ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ ΠΟΙΗΣΗΣ, ΤΟ ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ
Μεσημέρι στα φωτεινά Σύβοτα…
Το μάτι του θεού αγκαλιάζει τη θάλασσα
φτιάχνει την αλμύρα εντονότερη,
το φύκι να χρυσίζει.
Το μελτεμάκι σηκώνει, σκορπίζει οσμές…
Πιάσαμε μια γωνιά
τσιμπήσαμε χωριάτικη,
τη φέτα, το ψαράκι,
και Ζύθο ελληνικότατο
και τέλος… καφεδάκι!
Το καραβάκι π’ άραξε
ξεφόρτωσε μισόγυμνους τουρίστες
-ψημένοι αστακοί στην άμμο, ήταν!
Παραμερίζοντας τον κάματο
των αγαθών του Ιονίου,
βιαστήκαν στις περίφημες σειρήνες,
εδεσμάτων!
Πιαστήκανε καρέκλες και τραπέζια
και τα ελάχιστα ‘παιδιά’ των μαγαζιών,
τρέχουνε πέρα – δώθε
στο μπαρ ή στην κουζίνα.
Το menu αφορά
Βαβέλ γεύσεων:
γερμανικής, ιταλικής,
ισπανικής… και βάλε!
Σαν ηρεμήσουν οι σιαγόνες,
και το αίσθημα της πείνας
το αντικαταστήσει η ‘χορτασιά’
ρεμβάζουνε νωχελικά…
Εύχονται να ήταν δικός τους
ετούτος ο παράδεισος της σύνθεσης
θάλασσας και βουνού
ταβέρνας και παρέας.
Να είχαν στ’ ακροδάχτυλα
το γούστο, το κέφι, το μεράκι…
Αχ! Να ‘τανε Έλληνες κι αυτοί!