Αναπάντεχα (Μονόπρακτο)

Αναπάντεχα

(Μονόπρακτο)

 

Πρόσωπα

 

Γιώργης ή Γάκης  φαρμακοποιός, χήρος, 57 χρονών (Μαρίνα, η απολιπούσα    σύζυγός  του)

Μιχάλης  στενός φίλος του Γιώργη και νουνός του Προκόπη, δικηγόρος – ψυχολόγος, ανύπαντρος, γύρω στα 54

Προκόπης Αντωνίου γιος του Γιώργη οικονομολόγος – νομικός  σύμβουλος εταιρείας, γύρω στα 30

Μαρίνα η αγαπημένηΠροκόπη, συμβολαιογράφος  του συνομήλικη του Προκόπη, συνάδελφός του και στην υπό την διεύθυνσή    του  εταιρεία

Φωτεινή  Χήρα του απολιπόντος  Μανώλη, συμβολαιογράφου, και  μητέρα δύο νέων   και παντρεμένων  ιατρών: του Μηνά και του Σαμ

Νέλλη  Φίλη της Φωτεινής, ακαδημαϊκός, καθηγήτρια Ιστορίας

Γκαρσόν Α’

Γκαρσόν Β’

………………………………………………………………………………………………….

Σκηνή Πρώτη

(πρόκειται για συζήτηση μεταξύ του Γιώργη και του Μιχάλη που εκτυλίσσεται στο καθιστικό του σπιτιού του πρώτου )

            Γιώργης: Τι να πω; Δεν περνάει ο λόγος μου πια.  Είμαι ‘‘γέρος’’. Ακούς εκεί να με αποκαλεί ‘‘my old man!’’ Ποιος; Ο μοναχογιός μου!

            Μιχάλης: Καλά,καλά, μην κάνεις έτσι! Τ’ άκουσες μια φορά και… πανικοβλήθηκες!  Eίναι καλό παιδί ο Προκόπης.  Είναι όμως ένας νέος της εποχής του. Ακολουθεί την ορολογία της γενιάς του, αν και επιδιώκει να διαφέρει.   Δεν σημαίνει λοιπόν ότι δεν σε αγαπάει ή δεν σε σέβεται.  Με τον καιρό, θα καταλάβει πώς αισθάνεσαι στο άκουσμα της λέξης: ‘‘γέρος’’.

            Γιώργης: Ναι… ναι!  Όπως το είπες: ‘‘με τον καιρό’’.  Μόνο που όταν το καταλάβει ο Προκόπης εγώ… θα έχω αποδημήσει στην αντίπερα όχθη!

            Μιχάλης: Υπερβάλλεις! Μη καταδυναστεύεις το νου σου με τέτοιες σκέψεις. Άλλωστε… δεν είσαι γεροντάκι, ώριμος άντρας πενηνταεφτά χρονών είσαι και μάλιστα professional εν ενεργεία. Και μα τω Θεώ αν δεν ήξερα τον αριθμό των χρόνων σου, θα στοιχημάτιζα ότι είσαι πενήντα. Έλα τώρα… είδες τι με κάνεις και λέω; Το ξέρουμε δα ότι οι αριθμοί δεν έχουν σημασία. Πώς αισθάνεσαι μετράει τελικά.  Έτσι;

            Γιώργης:  Δεν ξέρω, ίσως… Ξεχνώ πως δεν είσαι μόνο δικηγόρος… Κατά βάθος είσαι ο ψυχολόγος που… φιλοσοφεί αυτή τη στιγμή.  Πάει… Τη φάγαμε τη ζωή Μιχάλη!  Η Μαρίνα μου βιάστηκε να φύγει στα πενήντα της και μ’ άφησε μόνο κι έρημο, μ’ ένα γιο,  που…  Μιχάλη έχω πρόβλημα!

            Μιχάλης: Μα… έτσι είναι τα νιάτα αδερφέ μου!  Ξέχασες  τα δικά σου;

            Γιώργης:  Τα δικά μου!  Ο πατέρας μου ήταν κέρβερος, δεσποτικός. Πού να τολμήσω ν’ αντιμιλήσω!   Εξάλλου… ήμουν ένα σεβαστικό παιδί… εκ φύσεως!

            Μιχάλης: Ναι εντάξει. Έτσι λέμε όλοι οι μεγάλοι!  Είναι αλήθεια ότι η γενιά μας, κι αν ακόμη δεν ήταν τέλεια, ήταν λιγότερο οργισμένη. Επίσης είναι βέβαιο, ότι οι σημερινοί νέοι θα λένε τα παρόμοια μ’ εμάς, για τα παιδιά τους.  Έτσι είναι.  Οι καιροί αλλάζουν… και δεν αλλάζουν!

            Γιώργης:  Αλλάζουν -άκουσέ με-, και προς το χειρότερο!

            Μιχάλης: Ίσως συμβάλλουν και οι συγκυρίες του σήμερα. Έλα, είναι καλά τα παιδιά μας! Και τα όνειρά μας να γίνουν καλύτερά μας, κι αυτά θα πραγματοποιηθούν. Άκου που σου λέω.  Ο Προκόπης πάει πολύ καλά, μας έχει κάνει περήφανους!  Αν κάποτε λέει και κάτι με το οποίο διαφωνούμε… ε, είναι κι αυτό μια συγκυρία της εποχής του.

            Γιώργης:  Μακάρι να είναι όπως τα λες!

            Μιχάλης:  Όμως… πολύ μιλάμε! Άντε, ετοιμάσου να πάμε στο Balmoral Beach να πιούμε το καφεδάκι μας, κι αν ακόμη έχεις όρεξη, συνεχίζουμε τη γκρίνια εκεί! Ευτυχώς  δεν έχει δουλειά σήμερα!

            Γιώργης:  Με προσβάλλεις! Μέρα ξεκούρασης  είναι.  Νομίζεις ότι έχω όρεξη να γκρινιάζω για τον  γιο μου;

(σηκώνεται και απομακρύνεται. Ο Μιχάλης τον παρακολουθεί με συμπάθεια)

            Μιχάλης:  (μιλάει μόνος του) ‘‘Τι να σου κάνω φίλε μου; το συγκεκριμένο είδος μοναξιάς… είναι άσπονδος εχθρός.  Τι να πω εγώ; Όσο για το παιδί… -τι λέω; άντρας είναι- έχει τα δικά του’’.

(εμφανίζεται ο Γιώργης)

            Μιχάλης:  Είσαι κιόλας έτοιμος;

            Γιώργης: Μήπως χρειαζόμουν make – up και δεν το ήξερα; Για καφέ στο beach πάμε. Τα παπούτσια μου έλειπαν, τα φόρεσα κι αυτά! Άντε να του δίνουμε προτού να μετανιώσω γι’ αυτό το ξεσήκωμα!

(ο Μιχάλης γελάει, κουνώντας το κεφάλι του με κατανόηση)

 

Σκηνή Δεύτερη

(στην παραλία σε coffee shop. Οι δύο φίλοι έχουν καθήσει και περιμένουν το γκαρσόν, που καταφθάνει  αμέσως. Είναι πολύ νέος και χαμογελά ευγενικά Τον κυττάζουν έκπληκτοι)

            Γιώργης:  Είσαι πολύ… γρήγορος!

            Γκαρσόν Α’: Καλημέρα σας κύριοι! Καλωσορίσατε στο Ricardo. Τι θα σας προσφέρουμε;

            Μιχάλης: Μετά απ’ αυτό το καλωσόρισμα νεαρέ μου δε θα περίμενα τίποτα λιγότερο από ένα τέλειο καπουτσίνο και ένα ποτήρι με κρυστάλλινο νερό! Πρόσεχε όχι κρυστάλλινο ποτήρι, νερό είπα!

(ο νεαρός χαμογελάει ευγενικά) 

            Γκαρσόν Α’: Να μη στεναχωριέστε, η επιθυμία σας είναι διαταγήΚι εσείς κύριε;

(ρωτάει, γυρίζοντας προς το μέρος του Γιώργη)

            Γιώργης: Εγώ.., τα ίδια με τον φίλο μου!

(ο νεαρός που γράφει στη στιγμή τις παραγγελίες ευχαριστεί τους δύο άντρες και επιστρέφει στο coffee shop)

            Μιχάλης:  Τα βλέπεις;  Είδες ευγένεια και τακτ το παλλικάρι;  Υπάρχουν και καλά παιδιά καημένε!

            Γιώργης:  Υπάρχουν!

            Μιχάλης:  Επιστρέφουμε στην κουβέντα μας…  Πού είχαμε μείνει;

            Γιώργης: Έχεις όρεξη πρωΐ-πρωΐ! Τι να περιμένω; Εργένης άνθρωπος είσαι. Δεν αναλώθηκες στις υποχρεώσεις του παντρεμένου!

            Μιχάλης:  (χαμογελώντας) Λέγαμε για τον Προκόπη ‘‘μας’’!  Είναι και δικός μου, μην ξεχνάς είμαι ο νουνός του!

            Γιώργης: Λέγαμε;

            Μιχάλης: (συνεχίζει) Λέω λοιπόν, το γεγονός ότι ο Προκόπης κάνει ‘‘του κεφαλιού του’’ -όπως λες- αποτελεί ένδειξη προσπάθειας ανεξαρτητοποίησης.

            Γιώργης: Από ‘μένα;

            Μιχάλης: Βέβαια. Θέλει να απολυτρωθεί, από ‘σένα… τον πατέρα του…

            Γιώργης: Αμήν και πότε!  Πώς όμως; Με το να έρχεται στις δύο  τα ξημερώματα και να ξυπνάει στις εφτά το πρωΐ να πάει στο γραφείο; Έτσι θ’απελευθερωθεί από μένα;

            Μιχάλης: Εντάξει, δε λέω, είναι κάπως παρατραβηγμένες οι ώρες για κάποιον που κατέχει υπεύθυνη θέση όπως ο Προκόπης. Όμως είναι νέος κι αντέχει ακόμη και σ’ αυτού του είδους τις παραφωνίες.

            Γιώργης: Κι αν αυτό γίνεται συχνά;

            Μιχάλης: Αν βέβαια γίνεται συχνά… τότε…

            Γιώργης: ‘‘Συχνά’’ λέει! Τόσο συχνά, που κάποια στιγμή θα  ξεχάσει την πόρτα του σπιτιού του!

            Μιχάλης: Στάσου Γιώργη! Μήπως έχει κορίτσι το παιδί; ‘‘Αν και πιστεύω ότι θα μου το έλεγε’’.

            Γιώργης: Τι είπες;

            Μιχάλης: Τίποτα… τίποτα. Πώς κάνεις έτσι;

            Γιώργης: Τι να μην κάνω έτσι; Κάνεις τον ηλίθιο; Γυναίκα έχει… αν έχει, όχι κορίτσι!

(ο Μιχάλης τον κυττάζει λοξά)

            Μιχάλης: Κάτι ξέρεις εσύ!  Λοιπόν;  Ξέρεις;

(έρχεται το γκαρσόν με τους καφέδες και τα νερά.  Δεν του δίνουν σημασία.  Είναι απορροφημένοι στη συζήτησή τους)

            Γιώργης: Όχι, από πού να ξέρω;  Εμένα δεν μου λέει όπως κάνει μ’ εσένα!  Επομένως είναι η σειρά μου τώρα να σε ρωτήσω αν ξέρεις.

            Μιχάλης:  Όχι δεν γνωρίζω!

            Γιώργης: Χμ! Πιστεύω ότι αν είχε μία σωστή σχέση θα μας το έλεγε.   Αλλά τι λέω;  Πρώτος θα τα μάθαινες  ‘‘εσύ!’’   κατά τα λεγόμενά σου!

            Μιχάλης: Έλα τώρα!  Τι συμβαίνει; Δεν μιλάτε πια σαν πατέρας με γιο;

            Γιώργης: (ψιθυρίζει ειρωνικά) ‘‘Ήρθες στα λόγια μου!’’  Και βέβαια μιλάμε! Αλλά για τα  μη επουσιώδη.  Τσιτ – τσατ!   Κατάλαβες;

            Μιχάλης: Τίποτα – τίποτα, για τα προσωπικά του;

            Γιώργης: Με τρέλανες Μιχάλη! Μιλάμε σα γυναικούλες! Για τη συμπεριφορά του γιου μου μιλάμε!  Δεν είναι έφηβος, άντρας είναι!

            Μιχάλης: Με συγχωρείς. Η συγκεκριμένη συμπεριφορά του μπορεί να οφείλεται στον θηλυκό παράγοντα!

            Γιώργης: Κι αν το θεωρεί ‘‘αμάρτημα’’ και δεν μπορεί να μου μιλήσει σχετικά;

            Μιχάλης: Μα… τι πατέρας είσαι τέλος πάντων;  Άνοιξε εσύ τη συζήτηση!  Δεν πρέπει να τα συζητάτε κάτι τέτοια; Δεν πρέπει να τον συμβουλέψεις;

            Γιώργης: (στεναχωρημένα) Ναι, βέβαια πρέπει!

(ο Γιώργης άγχεται και  ο  Μιχάλης σπεύδει να επανορθώσει)

            Μιχάλης: Καλά, καλά, δεν πειράζει. Ως φαίνεται δεν έφτασε η στιγμή για τέτοιου είδους επικοινωνία. Κάποια μέρα θ’ αναγκαστεί εκ των πραγμάτων να επικοινωνήσει μαζί σου, εκτός… αν αερολογούμε.

            Γιώργης: Πότε δηλαδή;  Όταν αποφασίσει να παντρευτεί; Και δε μου λες, εσένα  πώς και δε σου λέει τίποτα;  Νουνός του δεν είσαι!  Άρα…

            Μιχάλης: Ε… ναι… δηλαδή όχι. Τι να μου πει;  Έλα τώρα… Άφησέ το το παιδί επιτέλους!

            Γιώργης: Να το αφήσω; Ε λοιπόν, σε πληροφορώ ότι ούτε κι εσένα θα σου πει τίποτα τελικά, ούτε και για παντρολογήματα… μ’ αυτή που έχει!

            Μιχάλης: Για σιγά! Τι εννοείς; Πώς το ξέρεις ότι έχει γυναίκα;

(ο Μιχάλης τον κυττάζει ύποπτα. Ο Γιώργης χαμογελάει  ειρωνικά)

            Γιώργης: Απλά γιατί είναι παντρεμένη.  Μου τα ψιθύρισαν καλοθελητάδες!

            Μιχάλης: Α! Λυπάμαι που… αλλά μπορεί νά ‘ναι κουτσομπολιά. Ο Προκόπης είναι έντιμο παλλικάρι.

            Γιώργης: Λυπάσαι; Τι λυπάσαι; Τον άντρα αυτινής να λυπάσαι. Αυτός είναι ο κ………ς, καταλαβαίνεις;   Κρίμα ο άνθρωπος!

            Μιχάλης: Χμ!  Δίκιο έχεις, αλλά…

            Γιώργης: Μόνο;  Κι ο γιοςμου, τι είναι;

            Μιχάλης: Έλα δεν είσαι βέβαιος γι’ αυτό; Νομίζω ότι ο Προκόπης μας δε θα έμπλεκε με μια παντρεμένη.  Εκτός, αν…

            Γιώργης: Άντε λοιπόν… Πέστο, γιατί κομπιάζεις;

            Μιχάλης: Να… σκέφτομαι κάτι άλλο.  Ο Προκόπης είναι έξυπνος! Βρήκε ίσως μια χαζούλα και καλοπερνάει. Επομένως τι να πει σε σένα, με τις παλιές αρχές περί ηθικής, καθήκοντος… και τα παρόμοια;

            Γιώργης: Έτσι λες εσύ! Δεν ξέρω αν είναι χαζούλα, αλλά εκείνο που με στεναχωρεί είναι ότι αν ο γιος μου κυνηγάει παντρεμένες αντί λεύτερες, κάποια στιγμή μια τέτοια ‘‘χαζούλα’’… παντρεμένη ή διαζευγμένη, μπορεί και να τον κουκουλώσει.

            Μιχάλης: Εκεί που φοβάται τον γάμο με μια λεύτερη… φοβάσαι ότι μπορεί να τον… μια παντρεμένη;  Έλα Γιώργη, υπερβάλλεις.

            Γιώργης: Να φοβάται την παντρεμένη, κι όχι το γάμο με μια λεύτερη.  Τι κι αν έχει άντρα κανέναν μαντράχαλο και τον κυνηγήσει, έ;  Λίγα γίνονται;  Να βρει μια καλή κοπέλλα ν’ ανοίξει σπίτι, να κάνει οικογένεια!  Αυτό περιμένει ο γονιός.

            Μιχάλης:  Έχεις δίκιο.  Είσαι πατέρας.  Θέλεις απογόνους.

            Γιώργης: Δεν ξέρω για τέτοια. Αν είχα τη Μαρίνα μου ίσως και να σκεφτόμουν ως εκεί.

            Μιχάλης: Μην το λες. Τα μωρά… -εννοώ τ’ αγγόνια-  είναι η χαρά κάθε γονιού.

            Γιώργης: Γιατί εσύ έχεις; Πώς το ξέρεις;  Έμεινες ανύπαντρος γιατί φοβόσουν τις υποχρεώσεις…

(ο  Γιώργης κυττάζει με θυμό, τον Μιχάλη)

            Μιχάλης: Δεν είναι έτσι.  Αν κι είσαι φίλος…  δεν έχεις ιδέα.  Τι να πω;  Δε μ’ αρέσει να μιλώ για τον εαυτό μου.

            Γιώργης: (με ειρωνεία) Πάλι μπράβο! Είσαι έξυπνος! Δε μιλάμε για σένα και ξετινάζουμε εμένα.

(σα να  ξυπνάει  από λήθαργο)

            Γιώργης: Κύττα να δεις! Ξεχάσαμε τους καφέδες.  Θα πάγωσαν!

(ο Μιχάλης παίρνει τον καφέ του και  με καρφωμένο το βλέμμα στο φλυτζάνι του λέει:)

            Μιχάλης: Άντε στην υγειά μας Γιώργη και πίστεψέ με, είσαι τυχερός που έχεις τον Προκόπη.  Εγώ ήμουν άτυχος σε πολλά και στις γυναίκες. Πολλές φίλες, όμως καμιά δεν μ’ έπεισε, αν και…

(ο Μιχάλης σιωπά)

            Γιώργης: Χμ!.. Παραδέξου το: φοβόσουν το δέσιμο.

            Μιχάλης: Όχι απόλυτα!  Είχα… τη Δήμητρα. Τη θυμάσαι;  Μ’ άφησε τελικά για τον Glen… Καλύτερα έτσι, δε θ’ άντεχα ένα χωρισμό ύστερα από γάμο.

            Γιώργης: Έβλεπε που δεν αποφάσιζες και… Η Μαρίνα κι εγώ σου λέγαμε να τη ζητήσεις σε γάμο αλλά πού εσύ… μας έγραφες!

            Μιχάλης: Έλα τώρα Γάκη!.. Θέλεις σώνει και καλά να μου βγάλεις τον πρωϊνό καφέ από τη μύτη. Δεν την ξέρατε όλη την ιστορία με τη Δήμητρα.

            Γιώργης: Μιχάλη, η γυναίκα –η καλή γυναίκα, η σύντροφος-  είναι το συμπλήρωμα του άντρα. Ο άντρας δεν λειτουργεί χωρίς γυναίκα.   Κοντά της μαλακώνει, γίνεται τρυφερός,  πλαστιλίνη γίνεται!

            Μιχάλης:  Είχαμε δεν είχαμε νά ‘μαστε τώρα και στα πρωϊνά κηρύγματα!  Θέλεις τον γιο σου να νοικοκυρευτεί… Από εκεί δεν αρχίσαμε;  Άστο λοιπόν εκεί.  Να σεβαστείς την ηλικία μου, αν όχι την επιθυμία μου!

( ο Γιώργης κουνάει το κεφάλι του συγκαταβατικά)

 

Σκηνή Τρίτη

(δύο νέοι,  η Μαρίνα και ο Προκόπης χορεύουν στη μελωδία ενός τανγκό στο καθιστικό του σπιτιού της νέας)

            Προκόπης:  Τι ανάλαφρη που είσαι!

            Μαρίνα: (χαμογελώντας) Είσαι ο τέλειος partner.

            Προκόπης: Μου αρέσεις! Άρχισα να σ’ ερωτεύομαι…

            Μαρίνα: Κι εγώ! Τι λέω; Είμαι κιόλας ερωτευμένη μαζί σου.

(κυττάζονται στα μάτια. Φιλιούνται. Η Μαρίνα γελάει.  Ο Προκόπης σταματά για  μία στιγμή)

            Μαρίνα: Δεν τελείωσε ακόμα το τανγκό μας!

            Προκόπης:  Χμ!..

(συνεχίζουν να χορεύουν σφιχταγκαλιασμένοι. Η Μαρίνα μουρμουρίζει ευτυχισμένη)

            Μαρίνα: Είναι αργά.  Νομίζω ότι πρέπει να πηγαίνεις.  Αύριο πάλι, γραφείο…

            Προκόπης: Χμ!  Ναι… Πόσο βαρυέμαι να οδηγήσω…

(η Μαρίνα γελάει)

            Μαρίνα: Σε καταλαβαίνω, όμως πρέπει να πηγαίνεις.

(κι ενώ η μουσική συνεχίζεται,  το ζευγάρι σταματά να χορεύει..  Η Μαρίνα σπρώχνει απαλά τον Προκόπη)

            Μαρίνα: Έλα… έλα καλέ μου. Πρέπει να φύγεις!  Θα ιδωθούμε στο γραφείο αύριο το πρωΐ.

            Προκόπης: Θα φύγω μόνο αν μου πεις πως μ’ αγαπάς.

            Μαρίνα: (χαμογελώντας) Σ’ αγαπώ!

(ο Προκόπης την σηκώνει στα μπράτσα του και κάνει ένα γύρο.  Η Μαρίνα γελάει.  Ύστερα την κατεβάζει αλλά την κρατά πάντα φυλακισμένη στα μπράτσα του.  Εκείνη εξακολουθεί να χαμογελάει ευτυχισμένη)

            Προκόπης: Κι εγώ σ’ αγαπώ! Σ’ αγαπώ για πολλούς λόγους.  Αύριο λοιπόν!  Και κάποια στιγμή, σ’ ένα διάλειμμα από τη δουλειά, θα συνεχίσουμε την κουβέντα μας.

            Μαρίνα:  Ναι, ναι!  Αύριο…

(φιλιούνται και πάλι.  Δύσκολεύονται  να χωριστούν.  Η Μαρίνα τον σπρώχνει από πάνω της χαμογελώντας) 

            Μαρίνα: Έλα λοιπόν, δε θα προλάβουμε να κλείσουμε μάτι!

            Προκόπης: Έχεις δίκιο. Έλα, καληνύχτα.

            Μαρίνα:  Καληνύχτα αγάπη μου!

 

Σκηνή Τέταρτη

(εκτυλίσσεται στο καθιστικό του Γιώργη μόλις καταφθάνει ο Προκόπης )  

            Γιώργης:  Έλα παιδάκι μου!  Αργησες!

            Προκόπης: Δεν έπρεπε να περιμένεις, πατέρα.  Εγώ είμαι νέος κι αντέχω στο ξενύχτι.

            Γιώργης: Ναι, ίσως να μην έπρεπε να περιμένω,  όμως οι γέροντες δε χρειάζονται πολύ ύπνο. Ο χρόνος περνάει γρήγορα κι αυτός που απομένει, λιγοστεύει. Ο ηλικιωμένος κάνει τη νύχτα, μέρα, για να κερδίσει χρόνο. Κι όσο περισσότερο στενεύουν τα χρονικά όρια, τόσο περισσότερο προσπαθεί να εκμεταλλευτεί και το λεπτό!

            Προκόπης: Έλα, πατέρα. Υπερβάλλεις! Θα νόμιζε κανείς ότι είσαι ογδόντα χρονών! Πενήντα εφτά χρονών είσαι!

            Γιώργης:  Θα πάω και στα ογδόντα.  Προς τα εκεί βαδίζω!

            Προκόπης: Εντάξει πατέρα! Όλοι βαδίζουμε προς τα ‘κεί. Καθένας με τη σειρά του. Δεν είσαι μόνος σου σ’ αυτή την πορεία.  Μα τι καθόμαστε και κουβεντιάζουμε τέτοια ώρα; Έλα, πήγαινε να πλαγιάσεις σε παρακαλώ! Κι εγώ θα πέσω, ύστερα από ένα ντουζ.

(ο Γιώργης φεύγει καληνυχτίζοντας τον γιο του.  Ο Προκόπης τηλεφωνεί κάπου)

            Προκόπης: Μαρίνα! Εγώ είμαι.  Συγγνώμη κορίτσι μου… μήπως άφησα εκεί τα κλειδιά μου;

            Μαρίνα: Ναι, Προκόπη.  Εδώ είναι.  Θα σου τα φέρω αύριο, το πρωΐ.  Θα σε περιμένω έξω από το γραφείο.

            Προκόπης: Εντάξει Μαρίνα, σ’ ευχαριστώ κι  άκου… νά ‘σαι νωρίς εκεί, να μη δουν ότι μου δίνεις, τα κλειδιά μου!  Καταλαβαίνεις;

            Μαρίνα: Ναι βέβαια.  Μην ανησυχείς.  Θα είμαι εκεί στις εφτά  και τριάντα  το πρωΐ.  Εντάξει;

            Προκόπης: Ο.Κ.  Καληνύχτα!

(ανοίγει  μια πόρτα.  Είναι ο Γιώργης)

            Γιώργης: Είπες κάτι γιε μου;  Σ’ άκουσα που μίλαγες.

            Προκόπης: Όχι πατέρα, σκεφτόμουν φωναχτά.

            Γιώργης: Μπα σε καλό σου! Τώρα… καλό είναι ετούτο ή κακό;

            Προκόπης: Επιτέλους πατέρα! Τι συμβαίνει; Πήγαινε να κοιμηθείς σε παρακαλώ!

(ο  Γιώργης προχωρά προς το δωμάτιό του αλλά επιστρέφει)

            Γιώργης: Α, ναι!  Μπορώ να ρωτήσω κάτι γιε μου;

            Προκόπης: (κατάκοπος τώρα πια) Έλα πατέρα, τι είναι;

            Γιώργης: Προκόπη, παιδί μου, αναρωτιέμαι αν βλέπεις καμιά κοπελίτσα.  Ξέρεις τι εννοώ.  Ή μήπως πας ακόμη μ’ εκείνη την…

            Προκόπης: (τον κόβει) Πατέρα!  Ποια ‘‘εκείνη την’’; Κάθεσαι κι ακούς τα κουτσομπολιά των πελατών σου;  Και γιατί θα πρέπει να τα ξέρεις όλα;  Αν κάποια στιγμή υπάρξει κάτι σοβαρό, θα είσαι ο πρώτος που θα το μάθει.   Είσαι ο πατέρας μου!

            Γιώργης: Έτσι ε;  Είσαι αλήθεια βέβαιος γι αυτό που λες;

(ο Προκόπης αν και κουρασμένος χαμογελάει. Τον πλησιάζει και περνάει το μπράτσο του στους ώμους του πατέρα του)

            Προκόπης: Και βέβαια πατέρα μου!  Αμφιβάλλεις; Υπάρχει σπουδαιότερο πρόσωπο από ‘σένα στη ζωή μου;

(ο  Γιώργης τον κυττάζει στα μάτια.  Τα δικά του λάμπουν)

            Γιώργης: Καληνύχτα Προκόπη μου.  Θα τα πούμε αύριο παιδί μου!

            Προκόπης: (μαλακά) Καληνύχτα πατέρα!  Και… μπαμπά… δεν υπάρχει καμμιά ‘‘εκείνη την’’ όπως εσύ την εννοείς (σκέφτεται φωναχτά). ‘‘Ο φουκαράς είναι μόνος.  Νά ’χε μια σύντροφο, δε θα ασχολούνταν μ’ όλα.  Καϋμένη μαμά! Πόσο μας λείπεις! Αν δεν ήταν έτσι, ο πατέρας… Συγγνώμη μαμά, αλλά είναι νέος ακόμα ο καημένος!’’

 

Σκηνή Πέμπτη

(ο Προκόπης και η Μαρίνα συναντώνται  νωρίς το πρωΐ έξω από τα γραφεία της Εταιρείας στην οποία εργάζονται, όπως είχαν συμφωνήσει το προηγούμενο βράδυ)

            Προκόπης: Καλημέρα Μαρίνα!  Περίμενες πολύ;

            Μαρίνα:  Καθόλου.  Μόλις ήρθα κι εγώ.

(του προτείνει τα κλειδιά του)

            Προκόπης: Σ’ ευχαριστώ πολύ.  Θα σε δω στο γραφείο μου, έτσι;

            Μαρίνα:  Εντάξει.

(προχωρούν μαζί. Δεν είναι κανείς στα γραφεία.  Η Μαρίνα  μένει πίσω  στο δικό της τραπέζι και ο Προκόπης προχωρά δίπλα, στο γραφείο του, κλείνοντας πίσω του την πόρτα. Η Μαρίνα  παίρνοντας ένα φάκελλο από το τραπέζι της, έρχεται στο γραφείο  του Προκόπη  και χτυπά)

            Προκόπης:  Εμπρός!

            Μαρίνα:  Μπορώ να σου μιλήσω;

            Προκόπης:  Ναι, βέβαια.

            Μαρίνα: Αυτός είναι ο φάκελλος των Povertico.   Καθυστέρησαν πολύ με τα χαρτιά τους. Θα με πάρει μερικές ημέρες για να τα τακτοποιήσω.  Απορώ πώς δεν τους κυνήγησε ακόμα η Εφορία.

            Προκόπης: Έχουν δύναμη… Θα το κυττάξουμε με προσοχή… Εμείς εδώ, τι κάνουμε τώρα;  Για… κλείσε την πόρτα σε παρακαλώ!

(την κυττάζει πονηρά.  Η Μαρίνα χαμογελάει. Ο Προκόπης σηκώνεται και την πλησιάζει.  Απλώνει τα χέρια του ενώ η Μαρίνα αντιδράει  μαλακά)

            Μαρίνα:  Προκόπη… σοβαρέψου!   Είμαστε στο γραφείο σου… Θα μας δούνε!

            Προκόπης:  Ποιος… ο ‘‘Κανένας’’;  Θέλω εδώ και τώρα, ένα φιλί!

(φιλιούνται. Η Μαρίνα τον απωθεί μαλακά. Τελικά τα καταφέρνει και  απελευθερώνεται, γελώντας)

            Μαρίνα: (σοβαρή) Θέλετε κάτι ακόμα κ. Αντωνίου;

            Προκόπης: Ναι να συναντηθούμε λίγο πριν τελειώσετε –εδώ στο γραφείο μου-  για εκείνο το ραντεβού…

            Μαρίνα:  Μάλιστα κ. Αντωνίου.

(η Μαρίνα φεύγει και ο Προκόπης που χαμογελά, μονολογεί κυττάζοντας την πόρτα που είχε κλείσει πίσω της η  Μαρίνα)

            Προκόπης: ‘‘Πρέπει να μιλήσω στον πατέρα μου.  Την Μαρίνα την αγαπάω και θέλω να την παντρευτώ. Αν αρραβωνιαστούμε θα μπορέσει να περιμένει  ακόμη λίγο.  Αλλιώς δεν μπορώ να έχω απαιτήσεις’’.

(σηκώνει το τηλέφωνο)

            Προκόπης:  Μαρίνα, μπορώ να σε δώ στο γραφείο μου;

            Μαρίνα:  Βεβαίως κ. Αντωνίου.

(εμφανίζεται η Μαρίνα.  Ο Προκόπης είναι σκυμμένος πάνω από κάτι χαρτιά)

            Μαρίνα: Προκόπη, δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά.

(ο Προκόπης σηκώνει το κεφάλι του ξαφνιασμένος. Είναι πολύ σοβαρός. Κλείνει το ντοσιέ που έχει μπροστά του και την κυττάζει.  Ύστερα το κλείνει και της το προτείνει χωρίς να κινηθεί από το κάθισμά του)

            Προκόπης:  Τι εννοείς;

(ρωτάει και η Μαρίνα κοκκινίζει, ντροπιασμένη. Τον έχει παρεξηγήσει. Απλώνει συνεσταλμένα το μπράτσο της και  παίρνει το ντοσιέ)

            Προκόπης: Είναι τα χαρτιά της Εταιρείας Μορέλ.  Εσωκλείω εντολές.  Ετοίμασε τις φόρμες για την εφορία και όταν είσαι έτοιμη φέρ’ τες εδώ για υπογραφή.

(η Μαρίνα παίρνει τα χαρτιά χωρίς λέξη, και φεύγει από το γραφείο του.  Στο δικό της πλέον ανοίγει το ντοσιέ.  Μπροστά βρίσκει μία όμορφα διακοσμημένη σελίδα που φέρει σημείωση.  Τη διαβάζει)

            Μαρίνα:  ‘‘Θα σε δω το μεσημέρι για φαγητό στο συνηθισμένο στέκι.

Θέλω να μιλήσουμε. Σ’ αγαπώ! Π. Α.’’ (η νέα χαμογελάει και λέει χαμηλόφωνα)  Κι εγώ αγάπη μου… κι εγώ σ’ αγαπώ!

 

Σκηνή Έκτη           

(Εξελίσσεται σε δρόμο.. πρόκειται για  μία τυχαία συναντηση)

            Φωτεινή: Γάκη… Γάκη!

(ο Γιώργης ή Γάκης, κυττάζει προς το μέρος της φωνής παραξενεμένος)

            Γιώργης: Ω! Τι ωραία έκπληξη! Η Φωτεινή! Γεια σου Φωτεινή! Χρόνους και καιρούς έχω να σε δω κορίτσι μου!

            Φωτεινή: Ναι, ναι, έτσι είναι. Βρε τον Γάκη! Εσύ παιδί μου δεν πήρες μέρα πάνω σου!

            Γιώργης:  Τέτοια χάλια είχα λοιπόν πριν τα έξι τόσα χρόνια που έχω να σε δω;

            Φωτεινή: Έλα, υπερβάλλεις, μια χαρά άνθρωπος είσαι.

            Γιώργης:  Κι εσύ, κι εσύ… μια χαρά κρατιέσαι.  Χαθήκαμε αλήθεια!  Πώς τον έχεις τον Μανώλη σου;

(το πρόσωπό της Φωτεινής συννεφιάζει.  Μιλάει χαμηλόφωνα)

            Φωτεινή: Δυστυχώς, τον Μανώλη μου τον έχασα πριν τέσσερα χρόνια!  Τι να γίνει;  Όλα είναι του θεού!

            Γιώργης:  Λυπάμαι… Δεν το ήξερα! Ήταν αξιοπρεπής άνθρωπος!

            Φωτεινή: (αναστενάζει)  Χμ!.. Κι η Μαρίνα σου;   Πώς την έχεις;

            Γιώργης: Ναι… κι η Μαρίνα.

(έχει βραχνιάσει ξαφνικά. Η Φωτεινή τον κυττάζει ερωτηματικά.  Ο Γιώργης ξεροβήχει)

            Γιώργης: Ναι… δηλαδή… τη χάσαμε πριν πέντε χρόνια!

            Φωτεινή: Τόσο νέα… ταλαντούχα!  Ειλικρινά λυπάμαι. Τέτοιοι άνθρωποι έπρεπε να ζουν ως τα βαθιά γηρατειά.

(η σιωπή τους είναι στενόχωρη. Ξαφνικά ο Γιώργης αλλάζει  ύφος και γελάει)

            Γιώργης:  Φωτεινή, έχεις λίγο καιρό;

            Φωτεινή:  Τώρα, αυτή τη στιγμή;

            Γιώργης:  Ναι, τώρα.

            Φωτεινή: Και το φαρμακείο σου; Το έχεις ακόμα, έτσι δεν είναι;

            Γιώργης: Ναι εδώ δίπλα, όπως πάντα.  Μην ανησυχείς γι αυτό!

            Φωτεινή:  Μα… δεν πρέπει να είσαι εκεί;

            Γιώργης: Όχι, δεν πειράζει. Έχω υπαλλήλους.  Λοιπόν; Μπορείς να διαθέσεις λίγον από τον πολύτιμο χρόνο σου;

            Φωτεινή: Ναι… Ο.Κ.

            Γιώργης: Ωραία… Πάμε λοιπόν.

(την πιάνει αγκαζέ και περπατούν προς το café πάρκου, δίπλα στο δρόμο, όπου και κάθονται.  Κυττάζονται χαμογελώντας)

            Γιώργης: (με τρυφερότητα) Θυμάσαι τα παιχνίδια μας στη γειτονιά; Έτρεχες σαν αγόρι  μα  τω  Θεώ!  Σε θαύμαζα!

            Φωτεινή: (γελάει) Πώς και πας τόσο μακριά;  (σκέφτεται λίγο) Ναι… μου άρεσαν αυτά τα παιχνίδια!

            Γιώργης: Θυμάσαι την τσουλίθρα στο πάρκο της γειτονιάς;

(η Γυναίκα απορεί και κοκκινίζει  από ντροπή)

            Φωτεινή: Πού τα θυμήθηκες όλ’ αυτά, τώρα; Είμασταν παιδιά.  Τι πιο φυσικό;

            Γιώργης: Θυμάσαι τον δάσκαλό μας στην Πέμπτη τάξη, τον Mr. Sinclair, και τι λέγαμε για τις κοκκινίλες στο πρόσωπό του; Δεν ήταν κακός ο άνθρωπος, παντρεμένος και μπερδεμένος ήταν!

 (ο Γιώργης γελάει. Η Φωτεινή χαμογελάει με συγκατάβαση)

            Φωτεινή: Δεν άλλαξες Γάκη!  Μου θυμίζεις το παιδί που ήξερα.

            Γιώργης:  Ούτε κι εσύ.   Διδάσκεις ακόμα;

            Φωτεινή:  Διδάσκω, μαζί με άλλα πολλά.

(ο Γιώργης την κυττάζει ερωτηματικά)

            Γιώργης: Πολλές δουλειές ε; Υποθέτω ότι παντρεύτηκαν οι γιοι σου, ο Μηνάς  και ο Sam.

            Φωτεινή: Ε, ναι!  Ενωρίς, πριν τα τριάντα τους. Έχουν κι ένα παιδάκι ο καθένας. Ευτυχώς παντρεύτηκαν ενόσω ζούσε ο Μανώλης μου.  Αυτό ήταν καλό, γιατί αν έμενα μόνη ενωρίτερα, ίσως και να καθυστερούσαν να παντρευτούν… εξαιτίας μου. Πήραν καλά κορίτσια. Επιστήμονες σαν τον εαυτό τους.  Συμφοιτήτριές τους.  Παντρεύτηκαν πριν καλά-καλά ασκήσουν το λειτούργημά τους.

            Γιώργης:  Και μεγάλα εγγόνια λοιπόν;

            Φωτεινή: Έξι και πέντε. Πάνε στο σχολείο.  Εκτός από την δυστυχία μου να χάσω τον Μανώλη μου,  κατά τα άλλα είμαι τυχερή.  Γάκη, είναι σεβαστικά τα παιδιά μου.  Πες μου όμως για τον Προκόπη σου. Σπουδαίο παλικάρι, να σου ζήσει.  Θυμάμαι πήγαινε στην Νομική.

            Γιώργης:  Ναι συνδύασε τα  Οικονομικά με τη Νομική.  Μαζί μ’ άλλους νομικούς, εκπροσωπεί, γνωστή εταιρεία.  Δεν παντρεύτηκε ακόμα, και δεν ξέρω αν έχει κάποια στο μυαλό του.

(χαμογελάει με αμηχανία)

            Φωτεινή: Μην ανησυχείς. Είναι νέος.  Παραδέχομαι ότι ήταν καλό για μένα που οι γιοι μου παντρεύτηκαν γρήγορα.  Έκαναν κι από ένα παιδάκι, μου τά ‘φερναν τα δυο μαζί, όταν είχα καιρό κι έτσι είχα συντροφιά.  Αφότου άρχισαν το σχολείο, πήρα περισσότερες ώρες διδασκαλίας.

            Γιώργης: Λες γι’ αυτό δεν παντρεύεται ο Προκόπης μου;  Για να μη μείνω μόνος μου;

            Φωτεινή: Μπορεί. Αν και νομίζω ότι ο γάμος δε θ’ άλλαζε τον χαρακτήρα του.  Τα παιδιά μας δεν είναι αδιάφορα.   Μας αγαπούν και μας σέβονται.

(έρχεται το γκαρσόν)

            Γιώργης:  Δεν μας είδες φίλε, έχουμε τόση ώρα εδώ!

            Γκαρσόν Β’: Ζητώ συγγνώμη γι αυτό.  Τι θα θέλατε;

            Φωτεινή:  Ένα short black.

            Γιώργης:  Το ίδιο, ευχαριστώ.

            Γιώργης:  Φωτεινή, τον Μιχάλη, τον θυμάσαι;  Βάφτισε τον Προκόπη μου.  Μένουμε στον ίδιο δρόμο, χρόνια τώρα…

            Φωτεινή: Ναι βέβαια, τον θυμάμαι από το σχολείο -αν και ήταν μικρότερός μας.  Δεν τον έχω δει για χρόνια.  Άκουσα από κοινούς γνωστούς ότι από ψυχολόγος, έγινε δικηγόρος τελικά.  Ποιο από τα δύο ασκεί τώρα;

            Γιώργης:  Έχει δικηγορικό γραφείο, αλλά δεν έπαψε ποτέ να είναι ψυχολόγος. Εξελίχτηκε σε φοβερό δικηγόρο καθώς η ειδικότητά του του ψυχολόγου, εξακολουθεί να τον βοηθάει, να καταλαβαίνει τους πελάτες του, κυρίως… τους κακούς!  Σου μίλησα για τον Μιχάλη, γιατί δεν αποκλείεται να τον δεις σε λίγο.  Όταν δεν βλεπόμαστε, παίρνει τον δρόμο και έρχεται εδώ… Αν δεν έχει πελάτη, εννοείται.

            Φωτεινή:  Τι οικογένεια έχει ο Μιχάλης;

            Γιώργης: Δεν έχει!  Μαγκούφης σαν την αφεντιά μου είναι…

            Φωτεινή:  Μα εσύ παντρεύτηκες, έχεις ένα παιδί, δεν είναι το ίδιο.  Όσο για το ‘μαγκούφης’… τέτοιοι χαρακτηρισμοί είναι ανεπαρκείς για την εποχή μας.  Εκλογή, ναι.  Οι άνθρωποι εκλέγουν την πορεία τους στη ζωή, καλή ή κακή. Αυτό πιστεύω εγώ.  Θα μου επιτρέψεις να μείνω λίγο στον όρο: μαγκούφης.  Δηλαδή… εγώ που έχασα τον άντρα μου… είμαι μαγκούφισσα;

Γιώργης:  Εσύ είσαι γυναίκα. Διαφέρει…

(ο Γιώργης χαμογελά ντροπαλά)

            Φωτεινή:  Τι λες Γάκη;  Τι άντρας τι γυναίκα;  Δεν είμαστε όλοι άνθρωποι;  Σε τι διαφέρουμε;

            Γιώργης: Έχεις δίκιο,  είμαστε όλοι άνθρωποι, αλλά να… κάπου διαφέρουμε.

(η Φωτεινή κοκκινίζει.  Ο Γιώργης κατάλαβε το λάθος του και σπεύδει  να επανορθώσει)

            Γιώργης: Ζητώ συγγνώμη Φωτεινή.  Μη με παρεξηγείς.  Δεν το είπα για να σε θίξω. Έχω ξεχάσει τους καλούς μου τρόπους απέναντι σε μία κυρία.  Μόνος με τον Μιχάλη… Δεν ξέρω τι κατάλαβες, αλλά εκείνο που ήθελα να πω, είναι ότι η γυναίκα είναι σαν λουλούδι.  Αντίθετα ο άντρας είναι κάπως αγροίκος.  Επομένως μία γυναίκα και μόνη ακόμη εξακολουθεί να είναι ευαίσθητη, να προσέχει τον εαυτό της και να εξακολουθεί να προσφέρει όπως εσύ!

(η  Φωτεινή ακούει. Ο Γιώργης φαίνεται ειλικρινής. Χαμογελάει και ο Γιώργης ανακουφίζεται)

            Γιώργης:  Ετσι μπράβο κορίτσι μου!  Μη μου κρατάς κακία!

            Φωτεινή: Ο Μιχάλης δεν παντρεύτηκε τελικά!

            Γιώργης: (γελώντας) Όχι… Ποιος τον θέλει τον σπάγγο;  Δεν παντρεύτηκε για να μη μοιραστεί το βιος του στα δύο!  Τα ήθελε όλα δικά του ο πλεονέκτης!

            Φωτεινή:  Έτσι το λες αυτό, πιστεύω.  Δεν το εννοείς.  Ο Μιχάλης είναι φίλος σου και νουνός του Προκόπη.

            Γιώργης: (σοβαρεύεται) Ο Μιχάλης είναι σπουδαίος άνθρωπος, σπουδαίος φίλος και δεύτερος πατέρας του Προκόπη… Λέω λοιπόν πως είναι ακόμα σε πολύ καλή φόρμα. Του έχω πει επανειλημμένα ότι  οφείλει να βρει μία σύντροφο.

            Φωτεινή: Χμ!.. Εγώ γνωρίζω μία – δύο  αξιόλογες γυναίκες ως σαρανταπέντε χρονών, που θα μπορούσαν να κάνουν ευτυχισμένο και τον πιο δύσκολο άντρα.

            Γιώργης:  Αν θέλεις, μπορείς να δοκιμάσεις μαζί του.  Ποιος το ξέρει, μπορεί και να είναι θετικό το αποτέλεσμα.

            Φωτεινή: Κάτι θα γίνει.  Θα του δώσω την ευκαιρεία να γνωρίσει κάποια από αυτές τις γνωστές μου.

            Γιώργης:  Ωραία… πολύ ωραία!

(πέφτει σιωπή ανάμεσά τους.  Κυττιούνται)

            Γιώργης:   Κι εσύ;

            Φωτεινή:  Τι κι εγώ;

            Γιώργης:   Είσαι νέα και ωραία…

            Φωτεινή:  Δε βαρυέσαι Γάκη!  Εγώ έχω γίνει γιαγιά προ καιρού!  Έχω συνηθίσει στη σκέψη του γήρατος. Μου λείπει ο σύντροφός μου, Γάκη! Ο Μανώλης μου ήταν σπουδαίος άνθρωπος!  Αγαπιόμασταν…

(η Φωτεινή γίνεται απόμακρη.  Κυττάζει σα να βλέπει όραμα.  Ο Γάκης αισθάνεται ξαφνικά κουρασμένος.  Χαμηλώνει τα μάτια)

            Γιώργης:   Καταλαβαίνω!

            Φωτεινή:  Με συγχωρείς Γάκη!  Είσαι κι εσύ μόνος, κι εσύ έχασες μία καλή σύντροφο.  Η Μαρίνα ήταν ευγενική, γλυκειά, μαλακιά γυναίκα… και ευφυιής.   Μου άρεσε!

(ο Γιώργης αναστενάζει)

            Φωτεινή: Έλα  Γάκη!  Χαμογέλα!  Η ζωή πάει μπροστά κι εμείς θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τη ζήσουμε καλύτερα.

(ο Γιώργης κουνάει το κεφάλι του συγκαταβατικά.  Βλέπει τον Μιχάλη να έρχεται και χαμογελάει.  Σηκώνεται και του κουνάει το χέρι του)

            Γιώργης:  Εδώ Μιχάλη!

(γρήγορα βρίσκεται κοντά τους)

            Μιχάλης:  Γεια σας… γεια σας!

            Γιώργης:  Καλώς τον…

(ο Μιχάλης κυττάζει προς τη Φωτεινή που λάμπει. Σκύβει πάνω της.  Εκείνη του προτείνει το χέρι της και ο Μιχάλης το πιάνει με ηρεμία και ευγένεια)

            Μιχάλης:  Κυρία μου, είμαι βέβαιος ότι έχουμε συναντηθεί.

            Γιώργης:   Έλα Μιχάλη,  πώς είναι δυνατόν να μη θυμάσαι τη Φωτεινή, παλιά γειτόνισσά μας και συμμαθήτριά μου;  Στο ίδιο σχολείο πηγαίναμε κι οι τρεις μας.

            Μιχάλης:  Ναι, βέβαια. Κυρία μου… τι κάνετε;

(η Φωτεινή χαμογελάει πονηρά.  Διασκεδάζει με τους δύο άντρες και τη συμπεριφορά τους.  Φανερά, ο  Μιχάλης δεν την θυμάται)

            Φωτεινή: Κι εγώ χαίρομαι πολύ Μιχάλη.  Είστε φίλος και κουμπάρος του Γάκη.  Μου μίλησε για σας. Είναι φυσικό να μη με θυμάστε.  Είστε μικρότερός μας  κι έχει περάσει μία ζωή από τότε!

            Μιχάλης: Κυρία μου, δεν έχουμε μεγάλη διαφορά αλήθεια… Θα έλεγα ότι είστε νεότερή μου!

            Φωτεινή: Μου αρέσει το κομπλιμέντο σας, Μιχάλη!

            Μιχάλης:  Είστε πολύ ευγενής!  Όσο για τον τον Γιώργη -κάποτε συνηθίζω να τον αποκαλώ Γάκη…-  δεν τον παρεξηγώ.  Είμαστε δεμένοι κι ας μην το παραδέχεται.  Γι αυτό και δεν με πειράζουν τα σχόλιά του, σε βάρος μου… Είναι το μοναδικό ελάττωμά του ξέρετε.

(γελούν)

            Γιώργης: Έλα κάθησε επιτέλους. Ψήλωσες, δεν ψηλώνεις άλλο!  Θα πάρεις καφέ;

            Μιχάλης: (χαμογελά) Εντάξει λοιπόν, έναν καφέ, τον συνήθη.

            Φωτεινή: Από ότι ακούω Μιχάλη, έχετε δικηγορικό γραφείο.

            Μιχάλης: Ναι… Η αλήθεια είναι ότι καταπιάνομαι και μ’ άλλα. Υπάρχει η οικονομική άνεση.  Κι εσείς;

            Φωτεινή: Εγώ… είμαι δασκάλα στοιχειώδους εκπαίδευσης, χήρα, με δύο παντρεμένους γιους και δύο εγγόνια.  Έχω επίσης την πολυτέλεια ν’ ανήκω σε κάποιους συλλόγους που μ’ ευχαριστούν.  Αλλά γι’ αυτά θα μιλήσουμε άλλη φορά.

            Μιχάλης: Ωραία… ωραία… εννοώ για τα παιδιά σας και τα εγγόνια σας… Λυπάμαι βέβαια που χάσατε τον σύντροφό σας.   

(επικρατεί αμηχανία για λίγο.  Η Φωτεινή σηκώνεται αργά από το κάθισμά της.   Παίρνει την τσάντα της και ταυτόχρονα λέει:)

            Φωτεινή: Ζητώ συγγνώμη, αλλά πρέπει να πηγαίνω. Δεν είχα πολύ χρόνο στη διάθεσή μου, όπως ήδη είπα στον Γάκη (κυττάζει τον Μιχάλη), αλλά ίσως να μπορέσουμε να μιλήσουμε περισσότερο κάποια άλλη στιγμή στο μέλλον.

(γελάει και προτείνει το χέρι της πρώτα στον Μιχάλη που βιάζεται να σηκωθεί στο άκουσμα του ονόματός  του)

            Φωτεινή: Μιχάλη χάρηκα  που… σε ξαναγνώρισα!

            Μιχάλης: .   Κι εγώ… κι εγώ  αγαπητή!

            Γιώργης: Πολύ τυπικότητα ρε παιδιά!  Εντάξει, όχι κι έτσι.  Έλα Φωτεινή, σ’ ευχαριστώ για την  παρέα και να μη χαθούμε!

            Φωτεινή: (έχει γυρίσει προς τον Γιώργη και του προτείνει το χέρι της) Γάκη, σ’ ευχαριστώ γι’ αυτή την ευχαρίστηση και  στο επανειδείν!  Το τηλέφωνό μου  το έχεις.

            Γιώργης:  Ναι, βέβαια!

(η Φωτεινή χαιρετά και πάλι τους δύο άντρες)

            Φωτεινή:  Γεια σας λοιπόν!

(η Φωτεινή απομακρύνεται ήσυχα. Οι άντρες συζητούν χωρίς να κυττάζουν προς το μέρος της Φωτεινής που απομακρύνεται)

            Μιχάλης:  Συμβολαιογράφος ο μακαρίτης! Ε; Δικαιολογείται λοιπόν η πρόωρη αποχώρησή του από τα επίγεια…

            Γιώργης:  Τι εννοείς;

            Μιχάλης: Συμβολαιογράφος, καταλαβαίνεις;  Διαθήκες  κτλ!   Ε, του την έδωσε του ανθρώπου!

(γελάει ενώ  ο Γιώργης τον ειρωνεύεται)

            Γιώργης:  Είσαι δικηγόρος…  σίγουρα  όμως  και  ψυχολόγος!

            Μιχάλης: Ναι… Κι εσύ όμως δεν πας πίσω! Είσαι βέβαια φαρμακοποιός!  Και ως τέτοιος…

            Γιώργης:  Παρακαλώ,  μη με τρελαίνεις!

            Μιχάλης: (τον αγνοεί) Όχι μόνο το ύφος σου αλλά και τα λόγια σου… λίγο ακόμα  και θά ‘σταζαν φαρμάκι.  Ενοχλήθηκες που εμφανίστηκα, έτσι;

            Γιώργης:  Τι λες;  Είπα κάτι που σ’ έθιξε;  Εσύ δεν ήσουν που με τσιριμόνιες, επεχείρησες να εντυπωσιάσεις τη Φωτεινή;

            Μιχάλης:  Διαμαρτύρομαι!  Ήμουν ευγενικός απέναντί της. Οπωσδήποτε θα ήμουν ένας ανάγωγος, αν φερνόμουν διαφορετικά.  Δεν μου επιτρεπόταν να αποδεχτώ ότι ειμαι νεότερός σας!  Εξάλλου μόνη της η κ. Φωτεινή υπογράμμισε ότι γνωριζόμασταν!

            Γιώργης:  Εντάξει κ. δικηγόρε!

            Μιχάλης:  Ε! να το πιστέψω τώρα αυτό που περνάει από το μυαλό μου;

            Γιώργης:  Τι θες να πεις μ’ αυτό;

            Μιχάλης: Μήπως ζήλεψες που έδειξε ευχαρίστηση για την άφιξή μου;

            Γιώργης:  Τι λες  αδερφέ;  Τι να ζηλέψω;  Ήμουν μάλιστα τόσο βέβαιος ότι θα εμφανιστείς,  που την είχα ήδη προειδοποιήσει σχετικά.  Άκου λέει να ζηλέψω!  Αν ήθελα να μην τη δεις, θα πηγαίναμε κάπου αλλού!  Εξάλλου τη θεωρώ γυναίκα του κόσμου. Και μορφωμένη είναι και πού ‘σαι… οι γιοι της είναι γιατροί!

            Μιχάλης:  Πού κολλάει αυτό το τελευταίο;   Δεν είπα για τη γυναίκα ότι είναι καθυστερημένη και μπράβο στα παιδιά της!  Μα τι λέω;  Δε μου δόθηκε καν η ευκαιρεία να σκεφτώ ότιδήποτε για την αγαπητή ‘‘Φωτεινή σου’’.  Δεν πρόλαβα καν να την ξαναγνωρίσω… κι έφυγε.

            Γιώργης:   Η συμπεριφορά σου ήταν γλοιώδης!

            Μιχάλης:  Α, δεν πας καλά εσύ!  Μπας και….

            Γιώργης:  Ναι αδερφέ, την ερωτεύομαι ξανά!

            Μιχάλης: Μπα! Δεν το ήξερα αυτό.  Δηλαδή… ήσουν κάποτε  ερωτευμένος μαζί της;

            Γιώργης: Ναι μωρέ ήμουν! Πιτσιρίκια είμασταν, ύστερα που μεγαλώσαμε και σπουδάσαμε… ε… βρήκαμε ο καθένας μας άλλο πρόσωπο!   Βλέπεις ήταν και οι αποστάσεις!

            Μιχάλης: Άστα αυτά που ξέρεις φαρμακοποιέ!  Βρήκες τη Μαρίνα και σου φάνταξε.  Βιολόγος και πανέμορφη!  Την τύχη σου νά ‘χαμε!

(ο Γιώργης τον κυττάζει με περιέργεια)

            Γιώργης:   Ξέρεις τι είπες τώρα;

            Μιχάλης:  Ναι ξέρω!  Ήσουν ο τυχερός, Γιώργη.  Η Μαρίνα ήταν γυναίκα με τα όλα της. Σεβαστική, καλόκαρδη, μορφωμένη και πανέμορφη!  Και πάνω απ’ όλα αξιοπρεπέστατη.  Πόσες γυναίκες συγκεντρώνουν όλα αυτά τα προσόντα;  Έ;  Και σού ‘δωσε κι ένα καλό γιο, τον Προκόπη.

            Γιώργης: Ναι, ήμουν πολύ τυχερός.  Όμως μου λείπει.  Μου λείπει η τρυφερότητα της γυναίκας.

            Μιχάλης: Ύστερα από την Μαρίνα πώς μπορείς να σκέφτεσαι έτσι;

            Γιώργης:  (τον κυττάζει λυπημένα και τον ρωτά χαμηλόφωνα) Την αγαπούσες;

            Μιχάλης:  (με μάτια που λάμπουν)  Ναι, την αγαπούσα!  Αγαπούσα όμως κι εσένα.  Δε θα έκανα ποτέ κάτι εναντίον σου.  Δε θα μπορούσα να προδώσω τη φιλία σας, τη δική σου και της Μαρίνας, που είχε μάτια μόνο για σένα.  Μου έφτανε να την βλέπω έστω κοντά σου!  Απολάμβανα την αγάπη της στον Προκόπη.  Αγαπώ τον γιο σου καλύτερα κι από αν ήταν δικός μου!

            Γιώργης: (συγκινημένος) Σ’ ευχαριστώ Μιχάλη που μ’ ανοιξες την καρδιά σου.  Είσαι αδερφός μου.  Δεν μας έδωσες την παραμικρή αφορμή, ώστε ν’  αλλάξουμε συμπεριφορά απέναντί σου.  Πώς άντεξες αλήθεια;

            Μιχάλης: Ήσασταν η οικογένειά μου.  Καταλαβαίνεις; Ποτέ δε θα έκανα κάτι για να ταράξω την ευτυχίας σας.  Ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου είναι η υποψία.

            Γιώργης: Λυπάμαι που δεν βρήκες την ευτυχία που άξιζες!  Θα μπορούσες όμως.

            Μιχάλης: Υπήρχαν και υπάρχουν θηλυκά γύρω μου, λείπει όμως η διάθεση του πειράματος.   Η αγαπημένη σου, είχε γίνει και δική μου. Ύστερα ήρθε η Δήμητρα… μα δεν ταιριάζαμε.  Δεν ήταν σαν τη Μαρίνα  που την εμπιστευόμουν, καταλαβαίνεις;  Θεωρώ ότι και ο χωρισμός των γονιών μου συνετέλεσε στη δυσπιστία μου.  Δεν μπορούσα να ξαναγαπήσω κι  αν παντρευόμουν υπήρχε ο φόβος του πιθανού χωρισμού.

            Γιώργης:  Τι παράξενο… να προεξοφλείς κάτι χωρίς καθόλου να  του δίνεις την ευκαιρεία ν’ αρχίσει!

 

Σκηνή Έβδομη

(ο Γιώργης τηλεφωνεί από το σπίτι του… στη συνέχεια καταφθάνει εκεί και  ο Μιχάλης)

            Γιώργης:  Γεια σου, Φωτεινή, ο Γάκης είμαι.

            Φωτεινή: Γάκη, τι ευχάριστη έκπληξη!

            Γιώργης:  Πώς είσαι;

            Φωτεινή:  Πολύ καλά.  Κι εσύ;

            Γιώργης:  Κι εγώ.  Ξέρεις… σκεφτόμουν να βρεθούμε ένα βραδάκι. Να πάμε στο θέατρο, να φάμε… Θα μου έδινες μεγάλη ευχαρίστηση αν δεχόσουν.

            Φωτεινή: Σ’ ευχαριστώ πολύ Γάκη.  Τιμή μου που με σκέφτηκες,  θα πρέπει όμως να κυττάξω το ημερολόγιό μου να δω ποια βράδυα έχω ελεύθερα. Ανήκω σε δύο-τρεις συλλόγους, και επιπλέον είμαι πρόεδρος του συλλόγου Τέχνης και Λόγου.

            Γιώργης: (στεναχωρημένος)  Καταλαβαίνω. Θα μπορέσεις όμως να βρεις μία ελεύθερη βραδυά, έτσι δεν είναι;

            Φωτεινή: Ναι σωστά, θα προσπαθήσω.   Δώσε μου ένα τηλέφωνο.

(ο Γιώργης της δίνει δύο αριθμούς)

            Γιώργης:  Ο.Κ.  Σταθερό σπιτιού…  δουλειάς… Κινητό…

            Φωτεινή: (σε λίγο)  Ωραία!  Λοιπόν Γάκη… θα επικοινωνήσουμε σύντομα.

            Γιώργης:   Εντάξει.  Θα περιμένω.

            Φωτεινή:  Έλα… γεια σου!

            Γιώργης: Γεια σου, γεια σου. (μονολογεί) ‘‘Πολύ busy τη βλέπω τη Φωτεινή μας!  Για να δούμε, θα βρει χρόνο να μου κάνει την τιμή;’’

(χτυπάει το τηλέφωνό του.  Είναι  ο Μιχάλης)

            Μιχάλης:  Έλα αδερφέ μου… στην πόρτα σου είμαι…

(ο Γιώργης ανοίγει)

            Γιώργης:  Καλώς τον δικηγόρο μας!

            Μιχάλης:  Δεν έχω όνομα;

            Γιώργης:  Με συγχωρείς, έχω καταληφθεί από τον επαγγελματισμό. Θέλω να πω, να θυμόμαστε κάποτε και την ειδικότητά μας.   Είναι και θέμα … συμπεριφοράς.

            Μιχάλης: Τι συμβαίνει  ‘‘Γάκη μας’’;  Μέχρι στιγμής ήμουν ο  φίλος, ο κουμπάρος  αν θελεις, ο Μιχάλης!   Τι άλλαξε;

            Γιώργης:  Να… αν πω λίγα… είσαι δικηγόρος… αν πω πολλά… πάλι δικηγόρος είσαι…

            Μιχάλης:  Τι να σου πω;  Μιλάς με γρίφους. Ή είσαι φίλος ή…

            Γιώργης:  Σκύλος;

            Μιχάλης:  Α! σε παρακαλώ!  Αυτό το είπες εσύ!  Δε συνηθίζω τα παρόμοια!

            Γιώργης:  Ναι εγώ.  Έλα πέρνα μέσα, τώρα!

            Μιχάλης: Με γλύτωσες από το κατώφλι σου τελικά! Τι σου συμβαίνει; ‘‘Οσφρίζομαι’’ κάτι…  Γυναικοδουλειές;  Γυναικοδουλειές;  Η Φωτεινή μας;

            Γιώργης:   Α, να χαθείς παλιοδικηγόρε!

            Μιχάλης:  Γιατί βρε Γιώργη; Να μην αναρωτιέμαι;   Ποτέ δεν σ’ έχω ξαναδεί έτσι.

            Γιώργης:  Ε, και;

            Μιχάλης: Αυτού του είδους οι αλλαγές σε άντρα και δή μορφωμένο σαν του λόγου σου, είναι χαρακτηριστικές.  Σχετίζονται με κάτι διαφορετικό… κι ως επί το πλείστον με γυναίκα. Μπερδεύεσαι, υπάρχει αταξία στις σκέψεις σου, έχεις άγχος…

            Γιώργης:  Μάλιστα!  Δεν θα μπορούσε δηλαδή να είναι κάτι άλλο;

            Μιχάλης:  Στην περίπτωσή σου… όχι!

            Γιώργης:  Μάλιστα!

            Μιχάλης:  Πάλι μάλιστα!  Τι να πω;

            Γιώργης:  (θυμωμένος) Να μην πεις τίποτα!

            Μιχάλης:  Νά τα μας!  Θυμώνεις άδικα, κι αυτό το θεωρείς συνηθισμένο φαινόμενο!

            Γιώργης:  Τώρα ντύθηκες ψυχολόγος!

            Μιχάλης:  Όχι! Είμαι φίλος σου… κουμπάρος σου.   Και επιτέλους γιατί όχι και ψυχολόγος;

            Γιώργης:  Την ιδιότητά σου αυτή, δεν την ξεχνώ.

            Μιχάλης:  Κι εγώ, κι εγώ! Το παραδέχομαι.  Η ψυχολογία με βοήθησε όχι μόνο ν’ απαλλαγώ από τα όποια ψυχικά τραύματά μου, αλλά και να κατανοώ και να μπορώ να βοηθώ συνανθρώπους μας με προβλήματα.

            Γιώργης: (αναστενάζει)  Συγγνώμη Μιχάλη, παραφέρθηκα!

            Μιχάλης:  Καταλαβαίνω!  Όμως  προόδευσες σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής.

            Γιώργης:  Έχεις δίκιο!  Πάντα έχεις δίκιο Μιχάλη.  Είμαι απαράδεκτος!  Σου ζητώ συγγνώμη για ό,τι έχω πει σχετικά για την απόφασή σου να μην συνδεθείς με εκπρόσωπο του άλλου φύλου.

            Μιχάλης: Έλα τώρα, μην στενοχωριέσαι, σε καταλαβαίνω!  Όταν έχεις συνηθίσει στη γυναίκεια συντροφιά είναι δύσκολο να εξελιχθείς σε εργένη σαν κι εμένα.  Είναι και ο Προκόπης.  Αν είχες τη Μαρίνα σου θα μοιραζόσουν τις σκέψεις σου μαζί της…  κι όχι μ’ εμένα.

            Γιώργης:  Άλλο  η γυναίκα κι άλλο ο φίλος.  Και είμαι τυχερός που είσαι εσύ ο φίλος μου.  Ποιος θα με ανεχόταν και θα μοιραζόταν τις έγνοιες μου για τον Προκόπη;   Α, ο γιος μου είναι τυχερός που σ’ έχει νουνό! Ανέκαθεν του παραστέκεσαι σαν πατέρας.

(έχουν συγκινηθεί και οι δυο τους.  Σκέφτονται)

            Μιχάλης: Είσαι δικός μου άνθρωπος.   Να… είσαι αδερφός μου. Το ξέρεις δα!

            Γιώργης: Είσαι γενναιόδωρος.  Μας δίνεις πολύ από τον χρόνο σου κι ας έχεις  δουλειές  και  υποχρεώσεις.

            Μιχάλης:  Είσαι καρδιακός φίλος…

(σωπαίνουν μια στιγμή)

            Γιώργης:  Μιχάλη, τηλεφώνησα στη Φωτεινή.

            Μιχάλης:  Μπράβο!  Φαίνεται αξιοπρεπής.

            Γιώργης:  Και… πολύ απασχολημένη.  Έχει λέει, πολλές δουλειές!

            Μιχάλης: Αυτό είναι καλό. Δεν είναι… αργόσχολη…  επομένως δουλεύει το μυαλό της.

            Γιώργης:  Έχει δουλειές  και  τα  βράδυα… συνεδριάσεις!

            Μιχάλης:  Ανήκει σε συλλόγους…

            Γιώργης:  Έτσι λέει.

            Μιχάλης:  Έτσι λέει κι έτσι είναι!  Ενδιαφέρον! Το ανέφερε κι όταν την είχα δει μαζί σου.  Σε ποιούς;

            Γιώργης:  Δεν είπε, δε ρώτησα.  Είπε επίσης ότι προεδρεύει σε κάποιον, που προφανώς σχετίζεται με  την Τέχνη…

            Μιχάλης:  Α! θαυμάσια!  Ασχολείται λοιπόν και με την Τέχνη, έτσι;

            Γιώργης:  Δε ρώτησα. Λες να είναι artist;

            Μιχάλης:  Χμ!..  Δεν σου είπε, ε;  Βιαζόταν;

            Γιώργης: Αρκετά.  Είπε όμως ότι θα κυττάξει ποια μέρα θα μπορέσει να με συναντήσει.

            Μιχάλης:  Ωραία λοιπόν.  Όταν γίνει αυτό θα μάθεις για όλα όσα ενδιαφέρεσαι  Αν είναι artist κτλ.

            Γιώργης:  Υποθέτω!

            Μιχάλης:  Με το καλό, λοιπόν.

            Γιώργης:  Χμ! Και Μιχάλη…

            Μιχάλης:  Ναι!

            Γιώργης:  Ανησυχώ!

            Μιχάλης:  Γιατί;

            Γιώργης:  Δεν ξέρω τι να πω, όταν βρεθούμε.  Τι θέματα να συζητήσω μαζί της.

            Μιχάλης: Τι άλλαξε από την προηγούμενη συνάντηση;

            Γιώργης: …το γεγονός ότι θα πάμε κάπου ιδιαίτερα…  καταλαβαίνεις!

            Μιχάλης:  Μη σε στενοχωρούν αυτά. Θα έρθουν όλα μόνα τους. ‘Ετσι γίνεται.  Θα τα πάρεις όλα με τη σειρά: πρώτα το…

            Γιώργης: …θέατρο.  Πρότεινα να πάμε στο Θέατρο και ύστερα για φαγητό. Οτιδήποτε, ας διαλέξει!

            Μιχάλης: Πολύ ωραία!.. Αν πάτε στο θέατρο δεν χρειάζεται να μιλήσετε για αρκετή ώρα.  Απομένει το δείπνο που οφείλει να είναι ελαφρύ στα εδέσματα και βαρύ στο περιεχόμενο της συζήτησης… υποθέτω.

            Γιώργης:  Νομίζεις;

            Μιχάλης: Είναι πολλά τα θέματα που αναδύονται από μία θεατρική παράσταση.  Μπορείτε να εκθειάσετε τις απόψεις σας επί του θέματος, επί του συγγραφέα, να κάνετε συγκρίσεις με κάποια άλλη θεατρική παράσταση ή συγγραφέα,  να μιλήσετε για την απόδοση των ρόλων από τους ηθοποιούς, για τα σκηνικά  και τον διευθυντή του θεατρικού σχήματος, και για τη μουσική βέβαια  και… για πολλά περισσότερα, είμαι βέβαιος.

            Γιώργης:  Έτσι ε;

            Μιχάλης: (μονολογεί) ‘‘Τον κακομοίρη τον Γιώργη! Δες τονα… κάνει σαν μαθητούδι! Τον κτύπησε ξανά ο έρωτας για τη χήρα!’’ Ναι φίλε μου, να μην αμφιβάλλεις. Θα έχετε τόσα πολλά να πείτε που θ’ αναγκαστείτε να ξανανταμώσετε…

            Γιώργης:  Χμ!  Θα δούμε!

            Μιχάλης: Βέβαια, κι αυτού του είδους οι επικοινωνίες -όπως καταλαβαίνεις- αποκαλύπτουν το εσωτερικό των εν συνδιαλέξει, ατόμων.

            Γιώργης: Χμ!  Μήπως αυτό είναι λιγάκι επικίνδυνο;

(ο  Μιχάλης τον κυτταζει και ξαφνικά ξεσπάει στα γέλια)

            Μιχάλης:  Μα τω Θεώ… θυμίζεις μαθητούδι!

(ο Γιώργης δεν απαντά)

            Μιχάλης:  Έλα σε πειράζω.  Είναι φυσικό ν’ αγωνιάς.  Κάθε περιπέτεια γεννά  τους δικούς της φόβους.  Εκείνο που πρέπει να θυμάσαι είναι ότι η Φωτεινή δεν είναι το κοριτσάκι του σχολείου.  Όπως κι εσύ, παντρεύτηκε, έγινε μητέρα, γιαγιά… -εσύ βέβαια δεν έγινες ακόμα παππούς… κτλ.  Επομένως έχει πολλές υποχρεώσεις και είναι κι αναμεμειγμένη με τα κουλτουριάρικα!

            Γιώργης:  Ναι, βέβαια…

            Μιχάλης: Λέω λοιπόν ότι άλλαξε.  Και θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σου και σ’ ετούτο: η γυναίκα της ηλικίας της δεν είναι σαν τον άντρα της ίδιας ηλικίας. Καταλαβαίνεις; Φρονιμεύει… σοβαρεύεται… Οι ορμόνες της περιορίζουν τα μέγιστα τις παλιές ορμές και συνήθειες.

            Γιώργης:  Έτσι ε;  Μα τι λέω;  Ναι βέβαια τα ξέρω όλα αυτά… και …

            Μιχάλης: Αν τα ξέρεις λέει;  Απλά σου τα υπενθυμίζω.  Αυτό το μέρος της φυσιολογίας των φύλων το κατέχεις άριστα.  Τόσα χάπια  πουλάει το φαρμακείο σου για την συγκάλυψη της απουσίας των ορμονών, τρομάρα σου!  Έτσι δε μεγάλωσες το βιος σου;  Το ότι ξαναερωτεύεσαι, δεν ελαττώνει τις γνώσεις σου.

            Γιώργης: Χμ! Διαπιστώνω την προσπάθεια των ωρίμων γυναικών ν’ αντιμετωπίζουν την  κρίση των σχέσεών τους με τον σύζυγό τους.

            Μιχάλης:  Ναι μπράβο!  Έτσι…

            Γιώργης: (γελάει ειρωνικά) ‘‘Κίνησε ο Οβριός να πάει στο παζάρι κι έλαχε Σαββάτο!’’

            Μιχάλης:  Επίσης είναι δύσκολο να ξεπεράσει κανείς τον χαμό αγαπημένου συντρόφου.  Χρειάζονται  χρόνια για να συνθηκολογήσει μ’ αυτό.

            Γιώργης: Από μία άποψη είσαι τυχερός Μιχάλη.  Έμεινες μακριά από παρόμοιες εμπειρίες.

            Μιχάλης: (το χαμόγελό του κρύβει πικρία) Έτσι λες… ε;

            Γιώργης:  Συγγνώμη φίλε! Ούτε στιγμή δεν ξέχασα τα δικά σου, και λυπάμαι που δεν έζησες την ευτυχία που σου άξιζε.

            Μιχάλης: Έλα μη λυπάσαι.  Είναι δύσκολο να βρεις τον άνθρωπό σου. Και δυστυχώς για τους νέους μας, γιατί τα πράγματα όλο και χειροτερεύουν. Οι γυναίκες ανεξαρτητοποιούνται όλο και περισσότερο και συνεπώς αδιαφορούν για συμβατικούς συνεταιρισμούς, όπως είναι ο σημερινός γάμος.

            Γιώργης: Ναι αλλά εσύ είσαι ωραίος άνθρωπος. Θα μπορούσες… αν το επεδίωκες να κάνεις κάποια γυναίκα ευτυχισμένη…

            Μιχάλης: Πρέπει να είμαστε και οι δύο ευτυχισμένοι, κι αυτό είναι τύχη.  Και η ελευθερία έχει τα καλά της.

(χτυπάει το τηλέφωνο)

            Φωτεινή: Γάκη, η Φωτεινή.

            Γιώργης: Γεια σου Φωτεινή.

            Φωτεινή: Τηλεφωνώ, να σου πω πότε είμαι ελεύθερη.

            Γιώργης: Ναι…

            Φωτεινή: Μπορώ αυτή την Παρασκευή, μετά τις 6.30 μμ.

            Γιώργης: Θαυμάσια.  Θα τα κανονίσω όλα και θα σε πάρω από το σπίτι σου.  Δεν έχω όμως τη διεύθυνσή σου ακόμα.

(γελάει)

            Φωτεινή: Οδός …. αριθμός….

            Γιώργης: Ο.Κ. Θα είμαι εκεί στις 6.30 μ.μ.

            Φωτεινή: Ωραία.  Θα σε δω την Παρασκευή λοιπόν.

            Γιώργης: (γυρνάει στον Μιχάλη) Ήταν η Φωτεινή.

            Μιχάλης: (χαμογελάει) Θαυμάσια! Πως αισθάνεσαι τώρα;

            Γιώργης:  Δεν ξέρω, κάπως…

            Μιχάλης:  Δηλαδή;

            Γιώργης:  Να!  Δεν μου κάνει τόση εντύπωση.

            Μιχάλης:  Μπά; Πολύ παράξενο! Καλά, διάλεξε κάτι καλό και δεν πειράζει αν  δεν πετάς στον έβδομο ουρανό!

            Γιώργης:  Ναι.  Εντάξει, έτσι θα γίνει!

            Μιχάλης:  Και τι θα κάνουμε τώρα;  Θα γιορτάσουμε το γεγονός;

            Γιώργης:  (γελάει ειρωνικά)  Σιγά τώρα!  Πάμε για τον καφέ μας στην παραλία αδερφέ.  Είναι όμορφη  μέρα!

            Μιχάλης: Καλά!.. Να πάμε και για κανένα θαλασσινό;  Ψαράκι στη σχάρα, να πούμε;

            Γιώργης:  Έγινε!

 

Σκηνή Όγδοη

(οι δύο φίλοι  Γιώργης και Μιχάλης βρίσκονται  στο Balmoral Beach)

            Γιώργης:  Κύττα να δεις φίλε μου!

            Μιχάλης:  Από πού κόπιασαν όλοι ετούτοι; Δεν δουλεύουν;

            Γιώργης:  Πολλοί νέοι.  Ή τεμπέληδες είναι ή οικονομημένοι.

            Μιχάλης:  Βλέπεις αυτό που βλέπω;  Η Φωτεινή σου… με μία άλλη… ‘νεαρά!’

            Γιώργης:  Ω!

(πλησιάζουν οι γυναίκες)

            Φωτεινή: Τι έκπληξη;  Γεια σας, γεια σας…

(ο  Γιώργης και ο Μιχάλης σηκώνονται και χαιρετούν)

            Γιώργης και Μιχάλης, μαζί: Γεια σας!

            Φωτεινή: Παιδιά να σας συστήσω τη φίλη μου Νέλλη!  Νέλλη να σου συστήσω τον Γάκη και τον Μιχάλη!

(δίνουν τα χέρια και οι δύο άντρες καλούν τις γυναίκες να καθήσουν στο τραπέζι τους)

            Γιώργης:  Δε θα μας κάνετε παρέα;

            Νέλλη: Παρόλο ότι ζω στην περιοχή, δεν μπορώ να χάσω το μπάνιο μου.  Γι αυτό άλλωστε βρισκόμαστε εδώ.

            Φωτεινή: Αυτό είναι αλήθεια. Το Balmoral Beach  έχει πλαστεί για να το απολαμβάνουμε.

(οι δύο άντρες συμφωνούν ευγενικά)

            Γιώργης: Εμείς δεν θ’ ακολουθήσουμε το παράδειγμά σας, απλά γιατί ήρθαμε να φάμε.  Αν θέλετε να μας κάνετε παρέα ύστερα από το μπάνιο σας… εδώ θα είμαστε.

            Νέλλη: Ευχαριστώ πολύ.  Εμένα να με συγχωρήσετε αλλά δε θα μπορέσω, έχω classes αμέσως μετά από το μεσημέρι…

            Φωτεινή: Κι εγώ… Γάκη ευχαριστώ αλλά δεν μπορώ.  Θα πρέπει να φύγω με τη Νέλλη.  Έχω πολλή δουλειά.  Θα σας αφήσουμε λοιπόν ν’ απολαύσετε το μεσημβρινό σας…

            Νέλλη: (προτείνει το χέρι της στους δύο άντρες αρχίζοντας από τον Μιχάλη) Χάρηκα για τη γνωριμία σας…

(η Νέλλη κομπιάζει και οι άντρες λένε τα ονόματά τους)

            Μιχάλης:  Μιχάλης… παρομοίως  κυρία μου!

            Γιώργης: Γιώργης… κι εγώ…

            Φωτεινή: Παιδιά γεια σας.

            Γιώργης και Μιχάλης: Γεια σας.

(οι γυναίκες φεύγουν)

            Μιχάλης:  Περίεργες γυναίκες… δε νομίζεις;

(ο Γιώργης σιωπά) 

 

Σκηνή Ένατη

            (στο σπίτι του Γιώργη…)

            Γιώργης: Δεν έγινε τίποτα τελικά. Το θέατρο δεν βοήθησε, ούτε καν δημιούργησε την ατμόσφαιρα που ήλπιζα. Όσο για το δείπνο ήταν αποκαρδιωτικό.  Η Φωτεινή, τα παιδιά της, τα εγγόνια της, ο Μανώλης της…  Δεν χωρά άλλος άντρας στη ζωή της αδερφέ μου. Ούτε ως φίλος! Δεν υπήρχε καν αυθορμητισμός. Μια επικοινωνία ανθρώπων που έφαγαν τη ζωή με το κουτάλι!..

(ο Γιώργης σκέφτεται.  Ο Μιχάλης τον κυττάζει)

            Μιχάλης:  Κατάλαβα.  Ρώτα και για τη φίλη της τη Νέλλη!  Όπως ξέρεις, Ι had a date with her. Άλλος τύπος αυτή.  Ανύπαντρη σαν την αφεντιά μου, απόλυτα κυρία του εαυτού της, στεγνή και περιορισμένη στην Ιστορία ‘‘της’’.  Αναγνωρισμένη στον κλάδο της –κοτζάμ καθηγήτρια της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Σ…- της πρόσφεραν θέση ερευνήτριας σε Πανεπιστήμιο της Αγγλίας.  Το είχε επιδιώξει και το πέτυχε, είπε.  Πώς ήταν δυνατόν ν’ αρνηθεί!

            Γιώργης: Αποφάσισα να μην επικοινωνήσω με τη Φωτεινή, άλλη φορά.  Δεν μπορεί να ξεχάσει τον Μανώλη της, έτσι είπε.  Και ξέρεις τι; Έγινε το εξής παράδοξο. Ένιωσα μία φοβερή ανακούφιση. Ένιωσα τη Μαρίνα στο πλάϊ να μου χαμογελάει.  Ο Προκόπης μου είπε το περασμένο βράδυ πως θα φέρει την αγαπημένη του -άκου: ‘‘τη Μαρίνα του’‘!  Μαρίνα  τη λένε- για να τη γνωρίσουμε εσύ κι εγώ, η οικογένειά του!’’ έτσι είπε το ευλογημένο.

(ο  Μιχάλης χαμογελάει.  Ξαφνικά ο  Γιώργης τον κυττάζει με υποψία)

            Γιώργης:  Μη μου πεις ότι το έμαθες νωρίτερα από εμένα;

            Μιχάλης: Έλα ηρέμησε, αίμα σου είναι, δικός σου γιος πρώτα και ύστερα δικός μου. Εσύ θά  ‘χεις πάντα την πρωτιά.  Κι άκου… δε ζηλεύω γι’ αυτό!.. Σκέψου παιδί μου, ύστερα από τόσα αναπάντεχα, το υπέροχο μέλλον που ανοίγεται μπροστά μας… και όλα τα οράματά μας για το μέλλον, να οφείλονται στον Προκόπη μας!  Και το όνομα αυτής Μαρίνα… Αν έχει και την καρδιά της…

            Γιώργης: Αφού τη διάλεξε ο Προκόπης μας… να είσαι βέβαιος ότι η Μαρίνα του έχει κάτι από τη Μαρίνα μας… Ο θεός να αναπαύει την όμορφη ψυχή της…

(είναι συγκινημένοι. Με μάτια που λάμπουν σηκώνονται κι  αγκαλιάζονται)

 

 

Τέλος

 

 

2 σκέψεις πάνω στὸ “Αναπάντεχα (Μονόπρακτο)

  1. Η αγωνία του χήρου πατέρα για το μέλλον του παιδιού του, η ανάμνηση της συζύγου του που δεν θα σβήσει ποτέ ,ο ρόλος και η παρουσία του φίλου Μιχάλη. η επιθυμία για γνωριμία και σχέση με άλλη γυναίκα και τέλος η Μαρίνα αυτή η έκπληξη που συγκινεί. Ένα κοινωνικό ευαίσθητο και ευχάριστο έργο που το απόλαυσα Κυρία Πιπίνα μου!!!!

    Μοῦ ἀρέσει

Ἀπαντῆστε

Συμπληρῶστε κατωτέρω τὰ στοιχεῖα σας ἢ πατῆστε σὲ ἕνα εἰκονίδιο γιὰ νὰ συνδεθῆτε.

Λογότυπος τοῦ WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ WordPress.com. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Φωτογραφία στὸ Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Facebook. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Σύνδεση μὲ τὸ %s σὲ ἐξέλιξη...