Από το βΙβλίο μου Ποίησης, ΤΟ ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ
Τον είδα ξανά στην αχλή του ονείρου…
«βασιλικότερος του βασιλέως» κι εδώ.
Τον χαιρέτησα και απάντησε
«να περάσεις!»
Ξύπνησα ταραγμένος
«Άκου λέει ‘να περάσω!’»
Γιατί; Για να μιλήσω με άτομο
ουσιαστικά ανύπαρκτο;
Η μάσκα ευφορίας,
συνώνυμη της υποκριτικότητάς του,
αποκάλυπτε την ίδια περιφρόνηση.
«Να περάσεις!» είπε, καθώς ο ίδιος
δεν επρόκειτο να περάσει, ποτέ,
για να με δει!
Δε με χρειάζεται, μου το είπε καθαρά
με την επανάληψη.
Ξέχασε όμως κάτι: τα πράγματα αλλάζουν
και τελικά, κι εγώ μπορώ να τον μιμηθώ
χρησιμοποιώντας την αδύνατη προστακτική:
«να περάσεις!»
Όμως αρχίζω τον τελευταίο κύκλο του παιχνιδιού
της απόρριψης:
«Γιατί; Με θέλεις για κάτι;»
Εκείνος με χτυπά με το γάντι του…
Ο αναιδής! Με καλεί σε μονομαχία!
Ανταποδίδω την πρόκληση.
«Τέλος η κωμωδία!
Δε σε ξέρω… δε με ξέρεις…
δε μου χρωστάς… δε σου χρωστώ…
Δε θα περάσω … δε θα περάσεις…
Ναι, δε θα περάσω. Ακούς;
Κλείνω έτσι το δεφτέρι με τα βερεσέ…
δε σου χρωστώ δε μου χρωστάς…
Είμαστε πάτσι!»
Είπα και ο άνθρωπος ζάρωσε,
έγινε τόσο μικρός, ξαφνικά!
Έκτοτε… τον βλέπω κάποτε ν’ ανηφορίζει το δρόμο
με το μάτι καρφωμένο στην άσφαλτο!
Και… άκου να δεις…
έτσι μού ‘ρχεται να τρέξω να του πω,
«περασμένα ξεχασμένα… να περάσεις… θα περάσω!»
Όμως… δε μπορώ! Με κρατά πίσω,
η μνήμη της ναρκισσιστικής μάσκας του…