“Συχνά η Κάρολ ξύπναγε ταραγμένη από τα όνειρά της. Η πανέμορφη Ρουθ εμφανιζόταν στον ύπνο της παραμορφωμένη και παραπονιόταν για το πόσο άδικα και βάναυσα είχε τυραννιστεί μέχρι θανάτου. Δίπλα της εμφανιζόταν ένα απρόσωπο άτομο… Η Κάρολ δεν το καταλάβαινε αυτό. Δεν έβλεπε τον Γκάρι… έβλεπε κάποιον άγνωστο, απρόσωπο άντρα. Τι σήμαιναν όλα αυτά; Ξύπναγε ταραγμένη και συχνά έκλαιγε βουβά μέσα στο σκοτάδι. Προσπαθούσε να μην ενοχλεί τον Μαρκ, αλλά ήταν πολύ βαρύ το πλήγμα που είχε δεχτεί και γινόταν ακόμη βαρύτερο βλέποντας τα δύο δυστυχισμένα παιδιά της Ρουθ. Όλη η αγάπη του κόσμου, δε φαινόταν να ενεργεί καταλυτικά επάνω τους. Δεν ήθελε τίποτα άλλο παρά να τα δει να γελούν και να είναι χαρούμενα, όπως τότε, εκείνες τις μακρινές όμορφες ημέρες στο παρελθόν… τότε που η Ρούθ και ο Γκάρι και η μικρή τους θυγατέρα Τζούλη, χαίροντα την ευτυχία τους και περίμεναν να γεννηθεί ο μικρός Ντέιβιντ. Ήταν πολύ σκληρό… Όμως ελάχιστα χρόνια αργότερα, ο Γκάρι, είχε αλλάξει τόσο πολύ που δεν ήταν δυνατή η όποια συνεργασία μαζί του. Ως κτηματομεσίτης ο Μαρκ, είχε προτείνει στον Γκάρι να κάνει ένα μικρό δίπλωμα του πωλητή σπιτιών και μαγαζιών και να εργαστεί στο κτηματομεσητικό γραφείο του, αλλά εκείνος είχε αρνηθεί λέγοντας: “Δεν είμαι εγώ για τέτοια δουλειά! Άλλο να πουλάς αυτοκίνητα και άλλο σπίτια!” είχε πει. Του το πρότεινε ξανά όταν είχε χάσει τη δουλειά του… αλλά εκείνος προτίμησε να έχει μερική απασχόληση και με πολύ λίγα χρήματα, σε μια ασήμαντη, μικρή μάντρα μεταχειρισμένων αυτοκινήτων.”
Απόσπασμα από το μυθιστόρημά μου, Τζούλι Τζένκινς Κελί 333, Sydney, 2013.