Η ουσία των ποιημάτων: Νεότης – γήρας, αναμνήσεις – μετάβαση από τη νεότητα στο γήρας: το ποίημα, Σονάτα υπό το Σεληνόφως: Ηνεότητα, το γήρας, οι αναμνήσεις (μετάβαση από τη νεότητα στο γήρας και οι εξ αιτίας του συνέπειες), ο έρωτας, η άνοιξη, το φεγγάρι, το αίσθημα της αιωνιότητας αποτελούν επίμονα σημεία αναφοράς, σε ορισμένα από τα ποιήματα της Τέταρτης Διάστασης. Ιδιαίτερα στο ποίημα, Σονάτα υπό το Σεληνόφως, ετούτες οι καταστάσεις συγκρούονται με την απόλυτη σχεδόν μοναξιά, που αν και σκιαγραφείται με λιτά αλλά έντονα περιγραφικά στοιχεία, μηνύει το άλυτο πρόβλημα της μοναχής γερασμένης κυρίας, της Γυναίκας με τα Μαύρα που κινείται σε ένα παλαιό μεγάλο χώρο, έρημο από την ζεστή συγγενική ή φιλική παρουσία, ενός άλλου, δίπλα της. Με φράσεις όπως: «το μεγάλο δωμάτιο του παλιού σπιτιού», με την ηλικιωμένη οικοδέσποινα ντυμένη στα μαύρα, η οποία «έχει εκδώσει δυο τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής», οξύνεται η εικόνα της περιγραφής. Η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει ευαισθησίες, είναι ποιήτρια, υπήρξε γνωστή λόγω των ποιητικών της εκδόσεων, κατά συνέπεια είχε κάποιες γνωριμίες άλλοτε, είχε κάποιους θαυμαστές πιθανόν. Πίσω από το προσωπείο ετούτης της ιδιόρρυθμης παρουσίας στα μαύρα, απογυμνώνεται η ανοχή και η αποδοχή του ποιητή των ανεπιθύμητων αλλαγών που επιβάλλει το γήρας, στη ζωή και στο σώμα του, στην καριέρα και στη φήμη του με την έρπουσα εισβολή του. Είναι κατανοητό ότι το άτομο του γήρατος, από-κοινωνικοποιείται πέφτει στην ερημιά της απομόνωσης και ας μη βρίσκεται σε κάποιο κελί τιμωρίας.
Η εμφάνιση νέου ανθρώπου σε ένα τέτοιο ασκητικό περιβάλλον, σημειώνεται ως πνοή νιότης -ζωτική αναπνοή σπιτιού μούχλας-, σύμφωνης με την φωτεινή φύση που περιβάλλει το παλιό σπίτι, εκείνες τις πολύ συγκεκριμένες στιγμές. Η παρουσία του νέου άνδρα, θαυμαστή και από την άποψη του θαυμασμού του για την άλλοτε γνωστή κυρία, υπογραμμίζει τη μοναξιά της τωρινής κυρίας, της Γυναίκας με τα Μαύρα: «Άφησέ με νάρθω μαζί σου», εκλιπαρεί τον νέο στη φράση του πρώτου στίχου. Είναι τρομοκρατημένη από τη μοναξιά της, και ακόμη περισσότερο από την απουσία του νοητού φωτός. Επιχειρεί να του εξηγήσει πώς αισθάνεται, να επικοινωνήσει μαζί του σε ένα επίπεδο άσχετο με εκείνο της ανισότητας της ηλικίας τους, να περάσει το μήνυμα, ότι μολονότι βρίσκεται στο λυκόφως της ζωής της, επιθυμεί να αφήσει τον ασκητικό της βίο, που ίσως να επιβαλλόταν και από αυτή την θεοκρατική προσήλωση που την διακρίνει.
Η τσιμεντένια, η ‘αέρινη’ ετούτη πολιτεία, όπου κρατείται ‘φυλακισμένη’, η Γυναίκα με τα Μαύρα, προστατεύει τον ιδιωτικό της βίο και την ανωνυμία της. Ίσως άλλοτε ετούτα τα στοιχεία να ήταν επιθυμητά. Ο συνωστισμός γύρω από ένα δημόσιο πρόσωπο είναι ευχής έργο, παράλληλα όμως κλέβει μεγάλο μέρος από την προσωπική του ελευθερία. Τότε επιδιώκεται η απομόνωση, ή η απομάκρυνση από τη δημοτικότητα. Εκείνες τις στιγμές όπως και πολλές άλλες πριν, τα συγκεκριμένα στοιχεία την προσγειώνουν στην πραγματικότητα της τωρινής ύπαρξής της, αντίθετα με το φεγγαρόφωτο που της προσφέρει την ψευδαίσθηση της αιωνιότητας, με την μαγεία που ασκεί στις μοναχικές ψυχές, σαν τη δική της.
Ο νέος άνδρας την ακούει με προσοχή, υπάρχει σεβασμός και επιθυμία πνευματικής επαφής με τη γηραιά κυρία, τη Γυναίκα με τα Μαύρα και εκείνη κολακεύεται και ανανεώνεται από το σφρίγος που εκπέμπει η παρουσία του. Εισπνέει, την πνοή της νεότητας που εκπνέει ο νέος, και η ζωή φουσκώνει μέσα της όμοια με ιστία καραβιού στο βόρειο άνεμο, στο μελτέμι. Η νεότητα του άρρενος κατακυριεύει το χώρο της, διοχετεύει θετική δύναμη και ενέργεια, την ωθεί στην αιώρηση και εκτός του παλιού σπιτιού, πέρα από τα φαντάσματά του. Ως δια μαγείας η παρουσία του με τη ζωντάνια της, γεμίζει και μεταμορφώνει τον παλιό χώρο σε ζωντανό οργανισμό, στοιχείο επιθυμητό που η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει στερηθεί στην απόλυτη ερημία της. Εμβολιάζεται από τη φυσική αισιοδοξία της νεότητας του επισκέπτη της, και υπό την επίδρασή της, νιώθει, ότι ακόμα μπορεί σαν άνθρωπος-γυναίκα, να προσφέρει και να αποδεχτεί θεμιτά ή μη, δώρα. Εκφράζει την ανανεωμένη πεποίθησή της, χαμένη σε εκείνες τις μαγικές στιγμές: «κι ούτε έχει σημασία που ασπρίσαν τα μαλλιά μου, / (δεν είναι τούτο η λύπη μου-η λύπη μου / είναι που δεν ασπρίζει κι η καρδιά μου)» τολμά να πει σαν ανέραστη νέα. Το ύστατο μήνυμά της είναι καταθλιπτικό: κι αν το σώμα μαραγκιάζει όπως το λουλούδι, η καρδιά αρνείται να το ακολουθήσει, δεν συμβαδίζει με το γήρας του σώματος-φθαρτής ύλης, που την βαστά. Παραμένει νέα και ωραία, συνώνυμη με την ψυχή και το πνεύμα, εγκλωβισμένη έστω, σε ένα σώμα, που θα ενδώσει και μάλλον σύντομα, στο μοιραίο κάλεσμα από τη φύση που το έπλασε.
Με την ανίατη «ασθένεια» του γήρατος σχετίζεται απόλυτα το στοιχείο της μοναξιάς: «Το ξέρω πως καθένας πορεύεται στον έρωτα / μονάχος στη δόξα και στο θάνατο.» Η διαπίστωση είναι αληθινή, αποδεδειγμένη. Όμως η μοναξιά είναι χαρακτηριστικό ανθρώπου που δεν ξέρει τι άλλο να κάνει, για να συνεχίσει εκείνο που άφησε πίσω στη νεότητά του, τότε που το σώμα μπορούσε, δημιουργούσε. Η Γυναίκα με τα Μαύρα, είχε ένα όπλο την ποίησή της. Αφού κρατούσε νέα την καρδιά της και την ψυχή, λογικά είχε την ανάγκη της απομόνωσης, ως ένα βαθμό. Η μοναξιά που την μαραζώνει και για την οποία προσφωνεί το δικό της αθέμιτο SOS, εκείνες τις πολύτιμες στιγμές, είναι αποτέλεσμα της ανάγκης της για έναν σύντροφο.
Ο νέος που πληροφορείται άμεσα για τα προβλήματα της γηραιάς κυρίας, και τα κατανοεί, στον επίλογο της ποιητικής ιστορίας, παρουσιάζεται να ξεσπά σε ένα γέλιο, δυνατό, ασυγκράτητο, έτσι απρόοπτα, λες και από αντίδραση στην τρέλα που του προκαλεί ένας ξεχωριστός φόβος που τον κατακυριεύει. Όλα συμβαίνουν μέσα σε εκείνο το καταθλιπτικό περιβάλλον, όπου η ανάγκη της κυρίας για ένα σύντροφο, δημιουργεί πιθανόν την απόλυτη ανάγκη να απομακρυνθεί απότομα, έτσι όπως εμφανίστηκε, τελικά. Είναι ακόμα νέος και ωραίος, έχει ‘αιώνιο’ χρόνο μπροστά του, πριν φτάσει στο θανατερό σημείο που αγγίζει τη γυναίκα με τα μαύρα. Ακολουθούν στιγμές σοβαρότητας και ο νέος θα παραδεχτεί για τη Γυναίκα με τα Μαύρα, ότι πρόκειται για εκπρόσωπο μια παρεχόμενης εποχής τελικά: «Η παρακμή μιας εποχής»[1], λέει και είναι βέβαιο, και εν γνώσει του, ότι η μοίρα επιφυλάσσει τα παρόμοια και για εκείνον. Ετούτη η φράση αποτελεί αφενός την κεντρική ιδέα του ποιήματος και αφετέρου την τραγική πραγματικότητα για τον γερασμένο ποιητή του έργου. Τίποτα δεν είναι για πάντα. Και η πίστη στην αιωνιότητα θα ισχύει για κάποιους, χωρίς ωστόσο αυτή να αποδίδει την πραγματική υπόσταση του ζωντανού σώματος, που το στεριώνει η ψυχή του. Η αιωνιότητα είναι βραβείο που απονέμεται στον όποιο ‘αγαπημένο’ δημιουργό.
Ο «Αϊ Νικόλας» ο προστάτης των ναυτικών, κατά την ελληνική λαϊκή αντίληψη, οριοθετεί το χωρισμό, το σημείο από όπου οι δύο ετούτοι, εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι, η ηλικιωμένη κυρία και ο νέος άντρας, θα ‘σαλπάρουν’ για τα προδιαγεγραμμένα γι’ αυτούς λιμάνια. Η γερασμένη κυρία, η Γυναίκα με τα Μαύρα θα θησαυρίσει το πέρασμα του νέου από τη ζωή της: «Ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω / έχοντας στ’ αριστερό πλευρό μου τη ζέστα απ’ το τυχαίο άγγιγμα του σακακκιού σου». Ένα σακάκι άδειο, lifeless, τόσο όσο και εκείνη στην ανημποριά της μοναξιάς της.
Η νιότη είναι ζηλευτή από τους ηλικιωμένους ανθρώπους παρά το γεγονός ότι την έζησαν ως στάδιο της ζωής τους, και δεν την προσπέρασαν απλά. Ο Νεοπτόλεμος αναφερόμενος στους παλιούς πολεμιστές της Τροίας που μάταια την πολιορκούσαν για χρόνια, απευθύνεται στον Φιλοκτήτη λέγοντας ότι μπορεί να φθονούν τους «νέους πολεμιστές», για πολλά που οι ίδιοι έχασαν στη φθορά του χρόνου, αλλά περισσότερο απ’ όλα «για τα βαριά, στιλπνά μαλλιά τους, τα ογκωμένα από υγεία και έρωτα»[2]. Ο έρωτας είναι αυτό που λείπει περισσότερο ως σύμβολο νεανικής δύναμης και ορμής.
Και η Ελένη στο συνώνυμο ποίημα, καταβάλλει προσπάθεια να κρατηθεί στη νεότητα τοποθετώντας τον εαυτό της σε ‘προστατευτικά καλούπια’ «σ’ έναν δικό μου Δούρειο Ίππο»[3], όπως λέει, μεταφορικά. Ομολογεί ότι αφότου έχασε τον σύζυγό της Μενέλαο, δεν ενδιαφέρεται για την πτώση της στο χρόνο. Ο βασιλιάς άντρας της την τιμούσε, ακόμη και όταν εκείνη είχε φύγει με τον Πάρη, απατώντας τον μπροστά στα μάτια όλων των Ελλήνων και προσβάλλοντας την υψηλή, τη βασιλική τιμή του. Ο αγώνας του να την πάρει πίσω την ενδυνάμωνε. Τώρα ολομόναχη χωρίς αυτόν, δεν ανησυχεί για το γήρας που έρχεται καλπάζοντας. Αποδέχεται την κραυγαλέα μεταμόρφωση που επιβάλλει στο κορμί της, που το ασχημίζει με αναρίθμητα, απροσδόκητα και αφάνταστα ψεγάδια, καθώς επίσης και τις θλιβερές αλλαγές στην μοναχική καθημερινότητά της. Τι μπορεί να κάνει αφού δεν έχει εκλογές, αφού αδυνατεί να σταματήσει την σωματική και την εξαιτίας της ηθική κατιούσα, στην πορεία της ζωής της; Ο ποιητής περιγράφει παραστατικά ετούτη την κατάσταση εντροπής και θυμού, στους στίχους που ακολουθούν: «Μεγάλες κρεατοελιές φυτρώσανε στο πρόσωπό μου, χοντρές τρίχες / Μου ζώσανε το στόμα –τις πιάνω’ δεν κοιτιέμαι στον καθρέφτη- / Άγριες τρίχες μακριές- σαν κάποιος άλλος να θρονιάστηκε εντός μου, / Ένας αδιάντροπος, κακόβουλος άντρας, και τα δικά του γένεια / Βγαίνουν απ’ το δικό μου δέρμα. Τον αφήνω -τι να κάνω;- / Φοβάμαι μήπως αν τον έδιωχνα, θάσερνε πίσω του και μένα».
Παρόμοια με τη Γυναίκα με τα Μαύρα, του Σονάτα υπό το Σεληνόφως, η Ελένη, εκλιπαρεί τον επισκέπτη της: «Μη φύγεις. Μείνε λίγο ακόμα». Η ηλικία της την καθιστά επικίνδυνα αδύναμη. Συνέβη ήδη, καθώς τώρα πια είναι θύμα κι αυτών των δούλων της. Την κλέβουν, δίπλα στα άλλα αδικήματα που διαπράττουν, εναντίον της. Παραδέχεται ωστόσο ότι η παρουσία τους στο σπιτικό της είναι ζωτική, και ότι αυτό είναι καλύτερο από την ολάκερη ερημιά ή από την εγκατάλειψη. Είναι «σαν μια ελάχιστη νίκη»[4], ομολογεί, απλά γιατί κολακεύεται που οι αχόρταγες δούλες της επιπλέον διαβάζουν κρυφά ποιήματα ή παλιές επιστολές θαυμαστών της, αφιερωμένων άλλοτε, στην αφεντιά της. Κάποτε λοιπόν φτάνει στο σημείο στο σημείο να παραβλέπει τα φοβερά πράγματα που κάνουν πίσω από την πλάτη της. Και όπως οι άλλοι γηραιοί άνθρωποι παραβλέπουν, συγχωρούν και δικαιολογούν τα άμυαλα, τα πνευματικά ακατέργαστα νιάτα, παρόμοια και η Ελένη: «Ω, βέβαια, θα πρέπει / πολύ να γεράσουμε, πολύ, ώσπου να γίνουμε δίκαιοι, να φτάσουμε εκείνη / την ήρεμη αμεροληψία, τη γλυκειά ανιδιοτέλεια στις συγκρίσεις, στις κρίσεις / όταν το δικό μας πια μερτικό δεν υπάρχει σε τίποτα πάρεξ σ’ αυτή την ησυχία»[5].
Όσον αφορά τον θάνατο που βρίσκεται κοντά της, λόγω του γήρατος, η Ελένη ομολογεί[6] πως άλλοτε, ούτε αυτή φοβόταν τον θάνατο: «γιατί τον ένιωθα πολύ μακριά μου», καταθέτει. Η ομορφιά της και η αθανασία της έκαναν Τρώες και Αχαιούς να τρέμουν, ενώ αυτή έκρυβε μ’ ένα λουλούδι στα χείλη της «το χαμόγελο της ελευθερίας» που της ενέπνεε η πεποίθηση της γνώσης, για την ομορφιά και για τη νιότη[7] της. Στις αναμνήσεις στηρίζεται ο μονόλογος ή μη, των ηρώων. Ο ποιητής έχει ενστερνιστεί μία υπερβατική ομορφιά στο παρελθόν που ζωντανεύει με τις αναμνήσεις ή ίσως ακόμη διατηρείται ζωντανό, για να επιτρέπει τον αναλογισμό αναρίθμητων σημαντικών στοιχείων, τα οποία δρουν καταλυτικά σαν γνώμονας εμπειρίας, γνώσης, σοφίας. Υπάρχει επίσης μία ειρηνοποιός δύναμη, ένα σπουδαίο κατάλοιπο ετούτης της δοκιμασίας που αποκαλείται ζωή, αυτή που έρχεται στην κάποια ηλικία και βοηθά τον ποιητή να γίνει συμβουλάτορας, δάσκαλος, ακόμη κι αν κάποτε αισθάνεται ολομόναχος στον κόσμο. Οι λεπτομέρειες τις οποίες αποκαλεί «άσημες»[8], συντελούν στο να οικειοποιείται ο αναγνώστης με το περιβάλλον στο οποίο κινείται ο ήρωας, ή το σκηνικό εντός του οποίου δρα.
Στο Σονάτα υπό το Σεληνόφως, η γηραιά κυρία η Γυναίκα με τα Μαύρα φέρνει ως στοιχείο-παράδειγμα, της μετάβασης από τη νεότητα στο γήρας και τη νέα κατάσταση στο τελευταίο αυτό στάδιο, κάτι πολύ συνηθισμένο και άψυχο, μία παλιά πολυθρόνα που άλλοτε, όταν εκείνη ήταν νέα, της προσέφερε μία άλλου είδους ξεκούραση[9]. Άλλο ήταν τότε το σώμα της, και το τωρινό της, δύσκολο και ξένο προς εκείνο. «Εδώ κάθησαν / άνθρωποι που ονειρεύτηκαν μεγάλα όνειρα όπως κι εσύ όπως κι εγώ άλλωστε, / και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ’ το χώμα δίχως να ενοχλούνται απ’ τη βροχή ή το φεγγάρι.» Είναι γεγονός ότι μία αγαπημένη πολυθρόνα μπορεί και επιτρέπει την ονειροπόληση, τη δημιουργία πολλών ευχών ή και τον αναθεματισμό, επιθυμίες πραγματοποιήσιμες ή μεγαλεπήβολες και αναφέρει μεταξύ άλλων: «-μια αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι, / ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος λικνισμένο / απ’ την ίδια του ανάσα»[10]. Ίσως ο ποιητής γνωρίζει καλύτερα από άλλους τη σημασία των κινήσεων του πανιού της βάρκας, που ταξιδεύει υπό τον ούριο άνεμο ή του μαντηλιού που ανεμίζει σε χαιρετισμό, καθώς επίσης και την πολυκύμαντη πολυσημία της δικής του ύπαρξης. Οι διαβαθμίσεις της τραγικότητας που αναδύονται μέσα από τους στίχους πονάνε και αυτόν τον αναγνώστη που κατανοεί με τη σειρά του την αδυναμία του, του ανθρώπου να αντισταθεί σε εκείνα που του επιβάλλονται έξωθεν και κυρίως σε μία συγκεκριμένη περίοδο της ζωής του.
Στο ίδιο ποίημα –Σονάτα υπό το Σεληνόφως-, μεταξύ των αναμνήσεων, η μουσική και το πιάνο, θυμίζουν στον ποιητή τα παιδικά του χρόνια, τότε, όταν στην Μονεμβασιά μάθαινε πιάνο με την υποστήριξη των γονιών του, καθώς από ενωρίς είχε δείξει κλίση προς τις Καλές Τέχνες: «Και τώρα θυμήθηκα / Πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο /… / Και οι δικοί μου στήριζαν / Μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου ταλέντο»[11]. Το πιάνο, που θα μπορούσε να είναι πηγή ευχαρίστησης και ανακούφισης μέσα στους τέσσερις τοίχους του παλιού και έρημου σχεδόν σπιτιού, παρομοιάζεται τώρα πια με «μαύρο Φέρετρο κλεισμένο». Στο ποίημα Σονάτα στο Σεληνόφως, οι νότες του πιάνου ίσως μπορούσαν και να ταράζουν εκείνο το σπίτι, όπου είχε ταφεί η νεότητα της Γυναίκας με τα Μαύρα (ή του ποιητή). Είχε αποβεί μακρινή ανάμνηση πλέον και τη θέση της, την είχε καταλάβει μια ζωή πολύ κοντά στο συμπλήρωμα του κύκλου της. Οι όποιες αναμνήσεις δεν βοηθούν την Γυναίκα με τα Μαύρα, αντίθετα τη γεμίζουν με τύψεις που αποζητούν τη μεταμέλεια, που ατυχώς είναι «παρουσία που φαίνεται». «Η μεταμέλεια λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα», λέει χαρακτηριστικά, τονίζοντας την αόρατη, εκκωφαντική, ωστόσο, παρουσία της, στη συνείδησή της. Είναι πανίσχυρα ηχηρή ως προς το αίσθημα που προκαλεί, καθώς έχει καταφτάσει, βρίσκεται εκεί, είναι η τελευταία παρουσία στο χώρο εκείνο και επομένως η εντονότερη και η πλέον βασανιστική. Ετούτη σχετίζεται με το παρελθόν της και με τις πράξεις της και της είναι απαραίτητη. Η λύτρωση καταφθάνει εντελώς φυσικά, αν και απρόοπτα, με το θάνατο, τον καταλύτη όλων, των τύψεων και της μεταμέλειας συμπεριλαμβανομένων.
Η δίψα της γυναίκας με τα μαύρα, να ξεφύγει από το μαυσωλείο της, παραμένει ανικανοποίητη. Δεν μπορεί πλέον παρά να φιλοσοφεί, ούσα στο λυκόφως του βίου της. Είναι ενδεικτικό της πείρας της, που με τη σειρά της, είναι καρπός της ηλικίας της: «τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο / σαν κυκλικό ξυράφι – πώς να το φέρω στα χείλη μου; / όσο κι αν διψώ, – πώς να το φέρω;»[12] Ξεπεράστηκε εκείνη η περίοδος, η παρούσα στιγμή ζωή ανήκει σε άλλη φάση και είναι ξένη, όσο ξένη είναι και η κάθε στιγμή που περνά από πάνω από τον άνθρωπο, μέσα σε κλάσμα δευτερολέπτου. Η φράση ο άνθρωπος δεν αλλάζει, είναι ψευδής. Η βραδεία έστω μετακίνησή του στο χρόνο είναι αέναη και ανανεωτική άσχετα αν ετούτη η πορεία συντελεί στο κλείσιμο του κύκλου της ζωής.
Η Γυναίκα με τα Μαύρα διαπιστώνει -στο τέλος του ποιήματος- ότι έχει καθυστερήσει ως προς την απόφασή της να κάνει κάτι δραστικό για την απομόνωσή της για να ξεφύγει από εκείνο το ταπεινωτικό καθεστώς. Όπως ο πνιγμένος[13], ζητά τη βοήθεια ενός νέου ανθρώπου, ξένου προς την ηλικία της, μέσα σ’ ένα χώρο εντελώς ακατάλληλο για οιαδήποτε γεύση ρομαντισμού, στον πεζό χώρο της κουζίνας της, γεγονός που τονίζει ακόμη περισσότερο το καρφίτσωμά της σε ένα άχαρο περιβάλλον, που το κατατρώει η επίσης ‘γερασμένη’ ρουτίνα της. Θα μπορούσε ωστόσο να μην είναι θύμα συγκυριών, αλλά η απόλυτα υπεύθυνη για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί γύρω της.
Αποπειράται ένα απεγνωσμένο και καθυστερημένο, προφανώς ύστατο διάβημα, να εναγκαλιστεί τη ζωή με ζέση, να προσφερθεί σε κάποιον, αλλά σε ποιον; τον νέο περαστικό άντρα που ήταν αδύνατον να αντιληφθεί και ακόμη περισσότερο να ανταποκριθεί στην ανάγκη της; Η Γυναίκα με τα Μαύρα παραλογίζεται, ομολογεί ότι φοβάται τα ανοίγματα του φλιτζανιού και του φεγγαριού, τα οποία παρομοιάζει με σκοτεινά ανοίγματα «στο κρανίο του κόσμου». Τι άλλο θα μπορούσαν να σημαίνουν αν όχι την αφάνεια, τη μοναξιά, τον αφανισμό, ή τον θάνατο; Δεν μπορεί να πετάξει από εκείνη τη φυλακή της. Το σώμα της ξοδεύτηκε και τα φτερά της φαγώθηκαν στο χρόνο. Οι σκέψεις που παρελαύνουν ενόσω πίνει τον καφέ της και της φύσης το πράσινο, της ελπίδας το χρώμα, δημιουργούν την ψευδαίσθηση τραίνου που θα την πάρει για να την ταξιδέψει «χωρίς καθόλου βαλίτσες – τι να τις κάνεις;» αναρωτιέται μόνη[14]. Προφανώς πολλά περισσεύουν στο στάδιο που βρίσκεται. Έχει αποδεχτεί την ήττα της από τον χρόνο.
[1] Γ. Ρίτσος, Η Τέταρτη Διάσταση, Σονάτα υπό το Σεληνόφως, ο. π., σ. 17.
[2] Γ. Ρίτσος, Φιλοκτήτης, ο. π., σσ. 258-259.
[3] Γ. Ρίτσος, Ελένη, ο. π., σ. 16.
[4] Γ. Ρίτσος, Ελένη, ο. π., σ. 17.
[5] Γ. Ρίτσος, Ελένη, ο. π., σ. 20.
[6] Αυτόθι, σ. 23.
[7] Αυτόθι, σ. 16 και σ. 25. Κάτι ανάλογο με αυτό απαντά και στο ποίημα: ‘Χρυσόθεμις’.
[8] Ποίημα από τη συλλογή του Ρίτσου Μαρτυρίες Β.΄
[9] Γ. Ρίτσος, Σονάτα υπό το Σεληνόφως, ο. π., σ. 11.
[10] Γ. Ρίτσος, Σονάτα υπό το Σεληνόφως, ο. π., σ. 10.
[11] Αυτόθι, σ. 11.
[12] Γ. Ρίτσος, Σονάτα υπό το Σεληνόφως, ο. π., σ. 13.
[13] Αυτόθι, σ. 14.
[14] Γ. Ρίτσος, Σονάτα υπό το Σεληνόφως, ο. π., σ. 16.