Μία εισαγωγή…

 

 

Μία εισαγωγή…

 (Από το βιβλίο μου ποίησης, Ψίθυροι, Sydney 2008)

Δε θα μιλήσω για πράγματα που έχουν ήδη ειπωθεί από ποιητές, ‘μεγάλους’, ‘μικρούς’, ‘διάσημους’ και αντίθετα.  Για ποιο λόγο άλλωστε; Όσοι ασχολούμαστε με τα τοιαύτα, τα γνωρίζουμε και δε θα ήταν φρόνιμο να τα επαναλαμβάνουμε.

Εμείς, οι νεότεροι ποιητές, και δη οι εκτός του ελλαδικού χώρου, Έλληνες, οι ζώντες δηλαδή εντός μιας από τις μικρές ελληνικές εστίες –μακρόθεν ‘της Μητρός Ελλάδας’, όπως μερικοί επιμένουν να επαναλαμβάνουν και με σεβασμό να τηρούν την παράδοση-  έχουμε να τραγουδήσουμε άλλα τραγούδια, τα δικά μας. Αυτά αναμφισβήτητα είναι συνονθύλευμα αισθημάτων, ανθρώπου εν πρώτοις, Έλληνα δεύτερον και εκτός της Εστίας του τρίτον.

Μερικοί από εμάς δεν ζήσαμε ίσως πολέμους, δεν τραγουδήσαμε ίσως λευτεριές από πρώτο χέρι, δεν ζήσαμε λιμούς, λοιμούς ή κατατρεγμούς, στην Μαμά Ελλάδα του Βόρειου ημισφαιρίου, και χωρίς αμφιβολία… όχι στην μικρή Ελλάδα της Αυστραλίας.        Χωρίς να είμαστε μέτοχοι του Καρυωτακισμού ή να κομματιζόμαστε όπως έκαναν και εξακολουθούν να κάνουν αρκετοί, εξιδανικεύοντας θεωρίες και κατά το σύνηθες και συμφέροντα, χωρίς να μιμούμεθα τη διάσημη Σχολή της γενιάς του ’30, ούτε να κολλάμε στην υπερεαλιστική Σχολή του Εμπειρίκου, που με στόμφο υιοθέτησε ο Εγγονόπουλος, απλά γράφουμε στίχους, ‘ποιούμε’,  ανάμεσα σε άλλα λογοτεχνικά είδη. Ίσως ακόμη να ανήκουμε στην μερίδα εκείνων που προτιμήσανε τη Στροφή του Σεφέρη, και την υιοθετήσανε ως ένα βαθμό, όπως κατά προσέγγιση έκανε και ο Ελύτης. Ο Καβάφης παραμένει φωτεινός στο μονοπάτι του της οικονομίας των επιθέτων και γενικά της λεκτικής στωϊκότητάς του -και τα δύο στοιχεία εντείνουν, υπογραμμίζουν τα μηνύματά του-, και ο Σικελιανός, κρατά το ‘ίσο’ στην πολιτισμική κληρονομιά μας: δηλαδή την Ελληνικότητα και την Ορθοδοξία.

Η ποίηση οφείλει να υψώνεται στη σφαίρα της αμεροληψίας και να της αφαιρείται η διάθεση της διάκρισης και της εκμετάλλευσης. Το λέω αυτό ενσυνείδητα, καθώς επικρατεί μία τάση που όλο και περισσότερο χαρακτηρίζει τον εντός και εκτός Ελλάδας ελληνισμό, γεγονός που δεν  ενισχύει τον πολιτισμό μας αλλά τη μισαλλαδοξία του πλήθους. Τα φαινόμενα του εγωκεντρισμού ενδυναμώνονται και αυξάνεται ο αριθμός εκείνων που προβαίνουν σε πράξεις εκφοβισμού, ασυνήθιστα βίαιες και πέρα από την προτεινόμενη διαλλεκτική, τη μέθοδο των σοφών και των μετριοφρόνων.  Η τελευταία μερίδα –των μετριοφρόνων-, φαίνεται να εκλείπει όλο και περισσότερο.

Τα φαινόμενα  τα οποία ταξιδεύουν ως εμάς, μέσω των μαζικών μέσων ενημέρωσης, κάνουν την ποίηση να βουβαίνεται, και προσφέρουν μία δύσπεπτη τροφή στον δημιουργό του καμβά, της μουσικής, της οθόνης, της σκηνής κ.τ.λ. που για την αποτύπωση των ερεθισμάτων από τα οποία βομβαρδίζεται, αποζητά και υιοθετεί θέματα εξ ίσου απαισιόδοξα και απρόσωπα, και ακόμα τραγικότερες αποχρώσεις του μαύρου και του γκρίζου, για να τα αποδώσει.

Κάποιοι από εμάς γνωρίσαμε και κατανοήσαμε ‘τι εστί’ Χούντα, Δικτατορία, Στρατιωτικό πραξικόπημα, τι θα πει αξιοπρέπεια και εξευτελισμός, ευθύνη και ανευθυνότητα, συνέπεια και το αντίθετο, τιμωρία και ατιμωρησία σε μικρή ή σε μεγαλύτερη κλίμακα, ατομική ή κατά σύνολα, προδοσία και χάσιμο πατρίδας, τις συνέπειές της τελοσπάντων, που υπήρξαν οδυνειρές σε υπερθετικό βαθμό. Είμαι βέβαια ότι εννοήσατε τα ‘ευκόλως εννοούμενα’, όπως συνηθίζεται να λέμε.

Επιπλέον, εμείς ως Έλληνες του εξωτερικού, γευτήκαμε και κατανοήσαμε με την απομάκρυνσή μας -από ό,τι αγαπητό, γνωστό  ή οικείο-, και τελικά με την άφιξή μας, με την παραμονή μας, τη διαβίωσή μας σε έναν άλλον τόπο, εκτός της πατρίδας μας, τι  περίπου ήταν αυτός ο περίφημος νόστος του Οδυσσέα, αν και ίσως σε πιο ήπια μορφή, θέλω να πιστεύω. Κάποιοι πιθανόν να διαφωνήσουν μαζί μου.  Υποθέτω ότι ως ζήτημα είναι και θέμα οπτικής γωνίας.

Ακόμη κι έτσι όμως, οι εμπειρίες μας στον υιοθετημένο χώρο, πέρα από τη νοσταλγία μας που μυριοτραγουδήθηκε, μας οδηγούν να γράφουμε για το ‘ξεριζωμό’ μας, -όπως σπαραξικάρδια αποκαλέστηκε η επιλογή άλλης γης για να επιζήσει ‘ο Έλλην των στενών’-, γράφουμε και για την αλλοδαπότητα, που ανεξίτηλη εξακολουθεί να είναι το δεύτερο πετσί μας και που μοιρολατρικά και μέχρι θανάτου, θα μας δέρνει!..

Είναι αλήθεια ότι ο μετανάστης, περισσότερο από συχνά παθαίνει ένα είδος προσκόλλησης στα ‘παλιά’, για να παρηγοριέται αν δεν μπορεί να προσαρμοστεί στα ‘νέα’, αλλά με τον τρόπο αυτό αναμφίβολα  δυσκολεύεται να τα ξεπεράσει. Η ευλογημένη Μνήμη αν και συχνά οξύνει αυτήν την προσκόλληση και την εξ αυτής συχνά επαυξημένη νοσταλγία, είναι τόσο πολύτιμη όσο και η ανάγκη να συνεχίσουμε να ζούμε στηριγμένοι σε αυτήν.

Αν ο κάθε μετανάστης σκεφτεί ότι η νέα Πατρίδα δεν απέχει παρά μόνο όσο ένα πολυδάπανο ταξίδι -αλλά τουλάχιστον έστω και έτσι, δεν είναι όνειρο που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί-, τότε κατανοεί πόσο απαραίτητο είναι το χρήμα και ότι για τον λόγο αυτό –κοντά σε πολλούς άλλους- θα πρέπει να το κατέχει, να το αυγαταίνει και να το προσέχει, χωρίς να γίνεται τσιγγούνης τελικά!  Έτσι είναι βέβαιο ότι θα αισθάνεται on top of the world!

Τελικά όμως τίποτα δεν είναι εντελώς άρτιο σ’ ετούτη τη ζωή! Αφού έχουμε ξεπεράσει τον πόνο του μετανάστη, αφού έχουμε κάνει ειρήνη με τη Μνήμη μας, κι αφού συμβιβαστήκαμε με την ανάγκη μας να ταξιδεύουμε ενίοτε, αν όχι συχνά, στην πατρίδα μας, παραμένουμε δυνατοί και πάντα Έλληνες και περήφανοι για την «καταγωγή μας»!..

Ως  τέτοιοι όμως κουβαλάμε με πεποίθηση και τα από καταβολής ‘χούγια’ μας και πηγαίνοντας ‘πίσω στην πατρίδα’ διαπιστώνουμε ότι και ‘εδώ’ –και μάλλον περισσότερο- όπως και στην αλλοδαπή γη, η εξέλιξη δεν καταφέρνει να τα διαβρώσει για να τα απαλύνει… Α μπα! Αυτό είναι πέρα για πέρα αδύνατο για τη φύση του Έλληνα. Έτσι κι όταν ακόμα περάσουν 100 καλά χρόνια, διαπιστώνεις ότι τα ‘χούγια’ επιμένουν και στον εδώ Έλληνα, αλλά πολύ περισσότερο στον Ελλαδίτη Έλληνα. Μα, θα ρωτήσετε: ‘εμείς κάπως αλλάξαμε, στην Πατρίδα όμως; Εκεί… εκεί δεν αλλάζει τίποτα επιτέλους;’ ‘Ε… πώς…’  -θα είναι η απάντηση-‘…έχει αλλάξει κάτι: τώρα πια είναι κοτζάμ μέλος των 27, της Ευρωπαϊκής Ένωσης!..’ με τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά της προσκολλήμενα πάνω της όπως πάντα όμως, έτσι; Δεν αλλάζει λοιπόν ουσιαστικά, αγαπητοί συμπατριώτες. Όπως τ’ αφήσαμε έτσι ακριβώς τα βρίσκουμε, προς το παρόν τουλάχιστον. Και μη βιάζεστε να πείτε πως δεν ταυτιζόμαστε με τον Ελλαδίτη αδερφό μας! Απεναντίας!  Μόλις πατήσουμε το πόδι μας στη Μητέρα Ελλάδα, διαπιστώνουμε ότι αν δεν είμαστε ίδιοι κι απαράλλαχτοι, γινόμαστε εντός 24ου -εννοώ στα πολύ βασικά, στα έμφυτα-, και ευτυχώς όχι όλοι, έτσι; Όπως πάντα υπάρχουν και εδώ εξαιρέσεις. Έτσι αν χρειάζεται το ρουσφέτι (‘τ’είχες Γιάννη, τ’ είχα πάντα!’),  δηλαδή το φακελάκι για κάποια εξυπηρέτηση -το λέω σαν παράδειγμα-, αν όχι όλοι -όπως είπα-, αρκετοί όμως, σπεύδουν να σεβαστούν τα ‘ημέτερα’ ή το κατεστημένο. Ας μην κάνουμε λοιπόν χοντρά λάθη: ότι δήθεν αλλάξαμε με τον ξενιτεμό μας. Τα παιδιά μας, σίγουρα ναι. Δεν μας μοιάζουν, απλά γιατί η μαμά τους η Αυστραλία, τα έχει εκπαιδεύσει διαφορετικά.  Δεν χαμπαρίζουν από τέτοια. Και… -μη με λιθοβολήσετε γι αυτό που θα πω στη συνέχεια- αυτό το ‘πλεονέκτημα’ είναι κάποτε άκρως επικίνδυνο. Γιατί σε περίπτωση που οι γόνοι μας θ’ αγαπήσουν τόσο πολύ τη χώρα της καταγωγής τους, σε βαθμό ν’ αποφασίσουν να εγκατασταθούν μονίμως, και επιπλέον ίσως και να επιδοθούν σε επιχειρήσεις για την επιβίωσή τους στη Γη των Θεών, διατρέχουν κινδύνους, μάλιστα ‘κινδύνους’, που προέρχονται από είδος ζηλοφθονίας -για να μην την ονομάσω ξενοφοβία-, γιατί και οι μετανάστες Έλληνες συχνά θεωρούνται ξένοι! Ας φυλαχτούν λοιπόν τα παιδιά μας από αυτήν την ενστικτώδη καταπολέμηση! Όχι, δεν είναι όλοι οι Έλληνες ίδιοι, αλλά στον Κόσμο της σύγκρισης και της επιβολής παίζονται πολλά παιχνίδια και κόλπα, που δεν τα χαμπαρίζουν οι αδαείς… Μιλώ βέβαια, ακόμη για τα παιδιά μας,  και ελπίζω να με συγχωρήσει γι αυτό ο παρών Υπουργός Οικονομίας που με τόσο ‘φιλότιμο’ διαχειρίζεται τα της ‘Εθνικής’ αντίστοιχης. Αυτό τουλάχιστον καταλαβαίνουμε από αυτά που ακούμε, από τα πανίσχυρα πλέον, μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Ύστερα από αυτή την παρενθετική ομοβροντία… -ομολογώ ότι στεναχωριέμαι όταν κάνω κάτι τέτοιο-, επιστρέφω στο κύριο θέμα μου, που είναι η ποίηση και το περιεχόμενό της.

Λέω λοιπόν ότι με όργανο την ποίηση θα μπορούσαμε να υμνήσουμε το σύστημα στο οποίο ζούμε. Θα μπορούσαμε να το κατακρίνουμε, να το διακωμωδήσουμε, να μιλήσουμε για τις διακρίσεις μεταξύ των πολιτών μιας εθνικότητας, και για τις άλλες μεταξύ  των εθνικοτήτων και τις πιο δυνατές και ολέθριες, εκείνες προς τους ‘ξένους’, τους ‘παρείσακτους’, σ’ ετούτη τη γη που προέρχονται από μεγάλη μερίδα Αγγλοαυστραλών.

Γνωρίζουμε ότι οι Αγγλοαυστραλοί, εξακολουθούν ακόμη και ύστερα από την προσέλευση μεγάλου αριθμού μεταναστών -από τις αρχές του  20ου  αι. μέχρι των ημερών μας- να θεωρούν τον εαυτό τους ως τους προνομιούχους κατοίκους αυτής της ηπείρου. Και μην πιστεύετε κάτι άλλο. Έχουμε αμέτρητες αποδείξεις… Δεν στεναχωρούνται όταν το κάνουν αυτό, καθώς αδιαφορούν ακόμη και σήμερα, για το γεγονός  ότι γνήσιοι ιδιοκτήτες αυτής της Γης, και πρώτοι πραγματικοί  Αυστραλοί, είναι οι Aborigines. Έχουν υποστεί ανείπωτα δεινά των οποίων είμαστε γνώστες και λυπούμαστε γι αυτά. Ένα συγγνώμη ήθελαν οι άνθρωποι τόσα χρόνια για το Stolen Generation, και ο πρώην κυβερνήτης της χώρας δεν το έκανε. Μόλις εφέτος στις 12 Φεβρουαρίου, ημέρα Τρίτη, 2008, ο πρωθυπουργός της χώρας Kevin Rudd, leader of the Labor Govenrment, είπε το μεγάλο ιστορικό sorry στο Federal Parliament για τα δεινά που υπέστησαν οι γηγενείς, εξαιτίας  της κλεμένης γενιάς μία φοβερή ιστορία που συνεχίστηκε ως το 1970. Άσε τα πριν και ίσως λιγότερο τα καθημερινά…   Τι μπορεί να πει κανείς;

Τα παιδιά των πρώτων νομίμων μεταναστών, όσα έχουν γεννηθεί εδώ -ευτυχώς θεωρούνται Αυστραλοί- μπόλιασαν με το αίμα τους τον πληθυσμό των κατακτητών της Αυστραλίας, δηλαδή των Άγγλων που είχαν καταφτάσει εδώ τον 18ο αι. φέροντας μαζί τους μπουλούκια εξορίστων, καταδικασμένων για ψύλλου πήδημα, περισσότερο από συχνά.

Ως πραγματικοί αλλοδαποί, πολλοί από εμάς –εξαιρουμένων λέω, των Αγγλοαυστραλών, που θεωρούν τον εαυτό τους αφεντικά όλων, ντόπιων και μη- ερχόμαστε τρίτοι και καταϊδρωμένοι… και επί τω πολλώ  αδικημένοι, ως προς το κατά πόσο είμαστε αλήθεια Αυστραλοί, μια και πολιτογραφηθήκαμε, βαφτιστήκαμε δηλαδή ως τέτοιοι, με την επιτρεπτή άφιξή μας εδώ, κτλ., κτλ. Κάπως έτσι είναι και όσοι έγιναν πολίτες αυτής της χώρας… εξ αγχιστείας.

Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε, ότι εμείς οι όποιας εθνικότητας -συν Αυστραλοί-, έχουμε λόγους να γράφουμε στίχους καθώς καταβάλλουμε αέναη προσπάθεια και μέχρι θανάτου, να ανήκουμε σε δύο πατρίδες (εξαιρουμένων ίσως των Κινέζων που αισθάνονται σα στο σπίτι τους, όλως περιέργως!) χωρίς βασικά να είμαστε 100% αποδεκτοί στη μία ή στην άλλη, αλλά να παραμένουμε αιωρούμενοι στο χάος της ανεκπλήρωτης επιθυμίας μας.

Να τραγουδήσουμε τελικά και τον συμβιβασμό μας: ότι δηλαδή είμαστε ικανοποιημένοι με αυτά που καταφέραμε στον κατ’ εκλογήν τόπο της εκούσιας εξορίας μας.  Αυτά που είδαμε, βιώσαμε και νοιώσαμε  άσχετα με την προέλευσή μας ή τη μόρφωσή μας, υπήρξαν όπως πάντα και παντού  οδυνειρά, ή ίσως όχι και τόσο.

Χρειάζεται επίσης να μιλήσουμε για τις, μέχρι των ημερών μας, διακρίσεις που δέχτηκαν τα αυστραλογεννημένα παιδιά μας στο Δημόσιο σχολείο (έφταιγαν: το σταράτο δέρμα, το σκούρο μαλλί και η προφορά, τουλάχιστον στα πρώτα μαθητικά τους χρόνια, και κυρίως έφταιγαν οι γονείς τους που ήταν ξένοι και όχι Άγγλοσάξωνες, τελικά)  από μαθητές και δασκάλους, λίγο λιγότερες ίσως εδώ, αν συγκριθούν με τις διακρίσεις και τις απαράδεκτες συμπεριφορές που δέχτηκαν όσα από τα παιδιά μας φοίτησαν στο Καθολικό εκπαιδευτικό σύστημα, ενώ ήταν άλλου θρησκεύματος: και κυρίως Χριστιανοί Ορθόδοξοι.             Αξιοσημείωτη ήταν η φιλότιμη προσπάθεια των καθολικών μοναχών -αμφοτέρων φύλων- να κακοποιήσουν τα παιδιά μας στα χριστιανικά κρυσφύγετά τους, της εκπαίδευσης. Ακούσαμε και πολλά παράξενα: ότι τα παιδιά μας δεν είναι έξυπνα και μελετηρά όπως τα δικά τους, και ακόμη ότι δε θα έπρεπε να έχουμε μεγάλες προσδοκίες γι’ αυτά,  και απανωτά να επιχειρούν να μας παρηγορήσουν για την ατυχία μας! Η προσέγγισή τους και σε σχέση πάντα με την δική τους πεποίθηση θύμιζε ‘Πόντιο Πιλάτο’.

Για το Καθολικό εκπαιδευτικό σύστημα από το 1974, ως τα μέσα της  δεκαετίας του 1990, μιλάω, και  ‘εξ ιδίας’!.. Υπάρχουν βέβαια και εδώ οι εξαιρέσεις!  Ακούω ότι κάποια πράγματα έχουν αλλάξει σήμερα, κυρίως αφότου τα σχολεία τους κατακλύσθηκαν από τους Ασιάτες. Ας μην ξεχνάμε τις διαφορετικές συνθήκες άφιξης των Ασιατών στην Αυστραλία και κυρίως των Κινέζων, στο τέλος της δεκαετίας του 1980,  και μέχρι σήμερα. Ας είναι καλά ο ‘Χωκ και τα καυτά δάκρυά του στο T.V.’!

Η ‘τρομοκρατία’  -σήμα κατατεθέν της καθολικής εκκλησίας τον μεσαίωνα συν…- σε διαφορετική μορφή, πιο ήπια, αλλά με δεινά αποτελέσματα στον ψυχισμό των μαθητών από οικογένειες αλλοδαπών,  δεν εξέλιπε και στα εκπαιδευτικά ιδρύματά της στην Αυστραλία, ίσως  μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 -τότε είχαν αρχίσει να βγαίνουν στην επιφάνεια οι κατά καιρούς σοκαριστικές αποκαλύψεις κακοποίησης, παιδεραστίας κ.τ.λ., κ.τ.λ. των αδερφών –Brothers- της Καθολικής Εκκλησίας.

Επικρατούσε ή βασίλευε λοιπόν η τρομοκρατία στα Καθολικά σχολεία, που και ιδιωτικά ήταν και λεφτά έτρωγαν από το σεβαστό κράτος και από τους πελάτες τους, και προκοπή δε έκαναν με την πολύτροπη διάκριση εναντίον των παιδιών που είχαν την τύχη -επαναλαμβάνω- να έχουν σκούρα μαλλιά, παρουσιαστικό άσχετο με το τυπικό αγγλοσαξωνικό και ονόματα που τους δυσκόλευαν με την προφορά τους κυρίως, και επομένως δεν τους άρεσαν.

Στους χώρους των εκπαιδευτηρίων της καθολικής παιδείας ήταν, που όταν τα παιδιά ημών -των άλλων, των μη καθολικών και δη Ορθοδόξων Χριστιανών-, υπέμεναν το σαπούνι στο στόμα για κάποια λέξη που δεν έπρεπε να είχαν πει… ή δοκίμαζαν και άλλου είδους άθλιες συμπεριφορές -ένδειξη της ανεκτικότητας του δόγματός τους- που δεν μπορούν να κατατεθούν στο κείμενο αυτό για να μην το μυάνουν τελικά, αν και ίσως αυτό έχει ήδη συμβεί με την αναφορά αυτή και μόνο. Ευτυχώς κάποια πράγματα άλλαξαν βαθμηδόν την τελευταία εικοσαετία όπως ήδη ανάφερα.

Επιστρέφω ξανά στον ορισμό της Ποίησης… Η Ποίηση λοιπόν όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι, είναι έκφραση της αγωνίας και του άγχους σε μία ήπια μορφή, είναι άλλαλη κραυγή,  σπάραγμα, ψίθυρος αγάπης, ντροπής, συγγνώμης. Είναι εξομολόγηση, κλάμα, θρήνος, παράπονο ή ακόμη τρόπος καταγραφής χωρίς ημερομηνίες, ένα είδος ημερολογίου της ψυχής και των ανεβοκατεβασμάτων της…

Και φυσικά ζωγραφίζει τα ποικίλα συναισθήματα: τα τρυφερά, τα ηρωϊκά, τα ορμητικά, του συλλογισμού και της σιωπής  ή τα ακανθώδη, που τα τραγουδήσαμε ο καθένας από εμάς –θα έλεγα όλοι ανεξαιρέτως, με τη δημώδη ποίηση να μας παρηγορά ή με την ποίηση των ποιητάδων μας -όσοι απ’ αυτούς μας άγγιξαν τέλος πάντων- ή με τους στίχους των λαϊκών και άλλων τραγουδιών μας, καθένας μας ανάλογα με την προσωπικότητά του, με το περιβάλλον του και φυσικά ανάλογα με τις προσωπικές ή εξ ακοής εμπειρίες του, μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο που το σχηματίζει η κοινωνία γύρω του, οι συνανθρωποί του και οπωσδήποτε ανάλογα με την παιδεία του.

Η ποίηση αν και δεν έχει σκοπό να πεδέψει ή να εκπαιδεύσει, στην προσπάθεια σύνοψης ή και κατάθεσης συμβόλων, αποβαίνει εκ των πραγμάτων πόνημα, όχι μόνο ως προς τη γραφή της αλλά και ως ανάγνωσμα, στην προσπάθεια κατανόησης από τον αναγνώστη της.  Γιατί ενώ πολλά μπορούν να ειπωθούν ψιθυριστά και πολλά φωναχτά, άλλα απαιτούν την ποιητικότητα στους στίχους της, την μουσική θεωρία που τις νότες της δεν αναγκαιούσαι να τις αναλύσεις αλλά ευφραίνεσαι όταν σου δίνουν ποιότητα που χαροποιεί, γοητεύει, ταξιδεύει. Έτσι μουσικοποιούνται και κάποιοι στίχοι αν και συνήθως οι περισσότεροι στίχοι που μουσικοποιούνται, γράφονται με αυτή την προδιάθεση.

Όσο για την αγάπη προς την ποίηση, ομολογώ ότι δεν μπορεί να περιοριστεί σε μία λέξη ή σε μία έννοια, εφόσον είναι ένα πολυποίκιλλο φάσμα, γεμάτο αποχρώσεις και πτυχές, ένα ατέλειωτο μνημόνιο, ένα ατελείωτο ποίημα από μόνη της, ένα διαρκές τραγούδι, μία μούσα της διανόησης και της ψυχής.

Ο άνθρωπος πέρα από την συναίσθηση της ύπαρξής του ως σώματος και των αισθήσεών του, κυρίως της πείνας και του πόνου, της όρασης και της ακοής, κρύβει μέσα του μία άγνωστη γωνιά που φωτίζεται από τον ήλιο, το νοητό, όταν δηλαδή διαβάζει ή όταν γράφει, έχοντας ευαισθητοποιηθεί κυρίως από τις επιδράσεις του  περιβάλλοντός του, όπως ήδη έχω πει. Δεν είναι εύκολο πράγμα να σκέφτεσαι, να ερμηνεύεις παρατηρήσεις και συναισθήματα και να τα διατυπώνεις  χρησιμοποιώντας τον στίχο. Οπωσδήποτε η μούσα, καλά κεκαλυμμένη μέσα μας, παραμονεύει και παρασύρει στη διατύπωση όλων εκείνων που τολμάμε ή δεν τολμάμε να ξεστομίσουμε, με όχημα τους στίχους. Δεν πειράζει η κατακριτική… κριτική, ή επίκριση, κυρίως εκείνων που θεωρούν τον εαυτό τους ‘ειδήμονα’!  Προσέξτε εδώ λιγάκι: μην κάνετε λάθος. Έχουν και αυτοί οι καλούμενοι ‘ειδήμονες’, τις συμπάθειές τους, εκείνους δηλαδή που ταιριάζουν με την ψυχοσύνθεσή τους ή ακόμη γιατί τους πιέζει το συμφέρον τους!..  Σημασία έχει η ρευστότητα του λόγου η διαύγεια των σκέψεων στην κατάθεσή τους και η εκμετάλλευση των συμβόλων του μύθου που ο καθείς κληρονόμησε ή υιοθέτησε στην πνευματική του πορεία, για να πειραματιστεί στην προσπάθειά του αναμετάδοσης εκείνων που θέλει να επικοινωνήσει στους άλλους.

Κάθε φορά που γράφει ο ποιητής επιχειρεί μία καινούργια απόπειρα -ένα πείραμα αν θέλετε- μία προσπάθεια μετάδοσης και αναμετάδοσης του συναισθήματός του, των συλλογισμών του κτλ. στον αναγνώστη του, παρόμοια όπως έκανε  ο Σεφέρης όταν έγραψε τη συλλογή του Στροφή.

Στην ποίηση, μία νέα απόπειρα αποκαλύπτει μία νιογέννητη, διαφορετική αναδίπλωση της σκέψης. Τονώνει, είναι ένα αναφτέρωμα της ψυχής, είναι σαν ένα τελευταίο τραγούδι, καθώς δημιουργείται στα ενδόμυχα της ψυχής του ποιητή η πίστη ότι έτσι αδειάζει τα απόκρυφά του με τον πιο ιδανικό τρόπο, και ως την επόμενη φορά, οπόταν κάποια νέα κεντρίσματα-εναύσματα, θα τον σπρώξουν να αναθεωρήσει και πάλι κάποια πράγματα, ώστε να ξαναγράψει ή και να κaινοτομήσει με κάποιες αναπάντεχες σκέψεις του. Απομένει το στάδιο της επικοινωνίας τους, να κοινοποιήσει καταλλήλως τις σκέψεις του, με την ελπίδα ότι θα βρουν απήχηση, θα μιλήσουν σε κάποιους από τους  συνανθρώπους του, εκείνους τουλάχιστον που ταξιδεύουν στα ίδια νοητικά ή και νοηματικά κύματα.

Ο Έλληνας, όπως λέει και ο ελληνιστής P.Bien, είναι πολύ τυχερός, γιατί του έχουν κληροδοτηθεί πολυπληθείς μύθοι. Έχει λοιπόν σα βάση ένα ευρύ πεδίο, στο οποίο βασίζεται για τους συμβολισμούς του.  Είναι όμως και πολίτης του πλανήτη, επομένως δεν βλάπτουν και όλα εκείνα που του παρέχουν οι άλλοι  πολιτισμοί δίπλα στον δικό του.

Ποιητής σημαίνει πρώτα από όλα το πρόσωπο που ποιεί, δημιουργεί και υπό αυτήν την ιδιότητα διέπεται από δυνατά συναισθήματα. Είναι πρώτα απ’ όλα άνθρωπος, ευαίσθητος και ευέλικτος και σαν τέτοιος παρακινείται σε όποια γη κι αν βρίσκεται. ‘Οταν μάλιστα είναι γνώστης περισσότερων  της μιας γλώσσας, τότε έχει περισσότερα από ένα γλωσσικά εργαλεία για να επικοινωνεί με ανθρώπους άλλων πολιτισμών.

Έχοντας πει πολλά στο παρελθόν υπό την επίρρεια  του προσωπισμού μου, ένιωσα ότι έχω το ελεύθερο να χρησιμοποιήσω μία νέα γκάμα εννοιών, με μεγαλύτερη τη γεύση της παγκοσμιότητας και σε σχέση με την προηγούμενη δουλειά μου.

Θεματικά τα ποιήματα αυτής της συλλογής, μιλούν για τις πολλές και διαφορετικές μορφές  της αγάπης και για τις κραυγές της έγνοιας και της αγωνίας που σιωπηρά σπαράζουν το είναι ενός ανθρώπου.

Η αγάπη είναι σαν το όνειρο. Είναι άπιαστη, ονειρεμένη, άϋλη. Μόνο που πολλές φορές τη θρυμματίζει η πίεση, ένας κακός παράγων, μία κακοτυχία. Δεν ξεκινά απλά από τον έρωτα που αν οδηγήσει στην αγάπη, αποβαίνει ο προθάλαμός της. Είναι φυσική, ανθρώπινη ανάγκη, που έχει διαφορετικές πηγές. Μπορεί να ξεκινήσει από μία φιλία ζευγαρωμένη την εκτίμηση και να εξελιχτεί σε ακράδαντη εμπιστοσύνη, σε πρόθυμη τάση για θυσία και αυταπάρνηση, για να πούμε τα ελάχιστα από όλα εκείνα που αποτελούν επί μέρους στοιχεία, που και πάλι συνδυασμένα και επαναφιλτραρισμένα δίνουν την μεγάλη εικόνα της μικρής, μαγικής λέξης: ΑΓΑΠΗ.

Λογάρια Αγάπης’ λοιπόν, λογίζονται κάποια από ετούτα τα ποιήματα που εκπροσωπούν το ‘Βιβλίο Πρώτο’, ύμνοι μικροί για ένα τόσο σημαντικό κεφάλαιο της ανθρώπινης ύπαρξης…  αν και ‘Ψίθυροι’, είναι το πιο ηχηρό  φαινόμενο στη ζωή…

Εκτός της γονικής αγάπης, που είναι το εκ φύσεως δώρον για την ολοκλήρωση του ανθρώπου που κοπιάζει σ’ ετούτο τον πλανήτη, τα άλλα είδη αγάπης, όπως ήδη είπα, πέρα από την πρωταρχική έλξη, έχουν σα βάση την αμοιβαία εκτίμηση και φιλία για να εξελιχθούν σε αγάπη συντροφική, συζυγική κτλ.  Ξεχωρίζουν κι άλλες πολλές μορφές αγάπης: π.χ. προς ένα συγκεκριμένο τόπο ή χώρο, προς τη φύση εν γένει, προς τα ζώα, η αγάπη προς τα σπορ, κ.τ.λ., κ.τ.λ.

Είναι αλήθεια ότι ακούμε και πολλά έκτροπα στις μέρες μας.  Ακόμη και η γονική αγάπη κάποτε παρουσιάζεται να είναι εξεζητημένο φαινόμενο, και εκείνη των γόνων αποδεικνύεται παροχική και άσχετη με την φύση της.  Και εδώ έρχεται σαν συμπλήρωμα του: ‘Βιβλίο Πρώτο’, Λογάρια Αγάπης, το ‘Βιβλίο Δεύτερο’, Κραυγές Σιωπής που εκπροσωπεί ποικίλες κραυγές, απόγνωσης που δεν εξωτερικεύεται, όταν πιστεύουμε ότι κανείς δεν πρόκειται να συμπαθήσει μαζί μας.

Η τεχνολογία του 21ου αι. έχει διανύσει παρασάγγεις για να φτάσει εδώ που βρίσκεται και η ευαισθησία του ανθρώπου γίνεται κομμάτια ανάμεσα στις Συμπληγάδες της πίεσης του χρόνου, της αγοράς και της ανάγκης. Η οικογένεια είναι προσωρινό επίτευγμα και οι εταίροι όχι σπάνια, σκέφτονται την επίλυση των προβλημάτων τους με το διαζύγιο.  Έτσι λοιπόν ενώ άλλοτε το κυνήγι για την επιβίωση έτρωγε όλο το χρόνο του πρωτόγονου ανθρώπου αλλά γέμιζε δίπλα στο στομάχι και την καρδιά του, τώρα το κυνήγι της  οικονομικής μονάδας, πιέζει, εξαντλεί, και αδειάζει τον άνθρωπο από το συναίσθημα.

Και έχοντας φτάσει σε αυτό το σημείο θα ήθελα να πω ότι σήμερα ατυχώς η ποίηση ή το καλό ανάγνωσμα, δεν έχουν θέση στον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο των ανθρώπων. Αγκαλιάζεται ίσως από εκείνους που ονειρεύονται μία διαφορετική ζωή, μία καλύτερη σχέση με τον συνάνθρωπο, μία καλύτερη ‘θέση στον ήλιο’.  Η ανάγκη πνευματικής επικοινωνίας δεν αρκεί με τις εικόνες της τηλεόρασης και την ποικιλία του κομπιούτερ –που αρρωσταίνει το σώμα-, με το άκουσμα της μουσικής, με το ποδόσφαιρο, ή με το σκάκι. Η επικοινωνία μέσω του βιβλίου όποια ώρα και οπουδήποτε, μεταθέτει σε κάποια άλλη σφαίρα, που επίσης τρέφει και εξυγειαίνει τον άνθρωπο, εκείνη της διανόησης.  Η συγκέντρωση και η απομόνωση γεφυρώνει την απόσταση με τον συγγραφέα και ο διάλογος που επιτυγχάνεται, είναι απαραίτητος για την αποδοχή ή την επίκριση. Όλα καλόδεχτα, αρκεί ο διάλογος, αρκεί η επικοινωνία. Αγαπάω ν’ ακούω τι άρεσε, τι ταίριασε, και τα αντίθετα.  Αυτός είναι ο στόχος του ποιητή, του λογοτέχνη. Είναι η συνδιάλεξη σε ένα άλλο επίπεδο, το νοητικό, είναι η ανθρώπινη και η όποια ανταπόκριση αξίας.

Κλείνω με μία μικρή αναφορά σ’ αυτόν τον νέο τομίσκο της ποίησής μου, που φέρει τον τίτλο: Ψίθυροι. Λέω λοιπόν ότι εδώ θα έρθετε αντιμέτωποι με αναπάντεχα ξεσπάσματα για την αγάπη στα Λογάρια Αγάπης ή με θαρραλέες Κραυγές της Σιωπής, που μόνο ακριβή και πολύτιμη είναι. Φιλική και η συμβουλή μου, παρά το γεγονός ότι απεχθάνομαι αυτού του είδους τη διάθεση: Φυλάξτε μέσα σας την πολύτιμη Αγάπη της όποιας μορφής, αν θέλετε μερίδιο στην ευτυχία και συλλογιστείτε την αξία της Σιωπής, όταν το παράπονο, ή η αγανάκτηση σας προωθούν σε όποιου είδους ξέσπασμα!..

Πιπίνα Δ. Ιωσηφίδου-Elles

Ιανουάριος 2008, Σύδνεϋ

 

Ἀπαντῆστε

Συμπληρῶστε κατωτέρω τὰ στοιχεῖα σας ἢ πατῆστε σὲ ἕνα εἰκονίδιο γιὰ νὰ συνδεθῆτε.

Λογότυπος τοῦ WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ WordPress.com. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Φωτογραφία στὸ Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Facebook. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Σύνδεση μὲ τὸ %s σὲ ἐξέλιξη...