«Ο Πύργος του Ακροπόταμου», του Κώστα Χατζόπουλου

Copyright: Πιπίνα Δ. Έλλη

Ετέθη το ακόλουθο ερώτημα: Ποιο στοιχείο παίζει τον  σημαντικότερο ρόλο στο ηθογραφικό μυθιστόρημα του Κώστα Χατζόπουλου: «Ο Πύργος του Ακροπόταμου», Η απεικόνιση της παρακμής μιας οικογένειας» Α’. Ο χαρακτήρας των μελών της; Β’. Η αδιάφορη κοινωνία της επαρχιακής πόλης;

Μία ελάχιστη εισαγωγή: Μελετώντας   το συγκεκριμένο έργο του Κώστα Χατζόπουλου, διαπιστώνεται δύσκολη η οιαδήποτε έμφαση στην μία από τις δύο ετούτες πιθανότητες! Όντως δεν παρουσιάζονται καθαρές διακρίσεις στα δύο ετούτα σημαντικά σκέλη όπως παρουσιάζονται στην υπόθεση.  Απεναντίας διαπιστώνεται ότι τα ανωτέρω συγκεκριμένα και βασικά στοιχεία είναι συνυφασμένα με τέτοιο τρόπο,  εντός  του χρονοδιαγράμματος που παρουσιάζει ο συγγραφέας,  ώστε το ένα να διέπεται του άλλου!  Ας προχωρήσουμε λοιπόν προς αυτή την κατεύθυνση, ώστε  να διασαφηνισθεί  ετούτο το  συμπέρασμα!  

Ο Κώστας Χατζόπουλος στο συγκεκριμένο έργο του κατηγορεί την κοινωνία της ελληνικής επαρχίας  στην εποχή του. Και ενώ δείχνει υπερβολικό οίκτο και συμπάθεια προς την οικογένεια τύπου Θώμου Κρανιά, συγχρόνως η μέθοδος και ο τρόπος με τα οποία εκθειάζει τις δραστηριότητες των μελών της στην καθημερινή τους  ζωή, ωθούν στην μομφή προς την ταπεινή νοοτροπία τους, την ανώριμη συμπεριφορά, την έλλειψη  εκπαίδευσης, την αποφυγή ευθυνών και τις απατηλές δοξασίες  τους.

Οι λέξεις Σόϊ και Έπαρχος, ξεπηδούν συχνά στο κείμενο και κάνουν τον αναγνώστη να εννοεί εύκολα την  τραγική δύναμή των και την επήρεια που είχαν οι δύο αυτές λέξεις με την έννοιά τους πάνω στα μέλη της οικογένειας του Θ. Κρανιά.  Και ενώ η «Θώμαινα» σύζυγος  του Θ. Κρανιά, καθώς και οι θυγατέρες των φαίνονταν προσκολλημένες σ’ αυτούς τους τίτλους.  Ο ίδιος ο Θ. Κρανιάς χρησιμοποιεί την δύναμή του για να βοηθείται και να καλοπερνά στην κοινωνία στην οποία εκινείτο!

Τοιουτοτρόπως ο συγγραφέας Κ. Χατζόπουλος  τονίζει την δύναμη της επιρροής που κατείχε η καταγωγή, στο μυαλό του Θ. Κρανιά!

«…αυτός δεν έδωσε ποτέ του σημασία πολλή στο σόϊ, τουλάχιστον ανώτερη από την πραχτική!»[1]

Ο Δ. Τσάκωνας αναφερόμενος στον Κ. Χατζόπουλο, τον χαρακτηρίζει «Κοινωνικά διαμαρτυρόμενον[2]»

Το 1899-1902 και αργότερα από το 1905-1914, ο Κ. Χατζόπουλος ζει στην Γερμανία, όπου δέχεται την επίδραση του σοσιαλισμού και τον ασπάζεται. Ερχόμενος στην Ελλάδα, αγωνίζεται  γι’ αυτό το πιστεύω του και γίνεται αρχηγός για δύο-τρία χρόνια, «μιας μικρής σοσιαλιστικής ομάδας»[3]

Ο Κώστας Χατζόπουλος εντυπωσιάζει στον Πύργο Του Ακροπόταμου, με τον πεσιμισμό του. Ο Ρουμελιώτης συγγραφέας δίνει μία ζοφερή εικόνα της επαρχίας όπου η διάκριση των τάξεων  της κοινωνίας δεν στηρίζεται απλά στην καταγωγή αλλά και στην οικονομική άνεση! Το έργο του είναι αντιδραστικό και αποδεικνύει τις δικές του ιδέες σε σχέση με τα κατεστημένα της κοινωνίας στην οποία αναφέρεται.

Ο Θεόδωρος Κρανιάς 0 «Τέως Έπαρχος» από «Σόϊ» που ατυχώς δεν έχει αρκετούς πόρους ζωής, όπως φαίνεται, εκτός από το σπίτι του, και τα λιγοστά χρήματα της γυναίκας του στο χωριό, είναι ο αντιπροσωπευτικός τύπος του επαρχιώτη που στηρίζεται «στο μέσον», στον «Βουλευτή εξάδερφο», γεγονός που ακόμη και σήμερα  ισχύει στην Ελλάδα, ως κατεστημένο!

Μετά από την Επανάσταση του 1821, εναντίον των τούρκων ακολουθεί στην Ελλάδα μία περίοδος προσπάθειας για ανασυγκρότηση και δημιουργικότητα! Το έθνος των Ελλήνων επιδίδεται στο κτίσιμο μιας νέας Κοινωνίας που καλλιεργεί στην Ύπαιθρο εντατικά, τα ήθη και τα έθιμά της, ενώ στην πόλη δέχεται την επίδραση πολλών παραγόντων που καταφθάνουν από το εξωτερικό. Αυτοί οι παράγοντες είναι: η ανάπτυξη  του Εμπορίου, της Βιομηχανίας και της Βιοτεχνίας των επιστημών καθώς και η Πνευματική καλλιέργεια. Έτσι ως ελεύθερη χώρα η Ελλάδα, μπαίνει στον Ευρωπαϊκό Χώρο και ως έπεται δέχεται τις επιδράσεις του. Συγχρόνως και ενώ πορεύεται προς ετούτη την κατεύθυνση, επηρεάζεται από και από τους νέους κανόνες του σοσιαλισμού (από την Γερμανία ο Νίτσε, ή ο  Κάρλ, ο Μαρξ και άλλοι) και τους αποδέχεται ως ένα βαθμό, χωρίς ωστόσο να καταργηθούν οι ταξικές διαφορές λόγω καταγωγής.  

Προς ετούτο συμβάλλουν λογοτέχνες όπως ο Κ. Χατζόπουλος  με τα έργα τους, τα μηνύματά τους και την ασκούμενη κριτική τους  μέσω των λογοτεχνικών και πλέον έργων τους, στα οποία ο λαός και τα δικαιώματά του εξετάζονται υπό το πρίσμα του σοσιαλισμού!

Το φαινόμενο της αναβάθμισης των κατεστημένων στον Ελλαδικό χώρο, που παρουσιάζεται έντονο, πρέπει να αποδοθεί κατά μεγάλο ποσοστό και στους Έλληνες του Εξωτερικού! Οι απόδημοι Έλληνες με την συνεχή επικοινωνίας τους με την Ελλάδα, την  ενισχύουν οικονομικά και προερχόμενοι ως επί, το πλείστον από την Επαρχία της, ενισχύουν το εμπόριό της και την οικονομική  της ανάπτυξη. Το σημαντικότερο είναι ότι αυτοί οι Έλληνες, του εξωτερικού, επιδρούν θετικά στην  αλλοίωση των τάξεων των Διοικούντων και Διοικουμένων, βαθμηδόν βοηθείται ο επαρχιώτης  να βγει  από τον δικό του κλοιό, να αξιοποιήσει την ικανότητά του και να διεισδύσει στον κύκλο των γραμμάτων και των επιστημών χωρίς τίτλους καταγωγής ή μεγάλη οικονομική άνεση!

Ο Κ.  Χατζόπουλος  στον Πύργο του Ακροπόταμου, μα παρουσιάζει τον Θ. Κρανιά, τον τύπο του Επαρχιώτη, που είναι μείγμα θύματος της κοινωνίας εντός της οποίας ζει και της προσωπικότητάς του σε συγκεκριμένη εποχή, την δική του.  Ο άλλοτε Έπαρχος, Θ. Κρανιάς είχε χάσει την θέση του, όταν ο το κόμμα του βουλευτή εξαδέλφου του, είχε χάσει τις εκλογές Μετά λοιπόν από ετούτο το γεγονός, δεν είναι παρά ο μαλθακός επαρχιώτης, που κάθεται με σταυρωμένα χέρια και περιμένει την καλή του τύχη  να τα φέρει όλα σε ένα αίσιο τέλος!

Η πόλη στην οποία ζει, με την οικογένειά του, το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο κινείται, φαίνεται να υποθάλπει την ψευτοϋπερηφάνεια του, τον αβάσιμο εγωϊσμό του την ψευδαίσθηση για το αύριο, όπου   όλα θα ταχτοποιηθούν από μόνα τους!  Αυτά ακριβώς τα φανταστικά υπομόχλια σπρώχνουν την νέα οικογένεια του Θ. Κρανιά, στην σταθερή ολίσθηση  και απελπισία  που παρουσιάζονται σε όλο το μυθιστόρημα.

Σύμφωνα με τον Απ. Σαχίνη[4], το έργο του Κ. Χατζόπουλου έχει «κοινωνικό περιεχόμενο». Επίσης ο Κ. Δημαράς[5] θεωρεί ότι το συγκεκριμένο έργο εκτός του ότι είναι ηθογραφικό έχει επίσης κοινωνικό περιεχόμενο, «Στα έργα αυτά διακρίνομε μια διάθεση ρεαλιστική που εκφράζεται σε ρυθμό γοργό, στερεό και δεμένο με διάλογο φυσικό και γοργό…»[6]     

 Στο συγκεκριμένο έργο του Χατζόπουλου χρησιμοποιείται η Δημοτική γλώσσα, χαρακτηριστικό εργαλείο της εποχής των εθιμογράφων, ενώ στα διαλογικά μέρη χρησιμοποιεί την «ντοπολαλιά»[7]. Καθώς μάλιστα ποικίλλει στο κείμενο, κάνει την ιστορία ακόμη πιο ρεαλιστική,  φέρνει τον αναγνώστη κοντά στην Ρουμελιώτικη διάλεκτο και τον ωθεί να χρησιμοποιήσει την φαντασία του, ως προς την ατμόσφαιρα της διαλεκτικής ποικιλίας στον Ελλαδικό χώρο.   

Τονίζοντας ο Κ. Χατζόπουλος την κατάπτωση της οικογένειας του Θ. Κρανιά, βήμα προς βήμα, και το αδιέξοδο στο οποίο κλειδώνεται χωρίς να της δίνεται πιθανότητα να ξεφύγει από αυτό, υπογραμμίζει την δική του πεσιμιστική φύση! Οι λύσεις που προτείνονται είναι χίμαιρες και απατηλές προσδοκίες! Εξ αρχής καταδικάζει την οικογένεια του Κρανιά, εφόσον δεν επιτρέπει προϋποθέσεις για την ανατροπή της ατμόσφαιρας, της ανέχειας και της μοιρολατρίας στην ιστορία του. Ο ρεαλισμός του Χατζόπουλου υπερβαίνει τα όρια του ρεαλισμού του χώρου, όπου αναφέρεται και αγγίζει τον πεσιμισμό!

Ο Κ. Χατζόπουλος ανήκει στην γενεά των πεζογράφων που στρέφονται προς τον ρεαλισμό υπό την επίδραση της Ευρώπης, χωρίς όμως να παραμερίζει τις προσωπικές του ιδέες. Η  τέτοια επίδραση επέφερε αλλοιώσεις σε όλους τους τομείς της κοινωνικοπολίτικης σύστασης του Έθνους των Ελλήνων στην περίοδο που ακολουθεί, την Επανάσταση των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων το 1821. 

Αρχικά απαντά ο όρος «νατουραλισμός» στην Ευρώπη που χρησιμοποιήθηκε πρώτα, ως λογοτεχνικός όρος από τον Emile Zola   τo 1867, στην εισαγωγή της 2ης έκδοσης του έργου  Therese  Raquin. Σύμφωνα με τον Emile Zola   ο «νατουραλισμός» ταυτίζεται με τον «ρεαλισμό» ενώ στην αρχαία φιλοσοφία «νατουραλισμός» = υλισμός, πανθεϊσμός, και μέχρι τον 17ο αι. ανήκε αποκλειστικά στην φιλοσοφική και επιστημονική ορολογία[8].  Ο δε Σαχίνης λέει: « Η Νεοελληνική Μυθολογία του Ν. Πολίτη (1871) και η μετάφραση της Nana του Emile Zola από τον Ι. Καμπούρογλου (1880), είναι τα δύο αποφασιστικά έργα που σημαδεύουν την στροφή στο Νεοελληνικό μυθιστόρημα και εγκαινιάζουν την καλλιέργεια του ηθογραφικού είδους στην Ελλάδα»[9]   

Ο Νικόλαος Πολίτης στην προσπάθειά του να αποδείξει στους Ευρωπαίους ότι οι κάτοικοι της Ελλάδας που αγωνίστηκαν για να αποτινάξουν τον Τουρκικό Ζυγό, είναι πραγματικοί απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων και για να καθησυχάσει τους Έλληνες από το συναίσθημα που προκάλεσε ο Γερμανός Ιστορικός Falmerayer, με τις δηλώσεις του στο βιβλίο του: Ιστορία Της Χερσονήσου Του Μορέος Στους Μέσους Αιώνες,στον Β’ Τόμο του το 1836[10], συγκέντρωσε λαογραφική ύλη και αργότερα συγκροτώντας την σε Επιστημονικό Κλάδο, καλούμενο: «Λαογραφία», βοήθησε στην προτροπή των Ελλήνων Λογίων να ασχοληθούν με το πεζογράφημα, σε ένα επίπεδο ρεαλιστικό και πραγματικό, το ΗΘΟΓΡΑΦΗΜΑ! 

Ο Κ. Θ. Δημαράς λέει: «Αλλά δεν είναι μόνο η Λαογραφία: η μεταγενέστερη ιστορία μας, εμπνέει κι αυτή τους νέους λογοτέχνες»[11].

Ο Κ. Χατζόπουλος περιγράφει ρεαλιστικά την παρακμή της οικογένειας του Θ. Κρανιά μέσα σε μια σαθρή κοινωνία όπου οι άνθρωποι τείνουν να ταυτιστούν με το καλύτερο χωρίς όμως αυτό να πραγματοποιείται. Οι πόροι ζωής είναι σχεδόν ανύπαρκτοι. Ο στρατός μεγαλοποιείται, ενώ  προίκα είναι ένας δυνατός θεσμός, που βασανίζει την άπορη οικογένεια του Κρανιά!  Η γυναίκα σύζυγος της εποχής είναι γεννημένη για να αποκτά παιδιά και να δουλεύει σκληρά στο σπίτι και έκτος, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν. Η δε γυνή-θυγατέρα, της Επαρχίας, δεν έχει την πολυτέλεια  να συνάψει ερωτικές σχέσεις με άρρενα και τα χείριστα έπονται αν τύχει και διασυρθεί το όνομά της.

Ο Χατζόπουλος παρουσιάζει την σύζυγο του Θ. Κρανιά,  ως γυναίκα πρακτική,, καθώς ετούτη προτείνει στον σύζυγό της να πάει μόνος στην Πόλη όπου είχε διοριστεί ως Γραμματικός,  για λόγους οικονομίας. «… καλύτερα εδώ στην ερημιά παρά στην πολιτεία όπου θέλουνε λούσα, φορέματα σπίτι καλό και χώρια δούλα. Εδώ συνήθισαν, εδώ όπως και να ζούνε τους ξέρει και τους τιμά όλος ο κόσμος.»[12]

Η Θώμαινα, η επαρχιώτισσα σύζυγος που υποχωρεί στις ανάγκες της οικογενείας τους, είναι εργατική, υπομονετική, ανεκτική, αφοσιωμένη στον σύζυγό της που τον τιμά και τον συγχωρά για τα μικροπαραστρατήματά του. Κι ενώ ο σύζυγός της  φεύγε, αυτή προσπαθεί να βολεύεται με τον αργαλειό της και την οικονομία της. Δίπλα στον ρόλο της της συζύγου και εκείνον της μητέρας, υιοθετεί και τον ρόλο του πατέρα.  

Η κατάσταση της οικογενείας Κρανιά είναι τυπική γι’ αυτή την εποχή, στον Ελλαδικό χώρο. Ο Σύζυγος φεύγει μεταναστεύει τρόπον τινά, για να βελτιώσει τα οικονομικά της οικογενείας του, συχνά, αφήνοντας πίσω του νεαρή οικογένεια.

Καθώς η Θώμαινα πεθαίνει.  αφήνει τα τέσσερα παιδιά της στα χέρια της χήρας και άκληρης αδελφής της που αυστηρή και άπειρη καθώς είναι, δεν είναι η τέλεια αντικαταστάτριά της για το μεγάλωμα των ορφανών της οικογένειας Κρανιά!

Η Φρόσω, η πρώτη θυγατέρα της οικογενείας του Θ. Κρανιά, παραστρατεί και εκτίθεται.  Η ερωτική της περιπέτεια γίνεται η αιτία της καταδίκης της από την θείας της  και την υποκριτική κοινωνία της μικρής πόλης όπου ζούνε.  Χαρακτηριστική  είναι η περιγραφή των σκέψεων  της φτωχής νέας για τους γονείς της την θεία της την κοινωνία απόηχος των σκέψεων του συγγραφέα για την συγκεκριμένη αδικία: «Βλέπει  τον εαυτό της παρατημένο από Θεούς κι ανθρώπους, Αν έφταιξε, αν ανόμησε και βύθισε στη δυστυχία και την ντροπήν τους  άλλους, μα δεν είναι κι η ίδια αυτή, περισσότερο δυστυχισμένη; Αυτή δεν την αδίκησε κανένας;[13]» ερωτά.  

Ο Θ. Κρανιάς  ανεύθυνος  κατ’ επανάληψη, προσθέτει ένα παράνομο κοριτσάκι στον κύκλο των δυστυχισμένων παιδιών του. Η αυστηρή θεία κάτω από την επίδραση των άσπονδων φίλων και καλοθελητάδων, συζύγων εξεχόντων πολιτών της πόλης:   την «Δημαρχίνα», την «Σχολάρχαινα» και την «Υπομεραρχίνα, φεύγει αφήνοντας τα ορφανά  στο έλεος της τύχης των! 

Στο μεταξύ, ο Κρανιάς εντελώς αδαής, περίμενε  να διοριστεί εκ νέου, με την βοήθεια πάντα του «εξαδέλφου του, του Βουλευτή».  Στο διάστημα αυτό της αναμονής του επαναδιορισμού του, δεν φαίνεται να συνειδητοποιεί τα προβλήματα και τις ανάγκες των πέντε παιδιών του ιδιαίτερα της Φρόσως. Δεν προσπαθεί να βοηθήσει την πρωτότοκη θυγατέρα του, ενώ μπορούσε ίσως να επέμβει στην υπόθεσή της και να επιφέρει ένα αίσιο τέλος  στην δυστυχία της. Γυρίζοντας εδώ ή εκεί και κουρασμένος από την αναμονή του διορισμού του, δεν καλυτερεύει την θέση του. Απεναντίας αποβαίνει δύσθυμος και απότομος και κατηγορεί τους συμπατριώτες του για την συμπεριφορά τους. Πικραμένος και κουρασμένος αρρωσταίνει από φυματίωση. Ενώ βρίσκεται στο κρεββάτι λαβαίνει τον διορισμό του, ο οποίος είναι πλέον άχρηστος, γιατί πεθαίνει!  Οποία τραγωδία!

Ο μοναχογιός του Κρανιά, Γεσίλας, παρουσιάζεται ως εκμεταλλευτής και ανεύθυνος από την νεαρή του ηλικία. Κι ενώ η Φρόσω κι οι άλλες αδελφές του, πρεσα οσπαθούνε να εξασφαλίζουν λίγους πόρους ζωής αυτός σοκκακιαρεύει! Οι αδελφές του τον ανέχονται, κάνουν υπομονή,  ελπίζοντας ότι αυτός θα αναδείξει και πάλι  το «σόϊ» τους, αυτός που είναι ο μοναδικός άντρας στην οικογένεια! Τελικά ο Γεσίλας γίνεται στρατιωτικό και μέλλων αξιωματούχος, ώστε να εκπληρώσει μερικές από τις προσδοκίες της οικογένειας!

Η Φρόσω εργάζεται ατέλειωτες ώρες στον αργαλειό της προσπαθεί να βοηθήσει τον Γεσίλα με τις σπουδές του, κάνοντας θυσίες! Κρατά όσο μπορεί τα μάτια της  και στις δυο μικρότερες αδελφές της, Μαριώ και Κούλα! Η εξώγαμη θυγατέρα του πατέρα τους, παίζει τον ρόλο της μικρής που κάνει όλα τα θελήματα  του σπιτιού, δείχνοντας έτσι την δεσποτική τάση  που είχαν απέναντι στην μικρή «πλυστροπούλα»[14]  όπως την αποκάλεσε η  Μαριώ, με καταφανή περιφρόνηση στην αλλάδελφη Παναγούλα .

Τα κορίτσια η Μάρω και η Κούλα, επιδίδονται με όλα τα όπλα που διαθέτουν σαν νέες κοπέλες με κάποια καλή φυσική εμφάνιση, στο κυνήγι γαμπρού, χωρίς επιτυχία, όπως αποδεικνύεται.

Ο συγγραφέας παρουσιάζει τους άντρες με τους οποίους οι κοπέλες σχετίζονται, συμφεροντολόγους και τυχοδιώκτες.  Επιδιώκουν  την προίκα και την καλοπέρασή τους.

Οι νεαρές Μαρία και Κούλα, χωρίς δυνατή επίβλεψη, χωρίς μητρική αγάπη, με την δυστυχισμένη Φρόσω, γύρω τους  που παλεύει για να εξασφαλίζει το ελάχιστο ώστε να ζουν και επιπλέον με μια μηδαμινή προσπάθεια εκ μέρους των, με χειροτεχνήματα,  δυστυχώς  παρασύρονται  σε αλλεπάλληλες περιπέτειες,  που βλάπτουν τελικά το όνομά τους και την υπόληψή τους!

Το παράξενο είναι ότι ετούτες οι νέες παρασυρμένες από έναν αδιανόητο και άρρωστο εγωϊσμό, απορρίπτουν τους σπάνιους άντρες που εμφανίζουν ειλικρινές ενδιαφέρον προς αυτές για γάμο! Το σύνηθες πρόσχημα επανεμφανίζεται: ο γαμπρός που θέλει την Μάρω, δεν είναι από «σόϊ» και απορρίπτεται! Ο Χατζόπουλος περιγράφει την αντίδραση της Μαριώς και των αδελφών της, προς την προξενήτρα:  «… χύμηξε μ’ ορμή  μέσα στον οντά. Πώς η προξενήτρα κατέβηκε ζωντανή τη σκάλα, ας το χρωστά της νέας βίζιτας που ήρθε σε λίγο. Κι οι τρεις αδερφές χύθηκαν να την πνίξουν. Το βράδυ δεν σφάλισε καμμιά τους μάτι. Παρόμοια ντροπή δεν έγινε ως την ώρα στο γένος του κρανιά. Μονάχα τότε που πέθανε ο πατέρας κι οι φίλοι βγάλανε φανερά δίσκο στην αγορά για την ταφή του!..»[15]

Παρόλο λοιπόν την μικρή κοινωνίας  της πόλης τους δίνει την ευκαιρεία, οι κοπέλες δεν την αρπάζουν μεσ’ την δυστυχία τους, λες και το πεπρωμένο τους τις σπρώχνει στην απομόνωση της Φρόσως.

Ο καφενές απέναντι από τον «Πύργο», το στέκι των ενδιαφερομένων νέων, ερημώνει σιγά-σιγά καθώς περνούν τα χρόνια και οι κοπέλες μεγαλώνουν! Η απόφαση του συγγραφέα διαγράφεται τελεσίδικη καθώς παρουσιάζει αυτή την ατέρμονη κακοτυχία. Όλες οι ενδείξεις    είναι κατηγορηματικές. Δεν υπάρχει διέξοδο!  Η Φρόσω βλέπει την κατάντια μα δεν μπορεί να κάνει τίποτε! Η Κούλα η νεότερη από τις αδελφές προσπαθώντας να δέσει την τύχη της μ’ έναν από αυτούς τους νέους, προτιμά τελικά αυτόν που δεν την αγαπούσε, τον κυνικό «Α. Σκαλτσογιώργο»! Δικαιολογώντας τον εαυτό της για την ακατάλληλη εκλογή της και για την προσωρινή της ικανοποίηση, κατηγορεί τον Μάνθο που φαίνεται να την αγαπά: «…οληνώρ’ ακούνητος, αμίλητος, σκουντουφλιασμένος, μαραζιάρης, άγριος κι υποψιάρης  μ’ όλους  και μ’ εμένα… μαύρη ζωή θα κάμω με τέτοιον άνθρωπο…» [16]  

Με τη Μαριώ, ο Χατζόπουλος παρουσιάζει την Κούλα τον τύπο της ζηλόφθονης αδελφής, που ζηλεύει υπερβολικά και κακομεταχειρίζεται σκληρά την Παναγιούλα, το εξώγαμο παιδί του πατέρα τους την μικρή τους αδελφή που όμως δεν την θεωρούσαν καθόλου ως αδελφή τους.  Η Κούλα βλέποντας την αποτυχία της με τους άνδρες 0μολογεί τραγικά στον εαυτό της την ήττα της στον αγώνα να αποκτήσει τον σύζυγο που επιθυμούσε:  «… παιγνίδι καθαρό για να ξεχνιέται η πίκρα της ζωής  για να γλυκαίνει  μόνο η  «στερεμάρα» και «σκληράδα της…  ποιος ξέρει τι θα φέρει αύριο η μέρα!..»[17]

Η φιλοσοφία του Χατζόπουλου είναι φανερή. Μιλά για την πίκρα της ζωής, για στερεμάρα, σκληράδα και την αβεβαιότητα του μέλλοντος. Υπάρχει το αίσθημα ότι τα θεωρεί απαραίτητα, ως την ποικιλία της ζωής, όπως το αλατοπίπερο στο φαγητό! Σα να θέλει μάλιστα να κάνει ένα διάλειμμα σ’ αυτή την καταθλιπτική κατάσταση, παρουσιάζει τον Γεσίλα, και την  ομαδική προσπάθεια σ’ ένα νέο παρασκήνιο, με κίνητρο μια πιθανή επιτυχία, να βρούνε νύφη με προίκα! Ο Γεσίλας και οι αδελφές του Φρόσω, Μαριώ, Κούλα, ξαφνικά φαίνονται να ξεχνούνε την σημασία της καταγωγής, το «σόϊ» και αποβλέπουν σε ότι έχουν περισσότερη ανάγκη, την  «προίκα»!   Τονίζει λοιπόν: «… σαν νύφη δεν εξετάζεται βέβαια τόσο η γενιά όσο η προίκα…»[18]  

Η οικογένεια Κρανιά, μπαίνει ξαφνικά στον ρόλο της κοινωνίας της πόλης και τα χούγια της και απαιτούν με την σειρά τους αυτό που άλλοτε είχε απαιτήσει  από αυτήν η κοινωνία τους! 

Ο Γεσίλας ωστόσο, προς απογοήτευσή τους δεν πετυχαίνει και εγκαταλείπει  την πόλη τους για να βρει την νύφη με την ποθητή προίκα, αφήνοντας και πάλι τις αδελφές του μόνες! Άλλωστε γιατί να τον είχαν κοντά τους! Ποτέ δεν τις βοήθησε οικονομικά!  Εξυπηρετούσε τις προσωπικές του ανάγκες και δεν είχε δείξει ίχνος ευγνωμοσύνης προς τις αδελφές του, που τον είχαν βοηθήσει να συμπληρώσει τις σπουδές του.

Στο ταξίδι αυτού του έργου του, ο Χατζόπουλος,  έχοντας ξεκινήσει με το Α της στέρησης, οδηγεί τον αναγνώστη του από στο Ω της αθλιότητας, τελικά με τον θάνατο της άτυχης Φρόσως τρίτου κατά σειρά ατόμου της οικογένειας Κρανιά που πεθαίνει από φυματίωση. Η ήσυχη, η αδικημένη αλτρουίστρια της οικογένειας (Κρανιά) παίζει ως το τέλος του μυθιστορήματος, τον απαραίτητο δευτερεύοντα ρόλο!   

Η Κοινωνία στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα παρουσιάζεται άδικη εκμεταλλεύτρια και εισπράττει την ικανοποίησή της δίνοντας ελάχιστα ψίχουλα συμπάθειας με υποκριτική συμπόνοια, όταν η Παναγούλα έκανε τον γύρω για να ζητιανέψει,  ενώ στη πραγματικότητα καταδικάζει τις τρεις ορφανές για την φτώχεια τους, τα λάθη τους και την αδυναμία τους.

Η Παναγιούλα το άμοιρο παραμερισμένο πλάσμα, που η Μαριώ με σκληρότητα και ασυνειδησία την αποκαλεί  «πλυστροπούλα», κατορθώνει και ξεφεύγει από τον καταραμένο πύργο όπου υπέφερε από μωρό παιδί, την ταπείνωση και τον εξευτελισμό του «νόθου». 

Κανείς τους δεν πρόσεξε ότι αυτή η μικρή ήταν αλήθεια διαφορετική από τους άλλους: είχε το θάρρος και την τόλμη να εγκαταλείψει τον Πύργο και την άρρωστη τύχη των ιδιοκτητών του. Έφυγε με τον «αλλήθωρο δάσκαλο», για τον οποίο η Κούλα πιστεύοντας ότι αυτός σίγουρα θα γινόταν δικός της  μέσα της σκεφτόταν: «…από τα’ ολότελα καλό κι ο δάσκαλος»[19].

Η νέα ζωή, ο γιος του Γεσίλα, ξεφεύγει τελείως από τον Πύργο. Ο Γεσίλας και η γυναίκα του αποστρέφονται το άρρωστο περιβάλλον του. Είναι φανερό ότι αδελφές χάνουν την τελευταία τους ελπίδα για κάποια μεγαλεία, έχοντας χάσει και τον αδελφό τους, ο οποίος μέλλει να απομακρυνθεί μόνιμα από τον «Πύργο» μαζί με την οικογένειά του, όπως κάνει ο λοιπός κόσμος.

Καθώς η Φρόσω πεθαίνει τα αδέλφια μαζεύονται γύρω άλλη μια φορά!

Συμπερασματικά στο μυθιστόρημα επικρατεί έντονη η αέναη και μη επιτυχής προσπάθεια των ορφανών κοριτσιών του Πύργου, να εισχωρήσουν στην κοινωνία της πόλης των, εξαιτίας των συμπεριφορών τους κυρίως και αυτή έχοντας πλησιάσει τις νέες τις τιμωρεί, απωθώντας τις μακριά της και εν γένει απομακρύνεται ψυχρή και αδιάφορη σπρώχνοντας τις δύσκολες γυναίκες πίσω στην απομόνωση του κατατρεγμένου Πύργου τους! Πρόκειται για δύο παράγοντες που αλληλοαπωθούνται μεταξύ τους!

Τέλος

Βιβλιογραφία

Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία Της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Τρίτη έκδοση, ΙΚΑΡΟΣ  1964,

Γιώργου Καλαματιανού, Σύντομη Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας  Εν Αθήναις, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1950 

Δ. Σ. Λουκάτου, Εισαγωγή Στην Ελληνική Λαογραφία, Φιλοσοφική Σχολή Ιωαννίνων, Ακαδημαϊκόν Έτος 1964-1965

Επαμεινώνδας Γ. Μπουλούμης Ηθογραφικό Διήγημα: Κοινωνικοϊστορική Προσέγγιση,  Εκδόσεις Χ.Μπούρα, Αθήνα 1992

Γ. Παγανός, Η Νεοελληνική  Πεζογραφία : Θεωρία και Πράξη, Εκδόσεις Κώδικας, Αθήνα 1983

Φώτος Πολίτης,  Επιλογή Κριτικών Άρθρων, Τόμος Τρίτος, Ικαρος,

Απόστολος Σαχίνης, Το Νεοελληνικό Μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1980

Ε. Σταυροπούλου, Χρονολόγιο Κωνσταντίνου Χατζόπουλου  1868-1920  Διαβάζω 

Δημήτρης Τζιόβας, Μετά την Αισθητική, Εκδόσεις Γνώση. ΑΘΗΝΑ 1987

Δ. Γ. Τσάκωνας, Η Σχολή Θεσσαλονίκης, Liquid letter, AΘΗΝΑ

Δ.Γ. Τσάκωνας, Ιστορία Της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας,  [τόμος τρίτος], Εκδόσεις Γ.Λαδιά, Αθήνα, 1981

Κ. Χατζοπούλου, Ο Πύργος Του Ακροπόταμου, Εκδόσεις, ΑΛΜΩΠΟΣ, Θεοφ. Παπαδόπουλος, Αθήνα


Υποσημειώσεις

[1] Κ. Χατζοπούλου, Ο Πύργος Του Ακροπόταμου, Εκδόσεις, ΑΛΜΩΠΟΣ, Θεοφ. Παπαδόπουλος, Αθήνα, σελ. 11.

[2]Δ. Γ. Τσάκωνας, Η Σχολή Θεσσαλονίκης, Liquid letter, AΘΗΝΑ, σελ. 237   

[3] Δ.Γ. Τσάκωνας, Ιστορία Της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας,  [τόμος τρίτος], Εκδόσεις Γ.Λαδιά, Αθήνα, 1981, σελ. 1062.

[4] Απόστολος Σαχίνης, Το Νεοελληνικό Μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1980, σ. 177.

[5] Κ.Θ Δημαράς, Ιστορία Της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Τρίτη έκδοση, ΙΚΑΡΟΣ  1964, σ. 417.

[6] Κ.Θ. Δημαράς, ο.π. σελ. 417,

[7] Γ. Παγανός, Η Νεοελληνική  Πεζογραφία : Θεωρία και Πράξη, Εκδόσεις Κώδικας, Αθήνα 1983, σ. 70.

[8] Δημήτρης Τζιόβας, Μετά την Αισθητική, Εκδόσεις Γνώση. ΑΘΗΝΑ 1987, σ. 130.

[9] Α. Σαχίνης, Το Νεοελληνικό Μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1980, σ. 135.

[10] Δ. Σ. Λουκάτου, Εισαγωγή Στην Ελληνική Λαογραφία, Φιλοσοφική Σχολή Ιωαννίνων, Ακαδημαϊκόν Έτος 1964-1965  σ. 13.

[11] Κ. Θ. Δημαρά, Ιστορία Της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Τρίτη Έκδοση, ΙΚΑΡΟΣ 1964, σ. 356. 

[12] Κ. Χατζόπουλος , ο.π. σ. 8.

[13] Κ. Χατζόπουλου, ο.π. σς. 22, 23. 

[14] Κ. Χατζόπουλου, ο.π. σ. 97.

[15] Κ. Χατζόπουλος, ο.π. σ. 38.

[16] Κ. Χατζόπουλος ο.π., σ. 38.

[17] Κ. Χατζόπουλος ο.π., σ. 74.

[18] Αυτόθι, σ. 92.

[19] Αυτόθι, σ. 121

Ἀπαντῆστε

Συμπληρῶστε κατωτέρω τὰ στοιχεῖα σας ἢ πατῆστε σὲ ἕνα εἰκονίδιο γιὰ νὰ συνδεθῆτε.

Λογότυπος τοῦ WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ WordPress.com. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Φωτογραφία στὸ Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Facebook. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Σύνδεση μὲ τὸ %s σὲ ἐξέλιξη...