Από το Βιβλίο μου Ποίησης, ΤΟ ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ
Έσκυψα και ασπάστηκα το ξάστερο μέτωπό σου,
στοχάστηκα το ψυχανέμισμά σου
αφουγκράστηκα τον ρυθμό της πνοής σου.
Μοσχομύριζες λεμονανθό κι αγιόκλημα
θυμάρι και μαστίχα…
«Καλώς σε βρήκα!» μουρμούρισα με ρίγος.
Η μορφή σου έλαμπε από την καλοσύνη
και οι κορδέλες στα ξέπλεκα μαλλιά σου
έφεραν τα χρώματα της ζωής,
της αισιοδοξίας, της ελπίδας…
Ο σταυρός στον βασανισμένο κόρφο σου
και τα αγριολούλουδα στην κώμη σου
ανέστησαν πρωτομαγιές,
περασμένων χρόνων,
της πρώιμης ηλικίας μου.
Το άγιο μέτωπό σου
πυκνές, και βαθιές ρυτίδες το αυλακώνουν
και οι παρειές σου σκαμμένες από το δάκρυ
της αέναης θλίψης, πώς πληγώνουν!
Οι μνήμες σου στα όνειρα,
γίνονται πρωινή προσευχή.
Κι αν στα βάθη των αιώνων, δε σώνει ο δρόμος σου
οι μνήμες μας φθείρονται – διαφθείρονται
στην επίγεια παραμονή τους!
Δεν νοείται η φθορά της τέτοιας μνήμης!
Είναι κρίμα!
Αχ, σε θωρώ κι αναστενάζω!
Γνωρίζω για τα’ ατέλειωτα ραπίσματα
μώλωπες στην περηφάνια σου.
Δε σου αξίζουν ποταπές αντιζηλίες
ή αστήριχτες εχθρότητες.
Λέμε πως είναι προίκα αλλοεθνών… Όμως όχι.
Τα παιδιά σου δε διαφέρουν από δαύτους!
Οι σαλπιγκτές και οι κήρυκες
χειρίζονται τα δηλητηριασμένα ‘βέλη’ τους
για να σε καταποντίσουν:
Πρώτα αυτοί –ανόσιοι Εφιάλτες-,
βάλλουν ενάντια στη μάνα τους.
Πουλημένοι στα συμφέροντα,
κι ετούτοι οι γυρολόγοι-ερανιστές της δύναμης.
«[…] Η θεομίσητη Διχόνοια που τον άνθρωπο χαλνά».
«Η Διχόνοια κατατρέχει την Ελλάδα· […]»
κλαίει, κλαίει, ο ποιητής!
Είσαι η ‘Μάνα’… προσδοκάς το σεβασμό,
την καλλιέργεια και την προστασία της μνήμης, στον αιώνα!
Μα πιότερο απ’ όλα διαψεύστηκε η ανταπόδοση
της απερίσπαστης αγάπης απ’ τα παιδιά σου.
Ορκίζομαι, δεν τις αξίζεις τις τέτοιες τιμωρίες!
Θα παλέψω, όσο μπορώ, ώστε τα σημάδια των ήλων σου,
να διατηρηθούν στη μνήμη, αιώνια.
Δεν είμαι μόνος· όπως πριν, τώρα και στον αιώνα
πολλές ψυχές θα ασπάζονται τη μεγαλοσύνη σου.
Τα πάθη των υιών του Προμηθέα συνεχίζονται…
Στη Γη σου, άλλοι είναι Τιτάνες
και άλλοι… υπηρέτες του Άδη!
Άλλοι «Σαμαρείτης», και άλλοι «Αρμαγεδδών»
Άλλοι ανασταίνουν και άλλοι αφανίζουν.
Δε θα μπορούσαμε να υπερβαίνουμε
τη νομοτέλεια της φύσης
όπου ο ισχυρός υπερτερεί του αδυνάτου;
Θα μπορούσαμε άραγε, χωρίς να δίνεται έμφαση
στα κίνητρα ή στο μέσο
της καταστροφής του δευτέρου;
Μία τέτοια διαδικασία, συμπεριλαμβάνει
όλες τις μορφές ύπαρξης.
Ας όψεται το κοινωνικό συμβόλαιο,
που χαράζει το όριο της συνοχής – ανοχής.
Όλα έχουν αποτύχει!
Κι εσύ αγέρωχη κυρία,
αγαπημένη, πολυτραγουδισμένη,
δεν τα κατάφερες τον γόνο ν’ απομακρύνεις
από τη δίνη της αυτοκαταστροφής.
Το ένα, οδυνηρότερο του άλλου.
Αναρωτιέμαι την ώρα ετούτη,
της κρίσης και της αυτοτιμωρίας
πώς θα λυθεί, ο ‘γόρδιος’ δεσμός!
Αναρωτιέμαι για το χτες, το σήμερα
ή το σκιώδες αύριο.
Έγνοια μου πάντα η νόηση
η διανόηση, η κληρονομιά μου
των παντοδύναμων λέξεων-όρων…
του Νου, του Έμμετρου Λόγου,
της Διαλεκτικής, του Λόγου του Αντίλογου
της Συλλογικής γνώσης, της Μίμησης του Χορού…
Οι αγώνες όλων όσων ορκίστηκαν στ’ όνομά σου
που έχυσαν το αίμα τους για την τιμή σου
δεν μπορεί να πάνε χαμένοι!
Τα λάβαρα του έθνους,
τα πανανθρώπινα σύμβολά σου,
θα τα ανυψώνουμε σε νέο Γολγοθά…
Στην κορύφωση του πάθους
μηνύματα αγάπης και αισιοδοξίας θα γεννηθούν,
στα τέσσερα σημεία της υφηλίου θα μεταδοθούν
θα γαληνέψουν τα βλαστάρια σου
θα καταλαγιάσει ο πόνος του ανθρώπου
θα έρθει η Ανάταση, η Ανάσταση!
Ξέρε το, τα απανταχού «ξένα» σου, σε αγαπούν,
σε μελετούν, σε προστατεύουν,
υπερασπίζονται τα δίκαιά σου.
‘Καθείς με τα όπλα του’, είπε ο ποιητής!
Τα σκορπισμένα στα πέρατα του κόσμου,
παιδιά σου, ως κλείνει ο κύκλος
του ενιαυσίου σκληρού μόχθου
να σ’ αγκαλιάσουν, τρέχουν
να εμβαπτιστούν ξανά στα άγια νάματά σου,
στο φως του ήλιου σου
στο οξυγόνο του βουνού σου
στη γαλανή σου θάλασσα…
Τρέχουνε για ν’ αναζωογονηθούν μέσα
από τη θαλπωρή σου
λυτρώνοντας το κορμί τους
-προσωρινά έστω-
από το πουκάμισο της ξενιτιάς!
Σε φιλώ καλή μου σταυρωτά,
προσκυνητής – υπασπιστής
και αγγελιοφόρος σου,
ενόσω αναπνέω…
Καλώς σε βρήκα και πάλι,
γλυκιά μου!