ΠΙΠΙΝΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΕΛΛΗ ΟΙ ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ ΠΑΙΔΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΣΥΔΝΕΥ 1998 Έκδοση: από την Πιπίνα Δέσποινα Έλλη Copyright: Pipina Despina Elles SYDNEY 1998 ISBN: 0 9586054 3 2 Στα παιδιά μου με αγάπη ΟΙ ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ 1. Ο Μάρκος συναντά μια πυγολαμπίδα Σουρούπωνε. Βιαστική η μεγάλη φωτεινή πυγολαμπίδα, τρύπωσε στο άνοιγμα της σπηλιάς και χάθηκε από τα μάτια του Μάρκου, που έτρεχε επίμονα ξωπίσω της ως τη στιγμή εκείνη, προσπαθώντας να την πιάσει. Σταμάτησε για μια στιγμή απογοητευμένος μπροστά στην άγνωστη σπηλιά. “Μα από πού ξεφύτρωσε αυτή η σπηλιά μπροστά μου;” Αναρωτήθηκε μοναχός του. Δεν την ήξερε. Ίσως πάλι, δεν έτυχε να την προσέξει όλες τις άλλες φορές, στις εξερευνήσεις του στο δάσος. “Πω, Πω!.. Θα έχω προχωρήσει στο δάσος βαθύτερα απ’ ότι συνήθως!..”, σκέφτηκε ξανά με κάποια ανησυχία. Δεν κάθησε ωστόσο να λεπτολογήσει, γιατί έβλεπε το σκοτάδι να πυκνώνει γύρω του. Έτρεξε λοιπόν προς τα πίσω, για να προλάβει να βγει από το δάσος πριν νυχτώσει για τα καλά. Έτσι γρήγορα που έτρεχε νόμιζε ότι θα έσπαζεη καρδιά του. Δεν τολμούσε να κυττάξει πουθενά αλλού, παρά μόνο μπροστά του. Δεν άργησε έτσι να βγει στο ξέφωτο κι από εκεί με μιαν αναπνοή, έτρεξε στο σπίτι του. Είχε βραδυάσει για τα καλά, όταν άνοιξε πολύ προσεχτικά, κι όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, την πίσω πόρτα του σπιτιού, που έμπαζε στην κουζίνα. Σταμάτησε μια στιγμή στο κατώφλι της λαχανιασμένος, βαρυανασαίνοντας κυριολεκτικά από το τρέξιμο, την ενοχή και την αγωνία. Κύτταξε ζαλισμένος. Η γιαγιά του, η κυρά Ποινιώ, καθόταν εκεί στο μεγάλο τραπέζι με μιά κούπα μπροστά της. Φαινόταν πολύ ταραγμένη, τόσο πια η καημένη, που δεν είχε καταλάβει το Μάρκο που στεκόταν εκεί, στο κατώφλι της πόρτας στεναχωρημένος και την παρακολουθούσε διστακτικά. Η γιαγιά του, που κούναγε το κεφάλι της και σιγομουρμούριζε, κάποια στιγμή σηκώνοντας τα μάτια της και κυττώντας ψηλά, σταυροκοπήθηκε. Ο Μάρκος, νιώθοντας τώρα πολύ ένοχος για την φανερή ανησυχία της γιαγιάς του, προχώρησε δειλά προς το μέρος της λέγοντας: -Γιαγιά… ήρθα!.. Τότε μόνο, πρόσεξε η καημένη η γιαγιά Ποινιώ τον εγγονό της. Σηκώθηκε και με λαχτάρα έτρεξε προς το μέρος του. Τον έσφιξε στην αγκαλιά της, λέγοντας γεμάτη χαρά: -Αχ παιδάκι μου, πόσο με τρόμαξες!.. Ήρθες… Δόξα στο Θεό, είσαι καλά!.. -Συγγνώμη γιαγιά!.. Ξέρεις, αλήθεια δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω. Να… ξεχάστηκα!… είπε ο Μάρκος στεναχωρημένος. -Μα πού ήσουν λοιπόν; τον μάλωσε χαιδευτικά αυτή. Ο Μάρκος δεν απάντησε αμέσως και η καλή του γιαγιά Ποινιώ, συνέχισε με κάποιο παράπονο. -Πού ήσουν λοιπόν παιδί πράγμα; Δεν είπαμε τόσες φορές Μάρκο μου, πως το σκοτάδι είναι κακός σύμβουλος για τα παιδιά; Κι ούτε καν που με ρώτησες! Μήπως πήγες πάλι στο δάσος; Ο Μάρκος χαμήλωσε το κεφάλι ντροπιασμένος. Είπε πολύ σιγά. -Δηλαδή… ναι… Ξέρεις πώς είναι αυτά τα πράγματα γιαγιά!.. Πήγα… στο δάσος, αλλά όχι για πολύ, αλήθεια σου λέω. Ήμουν έτοιμος να γυρίσω, όταν ξαφνικά είδα μπροστά μου, μια μεγάαααλη φωτεινή πυγολαμπίδα…. και… καταλαβαίνεις, ήθελα να την πιάσω. Ούτε και που ένιωσα πώς βρέθηκα μακρυά από το ξέφωτο. Στο τέλος όμως, την έχασα… Τι κρίμα!.. Ο Μάρκος δεν ήθελε βέβαια να τρομάξει τη γιαγιά του, λέγοντάς της για τη σπηλιά, όπου τρύπωσε η φωτεινή πυγολαμπίδα που κυνηγούσε, κι εξαφανίστηκε. -Αξίζει παιδάκι μου, να κινδυνεύεις τέτοια ώρα στο δάσος για οτιδήποτε; Δε μας σκέφτεσαι καθόλου τους γονείς σου κι εμένα; -Γιαγιά μου… δε θα το ξανακάνω… αλήθεια σου λέω!.. κατέληξε ο Μάρκος. Έτσι λοιπόν η γιαγιά ησύχασε και ο Μάρκος κάθησε στο τραπέζι μαζί της, για να πιει το βραδυνό του γάλα, μια συνήθεια, που είχε από πολύ μικρός. 2. Ο Μάρκος και ο φίλος του Άλεξ Πέρασαν εβδομάδες από την ημέρα που έγινε το παραπάνω επεισόδιο με το Μάρκο και την πυγολαμπίδα. Ο Μάρκος πήγαινε στο σχολείο, μελετούσε τα μαθήματά του, και βοηθούσε την καλή του τη γιαγιά, όταν μπορούσε κι όσο μπορούσε. Όταν είχε καιρό, έπαιζε με το φίλο του τον ΄Αλεξ πού ήταν συνομήλικός του, συμμαθητής του και γείτονας. Οι δυο τους πήγαιναν στην τελευταία τάξη του Δημοτικού σχολείου και θεωρούσαν πως τώρα πια ήταν μεγάλα παιδιά. Ο πατέρας και η μητέρα του Μάρκου, δούλευαν μακρυά από το χωριό, στην πρωτεύουσα. Η γιαγιά και ο Μάρκος δεν μπορούσαν ακόμη να μείνουν μαζί τους, ώσπου οι γονείς του να συγκέντρωναν αρκετά χρήματα, για να αγοράσουν μια δική τους κατοικία, στην πολιτεία όπου δούλευαν. Στο καταπράσινο χωριό των παππούδων του, η ζωή ήταν πολύ απλή και κόστιζε πολύ λιγότερο από τη ζωή στην πόλη. Ο Μάρκος περνούσε τα παιδικά του χρόνια σε αυτό το καθαρό περιβάλλο, μαθαίνοντας ν’ αγαπά κάθε φυτό και δέντρο που μεγάλωνε στους κήπους, στα χωράφια και στο δάσος. Και μιλώντας για το δάσος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό ήταν «μια ανάσα μακρυά», με άλλα λόγια, πολύ κοντά στο σπίτι της γιαγιάς. Ο Μάρκος εκτός από τον κόσμο του πράσινου, συμπαθούσε επίσης και μάλιστα πάρα πολύ, όλα τα ζωντανά που καλυτέρευαν τη ζωή των ανθρώπων στο χωριό. Θαύμαζε όμως και τα μικρά και μεγάλα, γνωστά κι άγνωστα ζωντανά στο δάσος, όσα δηλαδή είχε ο ίδιος συναντήσει κι εκείνα που τα ήξερε, μόνο από τα βιβλία του. Ένα συνηθισμένο απόγευμα, ύστερα από το σχολείο, επισκέφτηκε τον Μάρκο, ο φίλος του Άλεξ. Η γιαγιά Πoινιώ, είχε φτιάξει εκείνη την ημέρα ένα μοσχομύριστο σταφιδόψωμο. Έκοψε λοιπόν δύο γενναιόδωρα κομμάτια από το σταφιδόψωμο, τα άλειψε με φρέσκο βούτυρο και φίλεψε τα παιδιά, μαζί με μια κούπα φρέσκο κι αφράτο γάλα, από τη γιδούλα τους. Τα παιδιά που ήταν πολύ σεβαστικά, αφού έφαγαν με μεγάλη όρεξη τα καλά που τους είχε προσφέρει η γιαγιά Πoινιώ, την ευχαρίστησαν και τη ρώτησαν αν μπορούσαν να παίξουν ποδόσφαιρο στο ξέφωτο, που όπως είπαμε, ήταν πολύ κοντά, ανάμεσα από την αυλή της γιαγιάς και από το δάσος. Η γιαγιά που καθόταν στο σαλονάκι της κι έπλεκε ένα πουλόβερ για το Μάρκο, συμφώνησε μαζί τους. Έτσι τα δυο παιδιά, ο Μάρκος και ο Άλεξ, έτρεξαν χαρούμενα έξω από το σπίτι με τη μπάλα του ποδόσφαιρου στα χέρια. ΄Αρχισαν λοιπόν το παιγνίδι, αλλά γρήγορα ίδρωσαν και κουρασμένα καθώς ήταν, κάθησαν κάτω από τη μεγάλη πλατανιά, που ήταν δίπλα στο δάσος. Κύτταζαν προς το δάσος σιωπηλά, το καθένα βυθισμένο στις σκέψεις του. Ξάφνου ο Άλεξ δείχνοντας με το κεφάλι του και με το χέρι του προς την κατεύθυνση του δάσους είπε: -Πάμε να κυττάξουμε για σαλιγκάρια; -Χμ… δεν ξέρω… Δεν έχω μάσει άλλη φορά στη ζωή μου σαλιγκάρια, είπε σκεπτικά ο Μάρκος. -Δεν τα τρώτε; ρώτησε πάλι ο Άλεξ. Ο Μάρκος σκέφτηκε μια στιγμή κι είπε ήσυχα . -Όχι. Η γιαγιά μου δεν τρώει σαλιγκάρια. Προτιμά τα χόρτα ή τα όσπρια. Καμμιά φορά σφάζει καμμιά από τις κότες μας. Αυτό το κάνει πιο πολύ για μένα, που είμαι μικρός κι έχω ανάγκη από δύναμη. Έτσι λέει η γιαγιά μου. -Ξέρεις, εμείς πήγαμε πολλές φορές στο δάσος με το μπαμπά μου και μάσαμε μεγάλα και όμορφα σαλιγκάρια, με ξανθό όστρακο. Με τη γιαγιά μου, πήγαμε μόνο ως την αρχή του δάσους και μάσαμε χόρτα και μανιτάρια, όμορφα, πορτοκαλιά και μεγάλα σαν τα πιατάκια του φρούτου!.. είπε ο Άλεξ κουνώντας το κεφάλι του, με ύφος μεγάλου ανθρώπου. -Θα σου πω ένα μυστικό, αλλά δεν πρέπει να το πεις σε κανέναν. Έτσι; είπε ο Μάρκος ξαφνικά. Ο Άλεξ έκανε το σχήμα του Χ στο στήθος του, με το δείκτη του δεξιού του χεριού, λέγοντας: -Μα την αλήθεια!.. -Άκου λοιπόν. Πριν από λίγο καιρό πήγα μόνος μου στο δάσος. Έπεφτε ο ήλιος στη δύση του εκείνη την ώρα, και το δάσος γρήγορα είχε αρχίσει να γεμίζει από σκιές. Μόλις έφτασα στα πρώτα κιόλας έλατα, αντίκρυσα μια ασυνήθιστη, μεγάλη και λαμπερή πυγολαμπίδα. Έτρεξα λοιπόν γρήγορα από πίσω της για να την πιάσω. Πότε πήγαινε ψηλά και πότε χαμηλά, πότε στα δεξιά και πότε στα αριστερά, τόσο πια τρελά, που με ζάλισε. Ο Μάρκος τα είχε πει όλα αυτά με πολύ σπουδαίο ύφος. Σταμάτησε λοιπόν για μια στιγμή, περιμένοντας τις αντιδράσεις του Άλεξ. Ό Άλεξ όμως τον κύτταξε ερωτηματικά. Περίμενε βέβαια τη συνέχεια. Σίγουρος λοιπόν ο Μάρκος, ότι είχε όλη την προσοχή του Άλεξ, συνέχισε. – Ξέρεις τι έγινε μετά; -Σου μίλησε, πιστεύω!.. είπε τώρα ειρωνικά ο Άλεξ, έχοντας χάσει την υπομονή του. -Ε… όχι δε μου μίλησε, αλλά πριν καλά-καλά το καταλάβω, πέταξε στο άνοιγμα μιας σκοτεινής σπηλιάς εκεί μπροστά μου, κι εξαφανίστηκε! είπε ο Μάρκος αγωνιώντας σχεδόν, καθώς έφερε στο νου του, με την περιγραφή που έκανε στον ΄Αλεξ, εκείνη τη στιγμή. Ο φίλος του τον κύτταξε με ανοιχτό το στόμα, άφωνος από το πρωτάκουστο. Περίμενε τώρα ανυπόμονα ν’ ακούσει τη συνέχεια. Τον ρώτησε λοιπόν: -Σπηλιά είπες; Ποια σπηλιά!.. Ο Μάρκος κύτταξε και πάλι προς το δάσος, ξεχασμένος σχεδόν στις σκέψεις του. Ο Άλεξ ξαναρώτησε με φανερά ανυπόμονη περιέργεια. -Λοιπόν; Δε μπήκες μέσα στη σπηλιά, για να δεις πού κρύφτηκε η πυγολαμπίδα; -Κύτταξα… δηλαδή, μόνο από έξω, έτσι για λίγο, αλλά δεν μπορούσα να δω τίποτα. Η πυγολαμπίδα είχε εξαφανιστεί! Δηλαδή, εκεί μέσα, στη σπηλιά… απάντησε ο Μάρκος και συνέχισε με μυστηριώδες ύφος. -Ξέρεις τι μεγάλη και σκοτεινή που ήταν εκείνη η σπηλιά; Ύστερα έπεφτε γρήγορα και το σκοτάδι, νύχτωνε, και η καυμένη η γιαγιά μου θ’ ανησυχούσε… Δεν ήθελε βέβαια να ομολογήσει στον Άλεξ ότι φοβόταν μόνος στο δάσος. Ο Άλεξ περίμενε μια στιγμή κι ύστερα είπε ξαφνικά: -Έχω μια ιδέα. Πάμε να ψάξουμε για πυγολαμπίδες; Είναι νωρίς ακόμη. Ο Μάρκος σούφρωσε τα χείλη του, μα μόνο για μια στιγμή. Του άρεσε η ιδέα και παραμέριζε κάθε άλλη σκέψη μπροστά σ’ αυτή. Συμφώνησε λοιπόν με τον Άλεξ και πρόσθεσε: -Εντάξει λοιπόν, πάμε για την επιχείρηση “Πυγολαμπίδα-Σπηλιά”. Τα τελευταία αυτά τα είπε φανερή αποφασιστικότητα. Δεν ήθελε βέβαια ο φίλος του ο Άλεξ, να νομίσει ούτε για μια στιγμή, ότι ήταν φοβητσιάρης. -Άλεξ, εσύ βέβαια δεν έχεις ακούσει ποτέ για καμμιά σπηλιά στο δάσος; Έτσι δεν είναι; ρώτησε σοβαρά ο Μάρκος. -Όχι, δεν έχω. Γι αυτό και σε ρώτησα, όταν μίλησες για σπηλιά. Άλλωστε εγώ, δεν έχω πάει πολύ βαθιά στο δάσος. Μέχρι εκεί που πήγαμε με τον πατέρα μου, δε συναντήσαμε καμμιά σπηλιά, απάντησε σίγουρος ο Άλεξ. -Περίεργο!.. πολύ περίεργο, μου φαίνεται… σκέφτηκε δυνατά ο Μάρκος. Ξαναρώτησε το φίλο του με κάποια ανησυχία στη φωνή του: -Και… δε φοβάσαι το σκοτάδι, ε; -Μπα, τι λες τώρα; Τι να φοβηθώ; Αν μας βρει το σκοτάδι, ξέρεις τι θα πρέπει να κάνουμε; θα καταφύγουμε σε μια σπηλιά σαν αυτή που συνάντησες εσύ. Αν πάλι βρέξει… δε θα ψαξουμε για ένα υπόστεγο; Και βέβαια θα ψάξουμε!.. Στο δάσος υπάρχουν πολλών ειδών υπόστεγα. Όλοι οι κυρτοί βράχοι κι οι κουφάλες των δέντρων… και κάτι ακόμη -να μη το ξεχάσω…- οι σπηλιές!.. Ο Άλεξ τα είχε πει όλα αυτά με πολύ στόμφο, θέλοντας να δείξει, όχι μόνο πόσο γενναίος κι άφοβος ήταν, αλλά και πως ήξερε ακόμη, τι να κάνει, αν βρίσκονταν σε ανάγκη. Ο Μάρκος αδίσταχτα βιάστηκε να συμφωνήσει μαζί του, για να δείξει στο φίλο του, ότι κι αυτός ήταν εξ ίσου γενναίος. -Ναι, ναι… σα νά ‘χεις δίκιο!.. -Πάμε λοιπόν, αλλά θα γυρίσουμε πίσω γρήγορα, γιατί είναι πολλά ζώα στο δάσος… και δεν έχουμε και μια καραμπίνα, έτσι δεν είναι; είπε ο Άλεξ που μίλαγε μάλιστα, με το ύφος πεπειραμένου κυνηγού. Ο Μάρκος αποφάσισε και πάλι μέσα του να τον ακολουθήσει, πιστεύοντας ότι ο φίλος του, πραγματικά είχε κάποιες εμπειρίες. 3. Στο Δάσος Τα δύο παιδιά άρχισαν να περπατούν βιαστικά με κατεύθυνση το δάσος. Ο Μάρκος που ακολουθούσε, κύτταξε το φίλο του ‘Αλεξ με κάποια ζήλεια για την μεγάλη του αυτοπεποίθηση. Ξάφνου όμως σκέφτηκε τη γιαγιά του, που αλήθεια την είχε ξεχάσει εντελώς. Είπε λοιπόν στον Άλεξ με κάποια στενοχώρια. -Θα γυρίσουμε γρήγορα Άλεξ, έτσι δεν είναι; Δεν πρέπει να πάμε πολύ μέσα στο δάσος, γιατί δε το ξέρουν οι δικοί μας. Δε θέλω να στεναχωρήσω πάλι τη γιαγιά μου!.. Ο Άλεξ δεν απάντησε. Είχε πια συγκεντρωθεί στο καθήκον του, σαν αρχηγός της επιχείρησης “Πυγολαμπίδα-Σπηλιά”. Προχωρούσαν τώρα οι δυο τους βιαστικά, ψάχνοντας, με τα λαμπερά παιδικά τους μάτια, παντού. Ο Μάρκος γύρισε μια-δυο φορές κυττάζοντας πίσω του. Το σπίτι της γιαγιάς Ποινιώς είχε ξεμακρύνει από το βλέμμα του, και για καλύτερα ή χειρότερα, ούτε που το είχε καταλάβει η καϋμένη η γιαγιά του, πως είχαν φύγει από το ξέφωτο. Αλλιώς, σίγουρα θα τους φώναζε να γυρίσουν πίσω και θα τους γκρίνιαζε -«με το δίκιο της βέβαια!»- σκέφτηκε μέσα του ο Μάρκος. Ήταν κιόλας αρκετά μετανιωμένος τώρα, που δεν είχε αντιδράσει καθόλου, από την αρχή, στην πρόταση του Άλεξ. Η αλήθεια να λέγεται όμως: κατά βάθος, του άρεσε αυτή η επιχείρηση!.. Νά ‘τοι λοιπόν βιαστικοί οι δυο φίλοι μέσα στο βαθύσκιωτο δάσος, με τα πελώρια έλατα, τους ευκάλυπτους και τις βαλανιδιές, που ξεχώριζαν με το μέγεθός τους ανάμεσα στα μικρότερα δέντρα του δάσους και στους θάμνους. Τα πουλιά μαζεύονταν αυτή την ώρα στις μικρές τους φωλιές για να κουρνιάσουν, ύστερα από τον καθημερινό τους μόχθο. Ήταν εκείνη η ώρα που οι φτερωτοί συντρόφοι, ξεκούφαιναν τον κόσμο με τις κουβέντες τους, για τ’ αξιόλογα και τ’ αξιοπερίεργα που είχαν αντικρύσει ολημερίς, καθώς αγωνίζονταν να εξασφαλίσουν το καθημερινό τους φαγητό. Θροΐσματα και φουρφουρίσματα γέμιζαν την πρασινωπή ατμόσφαιρα. Στο μόνιμα υγρό στρωσίδι του δάσους, τα πεσμένα φύλλα αναδεύονταν η παραμέριζαν, πάνω από τ’ αόρατα σουρσίματα μικρών ζώων, όπως ήταν οι σαύρες, οι σαρανταποδαρούσες και τόσα άλλα λιγότερο γνωστά. Άσε πια τις στρατιές μυρμηγκιών που καθώς μπερδεύονταν μεταξύ τους και με καταπληκτική, για το μέγεθός τους ταχύτητα, ζάλιζαν τον παρατηρητή. Οι κάμπιες από τ’ άλλο μέρος, με μεγάλη υπομονή, σούρνoνταν πάνω σε κορμούς η φύλλα, για να φτάσουν στο δικό τους καταφύγιο. Η μέρα έφτανε στο τέλος της. Ο Μάρκος και ο Άλεξ βρήκαν στο δρόμο τους πολλά σπασμένα κλωνάρια, και διάλεξαν δύο δυνατές βέργες, για να τις κρατούν στα χέρια τους. -Είναι καλή ιδέα ξέρεις, όταν κάποιος βρίσκεται στο δάσος, να κρατά μια καλή βέργα στο χέρι, έτσι για να προφυλαχτεί από το “ξαφνικό”!.. είχε πεί ο Άλεξ. Χιλιάδες λαμπερά μάτια κι άλλα τόσα αυτιά, παρακολουθούσαν τους δύο μικρούς φίλους στο διάβα τους. Μια νυφίτσα πού είχε συμμαζευτεί με τα μωρά της στην κουφάλα μιας βαλανιδιάς, αναρωτήθηκε και με το δίκιο της βέβαια, σα στοργική μητέρα που ήταν: -Πού να πηγαίνουν τέτοια ώρα παιδιά πράγμα; Δε φοβούνται μέσα στο μεγάλο δάσος; Όπου νά ‘ναι θα νυχτώσει! Πού νά ‘ξεραν πόσοι είναι οι κίνδυνοι που παραφυλάν, πίσω απο τους κορμούς των δέντρων ή ανάμεσα από τους θάμνους, προπαντός!.. Η κυρά-Νυφίτσα γνώριζε καλά τους συγκάτοικους του δάσους. Γνώριζε και φοβόταν τα μεγάλα ζώα. Είχε μάθει να φυλάγεται από αυτά, και προσπαθούσε να διδάξει στα μικρά της, τους νόμους του δάσους. Γιατί αλοίμονο στα ζωάκια σαν τον εαυτό της, αν δε σέβονταν τους κανόνες της ζωικής πολιτείας, όπου το μεγαλύτερο και δυνατότερο ζώο, κυριαρχούσε του μικρότερου κι αδυνατότερου. Ήξερε λοιπόν από εμπειρία, ότι τα μεγάλα και σαρκοφάγα ζώα, άφοβα ξεφύτρωναν εδώ κι εκεί, για να “τσακώσουν” τα ανύποπτα πολλές φορές ζωάκια, που περνούσαν απλά δίπλα τους ή πήγαιναν στο ρυάκι για να πιούν νερό. Όσο πιο άπειρα ήταν τα μικρά ζώα, τόσο πιο εύκολα τα έπιαναν τα μεγαλύτερα και τα δυνατότερα, όπως ήταν οι λύκοι ή οι αλεπούδες για παράδειγμα, που τα κατασπάραζαν, για να εξασφαλίσουν την τροφή τους. Μερικά μάλιστα από αυτά τα επικίνδυνα ζώα του δάσους, δε δίσταζαν να επιτεθούν και στα κατοικίδια ζώα του χωριού, στις κότες, στ’ αρνάκια ή στα κατσικάκια, όταν τά έσπρωχνε και τα έκανε να ξεθαρρεύουν, η τρομερή τους πείνα. Τότε όμως, οι νοικοκυραίοι του χωριού, δε δίσταζαν να τα κυνηγούν, με τα κυνηγητικά τους σκυλιά και με τα δίκανά τους, και να τα τιμωρούν για το θράσος τους και τις καταστροφές τους. Πολλά λοιπόν από τα επιζήμια ζώα του δάσους, είχαν άσχημη εμπειρία, όχι μόνο από το καλό σημάδι των ικανών κυνηγών του χωριού, αλλά κι από τα σκυλιά τους, όταν αυτοί τα ξαμόλαγαν πίσω τους. Όταν έδυε ο ήλιος λοιπόν, και πήχταινε το σκοτάδι στο δάσος, τα μάτια αυτών των μεγάλων και δυνατών ζώων, γυάλιζαν δίπλα στους κορμούς των δέντρων, όπου κρύβονταν, παραμονεύοντας για την ανύποπτη λεία τους. Έμοιαζαν σα μεγάλοι φωτεινοί σβώλοι από φώσφορο. Τ’ αυτιά τους και η όσφρησή τους, που από τη φύση τους ήταν πολύ βοηθητικά, μαζί με το ενστικτό τους επιπλέον, τα έκαναν άφοβα κι αδίσταχτα. Όλα αυτά ήταν γνωστά λίγο-πολύ σ’ όλους τους συγκάτοικους του μεγάλου δάσους, γιατί τα κουβέντιαζαν μεταξύ τους. Άλλωστε, και τα μυστικά μαθαίνονταν πολύ γρήγορα με τη βοήθεια των πουλιών, των δέντρων και ποιού άλλου; του άνεμου βέβαια!.. Παρ’ όλα αυτά όμως υπήρχαν πάντα τα θύματα, είτε από απειρία είτε από ατυχία!.. Οι δύο μικροί φίλοι περπατούσαν τώρα στο μονοπάτι, που είχε σχηματιστεί από τους κατοίκους του χωριού, καθώς έφταναν ως εκεί, για να μάσουν χόρτα, μανιτάρια ή και σαλιγκάρια. Προχωρούσαν γρήγορα, όλο και πιο βαθιά στο δάσος, ξεχνώντας όλα όσα είχαν ακούσει για τους κινδύνους της νύχτας, που παραμόνευαν τον κάθε επισκέπτη. Η περιέργεια που τα έσπρωχνε να ψάξουν για πυγολαμπίδες και προ πάντων για τη σπηλιά που είχε δει ο Μάρκος, τ’ απορροφούσε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μη σκέφτονται πια, τίποτ’ άλλο. Τα φωσφορένια μάτια δίπλα στους κορμούς άρχισαν τώρα να γυαλίζουν, και οι κουκουβάγιες που είχαν βγει από τις κρυψώνες τους, είχαν κουρνιάσει όπως πάντα εκεί στα ψηλώματα των δέντρων, έτοιμες για να μεταδώσουν τα συνθήματά τους. Τα μικρότερα ζώα αντίθετα, είχαν μαζευτεί κι είχαν ασφαλιστεί μέσα στις φωλίτσες τους, στις κουφάλες των δέντρων ή όπου αλλού βολεύονταν. Η υγρασία μεγάλωνε, καθώς το φως της ημέρας λιγόστευε. Οι σκιές άρχισαν να μαυρίζουν το θόλο που σχημάτιζαν τα δέντρα απάνω από τα περίεργα παιδιά. Κάποτε έφτασαν κοντά στην ποθητή σπηλιά. Καθώς άρχισαν τώρα να τη βλέπουν καθαρά, βράδυναν κάπως τα βήματά τους. Κάποια κουρασμένα, από το ολοήμερο πήδημα, κοκκινωπά καγκουρώ, μασούλαγαν κρυμμένα μέσα στους σκοτεινούς θάμνους, τα απομεινάρια της τροφής τους. Είχαν από μακρυά αντιληφθεί την παρουσία των παιδιών και τώρα που αυτά είχαν πλησιάσει αρκετά, τα παρακολουθούσαν στενά, παραμερίζοντας τα κλωνάρια των θάμνων. Τα κοάλα επάνω στους ευκαλύπτους, είχαν κιόλας πάει για ύπνο. Ένα, δυο κεφάλια φαλακρών στρουθοκαμήλων ανασηκώθηκαν τη στιγμή που μόλις είχαν κλείσει τα μάτια τους κι ετοιμάζονταν να πάνε για ύπνο. Άνοιξαν αργά και με πολύ κόπο, τα συνήθως ζωηρά μάτια τους και κύτταξαν ξαφνιασμένα τα δύο παιδιά. Η κυρα-Λεύκα που μπορούσε με το ύψος της κι έβλεπε πολύ μακριά, μουρμούρισε ανήσυχη στη γειτόνισσά της την κυρα -Ιτιά. -Πω… πω… κυρα-γειτόνισσα!.. Δύο παιδιά μόνα στο δάσος!.. Πώς να τα συμβουλέψουμε να φύγουν καλέ; Πώς να τα κάνουμε να μας καταλάβουν; Η Λεύκα ανάδεψε τ’ ασημένια φύλλα της, όσο μπορούσε πιο δυνατά. Ακούστηκαν μέσα στο δειλινό: -Σσσσσ!…. Σσσσσσ!…. παιδιά….. παιδιά…..πρέπει να φύγετε….. Σσσσσ!….. πρέπει να φύγετε. Όπου νά ‘ναι θα πέσει το σκοτάδι!.. -Θα βραδυάσει σε λίγο….. θα βραδυάσει….. ακούστηκε κι η φωνή της γειτόνισσάς της, της Ιτιάς, που γνοιασμένη κι αυτή κύτταζε τα δύο παιδιά. -Παιδιά φύγετε…. Φύγετε…. Το δάσος είναι γεμάτο κινδύνους! Φύγετε!…. Σσσσ!…. Σσσσ…….. ακούγονταν επίμονο το θρόϊσμα που έκαναν τα φύλλα της Λεύκας, καθώς αυτή προσπαθούσε να προειδοποιήσει τα δύο παιδιά. Μάταια όμως η Λεύκα με τη βοήθεια της καλής της γειτόνισσας, της κυρά-Ιτιάς, παρακάλεσε και ξανά-παρακάλεσε τα παιδιά. Αυτά, δεν μπορούσαν καθόλου να καταλάβουν τη γλώσσα της. Αλλά και μια συστάδα από πολύχρωμα κρινάκια ανησύχησαν, βλέποντας τα δύο παιδιά μοναχά τέτοια ώρα στο δάσος. -Παιδιά!… Παιδιά…. τι γυρεύετε τέτοια ώρα στο δάσος; Φύγετε λοιπόν όσο είναι ακόμη καιρός!.. κουδούνισαν και ξανά-κουδούνισαν με τα λουλουδάκια τους το συναγερμό, στα χαμένα. Τα παιδιά κι αυτή τη φορά, όπως και με τη Λεύκα, δεν κατάλαβαν τη γλώσσα των λουλουδιών. Οι σαύρες ακούγοντας τη Λεύκα, την Ιτιά και τα κρινάκια, στάθηκαν μια στιγμή για ν’ ακούσουν και να καταλάβουν. Και τα σαλιγκάρια, που τέτοια ώρα άφηναν τον κρυψώνα τους, για τις αργές πορείες τους μέσα στο δάσος, κουβαλώντας νοικοκυρεμένα το σπιτάκι τους στην πλάτη, σταμάτησαν κι αυτά, υψώνοντας με φροντίδα τα τηλεσκοπικά τους μάτια. Ήταν πολύ δύσκολο μέσα στις τόσες σκιές του δάσους, να ξεχωρίσουν τα παιδιά. Και δίχως άλλο, από όλα καλύτερα, ξεχώριζαν τη δική τους ασημένια γραμμή στο έδαφος! Τα παιδιά λοιπόν, ούτε που κατάλαβαν, το συναγερμό που είχαν προκαλέσει με την παρουσία τους στο δάσος. Τίποτα, μα τίποτα, από όσα συνέβαιναν γύρω τους. Το δάσος ήταν γι’ αυτά πάντοτε το ίδιο: γεμάτο ζωή την ημέρα, και τώρα που έδυε ο ήλιος, γινόταν όλο και πιο ήσυχο, καθώς οι θόρυβοι κόπαζαν. Κάπου-κάπου ένας γρύλος ή το σκούξιμο κάποιας καθυστερημένης καρακάξας, διέκοπταν τη φαινομενική ησυχία, ταράζοντας τη γαλήνη των ζώων ή ακόμη και κάποιων ανθρώπων, που ίσως και να κατασκήνωναν, σε μια άλλη γωνιά του ατέλειωτου δάσους. Οι σοφές κουκουβάγιες ετοιμάζονταν κι αυτές με πολλή επιμέλεια για τη βραδυνή τους διδασκαλία!.. Απόψε, σίγουρα, το θέμα τους θα αφορούσε την ασφάλεια των παιδιών στο δάσος. Γιατί, όλοι οι σωστοί κάτοικοι του δάσους, γνώριζαν τώρα πια για τα παιδιά. Ήταν βλέπετε εκείνη η “μάταιη” προσπάθεια της κυρα-Λεύκας, με το θρόϊσμα των φύλλων της, που έκανε γνωστή σ’ όλους τους ενδιαφερόμενους, την παρουσία των παιδιών στο μεγάλο δάσος. Τα λόγια της λεύκας ακόμη κουδούνιζαν στ’ αυτιά όλων: -Δύο παιδιά μόνα στο δάσος!…. Δύο….. παιδιά….. μόνα…..στο δάσος!…. Οι αλεπούδες, παρ’ όλο που άκουσαν το νέο, δεν έδωσαν σημασία. Ευτυχώς για τα παιδιά, εκείνη την ημέρα, είχαν φάει καλά περισσεύματα από ένα αγριογούρουνο, που είχαν σκοτώσει απάνω στον πανικό τους, κάποιοι ξυλοκόποι. Οι λύκοι πάλι, που είχαν ξελιγωθεί από την πείνα, κάποια στιγμή της ημέρας είχαν κυνηγήσει κάτι κουνάβια για πολλήν ώρα. Τελικά όμως τα παράτησαν, μην υποφέροντας την μυρουδιά τους. Βρέθηκε τότε, σίγουρα για κακή της τύχη, μία στρουθοκάμηλος πού είχε χάσει το δρόμο της κι έτρεξαν από πίσω της. Δυστυχισμένο πουλί!.. Ήταν βέβαια και κάποια τεράστεια αυγά που βρήκαν σε κάτι φωλιές. Τα έφαγαν αντί για φρούτο! Τώρα λοιπόν, ήταν ξαπλωμένοι νωχελικά, πάνω στο στεγνό χώμα, κάποιας εσοχής σ’ ένα βράχο. Δε νοιάστηκαν λοιπόν καθόλου, για τις τελευταίες ειδήσεις που είχαν μεταδοθεί από την κυρα-Λεύκα και την γειτόνισσά της την κυρα-Ιτιά, σε κάθε γωνιά του δάσους με την βοήθεια πάντα του άνεμου. 4. Το τόλμημα -Πάμε; ρώτησε ο Άλεξ. -Χμ; απάντησε ο Μάρκος, δείχνοντας δισταγμό. -Τώρα που ήρθαμε ως εδώ, τι φοβάσαι; ρώτησε πάλι με σπουδαίο ύφος ο Άλεξ. -Καλά λοιπόν… ας πάμε! Πρώτος όμως, θα προχωρήσεις εσύ, έτσι; Εσύ… που δε φοβάσαι… συμπλήρωσε ο Μάρκος μάλλον σιγανά και φανερά ντροπιασμένος, λες και φοβόταν πως κάποιος τους άκουγε. Νά ‘τοι λοιπόν οι δύο φίλοι, μπροστά ο άφοβος Άλεξ και πίσω του ο Μάρκος, που τώρα προχωρούν πολύ προσεκτικά, σε σημειωτό σχεδόν βήμα, στο εσωτερικό της σπηλιάς. Για μεγάλη τους έκπληξη όμως, όσο προχωρούσαν στο εσωτερικό της, τόσο πιο μεγάλη τους φαίνονταν αυτή. Και ίσως το πιο παράξενο ήταν, ότι τα βήματά τους, όχι μόνο ακούγονταν πολύ δυνατά, σα να βρίσκονταν σε μια τεράστια άδεια εκκλησία, αλλά άκουγαν ακόμη και την ηχώ τους. -Άλεξ!.. μίλησε κάποια στιγμή ο Μάρκος και σταμάτησε, καθώς τη φωνή του την ακολούθησε η δική της ηχώ. -Είπες τίποτα; απάντησε ρωτώντας ο Άλεξ, λες κι ήθελε ν’ ακούσει κι αυτός την ηχώ της δικής του φωνή. -Φοβάμαι, μήπως εδώ μέσα κρύβονται μεγάλες αρκούδες!.. είπε πραγματικά ψιθυριστά, αυτή τη φορά, ο Μάρκος ανήσυχος. -Α… μπα… δε νομίζω!.. Λες; ψιθύρισε ο Άλεξ, αβέβαιος κι ανήσυχος τώρα κι αυτός, με τη σκέψη του Μάρκου. Προχώρησαν ωστόσο, λίγο ακόμη, μαζεμένοι και πολύ κοντά ο ένας στον άλλο. Το φώς είχε τώρα λιγοστέψει αισθητά μέσα στη σπηλιά, και τα παιδιά παρατήρησαν τις κρεμασμένες ανάποδα νυχτερίδες, που καθόλου δε γνοιάστηκαν για την παρουσία τους. Πολύ γρήγορα ένιωσαν και την παρουσία άλλων μικρών υπάρξεων όπως ήταν τα ποντικάκια, οι αρουραίοι ή και οι αράχνες, που οι ιστοί τους ήταν γεμάτοι από κουνούπια, μυίγες κι άλλα έντομα. -Περίεργο… δε βλέπω πυγολαμπίδες!.. ψιθύρισε τώρα ο Άλεξ. -Ούτε κι εγώ! απόρησε κι ο Μάρκος, και στεναχωρημένος έσφιξε απάνω του το ζεστό του πουλόβερ. Εκείνη τη στιγμή, σαν από ένστικτο, ο Μάρκος έστρεψε το βλέμμα του πίσω. Του κόπηκε η αναπνοή. Το άνοιγμα της σπηλιάς, μόλις που ξεχώριζε τώρα. Φαινόταν σαν ένα μικρό παράθυρο, από όπου το λιγοστό φως, έδειχνε το πέρασμα της ημέρας. -Δε φεύγουμε καλύτερα; ρώτησε τον Άλεξ, αφήνοντας και πάλι να φανεί η ανησυχία του . -Πάμε λίγο πιο μέσα!.. πρότεινε εκείνος, αγνοώντας τους φόβους του Μάρκου. -Άλεξ, εγώ θέλω να φύγουμε. Δεν υπάρχουν πυγολαμπίδες εδώ μέσα. Κι αφού δεν υπάρχουν… επέμενε στεναχωρημένος τώρα ο Μάρκος, κι έφερε στο νου του την καλή του γιαγιά, και την υπόσχεσή του για το δάσος. -Αν όμως είναι πυγολαμπίδες πίσω από αυτό το βράχο, μπροστά μας; Ας κυττάξουμε μια στιγμή, κι αν δε δούμε τίποτα, τότε θα τρέξουμε πίσω και κανείς δε θα ξέρει, πως ήρθαμε ως εδώ. επέμενε ο Άλεξ, σίγουρος για τα λόγια του. Ο Μάρκος συμφώνησε πως είχε κάποιο δίκιο ο φίλος του. Αφού είχαν φτάσει ως εκεί, θα έπρεπε τουλάχιστο να βεβαιωθούν για τις πυγολαμπίδες! 5. Η αποκάλυψη Ο βράχος που ορθωνόταν μπροστά στα παιδιά, έμοιαζε σαν ένας τοίχος, που τα εμπόδιζε να δουν, τι υπήρχε πίσω του, αν βέβαια υπήρχε κάτι τελικά. Άφηνε όμως ένα άνοιγμα -κάτι σαν πόρτα- και μπορούσε κανείς να περάσει από εκεί, και να βρεθεί σε κάποιο νέο ίσως κομμάτι, της άγνωστης σπηλιάς. Τα δύο παιδιά προχώρησαν, κυριολεκτικά μαγνητισμένα, προς εκείνο το άνοιγμα. Αλλά και πάλι ο Μάρκος δίστασε για μια στιγμή και είπε σιγανά στον Άλεξ. -Άλεξ, πάμε να φύγουμε, θ’ αργήσουμε! θα μας πιάσει και το σκοτάδι και θ’ ανησυχήσει η γιαγιά μου, που δε θα είμαι εκεί στην ώρα μου. Δε θέλω να στεναχωρηθεί η γιαγιά μου!.. Ο Μάρκος ήταν αληθινά μετανιωμένος που αυτή τη στιγμή βρισκόταν στο δάσος με τον Άλεξ. Ήταν βέβαια κάπως αργά γι αυτό, και το ήξερε. -Έλα πια!.. Να δούμε μια στιγμούλα και μετά να φύγουμε. Αλήθεια σου λέω!.. είπε ο Άλεξ για τα καλά παρασυρμένος από την περιέργειά του. Ο Μάρκος κατάλαβε και πάλι ότι δεν υπήρχε τρόπος να πείσει τον Άλεξ. Ούτε και μπορούσε να πάει πίσω μόνος του, χωρίς το φίλο του. “Εγώ φταίω για όλα. Αν δεν είχα πει τίποτα στον Άλεξ για την πυγολαμπίδα, τώρα θά ‘μουν στο σπίτι μας, με τη γιαγιά μου”, σκέφτηκε ο Μάρκος. Φαντάστηκε τη γιαγιά του να κάθεται, μπροστά στο τραπέζι της κουζίνας, έχοντας μια κούπα με χαμομήλι μπροστά της, να προσεύχεται και να σταυροκοποιέται περιμένοντάς τον. Έτσι την είχε δει να κάνει την τελευταία φορά που άργησε να πάει στο σπίτι τους. Να λοιπόν, που και πάλι, δεν κράτησε την υπόσχεσή του στη γιαγιά Ποινιώ. Ο Μάρκος μετά από αυτές τις σκέψεις, ακολουθούσε μηχανικά τον Άλεξ. Ήταν πολύ άκεφος. Ο Άλεξ είχε πλησιάσει τώρα στο άνοιγμα, ακολουθούμενος πάντα από το Μάρκο, κι ετοιμαζόταν να κυττάξει από το άνοιγμα, με μεγάλη προσοχή. Το σκοτάδι στο μεταξύ είχε πυκνώσει τόσο πολύ, που μόλις κι έβλεπαν. Η υγρασία ανάκατη με τη ζέστη, έδειχναν άλλη μια φορά, ότι είχαν προχωρήσει αρκετά μέσα στη σπηλιά. Ο Άλεξ προχώρησε ένα ακόμη μετρημένο βήμα προς το άνοιγμα, τραβώντας κυριολεκτικά το Μάρκο από την μπλούζα του. Καθώς κι οι δύο τόλμησαν κι έσκυψαν για να κυττάξουν, μονομιάς κάτι θαυμαστό έγινε: ολόκληρος ο χώρος άστραψε, σαν νά είχε φτάσει ως εκεί και μέσα στο σκοτάδι, μια εκτυφλωτική αστραπή. Τα δύο παιδιά στάθηκαν, κεραυνόπληκτα θαρρείς, από το ξαφνικό. Η φωνή τους πάγωσε στο λαιμό τους, και δεν μπορούσαν να αρθρώσουν λέξη. Η επόμενη κίνησή τους φυσικά, ήταν να οπισθοχωρήσουν, μόνο και μόνο για να τα βρει μια άλλη τρομερή εκπληξη: το άνοιγμα πίσω τους είχε κλείσει χωρίς τον παραμικρό θόρυβο, τόσο σιγά, που καθόλου δεν το είχαν καταλάβει. Έκλεισε πιθανόν αυτόματα, καθώς τα παιδιά είχαν προχωρήσει σ’ έναν ωρισμένο χώρο. Τι χώρος όμως να ήταν αυτός; Τα παιδιά μη αντέχοντας το δυνατό φώς, που τα τύφλωσε κυριολεκτικά, μετά από το φυσικό σκοτεινό περιβάλλο της σπηλιάς, μέχρι εκείνη τη στιγμή, κάλυψαν τα μάτια τους με τις παλάμες τους. Στέκονταν τώρα εκεί κρύβοντας το πρόσωπό τους, αποσβολωμένα, φοβισμένα στη συνέχεια, από το ξαφνικό, το αναπάντεχο και με την αγωνία, για το τι τα περίμενε. Στη σκέψη τους, οι στιγμές που μετρούσε η αβεβαιότητά τους, θαρρείς κι ήταν ατέλειωτες ώρες. Το δυνατό φως διαπερνούσε τις παλάμες τους, και τις έκανε να φαίνονται διάφανες. Τώρα, σίγουρα κι αλοίμονο, δεν υπήρχε τρόπος, να γυρίσουν στα σπίτια τους! Ποιος ξέρει τι θα επακολουθούσε!.. 6. Ο φιλόξενος Παν-Οζ -Ελάτε… ελάτε τώρα παιδιά… μη κάνετε έτσι!.. Πού πήγε λοιπόν η τόση γενναιότητά σας; ακούστηκε μια φιλική φωνή, για να συνεχίσει σχεδόν αμέσως, αφού τα παιδιά δεν αντιδρούσαν, παρά στέκονταν εκεί, σαν παγοκολώνες. -Πού πήγε λοιπόν το μεγάλο κουράγιο που σας έφερε ως εδώ; Γιατί σίγουρα είστε πολύ γενναία παιδιά για ν’ αποφασίσετε νά έρθετε στο δάσος μόνα σας τέτοια ώρα, και προπαντός σε μια σπηλιά, που δεν την ξέρει κανείς… μα κανείς!.. συνέχισε η φιλική φωνή. Τα παιδιά άκουγαν σα να μη πίστευαν στα αυτιά τους. Ήταν μα την αλήθεια πολύ τρομαγμένα, τόσο πολύ μάλιστα, που δεν τολμούσαν να ξεσκεπάσουν τα μάτια τους, από φόβο για το τι θ’ αντίκρυζαν. -Λοιπόν; Δε θα μου κάνετε τη χάρη να με κυττάξετε; Ξέρετε… δεν είμαι κανένα τέρας, είμαι σαν κι εσάς… άνθρωπος!.. ξανακούστηκε η ίδια φιλική φωνή, ενθαρρυντικά. Πρώτος ο Άλεξ τράβηξε τις παλάμες του από το πρόσωπό του, σκουντώντας το Μάρκο, που έκανε το ίδιο σχεδόν αμέσως, μετά από αυτόν. Ντροπιασμένα τα παιδιά από τον τόνο της φωνής του αγνώστου, προσπάθησαν, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια τους μερικές φορές, να ξεχωρίσουν την παρουσία του. Τα δυνατά φώτα εμπόδιζαν ακόμη τα παιδιά να διακρίνουν, αν υπήρχαν πράγματα ή πρόσωπα σ’ εκείνο το χώρο. Σε μερικά λεπτά, κι αφού είχαν κάπως συνέλθει από τη σαστιμάρα τους, κι άρχισαν να συνηθίζουν στα φώτα, είδαν κάποια ανθρώπινη φιγούρα μπροστά τους: έναν ψηλό, λεπτό άνθρωπο, ακαθόριστης σίγουρα ηλικίας, γελαστό, ντυμένο με εντυπωσιακά γυαλιστερά ρούχα, σε κίτρινες και πράσινες αποχρώσεις. Άρχισαν μάλιστα να προσέχουν, στο φωτεινό αυτό χώρο, κι άλλα ενδιαφέροντα αντικείμενα. Πρόσεξαν, ξανακυττώντας τον μυστηριώδη κύριο, πως στο κεφάλι του φορούσε ένα καπέλο τζόκεϊ, χρυσοπράσινο. Στη θέα αυτού του καπέλου, τα παιδιά αισθάνθηκαν κάπως καλύτερα -πράγμα που αν κι ίσως θεωρηθεί ασυνήθιστο- συνέβηκε όμως σ’ αυτή την ιστορία. Γιατί τα παιδιά, όπως κι ο άγνωστος, συνήθιζαν πάντα να φορούν παρόμοια καπέλα για τον ήλιο. Βλέπετε ο ήλιος στην Αυστραλία δεν αστειεύεται στις σχέσεις του με τους ανθρώπους. Τους θέλει κύριους καλοντυμένους, και προπάντων με καπέλο στο κεφάλι, για να τα έχουν μαζί τους καλά. Παρατηρώντάς τον τα παιδιά συμπέραναν, καθένα χωριστά, με τη δική του σκέψη, ότι θα μπορούσε να πει κανείς, πως ετούτος ο άνθρωπος, δεν ήταν σαν όλους τους άλλους που γνώριζαν, μέχρι τότε τουλάχιστο. Είχε χαρούμενο και φιλικό πρόσωπο, κι έμοιαζε λίγο… σα μεγάλο και ξέγνοιαστο παιδί. Ο φιλικός λοιπόν τύπος, χαμογέλασε ξανά κι ενθαρρυντικά προς τα παιδιά και είπε πολύ χαρούμενος -ίσως μόνο και για την παρουσία τους στο χώρο εκείνο: -Να σας συστηθώ αγαπητά μου παιδιά: Είμαι ο Παν-Οζ. Καλωσορίσατε στο εργαστήρι μου. Είμαι ένας καλλιτέχνης ξέρετε…. -Εγώ, είμαι… -Ο Μάρκος!.. πρόλαβε ο χαριτωμένος άνθρωπος, εκπλήσσοντας τα παιδιά. -Και εγώ, είμαι ο… -Ο Άλεξ!.. είπε ξανά και γέλασε, ο ασυνήθιστος κύριος Παν-Οζ. Τα παιδιά κυττάχτηκαν παραξενεμένα και μετά κύτταξαν τον Παν-Οζ, που το πρόσωπό του φαινόταν τόσο αστείο τώρα, ώστε τα παιδιά, αθελά τους, ξέσπασαν στα γέλια. Ύστερα από αυτή την ευχάριστη στιγμή της γνωριμίας τους, ο Μάρκος κι ο Άλεξ αισθάνθηκαν πολύ καλύτερα και ξεθάρρεψαν. Το ερώτημα όμως που είχε γεννηθεί στο μυαλό τους και παράμεινε χωρίς απάντηση ως το τέλος, ήταν: πώς ο Παν-Οζ ήξερε τα ονόματά τους; Μήπως είχε μαντικές δυνάμεις; Και πάλι όμως, δεν απασχόλησε τα παιδιά για πολύ αυτή η ερώτηση, γιατί έχοντας πια συνηθίσει κάπως στα δυνατά φώτα του παράξενου εκείνου χώρου, ανακάλυπταν τόσα πολλά μυστήρια στο εργαστήρι του Παν-Οζ, που σίγουρα δεν προλάβαιναν να στεναχωρηθούν, με πολλές ερωτήσεις κι απαντήσεις. Ο ζωηρός εκείνος χώρος έμοιαζε στα μάτια τους μ’ ένα σπουδαίο Λούνα-Παρκ, όπου ενδιαφέρουσες μηχανές, ασυνήθιστοι τριγμοί και θόρυβοι δίπλα σε φώτα που αναβόσβηναν, το έκαναν να φαίνεται σα να βρίσκονταν έξω από τη γη, σαν κάτι το φανταστικό ή ίσως ακόμη και διαστημικό!.. “Αυτό είναι! Ο Παν-Οζ είναι από άλλον πλανήτη!”, σκέφτηκε μια στιγμούλα μονάχα με δέος ο Μάρκος. “Δε μου φαίνεται ότι είναι τίποτα αληθινό από όσα βλέπω εδώ μέσα!.. Σίγουρα, θα ονειρεύομαι!”, σκέφτηκε ο Άλεξ από την άλλη μεριά. Τα χρώματα που επικρατούσαν στο θαυμαστό αυτό χώρο, ήταν κυρίως κίτρινα και πράσινα. Αλλά στο θόλο της σπηλιάς και σε διαστήματα, υπήρχαν κόκκινα και γαλάζια φωτάκια, που έλαμπαν σα φωτεινά άστρα σ’ ένα χαώδη ουρανό. Οι σκέψεις διαδέχονταν η μια την άλλη στο νου του Μάρκου και του ΄Αλεξ, αλλά ούτε και που προλάβαιναν να ρωτήσουν, γιατί όλο και κάτι καινούργιο απορροφούσε την προσοχή τους. Κυττούσαν μόνο θαμπωμένα, τα θαυμαστά και παράξενα που αντίκρυζαν σε κάθε τους βήμα. Ποιος ξέρει πού βρίσκονταν λοιπόν, και πώς ήταν δυνατόν να μην έχουν δει ή ακούσει γι αυτή τη σπηλιά, στο χωριό που είναι τόσο κοντά στο δάσος; Και τι ήταν επιτέλους ο “κύριος” Παν-Οζ; Τι ήταν τέλος πάντων, όλα αυτά τα ασυνήθιστα αντικείμενα, τα στιβαγμένα πάνω στα τεράστια ράφια; 7. Στην καρδιά της σπηλιάς -Ελάτε λοιπόν!.. Ας προχωρήσουμε… πρότεινε ο Παν-Οζ και περνώντας μια πόρτα που άνοιξε αυτόματα, τους περίμενε να τον ακολουθήσουν. Τότε ακριβώς είδαν το πρώτο ρομπότ, που ήρθε δίπλα στον Παν-Οζ και είπε με τραγουδιστή φωνή: -Δάσκαλε, σας περίμενα! -Ήρθαμε λοιπόν Ντίνο!.. Απ’ εδώ οι φίλοι μας: Άλεξ και Μάρκος. -Χαίρομαι για τη γνωριμία. Σας περιμένουν όλοι, ανυπόμονοι να σας συναντήσουν, είπε ο Ντίνο στα έκθαμβα παιδιά. -Ελάτε λοιπόν, ακούσατε τον Ντίνο! είπε ο Παν-Οζ και προχώρησε μπροστά. Τα παιδιά τον ακολουθούσαν μηχανικά, με τα μάτια ορθάνοικτα, τ’ αυτιά στητά κι όλες τις αισθήσεις τους σε συναγερμό. Όσο προχωρούσαν ανακάλυπταν πόσο πλύπλοκο ήταν εκείνο το εργαστήριο. Μέσα από απροσδόκητες πόρτες που ανοιγόκλειναν από μόνες τους, κι από λαβυρινθικούς διαδρόμους, ξεφύτρωναν πλήθος αυτοκίνητες υπάρξεις: ρομπότ, μικρές ρουκέτες ή και διαστημόπλοια: που πετούσαν ήσυχα, χαμηλά ή ψηλά. Όλα αυτά θαρρείς και συνόδευαν την ακολουθία τους τώρα, που συνεχώς μεγάλωνε αφού όλο και πιο πολλά μηχανοκίνητα όντα έμπαιναν στη συντροφιά τους. Να και κάποιοι κλάουν-ρομπότ. Τι σπουδαίοι που ήταν!.. -Μα είναι αληθινά όλα όσα βλέπουμε; Είναι; ρώτησε ο Άλεξ τον Μάρκο. -Απίστευτο!.. απίστευτο!.. μουρμούρισε σα μαγεμένος αυτός. Ο Παν-Οζ χαμογελούσε, πολύ ικανοποιημένος από το ύφος των παιδιών. -Το βλέπω πόσο ενδιαφέρεστε… κι αυτό μου δίνει μεγάλη χαρά κι ικανοποίηση!.. είπε ο Παν-Οζ. Τα παιδιά κούνησαν το κεφάλι τους καταφατικά. Τα λόγια ήταν αλήθεια περιττά, αφού όλη τους η στάση κι η έκφραση έδειχναν ακριβώς αυτό. Καθώς λοιπόν προχώρησαν ακόμη περισσότερο, βρέθηκαν ξαφνικά σε μια μεγάλη ανοιχτή περιοχή, κάτι σαν αυλή, ένα πραγματικά Θαυμάσιο χώρο. Εδώ υπήρχαν ωραία δέντρα και λουλούδια και τα παιδιά αφού τα κύτταξαν και τα ξανακύτταξαν, πρόσεξαν πως δεν ήταν αληθινά αλλά κατασκευασμένα από ανθρώπινο χέρι. Μερικά έφεραν μεταλλικά φρούτα, -ήταν τεχνητές μηλιές ή αχλαδιές- και κάποιοι θάμνοι είχαν ωραία λουλούδια, κι όλα μαζί διακοσμούσαν αυτή την ολοζώντανη, με το δικό της τρόπο, τεχνιτή πολιτεία. Ήταν φανερό ότι όλα όσα έβλεπαν, ήταν έργο του άγνωστου αυτού… καλλιτέχνη, που καλούσε τον εαυτό του: Παν-Οζ. Έμοιαζαν τόσο αληθινά!.. Ήταν καταπληκτικό, σχεδόν απίστευτο!.. “Κανείς δε θα μας πιστέψει, αν πούμε τι είδαμε εδώ σ’ αυτή τη σπηλιά!… Κανείς!”, σκέφτηκε με θαυμασμό, ο Άλεξ. “Μα είναι δυνατόν ένας άνθρωπος από μόνος του, να έχει κάνει όλα αυτά τα θαυμάσια πράγματα; Ούτε σε παραμύθια δεν έχω διαβάσει κάτι τέτοιο!..”, συλλογίστηκε ο Μάρκος έκθαμβος. Κάθε λίγο και λιγάκι άθελά τους τα παιδιά, άφηναν επιφωνήματα θαυμασμού ή έκπληξης. Ο Μάρκος όμως τόλμησε να ρωτήσει δυνατά αυτή τη φορά: -Πού βρισκόμαστε κυρ’ Παν-Οζ; Είναι αληθινά όλα όσα βλέπουμε ή βρισκόμαστε… στη χώρα των ονείρων; -Και βέβαια είναι αληθινά, αγαπητό μου παιδί! Τι ερώτηση!.. Βρισκόσαστε στο εργαστήρι μου!.. είπε εύθυμα ο Παν-Οζ, και το ύφος του έμοιαζε με εκείνο του μηχανοκίνητου κλάουν που τους ακολουθούσε, κάνοντας πολλά και διάφορα τρικς, για να κάνει τα παιδιά να γελούν. Τα παιδιά δε μπορούσαν παρά να γελάσουν και πάλι με το ύφος του Παν-Οζ. Για πρώτη φορά, εκείνη τη στιγμή, δεν ένιωθαν πια, καμμιά, μα καμμιά ανησυχία. Η χαρούμενη, η γιορταστική ατμόσφαιρα και προ παντός ο ίδιος ο Παν-Οζ, είχαν βοηθήσει, ώστε τα παιδιά να ηρεμήσουν επιτέλους. Αλλά ο Παν-Οζ συνέχισε σε πιο σοβαρό τόνο. -Παιδιά, όπως θα καταλάβατε, είμαι ένας καλλιτέχνης, και μου αρέσει να φτιάχνω ασυνήθιστα πράγματα. Βλέπετε, μ’ ενθουσιάζει η μί