Merry-Fairy, from my book of sellected poetry: EPIKAIRA I (copyright: Pipina D. Elles)

Merry-Fairy               5th of January 2014 So many faces as many grimaces parade in the pages of a highly circulate paper! Oh… well This kind of material sells well! NEWS, VIEWS, GOSSIP! Women… Men… Variety of faces… Clothes of different styles! Manly short in material lot of holes every here or there plus a huge … Συνεχίστε νὰ διαβάζετε Merry-Fairy, from my book of sellected poetry: EPIKAIRA I (copyright: Pipina D. Elles)

“My Strength!” a poem form my sellected poetry, titled: EPIKAIRA I / copyright: Pipina D.Elles

My Strength!           2/1/14   My strength related to my state of mind, the daily satisfaction! However, things change from better to worse! Pleasures depart and the vacuum left appears to be taken over by sear misery!   Living in this city has become tough! Journalists get paid to make us believe our society became a … Συνεχίστε νὰ διαβάζετε “My Strength!” a poem form my sellected poetry, titled: EPIKAIRA I / copyright: Pipina D.Elles

Οι πελεκάνοι της Λίμνης Τάγγερα (CENTRAL COAST of NSW…)

Οι πελεκάνοι της λίμνης Τάγγερα[1] Copyright: Πιπίνα Δ. Έλλη (Pipina D. Elles ) Από το τετράτομο βιβλίο μου για όλη την οικογένεια ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ Στη μεγάλη λιμνοθάλασσα Τάγγερα, βόρεια του Σύδνεϋ και στις Κεντρικές Ακτές της ωκεάνιας ζώνης, τα δυνατά ρεύματα με την άνω ή κάτω παλίρροια, μετακινούν τόνους από άμμο, αλλάζοντας έτσι αέναα τη μορφή … Συνεχίστε νὰ διαβάζετε Οι πελεκάνοι της Λίμνης Τάγγερα (CENTRAL COAST of NSW…)

Η επίδραση του περιβάλλοντος στον Ν. Καζαντζάκη

Η επίδραση του περιβάλλοντος στον Καζαντζάκη Απόσπασμα από την Διδακτορική μου Διατριβή: Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΑ ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ Η Οικογένεια:  Ο Ν. Καζαντζάκης από την τρυφερή του ηλικία και καθ’ όλη την διάρκεια των παιδικών και εφηβικών του χρόνων, δέχεται επιδράσεις, αφενός, από το άμεσο οικογενειακό περιβάλλον, όπου κυριαρχεί η προσωπικότητα του Μιχάλη … Συνεχίστε νὰ διαβάζετε Η επίδραση του περιβάλλοντος στον Ν. Καζαντζάκη

Β’. Στο μυθιστόρημα του Τερζάκη, Η Μενεξεδένια Πολιτεία248 η αγαπημένη πολιτεία της Αθήνας παίρνει τις διαστάσεις δυνατού συμβολισμού, παρόμοια και οι κάτοικοί της ως άτομα, εντός και εκτός της οικογενειακής μικρο-κοινωνίας, όπως ετούτη διαμορφώνεται στα πλαίσια της κοσμοπολίτικης πολιτείας. Η ιστορία του δένει τη ζωή των μικροαστών ηρώων του με την πολιτεία η οποία παρά το γεγονός ότι οφείλει την ύπαρξή της στους αριθμούς των κατοίκων της, παίρνει διαστάσεις εξωπραγματικής δύναμης και επηρεάζει την τύχη τους. Κατά συνέπεια η ζωή των μικροαστών ηρώων της ιστορίας εξελίσσεται σε πομπό σημαντικών μηνυμάτων του συγγραφέα σε σχέση πάντα με την ιδιόρρυθμη και πολυαγαπημένη ‘κυρία’, την Αθήνα. Η διασύνδεση της πολιτείας θρύλος με το ζωντανό υλικό της, τους κατοίκους της, the union of the image with the reality which it represents, σκιαγραφείται έντονα. Πρόκειται περί δυνατού, υπέροχου και μαγικού τρόπον τινά συμπλέγματος, όπου οι συντελεστές του αλληλοεξαρτώνται απόλυτα. Η Αθήνα ή η ‘Μενεξεδένια πολιτεία’ σύμφωνα με τον Τερζάκη στο συνώνυμο έργο του αποβαίνει είδος ενεργού στοιχειού το οποίο επιδρά στον κάτοικό της και επηρεάζει την τύχη του σε βαθμό ώστε ετούτος ανάλογα με τις προσωπικές του εμπειρίες ή την καταριέται ή την ευλογεί. Πέρα από τη σχέση αγάπης – μίσους της πόλης της Αθήνας και των κατοίκων της, εξέχει στην ιστορία του Τερζάκη και το στοιχείο της αναγκαιότητας των σχέσεων μεταξύ των ηρώων του, και άσχετα με την έκβαση αυτών μέσα στο πλαίσιο του αδηφάγου χρόνου, που αν και 248 Άγγελου Τερζάκη, Η Μενεξεδένια Πολιτεία, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Ι.Δ. Κολλάρος, & Σια Α.Ε., Δεκάτη Τέταρτη Έκδοση, Ιούνιος 1990, Αθήνα. 107 συνίσταται από τους μήνες, τις εβδομάδες ή τις ημέρες κτλ., δίπλα στην ποικιλία των εποχών του που αναμφίβολα επηρεάζουν, κυλά με αστρονομική ταχύτητα, αν και μη αντιληπτή, από τα όντα της γης τα απορροφημένα στον μόχθο και στην αναπαραγωγή τους. Η Αθήνα του Τερζάκη: Η Αθήνα που πραγματεύεται στην ιστορία του ο Τερζάκης, είναι η πολιτεία στο πρώτο ήμισυ του 20ου αι. όπου άρχοντες και μη, επιχερηματίες ή επαγγελματίες, διανοούμενοι και άνθρωποι της καθημερινότητας του τόπου, απλοί άνθρωποι, πρωτευουσιάνοι ή επαρχιώτες, διασταυρώνουν τις τύχες τους στην διατριβή τους με το μεγάλο ζήτημα της ζωής. Ο νέος άνθρωπος, στην Αθήνα της εποχής (Μαλβής, Μαρούκης) από τα πρώτα ήδη στάδια της ενηλικίωσής του, περνά σε μία σκληρή περίοδο. Αφού έχει ολοκληρώσει τη μέση εκπαίδευση ύστερα προσπαθεί να περάσει στην τριτοβάθμια. Αφού το κατορθώσει ετούτο (και εδώ υπάρχει το ‘καταραμένο μέσο’ που κόβει άξιους φοιτητές και επιτρέπει την εισαγωγή στους καλούμενους, και μάλλον ρομαντικά, ‘αιώνιους φοιτητές’ να βοσκούνε ελεύθερα στα προαύλια των Ανωτάτων Σχολών, στις πλατείες και στα καφενεδάκια…), στη συνέχεια με οικονομικές δυσκολίες, στερήσεις και θυσίες κατορθώνει να ολοκληρώσει τις σπουδές του, εισέρχεται σε μία άλλη, εξίσου δύσκολη φάση, εκείνη του αγώνα για την εύρεση εργασίας, για την εξασφάλιση στη συνέχεια, του ημερήσιου άρτου και την πληρωμή των λογαριασμών. Η εύρεση εργασίας είναι ένας οδυνηρός Γολγοθάς στην Αθήνα και ακόμη χειρότερα σε άλλες μεγάλες πόλεις της Ελλάδας της εποχής, για πολλούς νέους όταν δεν υπάρχουν γνωριμίες ή υποστηρικτές. Η ιστορία: Στην ιστορία ετούτη ο συγγραφέας αποκαλύπτει αφενός την αγάπη του και τον θαυμασμό του για την όμορφη Αθήνα και αφετέρου την απογοήτευσή του και την έχθρα του γι’ αυτήν, και επιπλέον τη συμπάθεια και την κατανόησή του για τον μεσαίο άνθρωπο της Αθηναϊκής κοινωνίας, τον μικροαστό ή τον επαρχιώτη που η ελπίδα του για την αλλαγή της τύχης του και ίσως και την ποθητή του επιτυχία, τους μικροχαρές του ή και τις λύπες του σε ένα περιβάλλον αδιάφορο και μάλλον απορροφημένο στα δικά του αιτήματα και ανάγκες. 108 Η γραφική Αθήνα της εποχής χαρακτηρίζεται για ένα είδος ρομαντισμού όπως ετούτος διαμορφώνεται στα γραφικά της καφενεδάκια ή στις μικρές της πλατείες, όπου καταφεύγουν οι μικροαστοί, οι μεσαίοι επιχειρηματίες, οι διανοούμενοι ή οι ποικίλοι καλλιτέχνες. Ο Τερζάκης, με αποκαλυπτικό αισθηματισμό μεταφέρει το γλυκύ περιβάλλον ενός απογεύματος στη φημισμένη, την χιλιοτραγουδισμένη Πλάκα, και με την περιγραφική διατύπωσή του, συντείνει στη μαγεία της: «Το απόγευμα είτανε γλυκό. Λοξός ο ήλιος, χρωμάτιζε έξω το δρόμο με ζωηρή πορτοκαλιά φεγγοβολή κι η μικρή πλακιώτικη πλατεία σα να γιόρταζε στο φως. Μια μακρινή, ζεστή ανάσα περνούσε στον αέρα απαλά… Η άνοιξη, ίσως έρχεται η άνοιξη…»249 Η Αθηναϊκή οικογένεια είναι επιφορτισμένη με ποικίλα προβλήματα. Οι άντρες που παρουσιάζει ο Τερζάκης είναι αδύνατοι χαρακτήρες (Μαλβής), μοιρολάτρες (Ορέστης), ή Θρασείς (Χεντρίτης). Οι γυναίκες βρίσκονται σε μια παράλληλη σχεδόν τροχιά, με εκείνη των ανδρών. Η Σοφία (στωικός τύπος), η Όλγα (τυχοδιώκτρια), η Ποντικενά (νεανίζουσα και άπιστη σύζυγος), κτλ. Ο Μαλβής είναι διαζευγμένος και τα θύματα του διαζυγίου του είναι ο ίδιος ο Μαλβής και τα δύο παιδιά του, ο Ορέστης και η Σοφία. Ο Μαλβής είχε σπουδάσει με πολλές δυσκολίες και παρόμοια και ο Γ. Μαρούκης. Ο Μαρούκης είχε μεν σπουδάσει Νομικά και ήταν πλέον ένας νέος δικηγόρος ήταν άνεργος και επομένως με άφθονο χρόνο στη διάθεσή του και επομένως διέθετε αρκετόν από αυτόν και για την εξωτερική εμφάνισή του. Το άλυτο πρόβλημα της εύρεσης εργασίας είχε γίνει σχεδόν αποδεκτό από τον Μαρούκη όχι όμως από τη μητέρα του. Η Αθήνα, το πολιτιστικό της περιβάλλον και οι ομορφιές της στην Πλάκα και αλλού αποκαρδιώνου, τους νέους από την επαρχία όπως τον Μαρούκη, που αν και δικηγόρος, παραδέρνει άνεργος. Σκοτώνει κυριολεκτικά τον πολύτιμο χρόνο του με την αδράνεια στην οποία έχει 249 Α, Τερζάκης, Η Μενεξεδένια Πολιτεία, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, ΙΔ. Κολλάρος & Σία, Α.Ε., Έκδοση Δεκάτη Τετάρτη, σ.10. 109 φυλακιστεί. Κάπου – κάπου πάει στο καφενεδάκι ένα φτωχό στέκι. Εκεί διαβάζει την εφημερίδα Η Βραδυνή, η οποία γίνεται ανάρπαστη από τους θαμώνες του. Παραχωρείται με το «τέταρτο», γεγονός που υπογραμμίζει την οικονομική απορία των θαμώνων του. Σε ετούτη την γοητευτική πολιτεία της Αθήνας, ετούτη την χρονική στιγμή σύμφωνα με τον Τερζάκη, ο νεαρός δικηγόρος Γ. Μαρούκης, γνωρίζει τα ίδια όπως άλλοτε, πολύ ενωρίτερα το 1892, είχε αντιμετωπίσει ένας άλλος νεαρός από την επαρχία, ο Μ. Μαλβής. Είχε φτάσει στην ‘όμορφη Αθήνα’ από την επαρχία γεμάτος όνειρα να κατακτήσει ως νικητής την πόλη του Φωτός. Και ετούτο παρόμοια όπως Ο Μαρούκης είχε έρθει για να σπουδάσει Νομικά. Δεν χρειάστηκε όμως πολύ καιρό για να αντιληφθεί ότι στην γεμάτη υποσχέσεις, Ελληνική πρωτεύουσα ενσαρκώνονταν μόνον ολίγων ανθρώπων τα όνειρα. Αλλά ακόμα και σε ετούτη την περίπτωση, δε θα μπορούσε κανείς να καταδικάσει την υπέροχη κατά τα άλλα, ‘Μενεξεδένια πολιτεία’, την Αθήνα, για την τύχη των κατοίκων της. Η ελπίδα που σκορπά με τα υπέροχα μενεξεδένια δειλινά της είναι μία σανίδα που θα πρέπει ο ικανός να τη ν αρπάξει την κατάλληλη στιγμή της ζωής του και να την κάνει γέφυρα και να περάσει στην απέναντι ‘όχθη’ της, της επιτυχίας. Οι συνεσταλμένοι, οι δειλοί, οι αναποφάσιστοι δεν κρατούν τα τυχερά χαρτιά της τράπουλας. Αντίθετα οι τολμηροί, οι αποφασιστικοί ή οι ριψοκίνδυνοι συχνά περνούν την πόρτα της επιτυχίας ευκολότερα. Το θράσος και η φιλοδοξία με τις κατάλληλες γνωριμίες είναι κάποτε νικητήρια. Οπωσδήποτε σε ετούτη την περίπτωση οι κατάλληλες γνωριμίες, βοηθούνε. Και είναι βέβαιο ότι το χρήμα ανοίγει πολλές πόρτες! Πρόκειται για την αριστοκρατία του χρήματος, που ανοίγει τις πόρτες στους άξεστους, συχνά για να εκτοπισθεί ένας άξιος νέος ή ένας καλός πολίτης. Και ενώ κυλά η ζωή στην μεγαλόσχημη, αχανή και ολοζώντανη ετούτη πολιτεία –σε σύγκριση με τα μικρά αστικά κέντρα της επαρχίας- οι κάτοικοί της, διανύουν τις ευτυχισμένες ή τις δυστυχισμένες ημέρες τους, τις πλημμυρισμένες με αίσθημα και ρωμαντισμό, δράμα θλίψη ή απάτη… 110 Η ιστορία του Τερζάκη ανήκει στην περίοδο του ρεαλισμού της λογοτεχνίας στην Ελλάδα, καθώς οι απλοί άνθρωποί της έχουν τη φιλοδοξία να αγαπούν να κερδίζουν τον επιούσιο και να μπορούν να ζήσουν στην ολοζώντανη πολιτεία της Αθήνας, άσχετα με τα πολλαπλά πρόσωπά της, είτε αυτά είναι σκληρά, είτε είναι θετικά. «Ο ήλιος τώρα έγερνε… και γύρω στην μικρή πλατεία με τα δέντρα ζωήρευε η κίνηση του περαστικού κόσμου. Ήτανε σαββατόβραδο. Μια αόρατη γλυκερή μυρωδιά από λιβάνι ήρθε κλώθοντας στον αέρα… Γύρω στους παρακλαδωτούς δρομάκους άρχισε να βουΐζει συγκρατητά η βραδυνή έξαψη της συνοικίας…»250 Το Σαββατόβραδο είναι ανέκαθεν ημέρα κατά την οποία ο Έλληνας όλων των τάξεων της εποχής, μπορεί να ξεφεύγει από την καθημερινότητα σπάζοντας την ρουτίνα της. Έχοντας μπροστά του την Κυριακή την ημέρα της ‘ανάπαυλας’, θα μπορέσει ξέγνοιαστα να πάει έναν περίπατο, θα κάνει ίσως κάποια φιλική επίσκεψη, θα πάει πιθανόν στον κινηματογράφο ή στο θέατρο, θα καταφύγει σε ένα κέντρο για να διασκεδάσει. Για τον Έλληνα και καλό χριστιανό, Σάββατο, αργά το απόγευμα, σημαίνει πιθανόν τη λειτουργία του Εσπερινού. Η χριστιανή νοικοκυρά θα ετοιμάσει κάτι το ιδιαίτερο από Σάββατο, ώστε να μη χάσει το επόμενο πρωί την κυριακάτικη ακολουθία. Είναι και ετούτη είδος αμειβής για τον μόχθο της εβδομάδας, ένα καλό διάλειμα της ρουτίνας, για εκείνον που πιστεύει. Στην διττή ατμόσφαιρα της Ανοιξιάτικης – Σαββατιάτικης Αθήνας,διασταυρώνονται για πρώτη φορά οι δρόμοι των δύο πρωταγωνιστών ετούτης της ιστορίας, του νεαρού δικηγόρου Γιάννη Μαρούκη και του ηλικιωμένου συναδέλφου του, Μ. Μαλβή. Η συνάντησή τους που υπήρξε εντελώς τυχαία, στην πορεία παρουσιάζεται περισσότερο μοιραία, καθώς ετούτοι οι δύο άγνωστοι, από κάποια ιδιάζουσα συγκυρία, αργότερα δένονται αναπόσπαστα. 250 Α. Τερζάκης, Η Μενεξεδένια Πολιτεία, ο. π., σ. 12. 111 Οι ηλιόσποροι που προσφέρονται από τον Μαλβή στον νεαρό Μαρούκη αποκαλύπτουν την αλήθεια των καιρών: υπάρχει αρκετός χρόνος για σπατάλη εκ μέρους του παλαίμαχου δικηγόρου Μαλβή και αναμφίβολα απορία χρημάτων. Η συζήτηση που ευδοκιμεί εντός καφενείου, ανάμεσά τους, εύλογα, περιστρέφεται γύρω από τη διεθνή κατάσταση που την ρυθμίζουν οι (αείποτε) υπερδυνάμεις της εποχής (όπως συνήθως), και την εξαρτημένη από ετούτες τις δυνάμεις τύχη των μικρών χωρών που ανάμεσά τους συγκαταλέγεται και η Ελλάδα (παρόμοια όπως και σήμερα). Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο χαρακτηρισμός της Ιαπωνίας ως ικανής να εξισορροπήσει τις ανισότητες της Ευρώπης και τελικά «ο κίτρινος κίνδυνος είναι κίνδυνος επικρεμάμενος επί της κεφαλής της Ευρώπης. Δαμόκλειος σπάθη!»251 κατά την άποψη του Μαλβή. Ο Μαλβής συνεχίζει, περνώντας τώρα στις ΗΠΑ, τον αντίπαλο της ηγεμονίδος Ιαπωνίας. Το καφενείο εξυπηρετεί την επικοινωνία της διεθνούς πολιτικής επικαιρότητας και οπωσδήποτε την κριτική άποψη του αγορεύοντος Μαλβή, όπως συμβαίνει ανέκαθεν στην Ελληνική πραγματικότητα. Το καφενείο εξυπηρέτησε τους Έλληνες της όποιας ηλικίας, ως χώρος όπου ευδοκιμούν αυτού του είδους οι συζητήσεις, δίπλα στις φιλοσοφικές, φιλολογικές και πολλές άλλες, και ετούτο είναι το μόνο βέβαιο!.. Ο Γ. Μαρούκης που έχει κυριολεκτικά βομβαρδιστεί από τον μονόλογο του ηλικιωμένου και ουσιαστικά αγνώστου συνομιλητή του, Μαλβή, αισθάνεται τελικά και για πρώτη φορά σε όλο ετούτο το διάστημα της επικοινωνίας τους, κάποια συμπάθεια γι’ αυτόν, όταν αρχίζει να εξετάζει το πρόσωπό του: «Τα μάτια που τον κοίταζαν… ήταν μεγάλα κι αγαθά… τ’ άταχτα ψαρά φρύδια… τους έδιναν μιαν έκφραση απλοϊκής απορίας.»252 Με την άφιξη της νύχτας η ατμόσφαιρα του καφενείου πνίγεται στον καπνό των καπνιστών θαμώνων του, που παίζουν ‘πρέφα’. Είναι η περίοδος που η Αθήνα αρχίζει να μεγαλώνει με το χτίσιμο 251 Α. Τερζάκης, Η Μενεξεδένια Πολιτεία, ο. π., σ.15. 252 Αυτόθι, σσ. 16-17. 112 πολυκατοικιών, για την υποδοχή όλο και περισσοτέρων κατοίκων προερχομένων από την επαρχία. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Αθήνα ως πολιτεία που προχωρά με γοργό βήμα προς τη νέα εποχή, είναι ότι οι υποδομές για ετούτη την εξέλιξη είναι φτωχές αν όχι ανύπαρκτες. «Κι όμως, ο λαός αυτός υπήρξε κάποτε καλλιτεχνικός…»253, θα πει με απογοήτευση ο συγγραφέας δια στόματος Μαλβή. Ο ηλικιωμένος δικηγόρος αιφνιδιάζει τον Μαρούκη με την απαγγελία πέντε όμορφων στίχων, που αποτείνονται στην ρομαντική φύση του Μαρούκη. «-Νέε μου, αγαπάς την ποίηση;» τον ρωτά, και ο Μαρούκης κατειλημμένος από έκπληξη για όλα όσα συμβαίνουν σκέφτεται τους δικούς του ‘άμοιρους στίχους’, χωρίς να αποτολμά να τους απαγγείλει. Οι δύο άντρες ο ενθουσιώδης ηλικιωμένος δικηγόρος Μαλβής και ο επιφυλακτικός νέος δικηγόρος Μαρούκης, ή άλλως, ο ομιλητής και ο ακροατής, βαδίζοντας καταλήγουν στο δρόμο όπου βρίσκεται η κατοικία του πρώτου, και όπου για πρώτη φορά ο Μαρούκης μαθαίνει το όνομα και το επάγγελμά του. Ο Μαλβής ομολογεί ότι ήρθε στην Αθήνα νεότατος και ότι έζησε αφότου αφίχθηκε στην Πλάκα. «Παρακολούθησα λοιπόν από εδώ τη γένεση της κοσμοπόλεως… Το άστυ το ιοστέφανον. Χμ!»254 Η Αθήνα βρίσκεται στο επίκεντρο της συζήτησης και πάλι. Είναι το αγαπημένο αντικείμενο της συζήτησης τουλάχιστον εκείνες τις πρώτες ώρες της γνωριμίας των δύο εκείνου και του Μαρούκη. «Πώς μεγάλωσε απροσδόκητα, πώς τράνεψε! Σαν υπερφυσικό παιδί!» θα πει προφανώς επηρεασμένος, και μάλλον θετικά, από τις αλλαγές που υφίσταται η όμορφη πολιτεία τους. «Φωτίζεται γύρω, σε πολύ μεγάλη ακτίνα, από μία πύρινη ανταύγεια!..»255 συνεχίζει εκφράζοντας τον προσωπικό του θαυμασμό για την γρήγορα εξελισσόμενη και ως προς τον πληθυσμό πολιτεία. Αφήνοντας πίσω ωστόσο τα παινέματα για την Αθήνα, προχωρεί σε μία διαφορετική σκέψη, που τον επηρεάζει αρνητικά και τον λυπεί: «… στους καινούργιους τόπους οι άνθρωποι γερνούνε γρηγορότερα… Τίποτα δε σε περιμένει και τίποτα δε σ’ απομένει…» 253 Α. Τερζάκης, Η Μενεξεδένια Πολιτεία, ο. π., σ. 17. 254 Αυτόθι, σ. 18. 255 Αυτόθι, σ. 20. 113 μονολογεί. Δύο αντίθετα ρεύματα παλαίουν μέσα του, εκείνο της αδιαμφισβήτητης αγάπης του για την αιώνια πόλη της Αθήνας και το άλλο της πικρής εμπειρίας που φώλιασε μέσα του από τα χρόνια της άφιξής του από την επαρχία. Όπως και στο θεατρικό Το φάντασμα του κυρίου Ραμόν Νοβάρο, το ξερίζωμα και η μεταφύτευση ενός σε ένα χώρο όπου δεν ανήκει ουσιαστικά, δημιουργούν ανεξίτηλες ρωγμές στην ψυχή ενός. Μόνιμα ξένος έστω και αν οι γύρω δεν τον βλέπουν έτσι. Στο προσκήνιο που μαρτυρείται μέχρι στιγμής, εμφανίζεται ξαφνικά, για λίγο μόνο, ένα νέο πρόσωπο, το οποίο ο Μαλβής παρουσιάζει με «καμάρι και ταραχή» ως γιο του. Πρόκειται για τον Ορέστη Μαλβή, που αποδεικνύεται ότι με την άσχημη συμπεριφορά του, μοιραία, συμβάλλει στην κατάπτωση της υγείας του ηλικιωμένου πατέρα του, όπως ενωρίτερα είχε κάνει με τη μητέρα του, την Όλγα Βέλμερη. Είναι ορατή η απόσταση που χάσκει ανάμεσα στον ανάγωγο Ορέστη και στον πατέρα του, τον προσεκτικό, ηλικιωμένο δικηγόρο, Μαλβή. Σε ετούτο το σημείο, παρενθετικά έστω δίνεται μία σύντομη περιγραφή της κατοικίας Μαλβή, που είναι μεσαίου αστικού τύπου, με ισόγειο το οποίο ενοικιάζεται, έναν όροφο όπου ζούνε οι ιδιοκτήτες, και με εξωτερικές σκάλες φορτωμένες με γλάστρες, και αποτελεί συνηθισμένο τύπο σύνθετης κατοικίας στην Αθήνα της εποχής, στην οποία τοποθετεί χρονολογικά την ιστορία του ο Α. Τερζάκης256. Ο Μαλβής έχει ένα ακόμη απόγονο τη θυγατέρα του Σοφία, μία νέα τυπική, καλή ως προς το ήθος και καλή νοικοκυρά. Έχει σημασία το γεγονός, ότι η Σοφία από μικρή ανέλαβε τα καθήκοντα της οικοδέσποινας στην οικία Μαλβή, καθόσον δεν υπήρχε άλλη γυναίκα στην οικογένειά τους, δηλαδή η μητέρα της. Η νέα είναι δεμένη με τον πατέρα της και σε καμμία περίπτωση με τον Ορέστη, τον αδελφό της. Η απόσταση των δύο νέων της οικογένειας Μαλβή χωρίζονται από βαθιές και σκληρές διαφορές που πονούν. Ο Ορέστης κρατά μία αμείλικτη στάση, έναντι της φαινομενικά αδιάφορης απέναντί του, Σοφίας. 256 Α.Τερζάκης, Η Μενεξεδένια Πολιτεία, ο. π. , σ. 22. 114 Η οικογένεια του Μ. Μαλβή έχει προβλήματα που ξεκινούν από την εποχή που τον εγκατέλειψε η κατά πολύ νεώτερή του σύζυγος, Όλγα, αφήνοντά του τα δύο μικρά παιδιά τους τον Ορέστη και τη Σοφία. Οι φιλοδοξίες του Ορέστη Μαλβή είναι εκείνες ενός νέου των είκοσι-δύο χρόνων που τελειώνει τη Νομική Σχολή. Φανερά υπεροπτικός θεωρεί τη Σοφία μικροαστή και τον πατέρα του αποτυχημένο σε όλους τους τομείς. Τρέφει επιπλέον άσβεστο μίσος εναντίον του πατέρα του, που πηγάζει από την πεποίθησή του, ότι ετούτος είναι ο υπαίτιος για τη φυγή της νέας τότε και όμορφης μητέρας του, Όλγας. Η περιγραφή των ιδεών και των πεποιθήσεων του Ορέστη Μαλβή αντικατοπτρίζουν προφανώς εκείνες που επικρατούσαν στην Αθήνα της νεότητας του Τερζάκη: «Από την πνευματική εποχή, την ομορφιά, την αρετή, είτανε κάτι που τον σκλάβωνε ακόμα περισσότερο…. Κι αυτό το ακαθόριστο, το διάχυτα ευγενικό και μαζί θρασύ, τόλεγε ‘αέρα του κόσμου’»257. Αναμφίβολα η αλαζονεία του Ορέστη, του νέου που δε χωρά στα όρια της οικογένειας, δεν είναι ένα επιφανειακό πρόβλημα που εξαρτάται από το νεαρό της ηλικίας του. Πολλοί είναι οι νέοι που όταν δεν αποδέχονται κάποια κατάσταση, ώστε να συμμαχήσουν μαζί της, επαναστατούν. Ετούτο, ως φαινόμενο, δεν αποτελεί κάτι περαστικό το οποίο ξεπερνιέται εύκολα. Εφόσον λοιπόν δεν παρέρχεται με την πάροδο των χρόνων, λογικά δεν έχει σχέση με την ηλικία. Τελικά η αλαζονεία που οδηγεί σε αρνητικά αποτελέσματα, αποτελεί πρόβλημα που αφορά πολλούς νέους, άσχετα με τις εποχές. Ο Μ. Μαλβής ζει αποκλεισμένος στον διπλό πόνο του, και από αξιοπρέπεια μάλλον, δεν το ομολογεί πουθενά και σε κανέναν. Η ευαίσθητη ωστόσο Σοφία, που έχει μεγαλώσει και ωριμάσει πρόωρα μαρτυρώντας τον Γολγοθά του Μαλβή, γνωρίζει καλά τι σημαίνει για τον πατέρα της να μεγαλώσει δύο παιδιά ολομόναχος. Αγαπά και σέβεται τον πατέρα της και αντιλαμβάνεται πολύ καλά το δράμα του. Η γλυκιά και περήφανη φύση του Μαλβή κουρελιάζεται μπροστά στην περιφρόνηση του μοναχογιού του. Τον βλέπει που όλο και 257 Α. Τερζάκης, Η Μενεξεδένια Πολιτεία, ο. π., σ. 25. 115 απομακρύνεται από κοντά του. Ο Ορέστης έχει άλλες ιδέες. Σιχαίνεται τη μεσαία αστική τάξη στην οποία ανήκει ο Μαλβής και η αγράμματη, η αμόρφωτη αδερφή του, Σοφία258. Η Αθήνα που εξελίσσεται ήδη σε μεγαλούπολη, κρύβει πολλά μυστικά. Ίσως ο τρόπος ζωής σε ετούτη την πολιτεία είναι βάλσαμο για την παιδεμένη, ανήσυχη και φιλόδοξη ψυχή του Ορέστη. «Είναι μια ξάστερη νύχτα… τ’ άστρα … τα σβήνει με τα φώτα της η πολιτεία… μια άχνη κιτρινωπή… ζώνει το στερέωμα σφιχτά… στο κέντρο, σα να πηδάει ψηλότερα και πάει να διαλύσει το μυστήριο του ουρανού. Κι είναι ο σάλαγος μιας μακρινής και ακόλαστης ειδωλολατρικής γιορτής, Βακχικός θρίαμβος αφιερωμένος σ’ ακόρεστη θεότητα» 259. Ο Ορέστης είχε από μόνος του αποφασίσει την καταδίκη του πατέρα του, ως ενόχου για τη φυγή της μητέρας του Όλγας. Η ορφάνια του αφενός και το λάθος της στρυφνής γεροντοκόρης θείας του (αδελφής του πατέρα του) από την άλλη, να αφανίσει κάθε ίχνος της μητέρας του από το σπιτικό τους, άνοιξαν βαθύτατη ρωγμή ανάμεσα σε αυτόν και στον πατέρα του. Στην κρίσιμη ηλικία των τεσσάρων του χρόνων ο Ορέστης ένιωσε την απουσία της μητέρας του πιθανόν περισσότερο από κάθε άλλον μέσα στην οικογένεια Μαλβή. Ο πατέρας του δεν του μίλησε ποτέ για την μητέρα του, είτε από αδυναμία απέναντί του, είτε γιατί δεν ήθελε να ανοίξει ένα κεφάλαιο που είχε κλείσει οριστικά γι’ αυτόν και που τον πλήγωνε. Η κατάσταση ετούτη δεν ήταν δυνατόν να απαλύνει τον πόνο της απουσίας της μητέρας από τον Ορέστη. Απεναντίας μεγάλωνε και φούντωνε για να εξελιχθεί σταθερά σε μίσος για τον πατέρα του, που θεωρεί αδύνατο και ανίκανο να κρατήσει κοντά του τη νέα, όμορφη και αρχοντική γυναίκα, που ήταν η μητέρα του, Όλγα. Η περιγραφή της θείας του Ορέστη, αδελφής του Μαλβή, αποκαλύπτει μία μνησίκακη γεροντοκόρη, που χαίρεται με την δυστυχία του αδελφού της, καθώς τον θεωρεί υπεύθυνο που έμεινε ανύπαντρη γιατί είχε παντρευτεί πρώτος, εκείνος. Παρούσα στο καθημερινό μαρτύριο της 258 Α. Τερζάκης, Η Μενεξεδένια Πολιτεία, ο. π. , σ. 27. 259 Αυτόθι, σ. 28. 116 οικογενείας Μαλβή, αντλεί την εκδίκησή της με την παρουσία της μέσα σε εκείνο το ρημαγμένο σπιτικό παριστάνοντας ταυτόχρονα την ηρωίδα. Ο Μαλβής είχε έρθει στην Αθήνα σε ηλικία μόλις δεκαοκτώ ετών. Η Αθήνα, η πόλη του φωτός, του είχε δώσει την αίσθηση ότι είχε έρθει από άλλον πλανήτη. Πρόκειται για την ιστορική Αθήνα του 1892., τότε που «…ο Καλλίνσκης πήγε στον Ντελιγιάννη, σταλμένος από το Παλάτι και του είπε να παραιτηθεί.» Πριν ακόμα πατήσει καλά το πόδι του στην Αθήνα ο Μαλβής βρίσκεται ενώπιον μίας οξείας πολιτικής κατάστασης, όπου οι πολιτικές παρατάξεις διακρίνονται και οι εφημερίδες τάσσονται με διάφορες πλευρές: Το Άστυ, ή Η Πρωΐα260, υποστηρίζουν τον Ντεληγιάννη. Ο Αμαξάς που τον μεταφέρει στον προορισμό του τον ενημερώνει για την κλήση του Τρικούπη να σχηματίσει Κυβέρνηση. Ενόσω βρίσκεται στο αμάξι που τον μεταφέρει βλέπει ένα μπουλούκι διαμαρτυρόμενων διαδηλωτών, που αρχηγός τους είναι ο ‘Τσελεπίτσαρης’ σύμφωνα με τον αμαξά. Στη συνέχεια περνούν από το ‘Πανεπιστήμιο’. Ο Τερζάκης δε χάνει την ευκαιρία να μιλήσει για τα θαύματα της Αθήνας του 1892. Είναι το κέντρο του Ελληνισμού, όπου κατέληγαν όλοι εκείνοι οι οποίοι φιλοδοξούσαν να κατακτήσουν τον ‘Κόσμο’. Για τον νεαρό ήρωά του, Μαλβή, η Αθήνα υπήρξε το βεληνεκές της φιλοδοξίας του. Όλα όσα είχε ακούσει υποδαύλιζαν στην φαντασία του την έκστασή του και την επιθυμία του. Τι άλλο θα μπορούσε να επιθυμήσει σαν νέος με προοπτικές, αν όχι την επιτυχία, τη δόξα και τον πλούτο! Αυτό που απέμενε να κάνει ήταν το ακόλουθο: «…παίρνεις τη βαθειάν ανάσα σου μπροστά στον ίλιγγο. Έπειτα ορμάς…»261 Τόσα του είχανε πει τα βιβλία και τόσα άλλα είχε ακούσει. Αρκεί να εργαζόταν, ν’ αγωνιζόταν με πάθος και η επιτυχία θα ερχόταν και γι’ αυτόν στην μαγική πόλη της Αθήνας. Ωστόσο τα πράγματα δεν ήταν ούτε τόσο απλά και εύκολα, όπως τα επιθυμεί η καρδιά ούτε όπως τα όνειρα το ελπίζουν ή οι πεποιθήσεις πιστεύουν. Η Αθήνα δεν ήταν η ονειρεμένη φιλόξενη πολιτεία για τον φοιτητή από την επαρχία, που είχε ορφανέψει και είχε δύο αδελφές. 260 Α.Τερζάκης, Η Μενεξεδένια Πολιτεία, ο. π. , σ. 34. 261 Αυτόθι, σ. 35. 117 Άλλωστε όταν ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο αρχίζει ένας νέος αγώνας για τον νεαρό απόφοιτο. Τα πράγματα στην πρωτεύουσα δεν είναι εύκολα. Οι εποχές είναι κρίσιμες. Κυβερνητική Κρίσι το 1892, Χρεωκοπία επί Τρικούπη το 1893, και ύστερα ο μάταιος πόλεμος του 1897. Μέσα σε ετούτη τη χαώδη κατάσταση ο Μαλβής προσπαθεί α ορθοποδήσει. Θα έλεγε κανείς ότι τελικά υπήρξε πολύ τυχερός καθώς κληρονομά το γραφείο του γέροντα συναδέλφου του. Όμως όχι. Εξακολουθεί να βρίσκεται σε δύσκολη θέση καθώς δεν διαθέτει την ενεργητικότητα, δεν έχει την τύχη μαζί του ούτε τις κατάλληλες γνωριμίες για να πετύχει. Ούτε έχει χρήμα να βγει εκτός Ελλάδας για μετεκπαίδευση στον κλάδο του, όπως έκαναν πολλοί συνάδελφοί του. Κάποιοι βέβαια το κατόρθωναν με μία τρανταχτή προίκα. Τον Αύγουστο του 1911 συναντά την μέλλουσα τότε, σύζυγό του, Όλγα Βέλμερη. Στα τριανταεπτά του χρόνια δεν είχε κατορθώσει να επιτύχει στον κλάδο του και δεν είχε αποκτήσει τη δική του οικογένεια. Ο αγνώστου προέλευσης, Βέλμερης, ήταν ένας μικροαπατεώνας από το εξωτερικό. Όταν συναντά τον άπειρο μικρο-δικηγόρο Μαλβή, με επιτήδειο τρόπο δηλώνει ότι γνωρίζει τη θέση του, και τον εμπλέκει σε μία ύποπτη υπόθεση η οποία αποδεικνύεται αβάσιμη και ανεπιτυχής. Ο Μαλβής που εξακολουθεί να είναι αφελής γοητεύεται από τις μεγαλόπνοες ιστορίες του Βέλμερη και αφήνεται να παρασυρθεί σε μία πλεκτάνη που καταλήγει στον προσχεδιασμένο από τον Βέλμερη γάμο του, με την κατά πολύ νεώτερη του Μαλβή, θυγατέρα του Όλγα. Η Όλγα που ‘αγαπούσε τη δόξα’262, θάμπωσε κυριολεκτικά τον Μαλβή. Η νεαρή γυναίκα ασκούσε μία δύναμη απάνω του, που τον τάραζε. Τον τύφλωνε η γοητεία της. Τα μεγάλα ονόματα, τα σπουδαία σόγια ήταν καινούργια πράγματα για τον ασήμαντο Μαλβή. Είχε συναρπαστεί από ετούτον τον γάμο, και ίσως και υποσυνείδητα ήλπιζε πολλά. Και ο συγγραφέας εκ πείρας παραθέτει την περαιτέρω σημαντική δήλωση: 262 Α. Τερζάκης, Η Μενεξεδένια Πολιτεία, ο. π., σ. 44. 118 «Η πείρα των άλλων μας ωφελεί ενόσω είμαστε αμέτοχοι, δηλαδή ενόσω δεν την χρειαζόμαστε· όταν σημάνει και για μας ο συναγερμός, η ανακάλυψη του κόσμου θ’ αρχίσει από ξαναρχής…»263 Η ζωή και κυρίως η ζωή του με την Όλγα Βέλμερη υπήρξε αποκαλυπτικά σκληρή. Η κερδοσκοπική νέα γυναίκα, δεν έτρεφε ούτε υποψία αγάπης για τον Μαλβή, που είχε γνωρίσει και ζήσει το αίσθημα, στα βιβλία που είχε διαβάσει. Ούτε καν συμπάθεια που μπήκε στη διαδικασία του γάμου παρασυρόμενος από τον Βέλμερη και προφανώς εν γνώσει της. Η Όλγα τον έσπρωξε ώστε να μισήσει τον εαυτό του για την ανικανότητά του να κατακτήσει ετούτη την εξαίσια κατά τη γνώμη του γυναίκα, που είχε μεν γίνει δική του όχι όμως και αισθηματικά. Η διαφορά των 19 χρόνων ανάμεσά τους ήταν πιθανόν ένα επίσης σοβαρός παράγοντας για την απόσταση ανάμεσά τους. Ο χρόνος που πέρναγε αποκάλυπτε αφενός την έλλειψη μόρφωσης στην Όλγα και αφετέρου την απάτη της πρόφασης, ότι ανήκε δήθεν σε υψηλή κοινωνικά οικογένεια. Ο απατεώνας πατέρας της αφού είχε εξανεμίσει την περιουσία την μητρική περιουσία, και με την πλεκτάνη τουκατόρθωσε να αποκαταστήσει τη θυγατέρα του με τον ασήμαντο δικηγόρο Μαλβή. Η αδυναμία του Μαλβή να επιβληθεί στο ατίθασο πλάσμα που ήταν η Όλγα, αποκαλύφθηκε όταν της επέτρεψε να κυκλοφορεί με τον ‘εξάδερφο’ από την Αίγυπτο, ενώ αυτός παρακολουθούσε σαν άσχετος παρατηρητής, την κατά τα άλλα, σικ περιπέτειά της, σύμφωνα με την κοσμική μόδα της εποχής στην Αθήνα.Είχε πιστέψει πως αν δεν της επέτρεπε τις εξόδους της, θα την έχανε. Τελικά ο ανάρμοστος ετούτος γάμος τερματίστηκε όταν η Όλγα Βέλμερη ύστερα από έξι χρόνια συζυγικής ζωής, εξαφανίζεται από τη ζωή του, αφήνοντάς σου τα δύο νήπια παιδιά τους, τον Ορέστη και τη Σοφία. Ο ανεπανόρθωτα ρομαντικός επαρχιώτης Μαλβής πληγώνεται ανεπανόρθωτα. Ο μικρός Ορέστης είναι η ενσάρκωση της Όλγας και η Σοφία μοιάζει του Μαλβή. Στις στιγμές της μοναξιάς του ο άνδρας Μαλβής, θυμάται το θλιβερό παρελθόν, το δικό του δράμα και το δράμα των παιδιών του, τη σκληρή 263 Α. Τερζάκης, Η Μενεξεδένια Πολιτεία, ο.π., σ. 45. 119 συμπεριφορά του Ορέστη, και την εξέλιξη προς το χειρότερο της άλλοτε διακριτικής πολιτείας της Αθήνας. Ανακαλύπτει ξαφνικά ότι ετούτη η πόλη τον φοβίζει τώρα πια. Τον τρομάζουν τα συναισθήματά του, τα παιδιά του τον πονούνε και η μνήμη στης σκληρής Όλγας Βέλμερη, τον καίει. «Κυττάζει απορώντας, φοβισμένος κι αφουγκράζεται την απέραντη βουή. Σαν να γρυλλίζει σε γλώσσα ξένη επικλήσεις, αξεδιάλυτες, συμβολικές κι αυτός δεν ξέρει αν είναι ξόρκια ευτυχίας ή θανάτου. Τρομάζει…»264 περιγράφει ο Τερζάκης τα συναισθήματα του τραγικού Μαλβή με αδρές εκφράσεις. Όπως ο Ορέστης ο Μαλβής διαπιστώνει ότι η πλανεύτρα Αθήνα, κρύβει χαρές ή λύπες, σε φτιάχνει ή σε τσακίζει. Για πρώτη φορά θεωρεί την μαγεύτρα πολιτεία, υπεύθυνη για τη φυγή της Όλγας. «-Αυτή μου την πήρε…» αναλογίζεται ο αδύνατος άνδρας Μαλβής. Το ερώτημα που αίρεται εδώ είναι, αν η στάση του Μαλβή ενάντια στους άλλους ή σε όλα όσα τον περιτριγυρίζουν, είναι απόλυτα σωστή. Καταλογίζει ευθύνες στην Όλγα, αλλά ο ίδιος δεν έκανε προφανώς τις κατάλληλες κινήσεις πριν, και φυσικά και μετά από το γάμο του. Πώς ένας γάμος μπορεί να είναι σωστός, όταν απουσιάζουν οι σωστές υποδομές για την επιτυχία του: η σωστή γνωριμία, η γνώση του βίου των ατόμων, το σοβαρό και υπεύθυνο συναίσθημα, η θέληση της επιτυχίας του και οι οικονομικές παράμετροι, ως βάση εφαλτήριο για την ομαλή εξέλιξή του σε βάθος χρόνου. Οι συνθήκες υπό τις οποίες ο Μαλβής δέχτηκε ετούτο τον γάμο δεν είχαν καμία σχέση με τα βασικά τουλάχιστον κριτήρια. Υπήρξε εγκληματικά αφελής, ευκολόπιστος με τον άγνωστο άνδρα Βέλμερη, άπειρος με τις γυναίκες, αφού παρέβλεπε τον κυνισμό της Όλγας, και καθώς ήταν αδαής και άσχετος έκλεινε μάτια και αυτιά στις ιστορίες του πατέρα και της θυγατέρας Βέλμερη. Επιπλέον πρόδωσε την ίδια την επιστήμη του τελικά αφού ως νομικός δεν φρόντισε καν να εξακριβώσει ονόματα και γεγονότα σε όλη ετούτη την θλιβερή ιστορία. Τέλος ούτε ο όποιος ορθολογισμός θα μπορούσε να συμβιβαστεί με την διαφορά 264 Α. Τερζάκης, Η Μενεξεδένια Πολιτεία, ο. π., σ. 54. 120 ηλικίας ανάμεσά τους. Ο νοικοκύρης που ξέρει να διαχειρίζεται το σπιτικό του, δεν θα επέτρεπε στην σύζυγό του η οποία ήταν επιπόλαια, συν τοις άλλοις και λόγω ηλικίας, να βγαίνει έξω με έναν ξένο άντρα ασχέτου τίτλου. Ο επιπόλαιος Μαλβής επέτρεψε να χτιστεί μία οικογένεια πάνω σε κινήσεις ή αποφάσεις, που στόχο είχαν μόνο πώς να κρατήσει τη γυναίκα του κοντά του. Ουσιαστικά δεν σκέφτηκε ούτε αυτά τα παιδιά του. Η ανάγκη που παραλογίζει, είναι μόνο κακός σύντροφος! Ο Ορέστης ίσως δεν του συγχώρεσε ποτέ την ευαισθησία, την αδυναμία του να φερθεί σαν άντρας όταν και όπου χρειαζόταν και εναντίον των συμφορών που χτύπησαν την μικρή του οικογένεια. Η κοινωνική πλευρά του Μαλβή, είναι περιορισμένη. Ως μη επιτυχής δικηγόρος περιορίστηκε σε απλά άτομα που τον αποδέχονταν γι’ αυτό που ήταν. Η παρέα του Μαλβή συγκεντρώνεται κάθε Πέμπτη απόγευμα στο σπίτι του. Πρόκειται για το ζεύγος Μαντουλά που είναι ο γαμπρός του και η χαιρέκακη αδερφή του Ευτέρπη, οι απέναντί τους δύο γριές με την αναιμική κοπέλα και το ζεύγος Ποντικενά. Η Σοφία Μαλβή, που είναι μία τέλεια νοικοκυρά, ετοιμάζει γι’ αυτή την ημέρα, εύγεστες εκπλήξεις. Οι συγκαθήμενοι παίζουν ακόμη χαρτιά. Ο συγγραφέας περιγράφει αυτούς τους απλούς ανθρώπους τονίζοντας χαρακτηριστικά και εν συντομία τα προτερήματα ή τα ελαττώματά τους. Η Ευτέρπη μία από τις δύο αδελφές του Μαλβή, είναι ένας χαιρέκακος άνθρωπος. Δεν έχει να πει πολλά για τον αδελφό της και ακόμη λιγότερα και για τα παιδιά του, τα οποία χαρακτηρίζει ως «κακοαναθρεμμένα». Ο Ποντικενάς, ένας απλός και ενεπιτήδειος άνθρωπος, τρέφει φιλικά αισθήματα για τον Μαλβή και την θυγατέρα του, Σοφία. Η σύζυγός του περιγράφεται ως τύπος ρηχός: «…νεάζοντας πάντα και μυρωμένη…»265, γράφει. Με διάλογο και επεξηγήσεις ο συγγραφέας παρουσιάζει τις συμπάθειες ή τις αντιπάθειες της ομήγυρης στο τραπέζι του Μαλβή. Ο οικοδεσπότης προσποιείται για το χρόνο που έχει στη διάθεσή του. Προσπαθεί να δώσει την εντύπωση ότι είναι απορροφημένος από την ενασχόλησή του 265 Α.Τερζάκης, Η Μενεξεδένια Πολιτεία, ο. π., σ. 55. 121 με τις νομικές υποθέσεις που έχει αναλάβει ώστε να μην αντιλαμβάνεται ακόμη και αυτή την άφιξή τους266. Ο Μαντουλάς σε ετούτη την επίσκεψή του, ζητά από τον Μαλβή να προσλάβει στο γραφείο του το γιο εκλιπόντος φίλου του. Ο τρόπος με τον οποίο το θέτει και τα υπονοούμενα ως προς τις ικανότητές του, του δικηγόρου, δεν είναι κολακευτικές, γεγονός που επιτρέπει τον χαρακτηρισμό του ως αδιάκριτου, αυθάδη και συχνά ειρωνικού τύπου. Είναι φανερό ότι ο Μαντουλάς δεν τρέφει τον ελάχιστο σεβασμό προς τον οικοδεσπότη Μαλβή και παρά το γεγονός ότι κάθεται στο τραπέζι του για να φάει και να πιει. Ο νεαρός δικηγόρος βρίσκεται σε αδιέξοδο όταν η θέση που είχε στο Δημαρχείο χάνεται με την αλλαγή του κόμματος. «Πάω κι εγώ, πάω κι εγώ…»267 μονολογεί και τα λόγια του αποκαλύπτουν τον φόβο και τον πανικό της ανεργίας την οποία πρόκειται να αντιμετωπίσει. Ο τριαντάχρονος εγείρει την αγανάκτηση της χήρας μητέρας του με την μοιρολατρία του. Ο Μαρούκης όμως είναι ένα από τα χιλιάδες άτομα – θύματα του ελληνικού κοινωνικού κατεστημένου. Είναι αποκαρδιωτικό και ταυτόχρονα απαράδεκτο, ένας νέος κάτοχος του διπλώματος της Νομικής, που κατέχεται επιπλέον από έμφυτο ζήλο να επιτύχει και να σταδιοδρομήσει στην επιστήμη του, να εξαρτάται από κοινωνικούς ή πολιτικούς παράγοντες, για την διατήρησή του με εργασία ταπεινών συνθηκών. Ο Γ.Μαρούκης είναι γενικότερα άτυχος καθώς και η συναισθηματική του ζωή δεν είναι καλύτερη από την επαγγελματική του. Υπάρχει βέβαια μία ξανθή νέα, με γαλανά μάτια που έχει τραβήξει την προσοχή του και μάλλον έχει κλέψει το ενδιαφέρον του εφόσον η σκέψη της τον απασχολεί επίμονα. Είναι η περίοδος που μνημονεύονται και δοξάζονται τα Πάθη του Χριστού, η Μεγάλη Εβδομάδα, για τον Μαρούκη ωστόσο, δε σημαίνει κάτι το ιδιαίτερο ή το σημαντικό. Δε ενδιαφέρεται να συμμετέχει σε ετούτες τις γιορτές. Πώς όμως να τις αποφύγει; Στο σπίτι του η μητέρα 266 Α.Τερζάκης, Η Μενεξεδένια Πολιτεία, ο.π., σσ. 55-57. 267 Αυτόθι, σ. 67. 122 του κάνει ετοιμασίες και στο δρόμο παντού «στον αέρα και στο αίμα του… Βγαίνει και τριγυρίζει, θαμμένος, άνεργο…»268. Η Αθήνα της Μ. Εβδομάδας επιδεινώνει το μαρτύριό του καθώς δεν τρέφει ελπίδες για τη δική του, μελλοντική ανάσταση: την προκοπή του στην Αθήνα. Τα βήματά του τον φέρνουν στη γειτονιά της ελπίδας, στο καφενεδάκι. Αισθάνεται ντροπιασμένος. Η Ακρόπολη, το ανεπανάληπτο μνημείο της βαριάς ελληνικής κληρονομιάς, που ορίζει από ψηλά τα καλά ή τα άσχημα, τη φτώχεια η τα πλούτη της Αθήνας, δεσπόζει επ’ αυτής. «Στο πλευρό της Ακρόπολης μες από δύστυχα σπιτάκια, πολύπλοκα, πολύχρωμα και να μορφάζουν τον ταπεινά μορφασμό της φτώχιας»269 Κι όμως ετούτα τα σπιτάκια συναρπάζουν τον ρομαντικό περιηγητή, καθώς δεν γνωρίζει τι κρύβουν. Κοιτάζει την Αθήνα «απλωμένη ανάερα, απέραντη και άσπρη, μέσα σε χνώτο χρυσαφί να τεντώνεται με χάρη νωχελική, νεαρής εταίρας.»270 Την αγαπά την Αθήνα, τη θεωρεί αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού του. «… η Αθήνα … Δεν ξεχνιέται καρδούλα μου, δεν ξεχνιέται…» θα θυμηθεί τη μαντιλοδεμένη γριούλα στο τραίνο να λέει κοιτάζοντας την πόλη που άφηνε πίσω της. Στη σκέψη ότι κάποτε πιθανόν, λόγω των επαγγελματικών του υποχρεώσεων, θα πρέπει να αφήσει ετούτη την πόλη, αισθάνεται ότι «… η ορφάνια θ’ ανέβει στην ψυχή του και θα την πνίξει. Κάτι θα ραΐσει τότε μέσα του κι έπειτα θα είναι αθεράπευτο σ’ όλη τη ζωή του». Είναι δυνατόν ένας να θυσιάσει τα όνειρά του για να μην αποχωριστεί αυτή την πολιτεία; Πολλοί έχουν εκφραστεί παρόμοια παρά το γεγονός ότι είναι φτιαγμένη από τους ανθρώπους της, το μείγμα των κατοίκων της που αποτελείται από πρωτευουσιάνους και επαρχιώτες. Μεγάλη Παρασκευή, Ημέρα των Επιταφίων και ο Μαρούκης αγανακτεί με τη στάση των συνεορταζόντων. Η θλιβερή ημέρα για τους θρήσκους, για τους άλλους είναι ημέρα που θα βγούν, θα τους δουν και δούνε, θα ξεσκάσουν ξεφεύγοντας από την καθημερινότητα και τη ρουτίνα της, θα κάνουν κάτι διαφορετικό. Τέτοιος είναι ο ρυθμός της ζωής. Γεμάτος 268Α. Τερζάκης, Η Μενεξεδένια Πολιτεία, ο. π., σ. 71. 269 Αυτόθι, σ. 71. 270 Αυτόθι, σ. 71. 123 αντιθέσεις μέσα στη ρουτίνα του. «Το να ζητάς σκοπό, αυτό είναι η ανοησία»271 σκέφτεται ο νέος και το μυαλό του ταξιδεύει στην ολομόναχη μητέρα του και αισθάνεται τύψεις. Μέσα στην ανεμοδούρα των σκέψεών του, παρουσιάζεται μπροστά του, ολοζώντανο, το ξανθό κορίτσι. Μάταια όμως προσπαθεί να αποσπάσει την προσοχή της. Είναι κατανοητή η έκπληξη του Μαρούκη όταν πηγαίνοντας στο γραφείο του Μαλβή διαπιστώνει ότι το ξανθό κορίτσι που έχει κατακτήσει τη σκέψη του, είναι θυγατέρα του γηραιού δικηγόρου, Μαλβή. Αισθάνεται ότι έκανε λάθος στις σκέψεις του. Τη βρίσκει «…πολύ μικρή γι΄αυτόν. Ασήμαντη». Παραμερίζοντας τις σκέψεις του προσαρμόζεται στο γραφείο του Μαλβή, προωθεί τις υποθέσεις που μάταια θα έλεγε κανείς, περίμεναν να αφυπνιστούν στα χέρια του Μαλβή. Ο νεαρός δικηγόρος εισχωρεί στη ζωή του Μαλβή ως βοηθός του, κατά τον Μαλβή όμως θεωρείται μέλος «του σπιτιού». Η Αγγελική, που εμφανίζεται στο προσκήνιο ως φίλη της Σοφίας, είναι μία δυστυχισμένη νέα, που προσπαθεί να κάνει τη ζωή της ανεκτική, με μικροχαρές. Η προστατευτική της συμπεριφορά έναντι της Σοφίας, αποκαλύπτει ότι την αγαπά. Ο Μαρούκης από την άλλη πλευρά, δεν καλοβλέπει τη σχέση των δύο νέων γυναικών, επειδή θεωρεί την Αγγελική παραστρατημένη. «Πού ξέρεις;… Αθήνα τη λέν’ αυτή… Ξέρεις τι γίνεται;… »272 Ο Μαρούκης γνωρίζει τι θέλει, έχει καθαρή αντίληψη για ορισμένα θέματα και κάποια από τα πιστεύω του έρχονται σε σύγκρουση με το ποιόν, μέρους της κοινωνίας της μεγαλούπολης. Ο χρόνος που περνά στο γραφείο του Μαλβή είναι χρόνος κατανόησης μίας ακόμη πλευράς της αθηναϊκής κοινωνίας: «πελάτες κακοπληρωτήδες, δικαστές μεροληπτικοί, συνάδελφοι δολεροί κι αναξιόπιστοι.»273 Ετούτο το είδος της κοινωνίας τον αποκαρδιώνει. Είναι αδύναμος και έχει ανάγκη από δουλειά. Στο γραφείο του Μαλβή δε λύνεται το πρόβλημά του. Η πολύμορφη Αθήνα παρουσιάζεται ευνοϊκή 271 Α. Τερζάκης, Η Μενεξεδένια Πολιτεία, ο. π., σ. 75. 272 Αυτόθι, σ. 97. 273 Αυτόθι, σ. 101. 124 προς τους δυνατούς! Το γραφείο του Μαλβή βουλιάζει. Η απαιτητική ζωή της Αθήνας εμποδίζει τους βιοπαλαιστές να αναπνεύσουν. Η οικογένεια δυσκολεύεται ως προς τη συντήρησή της. Μέρος των κατοίκων της Αθήνας δεν δείχνουν κατανόηση ή καλοσύνη. Ο Μαρούκης αφυπνίζεται αργά και σταθερά μέσα σε ετούτο το κοινωνικό περιβάλλον. Ακόμα και ο αντιπαθητικό Χεντρίτης, φίλος του Ορέστη μαλβή αφυπνίζει το κοιμισμένο για τη Σοφία συναίσθημα του για τη Σοφία. Η νέα που αντιμετωπίζει τον Χεντρίτη, καταφεύγει στον Γιάννη Μαρούκη και του εμπιστεύεται τους φόβους της. Εκείνος αντιλαμβάνεται ότι αν χαθεί ο αγαπημ

Για ποιον γιορτάζουν οι καμπάνες…

Για ποιον γιορτάζουν οι καμπάνες… Σύδνεϋ, 19/12/’16  ©Πιπίνα Έλλη (Pipina D. Elles) *********** Η Ελευθερία έδειξε το εν απορία πρόσωπό της! Τόσον καιρό… περίμενε κανείς δεν την καλούσε! Η Αρμονία την κοίταξε αδιάφορα σ’ ολόλευκο πέπλο, τυλιγμένη. Αιθεροβάμων, είχε επαναπαυθεί στις δάφνες της! Και η  πολυπόθητη Ειρήνη ύψωσε τ’ ανάστημά της κουρασμένη και κοίταξε ένα γύρω! … Συνεχίστε νὰ διαβάζετε Για ποιον γιορτάζουν οι καμπάνες…

Σπίτια, σπιτάκια… άνθρωποι…

Σπίτια σπιτάκια... άνθρωποι... Τα Ιωάννινα της δεκαετίας του ’50 και πλέον (απόσπασμα) copyright:  Πιπίνα Δ. Έλλη (Pipina D. Elles)             Πάντα μ’ εντυπωσίαζαν τα σπίτια -ως προς την  εξωτερική τους ή την εσωτερική τους εικόνα- κυρίως όμως οι άνθρωποι που ζούσαν σ’ αυτά, ιδιοκτήτες ή ενοικιαστές, άσχετου φύλου βέβαια.             Όταν ήμουν μικρή πρόσεχα τον … Συνεχίστε νὰ διαβάζετε Σπίτια, σπιτάκια… άνθρωποι…