Copyright: Πιπιίνα Δ. Έλλη (Pipina D. Elles)
Η μητέρα μου αν και είχε αντιδράσει πολλές φορές στη συμπεριφορά μου όταν ήμουν μικρή, γενικά και με το πέρασμα του χρόνου είχε γίνει πολύ περήφανη για την προσωπικότητά μου. Πίσω από την αυστηρή συχνά ματιά της γνωρίζω ότι χαιρόταν για τη ζωηράδα μου, την ενέργεια μου και τη θετικότητα του χαρακτήρα μου. Οι συμβουλές της είχαν αντίκτυπο απάνω μου. Με το πέρασμα του χρόνου είχα γίνει πολύ σοβαρή περισσότερο ίσως απ’ ότι άρμοζε στην ηλικία μου. Τα λόγια της σφηνώνονταν στο μυαλό μου και γίνονταν κανόνες που ρύθμιζαν τη συμπεριφορά μου. Αν και αισθανόταν βεβαία για τη θετικότητα των πράξεων μου η μητέρα μου, δεν αντιλαμβανόταν την πίεση που ασκούσε στο μικρό παιδί που ήμουν, δίπλα στην άλλη πίεση τη μεγαλύτερη του πατέρα μου που ήταν πραγματικού στρατιώτη σε στρατώνα. Έτσι μίλαγε. Με διάταζε κυριολεκτικά. Και δεν ήταν μόνο οι γονείς μου, ήταν και οι θείοι μου, τ’ αδέρφια της μητέρας μου που έκαναν πάνω-κάτω τα ίδια λες και ήμουν ένα ατίθασο σκυλάκι, που με την πλύση εγκεφάλου θα συμμορφωνόταν κάποια στιγμή στο μέλλον. Όλ΄αυτά βέβαια δεν ήταν παρά ένας τρόπος –ίσως ο καλύτερος τρόπος που γνώριζαν- προφύλαξης από όλες εκείνες τις μικρο-περιπτώσεις ολίσθησης από την ευθεία, και προστασίας από το κοινωνικό περιβάλλον, που ενώ φαινόταν να είναι απλό και συμπαθητικό, συχνά μπορούσε να είναι εχθρικό στα παιδιά αν έπαιρνες τα μάτια σου από πάνω τους.
Στα τριάμισι χρόνια μου ήμουν ένα παιδί μάλλον ζωηρό, απ’ ότι λένε, γιατί εγώ δε θυμάμαι να έχω κάνει τρέλες, παρά μονάχα από τα τέσσερά μου κι εδώ. Τέλος πάντων. Η τουαλέτα του σπιτιού μας, ήταν έξω στην αυλή δίπλα στη βαριά ξύλινη διπλόφυλη πόρτα της προς το δρόμο, που ήταν συνήθως θεόκλειστη.
Ήταν μία καλοκαιριάτικη Κυριακή, το απόγευμα. Είχαμε γυρίσει από μία επίσκεψη και είμαστε ακόμη όλοι ντυμένοι. Η μάνα μου με έντυνε πολύ όμορφα με τη βοήθεια της θείας μου, που τα έραβε. Φορούσα μία άσπρη οργαντίνα με ναυτικό γιακαδάκι και άσπρα παπουτσάκια με άσπρες καλτσούλες. Στις μπούκλες μου ήταν όπως πάντα δεμένος στο πλάι ένας κατάλευκος φιόγκος, αυτή τη φορά ασορτί με το φόρεμά μου. Στο σπίτι μας, ήταν η μαμά μου, ο μπαμπάς μου, η θεία μου ο αρραβωνιαστικός της ο θείος μου Σωτήρης και η γιαγιά μου. Ο θείος μου ο Χρίστος ήταν έξω και ο νεότερος θείος μου ο Ηλίας, υπηρετούσε τη θητεία του ως υπαξιωματικός.
Κάποια στιγμή λοιπόν ήθελα να πάω έξω γι’ ανάγκη μου. Η μητέρα μου όπως είχε κάνει πολλές φορές, μου είχε βγάλει το όμορφο εσώρουχό μου και αφού άναψε το φως των ελαχίστων κηρίων μέσα στη σκοτεινή τουαλέτα, γύρισε πίσω στο σπίτι, αφήνοντάς με μόνη. Όταν τελείωσα και είχα βγει έξω από την τουαλέτα στην αυλή, με την πρώτη ματιά πρόσεξα πως η μεγάλη ξύλινη εξώπορτα ήταν μισάνοιχτη. Η περίεργη φύση μου μ’ έσπρωξε να πλησιάσω και να κοιτάξω στο δρόμο. Επικρατούσε ησυχία. Ο κόσμος ήταν στα σπίτια τους. Εντελώς φυσικά, οι δικοί μου στο καθιστικό συζητούσαν ή οτιδήποτε άλλο, ήσυχοι και περίμεναν εκείνο που ήταν το norm, να γυρίσω δηλαδή μόλις θα τελείωνα, κοντά τους. Αντί για ετούτο, εγώ γλίστρησα κυριολεκτικά έξω στο δρόμο. Δεν άργησα να προχωρήσω και να διασχίσω απαρατήρητη το Κουρμανιό. Χαζεύοντας εδώ κι εκεί άρχισα ν’ ανεβαίνω την οδό Αβέρωφ. Καθώς φαινόμουνα μεγαλύτερη απ’ ότι ήμουν, οι ελάχιστοι περαστικοί δε μου έδωσαν σημασία. Κάποια στιγμή βρέθηκα στην Κάτω Πλατεία και από εκεί, άγνωστο πώς, δίπλα στο φρουρό της κεντρικής Πύλης της Μεραρχίας Ιωαννίνων. Κάθισα μπροστά του και τον κοίταζα με περιέργεια. Ο στρατιώτης με κοίταξε χαμογελαστός και με ρώτησε: «Πώς σε λένε;» «Πιπίνα!» είπα σουφρώνοντας το πρόσωπό μου. «Κι εσένα;» ρώτησα περίεργη να μάθω με ποιον είχα την τιμή να κουβεντιάζω. «Τάσσο», απάντησε εκείνος μονολεκτικά. «Ποιανού είσαι;» με ξαναρώτησε. «Του μπαμπά μου και της μαμάς μου!» είπα τώρα πεισμωμένη γιατί με κρατούσε εκεί με τις ερωτήσεις του. «Και που πας;» με ξαναρώτησε. «Πάω…» Δεν πρόλαβα ν’ αποσώσω την κουβέντα μου κι εκείνος πρόσθεσε. «Ο μπαμπάς σου είναι εδώ μέσα;» «Ναι» είπα με βεβαιότητα. Εκείνη τη στιγμή κατέφτασε ένας υπαξιωματικός: «Ρε συ Παύλο, αυτή η μικρή θα ‘ναι καποιανού εκεί μέσα. Για πάρτην λίγο και κοίτα τίνος είναι, να μη βρούμε και τον μπελά μας! Αυτοί καλά τρώνε και κουβεντιάζουν αλλά τα παιδιά τους… » Σε λίγες στιγμές με είχαν οδηγήσει και με είχαν ανεβάσει στην άδεια σκηνή θεάτρου «εν απραξία», σε μία τεράστια αίθουσα. Ήταν γιορτή, γιόρταζαν οι αξιωματούχοι με τις οικογένειές τους. Εγώ κοίταξα αδιάφορη και περίεργη «Κυρίες και κύριοι… σας παρουσιάζουμε τη μικρή Πιπίνα… που φαίνεται πως χάθηκε». Όλοι σταμάτησαν τη συζήτηση μεταξύ τους για να κοιτάξουν πάνω στη σκηνή. Ξαφνικά μέσα από το πλήθος ακούστηκε μία φωνή σοβαρή σχεδόν θυμωμένη. «Είναι το ανιψάκι μου!» Ήταν ο θείος μου ο Ηλίας, που υπηρετούσε εκείνη την ημέρα και για καλή μου τύχη, βρισκόταν στην εκδήλωση της Μεραρχίας. Γέλασα και κούνησα το χέρι μου: «Θείε Ηλία!» φώναξα κι έβαλα ένα δάχτυλό μου στο στόμα μου σα να το πιπίλιζα. Από κάτω ακούστηκαν γέλια, ενώ ο θείος μου διέσχιζε την αίθουσα για να παραλάβει την ατίθαση ανιψούλα του, δηλαδή εμένα. Ανέβηκε στη σκηνή και αφού ευχαρίστησε τον στρατιώτη που με είχε παρουσιάσει, παίρνοντάς με στην αγκαλιά του βγήκαμε έξω, στην πίσω αυλή. «Να πάρει η ευχή… πώς έγινε ετούτο βρε μαϊμουδίτσα; Πω! πω!… Κι είσαι και ξεβράκωτη! Το έσκασες;» Εγώ άρχισα να λέω τα παραμύθια μου. Ήθελα να δω κάτι και βγήκα από την πόρτα… Χάθηκα… «Η μάνα σου φταίει για όλα… και οι άλλοι… το ‘ριξαν φαίνεται στην κουβέντα κι εσύ… Να δοξάζουν το Θεό που ήταν καλά τα φανταράκια που σε βρήκαν».
Με έφερε στο σπίτι με ένα τζιπ, που το οδηγούσε ένας φαντάρος, ενώ εκείνος δε μ’ άφηνε από τα χέρια του. Φτάσαμε στο σπίτι μας σε πέντε λεπτάκια. Η εξώπορτα ήταν μισάνοιχτη όπως πριν και η γιαγιά μου που στεκόταν μέσα απ’ αυτή άνοιξε διάπλατα τα κοκκινισμένα μάτια της όταν μας είδε με τον γιο της και θείο μου κι έτρεξε κοντά μου με ολάνοιχτη την αγκαλιά της. Έσκυψε και με σήκωσε στην αγκαλιά της μ’ έσφιξε πάνω της ευτυχισμένη και είπε: «Δόξα σοι ο Θεός!»
«Έλα μάνα… «Δόξα σοι ο Θεός» δε θα το ‘λεγες αν την περιλάβαινε κανένα παλιοτόμαρο έτσι που την είχατε και χωρίς βρακί…» «Μη μιλάς έτσι παιδί μου… Ο Θεός μας φύλαξε. Θα μας έσφαζε ο πατέρας της όλους… αν πάθαινε κάτι το μωρό μας! Ατύχημα ήταν!» «Πού εξαφανίστηκαν όλοι; Ψάχνουν για το παιδί υποθέτω». «Τρελάθηκαν σου λέω… Όλοι έτρεξαν προς την λίμνη… Η μάνα της έγινε χίλια κομμάτια. Πώς να τους το πούμε να ησυχάσουν;» «Θα πάω με το τζιπ μια βόλτα για να δω μήπως τους βρω. Πιστεύω ότι θα μου το συγχωρέσουν από την υπηρεσία μου…»
Σ’ ένα δεκαπεντάλεπτο που φάνηκε αιώνας για τη γιαγιά μου, είχαν μαζευτεί όλοι στο σπίτι. Η Μάνα μου μ’ αγκάλιαζε και με φιλούσε, μού ‘φτιαχνε τις μπούκλες μου και το φιόγκο μου, μου ίσιωνε το οργαντίνα άσπρο φορεματάκι μου και με κοίταζε μέσα στα μάτια με ανείπωτο πόνο: «…μη μου το ξανακάνεις αυτό άλλη φορά παιδάκι μου! Είπα θα τρελαθώ!» Την κοίταξα χαμογελώντας. Δεν είχα ιδέα γιατί επιτέλους ανησυχούσαν κι αντιδρούσαν έτσι. Μα τι είχα κάνει τέλος πάντων; Έναν περίπατο ήθελα να κάνω. Η μάνα μου δε μ’ άφησε από την αγκαλιά της εκείνο το βράδυ. Με κοίταζε με φιλούσε και μ’ έσφιγγε στην αγκαλιά της με ένα φόβο, θαρρείς και κάποιος θα μας χώριζε για πάντα. Η αδερφούλα μου που ήταν μωρό ένα χρονών και κάτι, ήταν παραδομένη στη φροντίδα της αρραβωνιασμένης θείας μου, της Ελιζαμπέτας. Αν και πάντα ήμουν το αστέρι της οικογενείας ως το πρώτο παιδί στην εκτεταμένη οικογένειά μας στα Γιάννινα, εκείνη την ημέρα αποθεώθηκα. Η καημένη η μάνα μου με κοίταζε και μου παραπονιόταν: «αχ, κοριτσάκι μου, εγώ η κοκορόμυαλη που σ’ άφησα να πας μόνη στην τουαλέττα λες κι ήσουν μεγάλο κορίτσι… Τι θά ‘κανα αν μου πάθαινες κάτι; Αχ παιδάκι μου μαθαίνω κι εγώ… μαθαίνω! Δε θα σ’ αφήσω άλλη φορά από τα μάτια μου. Μάρτυς μου ο Θεός!» Ο πατέρας μου που μας κοίταζε στα κλεφτά, κάπνιζε σα φουγάρο και οι θείοι μου συζητούσαν χαμηλόφωνα. Εγώ ήμουν ευχαριστημένη για όλα, χωρίς καθόλου να κατανοώ τι τους είχε κοστίσει το σκασιαρχείο μου.
Η μητέρα μου είχε γίνει χίλια κομμάτια όπως μου λέγανε αργότερα, όταν είχα μεγαλώσει. Κατηγορούσε τον εαυτό της για ό,τι είχε συμβεί κι απειλούσε να σκοτωθεί αν πάθαινα κάτι εγώ, το κοριτσάκι της. Οι δικοί μου είχαν πάθει για να την συνεφέρουν από το σοκ της, λέγοντάς της ότι έχει κι ένα μωρό… αλλά πού εκείνη! Ο πατέρας μου είχε κι αυτός τρελαθεί αλλά έπρεπε να συγκρατηθεί ως το τέλος για την υποστήριξη της μητέρας μου, που δεν μπορούσε να συγχωρέσει τον εαυτό της, για το λάθος της. Στην ουσία το λάθος ήταν όλων καθώς είχαν πιάσει την κουβέντα και βέβαιοι ότι η πόρτα ήταν ασφαλισμένη δεν είχαν προσέξει ότι είχε περάσει η ώρα και δεν ερχόμουν. Όταν κάποια στιγμή η μάνα μου είπε: «το παιδί τρομάρα μου…» «ακόμα στην τουαλέττα είναι βρε γυναίκα;» ρώτησε ο πατέρας μου που λες και ήμουν αποκλειστική φροντίδα της μάνας μου, είχε ξεχαστεί κι εκείνος καθώς είχε συγκεντρωθεί στο διάβασμα της Κυριακάτικης εφημερίδας. Η μάνα μου είχε βγει τροχάδην στην αυλή, για ν’ αφήσει φωνή τρόμου που ακούστηκε απ’ όλους: «Παναγιώτη τρέξε, το παιδί έφυγε…» ο πατέρας μου, η θεία μου Ελισσάβετ, ο αρραβωνιαστικός της και η μάνα μου κίνησαν κατά τη λίμνη, ενώ ο πατέρας μου προπορευόταν. Είχαν σκορπιστεί εκεί κάτω προς τρεις κατευθύνσεις, ρωτώντας απελπισμένοι τους ελάχιστους περαστικούς εκείνης της ώρας στην παραλιακή. Κάποια στιγμή που είχαν μαζευτεί κοντά στην κυρά Φροσύνη για να αποφασίσουν το επόμενο βήμα τους, τους βρήκε ο θείος μου ο Ηλίας και τους έφερε πίσω στο σπίτι. Ήταν όλοι τους σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Κλαμένες οι γυναίκες, ο πατέρας μου ασθμαίνων από το άγχος του, ο θείος μου ο Σωτήρης χαρούμενος για το ευχάριστο τέλος μιας αγωνιώδους περιπέτειας. Παρέμεινε αναπάντητο το ερώτημα πώς εκείνη η «ριμάδα η αυλόπορτα» είχε ανοίξει, ποιος την είχε ανοίξει και γιατί επιτέλους είχε μείνει ανοιχτή, ενώ την κρατούσαν πάντα κλειστή. Ένα μυστήριο που θαρρείς και σκοπό είχε την στενότερη σύνδεση όλων των μελών της οικογενείας μας και τη στενότερη επιτήρησή μου και των άλλων παιδιών που ακολούθησαν, στο μέλλον!
Καημένη μαμά! Έτρεμε για όλους μας αλλά πάντα πίστευα ότι ήμουν το παιδί που της είχα χαρίσει τίς μεγαλύτερες χαρές και την είχα κάνει αληθινά περήφανη, αλλά και την μεγαλύτερη δυστυχία, όταν είχα φύγει από κοντά της για να έρθω και να ζήσω στη Γη down-under, την Αυστραλία…