότι καθήκον μου είναι να μιλήσω σε σας πρώτα, που είστε η μητέρα της  κι από κει και πέρα… Βέβαια εμείς δε γνωριζόμαστε καλά. Είμαστε όμως χρόνια γείτονες και τα παιδιά μας γνωρίζονται αρκετά καλά.

Μόνα: Τι εννοείτε κύριε Τζο;

Τζο: Με συγχωρείτε… ίσως να μην έπρεπε ν’ αρχίσω μ’ αυτόν τον τρόπο.

Μόνα:  Καλά, καλά αρχίσατε κύριε Τζο μου, μόνο που εγώ θά ‘θελα να καταλάβω, τι εννοείτε όταν λέτε, πως τα παιδιά μας γνωρίζονται… αρκετά καλά.

Τζο: Να… θέλω να πω, πως σα νέοι που είναι, συναντιούνται στο δρόμο συχνά, στα μαγαζιά και  αλλού. 

Μόνα: Α!  Εντάξει.  Γιατί η κόρη μου δεν είναι απο τα κορίτσια που γνωρίζονται “καλά” όπως είπατε με όποιον κι όποιον!  Άλλο η καλημέρα κύριε Τζο μου, κι άλλο η…  γνωριμία…  “γνωριμία”!  Έτσι;  Να τα ξεχωρίζουμε κάπως τα πράγματα.

Τζο: Συγγνώμη κυρία μου, δε  θά ‘θελα να παρεξηγηθώ… Ξέρετε τα αγγλικά μου δεν είναι τέλεια!  Λοιπόν κυρία μου, όπως είπα, σαν παιδιά που είναι συναντιούνται, βλέπονται, μιλάνε… ξέρετε!

Μόνα: Με το συγγνώμη κύριε Τζο μου, αλλά γιατί τα φέρνεις γύρω-γύρω τα λόγια σου και δεν μπαίνεις στο ψητό;

Τζο: Στο ψητό, κυρία μου;  Τι εννοείτε;

Μόνα: Τα βλέπεις;  Αυτά είναι τα χαμπέρια κύριε Τζο μου.  Εσύ είσαι Ιταλός κι εγώ Ελληνίδα.  Που να τα βρούμε οι έρημοι;  Ε;  Πού να τα βρούμε;  Καλά τα λέω εγώ. Τα ίδια είχα πάθει και με τον προκομένο μου.  Καλημέρα, έλεγα εγώ…  Good-Day έλεγε αυτός!  Άντε τώρα να συννενοηθείς!  Κι αυτό σίγουρα ήταν το λιγότερο.

Ο Τζο την κυττάζει που μιλάει γρήγορα και προσπαθεί να καταλάβει.

Μόνα: Έλα κύριε Τζο μου!  Πες μου επιτέλους γιατί ήρθες στο σπίτι μου;  Θα με σκάσεις!

Τζο: Λοιπόν, όπως είπα γνωρίζονται, η Αντιγόνη και ο Τόνυ, εννοώ, για χρόνια, κάποτε μάλιστα παίζαν και τέννις.  Ή μάλλον ο Τόνυ ήταν ο tennis coach της Αντιγόνης. Το ξέρατε αυτό;  Ε… βέβαια… Τι λέω… Είναι δυνατόν να μην το ξέρατε εσείς, που κυττάτε την κόρη σας,  από ότι ξέρω, δηλαδή,  σαν τα μάτια σας;

Η Μόνα δεν μιλάει. Τον κυττάζει υπομονετικά και περιμένει.  Ο Τζο ξεροβήχει.

Τζο: Με συγχωρείτε, είμαι λιγάκι κρυωμένος. Καταλαβαίνετε! Όπως έλεγα λοιπόν… Τελευταία πριν κανά δυο μήνες την ξαναγνώρισε,  νομίζω, στην πιτσαρία του Τόλιου… Και ξέρετε… Του άρεσε πάρα πολύ η Αντιγόνη, τόσο πολύ μάλιστα που…

Η Μόνα έχει κοκκινήσει τώρα και είναι έτοιμη να ξεσπάσει. Αλλά συγκρατείται και περιμένει.  Εκείνος σταματάει μια στιγμή και μετά σαν ιππότης, σηκώνεται και κάνοντας μια υπόκλιση μιλάει με ύφος επίσημο.

Τζο: Κυρία μου… λαμβάνω την τιμή να ζητήσω το χέρι της δεσποινίδας κόρης σας, της Αντιγόνης!  Δηλαδή… για το γιο μου…  τον Τόνυ… εννοώ…

Ο  Τζο είναι πολύ συγχισμένος από το ύφος της Μόνας. Η Μόνα από τη μεριά της, μ’ όλο που περίμενε μια σπουδαία αιτία σαν αυτή, πετάχτηκε απότομα και φώναξε σχεδόν προσβεβλημένη.

Μόνα: Μα τι κάθεστε και μου λέτε κύριε Τζο μου; Τα έχω χαμένα.  Μα είναι δυνατόν;  Γινονται αυτά, κύριε Τζο μου;  Τι λέτε τώρα;  Πού βρισκόμαστε στο μεσαίωνα;

Ο Τζο κοκκινίζει, και τα χάνει στην κυριολεξία.  Δεν καταλαβαίνει την αντίδρασή της.  Η Μόνα δε σταματάει.

Μόνα: Σίγουρα δεν έχετε ιδέα, τι εστί Αντιγόνη, κύριε Τζο μου.   Χα!  Μπορεί να είναι κόρη μου, αλλά είναι αλλιώτικη αυτή.  Είναι περήφανη, σπουδάζει… θέλει να σπουδάσει ιατρική.  Και να σας πως κύριε Τζο μου, γιατί φαίνεστε καλός άνθρωπος… και σας συμπαθώ.  Αυτή αποφασίζει για τη ζωή της, κι όχι εγώ, αλήθεια σας το λέω. Εντάξει.  Δε λέω, τη συμβουλεύω και με ακούει, αλλά για τέτοια πράγματα… ούτε ψύλος στον κόρφο της κύριε Τζο μου.  Καταλάβατε;

Τζο: Όχι…

Μόνα: Δεν πειράζει κύριε Τζο μου, θα… καταλάβετε στη συνέχεια.  Όπως είπα, ποτέ δεν λέω στο παιδί μου, τι να κάνει. Το συμβουλεύω όμως για το καλό του. Προξενιό όμως στις μέρες μας, ε… αυτό πια, πάει πολύ.  Όμως θα της το πω.  Ο γιος σας φαίνεται καλό παιδί. Προκομμένο άξιο, να το χαίρεστε.  Αξίζει μια καλή κοπέλα. Αλλά τι μπορώ να σας πω;  Μπορώ εγώ ν’ αποφασίσω για το παιδί μου; Όχι βέβαια! Είναι μεγάλη κοπέλα, με το δικό της μυαλό, τα δικά της συναισθήματα, σίγουρα.  Θ’ αποφασίσει λοιπόν μόνη της. Ευχαριστώ για την τιμή που μας κάνετε, και όπως είπα η Αντιγόνη έχει τον τελευταίο λόγο.

Ο Τζο έχει σαστίσει, από την αντίδραση της Μόνας, που έχει πέσει κυριολεκτικά στην καρέκλα της και σκουπίζει το πρόσωπό της.  Κυττώντάς την προσπαθεί να καταλάβει για τη θέση της αυτή.  Η Μόνα έχει πάθει σοκ. Ο Τζο  σηκώνεται.

Τζο: Κυρία Μόνα, έχετε δίκιο. Πάντως μη διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μου, τα όποια νέα σας… Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας. 

Της προτείνει την κάρτα του.  Η Μόνα τον  κυττάζει μηχανικά.  Αυτός αφήνει την κάρτα στο τραπέζι.  Η Μόνα σηκώνεται.

Μόνα: Να είστε σίγουρος, γι αυτό.

Τζο: Χαίρετε, λοιπόν.

Μόνα: Στο καλό να πάτε, κύριε μας Τζο.

Φεύγει ο Τζο και η Μόνα σταυροκοπιέται. 

Μόνα:  Βρε Χριστιανοί μου!  Βρήκατε την ώρα και τη στιγμή που λένε στο χωριό μου!  Αμ, η Αντιγόνη μου δεν έχει μάτια για τον Τόνυ ή όποιον άλλον Τόνυ του κόσμου.  Είναι ερωτευμένη με την Επιστήμη. Αχ, Θεέ μου, κάνε το θαύμα Σου, να περάσει το κορίτσι μου!

Ανοίγει η πόρτα.  Είναι η Αντιγόνη.  Τη χαιρετάει και την φιλάει.

Αντιγόνη: Any news  μάνα;

Η Μόνα την κυττάζει αφηρημένη θαρρείς.

Μόνα: Τι…  τι είπες παιδί μου;

Η Αντιγόνη την κυττάζει τώρα παραξενεμένη.

Αντιγόνη: Συμβαίνει τίποτα μάνα;

Μόνα: Μπα, όχι παιδί μου!  Πώς σου φάνηκε;

Αντιγόνη: Τι λες τώρα μάνα;  Αφού σε βλέπω.  Είσαι ταραγμένη. Μήπως ήρθε ο πατέρας μου εδώ;

Μόνα:  Όχι, όχι, όχι ο πατέρας σου!

Αντιγόνη: Μάλιστα!… Κάποιος ήρθε λοιπόν εδώ!  Ποιος ήταν;  Έλα μάνα, μη με στεναχωρείς!

Μόνα: Ήρθε ο Τζο, ο… πατέρας του Τόνυ.

Αντιγόνη: Τώρα, μάλιστα!  Και τι ήθελε;

Μόνα: Ήρθε λέει να ζητήσει το χέρι σου, για το γιο του τον Τόνυ!

Η Αντιγόνη ανακουφισμένη αρχίζει να γελάει.  Η μάνα της την κυττάζει παραξενεμένη.

Αντιγόνη: Ουφ!  Είπα κι εγώ!  Και τι του είπες;

Μόνα: Τι θαρρείς του είπα;

Αντιγόνη: Ναι βέβαια.  Εσύ ξέρεις καλύτερα κι από μένα την ίδια… τι θέλω να κάνω με τη ζωή μου!

Η Μόνα μονολογεί.

Μόνα: “Ε! Τά ‘ξερε η αφεντιά μου! Δεν τά ‘πα εγώ; Τι κάθεται και μου κουβαλιέται ο Ιταλός εδώ χάμου;  Μήπως και δεν τα ήξερε ο γιος του;  Ε, τώρα τα ξέρει κι ο πατέρας του!  Κι ακόμη καλύτερα που είναι έτσι!”

Μιλάει ξαφνικά στην Αντιγόνη που την κυττάζει.

Μόνα: Αντιγόνη μου με ξέρεις εμένα!  Του τά ‘πα του Ιταλού.  Τού ‘πα πως εσύ αποφασίζεις για τη ζωή σου και κανένας άλλος. Εσύ ξέρεις παιδί μου. Κανένας άλλος. Και… να μη μου στεναχωριέσαι, με τίποτα.  Δε θα ξαναπατήσει εδώ.  Αλλά έπρεπε να σου τα πω, για να τα ξέρεις.

Αντιγόνη: Άκου μάνα μου!  Άντρες είναι πολλοί γύρωμας!  Πολλοί σου λέω. Και όλοι θέλουν!  Εδώ μετράει τι θέλω εγώ.  Κι εγώ δε θέλω άντρα μάνα. Θέλω το πτυχίο μου. Θέλω νά ‘μαι ανεξάρτητη, να μην έχω κανέναν ανάγκη.  Κανέναν σου λέω. Δε θα πάθω εγώ, αυτά που παθαίνουν οι γυναίκες, σαν κι εσένα μάνα.  Να εξαρτάσαι από τα κέφια ενός άντρα!  Όχι… Εγώ θέλω να ζήσω με τους δικούς μου κανόνες και με κανενός αλλουνού! Τελεία και παύλα!  Άκου λέει έρωτες και αηδίες!  Ε, όχι!  Να μου λείπουν αυτά!

Η Αντιγόνη μιλά αποφασιστικά.  Σηκώνεται και την αγκαλιάζει.  Η Μόνα δακρύζει.  Είναι σχεδόν τρομαγμένη,  από το πάθος με το οποίο μιλάει η Αντιγόνη.

Αντιγόνη: Και τώρα… θα σου πω μάνα… πόσο θά ‘θελα να σε δω ευτυχισμένη, ανεξάρτητη, χαρούμενη.  Να μην τρέχεις να ξενοδουλεύεις… και στ’ ορκίζομαι μαμά, θα το κάνω. Θα δουλέψω σκληρά, και θα πετύχω.  Στο υπόσχομαι.

Μόνα: Αχ! κοριτσάκι μου!  Είσαι πληγωμένο!  Ο Θεός να σ’ αγαπάει και να σου δίνει δύναμη.  Να τα φέρει όλα δεξιά.  Να δώσει να πετύχεις, να πραγματοποιηθούν όλα τα όνειρά σου, κι εγώ θα είμαι η πιο ευτυχισμένη μητέρα στον κόσμο.  Εγώ είμαι τυχερή που έχω ένα παιδί σαν κι εσένα.  Και ξέρεις κοριτσάκι μου, εγώ γνωρίζω τον χαρακτήρα σου και σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη.  Είσαι ο ήλιος μου, μέσα στη μιζέρια μου.  Να είσαι ευλογημένη, και νά ‘χεις την ευχή μου κοριτσάκι μου!

Αντιγόνη: Αχ, μανούλα μου, πόσο σε αγαπάω.  Την όποια επιτυχία μου, να το ξέρεις, θα την αφιερώσω σε σένα, γιατί σου την χρωστάω!

Εικόνα τέταρτη

Κρις: Αντιγόνη!  Τα νέα σου!

Αντιγόνη: Ψάχνω για δουλειά!

Κρις: Κι η άλλη; Ακόμα δεν τελείωσες.

Αντιγόνη: Ε, ψάχνω όταν μπορώ. Για νά ‘χω δυο μέρες δουλειά.  Αυτή που ήδη έχω και μια νέα.

Κρις: Αν δε βρεις τίποτα, έλα, στου πατέρα μου. Μπορεί κάτι να έχει και για σένα.

Αντιγόνη: Ευχαριστώ, αλλά δεν είναι σωστό. It is a bad policy, to work for people you are friends with!

Κρις: Γιατί;

Αντιγόνη: Μη με ρωτάς, Κρις.  Είπα κάτι και πρέπει να το δεχτείς.

Κρις: Είσαι πολύ περήφανη εσύ.

Αντιγόνη: Άστο αυτό.  Εγώ σκέφτομαι τι τυχερός είσαι, που σε λίγο θα έχεις στα χέρια σου το πτυχίο σου.  Μακάρι να μπορέσω κι εγώ να μπω στο Πανεπιστήμιο.  Δε θέλω τίποτ’ άλλο.

Κρις: Έλα τώρα!  Μη στενοχωριέσαι.  Αν δε μπεις εσύ, ποιος θα μπει!

Αντιγόνη: Είσαι αισιόδοξος Κρις, κι αυτό μου δίνει λίγο κουράγιο.  Κάποτε ξέρεις ανησυχώ πάρα πολύ για τις εξετάσεις και τα αποτελέσματα. 

Κρις: Είναι πολύ φυσικό. Εγώ ανησυχώ όλοένα.  Ακόμη και τώρα που τελειώνω.

Αντιγόνη: Εγώ δε θέλω τίποτ’ άλλο στη ζωή μου, παρά μόνο αυτό. Είναι άραγε πολύ αυτό που ζητάω;

Κρις: Μα δουλεύεις προς αυτή την κατεύθυνση.  Μη στεναχωριέσαι λοιπόν.  Εγώ το έχω το πρόβλημα.

Αντιγόνη: Δηλαδή;

Κρις: Το πρόβλημά μου είσαι εσύ. Βλέπεις συμπεριλαμβάνεσαι στα σχέδιά μου και στις προσδοκίες μου.

Αντιγόνη: Μα Κρις… αυτή τη στιγμή και να μου μιλάς για κάτι τέτοιο! Δεν άκουσες λέξη απ’ όσα είπα;  Είσαι ο αγαπημένος μου φίλος. Έχω κανέναν άλλον εκτός από εσένα και την Τζιούλη; 

Κρις: Μα εγώ δε θέλω να μ’ αγαπάς, σαν τη Τζιούλη!

Αντιγόνη: Κρις, δε θά ‘πρεπε να μιλάμε για τέτοια πράγματα.  Αλλά θα στο ξαναπώ.  Σ’ αγαπώ σα φίλο κι αν σου έλεγα κάτι διαφορετικό, θα ήταν μεγάλη δυστυχία και για τους δυο μας.

Κρις: Εγώ δε θέλω τίποτα περισσότερο από το να σε νιώθω δίπλα μου.

Αντιγόνη: Ω, Κρις!  Αν δεν αγαπούσα εσένα που είσαι πάντα τόσο καλός μαζί μου, ποιον θ’ αγαπούσα;

Κρις: Ξέρω κι εγώ;  Υπάρχουν και αντίπαλοι… κάποιοι Ιταλοί!

Τον αγκαλιάζει και τον φιλά με στοργή στο μάγουλο.

Αντιγόνη: Όχι δα!  Μην είσαι γελεοίος τώρα!  Κανείς δεν υπάρχει. Έλα τώρα, πες μου, άρχισες να ψάχνεις για δουλειά;

Κρις: Και βέβαια.  Η Sydney Morning Herald, έγινε το ευαγγέλιό μου.  Δεν είναι καθόλου εύκολο. Ψάχνεις, στέλνεις και περιμένεις.  Θέλουν έμπειρους. Πώς να είμαι έμπειρος που μόλις τελείωσα.  Έπρεπε αφότου ήμουν φοιτητής να δουλεύω κάπου για να λέγομαι σήμερα έμπειρος.  Δεν μπορούσα όμως. Όταν είχα λίγον καιρό, βοηθούσα λιγάκι τους γονείς μου. 

Αντιγόνη: Σίγουρα έκανες ό,τι μπορούσες!  Τώρα όμως θα δεις, πως γρήγορα κάποιος θα σου δώσει την ευκαιρία να δοκιμάσεις.  Και τότε σίγουρα θα αποδείξεις τις ικανότητές σου.  Καλύτερα όμως να πηγαίνω.  Θα αναρωτιέται η μάνα μου πού γυρίζω. Γεια σου Κρις.

Κρις: Γεια σου Αντιγόνη.  Να μη χαθούμε έτσι;

Αντιγόνη: Και βέβαια όχι!

Δεν προλαβαίνει να γυρίσει μπροστά της και πέφτει πάνω στον Τόνυ.

Τόνυ: Αντιγόνη!  Καλησπέρα!  Πώς πήγες λοιπόν στις εξετάσεις;

Αντιγόνη: Καλησπέρα Τόνυ!  Καλά… καλά μάλλον. Θα δούμε όμως γιατί… αυτά τα πράγματα, είναι λίγο παράξενα καμιά φορά.  Άλλα περιμένεις κι άλλα σου έρχονται!  Πρέπει όμως να πηγαίνω.  Έχω κιόλας αργήσει και η μητέρα μου θα ανησυχεί.

Τόνυ: Συγγνώμη μια στιγμή Αντιγόνη!  Ακόμη και τώρα, βιάζεσαι.  Οι εξετάσεις όμως τελείωσαν… Τέλος πάντων.  Να σε ρωτήσω αυτό μόνο. Ο πατέρας μου επισκέφτηκε τη μητέρα σου πριν από καιρό, κι εγώ ακόμη περιμένω την απάντησή σου.

Αντιγόνη: Η πρότασή σου ήρθε, στον πιο ακατάλληλο χρόνο, Τόνυ. Πίστεψέ με.  Και το χειρότερο απ’ όλα είναι, ότι ποτέ δεν έλαβες υπόψη σου, την προσπάθειά μου για το Πανεπιστήμιο.  Μου κάνει εντύπωση, που ενώ λες ότι ενδιαφέρεσαι, να μήν το θεωρείς αυτό σπουδαίο.

Τόνυ: Και βέβαια το θεωρώ σπουδαίο.  Αλλά στη ζωή μας υπάρχουν κι άλλα πράγματα εκτός από το σχολείο.

Αντιγόνη: Όχι όμως για μένα Τόνυ! Είμαι βεβαία ότι δεν καταλαβαίνεις τίποτε: την τεράστια προσπάθειά μου, την αγωνία μου ή τα όνειρά μου. Θα πρέπει ίσως να τ’ ακούσεις από το στόμα μου, ξανά: δεν ενδιαφέρομαι να παντρευτώ, ούτε καν να συνδεθώ με κάποιον.  Το δικό μου όνειρο είναι ακριβώς αντίθετο από όλα αυτά: το λένε ανεξαρτησία. Είναι το μόνο όνειρο τουλάχιστον για τώρα.  Αργότερα ποιος ξέρει; “Για ζούμε για πεθαίνουμε, για σ’ άλλον κόσμο πάμε!…”

Τόνυ: Υπάρχει όμως κάποιος άλλος στη ζωή σου.  Αυτό το ξέρω.

Αντιγόνη: Το βλέπεις πως δεν μετράν τα λόγια μου;  Συγγνώμη Τόνυ… αλλά πρέπει να πηγαίνω.

Τον αφήνει και φεύγει. Ο Τόνυ την κυττάζει θλιμμένος. Την ακολουθεί ενω μιλά μόνος του.

Τόνυ: “Κάποια άλλη θα χόρευε από τη χαρά της, η Αντιγόνη κόβει κεφάλια.  Θα τρελαθώ.  Τι να κάνω;”

 Ο Τόνυ στο σπίτι του, αμέσως μετά τη συνάντησή του με την Αντιγόνη.

Τζο: Τόνυ, ήρθες επιτέλους!

Τόνυ: Γειά σου πάπα.

Ο Τζο τον κυττάζει.  Κρατάει στα χέρια του εφημερίδα. Ο Τόνυ δε φαίνεται να προσέχει. Προχωρά στο δωμάτιό του.  Η Αιμιλία φωνάζει.

Αιμιλία: Μα δεν ακούς που σου μιλάει ο πατέρας σου;

Τζο: Ναι, γιε μου μη φεύγεις.  Θέλω να σου δείξω κάτι στη σημερινή εφημερίδα της Herald.

Τόνυ: Ακούω πάπα.

Τζο: Σπίτι τεσσάρων δωματίων, σαλόνι, χώρια τραπεζαρία, κουζίνα πλυσταριό, γκαράζ! όλα αυτά για  350.000 δολλάρια.  Και πού λες ότι είναι…

Σταματά, καθώς ο Τόνυ έχει ήδη αποχωρήσει από το σαλόνι.

Τζο: Μα… Τόνυ!

Αιμιλία: Η εποχή αυτή, μόνο… κακό κάνει!  Χαλάει τους νέους, σου λέω!..  Όσο πάει και χειρότερα!

Τζο:  Έχει προβλήματα γυναίκα!  Δεν τον βλέπεις;  Αλλά τι να ξέρεις εσύ από άντρες!  Πρέπει να φύγει για λίγο από εδώ.  Ένα καλό ταξίδι στην Αμερική και στην Ευρώπη θα του κάνει καλό.

Αιμιλία: Εσύ, ξέρεις κάτι και δε μου το λες.  Θα φταίει αυτό το κορίτσι, η… Αντιγόνη!

Τζο: “Καλά που δεν ξέρεις όλη την ιστορία εσύ, αλλιώς αλοίμονό μας!”

Αιμιλία: Τι μουρμουρίζεις πάλι Τζο; Πολλά μυστικά έχετε σεις οι δυο, τώρα τελευταία.

Τζο: Από σένα; Μπορεί κανείς να έχει μυστικά από σένα Αιμιλία μου; Το αποκλείω. 

Αιμιλία: Σοβαρέψου επιτέλους.  Ανησυχώ πολύ για το παιδί μου. Δεν μπορώ να το βλέπω έτσι. Υποφέρει.  Άραγε να αγαπά αυτήν την… Αντιγόνη και να μην το λέει;

Τζο: “Επιτέλους το κατάλαβες!”

Αιμιλία: Τι κατάλαβα!  Ότι αγαπάει την Αντιγόνη;

Τζο:  Ε, ναι είπα… πως μπορεί και να είναι έτσι!

Αιμιλία: Αχ, Θεέ μου!  Τι μπορούμε να κάνουμε;

Τζο: Να περιμένουμε.  Αυτό θα κάνουμε.  “Ευτυχώς που δεν ξέρει τίποτα για την επίσκεψή μου στης Μόνας!  Αλοίμονό μου αν το μάθει ποτέ!  Όλο το Harbour του Σύδνεϋ δε θα μπορεί να ξεπλύνει το κρίμα μου!”

Αιμιλία: Πάψε πια να μουρμουρίζεις!  Με νευριάζεις σου λέω!  Ό,τι έχεις να πεις πέστο δυνατά σαν άντρας!  Όχι σαν ποντίκι. Για φαντάσου! Στη Μαρία που είναι και δικό μας κορίτσι και τον θέλει, ούτε που δίνει καμία σημασία.  Θέλει την Αυστραλέζα, την ξεβράκωτη κόρη της Ελληνίδας και του τζογαδόρου!  Κι αυτή, απ’ ότι καταλαβαίνω, κάνει τη δύσκολη.  Λες και θα βρει καλύτερον από τον Τόνυ μου! Τι να πει κανείς;  Αν αυτό δεν είναι άσχημο νέο, δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να είναι!

Τζο: Προσευχήσου να μη σ’ έχει ακούσει ο γιος μας!

Αιμιλία: Χμ!  Τι μας λες;  Γιατί ψέματα είναι όλ’ αυτά που λέω;

Τζο: Σώπα βρε γυναίκα επιτέλους και θα σ’ ακούσει σου λέω! Εγώ… έχω ακούσει ότι το κορίτσι δε θέλει να παντρευτεί.  Θέλει να σπουδάσει.  Έγκλημα είναι; Καλά κάνει.   Σήμερα όλοι πρέπει να είναι ανεξάρτητοι.  Δες τη μάνα της!

Αιμιλία: Δηλαδή δε θέλει άντρα; Μήπως μισεί τους άντρες; Με τέτοια συμπεριφορά σαν του πατέρα της, όλα να τα περιμένει κανείς!

Τζο: Ψυχολόγα μου εσύ!

Αιμιλία: Πάψε Τζο με τις σαχλαμάρες σου.  Εδώ τα πράγματα είναι σοβαρά. Μωρέ μήπως έχει κανέναν άλλον και δεν την πήρε κανείς μυρουδιά!  Σου είναι αυτές οι Αυστραλέζες και μη χειρότερα!

Τζο:  Ό,τι θέλεις λες.  Λες και οι Ιταλίδες είναι αλλιώτικες!  Όλες Αυστραλέζες είναι.  Εδώ γεννιούνται, εδώ μεγαλώνουν!  Είναι να τό ‘χει η κούτρα της κάθε νιας να είναι εντάξει, κι όχι η καταγωγή της.  Κι αυτή η κοπελίτσα, είναι πειρατίνα σου λέω.  Έχει το κεφάλι ψηλά και είναι δυνατή!

Αιμιλία: Τώρα… μάλιστα!  Μην περιμένεις να συμφωνήσω μαζί σου.  Μου φαίνεται ότι εσείς οι άντρες, δεν ξέρετε τίποτα!  Τέλος πάντων.  Αρκετά σκότισα το κεφάλι μου με δαύτη! “Μαντόνα!  Την ερωτεύτηκε ο γιος, τώρα  κοντεύει να την ερωτευτεί και ο πατέρας!  Χμ!  Και μη χειρότερα!”

Εικόνα πέμπτη

Ο Τόνυ βγαίνει ξαφνικά μπροστά στην Αντιγόνη, φράζοντάς της το δρόμο.  Το ύφος του είναι αποφασιστικό και δε σηκώνει αντιρρήσεις.  Η Αντιγόνη το διασθάνεται και δεν αντιδράει.  Περιμένει πολύ ανήσυχη.

Αντιγόνη: Τόνυ!

Τόνυ: Αντιγόνη, με συγχωρείς για μια τελευταία φορά!

Αντιγόνη: Ναι…

Τόνυ: Θα μπορούσαμε να συναντηθούμε, κάπου;

Αντιγόνη: Μα… τι έχουμε να πούμε επιτέλους; Τόνυ σε παρακαλώ, μη συνεχίζεις τα ίδια!

Τόνυ: Πρέπει, κι ύστερα από αυτή τη φορά, στ’ ορκίζομαι, δε θα σε ενοχλήσω ποτέ πια.

Αντιγόνη: Ο.Κ.!  Πού θέλεις να συναντηθούμε;

Τόνυ: Έξω από το tennis court! 

Αντιγόνη: Ποια ώρα;

Τζο: Στις τεσσερεις και μισή το απόγευμα.

Αντιγόνη: Ο.Κ., θα προσπαθήσω.

Λίγο αργότερα συναντώνται οι δυο τους ο Τόνυ και η Αντιγόνη.

Τόνυ: Ήρθες!

Αντιγόνη: Σου είπα πως θά ‘ρθω!

Τόνυ: Πάμε να μιλήσουμε στ αυτοκίνητό μου;

Αντιγόνη: Όχι, καλά είμαστε εδώ, έξω.

Τόνυ: Ίσως να μη θέλεις, να μας δούνε!

Αντιγόνη: Γιατί; Δεν κάνουμε τίποτα!  Είμαστε γνωστοί και απλά συζητούμε για κάτι.  Ίσως να είναι και η τελευταία φορά αυτή!  Έτσι δεν είναι;

Ο Τόνυ την κυττάζει μαλαγχολικά και επαναλαμβάνει σιγανά.

Τόνυ: Ίσως!..

Αντιγόνη: Ας περπατήσουμε λιγάκι.

Ακολουθούν στιγμές αγωνίας και για τους δύο.  Η Αντιγόνη, είναι ανήσυχη. Περιμένει.

Τόνυ: Αντιγόνη, πρέπει να σου πω…

Σταματάει και αναγκάζει την Αντιγόνη να τον κυττάξει.  Αυτός την πλησιάζει περισσότερο και απλώνει τα χέρια του γύρω από τα μπράτσα της.  Η Αντιγόνη δεν αντιδρά για λίγο και περιμένει, καταβάλλοντας φανερά προσπάθεια γι αυτό.

Τόνυ: Αντιγόνη σ’ αγαπώ. Δεν μπορώ να σε βγάλω από το μυαλό μου. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ στη δουλειά μου, δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα άλλο παρά εσένα.  Σε παρακαλώ! Δώσε μου μια ευκαιρία να δεις, ποιος είμαι! Θ’ αρρωστήσω Αντιγόνη!  Λυπήσου με!

Η Αντιγόνη μουρμουρίζει, κλείνοντας τα μάτια της, μουδιασμένη από φόβο και αγωνία. Είναι αποφασισμένη όμως να το αντιμετωπίσει.  Μετράει τις σκέψεις και τα λόγια της.  Τον καλοπιάνει.

Αντιγόνη: “Τι έφταιξα Θεέ μου για νά  ‘χω αυτό το πρόβλημα τώρα;” Τόνυ, πρέπει να μου δώσεις καιρό… Δεν γνωριζόμαστε!  Πώς είναι όλα αυτά δυνατά;  Μήπως υπερβάλλεις!  Δεν μπορεί έτσι στα καλά καθούμενα… χωρίς να λάβεις υπόψη και τα δικά μου αισθήματα.  Δε νομίζεις;

Τόνυ: Άσε με να σ’ αγαπώ, άσε με να σε βλέπω και θα δεις πως κι εσύ θα μ’ αγαπήσεις μια μέρα!

Αντιγόνη: Τόνυ… είναι σωστό να εκλιπαρείς την αγάπη, εσύ ένας νέος άνθρωπος, τόσο καλός και νοικοκυρεμένος;  Εγώ δεν σ’ αγαπώ Τόνυ.  Δεν είχα καθόλου την πολυτέλεια του χρόνου, για να μετρήσω τα αισθήματά μου.  Ειλικρινά το λέω.  Μόλις που ξεμπέρδεψα με τις εξετάσεις μου.  Σίγουρα μόλις αρχίζω να συνειδητοποιώ τη στιγμή αυτή,  τη δική σου κατάσταση και λυπάμαι.  Νόμιζα πως επρόκειτο για ένα φλερτ και τίποτα περισσότερο. 

Τόνυ: Άσε με να σ’ αγαπώ Αντιγόνη.  Δε θα σταθώ ποτέ εμπόδιο στην όποια σου επιθυμία.  Σου τ’ ορκίζομαι. Μου φτάνει να είσαι κοντά μου.  Να σε βλέπω, να μου μιλάς κι αυτό θα μου είναι αρκετό, για να είμαι ευτυχισμένος.

Αντιγόνη: Μα… Τόνυ! Πώς είναι δυνατόν να σκέφτεσαι έτσι.  Δε θα το επέτρεπα ποτέ στον εαυτό μου, σε όποιαδήποτε περίπτωση να βρεθώ σε μια τέτοια θέση.  Σε παρακαλώ ηρέμησε!  Δε σκέφτεσαι σωστά.  Ακούγεσαι απελπισμένος κι αυτό είναι άδικο και για τους δυο μας.  Αξίζεις μια καλή κοπέλα να σε αγαπά και να σε εκτιμά.  Από εμένα έχεις την εκτίμησή μου, όχι όμως και την αγάπη μου.  Εγώ δεν αγαπώ κανέναν με τον τρόπο που εσύ θά ‘θελες.  Έχω ορκιστεί να σπουδάσω πρώτα και μετά… δεν ξέρω τι θα γίνει. Κι αν αλήθεια μ’ αγαπάς λιγάκι, θα πρέπει να σεβαστείς την επιθυμία μου και να πάψεις να φέρνεσαι σαν παιδί. Ναι;

Τόνυ: Όχι… δεν γίνεται… δεν μπορώ να περιμένω τόσα χρόνια.  Θα τρελαθώ στη σκέψη, ότι κάποιος άλλος θα σε πάρει.

Αντιγόνη: Μα δεν υπάρχει άλλος, Τόνυ! Δεν υπάρχει και ούτε θα υπάρξει.. Δεν άκουσες λέξη από όσα είπα! “Θεέ μου πώς έμπλεξα έτσι! Πόσο το λυπάμαι το παλικάρι.  Δεν μπορεί να είναι καλά.  Δε φταίω σε τίποτα εγώ.  Ποτέ μου δεν τον ενθάρρυνα η δύστυχη.  Για δες με πού έμπλεξα!”

Ο Τόνυ ξαφνικά στέκεται μπροστά της και πριν η Αντιγόνη καταλάβει βρίσκεται φυλακισμένη στα χέρια του.  Η αναπνοή του είναι στο πρόσωπό της.  Την σφίγγει απάνω του βίαια και την γεμίζει φιλιά.  Η Αντιγόνη κοκκαλώνει για μια στιγμή.  Ο Τόνυ τη φιλά στο λαιμό και προσπαθεί να ανοίξει τον ώμο της τραβώντας το μπλουζάκι της.  Η Αντιγόνη συνέρχεται και με μια απότομη κίνηση ελευθερώνει τα χέρια της και φωνάζει χτυπώντας τον συγχρόνως γροθιές.

Αντιγόνη: Ε, όχι!  Πάλι τα ίδια!  Άσε με άσε με σου λέω!  Είσαι τρελός… τρελός σου λέω!  

Του ξεφεύγει και πισοπατώντας σχεδόν τρικλίζοντας από την ταραχή της είναι αγριεμένη.  Ο Τόνυ ορμάει πάλι πίσω της επιχειρεί και πάλι να την αρπάξει.  Η Αντιγόνη φωνάζει απειλητικά.

 Αντιγόνη: Θα φωνάξω βοήθεια!  Βοήθεια… Βοήθεια!..

Ο Τόνυ σταματά ξαφνικά και την κυττάζει, κυττάζει γύρω του, αμίλητος για μερικές στιγμές μόνο και ύστερα, σαν μεθυσμένος, κλαίγοντας τρέχει μακριά της.

Η Αντιγόνη κυττάζει γύρω της τρομαγμένη.  Με ανακούφιση διαπιστώνει πως δεν είναι κανείς τριγύρω. Τρέμει και τα μάτια της είναι δακρυσμένα.

Αντιγόνη: “Θεέ μου βοήθησέ τον… Βοήθησέ τον… κι εμένα… εμάς, Παναγιά μου… Τη μάνα μου… κι εμένα!”

Εικόνα έκτη

Μόνα: Τι κάθεσαι και μου λες τώρα παιδί μου!

Αντιγόνη: Δεν ξέρω τι να κάνω μάνα! Δεν έπρεπε να πάω στο ραντεβού αυτό.  Ήταν λάθος μου! Νόμισα πως έτσι θα το πάρει απόφαση και θα μ’ αφήσει ήσυχη, επιτέλους. Τον φοβάμαι!  Το παιδί δεν ξέρει τι λέει και τι κάνει!  Δεν παίρνει από λόγια και εξηγήσεις.  Με το ζόρι σώνει και καλά, θα με παντρευτεί ή… Σου λέω, δεν ξέρει τι λέει!  Πρέπει να ειδοποιήσω την αστυνομία.  Φοβάμαι να τον ξανασυναντήσω, έστω και τυχαία, στο δρόμο. 

Μόνα: Περίμενε κορίτσι μου!  Δεν κάνει, είναι γείτονές μας οι άνθρωποι εδώ και τόσα χρόνια.  Κάτσε να μιλήσω εγώ του πατέρα του.  Είναι ευγενικός ο άνθρωπος και θα μιλήσει στο γιο του.

Αντιγόνη: Αν προτιμάς, να το κάνεις αυτό, κάνε το. Πάντως εγώ, δεν τον εμπιστεύομαι πλέον τον άνθρωπο.  Είναι πολύ άρρωστος.  Δεν εξηγείται αλλιώς! Ευτυχώς που ξεμπέρδεψα με το σχολείο.  Δόξα στο θεό!

Μόνα: Πάω τώρα αμέσως, για  να τον δω.

Εικόνα έβδομη

Μόνα: Κύριε Τζο μου… δεν τον αγαπάει, δεν αγαπάει το κακόμοιρο κανέναν.  Είναι μικρό το παιδί μου και όπως σου είπα θέλει να σπουδάσει.  Αυτά τα πράγματα δε γίνονται με το ζόρι.

Τζο: Κυρία μου καταλαβαίνω.  Με συγχωρείτε που σας έβαλε σε τόση φασαρία, ο γιος μου.  Ούτε κι εγώ την καταλαβαίνω την επιμονή του στο θέμα.  Αλλά σίγουρα θα του μιλήσω και θα πρέπει να συμμορφωθεί.  Αλοίμονο!.. Δεν είναι και κανένας αμόρφωτος άνθρωπος. Είναι ένα νέο παλικάρι, που έτσι να κάνει, θα βρει ένα σωρό κοπέλες. Δε συμφωνείτε;

Μόνα: Σίγουρα κύριε Τζο μου!  Γι αυτό και απορούμε … δηλαδή…  η κόρη μου κι εγώ!

Τζο: Μη στενοχωρείστε λοιπόν και να θεωρήσετε, ότι το θέμα έχει κλείσει!

Μόνα: Σ’ ευχαριστώ, κύριε Τζο μου!  Το ήξερα εγώ ότι εσύ έχεις τον τρόπο σου, και θα το ταχτοποιήσεις!  Χαίρετε λοιπόν… κι ευχαριστώ!

Τζο:  Ναι, βέβαια!  Χαίρετε!

Μπαίνει ο Τόνυ στο σαλόνι. Κάθεται σε μια πολυθρόνα και το βλέμα του είναι χαμένο. Ο Τζο προσποιείται ότι δεν βλέπει τίποτε το παράξενο.

Τζο: Α!  Ήρθες επιτέλους και σε ήθελα.

Τον κυττάζει και περιμένει απάντηση.  Ο Τόνυ εξακολουθεί να κυττάζει απαθής το κενό.  Ο Τζο όμως δεν σταματά.

Τζο: Ήρθε η Μόνα.  Έμαθα για το επεισόδιο με την Αντιγόνη!  Τι έχεις να πεις;

Ο Τόνυ εξακολουθεί να μην αποκρίνεται.

Τζο: Άκου, Τόνυ! Δεν είσαι ένας τυχαίος νέος!  Έχεις μια καλή οικογένεια, μια καλή αδερφή στο δικό της σπιτικό, μια σπουδαία δουλειά και ένα ακόμη σπουδαιότερο μέλλον.  Μην τα πετάς όλα στο καλάθι των αχρήστων, από καπρίτσιο. Γιατί δεν μπορώ να ονομάσω όλη αυτήν την ιστορία, κάτι περισσότερο από ένα καπρίτσιο! Αν όμως εσύ πιστεύεις, ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα, τότε εγώ αφού σε ακούσω, θα σου προτείνω να σκεφτούμε παρεούλα και να πράξουμε!  Δεν είσαι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που τραβολογιέται σε γυναικοδουλειές. Αλλά έλα που δε φταίει σε τίποτα και το κοριτσάκι!  Μωρέ παιδί μου, που πήγες και σκάλωσες κι εσύ!  Λείψαν οι γυναίκες από τον κόσμο και κόλλησες σε τούτο το άβγαλτο, που δεν έχει κάνει και τίποτα, απ’ ότι καταλαβαίνω!  Τι σου κόλλησε; Άντε παιδί μου και δεν ξέρεις.  Μπορεί και να τους μισεί τους άντρες αυτή η μικρή.  Η μάνα της κι αυτή δεν είδαν μια προκοπή από τον Ρόμπερτ!

Τόνυ: Πάψε, επιτέλους πατέρα!  Τι καταλαβαίνεις εσύ, απ’ αυτά τα πράγματα!

Σηκώνεται νευριασμένος και βγαίνει χτυπωντας την πόρτα.

Εικόνα όγδοη

Τόλιος: Τά ‘μαθες Μόνα;

Μόνα: Τι να μάθω;

Τόλιος: Ο Τόνυ καλέ… ο γείτονάς μας!  Κρίμα στο παλικάρι!..

Μόνα: Χριστέ και Παναγιά!  Μίλα καλέ επιτέλους, τι εννοείς;

Τόλιος: Έπαθε ατύχημα… αυτοκινητιστικό ατύχημα!

Μόνα: Αχ, Θεέ μου!  Πότε;  Πώς;  Πώς είναι το παλικάρι;  Πού το έχουν;

Τόλιος: Στο νοσοκομείο.  Δεν ξέρω πολλά!

Μόνα: Πότε έγινε αυτό το κακό;

Τόλιος: Χτες το βραδάκι.  Έτσι ακούσαμε από τους γείτονες.

Μόνα: Τους καϋμένους τους γονιούς του, να λες!

Τόλιος: Είναι συντετριμμένοι οι δυστυχείς.  Τι άλλο θα περίμενε κανείς!

Εικόνα ένατη

Μόνα: Αντιγόνη μου… πάει το παλικάρι!

Αντιγόνη: Ποιο παλικάρι βρε μάνα;  Εξηγήσου και τρελαίνεις άνθρωπο!

Μόνα: Ο Τόνυ!  Τό ‘μαθα στου Τόλιου.  Κάποιοι γείτονες τού ‘παν τα κακά νέα.

Αντιγόνη: Τι έγινε;  Τι έπαθε;  Μίλα,  επιτέλους μάνα μου!

Μόνα: Χτες το βραδάκι είπαν… με το αυτοκίνητό του, έπαθε ατύχημα.

Η Αντιγόνη καταρρέει στην πολυθρόνα.

Αντιγόνη: Πρέπει να πάμε στο νοσοκομείο να τον δούμε!

Μόνα: Πώς κόρη μου;  Μετά από όλα τα ρεζιλίκια μας!  Ποιον να ρωτήσω;  Κι ύστερα εσύ τον απόδιωξες!  Οι γονιοί του, μπορεί και να μη θέλουν να μας δούν στα μάτια τους!

Αντιγόνη: Μάνα δε θα πάμε να τον δούμε, παρά σαν άνθρωπο και σαν γείτονα! Μπορεί να του κάνει και καλό να με δει εκεί στο κρεββάτι του πόνου.  Ύστερα μάνα η δουλειά μου με τέτοια θα με απασχολεί.  Δεν μπορώ να κλείνω τα μάτια μου στην ανθρώπινη δυστυχία.

Χτυπάει η πόρτα.  Η Μόνα σηκώνεται βιαστικά και ανοίγει.  Είναι ο Τζο χλωμός αδυνατισμένος και λυπημένος. Η Αντιγόνη σηκώνεται κι έρχεται προς το μέρος του.

Μόνα: Περάστε, κύριε Τζο μου.

Η Αντιγόνη του προτείνει το χέρι της, αληθινά λυπημένη.

Αντιγόνη: Κύριε Τζο… Λυπάμαι για τον Τόνυ!  Ακούσαμε… Πώς είναι;

Τζο: Πώς να είναι παιδί μου; Εκεί είναι κατάκοιτος αμίλητος με τα μάτια του κλειστά.  Το κακό έγινε χτες το βράδυ.   Μιλήσαμε για κάτι κι όταν έφυγε…

Η φωνή του τρέμει.  Δακρύζει.  Τραβάει το μαντίλι του και σκουπίζει τα μάτια του.

Αντιγόνη: Ο Θεός είναι μεγάλος κύριε Τζο.  Ας προσευχόμαστε  και όλα θα πάνε καλά. Εγώ είμαι σίγουρη ότι ο Τόνυ θα γίνει γρήγορα καλά.  Ο Θεός είναι μεγάλος!

Τζο: Αντιγόνη… με συγχωρείς παιδί μου που σε αποκαλώ με το όνομά σου, ήρθα να σου ζητήσω μια μεγάλη χάρη. Ξέρω πως ο Τόνυ σε στεναχώρησε με την επιμονή του, αλλά σε παρακαλώ, πήγαινε να τον δεις.  Παραμιλά και σε ζητά.  Δεν είναι καλά.  Οι γιατροί είπαν ότι δεν είναι μόνο τά τραύματά του από το ατύχημα… είναι και το ψυχολογικό. Κάτι σοβαρό τον βασανίζει. Ρώτησαν σε ποιον ανήκει το όνομα Αντιγόνη και όταν τους εξηγήσαμε, μας είπαν ότι πιθανόν η παρουσία σου να τον βοηθήσει. Όταν είναι σε λήθαργο ή όταν είναι στο ξύπνιο, φαίνεται χαμένος στη δική σου τη σκέψη.

Η Αντιγόνη λυπημένη πλησιάζει τον Τζο και τον αγκαλιάζει.

Αντιγόνη: Πόσο λυπάμαι!  Αλήθεια, πόσο λυπάμαι! 

Ξεσπά σε δάκρυα.

Τζο: Κόρη μου, θα έρθεις για να τον δεις;

Η Αντιγόνη κουνάει το κεφάλι της καταφατικά.

Αντιγόνη: Θέλετε να πάμε μαζί τώρα;

Τζο: Αν μπορείτε!  Όσο πιο γρήγορα, τόσο καλύτερα, όπως είπαν και οι γιατροί.

Οι δυο γυναίκες παίρνουν τις τσάντες τους  και τον ακολουθούν με βιάση.

Εικόνα δέκατη

Ο Τόνυ στο κρεββάτι του νοσοκομείου παραμιλά με άγχος.  Σταγόνες ιδρώτα καλύπτουν το πρόσωπό του.

 Τόνυ: Μη φεύγεις!…  Μείνε κοντά μου!…  Ω συγχώρεσέ με άγγελέ μου! συγχώρεσέ με… Είμαι ένα τέρας!.. Αντιγόνη…

Η Αιμιλία κάθεται δίπλα του και σκουπίζει διαρκώς τα μάτια της. Η Μόνα και ο Τζο παρακολουθούν λυπημένοι, ενώ η Αντιγόνη πλησιάζει και σκύβει επάνω του. Με το μαντήλι της του σκουπίζει το μέτωπο και τα μάγουλα.  Τον χαϊδεύει στο μέτωπο και του μιλά σιγανά κοντά στο αυτί του.  H Aμιλία την κυττάζει παρακλητικά.

Αντιγόνη: Τόνυ, ήρθα.  Με φώναξες κι ήρθα!  Μ’ ακούς; Μίλησέ μου Τόνυ!  Σε παρακαλώ!

Δακρύζει και τα δάκρυα στάζουν πάνω στα χείλια και στα μάγουλα του Τόνυ.

Αντιγόνη: Ω, Τόνυ!  Μίλησέ μου λοιπόν!  Πες μου κάτι…

Κλαίει. Ο Γιατρός παρακολουθεί τις αντιδράσεις του αρρώστου. Οι λοιποί στο δωμάτιο είναι κατασυγκινημένοι. Ο Τόνυ ανοίγει τα μάτια κατακουρασμένα.  Τα ξανακλείνει.  Περνούν μερικές στιγμές και όλοι περιμένουν.  Σηκώνει το χέρι του πάνω στο στήθος του.  Αναστενάζει και μιλάει με σβησμένη φωνή.  Παραληρεί και πάλι.

Τόνυ: Αντιγόνη!.. Σε πίεσα… σκότωσα την εκτίμηση… για μένα!  Να πεθάνω! Σ’ έχασα!

Αντιγόνη:  Όχι! Όχι!  Δεν μπορείς να σκέφτεσαι έτσι.  Ξύπνα λοιπόν να μιλήσουμε, να μ’ ακούσεις.  Ω, Τόνυ!  Αν ήξερες πόσοι άνθρωποι σ’ αγαπούν και πόσο πονούν για σένα!

Τόνυ: Είπες… δεν ενδιαφέρομαι… Δε  σ’ άκουσα!

Η Αντιγόνη σκύβει πάλι επάνω από το μέτωπό του.

Αντιγόνη: Τόνυ, ξύπνα! Ήρθα για να μιλήσουμε.  Αν μ’ αγαπάς, ξύπνα και μίλησέ μου!  Είμαι η Αντιγόνη.

Ο Τόνυ ανοίγει τα μάτια του.  Κυττάζει γύρω του χαμογελά και κλείνει πάλι τα μάτια του.

Αντιγόνη: Είδες που είμαστε όλοι εδώ;  Κι εγώ… η Αντιγόνη… Ξύπνα λοιπόν για να μιλήσουμε!  Σε περιμένω!

Ξάφνου δεν μπορεί. Κλείνει το πρόσωπό της με τα χέρια της και μουρμουρίζει απεγνωσμένα.

Αντιγόνη: “Μη με τιμωρείς θεέ μου!  Δεν είμαι εγωίστρια.  Ένα όνειρο είχα κι αυτό μόνο ήθελα να πραγματοποιηθεί!   Είναι πολύ αυτό που ζητάω;”

Τόνυ: Αντιγόνη!

Η Αντιγόνη τραβάει τα χέρια της σιγά-σιγά από το πρόσωπό της.  Τον κυττάζει. Ο Τόνυ την κυττάζει με το κουρασμένο του βλέμμα.  Έχει ήδη απλώσει το χέρι του προς το μέρος της.

Τόνυ: Αντιγόνη… ήρθες, είσαι εδώ!  Σ’ ευχαριστώ!

 Κλείνει τα μάτια του και παίρνει βαθιά αναπνοή. Σιωπά. Η Αντιγόνη δεν ξεκολλά τα μάτια της από το πρόσωπό του.  Συνεχίζει πάλι με κόπο.

Τόνυ: Συγχώρεσέ με… Δεν ήθελα….  να καταλάβω!  Δεν ήθελα …. να σε χάσω!

Αντιγόνη: Τι λες Τόνυ!  Τι να σου συγχωρήσω;  Τι έκανες για να σε συγχωρήσω!  Επειδή αγάπησες ζητάς συγγνώμη;  Εγώ, δεν μπορούσα να καταλάβω το συναίσθημά σου Τόνυ… Σε παρακαλώ όμως να με ακούσεις.  Πρέπει να γίνεις καλά! Κύτταξε τριγύρω σου.  Πόσοι άνθρωποι σε αγαπούν… καθένας με τον τρόπο του ίσως, αλλά είναι εδώ για σένα.  Δεν μετράει αυτό Τόνυ;

Τόνυ: Μετράει… Αντιγόνη….  Μετράει… Πες μου… με συγχωρείς… την επιπολαιότητα… τον εγωϊσμό…

Αντιγόνη: Είμαστε φίλοι Τόνυ.  Καλοί φίλοι κι αυτό έχει σημασία.

Ο Τόνυ χαμογελά.

Τόνυ: Σ’ ευχαριστώ!..

Αντιγόνη: Έλα τώρα, μη μιλάς, ξεκουράσου και θα δεις πόσο γρήγορα θα βγεις από εδώ και όλα θα είναι όπως και πριν. 

Ο Τόνυ έχει κλείσει τα μάτια του.  Πέφτει πάλι σε λήθαργο.  Φαίνεται όμως γαληνεμένος.  Ο ιδρώτας έχει πάψει να αναβλύζει και ο γιατρός κουνάει το κεφάλι του ικανοποιημένος.

Γιατρός: Βρισκόμαστε σε καλό δρόμο.

Εικόνα ενδέκατη

Τόνυ: Λοιπόν;  Πώς σου φαίνομαι με τις πατερίτσες μου;

Αντιγόνη: Υπέροχος όπως πάντα! Τόσον καιρό δουλέψαμε και ρωτάς πώς φαίνεσαι;  Μια χαρά φαινεσαι.  Τι καλά που είσαι στο σπίτι σου και όχι στο νοσοκομείο.  Δε θ’ αργήσεις να περπατάς χωρίς τα βοηθήματά σου.  Το είπε ο γιατρός.

Τόνυ: Είσαι ο καλός μου άγγελος.  Μ’ έκανες να δω τη ζωή, όπως είναι. Έπαψα να είμαι εγωϊστής και κακομαθημένος. Ξέρεις, μετά από εκείνη… την τελευταία συνάντησή μας, σαν πήγα στο σπίτι μου -είχε σχεδόν νυχτώσει- και… μου μίλησε ο πατέρας μου, νόμισα πως θα σκοτώσω άνθρωπο. Τιμωρήθηκα γι αυτό μου το συναίσθημα.  Έπαθα το ατύχημα και κατάλαβα όλα όσα είπα στην αρχή. Εξηλεώθηκα ίσως!  Έμαθα και κάτι ακόμη Αντιγόνη: τι θα πει φιλία. Μπορούν να υπάρχουν καλές σχέσεις, ανάμεσα στα φύλα, όταν υπάρχει εκτίμηση. Από τη δική σου συμπεριφορά έμαθα να σέβομαι την προσωπικότητα των άλλων, να δέχομαι τις αποφάσεις τους, σε σχέση με το άτομό μου, να τις σέβομαι και προ πάντων έμαθα να δέχομαι… κάποιες ήττες μου!

Αντιγόνη: Τα πράγματα είναι σε καλή σειρά Τόνυ.  Για φαντάσου πόσα ωραία πράγματα συνέβησαν τώρα τελευταία.  Εσύ έγινες καλά, κι εγώ πέρασα.  Δεν είναι αρκετά αυτά για να γιορτάσουμε;  Και κάτι άλλο: Οι μεγάλες φιλίες είναι κάποτε για πάντα, αντίθετα ίσως με τον έρωτα!  Έτσι δε λένε;

Γελούν και οι δυο τους ευχαριστημένοι.

Εικόνα δωδέκατη

Μαρίνα: Ελάτε καλέ, περάστε… Εδώ είμαστε όλοι…

Τόλιος: Καλώς τες, τις  κυράδες, καλώς τες!

Η Μαρίνα ασπάζεται την Μόνα και την Αντιγόνη.  Το ίδιο ο Τόλιος και ο Κρις.

Τόλιος: Μπράβο κοριτσάκι μας!  Γιατρός ε;  Ποιος τη χάρη μας τώρα που έχουμε και μέσον!

Αντιγόνη: Σιγά κυρ-Τόλιο!  Ακόμα δεν άρχισα… και μες λες γιατρό!

Μαρίνα: Μέρες είναι και θα περάσουν!  Θυμάσαι… πότε ήσουν τοσηδούλα και τώρα!…

Μόνα: Σωστά, κυρά Μαρίνα μου, πολύ σωστά τα λες!  Τα χρόνια περνάν.  Αυτό λέω κι εγώ. Η Αντιγόνη όμως δε στεναχωριέται γι αυτό. Ξέρει τον αγώνα που έχει μπροστά της και εγώ από κοντά της.  Αλλά χαλάλι της! Αξίζει και με το παραπάνω, τις θυσίες και του κόπους μου.  Μακάρι, όλοι οι γονείς του κόσμου, νά ‘χουν τέτοια παιδιά.  Μακάρι, δεν το λέω από υπερηφάνεια η καϋμένη.  Θέλω να πω, πως δοξάζω το Θεό γι αυτό το δώρο Του:  την Αντιγόνη μου.   Να μου την έχει πάντα καλά.  Αυτό μόνο προσεύχομαι.

Κρις: Έλα, πατέρα.  Άνοιξε το κρασί.

Αντιγόνη: Με κάνετε να ντρέπομαι.  Όλη αυτή η φασαρία για μένα;  Τίνος ήταν αυτή η όμορφη ιδέα;

Μαρίνα: (Κλείνει με πονηριά το μάτι στην Αντιγόνη)  Να τα πούμε;  Ε, άϊντε ας το πούμε: του Κρις!  Τίνος άλλου;

Αντιγόνη: Ε, είπα κι εγώ!  (Γελά κυττώντας τον Κρις).

Μαρίνα: Και δε μας λέτε μωρές κοπέλες, τι κάνει ο Τόνυ;

Μόνα: Καλά είναι, ο καϋμένος. Ε, έχει ακόμη τις πατερίτσες, αλλά εντάξει, οι γιατροί είπαν ότι θα γίνει εκατό τοις εκατό καλά, όπως και πριν. Βγήκε βέβαια από το νοσοκομείο.

Μαρίνα: Ναι, ναι, τα μάθαμε.  Τον είδαμε δυο φορές στο νοσοκομείο,  αλλά έκτοτε… δεν έτυχε ν’ ανταμώσουμε, κάποιον από την οικογένειά του.

Μόνα: Ε, πηγαίναμε συχνά.  Ήταν για λύπηση το παλικάρι. 

Κρις: Πόσο συχνά είναι το συχνά;

Αντιγόνη: Μην είσαι μωρό, Κρις.  Άρρωστος άνθρωπος ήταν.  Είχε ανάγκη από παρέα.  Εγώ θα έκανα το ίδιο, για κάθε φίλο!

Κρις: Φίλος είπες;

Αντιγόνη: Ναι… καλός φίλος!

 Κρις: Φίλος… φίλος;

 Αντιγόνη: Φίλοι σίλυ… Σταμάτα την ανάκριση και συγκεντρώσου στο γέμισμα των ποτηριών.

Τόλιος: Καλά σου λέει το κορίτσι.  Άϊντε στην υγειά μας.  Και καλές επιτυχίες.

Αντιγόνη: Νά ‘στε καλά, νά στε καλά!  Κρις σύντομα να βρεις μια καλή θέση κάπου, για να πάψεις επιτέλους ν’ ασχολείσαι με… μηδαμινά πράγματα. Έτσι; (χαμογελάει με υπονοούμενα)

Ο Κρις την αγκαλιάζει και τη φιλά στο μάγουλο.

Κρις: Έλα τώρα ζιζάνιο!  Σταμάτα να με πειράζεις!  (υψώνει τοποτήρι του ξανά) Ζήτω στην υγεία, στις επιτυχίες, στις φιλίες και στην Αγάπη!

Γελούν όλοι πολύ ευχαριστημένοι.

ΤΕΛΟΣ

Περιεχόμενα                                                   Σελίδες

Δύο μονόπρακτα:

1. Το στοίχημα                                                5-18

2. Ο καθρέφτης                                               19-38

3. Η Αντιγόνη σε άλλη Διάσταση

(σε δύο πράξεις)                                              39-86

Η συγγραφέας Πιπίνα Δ. Ιωσηφίδου-Elles

pipinaelles.wordpress.com

Ἀπαντῆστε

Συμπληρῶστε κατωτέρω τὰ στοιχεῖα σας ἢ πατῆστε σὲ ἕνα εἰκονίδιο γιὰ νὰ συνδεθῆτε.

Λογότυπος τοῦ WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ WordPress.com. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Φωτογραφία στὸ Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Facebook. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Σύνδεση μὲ τὸ %s σὲ ἐξέλιξη...