“Η Αφροδίτη” από το βιβλίο μου “Αλκυονίδες”…
Η θάλασσα είχε γίνει ξαφνικά σα λάδι. Ο αέρας έπαψε σαν από μαγεία, και γλυκός ο φλοίσβος φύλαγε απαλά την αμμουδιά.
Η μικρή Αφροδίτη με την ανασηκωμένη φούστα της καρφωμένη στη μέση της, περπάταγε κατά μήκος της αμμουδιάς, ξυπόλυτη κρατώντας τις σαγιονάρες της στα χέρια. Φορούσε το μεγάλο ψάθινο καπέλο της, με την τεράστια κίτρινη μαργαρίτα περασμένη στη γαλάζια κορδέλα του. Είχε απλώσει ένα παχύ στρώμα άσπρης αντηλιακής κρέμας στη μύτη της, για να τα έχει καλά με τον πανίσχυρο φίλο της, τον ήλιο. Είχε μάθει να τον σέβεται από μωρό και δίπλα σ’ αυτόν, την αγαπημένη ‘μεγαλοκυρά’, τη θάλασσα.
Στο χάραγμα εκείνης της ημέρας, είχε ξεσπάσει μία από τις φοβερές καταιγίδες, που θαρρείς και είχε φτάσει η συντέλεια του κόσμου. Η Αφροδίτη είχε καταφύγει στο δωμάτιο των γονέων της, ταραγμένη. Δε θυμόταν όλ’ αυτά τα χρόνια, που πήγαιναν στο παραθαλάσσιο σπίτι τους, κάτι παρόμοιο. Οι αστραπές ήταν εκτυφλωτικές και οι βροντές που ξεκούφαιναν, χαλούσαν τον κόσμο. Ήταν ένα φαινόμενο τόσο έντονο, που θαρρείς και συνέβαιναν όλ’ αυτά μέσα στους χώρους του σπιτιού τους. Η δύναμη των οργισμένων στοιχείων της φύσης ήταν φοβερή. Το φως της αστραπής και ο κρότος των κεραυνών λες και διαπερνούσαν τους πέτρινους τοίχους του. Τα παράθυρα και οι μεγάλες τζαμένιες πόρτες του έτριζαν από τους βρόντους και τον δυνατό αέρα, κι αν το κακό κρατούσε περισσότερο, θα μπορούσαν κάποια στιγμή και να έσπαγαν. Οι μεντεσέδες έτριζαν και τα δοκάρια του γεροχτισμένου σπιτιού, βογκούσαν. Κάθε εξοχή ή εσοχή στα εξωτερικά πέτρινα τοιχώματα του σπιτιού είχαν γίνει σουραύλια του μαινόμενου αγέρα και τα μηνύματα, κάθε άλλο παρά ευχάριστα, έρχονταν. Το χειρότερο βέβαια θα ήταν να ‘πέταξει’ η οροφή του σπιτιού τους, όπως είχε φοβηθεί η Αφροδίτη, πράγμα που ευτυχώς δε συνέβη. Η θάλασσα με τον ουρανό, δύο πανίσχυρα στοιχεία του κόσμου, είχαν παντρευτεί και είχαν γεννήσει ένα αλλόκοτο φοβερό θηρίο, έτοιμο λες να καταπιεί τη στεριά. Σίγουρα ο πανάρχαιος θεός του υγρού στοιχείου, είχε κάτι στο μυαλό του εκείνο το ξημέρωμα, όταν μαινόμενος ανακάτευε τη θάλασσα με την τρίαινά του.
Η Αφροδίτη περπατούσε τώρα κυττάζοντας την αμμουδιά, που αν και γαληνεμένη, έφερνε τα σημάδια της τελευταίας της τιμωρίας. Κάποιοι θάμνοι πολλά μέτρα από την άκρη της αμμουδιάς είχαν ξεριζωθεί και κείτονταν με τις ρίζες τους εκτεθειμένες στον ανήλεο ήλιο. Το τραγικότερο θέαμα ωστόσο αποτελούσαν τα μικρά ή και κάποια μεγαλύτερα ψάρια, που είχαν βρεθεί στην άκρη της θάλασσας, την ώρα της καταιγίδας. Είχαν σωριαστεί σκόρπια κατά μήκος της αμμουδιάς και ανάμεσά τους κάποια καβούρια με σπασμένα τα κοκάλινα πόδια τους, ή και το προστατευτικό τους περίβλημα. Πολλά στρείδια, μύδια, αχινοί, αχιβάδες και κοχλίες ήταν εκεί άψυχα, με πολλά από τα ζωάκια μισο-βγαλμένα από τα όστρακά τους, νεκρά.
Η Αφροδίτη εξέταζε λυπημένη τα αποτελέσματα της απρόβλεπτης καταιγίδας. Την τάραζε αυτή η μορφή της χαμένης ζωής. Περπατούσε αργά και κάπου-κάπου έσκυβε και με προσοχή προσπαθούσε να σιγουρευτεί για το αν κάποιο από τα θαλάσσια αυτά ζωάκια ήταν ζωντανό. Ένα μικρό καβουράκι άρπαξε τη ματιά της, καθώς πάλευε να ελευθερωθεί από ένα, δυσανάλογα μεγάλο, φύκι. Είχε μπερδευτεί ανάμεσά του και καλυμμένο σχεδόν από αυτό, δυσκολεύονταν ν’ απελευθερωθεί. Η Αφροδίτη έσκυψε και με πολύ προσοχή, πιάνοντάς το από το όστρακό του για να μη το τραυματίσει, το απάλλαξε από το μεγάλο φύκι και χαρούμενη το άφησε κοντά στο νερό. Αυτό, περπατώντας στα πλάγια, όπως συνηθίζει το είδος του, γρήγορα κατόρθωσε γρήγορα να φτάσει και να βουτήξει μέσα στη γαλήνια θάλασσα.
-Πάλι καλά που βρέθηκε ζωντανό, έστω και ένα καβουράκι!.. είπε μιλώντας στον εαυτό της η μικρή Αφροδίτη.
Και μιλώντας για καβούρια θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Αφροδίτη αγαπούσε πολύ το νόστιμο κρέας τους. Με τον Ιάσονα, τον αδερφό της, κατέβαιναν καθημερινά, στο μικρό, απάνεμο, ξύλινο παράπηγμα, το καλά σφηνωμένο στην αμμουδιά, που την επέβλεπε, το κρεμασμένο απάνω στο βράχο σπίτι τους. Συχνά σ’ εκείνο το παράπηγμα, έδεναν αποβραδίς μια-δυο παλιές νάιλον κάλτσες της μητέρας τους, με μικρά κομματάκια ωμό κρέας μέσα τους και τις άφηναν ολονυκτίς. Το πρωί βρίσκανε μεγάλα καβούρια αγκιστρωμένα πάνω στις κάλτσες. Αν τύχαινε όμως κι ήταν μικρά, τότε τ’ άφηναν ελεύθερα.
Στο ίδιο μέρος στην ξαπλωτή αμμουδιά, ήταν αραγμένη σχεδόν πάντα και η μικρή εξωλέμβια του πατέρα τους, δεμένη στο ξύλινο παράπηγμα. Το περασμένο βράδυ όμως, επειδή το μετεωρολογικό δελτίο είχε προβλέψει κακοκαιρία, ο πατέρας τους είχε ανεβάσει τη βάρκα του ως το ύψωμα του σπιτιού τους, με τη βοήθεια ενός καλού γείτονά τους.
Η αμμουδιά μετά από την κακοκαιρία της περασμένης νύχτας, ήταν πολύ ακατάστατη! Η φύση σίγουρα ξέχναγε τη νοικοκυροσύνη της και παραπατούσε αρκετά συχνά. Με τις μέρες όμως, σίγουρα, κι από μόνη της, κι αυτή τη φορά θα νοικοκύρευε την περιοχή και θα της έδινε τη συνηθισμένη όμορφη όψη της. Ίσως όμως μια μικρή βοήθεια στο έργο της αυτό, να μην έβλαπτε. Η μικρή Αφροδίτη από φυσικού της αγαπούσε τα πράγματα νοικοκυρεμένα κι όμορφα γύρω της, και λυπόταν πραγματικά για τα νεκρά θαλάσσια όντα που έβλεπε σκόρπια παντού. Αφού κύτταξε γύρω της και δε μπόρεσε να βρει ζωντανές υπάρξεις, αποφάσισε κι άνοιξε μια μεγάλη λακκούβα με τη βοήθεια ενός τεράστιου στρειδιού. Μέσα σ’ αυτή, μάζεψε όσα περισσότερα νεκρά ψάρια κι άλλα θαλασσινά μπορούσε, και τα έθαψε, σκεπάζοντάς τα με τη σκαμμένη άμμο. Με τον τρόπο αυτό βοηθούσε ώστε να μη σαπίσουν τα νεκρά θαλασσινά και γεμίσουν την αμμουδιά μ’ έντομα κι αόρατα μικρόβια. Αυτό το έκανε για πολλή ώρα ανοίγοντας και δεύτερη και τρίτη λακκούβα για τον ίδιο σκοπό, ώσπου κουράστηκε πια.
-Αφροδίτη!.. Αφροδίτη!.. ακούστηκε ξαφνικά στην ησυχία η φωνή της μητέρας της.
-Έρχομαι μαμά!.. φώναξε σ’ απάντηση και τρέχοντας προς το μέρος απ’ όπου έρχονταν η φωνή, απομακρύνθηκε από την αμμουδιά και προς το μονοπάτι που ανέβαζε ψηλά, στους βράχους.
Το μεσημέρι στο τραπέζι η Αφροδίτη μιλώντας με τον Ιάσονα, του ζήτησε να τη βοηθήσει να βάλουν σε τάξη την αμμουδιά. Μόνη της βέβαια δε θα μπορούσε να φέρει κάποιο γρήγορο αποτέλεσμα.
Ο πατέρας χαμογέλασε ευχαριστημένος.
-Ωραία η ιδέα σου παιδί μου, αλλά η φύση ξέρει πολύ καλά τη δουλειά της. Σε λίγες ημέρες αυτή η αμμουδιά θα φαίνεται κατακάθαρη από μόνη της. Ένα λιγοστό κύμα ή μια καλή βροχή και προπάντων ο γιατρός-ήλιος με τη θαυματουργή ιαματική κι απορρυπαντική φλόγα του, θα την κάνουν να φαίνεται πάλι, όπως και πριν από τη χτεσινή κακοκαιρία, είπε.
-Ναι μπαμπά το καταλαβαίνω, όμως αν βάλουμε κι εμείς το χεράκι μας, αυτό θα γίνει ακόμη πιο γρήγορα!.. Έτσι δεν είναι; πρόσθεσε με σοβαρότητα η Αφροδίτη.
-Ναι κορίτσι μου… έχεις δίκιο, είναι μια ευεργετική πράξη, υποθέτω. Είστε στις διακοπές σας, κι έχετε τον καιρό. Μόνο που αν συνεχίσετε να δουλεύετε για να καθαρίσετε την αμμουδιά, θα πρέπει να λάβετε υπόψη το μεγάλο μας φίλο, τον ήλιο, και την ανάγκη του σώματός σας για νερό… Καλά θα ήταν να φορέσετε επίσης κι από ένα ζευγάρι από τα δικά μου χοντρά γάντια του κήπου, για την υγιεινή των χεριών σας.
-Θα τα φέρω εγώ τα γάντια, τώρα αμέσως. Εμείς θα προσπαθήσουμε να κλαδέψουμε τα δέντρα και να καθαρίσουμε την αυλή μας από τα κλωνάρια και τους θάμνους. Δε θέλουμε περισσότερα προβλήματα, πρόσθεσε η μητέρα τους συγκαταβατικά.
Και έχοντας πει αυτά, αμέσως ύστερα πήγε στο πλυσταριό από όπου δεν άργησε να γυρίσει με δύο ζεύγη δυνατά υφασμάτινα γάντια, που η παλάμη τους ήταν δερμάτινη.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας η Αφροδίτη κι ο Ιάσονας είχαν μια ευχάριστη έκπληξη. Κατά μήκος της αμμουδιάς είδαν πολλά από τα γειτονόπουλά τους να προσπαθούν να κάνουν το ίδιο: να καθαρίσουν δηλαδή την αμμουδιά. Εξάλλου όλοι οι μεγάλοι, -το είχαν ακούσει αυτό από τα παιδιά- είχαν αναλάβει το καθάρισμα των σπιτιών τους, από ξεριζωμένα λουλούδια ή θάμνους αλλά και το κλάδεμα των ατράνταχτων δέντρων, για να προλάβουν τις συνέπειες μιας άλλης παρόμοιας καταιγίδας.
Αν και η τελευταία αυτή θεομηνία είχε αναστατώσει την ηρεμία των διακοπών τους και των γειτόνων τους, είχε όμως και τα καλά της. Γιατί τους έκανε όλους να έρθουν πιο κοντά ο ένας με τον άλλον, καθώς συνεργάστηκαν στις βαριές δουλειές μετά από την κακοκαιρία, δηλαδή: το κόψιμο των δέντρων που είχαν πέσει, και το κλάδεμα των όχι και τόσο σταθερών δέντρων. Τα παιδιά διαπίστωσαν κι αυτά με τη σειρά τους ότι η κοινή τους εμπειρία τα είχε βοηθήσει ώστε στο κολύμπι, στο ψάρεμα και στο παιγνίδι να συνεργάζονται και να ευχαριστιούνται με έναν τρόπο, πολύ όμορφο.
Η ευαίσθητη μικρή Αφροδίτη ικανοποιήθηκε με όλα όσα συνέβαιναν τελικά. Όλοι μαζί λοιπόν πέρασαν τις υπόλοιπες διακοπές τους πολύ ευχάριστα, εφόσον ακόμη και η δραματική εκείνη αναστάτωση της φύσης, έγινε μια πλούσια εμπειρία για το μέλλον. Και όσο κι αν η θεομηνία εκείνη, έκανε τη θάλασσα να φαίνεται αδυσώπητη κι αβυσσαλέα, η Αφροδίτη ένιωθε πως ποτέ, μα ποτέ δε θα μπορούσε να θυμώσει μαζί της, αφού ήταν η μεγάλη της αγάπη. Σα φυσιολάτρισσα λοιπόν που ήταν, δεν παράλειψε να γράψει μια ωραία εργασία για το σχολείο, αναφερόμενη στα συναισθήματά της, καθώς κι εκείνα των φίλων τους για όλα όσα έγιναν, τις μοναδικές της εμπειρίες από τη νύχτα της καταιγίδας, αλλά και το πνεύμα φιλίας και συνεργασίας που καλλιεργήθηκε ανάμεσα σε όλους τους παραθερίζοντες γείτονές τους και για την οποία ήταν σε μεγάλο ποσοστό, υπεύθυνη.
Τέλος