Copyright: Pipina D. Elles
Τα αυτοκίνητα ασταμάτητα, περνούν βιαστικά, εκπνέοντας πίσω τους ακόρεστες ποσότητες μονοξείδιου του υπ’ αριθμόν 1 εχθρού της ατμόσφαιρας του Σύδνεϋ, της μεθυσμένης σειρήνας του Νότου, 24ις ώρες το εικοσιτετράωρο. Καταστρεπτικό παράγωγο των αεί απαραιτήτων καυσίμων κι ετούτο, ευθύνεται άμεσα για την κατάσταση των πνευμόνων εκείνων, και δη των ασθματικών ή και των άλλων με αναπνευστικά προβλήματα, που κι αν δεν τα είχαν… τα απέκτησαν στην πορεία, καθώς έχουν την ατυχία να εργάζονται στα γραφεία των διαφόρων εταιρειών και ποικίλων υπηρεσιών που στεγάζονται κατά κόρον στο κέντρο του Σύδνεϋ. Ο μόλυβδος που συσσωρεύεται στον ουράνιο θόλο του CBD, της εμπορικής καρδιάς της αχανούς πολιτείας, όχι σπάνια, παίρνει τη μορφή γκριζωπού σύννεφου, που απειλητικό κρέμεται απάνω της.
Στην πόλη του Σύδνεϋ, ανάμεσα από τους ουρανοξίστες που παρατεταγμένοι στις δύο πλευρές των οδών της, θαρρείς γέρνουν τις κορυφές τους για να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, τα ατελεύτητα συμβάντα της καθημερινότητας, μπορεί κανείς να δει τη βαθυγάλανη ή την γκρίζα κορνίζα της ουράνιας σκέπης της, να κρέμεται πάνω από τη άνιση επιφάνεια των τσιμεντένιων κτιρίων της, μαλακώνοντας το ψυχρό περίγραμμά τους. Τα πολλαπλά παράθυρα, σφραγισμένα με πλαστικά ή γυάλινα καλύμματα, αντικατοπτρίζουν το γύρω τους μωσαϊκό, επιδεινώνοντας την εικόνα του τσιμέντου, του συνθετικού και της «υάλου», που μονοπωλούν κατ’ απόλυτο σχεδόν τρόπο την κατασκευή των κολοσσιαίων κτηριακών συγκροτημάτων της στα τέλη του 20ου αι. και στις αρχές του 21ου.
Και όμως έστω και έτσι, η καρδιά του Σύδνεϋ μαγεύει, καθώς σφίζει από ζωή. Άλλωστε η εναλλαγή των χαρούμενων αποχρώσεων του γαλάζιου και του πράσινου, είναι τόσο αναπάντεχα κοντά, που απορείς πώς μέσα σε ένα τέτοιο πολυθόρυβο και μολυσμένο κέντρο, εξακολουθούν να υπάρχουν αυτοί οι πνεύμονες, να ανακουφίζουν και να μαγεύουν.
Αλλά πέρα από αυτά τα χαρακτηριστικά στοιχεία της πολιτείας του Σύδνεϋ, εντυπωσιάζει η ανθρωποθάλασσά της που κινείται σαν αμφίρροπο κύμα από τη μια μεριά του δρόμου στην άλλη και τανάπαλιν, με τη ες αεί παρούσα βοήθεια του πράσινου ή του κόκκινου σηματοδότη.
Το μωσαϊκό που συνθέτει η απέραντη πολιτεία, ξεχωρίζει για την πολυχρωμία και την πολυφυλετική σύνθεσή του. Λευκοί, χλωμοί, ροδοκόκκινοι, μελαψοί, μαύροι, κίτρινοι… Και από μάτια… φαντασθείτέ τα, σύμφωνα με το χρώματα που παρήλασαν στην προηγούμενη πρόταση. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να προστεθεί μία ακόμη αξιοσημείωτη παρατήρηση: οι άνθρωποι σε ετούτη τη μεγαλούπολη, όχι μόνο είναι πάντα βιαστικοί, αλλά και πολύ συγκεντρωμένοι και απόμακροι από τον συνάνθρωπο που τυχαίνει να είναι ο διπλανός τους. Περπατούν μηχανικά, παρακολουθώντας τους οδικούς σηματοδότες και σχεδόν πάντα το ωρολόγι τους. Ακόμη και αν έχουν δίπλα τους συναδέλφους ή παρέα, στις ώρες της εργασίας, ο χώρος επιβάλλει συγκέντρωση και πρόγραμμα.
Διαισθάνεσαι λοιπόν αέναα τα κύματα πίεσης που εκπέμπουν οι άνθρωποι που κυκλοφορούν εδώ στις ώρες της εργασίας, και τον πυρετό της. Δε θέλω να διανοηθώ μία πυρκαγιά, έναν σεισμό ή κάποιο τρομοκρατικό χτύπημα, εδώ σε αυτό το συγκεκριμένο σημείο του Σύδνεϋ: στην καρδιά του. Όχι, προς Θεού! Θα ήταν ό,τι πιο φρικτό, ό,τι πιο τραγικό και θα ήταν ικανό να παραμορφώσει ανεπανόρθωτα τη ζωή αυτής της μηχανούπολης. Γιατί αυτό το ασφυκτιογόνο περιβάλλον της πολιτείας αποβάλλεται κάποια στιγμή… και το πρόσωπο του Σύδνεϋ παύει να είναι απρόσωπο, ψυχρό… Το θαύμα ετούτο επιτελείται τα Σαββατοκύριακα ή στις όποιες αργίες, τις ημέρες δηλαδή που η πόλη αδειάζει από το αγχομένο υπαλληλόκοσμο ή και εκείνους που καθημερινά καταφθάνουν από τα διάφορα προάστεια του Σύδνεϋ, καθώς αναγκάζονται να προστρέχουν σε κάποιες μοναδικές υπηρεσίες για να εξυπηρετηθούν.
Αυτές τις «ευλογημένες ημέρες της αργίας» το Σύδνεϋ γεμίζει από Συδνεάτες των προαστείων και τουρίστες Αυστραλούς ή ξένους, που ξεχωρίζουν από τους ρυθμούς των βημάτων τους, από τη λάμψη στα πρόσωπά τους, συστατικά που όλα μαζί, συντελούν στην ξεκούραση και στην χαλάρωση. Οι περίπατοι στο Rocks area, στο Harbour Bridge, στο Hyde Park, στο Βοτανικό Κήπο, στο Opera House, στο Gallery, ή στα περίφημα μουσεία της πόλης, ανανεώνουν και βοηθούν τον επισκέπτη να ξεκουραστεί και να χαλαρώσει.
Τελικά όμως -με όλα τα συν και πλην της- η πόλη του Σύδνεϋ είναι πανέμορφη και για του λόγου το αληθές, η αεροφωτογραφία της δεν έχει ταίρι. Αυτό είναι πέρα για πέρα αδιαμφισβήτητο!
Βρίσκομαι απέναντί από το Hyde Park, στο Elizabeth Street. Απέναντί μου, στην καρδιά της πόλης η Εβραϊκή Συναγωγή…. Λειτουργεί σήμερα. Κάθομαι σε ένα πεζούλι του Hyde Park και παρακολουθώ με ενδιαφέρον, καθώς περιμένω τον άντρα μου, που έχει “πεταχτεί” σε μαγαζί, απέναντι ακριβώς από το πάρκο, για να δει μία Olympus Pen.
Τρίτη, και ώρα 12.50 μ.μ. Οι εκκλησιαζόμενοι είναι, κατά κανόνα θα έλεγα, λίαν ευπρεπώς ντυμένοι. Οι άντρες φορούν λευκά παραδοσιακά φεσάκια και κρατούν χοντρά βιβλία. Οι κυρίες είναι πολύ περιποιημένες με μικρά όμορφα καπέλα και συζητούν με πολύ συγκρατημένη συμπεριφορά. Να και δύο-τρία παιδιά, αγόρια και κορίτσια, που συμπεριφέρονται παρόμοια και ανάλογα προς τους μεγάλους: πολύ σεβαστικά και ώριμα για το νεαρό της ηλικίας τους. “Κάποια γιορτή” σκέφτηκα και θυμήθηκα τη δική μας εβραϊκή Συναγωγή στο Κάστρο της μικρής μας πολιτείας, στα Γιάννινα, πίσω στην πατρίδα.
Ο Γιώργος άργησε “ξανασκέφτηκα”. Είχα προτιμήσει να καθήσω στο πεζούλι, κάτω από την τεράστια σκιά δέντρου που κάλυπτε όλο το πεζοδρόμιο. Τον περίμενα λοιπόν. Δεν βαρυγκομώ περιμένοντάς τον. Ετούτη η πολιτεία που καταπίνει τα πάντα στην καθημερινότητά της, σ’ απορροφάει με τον ρυθμό της. Βγάζει από μέσα σου τον καλλιτέχνη, τον λογοτέχνη, τον δημοσιογράφο. Σου ανοίγει γαργαλιστικά τη διάθεση να δημιουργήσεις. Δεν είναι δυνατόν να βαρεθεί κανείς μέσα σ’ αυτή την κίνηση, αυτή την ποικιλία εικόνων και πολυδιάστατων αντιθέσεων.
Αισθάνομαι το διοξείδιο ξαφνικά να μ’ ενοχλεί στα μάτια, στο λαιμό… Αναγκαίο κακό κι αυτό, όπως το τσιγάρο, όπως άλλα παραπροϊόντα που παράγουν καπνό. Το αυτοκίνητο θεωρείται ότι αποτελεί μέσον προς την ελευθερία, σε μία πόλη μεγέθους όπως είναι το Σύδνεϋ. Γιατί εδώ, μόνο να τρέξεις μπορείς, για να προλάβεις. Κάποτε η μητέρα μου ύστερα από μακρά παραμονή της στην Αθήνα, είχε πει κάτι παρόμοιο για τους Αθηναίους: “Τρέχουν παιδί μου, και πολλοί από αυτούς παραμιλάνε θαρρείς, τόσο είναι απορροφημένοι από τα προβλήματά τους. Το άγχος αυτής της πολιτείας τους έχει καταντήσει νευροσπάσματα”. Έτσι είχε πει η μητέρα μου και εγώ είχα σκεφτεί πως η ράτσα μας ούτως ή άλλως είναι αυθόρμητη, εκδηλωτική και αθυρόστομη ακόμη ίσως και εκεί που δεν πρέπει ή δεν χρειάζεται. Γιατί το λέω αυτό; Γιατί… κάποια στιγμή το 1981 όταν είχα έρθει για διακοπές στην Ελλάδα, καθώς τα μικρά τότε, παιδιά μου χρησιμοποιούσαν αρκετές αγγλικές λέξεις, μας πέταγαν κατά πρόσωπο, ακόμη και άγνωστοι -και μάλιστα κατηγορηματικά- την παρατήρηση γιατί δεν διδάξαμε στα παιδιά μας τα ελληνικά. Σίγουρα οι συμπατριώτες μας δεν είχαν και δεν έχουν ιδέα για τον αγώνα των Ελλήνων του εξωτερικού και την αγχώδη προσπάθειά τους να κρατήσουν τα παιδιά τους κοντά στα ελληνικά πράγματα, πρωτίστως με τη γλώσσα και με όλα τα υπόλοιπα, δεύτερα. Η γλώσσα αναμφίβολα είναι αυτή καθαυτή η κουλτούρα. Πώς να τη μάθεις αν δεν είναι ζωντανό κύτταρο; “Έτσι είναι ο Έλληνας, έτοιμος να πει τη δική του γνώμη, που μάλλον συχνά, είναι μεροληπτική και απόλυτη”.
Και… στο Σύδνεϋ βέβαια κυκλοφορούν «πολλοί τρελοί» -το λέω ετούτο ως αντιστάθμισμα στα λόγια της μητέρας μου για τους κατοίκους της Αθήνας. Ίσως μάλιστα τόσοι πολλοί που δεν είναι καθόλου αστείο. Απλά δε φαίνονται ούτε ως πεζοί, ούτε ως οδηγοί… Γιατί όπως θα γνωρίζετε οδηγούν κιόλας, με τη σύσταση βέβαια του θεράποντος ψυχιάτρου τους να παίρνουν ανελλιπώς τα φάρμακά τους. Μάλιστα!
Εδώ στο Σύδνεϋ, τα σημαίνοντα θέματα είναι γαλάζια ή πράσινα: οι ουρανοί, οι θάλασσες τα πάρκα… Τα άλλα θα έλεγε κανείς ότι παραγκωνίζονται στη μεγάλη πολυπρόσωπη και συνεπώς απρόσωπη μεγαλούπολη του Νότου. Ξέρετε γιατί όλα τα άλλα παραμερίζονται, λες και ξεχνιούνται, επειδή δήθεν είναι ασήμαντα; “Γιατί έτσι το θέλουν οι Συδνεάτες για να μη τους τη δίνει”, είχε πει ένας δικός μας άνθρωπος. Γιατί όλοι, ακόμη και στην ίδια γειτονιά, είμαστε και παραμένουμε ξένοι, και τα παιδιά μας μπερδεύονται και δεν ξέρουν με ποιούς τέλος πάντων να ταυτιστούν: με τους μάλλον “συντηρητικούς” γονείς τους, τη φυλή τους που δεν ξέρει τι κάνει πολλές φορές έτσι συγχισμένη που είναι και μοιρασμένη για τον ίδιο λόγο, ανάμεσα σε κάποια αδιάφορη προς την ουσία, Κοινότητα (=κενότητα), και σε μία «μεγαλόστομη» και ακατάδεκτη Αρχιεπισκοπή ή να ταυτιστούν με τους φίλους τους, τις φίλες τους… τους δασκάλους, τους καθηγητές τους… που προέρχονται από όλες τις ράτσες που μπορείς να διανοηθείς, που πιστεύουν στο Βούδα, στο Ινδικό πάνθεο, στο Μωάμεθ ή στον Χριστό… που τρώνε με τα χέρια ή με τα δάχτυλα, που έχουν πολλά χρώματα και μιλούν άλλες τόσες γλώσσες, και δόξα τω Θεώ, πέρα από την κοινή ομιλουμένη την Αγγλική; Κουρασμένα, ταλαίπωρα τελικά από αυτή την άτυπη Βαβέλ, σιωπαίνουν και φορούν παρωπίδες για να συνεχίσουν την πορεία τους στη ζωή. Στο σπίτι τους μιλάνε τη γλώσσα των γονέων τους -αν είναι τυχεροί να είναι ομοεθνείς-, στο σχολείο την αγγλική ως μητέρα γλώσσα και οπωσδήποτε προκύπτουν δύο “μητρικές γλώσσες” και άντε τώρα να εξηγείς στα παιδιά τα περί “πατρίδας των γονέων”!.. Θα σου απαντήσουν και δικαίως: “Και η δική μας; Μα εσείς μας δώσατε αυτή την πατρίδα!”
Σίγουρα τα παιδιά μας έχουν δίκιο και έχουν επίσης το δικαίωμα να εξάπτονται και να αγωνίζονται να μην είναι διαφορετικοί… στη γλώσσα τουλάχιστον, από τους άλλους -όσοι τελοσπάντων ζούνε στην Αυστραλία, αφού τα άλλα είναι εξίσου βασανιστικά. Και εδώ… αλήθεια ας είναι καλά ο Χώκ και οι Κινέζοι που τα έφτιαξαν μεταξύ τους τόσο καλά, που σήμερα η Αυστραλία έχει γεμίσει από δαύτους και άλλους Ασιάτες, έτσι οι παλιοί μετανάστες –εμείς και οι παλαιότεροί μας- αποκαταστάθηκαν κάπως και ηρέμησαν, καθώς οι Κινέζοι με τα ίδια και χειρότερα προβλήματα διάκρισης ανάμεσα στις ευρωπαϊκές εθνικότητες, κατάφεραν να σπάσουν αυτό που λέγεται διάκριση και κακή συμπεριφορά κατά του μετανάστη… Γιατί; Γιατί οι Κινέζοι έρχονται εδώ με τα λεφτουδάκια τους, για επιχειρηματικούς λόγους… Έτσι τουλάχιστον δικαιολογείται η πληθώρα αυτών και η είσοδός τους στην κατά τα άλλα γοητευτικότατη μεγαλοκυρία του Νότου, την Αυστραλία.
Κάνω εδώ μία παρένθεση για το φλέγον θέμα που η σύνθεσή του την τελευταία πενταετία, σαρώνει κάθε άλλο. Δε θα μιλήσουμε λοιπόν εκτεταμένα για την ανείπωτη μανία και την ακατανόητα δυσμενή συμπεριφορά κάποιων Αυστραλών πολιτευομένων και των ακολούθων τους, εναντίον της μουσουλμανικής μειονότητας. Οι πληγές που άνοιξαν μεθοδικά τα τελευταία χρόνια παραμένουν ανοιχτές και είναι πολύ δύσκολο να δεις την άκρη αυτού του φοβερού και αδηφάγου λαβύρυνθου μίσους και αντιπαράθεσης που έσκαψαν με τα νύχια τους και με τα δόντια τους κάποιοι πανίσχυροι…
Τα παιδιά μας κάποια στιγμή αργότερα, έχοντας περάσει από το κόσκινο της κουλτούρας, αντιλαμβάνονται τις ομοιότητες, τις διαφορές, τα κοινά ή μη, με τους συνανθρώπους τους, τους συγκατοίκους τους, τους συναδέρφους τους στην εργασία τους. Τελικά μιλάμε για μία άλλη στ’ αλήθεια Βαβέλ, όπου οι μέτοχοι συμβιβάζουν τα ασυμβίβαστα, κάτω από το σύστημα της αγγλικής επικράτειας. Κι ανάμεσα σε όλες αυτές τις εθνικότητες, οι γηγενείς, αποβαίνουν αόρατοι, ανεπιθύμητοι για τη συντηρητικότητά τους και επιμένουν στη συγγνώμη, που δε θα έρθει εύκολα, αν ίσως ποτέ, καθώς όλοι οι μετανάστες που γράφουν, περισσότερο από δύο αιώνες, τη νέα ιστορία της Αυστραλίας, πιστεύουν ότι η ιστορία των αμπορίτζινις, ανήκει στο παρελθόν και ότι η επιστήμη της ιστορίας θα μεριμνήσει μάλλον για τον τίτλο του κεφαλαίου, που θα ασχολείται με την κατάληψη της Ωκεανίας και την προσπάθεια αφανισμού των γηγενών.
Ένα ακόμη πολύ σοβαρό θέμα που απασχολεί τους μετανάστες είναι το να προσπαθούν σα γονείς, να υποδείξουν στα παιδιά τους όχι μόνο το “σωστό δρόμο”, αλλά και το σωστό σύντροφο. Και αυτό είναι αλήθεια πολύ αδιάκριτο ως ένα σημείο. Επιχειρούμε λοιπόν πλύση εγκεφάλου αρχικά, χωρίς επιτυχία και με λίγες εξαιρέσεις, όπως καταλαβαίνετε. Στην περίπτωση ωστόσο επιτυχόντων γονέων θα έπρεπε να ληφθεί πρόνοια από την εκάστοτε παροικία ώστε να φιλοτεχνείται ένα ειδικό βραβείο και να τους απονέμεται. Ίσως όμως είναι καλύτερα να απομακρυνθούμε από ετούτο το θέμα, καθώς η επίμονη συζήτηση επ’ ευτού, ενδέχεται να στεναχωρήσει κάποιους από εμάς!
Ύστερα απ’ όλα όσα είπα νομίζω ότι θα καταλάβετε γιατί οι Άγγλοαυστραλοί δίνουν τόση έμφαση στις καιρικές συνθήκες της ημέρας όταν εύχονται και ταυτόχρονα δηλώνουν: “good morning dear, what a lovely day to-day!” Και δόξα τω θεώ ο καιρός στο Σύδνεϋ είναι αρκετά καλός, άσχετα αν τα άλλα δεν είναι τόσο ευοίωνα, και με τα τελευταία εννοώ τα οικονομικά, τα κοινωνικά κ.τ.λ. Γιατί οι Αγγλοαυστραλοί είναι κομμάτι ατομιστές και δεν πολυσκοτίζονται με τις λεπτομέριες στη ζωή των παιδιών τους, ούτε και για τα γύρω τους. Και όταν συμβαίνει αυτό, ίσως θα πρέπει να σημειώνεται σε κάποιες καταθέσεις… “Δε βαρυέσαι αδερφέ! Μια χαρά άνθρωποι είναι καλά κάνουν! Γιατί εμείς οι Έλληνες τρωγόμαστε με τον εαυτό μας, για ψύλλου πήδημα. Και συνεχώς τονίζουμε: “έτσι είμαστε εμείς οι Έλληνες!” με μια μοιραία υποχώρηση, λες και τίποτα μα την αλήθεια δεν μπορεί να αλλαχτεί και επομένως θα πρέπει να γίνεται αποδεκτό.
Παύω να συλλογιέμαι και ξανακυττάζω. Μπα! Ο κόσμος κινείται όπως μερικά λεπτά πριν… βιαστικός, ρίχνοντας πάντα λοξές ματιές εδώ ή εκεί, και πάντα παρακολουθώντας το ωρολόγι… Βιάζονται, τρέχουν να μην αργήσουν στο γραφείο τους… Έχει περάσει το… lunch… time is over!… ”
“Ήρθα! Πώς τα πέρασες;” Άκουσα την αγαπημένη φωνή… και χαμογέλασα. Πώς τα πέρασα; “Ωραία… ούτε και που κατάλαβα πόση ώρα έλειπες!” είπα χαμογελώντας παράξενα. Όμως ο Γιώργος είχε συνηθίσει σε τέτοιου είδους απαντήσεις. Ήξερε πως κάτι θα σκάρωνα όση ώρα περίμενα την επιστροφή του. Αν όχι τίποτα άλλο, το ελάχιστο που θα μπορούσα να κάνω ήταν να περάσω την ώρα μου χαζεύοντας, παρατηρώντας, κάνοντας σκέψεις και ζυγίζοντας εντυπώσεις. Από εδώ και πέρα όμως τις εκκολαπτόμενες σκέψεις μου περιμένει να τις αναλάβει μία άλλη διαδικασία… ας την πούμε έτσι τέλος πάντων… την καταγραφή τους στο χαρτί. Έτσι… για να θυμόμαστε κάποια πράγματα, όσο ζούμε…
Τέλος