Ποίηση από το τετράτομο Βιβλίο μου για ο΄λη την Οικογένεια. ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ

Copyright, Pipina D. Elles

Τα Χριστούγεννα,
και οι Άγιο-Βασιλιάτικες διακοπές
Στων Χριστουγέννων το ρυθμό
παντού σ’ όλο τον κόσμο
παιδιά, νέοι, μεγάλοι
βιάζονται, ανυπομονούν
το πώς και πώς θα υποδεχτούν
το θείο το Μωρό.
Γιρλάντες κόκκινες, χρυσές
πράσινες, μωβ ή θαλασσιές
στολίζουν τα παράθυρα.
Στα δέντρα φώτα φύτρωσαν
καμπάνες και δωράκια
άγγελοι ροδοκόκκινοι
και χιόνια βαμβακάτα.
Σα θά ‘ρθει ο Άγιο-Βασίλης μας
θα τά ‘βρει όοολα έτοιμα!
Τα δώρα του θ’ αφήσει
κάτω απ’ το δέντρο το λαμπρό
για να χαροποιήσει
με το γλυκό του τρόπο
κάθε καλό Χριστιανό.
Στην Αυστραλία ξέρετε,
μια τέτοια εποχή
κάνει μεγάλη ζέστη.
58
Έτσι κι ο Άγιος Βασίλης μας
ντύνεται ελαφρά!..
“Τι λέτε; θα μου πείτε.
Εμείς τον βλέπουμε παντού
ντυμένο χειμωνιάτικα:
κουκουλωμένο στα ζεστά
στα κόκκινα τα ρούχα του
στις γούνες, στο σκουφί του”.
Βέβαια, δε διαφωνώ.
Έχετε αλήθεια δίκιο.
Βλέπετε, σαν πρωτάρχισε
τα δώρα να μοιράζει
το κλίμα ήταν παγερό
με χιόνια και κρυάδες…
Χειμώνα, βράδυ στο έλκηθρο
έτρεμε ο κακομοίρης.
Γλύστραγε μ’ ευχαρίστηση
μες από καμινάδες…
καθόλου δε νοιαζότανε
για τη ζεστή τη χόβολη…
Την είχε τόση ανάγκη!
Μα… απ’ τον καιρό που άρχισε
νά ‘ρχεται στους Αντίποδες
τα ρούχα του τον ζέσταιναν
και μάλιστα πολύ.
Σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε…
και τέλος αποφάσισε
59
ν’ αλλάξει και στολή.
Έτσι λοιπόν τον είδαμε
να ντύνεται με κόκκινα,
σορτάκια και μπλουζίτσες
κάλτσες ψηλές και κόκκινες
στο γόνατό του απάνω
σανδάλια μαύρα δυνατά
και κόκκινο το τζόκι του.
Δεν οδηγάει έλκυθρο
εδώ στην Αυστραλία.
Έχει μοτοποδήλατο
και το καλάθι πίσω.
Στα σεβαστά του τα μαλλιά
φορά χρυσές κορδέλες
και πράσινες, γυαλιστερές
της Αυστραλίας τα χρώματα.
Και δε θα ήταν ψέματα
-θα πούμε και μια αλήθεια!-
ο Άη-Βασίλης αγαπά
τη φωτεινή Αυστραλία
για τον καιρό της τον ζεστό,
τη θάλασσά της την πολλή,
μα πιότερο ακόμα
-να το πω;
για σάς παιδιά…
Στην Αυστραλία τη ζεστή
60
ένα μπουκέτο γνώρισε
από λουλούδια εξωτικά:
όλου του κόσμου τα παιδιά!
Και μια αλήθεια ακόμα
κι όοολοι θα συμφωνήσουν:
τα δώρα τα σπουδαιότερα
για όλους τους ανθρώπους
παιδάκια είστε μόνο ΕΣΕΙΣ
κι όλοι σας αγαπούμε.
Πρώτος απ’ όλους ο Χριστός
οι πάντα υπέροχοι γονείς
και βέβαια… ο Άγιο-Βασίλης!..
….

Το τραινάκι
Να το μικρό τραινάκι!.. Έρχεται λαχανιάζοντας.
Έλεος πια, κουράστηκε! Ολημερίς δουλεύει.
Ξέρετε άρα τι θα πει, να σταματάς, ν’ αρχίζεις
να ξεκινάς, να ιδροκοπάς και πίσω να γυρίζεις;
Κουράστηκε και μπάφιασε, και ναι, κάπως
πεινάει!..
Κάνει ν’ αρχίσει, δέρνεται. Να ξεκινήσει,
ιδρώνει.
Ζαλίζεται κάποια στιγμή, δεν ξέρει αν πηγαίνει.
Μήπως στ’ αλήθεια ξέχασε ο τίμιος
καρβουνιάρης
να θρέψει το μικρό θεριό μέσ’ στο
μηχανουργείο;
61
“Άκου καλέ μου μάστορα… άκου π’
αγκομαχάω!..”
“Ωχου!.. ο φτωχός κοιμήθηκα… και η φωτιά θα
σβήσει!..
Ένα λεπτό τραινάκι μου, αχού μη
σταματήσεις!.”
“Τσαφ… τσαφ… τσαφ… τσαφ… τσαφ… τσαφ!..
“Μηχανικέ μη βιάζεσαι!.. Το σφύριγμα μιλάει.
Αφού σταθμό πλευρίσαμε, τροφή άλλη, δε
θέλω.”
“Τύχη καλή, ευγενική…”
“Πέστο και ξαναπέστο!.. Το δύστυχο φοβήθηκα
πως κάπου θα πλαντάξω!..”
“Ζήτω, στο τραίνο μας καλέ… Ζήτω και πάλι
ζήτω!
Μας βγάζει ασπροπρόσωπους, ποτέ δε
σταματάει!
Να ζήσει ο μηχανικός, που πάντα το φροντίζει
να ζήσει και το κάρβουνο, που το καλοταΐζει!..”

….
Το μαγικό κολοκύθι
Στου Πάνου το χαμόσπιτο
62
συνέβη κάτι θαυμαστό.
Ο Πάνος που καλλιεργεί
λαχανικά και φρούτα,
τα κουβεντιάζει, τ’ αγαπά
τα θρέφει, τα ποτίζει.
Ήρθε καιρός κι ωρίμασε
η χαϊδεμένη του κολοκυθιά
και τού ‘φτιαξε νέα παιδιά
κολοκυθάκια δροσερά.
Πήγε ο Πάνος με χαρά
να σώσει τον καρπό της
για να τον πάει με το ζω
στην πέρα πολιτεία.
Απ’ όλα όσα μάζεψε
κράτησε το μεγάλο.
Στο σπίτι στο τραπέζι του
τό ‘βαλε για στολίδι
να του θυμίζει τη σοδειά
την τόση προκοπή του.
Τα άλλα, τα ξεπούλησε
στη Λαϊκή στα γρήγορα
και στο μπαξέ του γύρισε
το δείπνο του να κάνει.
Το κολοκύθι τ’ όμορφο
63
στεκότανε ακίνητο
στου τραπεζιού τη μέση
‘πώς ο κύρ-Πάνος τό ’βανε.
Ξάφνου ο κυρ-Πάνος κάθεται
κυττά το κολοκύθι.
-Για στάσου… Για μεγάλωσες,
για μαγεμένος είμαι!
Μουρμούρισε ο καψερός
κυττώντας στο τραπέζι.
Μήτε και που συμπλήρωσε
τη σκέψη του ο κυρ-Πάνος.
Το κολοκύθι πήδηξε
κάθισε, στριφογύρισε
σκαρώνοντας τους κύκλους
πολλούς τρελούς, ζαλιστικούς,
κι άκουγε εκεί μέσα του…
ο σπόρος κωδουνούσε!..
Μ’ απ’ όλα θαυμαστότερο
ήταν… το πώς μιλούσε:
“Πάνο, κυρ-Πάνο αφεντικό
π’ άξια κηπουρεύεις
που φύτεψες τη μάνα μας
που την εδρόσεψες βραδίς
την κορφολόγησες νωρίς
που τ’ άνθια της εφρόντισες
κι αγάπη την εφίλεψες…
και γεννητούρια έδωκε
64
σε γιους και θυγατέρες…
εγώ το πρωτοτόκι της
δώρο θα σε αμείψω.
Πάνο τον κόρφο μου άνοιξε
για νά ’βρεις το ρεγάλο.”
“Για δες τι φτιάχνει το μυαλό!
Μη φταίει το κρασί μου;
Μα εγώ κρασί δεν φίλεψα
το λάρυγγά μου απόψε!”
Μουρμούρισε ο καψερός
ο κηπουρός, ο Πάνος.
“Κυρ-Πάνο, μην πολυρωτάς
και κάμε τι σου κρένω!”
“Κολόκυνθο, που να μιλά
να στέργει, να χορεύει
ποιος τάχα αντίκρισε ποτέ
ποιος τάχα το πιστεύει;”
“Αμε λοιπόν, τι καρτεράς;
Δύσκολο τάχα είναι;”
“Καλά το λέγεις μάτια μου
τι έχω για να χάσω;
Μήτε αυτιά μου στήσανε
και μήτε μάτια βλέπω!..”
65
Με χέρια που τρεμούλιαζαν,
το κολοκύθι ανοίγει.
“Α!.. Τ’ είναι ετούτο που θωρώ;
Μην είναι θαύμα μάτια μου;”
Χρυσοί κολοκυθόσποροι
λάμπανε στην καρδιά του!
Τά ‘χασε ο Πάνος ο φτωχός.
Στα μάτια του δεν πίστευε.
Παίρνει ένα σπόρο μοναχό
και μαλακά δαγκώνει.
“Θεέ και Κύριε!.. Είναι χρυσός;
Τα δόντια μου έτσι λένε!..
Γιαχούουουου!..”
Τώρα χορεύει και πηδά
και το μυαλό του χάνει.
Παίρνει στο σακουλάκι του
τους σπόρους τους χρυσούς
και στο ζωνάρι του σφιχτά
το δένει με φροντίδα…
Αποκοιμήθηκε έτσι δα
ο γεωργός ο Πάνος
κι απάνω στα χαράματα
‘τοιμάστηκε με φούρια
να πάει να βρει τον άξιο
τεχνίτη κι αρχιμάστορα
66
πού ‘ξερε από χρυσάφι
που τό ‘λυωνε, που τό ‘πλαθε
και το πολυμαστόρευε!..
Για να βεβαιωθεί!…
Και μια και δυο και έφτασε
στην πολιτεία ο Πάνος
όπου οι μαστόροι γήτευαν
με την χρυσοδουλειά τους!..
“Πες μου καλέ μου μάστορα
εσύ που τόσα ξεύρεις…
τούτο το χρυσάφι που θωρείς
τι καλοσύνη έχει;
Θα σε πληρώσω μάστορα
μερίδα θα σου κόψω!”
“Χρυσοκολοκυθόσποροι;
Πρωτοφανές κι ετούτο!..”
Είπε ο Γιαννιώτης μάστορας
γελώντας καλοκάγαθα…
“Πρώτη φορά μα το Θεό
βλέπω χρυσά σπορίδια…
χρυσοκολοκυθόσπορους!..
Μα δε μου πέφτει λόγος!”
“Αχ πού να ξέρω ο φτωχός;
Εκείνος ο παππούλης μου
67
ήτανε τι παράξενος…
Τα βρήκα στην κασέλα του
μ’ ορμήνεψε με βιάση
έφευγε ο κακόμοιρος
για τη στερνή τη χώρα,
μεγάλη του η χάρη!”
“Είναι χρυσός, καλός χρυσός.
Μάθε το, είσαι πλούσιος.
Κι ότι ποθεί η καρδιά σου
σπίτια και γη και άμαξα
κι αρχόντισσα γυναίκα.
Κι όοολα τα ημπορείς!..
Φεύγει ευτυχής ο Πάνος
γυρίζει στο χωριό του
σφαλίζει το σπιτάκι του
νοικιάζει το χωράφι του.
Στην πολιτεία την τρανή
αρχοντικό αποκτάει
μάγειρο και μαγείρισσα
αμάξι κι αμαξά.
Για να τηρήσει τόσο βιος
εμπορικό σκαρώνει.
Μεταξωτά και βελουδιά
και κρέπια και κασμήρια
τσόχες και μάλλινα κρουστά
γεμίζουνε τα ράφια.
68
Και υπάλληλους είχε πολλούς
τον κόσμο να σερβίρουν.
Επρόσεχε κι επρόσεχε
είχε και δικηγόρο
και φημισμένο λογιστή
για να τον προστατεύουν!
Οι φίλοι που απόχτησε
ήταν τρανοί με πλούτη
ήταν εβραίοι έμποροι
ήτανε μορφωμένοι.
Δικό του όμως άνθρωπο
να τον πονάει, δεν είχε.
Οι φίλοι του τον ξόδευαν.
Περίσσια κομπλιμέντα
τις τσέπες του, του άδειαζαν
και την καρδιά γελούσαν.
Μονάχος, ξένος κι έρημος
αισθάνονταν ο Πάνος.
Οι υπηρέτες φτιάξανε
μικρές περιουσίες
από τα λεφτά που πέρσευαν
στα ψώνια του στην αγορά.
Το σπιτικό τους γέμιζαν
με βούτυρα και λάδια
κρέατα και λαχανικά
69
με σιτηρά και φρούτα.
Ζωή δεν ήταν ‘τούτη εδώ!
Του Πάνου δεν του ταίριαζε.
Κράταγε κρύα την καρδιά
την τσέπη του όλο άδειαζε.
Στον ύπνο του παιδεύονταν
με ονείρατα εφιάλτες.
Πεθύμαγε την εξοχή
τον καθαρό αγέρα.
Τους μετρημένους γείτονες
και την καλή τους μέρα!..
Τούτος ο κόσμος ήτανε
κακός, ψυχρός κι ανάποδος…
Τού ‘λειπε το χωράφι του
τού ‘λειπε το σπιτάκι του
τού ‘λειπε κι η Χαϊδούλα του
εκείνη η κοπελούλα του!
Ήταν πρωί, κάποια στιγμή
που απόφαση το πήρε
ν’ αφήσει το αρχοντικό
ν’ αφήσει και την πόλη
της χλαγοής της την ψευτιά
και πίσω να γυρίσει.
Στο δρόμο που ξεκίνησε
70
αποφάση το πήρε
στο σπιτικό του κύρη του
παντοτινά να ζήσει.
Ανάσανε βαθειά-χαρά
κι ορκίστηκε:
μ’ όργωμα το χωράφι του
μονάχος να φιλέψει
και τα κουκιά τα τραγανά
μόνος του να φυτέψει.
Να βάνει ζαρζαβατικά
κολοκυθένιους σπόρους.
Να νοικοκυρευτεί
να παντρευτεί
την όμορφη Χαϊδούλα.
Απ’ το χρυσάφι πιότερο
αξίζουν κάποια άλλα:
η ακριβή συντρόφισσα

και η διπλή ΑΓΑΠΗ!

Τέλος

Ἀπαντῆστε

Συμπληρῶστε κατωτέρω τὰ στοιχεῖα σας ἢ πατῆστε σὲ ἕνα εἰκονίδιο γιὰ νὰ συνδεθῆτε.

Λογότυπος τοῦ WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ WordPress.com. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Εἰκόνα Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Twitter. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Φωτογραφία στὸ Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Facebook. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Σύνδεση μὲ τὸ %s σὲ ἐξέλιξη...