Άνθρωποι μονάχοι…

  1. Άνθρωποι μονάχοι (από την τριλογία, Άνθρωποι μονάχοι)

«Υπάρχουν άνθρωποι μονάχοι

Σαν το ξεχασμένο στάχυ

…………………………………….

Ανεμοδαρμένοι βράχοι

Άνθρωποι μονάχοι

Άνθρωποι μονάχοι

……………………………..

Σαν ξερόκλαδα σπασμένα

Σαν ξωκκλήσια ερειπωμένα

σαν εσένα σαν εμένα»

Τα λόγια συναρμονίζονται με τη μουσική και με τη φωνή της γυναίκας. Ο άντρας ακούει καπνίζοντας.  Έχει περάσει το σπαραξικάρδιο στάδιο της ανακάλυψης ότι είναι ολομόναχος στον κόσμο.  Κάποτε είχε σύντροφο και μπόλικη συντροφιά. Τώρα… αυτό το ριμάδι «το τώρα» είναι τόσο έρημο, όσο αυτός.

Ακόμη εργάζεται στην Εφορία.  Εφοριακός για χρόνια.  Οι άνθρωποι ανέκαθεν τον αντίκρυζαν με μνησικακία κάθε φορά που έκανε το καθήκον του.  Όχι ότι η δουλειά του ήταν χειρότερη από άλλες, αλλά γιατί οι άνθρωποι έβλεπαν τους εφοριακούς όπως θα έβλεπαν τον Ιούδα, αν τύχαινε να παρουσιαστεί κάποια στιγμή μπροστά τους. «Τουλάχιστον εκείνος κατηγορήθηκε ότι για τριάντα αργύρια πρόδωσε τον αθώο Ιησού –άλλοι, μεταγενέστεροι και εκ του πονηρού, τον είχαν καθιερώσει ως αρχηγό θρησκείας: του Χριστιανισμού.  Όλοι το ξέρουμε αυτό! Χρηστός αρχηγός μιας θρησκείας λοιπόν, τόσων εκατοντάδων χρόνων…  Αν και ο άνθρωπος μπορεί βέβαια να έλπιζε να γίνει είδος αρχηγού… βασιλιάς της φυλής του μόνο μια και καταγόταν απότο βασιλικό οίκο του Δαυίδ, όμως αυτό το… περί υιού του Θεού…  δεν το είχε προσέξει καν, μια και όλοι «οι Ιουδαίοι ήταν παιδιά του Θεού»!..  Δεν μπορούσε καν να είναι βέβαιος για όλα αυτά,  ώστε να φανταστεί σαν Εβραίος, ότι τελικά αυτός και οι όμοιοί του θα τα κατάφερναν να «πουλήσουν» -άθελά τους- μία θρησκεία μέσω των εχθρών τους των Ρωμαίων.  Πανάκριβα τελικά, αν υπολογίσει κανείς τα μιλλιούνια θύματα της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας: τους αποκαλούμενους  από αυτήν αιρετικούς ή αμαρτωλούς του μεσαίωνα.

Βέβαια αν δεν υπήρχε ο Ιούδας ίσως και να μην εύρισκαν τον Ιησού οι μάγκες οι Ρωμαίοι.  Εντάξει. Τότε θα εύρισκαν κάποια άλλη λύση οι Ρωμαίοι για να πετύχουν τους σκοπούς τους.  Οι Εβραίοι λοιπόν πέρασαν σ’ εκατομμύρια ανθρώπους τη νέα θρησκεία –πώς να το είχε φανταστεί ο Ιησούς;- και αργότερα οι Ρωμαίοι συνέβαλαν τα μέγιστα σ’ αυτό, αφού επεδίωκαν τελικά, ένα δεύτερο τρόπο για να τιθασεύσουν τους ανθρώπους, εκεί όπου οι λεγεώνες τους θα αποτύγχαναν πιθανόν. Μάλιστα!.. Με τον τρόπο αυτό πέτυχαν μα την αλήθεια…  τιθάσευσαν όλα τα αδύνατα, και φοβισμένα ανθρωπάκια! Φτου! Ε! εδώ που τα λέμε… και το 1922, δεν μας έκαναν και λίγα οι «μακαρονοφάγοι», μαζί με τους άλλους εκλεκτούς συμμάχους μας!  Οι φουκαράδες οι πρόσφυγες της Μικρασίας το ξέρουν καλύτερα απ’ όλους μας!

Σήμερα βέβαια οι επί Ρωμαίων αδικημένοι Εβραίοι, και ακόμη χειρότερα επί των Ναζί… –η αλήθεια να λέγεται, δεν τράβηξαν και λίγα!- δεν ενδιαφέρονται για ένα σκέτο-νέτο χώρο τόσα χιλιόμετρα επί τόσα, για να ξεκουραστούν και να ευλογηθούν από το Θεό τους και να καζαντήσουν.  Ό…χι!  Το είχαν βέβαια ανέκαθεν μέσα τους το τζίνι. Το Χίλιες και μια νύχτα, σας λέει κάτι; Για να θυμηθούμε και λιγάκι τ’ αραβικά παραμύθια!  Εντάξει, ήταν ίσως πολύ νωρίτερα που ήθελαν ν’ αφεντέψουν ακολουθώντας τις οδηγίες του μοναδικού Θεού τους, του εκδικητικού Ιεχωβά.  Σκορπισμένοι κι αν ήταν σε όλη την Οικουμένη είχαν και κάποιους «άλλους» κι έκαναν την καλύτερη δουλειά… Τοκογλύφοι λέει!  Όχι δα! Δουλευταράδες και οικονόμοι, και… τέλος πάντων, Τραπεζίτες ήταν ανέκαθεν οι άνθρωποι, εξ αρχής,  όταν όλοι οι άλλοι κοιμόνταν όρθιοι.  Τώρα πια… -δεν το συζητάμε…- έχουν τα ηνία στα χέρια τους και τι ηνία! Χρήματα, πυρηνικά, βόμβες φωσφόρου λέει, ακούω… διαβάζω… η Αμερική λέει τροφοδοτεί και τροφοδοτεί… και βάλε! Έπαιξε κι ακόμη παίζει βέβαια το ρόλο του το Βατικανό…  Ε, ναι… Ολοζώντανο κύτταρο είναι και μην κάνετε λάθος! Ακόμη κι αν είναι το καμουφλαρισμένο υπόλειμμα μιας αλλοτινής αυτοκρατορίας… συμβόλων δύναμης κι επιβολής… ακόμη και στους Ιουδαίους… αδερφέ… Τελικά να το ξέρετε, όλοι μαζί τον ψήνουν-πίνουν τον καφέ!»

Ο Κυριάκος σταματάει να μιλάει μόνος του σκέφτεται και πάλι πίσω στον μονόλογό του: «Και τι έχει να κάνει αυτό μ’ εσένα ρε Κυριάκο;  Εσύ ούτε Εβραίος είσαι, ούτε  Ιούδας, ούτε καθολικός… ούτε καν πλούσιος για ν’ ανήκεις επιτέλους και για να σε ξεχωρίζουν ή να σε μισούν… Κι εδώ μόνος είσαι αδερφέ!» σκέφτηκε πάλι δυνατά ο άνθρωπος. «Να μη σ’ακούσουν κακομοίρη μου! Θα σε βαφτίσουν κουμμουνιστή, τρομάρα σου! Θα σε χαρακτηρίσουν αντισημίτη, ρε!.. Θα πουν ότι καταπατάς τ’ ανθρώπινα δικαιώματα… Και τα δικά μου; του ανθρώπου που είναι ΟΛΟΜΟΝΑΧΟΣ; Βλάκα, ε, βλάκα… πάψε να εκφέρεσαι και να παραφέρεσαι επιτέλους! Φτου σου!» Έφτυσε κατακόκκινος από την ταραχή του.

Ήταν ξαφνικά εκτός εαυτού.  Ψαχνόταν γεμάτος έξαψη και δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είχαν γεννηθεί όλα ετούτα τα «αιμοβόρα» συναισθήματά του, που λες και είχαν ξεχυλίσει από την ψυχή του, είχαν κυριαρχήσει στο νου του κι από εκεί  βρήκαν διέξοδο  στη ρημάδα τη γλώσσα, που κόκκαλα κι αν δεν έχει… ξέρει όμως να τα τσακίζει…  όταν πιάνει και  μεταφράζει ή και παραφράζει πολλάκις «τ’ απόκρυφα του νου!».  «Όντως ζω σ’ έναν κόσμο καταπίεσης μέχρι αφανισμού! Βοήθεια Νου!.. Βοήθεια!» Εκλιπάρησε τον εαυτό του θανάσιμα απελπισμένος.  Είναι άλλωστε γνωστό το γνωμικό «ο εαυτόν βοηθήσας, βοηθέτω!»

Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Κυριάκος μονολογούσε ανάμεσα στις εκπνοές του καπνού του «καταραμένου τσιγάρου του».  Κάπνιζε το καρκινογόνο προϊόν σε κάτι τέτοιες στιγμές, επικίνδυνες για την αναζωπύρωση της τρέλας του, όταν δηλαδή καθόταν.  Τότε λοιπόν σκεφτόταν  και έψαχνε να κατανοήσει τη μοναξιά του μέσα στην «κοιμισμένη κοινωνία» της πόλης τους, να συμβιβαστεί με την άποψη των γνωστών που τον έβλεπαν σα μαγκούφη, από τότε που η Ρίτσα η γυναίκα του του ευχήθηκε «κακόχρονο νά ΄χει και κακό ψόφο!» Φοβερές κατάρες που αν και δεν έπιασαν, αυτό που του συνέβαινε αυτή τη στιγμή, ήταν χειρότερο από τις κατάρες της «πρώην» του.

Βέβαια η Ρίτσα το αλλοτινό «καμάρι του» είχε παντρευτεί με έναν έμπορο, στην πόλη τους, πράγμα άβολο μα την αλήθεια, καθώς  δεν τολμούσε ο δύστυνος να τον επισκεφτεί εκτελώντας το καθήκον του, μήπως και πουν ότι από μίσος «κοπάνισε του χριστιανού παραπανίσιο φόρο». Όταν λοιπόν επρόκειτο για έφοδο στο εμπορικό του συζύγου της «πρώην» του –τι κακό κι αυτό!- παρακαλούσε έναν συνάδελφο να τον αντικαταστήσει.

Τι μπορούσε να σκεφτεί ο Κυριάκος επιτέλους που θα τον έκανε αισιόδοξο, θα συντελούσε στο να ηρεμήσει, να χαμογελάσει και να δει τη ζωή όπως άλλοτε… σαν πανηγύρι; Σηκώθηκε απελπισμένος και κάθησε δίπλα στο  μοναδικό παράθυρο του σαλονιού που κύτταζε στο δρόμο «του κόσμου».  Είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει.  «Τώρα βρήκες κι εσύ!» τά ’βαλε με τον συννεφιασμένο ουρανό. Μελαγχόλησε ακόμη περισσότερο. «Πρέπει να βγω μα τω Θεώ. Δεν μπορώ να καθήσω μέσα ολομόναχος, μαγκούφης.  Θα μου τη δώσει!»

 

Κατοικούσε στο δεύτερο όροφο.  Παρόλο που όλοι έκαναν όρκο ότι σαν εφοριακός είχε κατακλέψει τον κόσμο με την πρόφαση ότι εκτελούσε το καθήκον του, ο ίδιος στην ουσία δεν είχε καταδεχτεί ποτέ να δωροδοκηθεί με δώρα ώστε να κρύψει από την υπηρεσία του τα αρμόζοντα.  Είναι φοβερό να θεωρείσαι ένα πράγμα, ενώ είσαι κάτι άλλο, εντελώς άσχετο. «Είναι εκατό τα εκατό άδικο! Άντε τώρα να πιστεύεις στη δικαιοσύνη και στην καλή και ευαίσθητη πλευρά του ανθρώπου! Μπούρδες!»

Κύτταξε κάτω στο δρόμο. Ακόμη ψιλόβρεχε.  «σιγανή βροχή σαν τη μουρμούρα της Ρίτσας!» σκέφτηκε και σηκώθηκε νευρικά να ετοιμαστεί για να βγει έξω. Χειμώνας ήταν,  σκοτείνιαζε γρήγορα και αυτός είχε τελειώσει όπως συνήθως στις τρεις το απόγευμα.  Έτσι τώρα, τέσσερις και μισή και κάτι,  το απόγευμα, είχε αποφασίσει να κάνει ένα ντουζ, ν’ αφήσει το «έρημο κουτούκι του»  και να βγει μια βόλτα με το minute Πεζό του.

Το γαλλικό αυτοκίνητο το είχε αγοράσει στις αρχές της δεκαετίας του 1990,  για χατίρι «της Ρίτσας του», που του έλεγε ότι ντρεπόταν να βγει μ’ εκείνο το γερμανικό σαραβαλάκι του, το VW, που το είχε από εργένης.  Η Ρίτσα δεν τους «πήγαινε τους Γερμανούς, τους εγκληματίες του Β’ Παγκόσμιου που είχαν κάνει ανωκάτω το χωριό του πατέρα της, τω καιρώ εκείνω», αντίθετα «οι Γάλλοι ήταν οι πολύ σικ επαναστάτες του 18ου αι.,  η γλώσσα τους… «ήταν πολύ ερωτική»… και τ’ αρώματά τους… απολύτως θεσπέσια!» «Γυναίκα ήταν η Ρίτσα φουκαριάρη Κυριάκο, όχι άνθρωπος!» μουρμούρισε ο Κυριάκος αρκετά εκνευρισμένος από τις ίδιες τις σκέψεις του.

 

Γύρω στις πέντε απογευματική, ξεκίνησε ο Κυριάκος με σκοπό να επισκεφτεί τον κινηματογράφο, έτσι για να βρεθεί μέσα στον κόσμο που του έδινε την ψευδαίσθηση ότι είχε κάποιον τέλος πάντων και ότι δεν ήταν «ξωκκλήσι ερημωμένο» όπως έλεγε και το τραγούδι. Αναστέναξε. Τι νά ‘βλεπε; Ερωτικές σαχλαμάρες, νοσταλγικές-ιστορικές όπως το Οι Νύφες ή εκείνα τα εξωπραγματικά για τα παιδάκια έργα όπως ήταν το The Ring of the Lords;  Ήταν και 21ος αι. τι άλλο θα περίμενε κανείς να δει, παρά σκέτες αντιθέσεις και μπόλικη τεχνολογία, καθώς ο κινηματογράφος είχε «κορεσθεί από τα… κεκορεσμένα!»

«Κυρίες και κύριοι φίλες και φίλοι ακούτε το τραγούδι: «Άνθρωποι μονάχοι»… αφιερωμένο στον Κυριάκο Μ. από μία συνάδελφό του», ακούει ξαφνικά και αν τον χτύπαγε κεραμίδι στο κεφάλι, δεν θα του ερχόταν έτσι.  «Όχι ρε! Δεν μπορεί δεν άκουσα καλά!» σκέφτηκε με μία ταραχή. Μήπως δεν είχε καταλάβει καλά; Σε λίγο όμως κι ακούοντας το τραγούδι τα έβαλε με τον εαυτό του.  Άρχισε να πείθεται ότι μάλλον αυτόν είχαν «σταμπάρει». Mα είναι δυνατόν να μιλάνε γι αυτόν στο ραδιόφωνο;  Πώς αλήθεια το ξέρανε ότι ήταν μονάχος; Τόσο πολύ έδειχνε, πια;  Μέσα του είχε βεβαιωθεί ότι γι αυτόν παιζόταν το συγκεκριμένο τραγούδι.  Το ένιωθε. Πόσοι Κυριάκοι Μ. υπήρχαν στην πόλη τους;  Δεν ήξερε να υπάρχει κάποια συνωνυμία… Λες να υπήρχε και δεν το ήξερε; Αναρρωτήθηκε απορημένος και πάλι.  «Και ποια… μπορούσε να είναι επιτέλους η τολμηρή συνάδελφος;  Δε βαρυέσαι. Δε με νοιάζει ό,τι κι αν λένε. Άλλωστε δεν έχουν άδικο! Είναι έξυπνοι άνθρωποι μωρέ και το έπιασαν. Ή μήπως και ενδιαφέρονται; Ε; Είναι δυνατόν; Σώπα!..», αναρωτήθηκε και απάντησε φωναχτά και το τελευταίο σκέλος του σκεπτικού του -η ερώτηση και η απάντηση- τον έκανε να ριγήσει.  «Ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο; ¨Τρέχεις Κυριάκο, τρέχεις!» σκέφτηκε και πάλι ο ταλαίπωρος.

Όταν τελείωσε το τραγούδι βυθίστηκε στη μελαγχολία.  «Είμαι μόνος κι έρημος μα τω Θεώ, χωρίς ένα «ον» στο δίπλα μου.  Ε, και τι μ’ αυτό; Τι πρέπει να κάνω δηλαδή; Να καταντήσω να πάρω ένα σκύλο για παρέα όπως οι μαγκούφηδες οι Άγγλοι;  Να τον βάζω στο κρεββάτι μου, να τον ταΐζω, να τον πλένω… ούουου!.. Σιγά τώρα!» ειρωνεύτηκε το σκεπτικό του. «Όχι αδερφέ, δε νομίζω ότι μου πάνε αυτού του είδους τα καμώματα. Σε όποιον αρέσουμε στην τελική!» κατέληξε και ηρέμησε με την απόφασή του.

 

Πήγε και είδε τις Νύφες και μαγκούφιασε χειρότερα. «Πακεταρισμένες γυναίκες κι ό,τι βγουν ή ό,τι βρουν!.. Φοβερά πράγματα!.. Πώς το ξέρεις όμως αυτό; πώς μπορείς να είσαι σίγουρος; μπορεί νά ‘ναι καλύτερα έτσι Κυριάκο! Χωρίς πολλά λόγια, χωρίς χλιμιντρίσματα και γλυψίματα να βρεις έναν άνθρωπο και να ενώσεις την τύχη σου με τη δική του,  for better for worse.  Όχι έρωτες και σαχλαμάρες όπως με τη Ρίτσα. Όρκοι και κόντρα όρκοι, για να είμαι εδώ σήμερα μόνος και μαγκούφης! Ρίτσα να όψεσαι!» Ο Κυριάκος είχε αποπροσανατολιστεί ξαφνικά.  Δεν είχε καμμία σχέση με  το επάγγελμά του… Δεν ήταν καν ο εφοριακός.  Ήταν ο κακομοίρης ο άνθρωπος, που δεν ήξερε από πού ν’ αρχίσει για να ξαναφτιάξει το κέφι του, τη διάθεσή του αλλά και τη ζωή του τελικά.

 

Την άλλη μέρα όπως πάντα πρώτος στο προσωπικό του γραφείο ο Κυριάκος σκυμμένος στα χαρτιά του και με τον υπολογιστή στο φουλ, δουλεύει.  Αν όχι τίποτε άλλο θεωρείται δοσμένος κι αφοσιωμένος στην Εφορία και στο καθήκον του, του εφοριακού. Και είναι,  ιδιαίτερα από τότε που απόμεινε μονάχος και οι συνάδελφοί του αποτελούν την  μοναδική οικογένειά του. Συγκεντρώνεται, ξεχνιέται, ξανοίγεται κάπως και φτιάχνει και το κέφι του… Κάνει λοιπόν καλά τη δουλειά του, και όχι μόνο γιατί στην Πάντειο έφαγε κάμποσα χρονάκια από «τη ριμάδα» τη ζωούλα του, μαθαίνοντας κάποια πράγματα.

Η συνάδελφός του Όλγα, μία όμορφη γυναίκα στα τριανταπέντε της, ίσως και λίγο περισσότερο, τον πλησιάζει σιωπηλά και στέκεται όρθια μπροστά από το γραφείο του.  Δεν έχει αντιληφθεί την παρουσία της. «Κυριάκο… συγγνώμη που ενοχλώ.  Έφερα τις φόρμες που ζήτησες».  Ο Κυριάκος δεν ξαφνιάζεται, σηκώνει μία στιγμή το κεφάλι του, χαμογελάει και την ευχαριστεί.  Η Όλγα όμως δε φεύγει.  Σηκώνει και πάλι το κεφάλι του, την κυττάζει και τη ρωτάει ευγενικά: «Έχεις κάτι να μου πεις;  Συγγνώμη δεν κατάλαβα. Σ’ ακούω λοιπόν». Η Όλγα τον κυττάζει κοκκινίζοντας. «Ξέρεις Κυριάκο, είναι τα γενέθλιά μου αύριο και θα μου άρεσε να έρθεις στη γιορτή που κάνω».  Ο Κυριάκος σηκώνεται αδέξια, κοκκινίζοντας με τη σειρά του τώρα.  Τα μάτια του φωτίζονται και χαμογελάει. «Τιμή μου αγαπητή μου. Σ’ ευχαριστώ».  Κάθεται και σκύβει ξανά πάνω από τα χαρτιά του.  Πάλι όμως η Όλγα δεν φεύγει.  Ο Κυριάκος που αντιλαμβάνεται ότι δεν φεύγει, την κυττάζει στεναχωρημένος.  Δεν μπορεί να καταλάβει.  Έχουν και δουλειά να κάνουν! «Κυριάκο… Πιστεύω ότι δεν έχεις το τηλέφωνό μου, ούτε και τη διεύθυνσή μου», λέει η Όλγα και σκύβοντας αμέσως παίρνει με θάρρος ένα χαρτί από τ’ αυτοκόλλητα και με ένα μολύβι από τα πολλά που βρίσκονται στο γραφείο του,  γράφει το τηλέφωνό της και τη διεύθυνσή της. Ενώ την κυττάζει, του το προτείνει συμβουλεύοντάς τον φιλικά: «μην το χάσεις Κυριάκο, ούτε και να το ξεχάσεις, έτσι;» και ο Κυριάκος νεύει καταφατικά το κεφάλι του. «Όχι βέβαια! Δε θα το έκανα αυτό για τίποτα στον κόσμο!» σκέφτεται μέσα του παραξενεμένος…  μα είναι ευτυχισμένος! Ευτυχισμένος; Ναι ευτυχισμένος, αν και είναι λίγο παράξενο αυτό, γιατί δεν ξέρει ακριβώς το γιατί.  Ή μάλλον ξέρει… νιώθει αργά αλλά βέβαια, την ευδαιμονία να τον συνεπαίρνει. Η Όλγα τον προσκάλεσε στα γενέθλιά της! «Όμορφο θηλυκό η Όλγα μα τω Θεώ! Για φαντάσου!» σκέφτεται κοκκινίζοντας.

 

Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, με μία ασυνήθιστη ενέργεια να πυροδοτεί το είναι του, επισκέπτεται γνωστό εμπορικό ετοίμων αντρικών ειδών.  Αγοράζει ένα πολύ κομψό μπλε σακκάκι με δύο ανοίγματα στα πλάγια και ένα παντελόνι σε ανοιχτό γκρι για  να ταιριάζουν, ένα μοντέρνο, καλοραμμένο ροζ πουκάμισο με διπλές μανσέτες, ένα ζευγάρι ασημένια ξενόκουμπα και μία μπλε γραβάτα. Ύστερα μπαίνει στο διπλανό υποδηματοποιείο και αγοράζει ένα ζευγάρι καινούργια, μαύρα παπούτσια.  Τελικά επισκέπτεται ένα κατάστημα καλλυντικών, διαλέγει και αγοράζει για την Όλγα,  ένα ακριβό γυναικείο άρωμα: St. Ives, Paris. «Το καλύτερο πακετάρισμα σας παρακαλώ!» λέει χαμογελώντας και η κυρία τον κυττάζει χαριτωμένα: «Βεβαίως κύριέ μου, βεβαίως!»

Η επόμενη τον βρίσκει εντυπωσιακά αλλαγμένο.  Όλοι τον παρακολουθούν με υποψία, «λες να κέρδισε το λαχείο;» Μόνο η Όλγα τον παρακολουθεί χαρούμενη.  Διαισθάνεται, ότι η αλλαγή αυτή οφείλεται σ’ εκείνη. Νιώθει καμάρι για την επίδρασή της στον άντρα και με κρυφό χτυποκάρδι του χαμογελάει. Ο Κυριάκος ανταποκρίνεται με τα παρόμοια. Πετάει στην κυριολεξία, με έναν τρόπο, που δεν είχε υποψιαστεί ότι μπορεί να υπάρχει. Το βραδάκι σύμφωνα με το πρόγραμμά του, καταλήγει στο σπίτι της Όλγας.  Ανοίγει η ίδια, ντυμένη με ένα σεμνό μαύρο φορεματάκι που το στολίζουν κεντημένα  κόκκινα ανθάκια.  «Φαίνεται τόσο νέα και χαριτωμένη! Αλήθεια πώς δεν την είχα προσέξει πριν;» Κι εκείνος; «Πόσο νέος κι έξυπνος φαίνεται; Μου αρέσει τόσο πολύ αυτός ο άνθρωπος! Αχ, Κυριάκο μου!» αναστενάζει η Όλγα.

Γελούν ταυτόχρονα και κυττάζονται με μία βαθιά διεισδυτική ματιά που δεν ενοχλεί κανέναν από τους δύο.  Δίνουν τα χέρια.  «Έλα Κυριάκο να γνωρίσεις τους δικούς μου… Περιμένουμε και μερικούς φίλους βέβαια». Ο Κυριάκος την αφήνει να τον παρασύρει μέσα στο χαριτωμένο σαλόνι με τα κομψά έπιπλα και τα ωραία κάδρα.  «Ο πατέρας μου είναι Τραπεζιτικός…» λέει η Όλγα και τον οδηγεί μπροστά σ’ έναν μεσήλικο κύριο. «Αβραμίδης αγαπητέ. Χαίρω πολύ!  Είσαι ο Κυριάκος λοιπόν! Χαίρω πολύ νέε μου». Ο Κυριάκος απορεί με την έκφραση του Αβραμίδη: «νέε μου!» Κι αυτός που νόμιζε ότι κοντά στα σαράντα του, τα είχε φάει κιόλας τα ψωμιά του.    Ύστερα είναι η σειρά της μητέρας της Όλγας.  «Η μητέρα μου διδάσκει στη Μέση Εκπαίδευση, Κυριάκο». «Χαίρομαι για τη γνωριμία σας  κυρία Αβραμίδου» λέει με ελαφρά υπόκλιση ο Κυριάκος και εκείνη απαντάει: «Κι εγώ αγαπητέ μου.  Η Όλγα έχει μόνο καλά λόγια για σας.  Κι αν μου επιτρέπετε, θα ήθελα να σας συγχαρώ για το ντύσιμό σας.  Πάρα πολύ κομψό… πάρα πολύ εντυπωσιακό! Και η κολόνια σας… Fahrenheit of Christian Dior?» Ο Κυριάκος πέφτει από έκπληξη σε έκπληξη.   «Η κυρία μαμά είχε ευρεία εκπαίδευση… πέρα από το «καθηγητλίκι»! Και η  Όλγα μας; Αυτή δεν αστειεύεται παιδί μου. Τι οργάνωση!  Τους είχε όλους τακτοποιημένους, έτοιμους για την γνωριμία μας!» σκέφτεται ο Κυριάκος εντυπωσιασμένος. «Αν και όλο το σκηνικό φαίνεται σκηνοθετημένο, δεν με πειράζει!» ξανασκέφτεται.

Ο Αβραμίδης διακόπτει τις σκέψεις του. Του προσφέρει ένα ποτήρι κρασί.  «Ξηρός οίνος αγαπητέ μου. Υπάρχει και ημίγλυκος, αν αυτός δεν σας αρέσει». Ο Κυριάκος τον ευχαριστεί, κουνάει το ποτήρι του επιδέξια και οσφραίνεται το πριεχόμενό του.  «Θαυμάσιο το άρωμά του!» παρατηρεί. Ο κύριος Αβραμίδης φαίνεται ευχαριστημένος.  «Γνωρίζετε περί οίνων, Κυριάκο;» «Ε, λιγάκι… μόνο, ξέρετε!» λέει εκείνος μετριόφρονα.  Η αλήθεια όμως ήταν ότι η οικογένειά τους από τη μεριά του πατέρα του ήταν παραγωγοί κρασιών «αναντάν μπαμπαντάν!» Δεν ήθελε να δείξει ότι ήξερε καλύτερα. Γιατί άλλωστε; Δεν ήταν εκεί για να αναμετρηθεί με τον τραπεζιτικό Αβραμίδη -που τελικά βγήκε να είναι Τραπεζίτης- ως προς τις γνώσεις του «περί οίνων!»

Δεν άργησαν να καταφτάσουν φίλοι και άλλοι από τους υπαλλήλους και συναδέλφους του Αβραμίδη και φίλες της κυρίας Αβραμίδου. Τους καταβρόχθισαν όλους τα τρία σαλόνια του σπιτιού που δεν είχαν γίνει αντιληπτά στον Κυριάκο προηγουμένως, παρά μόνο μετά από την άφιξη όλων αυτών των ενδιαφερόντων επισκεπτών.

Το μεγάλο τραπέζι στη γωνία που είχε τοποθετηθεί για τα δώρα είχε γεμίσει με μικρά και μεγάλα δέματα.  Ο Κυριάκος απορούσε τώρα πια.  «Μα αυτή η οικογένεια, είναι σπουδαία, μα τω Θεώ! Κι εγώ… πού χαμπάρι από τέτοια, το είχα ρίξει στον ύπνο».  Κατέφτασαν και κάποιοι άλλοι: ο Δήμαρχος, ο Διευθυντής του ΙΚΑ, και… από την Εφορία ο ίδιος ο Έφορας. Ο Κυριάκος ένιωσε δέος.  Όλες οι προσωπικότητες της πόλης είχαν συγκεντρωθεί εκεί μέσα. Τον έσωσε ένας συνάδελφος που κόλλησε κοντά του κι έτσι δεν αισθανόταν «ωσάν «οψάριον»  εκτός υδάτων!»

Η Όλγα τον πλησίασε με διακριτικό τρόπο και πιάνοντάς τον από το μπράτσο του ψιθύρισε ότι θα ήθελε να είναι από τους πρώτους γύρω από το τραπέζι με την τούρτα των γενεθλίων της και ότι θα ήθελε να την χορέψει αυτός πρώτος, από όλους τους άρρενες ακόμη και τον ίδιο τον «Τραπεζίτη» τον πατέρα της!

 

Κάποτε το ονειρώδες πάρτυ τελείωσε και η Όλγα ακολούθησε τον έκθαμβο Κυριάκο σε ένα μπαρ, για ένα ποτό της ξεκούρασης πλέον, μακριά απ’ όλους τους άλλους τους «ανήκοντες στον δευτερεύοντα κύκλο», όπως τσαχπίνικα είχε χαρακτηρίσει τους καλεσμένους τους.

«Δε θα είσαι άνθρωπος «μονάχος» πλέον γλυκέ μου!» ψιθύρισε στ’ αυτί του η Όλγα κάποια στιγμή και αμέσως ύστερα τον φίλησε στα χείλια.  Ο Κυριάκος εξακολουθώντας να βρίσκεται σε κατάσταση απορίας, δέους και θαυμασμού την κύτταξε. «Διαπιστώνω όλο και περισσότερο ότι έχεις απόλυτο δίκιο!» είπε ήσυχα.  Τώρα  πια ήξερε ποιος του είχε αφιερώσει το τραγούδι στο ραδιόφωνο.  Ήταν η Όλγα, που ο έρωτάς της και η ευαισθησία της για τον Κυριάκο, την είχαν  σπρώξει  να τον προειδοποιήσει για το αδίκημα που διέπραττε στον εαυτό του.          Πήρε κι άλλο ποτήρι κρασί από το τραπεζάκι, δίπλα του.  Ήπιε μια γουλιά και πλατάγισε τη γλώσσα του ευτυχισμένος για το απίθανο δώρο που του είχε σταλεί ουρανόθεν. «Κύττα να δεις πράγματα φίλε μου! να έχω έναν  φίλο εκεί πάνω και έναν τέτοιο θησαυρό δίπλα μου και να μην τον έχω πάρει χαμπάρι! Ευτυχώς που η γυναίκα με αφύπνησε, βάζοντας το χεράκι της.  Γιατί εγώ… πήγαινα για καλόγερος!  Να όψεσαι Ρίτσα!» σκέφτηκε ο Κυριάκος χωρίς να μπορεί ακόμη να συνέλθει από την καταπληκτική αυτή ιστορία και την ταχεία εξέλιξή της. «Είμαι στο μάτι ενός αισθηματικού κυκλώνα, κι όμως δε θα προσπαθήσω να σωθώ.  Δοκιμάζομαι από έναν λαίλαπα καταμεσίς στην παγωνιά του χειμώνα.  Και μ’ αρέσει… Μ’ αρέσει να πυρποληθώ από «τη… φωτιά Όλγα!», σκέφτηκε πίνοντας άλλη μια γουλιά κρασί από το ποτήρι του.  Είχε αλήθεια ανάψει  και το μυαλό του βυθιζόταν   στην ευδαιμονία του… έρωτα. Αναστέναξε και έκλεισε τα μάτια.  Τ’ άνοιξε αμέσως.  Δεν ήταν mirage… Η χαρισματική Όλγα που είχε έρθει και είχε σταθεί απέναντί του εκείνη τη στιγμή, τον κύτταζε ευχαριστημένη που τον είχε ανασύρει από το πηγάδι της απομόνωσής του, τελικά.  Η ζωή της θα έπαιρνε επιτέλους το νόημα που της έλειπε, ύστερα από τον χωρισμό της από τον ατίθασσο Πάρη, τον πρώην της, τον μεγάλο έρωτά της, τον αξέχαστο -έτσι δε λένε;- των νεανικών της χρόνων…

Έσκυψε χωρίς δισταγμό και ενδοιασμούς και ακούμπησε με τα χείλια της το στόμα του Κυριάκου.  Ήταν μια καλή αρχή… και η αρχή είναι το ήμισυ… του παντός!

 

Τώρα… αν ο Κυριάκος κάποια στιγμή την επομένη, αρχίσει να σκέφτεται ότι η Όλγα φέρνεται όπως η πρώην του στα πρώτα ραντεβού τους… και αν αρχίσει ν’ ανησυχεί για την επανάληψη γεγονότων που οδήγησαν στη διάλυση του συνεταιρισμού…. τώρα… απλά ρωτάμε: ποιος θα φταίει;

Μήπως θα μπορούσε κάποιος από εμάς ν’ απαντήσει με την καρδιά στο χέρι και καλύτερα με το θάρρος της εμπειρίας… σε ένα τέτοιο δίλημμα;

 

 

 

 

Ἀναρτήθηκε στὸ 'Stories'

4 σκέψεις πάνω στὸ “Άνθρωποι μονάχοι…

  1. Ο Κυριάκος μετά από τον αποτυχημένο του γάμο, παντρεύεται την μοναξιά, βγάζει έντονα συναισθηματικά ξεσπάσματα για ότι τον ενοχλεί, αλλά η Όλγα κατάφερε να τον επαναφέρει στην φυσιολογική ζωή .Ακόμα και αν η καινούργια αυτή σχέση αποτύχει ,δεν θα φταίει κανείς ,γιατί αυτή είναι η ζωή ,που μας δίνει και τα όμορφα και τα άσχημα αλλά προχωράμε μπροστά περιμένοντας την επόμενη ημέρα ! Κυρία Πιπίνα μου , η εμπειρία μου λέει να ζούμε το σήμερα χωρίς να μας κυνηγάει και να μας φρενάρει το παρελθόν .Πολύ όμορφη η ιστορία αυτή και διδακτική.
    Αυτοί που θέλουν να είναι μόνοι δεν αγαπούν αλλά φοβούνται την ζωή!

    Μοῦ ἀρέσει

  2. Ελεύθερο και ευαίσθητο πνεύμα ο Μάρκος, επαναστάτης, που γνώριζε πολύ καλά τι συνέβαινε γύρω του με το ενδιαφέρον του να απλώνεται σε όλο το κόσμο ,και την εξέλιξη του είχε ένα πολύ άσχημο τέλος αλλά ήταν αγωνιστής. Μακάρι να υπήρχαν κι άλλοι σαν αυτόν,Κυρία Πιπίνα μου!

    Μοῦ ἀρέσει

    1. ΚΑΤ´ ΑΡΧΗΝ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΥ ΔΙΆΒΑΣΕΣ ΕΤΟΥΤΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ… ΤΟ ΘΕΩΡΏ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΚΑΘΩΣ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΑ ΑΛΛΑ ΔΥΟ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΤΗς ΤΡΙΛΟΓΙΑΣ, ΕΚΦΡΑΖΕΙ ΕΝΑ ΑΚΟΜΗ ΕΙΔΟς ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΜΕΣΑ ΣΕ ΠΟΛΥΠΛΗΘΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ….

      Μοῦ ἀρέσει

Σχολιάστε