Η βυσσινιά (αφήγηση)

Η βυσσινιά

(αφήγηση)

Στο χωριό μου, αφότου πρόσεξα τον κόσμο γύρω μου, τα μικρά σπίτια του πάντα ήταν όμορφα και νοικοκυρεμένα, γιατί κάπως έτσι είναι και οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτά: όμορφοι και νοικοκυρεμένοι, μέχρι σήμερα.

Το καλοκαίρι, οι μικροί κήποι γεμίζουν με όμορφα λουλούδια, που οι συγχωριανοί φυτεύουν από ενωρίς την άνοιξη, αλλά και από άλλα λιγότερο φροντισμένα, μια και ο καλός θεός φροντίζει γι’ αυτά. Το μεικτό άρωμα που αναδίνουν δεν είναι τυχαίο. Η μαστίχα, η μαντζουράνα και ο βασιλικός λες και συναγωνίζονται τα τόσα διαφορετικά είδη τριανταφυλλιάς που άλλοτε αναρριχώνται άταχτες και άλλοτε στέκουν όμορφες και νοικοκυρεμένες, σε μια ωρισμένη θέση του κήπου διακριτικά, λες και κάτι περιμένουν, ίσως αυτόν τον κάποιο, έστω τον ελάχιστο, θαυμασμό, που κάποτε εκφράζεται με ένα μικρό επιφώνημα ευχαρίστησης.

Όσο για δέντρα, οι λόφοι τριγύρω είναι πνιγμένοι στο πράσινο των πεύκων, που φουντωτά και κατακάθαρα δεν θέλουν τίποτα άλλο, παρά να προσφέρουν με την γνωστή γενναιοδωρία τους, άφθονο το καθαρό οξυγόνο σε όλους μας στο χωριό. Τα μάγουλα όλων λοιπόν, είναι δροσερά και ρόδινα και η καλή υγεία τους, θά ‘λεγα, βοηθά στο να ζουν πολλά χρόνια. Ευλογημένη γη! Eίναι τόσο καλά προστατευμένη από οποιεσδήποτε οικολογικές συμφορές, τις τόσο κοινές στις μεγαλουπόλεις.

Στο μικρό κήπο του σπιτιού μας, ώσπου και που παντρεύτηκα, τo κέντρο προσοχής ήταν μια βυσσινιά. Μια νια, κοντούλα και φουντωτή βυσσινιά που έκανε τη μάνα μας φημισμένη στο χωριό μας για το περίφημο γλυκό της: «το βύσσινο» και το πετυχημένο δέσιμο του σιροπιού του. Αλλά εγώ αγαπούσα τη βυσσινιά μας για το όμορφο ανοιξιάτικο φόρεμά της, το απαλό, τo ρόδινο φόρεμά της. Έτσι στολισμένη κάθε άνοιξη, τρέλαινε το μελισσάκι, πού ‘τρeμε από ευχαρίστηση, βουτηγμένο ολόκληρο στα πέταλα των λουλουδιών της. Τα μικρά σπουργιτάκια έψαχναν καθημερινά, χειμώνα- καλοκαίρι, τριγύρω της για σπόρους και έντομα ή και σκουλικάκια ίσως, κυρίως μετά από κάποια βροχή.

Πολλές φορές, όταν πια η άνοιξη είχε γλυκάνει τα κρύα, και μέρα μεσημέρι, αγνοώντας το πολυάσχολο μελισσολόι σαν κάποιος ήρωας, είχα πάρει το μικρό ξύλινο σκαμνί και είχα καθήσει δίπλα στον γκρίζο-καφετί κορμό της, ακουμπώντας την πλάτη μου απάνω της και κλείνοντας τα μάτια μου για να ονειρευτώ, μια συνήθεια αγαπημένη ακόμη και σήμερα. Άλλοτε κρατούσα ένα βιβλίο και σα σκόνταφτα σε κάποιες γραμμές του γιατί με άγγιζαν, πάλι με τα μάτια κλειστά ζωγράφιζα με τη φαντασία μου εικόνες, τοποθετώντας στη θέση της ηρωίδας της ιστορίας, την αφεντιά μου. Η βυσσινιά μας βοήθαγε πάλι με την σιωπηλή της παρουσία, το ρομαντικό μου χαρακτήρα. Πάντα είχα την εντύπωση, οτι η καρποφόρα αυτή παρουσία διάβαζε τις σκέψεις μου, μάντευε τα μυστικά μου και μοιραζόταν διακριτικά τις αγωνίες μου. Αλλά το σπουδαιότερο απ’ όλα ήταν ότι ποτέ δε θύμωνε, ή διαμαρτυρόταν για τίποτε!..

Κάποια φορά που η μάνα μου είχε κακιώσει πολύ μαζί μου για κάποια αντιλογία μου, θυμάμαι, πως τρέχοντας είχα καταφύγει στον κήπο μας, κάτω από τη βυσσινιά όχι απλά για να κρυφτώ αλλά και για να ξομολογηθώ το παράπονό μου, τον θυμό μου και την αδυναμία μου, να διαμαρτυρηθώ και να υπερασπιστώ τον εαυτό μου σ’ αυτήν. «Μα δεν έκανα τίποτα!.. Αλήθεια το λέω!..» Αυτό ήταν ωστόσο όλο κι όλο που είχα κατορθώσει να μουρμουρίσω μέσα στα αναφιλητά μου, ενώ η μάνα μου έξω φρενών για την συμπεριφορά μου, συνέχισε να γκρινιάζει από το κατώφλι του σπιτιού μας, καθώς με έβλεπε κάτω από τη βυσσινιά να στέκομαι δίπλα της και να μιλώ πεισμωμένη. «Πάλι μονολογάς θυγατέρα και κακό του εαυτού σου κάνεις!..» είχε πει κουνώντας το κεφάλι της γνοιασμένη.

Αργότερα, στην εφηβική ηλικία, συχνά καθόμουν τα καυτά στεγνά καλοκαίρια, κάτω από τα δροσερό φύλλωμα της αγαπημένης βυσσινιάς και ενώ κένταγα, προσπαθούσα ν’ αποδιώξω τις «πονηρές σκέψεις» που με βασάνιζαν. Σταματούσα τότε το εργόχειρο, έκλεινα τα μάτια μου, κι ένιωθα πως αυτή με καταλάβαινε. Κι όταν για πρώτη φορά ένιωσα τη γλυκόπικρη γεύση της αγάπης, πάλι αυτή έγινε η μυστική μου εκμυστηρεύτρια, η σύμβουλός μου και η παρηγορήτριά μου. Παράξενο που ήταν εκείνο το συναίσθημα της γαλήνης που ένιωθα κοντά της, μέσα σ’ εκείνη την ηρεμία του κήπου! Τότε θαρρείς και όλα σταματούσαν γύρω μου. Ακόμα και τα κελαϊδήματα των πουλιών δεν άκουγα, καθώς συγκεντρωνόμουν στον δικό μου εσωτερικό κόσμο και τις δικές μου σκέψεις. Αργότερα, που άφηνα το χωριό μας για τις σπουδές μου, κάθε φορά που επέστρεφα στο πατρικό μου, για τις διακοπές μου, όποια εποχή κι αν ήταν, μου ήταν αδύνατον να μη πάω ως τη βυσσινιά μας και να τη χαιρετήσω μεταξύ των πρώτων.

Στον αρραβώνα μου, είχα τραβήξει το Στέφανο κάτω από τη βυσσινιά, για να του δείξω την αγαπημένη μου γωνιά, και να του μεταδώσω το δικό μου συναίσθημα τρυφερότητας. Ήταν άνοιξη κι η βυσσινιά μας πιο μεγάλη και πιο δυνατή ήταν φουντωμένη και πλούσια στολισμένη στο δροσερό, το λουλουδένιο, το ολοζώντανο ανοιξιάτικο φόρεμά της. Ο Στέφανος είχε απλώσει το χέρι του και είχε κόψει ένα μικρό μπουκετάκι λουλουδιών, πού ‘χαν ανθίσει αδελφωμένα. Το πέρασε στα μαλλιά μου και σκύβοντας απάνω μου με φίλησε με τρυφερότητα. «Είσαι πιο δροσερή και πιο όμορφη από τα λουλούδια της βυσσινιάς καλή μου» είχε πει παρασυρμένος από το συναίσθημα του και σφίγγοντάς με με μια ορμή κι’ ένα πάθος μέσα στα στιβαρά του χέρια, που μ’ έκανε να λυώνω. Ύστερα είχε σηκώσει τη φωτογραφική του μηχανή που ήταν ακουμπισμένη πάνω στο σκαμνί, που είχε πλέον τοποθετηθεί από την αφεντιά μου, μόνιμα κάτω από τη βυσσινιά, και μας πήρε φωτογραφίες, τη βυσσινιά κι εμένα, τις «ομορφιές» του σπιτιού μου, όπως είχε πει. «Για να θυμόμαστε αυτή την όμορφη ανοιξιάτικη ημέρα καλή μου» είχε ψιθυρίσει στ’ αυτί μου καθώς έσκυψε απάνω μου για να με φιλήσει ξανά και ξανά, με το πάθος του ερωτευμένου νέου. Ήμουν σίγουρη πως η αγαπημένη μου βυσσινιά ένιωθε ευτυχισμένη με τη δική μου ευτυχία και ίσως ακόμη περισσότερο, γιατί ο Στέφανος, όπως κι εγώ, τη θεωρούσε σπουδαία.

Τώρα που γράφω τις θύμησές μου αυτές, δεν υπάρχει πια η αγαπημένη βυσσινιά. Κάποια στιγμή, κι αργότερα στο χρόνο, καθώς ήταν κι αυτή κουρασμένη πλέον από τη ζωή, αποφασίστηκε από τους γέρους γονείς μου οτι ήταν καιρός της να αποδημήσει στον κόσμο των ονείρων… Δεν τους «ερχόταν καλά να μη με ειδοποιήσουν» για την απόφασή τους, μας είχε γράψει ο πατέρας μου. Φυσικά η ζωή της εργαζόμενης συζύγου και μητέρας με είχε απορροφήσει τόσο, που δεν πήρε πολύ από το χρόνο μου να συμφωνήσω με όλες τις αποφάσεις των γονιών μου, αφού όπως επέμεναν: «η βυσσινιά μας είχε γεράσει, δεν καρπούσε όπως πριν…». Ο Στέφανος κι εγώ είχαμε ήδη μετά το γάμο μας μετοικήσει στην πολιτεία, όπου εργαζόμαστε και οι δύο.

Στη θέση του μικρού μας κήπου, οι γονείς μου επέτρεψαν στ’ αδέρφια μου και σ’ εμένα να χτίσουμε τριπλή κατοικία, ώστε να τους κάνουμε παρέα στα γεράματά τους, τουλάχιστο στις διακοπές μας στο χωριό, ενόσω ζούσαν. Ο χώρος ακόμη και τώρα θαρρώ πως είναι στοιχειωμένος από την αγαπημένη μου βυσσινιά, ένα συμβολικό στοιχειό αγαπημένο και άρρηκτα δεμμένο με τη ζωή μου!.. Και το πιο σπουδαίο ίσως γεγονός -σχετικό με τη βυσσινιά μας- είναι το εξής: η μητέρα μου που ήταν πάντα προνοητική και σίγουρα είχε καλές σχέσεις με τις βυσσινιές, ιδιαίτερα για τον περίφημο καρπό τους -όπως εγώ τουλάχιστον πίστευα- είχε κατορθώσει να διαιωνίσει τη βυσσινιά μας, αφού μια μικρή βυσσινιά μεγάλωνε ξανά, στη μικροσκοπική πλέον αυλή της νέας πολυκατοικίας μας. «Είναι η «κόρη» της παλιάς μας βυσσινιάς», έλεγε σ’ όλους, όσους την πρόσεχαν. Ένιωθα, πως η μητέρα μου ήταν ο φύλακας άγγελος της περίφημης βυσσινιάς μας, και ότι ίσως να την είχε αγαπήσει, ακόμη περισσότερο κι από μένα!..

*****

2 σκέψεις πάνω στὸ “Η βυσσινιά (αφήγηση)

  1. Ρομαντική , ευαίσθητη τρυφερή η ιστορία της βυσσινιάς Πιπίνα μου. Διαβάζοντας την είχα πολλές εικόνες στο μυαλό μου. Σε ευχαριστώ για αυτά τα λίγα όμορφα λεπτά που χρειάστηκα για να διαβάσω την όμορφη αυτό η ιστορία.

    Μοῦ ἀρέσει

    1. Αγαπημένη μου Άννα… ίσως είσαι το μόνο πρόσωπο που διαβάζει την δουλειά μου, και γράφει τις εντυπώσεις του! Χαίρομαι που σου άρεσε… Καλημέρα και καλή εβδομάδα! την αγάπη μου στον Στέλιο!

      Μοῦ ἀρέσει

Σχολιάστε