Limited planet
Copyright: Pipina D. Elles
«Πεθαίνει ο άνθρωπος, το νογάς; Φεύγει, τον χάνουμε… μας χάνει… πέφτει στα βρίθη της λήθης!» δεν ήταν απαραίτητη η ερώτηση ή η δήλωση της γυναίκας για τον «άνθρωπο»- έτσι τον έλεγε, όμως είχε γευτεί την κόλαση κοντά του που ίσως και να μην ήταν δημιούργημά του, αλλά σκηνικό μίας ανεξήγητης ένδειας και… ένδοιας! Άγνοια της αγνοίας τελικά!
Η μητέρα μου πέθανε δύο φορές στα χέρια μου και δύο αναστήθηκε… για να φύγει οριστικά και αμετάκλητα την τρίτη φορά στην παγωμάρα του νοσοκομείου, χωρίς εμάς στο πλάϊ της… Και ύστερα έφυγε ο δύστυχος ο πατέρας μου, μέσα στα χέρια μας -των τριών παιδιών του- την ώρα που τον αλλάζαμε. Ήταν ανακοπή καρδιάς, που ήρθε όχι τυχαία αλλά φορτισμένη από πολλά φοβερά προηγούμενα, καθώς ο άνθρωπος είχε προϊστορία πνευμονικού προβλήματος –το είχε ψωνίσει «ο τυχερός» στην Μακεδονία στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, τότε που δίπλα του πέθαιναν από γάγγραινα και από την παγωνιά τα φιλαράκια του– και καρδιοπάθειας κατά συνέπεια, συν: κώφωση και γλαύκωμα… Μπορεί να φανταστεί κανείς τίποτε χειρότερο από την κατάσταση του πατέρα μου; Για πέντε χρόνια ήταν εξαρτημένος από τη συσκευή οξυγόνου! Και να σκεφτεί κανείς ότι ο πατέρας μου είχε έρθει νήπιο με την οικογένειά του ως πρόσφυγας από το Αμόριο της Μ.Ασίας! Να όψεσαι πατρίδα!.. Το μοναδικό καλό που βοηθούσε στη διάσωση κατάλοιπου της βασανισμένης αξιοπρέπειάς του, ήταν το γεγονός ότι δεν ήταν καθηλωμένος στο κρεββάτι. Ο άνθρωπος προ πολλού είχε χάσει το ενδιαφέρον του για τη ζωή, που μόνο ζωή δεν ήταν πλέον. Τα ατελείωτα βράδυα μέσα σ’ εκείνη την ησυχία του ύπνου -άϋπνος ο ίδιος-, φώναζε με απελπισία ότι ήθελε να πεθάνει. Στη διάρκεια της «μαύρης» ημέρας του συχνά ομολογούσε κουνώντας το κάτασπρο κεφάλι του, ότι πολλές φορές παρασυρμένος από την απελπισία του, είχε σκεφτεί να πηδήξει από το μπαλκόνι για να θέσει ένα τέλος στην πονεμένη, στην άχαρη, «στην άχρηστη ζωή» του. Ύστερα παραδεχόταν ηττημένος, ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν καλό για τα παιδιά του, εμάς, θα μας στιγμάτιζε, ότι πέρα από τον πόνο, θα μας τρόμαζε η πράξη του. Στο μπάτο-μπάτο της γραφής -τόνιζε επίμονα- ότι δεν ήθελε να γίνουμε ρεζίλι στον κόσμο…
Γνωρίζοντας τον χαρακτήρα του πατέρα μου, την υπερηφάνεια του και την πίστη στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου, πιστεύω ότι κατά βάθος ανησυχούσε για τις συνέπειες ένος τέτοιου φοβερού εγχειρήματος. Θα ανακατεύονταν κάποιοι τρίτοι, άσχετοι ή και σχετικοί, όπως η αστυνομία, και θα γίνονταν κινήσεις προς διάφορες κατευθύνσεις για την εξακρίβωση του θανάτου του: νεκροψία για να διαπιστωθεί ότι ήταν νεκρός από εκείνη τη συγκεκριμένη αιτία ή από κάτι άλλο. Αν πάλι δεν ήταν νεκρός θα επεδιώκετο η εξακρίβωση του είδους της πράξης: ιδιόχειρη ή χειρονομία ενός άλλου;
Ήταν βέβαια και η εκκλησία… Και αυτή δε θα προσπερνούσε το γεγονός ότι επρόκειτο περί αυτοχειρίας-ευθανασίας. Ποτέ δε θα καταδεχόταν μια τέτοια πράξη. Θα τον θεωρούσε αμαρτωλό και θα χειριζόταν τον θάνατό του ως κάτι μεμπτό. Και όπως είναι γνωστό, οι αυτόχειρες ενταφιάζονται εκτός του χώρου των νεκροταφείων που ορίζει η εκκλησία!.. Τώρα αν άλλαξε κάτι και δεν το ξέρω… δε νομίζω ότι πειράζει. Μακάρι και να άλλαξε. Αυτά και τα παρόμοια είναι που αμαυρώνουν τελικά το εκκλησιαστικό κατεστημένο. Αν και μου έχουν πει πως κι αυτό ακόμη φτιάχνεται αν πληρώσεις…
Πέρα όμως απ’ όλα αυτά ήταν και κάτι ακόμη που βασάνιζε τον άντρα: αν επιζούσε τελικά –και ίσως βαριά τραυματισμένος- θα υπέκειτο σε έναν ακόμη χειρότερο βασανισμό, ένα μαρτύριο χειρότερο ίσως από εκείνον που υφίστατο σε καθημερινή βάση τα τελευταία πέντε χρόνια, ώσπου να υποκύψει στα τραύματά του.
Καϋμένε «μαστρο-Παναγιώτη», βρέθηκε κι ένας παλιός του μαθητής -ένας κάλφας του- στην κοπτική-ραπτική να του πλέξει ένα μοναδικό μα την αλήθεια εγκώμιο και να το δημοσιεύσει στον Πρωϊνό Λόγο, γιαννιώτικη εφημερίδα. Αναμφίβολα ο πατέρας μου ήταν προσωπικότητα στον κόσμο της Αγοράς. Είχε αφοσιωμένους φίλους και εξίσου αφοσιωμένους πελάτες. Οι δεύτεροι σχημάτιζαν έναν εντυπωσιακό κατάλογο που συμπεριελάμβανε γιατρούς, δικηγόρους, επιχειρηματίες, υπαλλήλους, συμβολαιογράφους, στρατιωτικούς, καθηγητές του Γυμνασίου και άλλων ιδρυμάτων, και αργότερα κάποιους πανεπιστημιακούς δασκάλους. Προσωπικοί του φίλοι ήταν ένας πολύ γνωστός συμβολαιογράφος, γόνος παλιάς γιαννιώτικης οικογένειας και ένας πανεπιστημιακός δάσκαλος της Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της πόλης μας. Ο Γυμναστής -Γυμνασίων και του Πανεπιστημίου- Τσ…ας, καλοντυνόταν με τον συνδυασμό του γούστου του πατέρα μου και αναμφίβολα του δικού του.
Δεν θέλω να ευχηθώ αιωνία η μνήμη τους –εννοώ των αγαπημένων γονιών μου- γιατί αυτή υπάρχει και κρατιέται με ευλάβεια μέσα μου και ενόσω ζω, και θέλω να πιστεύω ότι κάτι παρόμοιο ισχύει και για τα αδέρφια μου και τις οικογένειές τους.
Τελικά δεν καταγράφεται τίποτα μεμπτό ή οδυνηρό… καθώς αυτή είναι η ανθρώπινη μοίρα. Άλλωστε και ο πιο ηρωϊκός ή ο πιο ρομαντικός θάνατος είτε καταφθάνει στην παγωμάρα του χειμώνα, ή ο άλλος ο απαράμιλλα θλιβερός: που αρπάζει τη ζωή πάνω στον ανθό μιας άνοιξης… είναι ίδιος και απαράλλακτος. Είναι ο θά-να-τος! Δεν υπάρχουν λοιπόν ωραιοφανή λογρίδια για τον θάνατο. Γιατί σημαίνει απώλεια, στέρηση, πόνο, νοσταλγία απαρηγόρητη εγκατάλειψη και απουσία. Ούτε τα παραμύθια λοιπόν, ούτε τα τραγούδια τον κάνουν πιο όμορφον. Δεν σου έρχεται ν’ αναθεματίσεις την ανθρώπινη μοίρα στον πλανήτη; Αλλά να ήταν μονάχα ο άνθρωπος!.. Όλα μα όλα την απολείπουν αυτή τη ρημάδα τη ζωούλα κάποια στιγμή και ο χώρος της απουσίας τους καταλαμβάνεται από μια νέα παρουσία που είναι όπως η προηγούμενη εκατό τοις εκατό μελλοθάνατη.
Ξέρω πως είναι ακριβώς έτσι και το αποδέχομαι, όμως στα τρίσβαθα της ψυχής μου δεν μπορώ, παρά να μέμψω την μπαμπεσιά ή την ιδιοφυή τεχνική της φύσης, για τη διαιώνισή της πάνω στη γη, που δεν είναι παρά… α limited planet!..
Όλα τα ουσιαστικά τεχνάσματά της: ο έρωτας, ο πόθος, το πάθος, η αγάπη, ή αλλιώς η έλξη των φύλων, είναι η αποδοχή και η υπέρβαση της θρασύτητας του πόνου της γέννας, του πόνου του θανάτου έστω και σε λανθάνουσα για λίγο, μορφή.
Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν αξίζει να παίρνει κανείς μέρος στο θανάσιμο παιγνίδι της διαιώνισης που έχει στήσει, με την παγίδα του έρωτα, η φύση. Αν πρέπει ο άνθρωπος να ξυπνήσει και να υπερβεί τα ordervrous ή τα sweets της φύσης για την ικανοποίησή της τελικά και τη δική της διάσωση. Τα παιδιά μας, που όπως εμείς έχουν την ίδια τύχη, τα λυπάσαι καθώς νιώθεις ότι εσύ ευθύνεσαι για τον δικό τους μελλοντικό θάνατο… αφού εσύ τα έφερες στη ζωή. Και πού συνθηκολογούμε με την σκέψη το φόβο και τον πόνο, αν είναι αυτό το ζητούμενο; Οι ήρωες πάντως δεν συνθηκολογούν… αρνούνται να καρποφορήσει ο γενέθλιος σπόρος τους και επομένως φεύγουν χωρίς να διαιωνίζουν τον θάνατο… ή την ζωή αν θέλετε. Ηρωϊκή λοιπόν η απόφασή τους και ηρωϊκός ο θάνατος μέσα τους, του μικρόκοσμου σε λανθάνουσα κατάσταση, ένας θάνατος επιτέλους χωρίς τραγικές συνέπειες, ένας θάνατος συμμετρικός χωρίς θλίψη, χωρίς κάποια αναμέτρηση και σίγουρα χωρίς μετάνοια…
Τώρα που αναφέρομαι σ’ αυτό το -κατά κοινή ομολογία- «μακάβριο» και κατά τ’ άλλα πολύ φυσικό φαινόμενο, σκέφτομαι την «αιώνια νέα», την ποιήτρια από την Ηγουμενίτσα. Αναλογίζομαι το πάθος της για τη ζωή, την αγάπη της προς την λογοτεχνική δημιουργία -και δη την ποίηση- και παράλληλα το «σανίδι» στην Πλατεία Δημαρχείου όπου η καθημερινότητα δεν είναι παρά μία Σαιξπηρική τραγωδία καθώς the shrood… is not tamed! «Να χέσ… τη μόδα σας να κάνετε περίπατο… να χέσ… τη βόλτα σας» φρύαζε ο «φριχτός Κουασιμόδος» της ζωής της, που δυστυχώς αν και μέλος της στενής οικογένειας μαζί με άλλα elements εξίσου καταστρεπτικά επίσης προερχόμενα από το άμεσο οικογενειακό περιβάλλον, την ταπείνωναν και την ταλαιπωρούσαν. «Άκου τι μου είπε ο αλήτης…» είπε στεναχωρημένη όταν τη φιλοξένησα στην γενέτειρά μου. «Δεν πρόλαβα να φτάσω στο σπίτι μου –το δικό μου το σπίτι- και με έβρισε λέγοντας, νευριασμένος ότι εγώ σοκκακιαρεύω ενώ αυτός και οι «κολλητοί» του ταλαιπωρούνται! Με κανακεύουν δήθεν! Ποιον; Εμένα που έδωσα τη ζωή μου για να τους νοικοκυρέψω! Το πιστεύεις; Οικογένεια σου λέει ο άλλος! Δε θέλω να τον δω στα μάτια μου!»
Κακόμοιρη «αιώνια νέα!» Είδες που άφησες την πανοπλία σου κατάχαμα και πάλευες γυμνή τα στοιχειά που σε περιέβαλαν; Σε τελείωσε τελικά ο άνισος αγώνας. Είχες… κι αυτοί όμως είχαν… και πολύ περισσότερα από εσένα! Δεν ξέρω όμως γιατί δεν είχες επιδιώξει τη λευτεριά σου, δεν ξέρω αν ο φευγάτος κύρης σου τα είχε κάνει «σκατά!..» με τις θεωρίες του περί «παρθένου… και παρθενίας… στην υπηρεσία κάποιων φιλοθρησκευτικών… ιδεών!..» ξέρω όμως ότι αδικήθηκες… γιατί τους άλλους τους είδε ο κύρης σου παντρεμένους και με παιδιά… ενώ εσύ δούλεψες για να καζαντίσουν όλοι… αυτοί, λες και ήσουν ο άντρας του σπιτιού, εσύ το παράμεσο το ευαίσθητο παιδί! «Και όμορφο κορίτσι και έξυπνο και αξιοπρεπές!… Πολλοί την ήθελαν από εδώ αλλά εκείνη… δεν ξέρουμε βέβαια το γιατί!» μου είχε πει ένας καταστηματάρχης όταν είχα αναφέρει το όνομά της.
Δε χάρηκες τίποτα… κορίτσι μου! ούτε έρωτα, ούτε μητρότητα και από πανω σε ζήλευαν γιατί ήσουν χαριτωμένη για την ηλικία σου, γιατί είχες λεφτά -που είχες ιδροκοπήσει μία ζωή για να τα κάνεις- γιατί φαινομενικά ήσουν ελεύθερη και γιατί για να γλυτώσεις από αυτό που τελικά σε έφαγε, τό ‘σκαγες κι ερχόσουν στην «Κυρά μας».
«Πρώϊμα ήρθες Κορίτσι μας!.. Και πρώϊμα… και άδικα!» την υποδέχτηκαν οι δικοί στην άλλη την αιώνια άκρη… Κι εκείνη χαμογέλασε και είπε χαριτωμένα όπως συνήθιζε όταν ήταν ευχαριστημένη από τον εαυτό της και τη ζωή της: «Αχ, δε χαίρεστε που επιτέλους δε θα έχω να τρέχω για νά ‘βρω λίγη γαλήνη κι εγώ; Είχα μα τω Θεώ κουραστεί!» Ναι, έτσι ακριβώς!
Και να ήταν και η ζωή άξια για τον πόνο της γέννας ή του θανάτου θα έλεγε κανείς: «αξίζει το ζην!» Έλα όμως που είναι προδότρα και πιότερο με λύπες φορτωμένη! Και έρχεσαι και ξαναρωτάς… «Γιατί βρε παιδί μου να είναι έτσι; Μας τη δίνεις που μας την δίνεις μία και ακριβή, κάνε την τουλάχιστον να αξίζει να τη ζούμε…» Μία παλιοζωή λοιπόν κι ετούτη και κρέμα της ο θάνατος που επισφραγίζει το τέλος της, πετυχαίνοντας ίσως ακόμη και την λύτρωση του ανθρώπινου πάθους.
Απολογισμός: Κρίμα που είναι έτσι όπως είναι!