Copyright: Dr Pipina D. Elles
Στην εισαγωγή του βιβλίου: Επιστολές προς Γαλάτεια[1], η Έλλη Αλεξίου, η εκπαιδευτικός και συγγραφέας από την Κρήτη, γράφει για τον Δραγούμη ότι υπήρξε αδερφικός φίλος του Κρητικού συγγραφέα Ν. Καζαντζάκη και της πρώτης γυναίκας του, Γαλάτειας (αδελφής της).
Είναι γεγονός ότι η προσωπικότητα του πατριώτη και διανοούμενου Ίωνα Δραγούμη, εμπνέει τον Ν. Καζαντζάκη. Τα σημεία κοινότητας ανάμεσά τους, από την έποψη του Καζαντζάκη, είναι αρκετά. Όπως ο Δραγούμης, έτσι και ο Καζαντζάκης, υπήρξε οπαδός της φιλοσοφίας του Νίτσε. Ο Κρητικός συγγραφέας, έντονα επηρεασμένος από τον διανοούμενο (περί ου ο λόγος), γράφει όπως εκείνος, την τραγωδία: Ο Πρωτομάστορας, που στηρίζεται στην Δημοτική ποίηση και συγκεκριμένα στο τραγούδι: το Γεφύρι της Άρτας.
Στο Συμπόσιο του Ν. Καζαντζάκη, ο Ίων Δραγούμης φέρει το όνομα “Κοσμάς”, και είναι ένας από τους συνδαιτυμόνες στο τραπέζι του απολογισμού, τεσσάρων παλιών φίλων. Ο ποιητής αναγνωρίζει τον αγώνα και την αυτοθυσία του διανοούμενου “Κοσμά”, μέσα στο πλαίσιο της ελληνικής κοινωνίας, και στοχάζεται για εκείνον: “σα γυρίζει κουρασμένος, ντροπιασμένος απ’ τους ανθρώπους”[2].
Στο ίδιο κείμενο, ο Καζαντζάκης, πιστεύει ότι αν και είναι ομοϊδεάτες και αγωνιστές αυτών των ιδανικών, ο εαυτός του και ο “Κοσμάς”, το πεδίο δράσης των δύο παραλλάζει, καθότι αντίθετα προς τον Δραγούμη, ο Κρητικός ποιητής πιστεύει, ότι ο ίδιος έχει ξεπεράσει την ανάγκη του να αγωνιστεί για τα ανθρώπινα και τα αναγκαία κοινά. Πλέκοντας μάλιστα το εγκώμιο του Δραγούμη ο Καζαντζάκης, δηλώνει ότι ο “Ίδας”, ή Κοσμάς, ή Ίων, δεν προχώρησε πέραν του πρώτου σταδίου, του πεδίου δηλαδή της κοινής μύησης. Αντίθετα ο ίδιος (ο Καζαντζάκης), θα συνεχίσει τον αγώνα, πέρα από το σημείο στο οποίο σταμάτησε ο Δραγούμης, και σε μεταφυσικό πλέον επίπεδο[3].
Ο Καζαντζάκης θεωρεί τον Δραγούμη ως ήρωα, που βάδιζε την δική του διακριτική και ταυτόχρονα δυναμική πορεία, μέσα σε ταραγμένους καιρούς, και ότι απέβη εκ των πραγμάτων παράδειγμα προς μίμηση. Γράφει λοιπόν στο Συμπόσιο:
“Μες στην ανημποριά και την αθλιότητα, πήγαινες από χωριό σε χωριό, βιάζοντας τα πάντα γύρω σου να πεθυμούν και να δουλεύουν… φτερούγιζες και κάθιζες στις ελληνικές ψυχές, τις στείρες, και ξυπνούσες εντός τους με την υπομονή και την αγανάχτηση, με τον έρωτα, την κραυγή της ρωμαίικης μοίρας. “Εγώ θα σώσω την Ελλάδα” στοχαζόσουν”.
“Εγώ θα σώσω την ψυχή μου”, λέει στο ίδιο κείμενο ο Κοσμάς, και ο Κρητικός εννοεί με αυτή την φράση, την ταύτιση της ιδέας στην ψυχή του Δραγούμη, με την ιδέα της Ελλάδας.
“Έκαιγες για την τελειότητα τη δική σου, φλεγόμενος με τον όλο θυσία κι εγκαρτέρηση έρωτα της φυλής.”[4] γράφει και συνοψίζει τα δικά του συναισθήματα: “Μου ‘άρεσες, Κοσμά,…”[5].
Ο “Κοσμάς” στο Συμπόσιο του Κρητικού συγγραφέα, ομολογεί την επιθυμία του για την ελληνικότητα της Κωνσταντινούπολης και την πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, κατευνάζει τον πόθο του παρηγορώντας την ίδια του την καρδιά: “Καρδιά, μωρή καρδιά, σώπα και δική σου είναι!”
Ο Καζαντζάκης παρουσιάζει με τον δικό του μυθολογικό τρόπο, τα εθνικιστικά φρονήματα του Δραγούμη -τα ταυτόσημα με τον πατριωτισμό του[6]-, την πνευματική βιογραφία του, τις σπουδές του στην Ευρώπη, τον ασπασμό του της φιλοσοφίας του Νίτσε, παρόμοια, όπως και ο ίδιος. Χαρακτηριστικές είναι στο Συμπόσιο του Κρητικού ποιητή, οι φράσεις που θυμίζουν τον Νίτσε και τον αγαπημένο του μουσουργό Ρίτσαρντ Βάγκνερ:
“Ήρθες Κοσμά στην ερημιά μου κρατώντας σα μεγάλη νέα θεά την Επισκόπηση. Την πήρες έτοιμη από τα παζάρια της φραγκιάς και την φέρνεις στην Ελλάδα: “Όλα είναι μάταιο κι εφήμερο παιχνίδι των ματιών. Και μόνον ένα Μάτι μέσα μας, εφήμερο κι αυτό μα λαγαρό κι ανελεήμονο, που ποτέ από το πάθος δε θολώνει, από ψηλά επισκοπεί το θέαμα της ζωής…..
Διαλέγομε απ’ όλες τις πλάνες μιαν, εκείνη που περισσότερο ταιριάζει με μας, και την ανακηρύχνομεν Αλήθεια”[7].
Ο Δραγούμης και η αντίληψή του για τον άνθρωπο και ειδικότερα για τον Νεοέλληνα
Ως διανοούμενος ο Ίων Δραγούμης, επιδιδόταν σε γενικές αλλά δηκτικές δηλώσεις για τον άνθρωπο και τα ελαττώματά του, όπως:
“γέμει ακαθαρσίας πολλάς και είμαστε ακάθαρτοι γιατί πάντα μένουμε εμείς και δε γινόμαστε άλλοι”.
Επίσης για τον Νεοέλληνα ιδιαίτερα δηλώνει, ότι τον διακρίνουν ανάμεσα σε πολλά άλλα χαρακτηριστικά του τα ακόλουθα:
“κακομοιριά, βρωμιά, παλιανθρωπιά, ραγιαδοσύνη, ψευτιά, βαγαποντιά, μαλαγανιά, επιτηδειότητα, …, συκοφαντία, … λογοκοπάνισμα, τσαρλατανισμός, κουτσομπολιό…”[8]
Ν. Καζαντζάκης, Επιστολές προς Γαλάτεια, (Εισαγωγή, Έλλη Αλεξίου), Δίφρος, Αθήνα 1984, σ. 26α.
[2] Ν. Καζαντζάκης, Συμπόσιο,Δεύτερη έκδοση, Εκδόσεις Ε. Καζαντζάκη, 1971. σ. 16.
[3] Ν. Καζαντζάκης, Συμπόσιο, ο. π., σ. 17.
[4] Αυτόθι, σ. 20.
[5] Αυτόθι, σ. 21.
[6] Ν. Καζαντζάκης, Συμπόσιο, ο.π., σ. 24.
[7] Αυτόθι, σ. 33.
[8] Κωνσταντίνος Α. Βακαλόπουλος, “Ίων Δραγούμης, Παύλος Γύπαρης: Κορυφαίες Μορφές του Μακεδονικού Αγώνα (1902 – 1908), Εκδότης: Μπαρμπουνάκης, Θεσσαλονίκη,(Κωδικός: 30406P, Βακαλόπουλος Κ. Α., 1951-), σ. 14.