Α’. Για την Ελληνική Γλώσσα
Α’. 1. Ιστορία της Νέο–Ελληνικής Γλώσσας
(History of the Greek language) Sydney, April 1995
ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΕΙΡΆ ΜΕΛΕΤΕΣ ΤΟΜΟΣ Α΄, Σύδνεϋ 2014
Η νεοελληνική γλώσσα δεν αποτελεί φαινόμενο γλωσσικού στρώματος απομονωμένου ή ανεπηρέαστου από τις προηγούμενες μορφές της ελληνικής.
Η χρήση διαφορετικών μορφών της γλώσσας σε διαφορετικές καταστάσεις ή περιπτώσεις[1], είναι χαρακτηριστική ακόμη και για τα πρώιμα στάδια της ελληνικής γλώσσας, από τότε δηλαδή, που παρουσιάζεται σα γραπτός λόγος. Στην αρχαία ελληνική, δίγλωσσος[2] είναι εκείνος που έχει την ικανότητα να ομιλεί δύο γλώσσες.
Μέχρι τα μέσα του 4ου αι. μ. Χ. οι ελληνικές κοινότητες χρησιμοποιούν για τις πολιτικές και θρησκευτικές υποθέσεις τη διάλεκτο των μελών τους, αλλά η λογοτεχνία είτε ήταν γραπτή είτε προφορική, χρησιμοποιεί διαφορετικό γλωσσικό ιδίωμα. Στα ομηρικά έπη για παράδειγμα, χρησιμοποιείται ένα γλωσσικό μείγμα που είναι αποτέλεσμα της μακράς εξέλιξης της γλώσσας και πιθανόν να ανάγεται στα μυκηναϊκά χρόνια. Το ομηρικό γλωσσικό ιδίωμα διατηρήθηκε στην επική ποίηση, κυρίως σε εκείνη η οποία ήταν γραμμένη σε εξάμετρα και μεταγενέστερα, άσχετα με την ιδιάζουσα γλώσσα ή ντοπιολαλιά των ελληνικών πολιτειών, από όπου προέρχονταν οι επικοί ποιητές.
Η χορική ποίηση τον 17ο αι., διακρίνεται για την ομηρική υποδομή της, αν και είναι γραμμένη σε ακαθόριστη δωρική γλωσσική μορφή. Η δε αττική τραγωδία δεν χρησιμοποιεί την αττική διάλεκτο αλλά μείγμα, δηλαδή, τα μεν διαλογικά μέρη γράφονται σε γλωσσικό ιδίωμα που πλησιάζει την αττική διάλεκτο με κάποια ιωνικά στοιχεία (στη φωνολογία, τη μορφολογία και το λεξιλόγιο), ενώ τα λυρικά μέρη της γράφονται, πλησιέστερα στη γλώσσα της χορικής λυρικής ποίησης .
Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Μακεδόνων, καλλιεργήθηκε μια κοινή ελληνική γλώσσα, που απέβη το βασικό μέσο επικοινωνίας και προσχώρησε βαθμηδόν και στις αγροτικές περιοχές. Στα σχολεία του ελληνόγλωσσου κόσμου και προς το τέλος του 1ου π. Χ. αι., παρατηρείται ένα κίνημα προς τον κλασικισμό. Σύνθημα ετούτου του κινήματος είναι η στροφή και η μίμηση προς τους αττικούς συγγραφείς του 5ου και του 4ου αι. Τον 2ο αι μ. Χ., παρατηρείται διάκριση ανάμεσα στην αττική γλώσσα που έχαιρε εκτίμησης και στην απλή ελληνική ή ελληνιστική κοινή, της οποίας οι αναφορές στα λεξικά της εποχής, χαρακτηρίζονται για την περιφρόνησή τους προς αυτή. Και ενώ οι επίσημες ομιλίες και όλη η λογοτεχνία παρουσιάζονται σε αττικίζουσα ελληνική γλώσσα, τα συγγράμματα για θέματα τεχνικής φύσης ή άλλες επίσημες επικοινωνίες, εντός της ρωμαϊκής πλέον επικράτειας, χρησιμοποιούν την ελληνιστική κοινή γλώσσα. Τα απολογητικά συγγράμματα που απευθύνονται στους μορφωμένους ειδωλολάτρες είναι σε αττικίζουσα ελληνική, ενώ η γλώσσα των μικρών χριστιανικών κοινοτήτων είναι στην κοινή ελληνιστική και σε επίπεδο της καθομιλουμένης.
Όταν τον 4ο μ. Χ. αι. άρχισε να διαδίδεται ο Χριστιανισμός και να εξαπλώνεται στην ανώτερη κοινωνική τάξη, μέλη της τα οποία είχαν αττικίζουσα εκπαίδευση, καταλάμβαναν όλο και περισσότερες θέσεις στην εκκλησία, η οποία εκ τούτου απέβη βαθμηδόν, πολύ ισχυρή. Τα δογματικά και τα ποιμενικά συγγράμματα, αλλά και το κήρυγμα των Μεγάλων Πατέρων, είναι γραμμένα στην κλασικίζουσα λογοτεχνική ελληνική γλώσσα, που αποκτά έτσι ιδιαίτερη αίγλη και ιερότητα, ιδιαίτερα στα λαϊκά πλήθη που δεν έχουν εκπαιδευτεί σε αυτή και επομένως τους είναι δυσνόητη.
Ετούτη λοιπόν την περίοδο παρατηρούνται δύο ιδιώματα:
α. εκείνο της αττικίζουσας ελληνικής, και
β. το ιδίωμα της κοινής ελληνικής, που χρησιμοποιείται συχνά σε καθομιλουμένη και παραλογοτεχνική ιδιωματική μορφή, από την εκκλησία, για λαϊκά έργα ευλάβειας και η προέλευσή της είναι περισσότερο επαρχιακή.
Ως τον 7ο αι. οι δομικές αλλαγές στη μορφολογία και στη σύνταξη της ελληνικής γλώσσας, προμηνύουν τη ρήξη ανάμεσα στην αρχαία και στη νέα ελληνική γλώσσα.
Οι Βυζαντινοί κληρονόμησαν τρεις διαφορετικές γλωσσικές ομάδες:
α. την κλασικίζουσα αττική ελληνική
β. τα λογοτεχνικά της κοινής ελληνικής (τεχνικά και επίσημα έγγραφα), και
γ. την ομιλούμενη κοινή ελληνική των εκλαϊκευμένων έργων.
Στη δεκαετία του 640 και ως το τέλος της Εικονομαχίας, δηλαδή στα μέσα του 9ου αι., παρατηρείται ότι η αττικίζουσα ελληνική έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί και χρησιμοποιείται μόνο από την εύπορη τάξη, ως διακριτικό γνώρισμά της. Τον 9ο αι. που έχει πλέον εγκαθιδρυθεί το Βυζαντινό κράτος, παρατηρείται μία νέα παλινδρόμηση προς την αρχαιότητα στους πνευματικούς κύκλους. Με τη βοήθεια λεξικών και εγχειριδίων οι συγγραφείς αναλαμβάνουν τη δεξιοτεχνία των προγόνων τους. Αυτός ο νεοκλασικισμός δεν είναι μίμηση των κλασσικών Αθηναίων, αλλά μίμηση των γλωσσικών στοιχείων στα λογοτεχνικά κείμενα και δεν έχει σχέση όπως είναι κατανοητό, με την ομιλούμενη. Το μεγαλύτερο μέρος της πεζογραφίας, που δεν ήταν λογοτεχνία, χρησιμοποιεί την κοινή ελληνική των τεχνικών συγγραφέων της αρχαιότητας. Και παρόλο που διέφεραν τα γλωσσικά στοιχεία της από εκείνα της κοινής ομιλούμενης, δεν γίνεται ενσυνείδητη προσπάθεια αποφυγής της. Έτσι πολλά έργα όπως συγγράμματα ιατρικής, τα μαθηματικά, οι νόμοι, οι εγκυκλοπαίδειες, απομνημονεύματα και αυτοκρατορικά εγχειρίδια για την εξωτερική πολιτική, γράφονται σε ετούτη τη γλώσσα.
Η καθημερινή ωστόσο μορφή της κοινής ελληνικής, έμεινε έξω από τη γραμματεία της εποχής. Στα μέσα του 10ου αι., πολλά λαϊκο-θρησκευτικά έργα γράφονται στην κλασικίζουσα ελληνική. Έτσι παρατηρείται μία νέα παραλλαγή της διγλωσσίας, δύο επίπεδα της λόγιας ελληνικής:
α. για τη λογοτεχνία χρησιμοποιείται η κλασικίζουσα και
β. για τον επίσημο προφορικό λόγο η μη κλασικίζουσα.
Η ομιλούμενη δε χρησιμοποιήθηκε στον γραπτό λόγο, εκτός από ένα σατιρικό επίτευγμα, τον 12ο αι.
Η γλωσσική κατάσταση πήρε τροπή στους τελευταίους αιώνες της βυζαντινής περιόδου (1261-1453). Το μεγαλύτερο μέρος της λογοτεχνικής πεζογραφίας γράφεται σε κλασικίζουσα γλωσσική μορφή ενώ ταυτόχρονα εμφανίζονται παραλλαγές κειμένων, αποκλασικοποιημένες, δηλαδή παραφράσεις, όπου ασυνήθιστες λέξεις και σπάνιοι συντακτικοί τύποι αντικαθίστανται από πιο οικεία στοιχεία. Παρά το γεγονός ότι στο Βυζάντιο υπάρχει η τάξη των πολύ μορφωμένων, δε φαίνεται να είναι πρόθυμοι ετούτοι ή δεν δύνανται να καταβάλλουν την απαιτούμενη προσπάθεια να κατανοήσουν την κλασικίζουσα αττική γλώσσα.
Τον 14ο αι. στην Ευρώπη, παρουσιάζεται γραπτή λογοτεχνία σε γλωσσική μορφή που πλησιάζει την ομιλούμενη. Είναι ένα φαινόμενο φυσικό και παράλληλο προς εκείνο που λάβαινε χώρα στην Ιταλία. Στο Βυζάντιο όμως παρατηρείται μία ανάμειξη γλωσσικών στοιχείων της ομιλούμενης γλώσσας και της κλασικής παράδοσης, και σε αναλογία η οποία ποικίλλει. Η μεν δημώδης λογοτεχνία πραγματεύεται ελαφρά θέματα, η δε πεζογραφία χρησιμοποιεί την κλασικίζουσα γλώσσα. Έτσι η δημώδης λογοτεχνία δεν επικρατεί ούτε σε ετούτη την χρονολογική φάση.
Στην ελληνική χερσόνησο και στην περίοδο της τουρκικής κατοχής (1453-1821), η πορεία της γλώσσας ως ζωντανού οργανισμού εν εξελίξει, δεν παύει να υφίσταται. Στην Κρήτη παρατηρείται η ανάπτυξη μίας τοπικής δημώδους λογοτεχνίας, η οποία είναι απαλλαγμένη από αρχαϊκά στοιχεία. Το γλωσσικό ιδίωμα της δημώδους λογοτεχνίας, χρησιμοποιείται στα θεατρικά έργα και σε περισσότερο ευαίσθητες, αλλά δυναμικές μορφές της, στην ποίηση. Οι Κρητικοί, όπως και αλλού στον ελληνόφωνο πληθυσμό, στον πεζό λόγο χρησιμοποιούν την κλασικίζουσα γλώσσα. Στην Κύπρο παρατηρείται ένα ανάλογο φαινόμενο με εκείνο στην Κρήτη, μόνο που η τοπική διαλεκτική μορφή της γλώσσας χρησιμοποιείται και στις δύο μορφές του λόγου: στον πεζό και στον ποιητικό λόγο. Ετούτη η λογοτεχνία παραμένει απομονωμένη και τον 16ο αι. παύει να υφίσταται.
Ο 18ος αι., είναι ο αιώνας των Φαναριωτών. Σημειώνεται η ακμή του δημοτικού τραγουδιού και η διάσταση ανάμεσα στην εκκλησιαστική και στην λαϊκή παιδεία. Είναι η εποχή που το δημοτικό τραγούδι στην ελληνόφωνη γη, απαλλαγμένο από «λόγια αττικιστικά στοιχεία», συνεχίζει την παράδοση του αρχαίου ελληνικού τραγουδιού. Παράλληλα διαμορφώνεται μία τάση για τη λόγια επεξεργασία του δημοτικού τραγουδιού σε μικτή μορφή. Τελικά παρουσιάζεται μία λόγια μορφή η οποία αποβλέποντας στον λαό, αναγκαστικά χρησιμοποιεί τη γλώσσα του. Αντιπρόσωποι αυτών των τριών ρευμάτων είναι ο Κοραής, ο Κάλβος και ο Σολωμός[3].
Το γλωσσικό ζήτημα στο τέλος του 18ου αι., παίρνει νέα μορφή υπό την επίδραση του Διαφωτισμού, την αφύπνιση της συνείδησης του ελληνικού λαού σε σχέση με την καταγωγή τους, και με την ίδρυση των ελληνικών σχολείων σε πόλεις της Οθωμανικής Ελλάδας[4], στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και στα αστικά κέντρα της δυτικής Ευρώπης, όπου διαπρέπει η ελληνική παροικία.
Σκύβοντας ωστόσο αναλυτικότερα στο φαινόμενο της εξέλιξης της γλώσσας, είναι φανερό ότι το γλωσσικό πρόβλημα εξακολουθεί να υφίσταται, καθώς οι Έλληνες είναι διηρημένοι ως προς το γλωσσικό θέμα, εφόσον υπάρχει μία ομάδα Ελλήνων οι οποίοι επηρεασμένοι από τη Γαλλική επανάσταση, επιθυμούν και επιδιώκουν την αφύπνιση των σκλαβωμένων Ελλήνων και την επανάστασή του για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού[5], και μία άλλη οι οποίοι δεν θέλουν την ουσιαστική και ριζική αυτή αλλαγή, αλλά θέλουν τα πράγματα να παραμείνουν ως έχουν. Κέντρο ετούτων των τελευταίων υπήρξε το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και η εύπορη κοινωνία των Φαναριωτών, που όντως απολάμβαναν της εξουσίας και της δύναμης και εύλογα, είχαν αντιρρήσεις σχετικά με ετούτο το πολύ σπουδαίο ζήτημα. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ αντιμετώπισε ως σατανική την παραμέληση της γραμματικής της κλασσικής γλώσσας, η οποία στόχο είχε να αποτρέψει κατά τη γνώμη του τον πιστό από την οδό της σωτηρίας[6] και προς τούτο εξέδωσε σχετική εγκύκλιο.
Το 1774 αρχίζει να ανεβαίνει η αστική τάξη και να εκφράζει τις πνευματικές της ανάγκες. Η εκκλησία περνά στη συντηρητικότητα και στη συνέχεια αντιδρά. Η περίοδος που προηγείται του 1821, σημαδεύεται από τριμερή γλωσσική διαίρεση. Η γλώσσα του λαού, η απλή δημοτική, θεωρήθηκε από τους Έλληνες, ότι είχε ανάγκη στοιχείων της κλασικίζουσας ελληνικής, ως μέσον έκφρασης της λογοτεχνίας αλλά και μεταφράσεων επιστημονικών ή φιλοσοφικών βιβλίων από τη Δύση. Η ελληνική πνευματική κίνηση εξασθενεί προφανώς στα χρόνια του Αγώνα. Διατηρείται όμως και ανθεί εκτός των ελληνικών συνόρων, σε άλλες ελληνόφωνες αποικίες της Ευρώπης. Μετά από τον αγώνα του 1821, παρατηρείται νοσταλγία για την περασμένη ακμή του Έθνους και ενισχύεται η μνήμη της αρχαίας δόξας.
Το νεοελληνικό κράτος που συστάθηκε το 1830, υιοθετεί την κλασικίζουσα δημοτική ή καθαρεύουσα, ως την επίσημη γλώσσα και ως τη γλώσσα που έπρεπε να διδαχτεί στη δημόσια εκπαίδευση. Η λογοτεχνία και η εκπαίδευση με τον τρόπο αυτό απομακρύνονται και πάλι από τον μέσο Έλληνα. Τελικά η κατάσταση φτάνει στο απροχώρητο όταν πολλοί χρησιμοποιούν στην γραφή τους έναν ακραίο κλασικισμό. Φτάνει στην αποκορύφωσή της με τα έργα του Παναγιώτη Σούτσου (1806-1868) και του Αλέξανδρου Ραγκαβή (1809-1892), αλλά και με το έργο του Κ. Κόντου[7] (1834-1909), Γλωσσικαί παρατηρήσεις.
Τα Επτάνησα που ήταν για αιώνες υπό την ενετική κυριαρχία και κατόπιν βρετανικό προτεκτοράτο (ως το 1864), τα καθιστούσε απρόσβλητα από το γλωσσικό πρόβλημα που επικρατούσε στο νεοελληνικό κράτος. Είχαν κάποια αδύνατη σύνδεση με την Κρητική σχολή του 17ου αι. και όφειλαν πολλά στην Ιταλία, αφού η γλώσσα της και η ποίησή της ιδιαίτερα, ήταν γνωστές στις ανώτερες τάξεις και στον αστικό πληθυσμό των νήσων γενικά. Αντιπρόσωποι αυτής της γλώσσας είναι ο Ι. Τυπάλδος (1814-1883), ο Διονύσιος Σολωμός (1798-1857), ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879), που υπήρξαν περαιτέρω και οι θεμελιωτές της ποίησης στην Ελλάδα.
Το 1880 το γλωσσικό θέμα παίρνει πλέον καθαρά πολιτική χροιά. Οι νέοι ποιητές, όπως ήταν ο Κωστής Παλαμάς, γράφουν ποίηση στη δημοτική, ενώ η πεζογραφία είναι περισσότερο συντηρητική. Παράδειγμα μικτής γλώσσας παρουσιάζει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο οποίος γράφει τους διαλόγους του στην ομιλούμενη και το κείμενό του στην καθαρεύουσα, ενώ οι περιγραφές ή οι παρεκβάσεις είναι στην αττικίζουσα καθαρεύουσα. Το 1888 ο Ι. Ψυχάρης δημοσιεύει το περίφημο κείμενό του: Το Ταξίδι μου που αποτελεί δημοτικιστικό μανιφέστο. Το 1901 ο οπαδός του Ψυχάρη, Αλέξανδρος Πάλλης, μεταφράζει στη δημοτική την Καινή Διαθήκη και την δημοσιεύει. Τότε όμως συμβαίνουν τα εξής παράδοξα:
1.καταδικάζεται με εγκύκλιο από τον πατριάρχη Ιωακείμ
2.επαναστατούν οι φοιτητές
3.πέφτει η κυβέρνηση του Θεοτόκη.
Ο Μιστριώτης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1908, θεωρεί τους δημοτικιστές ως όργανα ξένων δυνάμεων. Μετά από το κείμενο του Ψυχάρη: Το ταξίδι μου και είκοσι χρόνια αργότερα, όλοι οι λογοτέχνες γράφουν στην δημοτική. Η καθαρεύουσα παρέμεινε η γλώσσα του κράτους, των δικαστηρίων, του επιστημονικού και τεχνικού λόγου, της πολιτικής, τη δημοσιογραφίας και της εκπαίδευσης.
Το γλωσσικό θέμα συνδέθηκε και με το Μακεδονικό ζήτημα. Ο Ίων Δραγούμης διανοούμενος και ανήκων στο διπλωματικό σώμα της τότε Ελλάδας, πέτυχε να συνδέσει την προσπάθεια της γλωσσικής και εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης με τα εθνικά όνειρα της εποχής του. Αγωνιστής για την αναγνώριση από την ελληνική κυβέρνηση, του αγώνα των ελληνοφώνων πληθυσμών της Μακεδονίας, της Θράκης, της Ηπείρου, του Πόντου και της Μικράς Ασίας, κυρίως όμως των Μακεδόνων και των Θρακών, αγωνίστηκε μαζί με πολλούς άλλους για την εγκαθίδρυση της δημοτικής γλώσσας στο ελληνικό έθνος. Το 1905, συμμετείχε στην ίδρυση της «Εταιρείας της Εθνικής Γλώσσας», μαζί με τους Σ. Ραμά, Α. Καρκαβίτσα, Κ. Χατζόπουλο, Ι. Κονδυλάκη, Φ. Μάτσα, Λ. Πορφύρα, Γ. Σωτηριάδη και Δ. Πετροκόκκινο, που στόχο είχε την μεταρρύθμιση της παιδείας και την χρήση της δημοτικής γλώσσας. Μαζί με τα επίλεκτα μέλη του «Αδερφάτου» που δημιουργήθηκε αρχικά στην Κωνσταντινούπολη και ύστερα απέκτησε «πανελλήνια εμβέλεια», έπαιξε καταλυτικό ρόλο σε ετούτο το σώμα της Κωνσταντινούπολης, αλλά και στο δεύτερο σκέλος της, στην Αθήνα (1909). Ιδρυτικό μέλος του «Εκπαιδευτικού ομίλου» (1910), απέβη η ψυχή του νέου ετούτου οργάνου και ο «φυσικός αρχηγός», όπως τον χαρακτήρισε ο Α. Πάλλης[8].
Ο δημοτικισμός του Ίωνα σχετιζόταν άμεσα με το καλό του Έθνους. Οι οπαδοί της καθαρεύουσας χαρακτηρίζονται από τον Δραγούμη ως οπισθοδρομικοί και βολεμένοι, στην καθημερινότητα. Τη δημοτική γλώσσα την χαρακτηρίζει με αρρώστια: «χρυσή και αξιαγάπητη… που δεν έρχεται μόνη, φέρνει μαζί της χίλια μύρια καλά, σέρνει σωρούς και αρμαθιές ιδέες, αντίληψες, σκέψες, αισθήματα καινούργια, δροσερά, ανοιξιάτικα, τέτοια, που μόνο να τα συγκρίνης με τους σωρούς και τους όγκους τους μεγαλόπρεπους της αρχαιοπρέπειας των περασμένων γενεών, αμέσως διαγνώνεις πως ετούτα είναι ψόφια, ενώ τα σημερινά είναι ζωντανά»[9]. Τονίζει ότι «η γλώσσα που μιλεί ο λαός και μεις είναι γλώσσα μας», και θεωρεί την καθαρεύουσα «απομεινάρι της ζωής».
Πολλά ήταν τα επεισόδια που διαγράφησαν εναντίον των δημοτικιστών, στο διάστημα που ήταν καθιερωμένη η καθαρεύουσα. Το 1917 ο Βενιζέλος στις 11 Μαΐου, όριζε με διάταγμα, τα αναγνωστικά των τεσσάρων πρώτων τάξεων και τα βιβλία της αριθμητικής της τρίτης, μέχρι και την έκτη τάξη, να είναι στην κοινή ομιλούμενη. Η διάταξη του Βενιζέλου καταργήθηκε το 1921 και τα βιβλία που είχαν συσταθεί το 1917, εκδόθηκε διάταγμα να συγκεντρωθούν και να καούν. Στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου (1945-1949), η δημοτική γλώσσα οπισθοδρόμησε, καθώς συνδέθηκε με τον κομμουνισμό και φιλοσλαβισμό. Ωστόσο από το 1945 έως το 1949, η δημοτική υπήρξε η γλώσσα της εκπαίδευσης για τα τέσσερα πρώτα χρόνια εκπαίδευσης (στοιχειώδους εκπαίδευσης).
Από το 1967-1974 επαναφέρθηκε η καθαρεύουσα σα μέσο διδασκαλίας στα κρατικά σχολεία, ενώ τιμωρήθηκαν με εξορία οι δάσκαλοι που δίδασκαν τη δημοτική. Η λογοτεχνία εξακολούθησε να γράφεται στη δημοτική και ήταν η γλώσσα που είχε καθιερώσει το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ως επίσημη. Μετά από την κατάρρευση της Χούντας το 1974, η νέα κυβέρνηση αποβαίνει ένθερμος υποστηρικτής της δημοτικής. Την άνοιξη του 1976, νομοθεσία, για πρώτη φορά, καθιστά τη δημοτική ως την επίσημη γλώσσα, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Η καθαρεύουσα μελετάται στα σχολεία ως αντικείμενο μελέτης και όχι ως διδακτέα γλώσσα. Το 1976 κηρύσσεται ως η επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους. Ο πρώτος νόμος που συντάχτηκε στη δημοτική, εκδόθηκε το καλοκαίρι του 1977 και σε σχέση με τους γεωργικούς συνεταιρισμούς.
Οι νόμοι είναι γραμμένοι σε καθαρεύουσα γλώσσα και η εκκλησία τη χρησιμοποιεί στις επίσημες επικοινωνίες της, όπως πάντα, και κατ’ αντίθεση προς το κήρυγμα ή το ποιμενικό της έργο στα οποία εφαρμόζεται η ομιλούμενη.
Βοηθήματα
Κ. Α. Βακαλόπουλος, Ίων Δραγούμης, Μαρτύρων και ηρώων αίμα, Εκδοτικός οίκος αδερφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1991, σσ.108-110.
Robert Browning, Η ελληνική γλώσσα μεσαιωνική και νέα, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1991, σελ. 244-259.
Κ. Θ. Δημαράς. Η ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, τρίτη έκδοση, Ίκαρος 1964, πρόλογος σ. ζ-ιε’, σ. 2.
************************
Α’. 2. Μία απάντηση σ’ εκείνους που εξακολουθούν να αντιτίθενται στην συνέχεια της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας ως τον 4ο μ. Χ., την εξέλιξη και συνοχή της με την Νέα Ελληνική ως τον 21ο αι.
Σύδνεϋ 2008
Γενικά: «Θέλεις να μιλήσουμε δια την γλώσσα˙ μήγαρις έχω άλλο στον νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;» ρωτά ο Ποιητής τον Φίλο στον Διάλογο του Σολωμού[10]. Δε θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη εισαγωγή στο παρόν πόνημα, από ετούτα τα λόγια του Δ. Σολωμού, καθώς ανταποκρίνονται άμεσα σχεδόν στο περιεχόμενό του.
Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός η άμεση σύνδεση της ελληνικής γλώσσας με την έννοια της ελευθερίας. Μόνο ένας λαός που λάτρεψε την ελευθερία του όσο ο Έλληνας, θα μπορούσε να διατηρήσει τη γλώσσα του μέσα στους αιώνες. Οι Έλληνες δοκιμάστηκαν με τη σκλαβιά ποικίλων κατακτητών και με τις οδύνες εμφυλίων, και δη του ειδεχθέστερου και αδελφοκτόνου[11] εν ονόματι ‘σκοτεινής’ ιδεολογίας. Ετούτη η τελευταία κατά βάση διεθνιστική και ως εκ τούτου αντεθνική[12], (σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι διακρίνονται όχι σε εθνότητες, αλλά σε οικονομικές τάξεις και άλλα επώδυνα[13]), ακολούθησε ως γνωστόν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τις συνέπειες ετούτων των παραλόγων κινήσεων[14] τις πληρώνει ακόμα ο Νεοέλληνας και δεν χρειάζεται να πάμε μακριά, καθότι έχει ‘γείτονα’ τη ΦΥΡΟΜ[15], που είναι το προϊόν της άλλοτε επεκτατικής πολιτικής της Βουλγαρικής Κουμμουνιστικής Μηχανής και της αντίστοιχης, της Σερβίας.
Πέρα από τον Εθνικό μας ποιητή Δ. Σολωμό, ο Ν. Καζαντζάκης, αναφέρεται επίσης στο πολυσυζητημένο θέμα της γλώσσας. Ο Κρητικός την υμνεί με τον δικό του ιδιάζοντα γοητευτικό τρόπο. Προφανώς η δημιουργική επιτυχία του οφείλεται αφενός στην ανυπέρβλητη ικανότητά του, ως προς τον χειρισμό της ελληνικής γλώσσας και του πλούσιου λεξιλογίου της, και αφετέρου στην καθ’ όλα μεγαλειώδη τεχνική ως προς την κατάθεση των φιλοσοφικών του πιστεύω, την απαράμιλλη σκιαγράφηση των χαρακτήρων του[16] και την πλούσια γνώση και τεχνική των όποιων περιγραφών του[17]. Οι εικόνες που δημιουργούνται από τις περιγραφές του Καζαντζάκη, συντείνουν στην περαιτέρω σύλληψη συναρπαστικών, ανάγλυφων σχεδόν εικόνων, τις οποίες ο Έλλην αναγνώστης οραματίζεται εύκολα, ενώ παράλληλα αισθάνεται δικαιωμένος για τη γλώσσα του, την αιωνιότητα του πολιτισμού του και για τις πίστεις του.
Παρατίθενται κάποια ανεπανάληπτα λογοτεχνικά χωρία από το έργο του Ν. Καζαντζάκη, συγκεκριμένα από την μυθιστορηματική βιογραφία του, Αναφορά στον Γκρέκο[18], μεταξύ των σελίδων 155 – 167, ώστε ο αναγνώστης να γευτεί άμεσα την μαγεία που εκπέμπει ο ικανός χειρισμός της ελληνικής γλώσσας από τον Κρητικό και να πληροφορηθεί επιπλέον τους λόγους που ο συγγραφέας προβάλλει, για να ερμηνεύσει την αγάπη του Έλληνα προς αυτήν. Ο Καζαντζάκης θεωρεί δικαιολογημένη την υπερηφάνεια του Έλληνα, για τη γλώσσα του, καθώς ετούτος είναι άρρηκτα δεμένος με τις μνήμες του παρελθόντος, αναγνωρίζει την συνέχισή της και την ιδιάζουσα δύναμή της, να μπορεί να αντισταθεί στις επιδράσεις όλων εκείνων που πέρασαν με μάνητα πάνω από τη γη του, την ελληνική χερσόνησο, προσπαθώντας να την σαρώσουν. Τελικά αισθάνεται ευτυχής, καθώς οι σκοτεινές δυνάμεις της Ελλάδας εκπροσωπημένες από τα παραπλανημένα παιδιά της, δεν πέτυχαν να την ξεπουλήσουν σε αλλότριες χώρες, με αλλότρια ιδεολογία προς την ελληνική, και που καλλιεργήθηκε έντονα όσο οι υπέρμαχοί της αγωνίστηκαν γι’ αυτή, για να γκρεμιστεί ωστόσο τελικά και εντός της κοιτίδας της.
Γράφει λοιπόν ο Κρητικός διανοούμενος: «Γι’ αυτό όποιος ταξιδεύει στην Ελλάδα κι έχει μάτι να βλέπει και νου να στοχάζεται, ταξιδεύει από μια νίκη πνεματική σε άλλη πνεματική νίκη, σε αδιάσπαστη μαγική ενότητα. Είναι, το βεβαιώνεσαι εδώ στην Ελλάδα, το πνέμα συνέχεια κι ανθός της ύλης, κι ο μύθος η απλή, συνθετική έκφραση της πιο θετικής πραγματικότητας. Χρόνια περπάτησε το πνέμα απάνω στις ελληνικές πέτρες, κι απ’ όπου κι αν περάσεις θα ξεκρίνεις τα θεϊκά του αχνάρια»[19].
«Το καταλάβαινα κάθε μέρα και καλύτερα περπατώντας στην ελληνική γης, ο ελληνικός πολιτισμός δεν ήταν μετέωρος, υπερφυσικός ανθός, ήταν ένα δέντρο που είχε ριζώσει βαθιά στη γη κι έτρωγε λάσπη και την έκανε ανθούς. Κι όσο πιο πολλές λάσπες έτρωγε τόσο κατεργάζουνταν και πιο πλούσια την άνθισή του. Η περίφημη αρχαία απλότητα, η ισορρόπηση κι η γαλήνη δεν ήταν οι φυσικές ακοπίαστες αρετές μιας απλής ισορροπημένης ράτσας’ ήταν δύσκολοι άθλοι, λάφυρα από οδυνηρούς επικίντυνους αγώνες. Πολύπλοκη και τραγική είναι η ελληνική γαλήνη, ισορρόπηση από άγριες αντιμαχόμενες δυνάμες, που κατόρθωσαν, ύστερα από πολύμοχτη πάλη, να φιλιώσουν. Να φτάσουν εκεί που λέει ένας Βυζαντινός μυστικός, στην απροσπάθεια, δηλαδή στην κορφή της προσπάθειας».[20]
«Όλα στην Ελλάδα, βουνά, ποταμοί, θάλασσες, πεδιάδες, ‘ανθρωπίζουνται’ και μιλούν στον άνθρωπο μια σχεδόν ανθρώπινη γλώσσα. Δεν τον καταπλακώνουν, δεν τον τυραννούν’ γίνουνται φίλοι του και συνεργάτες. Η θολή, ακαταστάλαχτη κραυγή της Ανατολής, περνώντας από το φως της Ελλάδας, καθαρίζει, ανθρωπίζεται, γίνεται Λόγος. Η Ελλάδα είναι το φίλτρο που λαγαρίζει με αγώνα πολύ το κτήνος σε άνθρωπο, την ανατολίτικη σκλαβιά σ’ ελευτερία και τη βάρβαρη μέθη σε νηφάλιο λογισμό. Να δώσει πρόσωπο στο απρόσωπο, μέτρο στην αμετρία, ισορροπώντας τις συγκρουόμενες τυφλές δυνάμες, τέτοια η αποστολή της πολυβασανισμένης στεριάς και θάλασσας που λέγεται Ελλάδα.
Είναι αληθινή χαρά, και πλούτος μεγάλος να τριγυρνάς την Ελλάδα. Τόσο το ελληνικό χώμα είναι ποτισμένο με δάκρυα, ιδρώτα κι αίμα, τόσο τα ελληνικά βουνά είδαν ανθρώπινο αγώνα, που ανατριχιάζεις λογιάζοντας πως στα βουνά ετούτα και τ’ ακρογιάλια παίχτηκε η μοίρα της λευκής φυλής. Παίχτηκε η μοίρα του ανθρώπου»[21].
«Κι όσο έμπαινε μέσα μου η Ελλάδα, τόσο ένιωθα και πιο βαθιά πως η μυστική ουσία της ελληνικής στεριάς και θάλασσας είναι μουσική. Κάθε στιγμή το ελληνικό τοπίο, ενώ μένει το ίδιο, αλλάζει ανάλαφρα, κυματίζει την ομορφιά του, ανανεώνεται. Έχει βαθιά ενότητα και συνάμα ακατάπαυστα ανανεούμενη ποικιλία. Τάχα ο ίδιος ρυθμός δεν κυβερνάει και την αρχαία τέχνη, που γεννήθηκε κοιτάζοντας, αγαπώντας, νογώντας και διατυπώνοντας τον ορατό γύρα της κόσμο; Κοιτάχτε ένα ελληνικό έργο της μεγάλης κλασικής εποχής’ δεν είναι ακίνητο, μια αδιόρατη ανατριχίλα ζωής το διαπερνάει, παίζει σαν τις φτερούγες του γερακιού όταν σταθεί στην κορφή του αγέρα και μας φαίνεται ακίνητο. Όμοια και το αρχαίο άγαλμα ζει, κινιέται αδιόρατα’ συνεχίζοντας την παράδοση, ετοιμάζοντας τη μελλούμενη που δεν μπορεί πορεία της τέχνης, ισορροπεί, σε αθάνατη μια στιγμή την τρισυπόστατη ροή του καιρού»[22]
«Ώρες πολλές κοίταζα το ιερό τοπίο της Ολυμπίας…»
Ο Καζαντζάκης συνεχίζει στην ίδια σελίδα, παρασυρμένος πάντα από ένα ιερό πάθος θαρρείς, που το υπαγορεύει η λατρεία του προς κάθε τι ελληνικό παλιό ή νέο:
«Ζήλιες, έχτρες, εμφύλιοι πόλεμοι σπάραζαν την Ελλάδα, δημοκρατίες, αριστοκρατίες, τυραννίες αλληλοεξοντώνουνταν, οι κλειστές λαγκάδες, τ’ απομονωμένα νησιά, τα ξεμοναχεμένα ακρογιάλια, οι μικρές ανεξάρτητες πολιτείες δημιουργούσαν ένα πολυκέφαλο ενιαίο και αλληλομισούμενο οργανισμό, και τα πάθη έβραζαν στο κάθε στήθος. Και ξαφνικά, κάθε τέσσερα χρόνια, το καλοκαίρι, κήρυκες στεφανωμένοι, οι σπονδοφόροι, ξεκινούσαν από την ιερή τούτη κοιλάδα, έτρεχαν ως τα πέρατα του ελληνισμού, διαλαλούσαν την ιερομηνία των αγώνων, την ανακωχή, προσκαλώντας φίλους κι εχτρούς στην Ολυμπία να παίξουν. Απ’ όλη την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα, από την Μακεδονία, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Θράκη, από τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, της Μικράς Ασίας, της Αίγυπτος, της Κυρήνης, από τη μεγάλη Ελλάδα και τη Σικελία, έτρεχαν αθλητές και προσκυνητές στην πανελλήνια ιερή κοιτίδα του παιχνιδιού. Δούλοι δεν μπορούσαν να πατήσουν εδώ, μήτε εγκληματίες, μήτε βάρβαροι, μήτε γυναίκες. Μονάχα ελεύτεροι Έλληνες»[23].
Η πορεία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, και η συνοχή της με τη νέα ελληνική: Αφήνοντας τον ελληνόπληκτο Κρητικό, προχωρούμε στην εξέταση κάποιων στοιχείων σχετικά με την πορεία της αρχαιοελληνικής γλώσσας και της συνοχής της με την νεοελληνική των ημερών μας, τα οποία οφείλουμε να καταθέσουμε με τη σωστή τους πορεία. Θα μπορέσουμε έτσι να δούμε γιατί αδικείται η ιστορική πραγματικότητα της ελληνικής γλώσσας. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο το θέμα εξακολουθεί να υφίσταται και επομένως είναι επιτακτικό να εξεταστεί.
Η αρνητική θέση στο θέμα της εξέλιξης της Ελληνικής γλώσσας και της συνοχής της την περίοδο που ακολουθεί την κατάκτηση της Ελληνικής χερσονήσου από τους Ρωμαίους, η συνέχισή της στη διάρκεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στην Βυζαντινή και κυρίως τη μεταβυζαντινή περίοδο (δηλαδή την περίοδο της υποτέλειας των Ελλήνων στους Τούρκους για μία μακραίωνο περίοδο -πέραν των τεσσάρων αιώνων στην Μακεδονία, Θράκη, Ήπειρο, Κρήτη σε νήσους του Αιγαίου-), αίρεται σε μείζον, εξαιτίας της εμμονής -ανησυχητικής ομολογουμένως-, που οξύνεται όταν υφίσταται εκτός Ελλάδας και μάλιστα στους κύκλους -ας τους καλέσουμε ‘της διανόησης’-, της Ελληνικής παροικίας, του Σύδνεϋ.
Η συνέχιση και η ενότητα της Ελληνικής γλώσσας μέσω των αιώνων ως την εποχή μας, είναι το μάλλον προσφιλές θέμα προς συζήτηση, ιδιαίτερα όταν πολλοί από εμάς συχνά δεν είμαστε βέβαιοι, καθόσον επικρατούν θέσεις και αντιθέσεις, σε βαθμό που να μας καθιστούν αβέβαιους ως προς αυτή.
Τα πολυπληθή κείμενα και οι μελέτες επί του αντικειμένου, επιβεβαιώνουν ότι το ζήτημα της συνέχισης και ενότητας της Ελληνικής γλώσσας μέχρι των ημερών μας, αποτελεί δημοφιλές αντικείμενο μελέτης. Ο λόγος είναι ο γνωστός: η αρχαιοελληνική διανόηση εξακολουθεί να είναι επίκαιρη και ως εκ τούτου αποτελεί το αέναα προσφιλές αντικείμενο μελέτης. Εδώ άλλωστε έγκειται η συνάφεια του ερωτηματικού για τη θέση της Νεοελληνικής καλούμενης γλώσσας, έναντι της ελληνικής της κλασσικής περιόδου.
Προτού όμως ετούτη η μελέτη προχωρήσει στις θέσεις μερικών από τους παγκόσμια γνωστούς ερευνητές, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η γλώσσα ως μέσον επικοινωνίας, αποτελεί ζωντανό όργανο που εξελίσσεται με το πέρασμα χρόνου, και ετούτη η αλλοίωση αποτελεί φυσικό φαινόμενο. «Τα πάντα ρει» λέει ο Ηράκλειτος και ο Μπερξόν λέει πως η κάθε νέα στιγμή είναι ξένη, προς εκείνη που ήδη πέρασε.
Η γλώσσα επιδρά στις ομάδες εκείνων που τη χειρίζονται ως μέσον επικοινωνίας, ανάλογα με τη προσφορά της. Η Ελληνική γλώσσα προσέφερε στην ανθρωπότητα ακόμη και στους αιώνες της υποτέλειάς της στους Τούρκους, με την συνέχιση της ελληνικής γλώσσας στη Δημοτική ποίηση και επομένως της ελληνικής παράδοσης και παρά τις δυσμενείς συνθήκες, της βάρβαρης και αλλόθρησκης κατοχής της. Η καταγραφή του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, αποτελεί σπουδαίο μέρος των μνημείων του λόγου του ελληνικού λαού[24].
Την άποψη ετούτη τη συμμερίζονται Έλληνες[25] και ξένοι μελετητές[26]. «Όταν απαντήσουμε πανάρχαιους μύθους ή πανάρχαια μορφολογικά στοιχεία να σώζονται μέσα στα δημοτικά μας τραγούδια, θα πρέπει να θεωρήσουμε το φαινόμενο τούτο φυσική συνάρτηση της επιβίωσης των αρχαίων μορφών πολιτισμού» τονίζει ο Κ. Θ. Δημαράς[27]. Ο ίδιος επισημαίνει και τα ακόλουθα: «Σε καμιά περίπτωση δεν μας επιτρέπεται να μιλήσουμε για βαθιές τομές που να έσπασαν οριστικά την ελληνική ιστορική συνοχή, δημιουργώντας πολιτισμό χωρίς ελληνικές ρίζες. Αλλαγές που να έχει υποστεί ο εδραίος ελληνικός πληθυσμός από το πέρασμα του ξένου, συναντούμε συχνά· αλλά τα ποικίλα χνάρια της αρχαιότητας που απαντούμε σε όλες τις σχετικές έρευνες, βεβαιώνουν πως οι μεταβολές αυτές δεν άλλαξαν και την κατεύθυνση της ελληνικής παράδοσης»[28].
Η Ελλάδα υπό τους Ρωμαίους: Βρισκόμαστε στα χρόνια του Καλιγούλα, μία περίοδο κατά την οποία η υποταγμένη Ελλάδα έχει κατακτήσει τον κατακτητή της. Η στροφή προς την αρχαιότητα η οποία θα ολοκληρωθεί έναν αιώνα αργότερα, έχει ήδη αρχίσει να διαγράφεται. Στα βόρεια της Βοιωτίας, ένας γαιοκτήμονας επιθυμεί να αναστήσει τα παλαιά έθιμα του τόπου του, να παλινδρομήσει στην παράδοση. Μνημείο αυτής της προσπάθειας διασώζεται, και πρόκειται για μία επιγραφή η οποία μεταξύ άλλων αναφέρει: «και την των συρτών πάτριον όρχησιν θεοσεβώς επετέλεσε». Πρόκειται για τον συρτό χορό που είναι τόσο λαοφιλής επί των ημερών του όσον και επί των ημερών μας. Φανερά συνεπάγεται μουσική και τραγούδι όπως και σήμερα.
Στο εργατικό τραγούδι το αρχαίο μυλικό, που έχει σωθεί και αρχίζει ως ακολούθως: «άλει, μύλε, άλει», θυμίζει το νεοελληνικό: «άλεθε, μύλε, άλεθε». Επίσης ο ιστορικός Θεόγνις αναφέρει ότι στο νησί της Ρόδου, υπάρχει έθιμο δεμένο με τις παραδόσεις για τον Κλεόβουλο, τα παιδιά μια ορισμένη γιορταστική ημέρα γυρίζουν στα σπίτια τραγουδώντας και μαζεύουν μικρά δώρα. Το τραγούδι εκείνο άρχιζε ως εξής: «Ήλθε, ήλθε χελιδών». Παρόμοιο έθιμο, τα χελιδονίσματα, απαντά στο Βυζάντιο με το ίδιο τραγούδι. Παρατηρείται όμως ότι αυτό το τραγούδι έχει επιζήσει μέχρι των ημερών μας και με τα ίδια λόγια: «Ήρθεν, ήρθε χελιδόνα». Το έθιμο κρατά και γίνεται την πρώτη του Μάρτη σε διάφορες περιοχές, όπου τα παιδιά γυρίζουν ψάλλοντας το ίδιο τραγούδι και μαζεύοντας ταυτόχρονα δωράκια. Ένας τέτοιος τόπος είναι η Ρόδος, γεγονός που αποδεικνύει την διάσωση της συνήθειας και της παράδοσης της γλώσσας[29]. Επομένως οι αρχαίοι εξακολουθούν να ζουν στον τόπο τους, στην Ελλάδα, και μας το θυμίζει η γλώσσα τους, η γλώσσα που εξακολουθεί να ομιλείται στην Ελλάδα, η ελληνική.
Το αλφάβητο της αρχαιοελληνικής γλώσσας: Πώς και πότε δημιούργησε και χρησιμοποίησε το αλφάβητό της, η αρχαιοελληνική γλώσσα; Είναι ένα ερώτημα στο οποίο πολλοί απλοί άνθρωποι δεν γνωρίζουν πώς να απαντήσουν.
Λέγεται ότι η αρχαία ελληνική γλώσσα υιοθέτησε το φοινικικό αλφάβητο -επί του ο μυθικού Βασιλιά των Αθηνών, Κόδρου- και ότι το προσάρμοσε στους ήχους της γλώσσας της. Οι Ετρούσκοι δανείστηκαν το ελληνικό το «επονομαζόμενο χαλκιδικό (της Εύβοιας)» τον 8ο περίπου αι. π. Χ. Από αυτό, με μεταβολές κατάλληλες για τις γλωσσικές τους ανάγκες, σχημάτισαν το δικό τους αλφάβητο, το οποίο περιελάμβανε είκοσι έξι (26) γράμματα αρχικά και αργότερα, ως το τέλος του 5ου π. Χ. αι., περιορίστηκε στα είκοσι (20). Οι Ετρούσκοι το μετέδωσαν αργότερα στους Ρωμαίους[30].
Παρόμοια συνέβη και με το κυριλλικό[31] αλφάβητο της Βουλγαρικής, της Σερβικής, της Ρωσικής κτλ., που προέρχεται από την ελληνική μεγαλογράμματη γραφή του 9ου αι., πλην μερικών λατινικών στοιχείων, παρόμοια όπως και με τη γραφή άλλων σλαβικών λαών[32].
Στη συνέχεια σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν και οι μεταφράσεις από τα ελληνικά κείμενα στις σλαβικές γλώσσες κυρίως σε σχέση με τη διάδοση του Χριστιανισμού, και την ομαλοποίηση των σχέσεων του Βυζαντίου με τους Σλάβους, κυρίως τους προς Βορρά οι οποίοι το παρενοχλούσαν συστηματικά. Ο Samuel N. C. Lieu[33] αναφέρεται στη σημασία της μετάφρασης των θεολογικών έργων από την ελληνική στη σλαβική για τη διάδοση του χριστιανισμού, από φωτισμένους Έλληνες μοναχούς, όπως η μετάφραση από τα ελληνικά της ζωής του Ευθύμιου (955-1028) στη γλώσσα των Γεωργιανών, από τον Γεώργιο τον Αγιορείτη.
Επιδράσεις της ελληνικής γλώσσας: Έχει διαπιστωθεί ότι η Ελληνική επέδρασε τα μέγιστα αρχικά στους Λατίνους όταν αυτοί κατέκτησαν την ελληνική χερσόνησο. Υπό την επίδραση του πολιτισμού των Ελλήνων έγραψε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κλαύδιος[34] τα απομνημονεύματά του στην ελληνική.
Η Ελληνική γλώσσα, ως ζωντανό όργανο είχε τα γλωσσικά δάνειά της από τις γείτονες χώρες της Ελλάδας και εξαιτίας των κατακτητικών επιδρομών ή χρονικών περιόδων υπό την κατοχή της σε ξένους λαούς. Ετούτο ενισχύεται με τα ακόλουθα παραδείγματα: στην αρχαία ελληνική εποχή η χώρα δέχτηκε επιδρομές από τους Πέρσες και ενεπλάκη σε πολεμικές συρράξεις μαζί τους. Το 146[35] π. Χ. κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους[36]. Τον 6ο αι. μ. Χ. και εξής, δέχτηκε επιδρομές από τους Σλάβους και Άβαρους. Τον 15ο αι. υποδουλώθηκε από τους Τούρκους και τον εικοστό αι. δέχτηκε επιθέσεις από διάφορους ευρωπαϊκούς λαούς και ενεπλάκη σε πολεμικές επιχειρήσεις με αυτούς και πάντα με μεγάλο κόστος, με τη Γερμανία, την Ιταλία, τη Βουλγαρία, τη Σερβία (Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913) Α’ (1914-1918) και Β’ (1940-1944) Παγκόσμιοι Πόλεμοι[37]).
Κατά συνέπεια διείσδυσαν στο λεξιλόγιο της εξελισσόμενης ομιλούμενης ελληνικής, λέξεις από την αρχαιότητα ως σήμερα από τους Πέρσες (σατράπης κ.α.), από τους Εβραίους (μεσσίας κ.α.), από τους Ιταλούς (πόρτα κ.α.), από τους Σλάβους (κοτέτσι κ.α.), από τους Τούρκους (ντολμάς κ.α.), από τους Γάλλους (λικέρ κ.α.), από τους Άγγλους (μπάσκετ κ.α.)
Η Ελληνική όμως είχε και τους δανειστές της και μάλιστα σε πολύ μεγάλο βαθμό. Σε 45.729 λέξεις αριθμούν για παράδειγμα, τα δάνεια της αγγλικής γλώσσας από την ελληνική. Στον γενικό κανόνα των δανείων αποτελεί εξαίρεση το φαινόμενο των δανείων από την ελληνική, της αγγλικής, καθώς ετούτη υιοθετεί λέξεις από την ελληνική[38], για τις οποίες έχει ήδη αντίστοιχες δικές της: π.χ. αntithesis – opposition, melancholy – sadness κ.α.[39] Η χαρακτηριστική δύναμη της ελληνικής γλώσσας, συνετέλεσε ώστε αυτή να έχει εισχωρήσει και σε άλλες ξένες γλώσσες πλην της αγγλικής και με άλλους, διαφορετικούς τρόπους, με τη μετάφραση όπως ο Μαρτίνος Λούθηρος, ο οποίος αντέγραψε την αρχαία ελληνική γραμματική για να φτιάξει την Γερμανική[40].
Ο Αριστείδης Ε. Κωνσταντινίδης, συγγραφέας του Βιβλίου Οι ελληνικές λέξεις στην αγγλική γλώσσα, Έλληνας ο ίδιος, εκφράζει την ανησυχία του για τη στάση των Ελλήνων έναντι του πολιτισμού τους, ο οποίος προφανώς συνδέεται άμεσα με τη γλώσσας τους. Αναρωτιέται και προσπαθεί να προειδοποιήσει για τις συνέπειες της ακατάλληλης και επιζήμιας στάσης τους έναντι της πολιτιστικής τους κληρονομιάς, που φυσικά εκφράζεται με την ελληνική γλώσσα. Γράφει λοιπόν στον Πρόλογο του βιβλίου του: «Κάθε προσπάθεια διατήρησης ή ανάπτυξης της γλώσσας μας, αντιμετωπίζεται από ορισμένους με ειρωνεία και με χαρακτηρισμούς της μομφής του ‘καθαρευουσιανισμού’, του ‘εθνικισμού’ ή της ‘έλλειψης προοδευτικότητας’. Προσπαθούν να περάσουν μέσα από εφήμερες πολιτικές συντεταγμένες, θέματα που έχουν επιβιώσει, ανεξάρτητα από τα ισχύοντα πολιτικά συστήματα και καθεστώτα»
»Γιατί όμως αυτά τα άτομα δέχονται τα εθνικά και πολιτιστικά στοιχεία των άλλων χωρών σα στοιχεία της ταυτότητας των χωρών αυτών (π.χ. Γαλλίας, Γερμανίας) και μόλις γίνει μνεία των δικών μας πολιτιστικών στοιχείων, ξαφνικά θυμούνται τις διεθνιστικές τους αρχές;»
»Όταν εμείς οι ίδιοι υποβαθμίζουμε και χλευάζουμε κάθε τι το Ελληνικό, θα πρέπει να αναμένεται παρόμοια συμπεριφορά από τους ξένους και τους γείτονές μας. Είτε αυτό είναι υποβάθμιση της Ελληνικής παρουσίας στην Ιστορία της Ευρώπης, είτε η προσπάθεια σφετερισμού και παραχάραξης της ιστορίας μας από τους γείτονές μας, για να θεωρηθούν κληρονόμοι της –επειδή δεν έχουν δική τους, ανάλογη προς τη δική μας.»
»Αναμφισβήτητα, πολλές λανθασμένες επιλογές έχουν επενδυθεί το μανδύα της εθνικότητας και έχουν γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης. Αυτά όμως τα λάθη δεν επιτρέπεται να μας οδηγούν στην απεμπόληση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Ούτε βέβαια, επιτρέπεται να αρκούμαστε στην επίκληση αυτής της κληρονομιάς παραμένοντας αδρανείς, τόσο για το παρόν όσο και για το μέλλον μας» [41]
Η «αδιάκοπη συνέχεια» της ελληνικής γλώσσας: Μέσω των αιώνων η ελληνική γλώσσα παρουσιάζει μία «αδιάκοπη συνέχεια» η οποία διαρκεί περισσότερο από τρεισήμισι χιλιετηρίδες και σε αυτό το φαινόμενο οφείλεται πιθανόν η βραδύτητα αλλαγής της ελληνικής γλώσσας. Και σήμερα όπως και χρόνια πριν, αναγνωρίζουμε ότι η ομιλούμενη ελληνική είναι η ίδια με εκείνη των ομηρικών επών (700 π. Χ. περίπου), παρά το γεγονός ότι η παραδοσιακή ορθογραφία κρύπτει πολλές φωνολογικές αλλαγές[42].
Ένα άλλο σπουδαίο χαρακτηριστικό της δυναμικής που παρουσιάζει η ελληνική γλώσσα, είναι ότι εκπροσωπεί έναν πολιτισμό που έχει την ικανότητα να απορροφά τους πολιτισμούς εκείνων οι οποίοι υπεισέρχονται στην επήρειά της. Αυτό συνέβη στους Ισραηλίτες λέει ο Michael Baigent[43], στο βιβλίο του The Jesus Papers, όταν τα σύνορα μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ είχαν καταλυθεί την περίοδο μεταξύ του 302 π. Χ. και 198 π. Χ., και το Ισραήλ είχε αποβεί μέρος της ελληνικής αυτοκρατορίας των Πτολεμαίων. Αυτοί οι Ισραηλίτες, ως νέοι μετανάστες, απορροφήθηκαν από τον αναπτυσσόμενο ελληνικό πολιτισμό. Δηλαδή έμαθαν ελληνικά, πήραν ελληνικά ονόματα και υιοθέτησαν πολλές ελληνικές συνήθειες εμπορικές και κοινωνικές, όπως την δημιουργία εμπορικών οργανισμών των οποίων οι συναντήσεις γίνονταν στις συναγωγές τους. Η εβραϊκή είχε σχεδόν ξεχαστεί καθώς η ελληνική απέβη η γλώσσα της εκλογής τους. Σε πολλές συναγωγές μάλιστα οι λειτουργίες των Εβραίων γίνονταν στην Ελληνική. Όλα αυτά μπορούν κάλλιστα να αποδοθούν στην επίδραση του Μ. Αλεξάνδρου, ο οποίος κατάλαβε την Αίγυπτο το 332 π. Χ. Αυτή την κατάληψή του την είχε ακολουθήσει η επίσκεψή του στο ναό του Άμωνος (Temple of Amun) στην όαση της Σίβα ( Siwa Oasis), όπου είχε ανακηρυχτεί ‘Υιός του Θεού’ και Φαραώ.
Παρά το γεγονός ότι ο Μ. Αλέξανδρος υπήρξε και ο ιδρυτής της Αλεξάνδρειας, δεν είχε την τύχη να γνωρίσει το μεγαλείο της, ως της μεγαλύτερης Ελληνικής Πόλης στον Ελληνιστικό κόσμο, την περίοδο που ακολούθησε, καθώς πέθανε μυστηριωδώς το 323 π. Χ.[44] ως γνωστόν.
Η ‘χιλιετία’ του Βυζαντίου: Ο Hans-Georg Beck[45], αναφέρεται εκτεταμένα στην χιλιετία του Βυζαντίου. Στο βιβλίο του, Η Βυζαντινή Χιλιετία, θεωρεί ότι το Βυζάντιο προβάλλει στην Ιστορία ανεπαίσθητα, ως αργότερο στάδιο του ελληνισμού και των γειτονικών λαών, που «σφραγίστηκε από τις μορφές της ρωμαϊκής κυριαρχίας». Το Βυζάντιο εκπροσωπεί, μία ιστορική περίοδο που ανατέλλει στο σημείο ακριβώς όπου ο ιστορικός της προηγούμενης περιόδου, συνηθίζει να χρησιμοποιεί, «ως έσχατη έκφραση της κατάπληξης και της απογοήτευσής του, τη λέξη «παρακμή». Για ολόκληρες γενιές, η έννοια «παρακμή» απέβη η «λέξη-κλειδί για την κατανόηση του Βυζαντίου». Ο ιστορικός που συνήθως θεωρείται «υπεύθυνος για την «αντοχή» αυτής της έννοιας σε σχέση με το Βυζάντιο, είναι ο Edward Gibbon (παρόλο που δεν φέρει μόνος του την ευθύνη)»[46] τονίζει. Ο Beck συνεχίζοντας επί του θέματος λέει: «Ο στοχασμός γύρω από την ιστορία αυτή καθ’ εαυτή αρχίζει αργά και είναι παράδοξο ότι πρωτοεκδηλώνεται στην εποχή του Διαφωτισμού, που σε γενικές γραμμές, όπως είπε κάποτε Christopher Dawson σε μια διάλεξη για τον Gibbon, ελάχιστα μπορεί να θεωρηθεί ως ‘historically minded age’ ενώ αντίθετα χαρακτηρίζεται από μια ‘anti-historical quality»[47].
Ο ενθουσιασμός του Edward Gibbon για το ρωμαϊκό μεγαλείο, δεν του επέτρεπε τη θέα προς οτιδήποτε χριστιανικό, μεσαιωνικό και βυζαντινό[48]. Γι’ αυτό και χρησιμοποίησε τον όρο: «decline=παρακμή». Ουσιαστικά όμως είναι φυσικό κάθε παλιά γενιά, να χαρακτηρίζει τη νέα περίοδο παρακμασμένη. Έτσι όταν υπάρχει μία συγκεκριμένη ιδέα για την «κλασσική εποχή» δεν μπορεί να έχει μεγάλη ιδέα για την επόμενη που ακολουθεί. Έτσι όταν αναφερόμαστε στην χρονολογία 476 μ. Χ. ως ορόσημο της οριστικής κατάρρευσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, πιστεύουμε ότι η συνεχής ολίσθησή της οδήγησε στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Το ίδιο κάνουμε και με την χρονολογία 1453, χρονολογία κατάληψης της πρωτεύουσας του Βυζαντίου, Κωνσταντινούπολης. Μπορεί να θεωρηθεί αυτή η θέση ως επιπόλαια, αφού στηρίζεται σε «προκατασκευασμένα σχήματα» από μία αντίληψη που συγκρούεται επιπλέον μα τη θεωρία της «συνεχούς προόδου»[49].
Σε αυτή λοιπόν την αποκαλούμενη προφανώς λανθασμένα «παρακμή» -την περίοδο δηλαδή του Βυζαντίου-, οφείλεται η ιταλική Αναγέννηση[50]. Είναι μάλιστα πολύ περίεργο το ακόλουθο: πώς παρουσιάζεται το Βυζάντιο να μην έχει προϊστορία ή πρωτοϊστορία; Στο ακόλουθο απόσπασμα ο Hans-Georg Beck, απαντώντας σε ετούτα τα ερωτηματικά, τονίζει : «Ό,τι προηγείται είναι η ελληνιστική εποχή και η συνέχισή της με την ύστερη ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα των πρώτων μεταχριστιανικών χρόνων. Το Βυζάντιο πρέπει να το δούμε ως σχεδόν άρρηκτη συνέχεια αυτού του κόσμου. Ο Gustav Droysen, που έπλασε τον όρο hellenismus (ελληνισμός, ελληνιστική περίοδος) για τον γερμανόγλωσσο χώρο –οι Αγγλοσάξωνες έχουν άλλη ορολογία-, εννοούσε αυτό το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στην κλασική αρχαιότητα και την εμφάνιση του χριστιανισμού, το χρονικό διάστημα της ‘συγχώνευσης’ του ανατολικού πολιτισμού με τον δυτικό κάτω από την επίδραση της ελληνικής παιδείας. Αυτή η χρονική περίοδος, δηλαδή οι τρεις τελευταίοι αιώνες πριν από τον Χριστό, συνεχίζεται χωρίς κανένα σοβαρό ρήγμα με την ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο –μια εποχή που μπορεί ίσως να ονομαστεί ύστερη ελληνιστική εποχή»[51].
Συνεχίζοντας την θεωρία του ο Hans-Georg Beck, ερωτά: ‘Τι χαρακτηρίζει την ελληνιστική εποχή στο ξεκίνημά της;’ και απαντά: «Η τεράστια διεύρυνση του κόσμου χάρη στις κατακτητικές εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που έρριξαν τους Έλληνες ανάμεσα σε ξένους λαούς και πολιτισμούς, μπόρεσε να οδηγήσει σε έναν ελληνιστικό (δηλαδή κατά βάθος ελληνικό) κόσμο για έναν μόνο λόγο: επειδή ο Έλληνας, παρά τον συγχρωτισμό του με άλλους λαούς, δεν έχασε και δεν εγκατέλειψε ποτέ το αίσθημα της μοναδικότητάς του. Δεν ξέχασε ποτέ την υποχρέωσή του να ανταποκρίνεται στην εικόνα που είχε μπροστά του για τον ελληνικό άνθρωπο και την αρετήν, δηλαδή την ηθική ποιότητά του. Οπωσδήποτε η διάκριση ανάμεσα σε Έλληνες και βαρβάρους έγινε λιγότερο σαφής. Διαμορφώθηκε ένα είδος κοσμοπολιτισμού, αλλά διατηρήθηκε ωστόσο η συνείδηση του Έλληνα ότι ‘ως Έλληνας ήταν κάτι περισσότερο, από τους άλλους’ (C. Schneider), και ότι είχε μια ξεχωριστή αποστολή»[52].
Το αίσθημα της αυτοσυντήρησης των Ελλήνων: ετούτο το συναίσθημα μέσα σε ένα ευρύτερο κόσμο, έσπρωχνε τον Έλληνα «να στηρίζεται ακόμη περισσότερο στον πολιτισμό και στην παιδεία του»[53]. Και παρά το γεγονός ότι ο «πανελληνισμός» δεν μπόρεσε να παραμείνει πολιτική κινητήρια δύναμη, παρέμεινε ωστόσο μία πολιτιστική κινητήρια δύναμη. Η διακήρυξη: «Το μόνο αξιομνημόνευτο στην Ελλάδα είναι η παιδεία και η τέχνη του λόγου», αποκάλυπτε ότι ο κατ’ εξοχήν Έλληνας, είναι ο μορφωμένος Έλληνας και η ελληνική αυτοσυνείδηση αυτή την περίοδο, είναι κατά κυριότητα μορφωτική συνείδηση. Το πολιτικό καθεστώς στην Ελλάδα, επιβάλλεται από έξω[54].
Το μεγάλο «πρόβλημα των εθνοτήτων» του Βυζαντινού κράτους ανάγκαζε τους Έλληνες να διατηρούν ακμαία τη συνείδηση ότι σαν Έλληνες, και εξαιτίας του πολιτισμού και της παιδείας τους, ήταν κάτι περισσότερο από τους άλλους που δεν ήταν Έλληνες[55].
Την ελληνιστική εποχή στο Βυζάντιο την διαδέχεται η καλούμενη ύστερη ελληνιστική παιδεία που εκπροσωπείται κυρίως από τους ρήτορες και τους σοφιστές. Ο σοφιστής ως ελληνιστής, παραμένει απρόσβλητος κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής χιλιετίας. Είναι ο βασικός παράγων διάσωσης της ουσίας του ελληνισμού και εκπρόσωπός της. Στην αρχαιότητα η κωμωδία παρουσιάζει τον Σωκράτη ως σοφιστή και στην εποχή του Πλάτωνα, οι λόγιοι αλληλοκατηγορούνται ως σοφιστές και αυτό θα επαναληφθεί ως ένα βαθμό και στο Βυζάντιο.
Ο Ισοκράτης εκπροσωπεί τη σοφιστική: ήταν σοφιστής ρήτορας. Αργότερα στο Βυζάντιο η ιδιότητα αυτή εξελίχθη σε τέχνη εκμετάλλευσης ή απάτης. Οι λόγιοι οι οποίοι έφεραν έντονες τις επιδράσεις των σοφιστών υπήρξαν το αντίβαρο της εκτεταμένης καλογεροποίησης, της κληρικοποίησης και του ενθεοκρατισμού. Η ελληνιστική παιδεία ετούτων διατήρησε τις αξίες ενός τρόπου ζωής που αμφισβητούσαν οι ασκητές και εκείνοι οι οποίοι απομακρύνονταν από αυτή την τάξη των λογίων. Έκαναν τα ιδανικά τους ελκυστικά σε ανθρώπους της εκκλησίας και κάποτε και σε καλογέρους. Οι γνώσεις που παρείχαν, βοηθούσαν για παράδειγμα κάποιον να γίνει Επίσκοπος, περισσότερο από του αν είχε θεολογικές γνώσεις. Ο κοσμικός διανοούμενος είχε απεριόριστη σχεδόν ελευθερία κινήσεων. Την διακινδύνευε ωστόσο ετούτη, αν απομακρυνόταν από τον εκκλησιαστικό και εν γένει τον θρησκευτικό χώρο[56].
Τελικά η τεχνοτροπία της ρητορικής-σοφιστικής τεχνικής, αποκτά περιεχόμενο. Ο διαχωρισμός της μορφής από το περιεχόμενο ισχύει περισσότερο στο Βυζάντιο, το οποίο υιοθετεί τον κλασικισμό, την κληρονομιά από την αυτοκρατορική περίοδο ή και από την ελληνιστική Αλεξάνδρεια. Κλασικισμός είναι η έντονη τάση συντήρησης των κλασικών πολιτιστικών αγαθών και στη συνέχεια η σχολαστική μίμησή τους. Έτσι κάποια στιγμή συνυπάρχουν τα έργα μίμησης σε μία ελαφρότερη μάλλον μορφή και τα άλλα τα οποία παράγονται από τους καλούμενους λυρικούς ποιητές. Τελικά οι δημιουργοί, επιδιώκουν να δώσουν έργα τα οποία να μπορούν να συγκριθούν με τα μεγάλα πρότυπα. Δεν πρόκειται για δουλική μίμηση αλλά για μία τάση προς το ιδανικότερο. Όμως η νέα λογοτεχνία γεννιέται στην διασπορά. Λείπουν επομένως τα ιδεώδη στοιχεία της κλασικής περιόδου, δηλαδή η πόλις και η αγορά μαζί με όλα τα συνακόλουθά τους. Ως εκ τούτου ο ελληνισμός συντελεί στη δημιουργία δύο γλωσσών: την ομιλούμενη ελληνική, η οποία έχει εξελιχθεί ως ζωντανός οργανισμός και την άλλη, η οποία δημιουργεί στηριζόμενη στη γλώσσα της κλασσικής περιόδου, χωρίς ωστόσο να είναι αυτή ακριβώς η γλώσσα της κλασσικής περιόδου. Συμπεραίνεται λοιπόν ότι το πρόβλημα της διγλωσσίας είναι προβυζαντινό[57].
Στα νεώτερα χρόνια, και ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός, εξετάζει ετούτο το γλωσσικό πρόβλημα, στο Διάλογό[58] του. «Θέλεις να μιλήσουμε δια την γλώσσα’ μήγαρις έχω άλλο στον νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;» ρωτά ο Ποιητής τον Φίλο στον Διάλογο[59], όπου τρεις, οι δύο προηγούμενοι και ο Σοφολογιώτατος, παίρνουν μέρος στη συζήτηση για την ελληνική γλώσσα, την κληρονομιά της, τη διττή μορφή της[60] (Δημοτικίζουσα και Καθαρεύουσα).
Η προνομιακή θέση των Ελλήνων στο νέο κόσμο του Βυζαντίου. Ο Θεμίστιος και ο Λιβάνιος: Χάρη της ελληνικής παιδείας ο Έλληνας κατακτά προνομιακή θέση στο νέο κόσμο του Βυζαντίου. Ήδη οι πολιτικές ιδέες του ρωμαϊκού κράτους το οποίο εξελίχθηκε στο Βυζαντινό, είχαν περάσει από το χωνευτήρι της ελληνικής σκέψης. Ο Έλληνας είχε εξοικειωθεί με την μοναρχία[61] στο παρελθόν του.
Αξιοσημείωτη είναι η αποδοχή από την ελληνική αυτοσυνείδηση του ρωμαϊκού στοιχείου, στην παιδεία και στον πολιτισμό, με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, γεγονός το οποίο καταργεί τον όρο της πόλης, όπως αυτή είναι γνωστή στην ελληνική αρχαιότητα[62]. Δημιουργείται λοιπόν μία νέα προοπτική με την οποία καταγίνονται δύο σημαντικοί σοφιστές της εποχής, ο Θεμίστιος και ο Λιβάνιος.
Ο Λιβάνιος, ο πολυγραφότερος συγγραφέας της αρχαιότητας, «ο μεγαλύτερος ρήτορας και σοφιστής του αιώνα του’ το ‘σταθερό πρότυπο ύφους για όλους τους μεταγενέστερους (βυζαντινούς) ρήτορες, δασκάλους και ανθρώπους των γραμμάτων’ άφησε έργο που ‘αποτελεί μία από τις σημαντικότερες ιστορικές πηγές της ύστερης Αρχαιότητας»[63]. Γεννημένος στην Αντιόχεια το 314 μ. Χ., έρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει. Αφού δασκαλεύει στην Κωνσταντινούπολη και στην Νικομήδεια, το 354 μ. Χ. επιστρέφει στην γενέτειρά του Αντιόχεια, όπου ιδρύει σχολή η οποία για σαράντα χρόνια έχει τους περισσότερους σπουδαστές και την μεγαλύτερη φήμη σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Ανάμεσα στους μαθητές του διακρίνονται οι: Αμμιανός Μαρκελίνος, ο Μ. Βασίλειος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ο Λιβάνιος ήταν φιλόλογος, όπως θα λέγαμε σήμερα. Ήταν δάσκαλος της ρητορικής και σοφιστής, αλλά όχι φιλόσοφος με την αρχαιοελληνική έννοια. Έγραψε αμέτρητα ρητορικά γυμνάσματα από τα οποία σώζονται 44, με θέματα εμπνευσμένα από την ιστορία, τη μυθολογία και τα ομηρικά έπη, καθώς και πλήθος μικρών δοκιμίων.
Οι μεγαλύτερες έγνοιες του Λιβανίου ήταν η παράδοση, και η ελληνική παιδεία και γλώσσα. Υποτιμούσε οτιδήποτε εξωελληνικό, είτε λατινικό είτε ιουδαϊκό-χριστιανικό, διατηρώντας έτσι βαθιά την πίστη στις αξίες του ελληνικού πολιτισμού. Δεν καταδέχτηκε «να μάθει ή να χρησιμοποιήσει ούτε μία λατινική λέξη»[64].
Ο Λιβάνιος ήταν οπαδός του νεοπλατωνισμού. Ήταν ευσεβέστατος, και ως Έλληνας διανοούμενος δεν διακατεχόταν από κανένα είδος αποστολικού ζήλου[65].
Ο Θεμίστιος ο οποίος γεννήθηκε το 317 μ. Χ. περίπου, κατάγεται από την Παφλαγονία. Το 345 ανοίγει φιλοσοφική Σχολή στην Κωνσταντινούπολη, όπου έχει κάνει κάποιες σπουδές. Ερμηνεύει κυρίως Αριστοτέλη. Αργότερα στρέφεται στη ρητορική και μέσω αυτής επικοινωνεί με την αυλή του αυτοκράτορα. Το 355 ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος τον αναγορεύει συγκλητικό, ο δε αυτοκράτορας Θεοδόσιος, χριστιανός, τον διορίζει παιδαγωγό του διαδόχου του και τον αναγορεύει έπαρχο της Κωνσταντινούπολης[66]. Από ετούτη τη θέση του, το κοινό στο οποίο μπορεί να διδάξει τη φιλοσοφία του, είναι οι ιθύνοντες κύκλοι του ρωμαϊκού κράτους. Από τον κύκλο των ελληνιστών των προσκολλημένων στο ιδανικό της ελληνικής «πόλεως», ετούτο θεωρείται προδοσία εναντίον του ελληνισμού.
Ο Μ. Κωνσταντίνος εχθρός της ελληνικής «πόλεως», με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης είχε καταφέρει το σοβαρότερο χτύπημα εναντίον της «πόλεως», με την αρχαιοελληνική της έννοια. Η Κωνσταντινούπολη που επιδιώκει σκοπούς, ξένους προς την ελληνική παράδοση, συντελεί στον μαρασμό της ελληνιστικής πόλης. Ο Θεμίστιος δεν πείθει πλέον ότι είναι εκπρόσωπος του ελληνισμού[67]. Όταν μάλιστα ανακηρύσσεται έπαρχος της Κωνσταντινούπολης, θεωρείται από τον Λιβάνιο, ότι διαφοροποιήθηκε και ότι απομακρύνθηκε από τον ελληνιστικό κόσμο.
Ο «εστεμμένος φιλόσοφος» Ιουλιανός, είχε προτρέψει τον Θεμίστιο να συγκεντρωθεί στα καθήκοντά του, στη σχολή του και να φροντίσει με τους μαθητές του την διαφύλαξη της ελληνιστικής παράδοσης. Ο ίδιος ενδιαφερόταν να είναι επικεφαλής των φιλοσόφων, χωρίς ωστόσο να προτίθεται να τους παραχωρήσει ηγεύοντες ρόλους του κράτους[68]. Αντίθετα από τον Ιουλιανό, ο θείος του Κωνστάντιος, αναγορεύοντας τον Θεμίστιο συγκλητικό, θεωρεί ότι αυτός ως Έλληνας, μπολιάζει τη σύγκλητο, η οποία είναι ρωμαϊκός θεσμός, με ελληνική σοφία[69].
Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός εναντιώνεται στην αντίληψη του Ιουλιανού, για τον ελληνισμό. Σύμφωνα με αυτόν Έλληνας δεν σημαίνει «είμαι εθνικός», αλλά ότι «μιλώ ελληνικά», ότι καταγίνομαι με την ελληνική γλώσσα, με την μητρική μου γλώσσα. Οι περισσότεροι επίσκοποι του 4ου αι. δεν ήταν απαίδευτοι. Τουναντίον, είχαν εκπαιδευτεί παρόμοια όπως ο Λιβάνιος και ο Θεμίστιος. Υποστήριζαν λοιπόν ότι μπορούσε να διαχωριστεί «η παγανιστική βάση από τις υφολογικές και αισθητικές αρετές της ελληνικής γραμματείας»[70].
Με την αλλαγή της σημασίας της λέξης «πόλις» και την εκπροσώπησή της από την Κωνσταντινούπολη, σοφιστές όπως ο Λιβάνιος, δεν επηρεάζουν πλέον τους επισκόπους, οι οποίοι με τη σειρά τους δεν προσκολλώνται στην πόλη, αλλά κινούνται εκτός αυτής και σε ευρύτερους χώρους. Οι πληθυσμοί αυτών των χώρων, δεν ευθυγραμμίζονται με τους επισκόπους.
Καθώς οι μάζες οι οποίες συγκεντρώνονται στην Κωνσταντινούπολη, προέρχονται κυρίως από τα ανατολικά τμήματα της αυτοκρατορίας, δεν αργεί ετούτη να εξελιχθεί σε ελληνική πόλη, όπου το λατινικό στοιχείο, είναι εξ αρχής περιορισμένο. Αποβαίνει μάλιστα η κληρονόμος της Ρώμης του Τίβερη, η οποία είχε γίνει η λεία των Γότθων και των Βανδάλων[71]. Στο πανεπιστήμιο του Θεοδοσίου Β’ (ίδρυμα το οποίο προοριζόταν, κυρίως για την εκπαίδευση των μελλοντικών δικαστών και κρατικών λειτουργών) δίπλα στις δέκα διδασκαλικές θέσεις για τη λατινική γραμματική, υπήρχαν άλλες δέκα για την ελληνική, γεγονός που επεσήμανε το ‘άνοιγμα προς την ελληνική παιδεία’[72].
Λογοτεχνία: Ο Μ. Βάλσας[73] μας πληροφορεί ότι το πρώτο μνημείο νεοελληνικής δραματικής λογοτεχνίας μετά από τον Μανουήλ Φιλή[74] (1270 – 1350 περίπου), είναι η Νέαιρα, έργο που συντίθεται εκτός Ελλάδας, από έναν συγγραφέα, τον Δημήτριο Μόσχο από τη Λακωνία, καθηγητή των ελληνικών στην Ιταλία. Το έργο παίζεται μερικά χρόνια πριν από το 1478, στη Μάντοβα, υπό την αιγίδα του Λουδοβίκου Γκονζάγκα και μπορεί να θεωρηθεί ως ένα ‘ύστατο δείγμα’ του μεσαιωνικού θεάτρου. Συγγενεύει περισσότερο με το Βυζαντινό θέατρο και το θέμα του μεταφέρει τον αναγνώστη, άμεσα στην Αρχαιότητα. Θα μπορούσε λοιπόν να αποδοθεί στην έμπνευση συγγραφέα συγχρόνου του Μενάνδρου. Τα ήθη που παρουσιάζει το έργο, είναι δεκαοκτώ αιώνες προγενέστερα της κοινωνίας στην οποία ζει ο συγγραφέας. Το κείμενο συμμορφώνεται με τη μυθοποιία του έργου, καθώς τα πρόσωπα που υποτίθεται ότι δρουν σε μία τόσο παλιά εποχή, μιλούν διαφορετική γλώσσα από εκείνη που μιλούσαν οι Έλληνες του 15ου αι. Ο Βάλσας, παρατηρεί ότι ετούτο το έργο είναι αξιόλογο κυρίως επειδή αποτελεί γέφυρα ανάμεσα σε δύο κόσμους: αυτόν που έφευγε και σε μία περίοδο αναγέννησης.
Η θέση της Ελληνικής γλώσσας σήμερα: Από το 1981 η Ελληνική γλώσσα συμπεριλαμβάνεται στις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, είναι επομένως είναι ισότιμη με τη γλώσσα των χωρών μελών της. Η μακραίωνη ιστορική ύπαρξη της ελληνικής γλώσσας, με γραπτά μνημεία που ανάγονται στα 4.700 χρόνια, την καθιστά ιστορικά ενοποιητική μέσα στην ευρωπαϊκή κοινωνία[75].
Επίλογος
Η παρούσα προσπάθεια δε θα κατατίθετο ως είδος πειθούς, όπως θα μπορούσε να χαρακτηρίσει ένας ετούτο το κείμενο, που αφορά τη συνέχιση και την ενότητα της ελληνικής γλώσσας μέσω των αιώνων, και μέχρι σήμερα, αν όλοι οι Έλληνες ήταν ομόψυχοι και πατριώτες. Κάποτε αναρωτιέται κανείς αν οι Έλληνες είναι ‘Έλληνες’ και στην Ψυχή. Ίσως αυτό να είναι το ερώτημα που πρέπει τελικά να απασχολεί τον απανταχού Έλληνα, και κυρίως τον Ελλαδίτη Έλληνα.
Το σκεπτικό πίσω από ετούτο το ερώτημα παραμένει ολοζώντανο και ταλανίζει εκείνους που ενσυνείδητα υποστηρίζουν την Ελλάδα και τον Έλληνα σε καιρούς, όπου ανύπαρκτα ζητήματα δημιουργούνται εις βάρος τους, και από ανθρώπους που όχι μόνο δεν σέβονται τον εαυτό τους αλλά υποτιμούν και την καταγωγή τους στην προσπάθειά τους να σφετεριστούν κάποια άλλη. Προσπαθούν, κινούν γη και ουρανό, πληρώνουν Πανεπιστημιακούς σε διάφορες χώρες της γης, αφαιρούν βιβλία Ελλήνων κλασσικών από τις παγκόσμιες βιβλιοθήκες, φέρουν τίτλους και ονόματα που δεν τους ανήκουν και δε χάνουν την ευκαιρία να αποκαλύπτουν τις επιδιώξεις και τους στόχους τους, επιβλαβείς μόνο για την ακεραιότητα των ελληνικών εδαφών, της ελληνικής ιστορίας, της ελληνικής παράδοσης και του ελληνικού πολιτισμού.
Για την θέση αυτών των so called ‘Ελλήνων’ που απαξιώνουν την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά τους και που εκπροσωπείται τα μέγιστα από τη γλώσσα τους, έχει γίνει ετούτη η μικρή προσπάθεια. Και αναρωτιέται κανείς: γιατί άραγε κάποιοι ‘Έλληνες’ ενοχλούνται τελικά από την κληρονομιά τους, τον ελληνισμό, που είναι αμάλγαμα του διττού: γλώσσα-πολιτισμός, αντί να τα υποστηρίζουν και να τα υπερασπίζονται; Γιατί αντιδρούν εναντίον της ελληνικής γλώσσας και παίρνουν θέσεις, αξιολύπητες για την ελληνική τους οντότητα, για την ελληνική τους συνείδηση, αν τελικά είναι ελληνική!
Το ερώτημα που επίσης απασχολεί τον καθαυτού Έλληνα είναι η μη αποδοχή του Ορθόδοξου Χριστιανισμού καθώς η διασύνδεσή του με τον ελληνισμό, αποτελεί φαινόμενο που επετεύχθη στη γέννηση του Βυζαντίου και στην περεταίρω εξέλιξή του. Μην ξεχνάμε τη συνέχιση και εδώ της ελληνικής γλώσσας! Ωστόσο είναι ζωτικό και δίκαιο να παραδεχτεί ο απανταχού Έλληνας, ότι στις μέρες μας η Ορθοδοξία ως δόγμα και πέρα από τις απαράδεκτες κάποτε συμπεριφορές των εκπροσώπων της εκκλησίας της, είναι ίσως από τα πλέον φιλελεύθερα θρησκεύματα, καθώς δεν επιχειρεί να επιβάλει στον ακόλουθό του κανόνες (εξαιρουμένων των τριών μυστηρίων: βάπτισης, γάμου και ταφής, για τα οποία είναι άγνωστο αν θα αναθεωρηθούν ή θα αλλάξουν στην πορεία του χρόνου υπό την κοινωνική πίεση), αλλά απεναντίας του επιτρέπει να ενεργήσει υπό την επίδραση του θρησκευτικού του συναισθήματος, της πνευματικής του ανάγκης και οπωσδήποτε της συνείδησής του.
Ανέκαθεν Ελληνικός Πολιτισμός σήμαινε: Πατρίδα – Θρησκεία- Οικογένεια και φέρεται ως παράδειγμα εδώ, ένα μόνο, από την εποχή της αρχαίας ελληνικής πίστης: ο Μ. Αλέξανδρος το σύμβολο της συνετής νεότητας, της ανδρείας, της ευφυΐας και προ πάντων της ελληνικότητας, παρά το νεαρό της ηλικίας του, και ο οποίος αναγνώριζε τις υποχρεώσεις του έναντι του θρόνου που τιμούσε, έναντι των Ελλήνων -που τον είχαν εμπιστευτεί ως αρχηγό τους στην εκστρατεία εναντίον των εχθρών τους, τους Πέρσες-, και έναντι του εαυτού του, πήγε στους Δελφούς για να συμβουλευτεί τον Θεό Απόλλωνα για την έκβαση της εκστρατείας εναντίον των Περσών, της οποίας ηγείτο. Δεν υπήρχε λοιπόν περιφρόνηση προς τα θεία της ελληνικής πραγματικότητας της εποχής του, μήτε αλαζονεία έναντι του θρησκευτικού συναισθήματος: το δικό του και εκείνο των συμπατριωτών του[76].
Ωστόσο σκοπός αυτής της εργασίας δεν είναι να συγκεντρωθούμε στο θέμα αυτό. Αναφέρεται παρεμφερώς μόνο σε ετούτο. Το σημαίνον εδώ είναι ότι ο Έλληνας έχει ανάγκη έκφρασης του θρησκευτικού του συναισθήματος και η Ορθοδοξία είναι άρρηκτα δεμένη με την παράδοσή του: γλώσσα-πολιτισμό από την χιλιετία του Βυζαντίου. Ελλάδα-γλώσσα-πολιτισμός και Ορθοδοξία συμβαδίζουν στην ελληνική γη και η απάλειψη του ενός συνεπάγεται απρόβλεπτες συνέπειες για τα άλλα.
Παραμένει λοιπόν περίεργη η συμπεριφορά κάποιων, ‘οργισμένων’ προφανώς νέων, στην Ελλάδα, όταν αυτοί καίνε το σύμβολο του ελληνισμού την ελληνική σημαία, που φέρει τον σταυρό, του κατ’ εξοχήν ελληνικού θρησκεύματος. Τα τελευταία χρόνια οι αντιδράσεις αυτού του είδους οξύνονται όλο και περισσότερο, όταν εορτάζονται οι εθνικές επέτειοι. Υπάρχει λοιπόν ακόμη ένα σοβαρό ερώτημα για το μάλλον άκρως ανησυχητικό φαινόμενο σε σχέση με τον θεσμό αυτό και τις παρελάσεις που αποτελούν μέρος του εορταστικού προγράμματος στις εθνικές αυτές μνήμες – γιορτές, στην Ελλάδα. Είναι γνωστό –μαρτυρείται στη διεθνή ειδησιογραφία- ότι οι λαοί εξακολουθούν να τηρούν τη μνήμη γεγονότων που επηρέασαν καταλυτικά την ιστορική πορεία τους, και εξακολουθούν να τιμούν εκείνους που αγωνιζόμενοι συνέβαλαν σε αυτή. Στο Σύδνεϋ στο ANZAC Day, που ως γνωστόν εορτάζεται ενιαύσια και ανελλιπώς, η μνήμη των Αυστραλών και των Νεοζηλανδών θυμάτων και των μετόχων των Πολέμων απανταχού, με μία παρέλαση που διαρκεί μέχρι και τέσσερις ώρες. Προηγούνται μνημόσυνα και καταθέσεις στεφάνων, τα χαράματα, από πολίτες και συνδέσμους.
Στην Ελλάδα, κάποιοι -αυτοαποκαλούμενοι πάντα Έλληνες- με τις ιδιάζουσες αντιλήψεις τους, διαμαρτύρονται στην ελληνική -διαπράττοντας έτσι μία επιπλέον ιεροσυλία- για πολλά και διάφορα που αν δεν ήταν υφής εθνικής αιδούς, θα ήταν ευτράπελα. Κανένα έθνος δεν σβήνει τις αναμνήσεις του, αλλά αντίθετα κτίζει εποικοδομητικά και μεγαλώνει πάνω σε αυτές, παρόμοια όπως και ένας άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τις προσωπικές του μνήμες.
Ο εορτασμός των εθνικών επετείων αποτελεί φόρο τιμής προς τους ανθρώπους που με τον αγώνα τους και τη ζωή τους περισσότερο από συχνά, κάποτε, διασφάλισαν κάποιες ζωτικές ελευθερίες για τις μεταγενέστερες γενιές των Ελλήνων. Δεν νοείται λοιπόν ποιοι είναι αυτοί που αντιδρούν τόσο έντονα και γιατί προωθούν τους γνωστούς κουκουλοφόρους ή και άλλους αντιδραστικούς. Είναι βέβαιο ότι δεν διαμαρτύρονται, έτσι απλά, αλλά ενεργούν με καλυμμένα πρόσωπα, ώστε να μην αποκαλύπτουν την ταυτότητά τους. Είναι γνώστες-ένοχοι αποτρόπαιων πράξεων -έτσι είναι τελικά-, όταν αποτολμούν να καίνε την ελληνική σημαία, τα εθνικά χρώματα της χώρας στην οποία ζουν και την οποία φανερά δεν θεωρούν πατρίδα τους, πιθανόν μεταξύ πολλών άλλων συσχετικών πίστεων. Αναρωτιέται ο ξένος κυρίως παρατηρητής: αφού είναι τόσο βέβαιοι για το δίκαιο των πράξεών τους γιατί φοβούνται ν’ αποκαλύψουν τα πρόσωπά τους; Πού πήγε λοιπόν ο ανδρισμός των συγκεκριμένων ή παρομοίων με αυτούς που αποκαλούν τον εαυτό τους ‘Έλληνες’ ή ‘φιλοπάτριδες’; Αναμφίβολα, αν είχαν αξιοπρέπεια και ‘φιλότιμο’[77] θα έπρεπε τουλάχιστον να μην παίζουν το επικίνδυνο παιχνίδι του ποντικού που προσπαθεί ν’ αρπάξει το τυρί της φάκας χωρίς να τιμωρείται για την πράξη του.
Όμως οι πολιτικές πεποιθήσεις, η ασυνήθιστη επαγγελματική αντιπαράθεση των κομμάτων και των επαγγελματιών ταγών – εκπροσώπων διαφόρων σωματείων, και επιπλέον οι συχνά ακατανόμαστες συμπεριφορές Δημοσιογράφων ‘τινών’, στρατευμένων σε διαφορετικά κομματικά στρατόπεδα, τείνουν με την πεποίθησή τους (οφείλεται στα οικονομικά και άλλα συμφέροντά τους), χρησιμοποιώντας τη σεπτή ελληνική γλώσσα, στον Τύπο, στην οθόνη ή στο μικρόφωνο, να παρασύρουν τους αδαείς νέους. Ατυχώς για τον ταλαιπωρημένο, τον πολύπαθο ελληνικό λαό, συγκυβερνούν με την όποια κυβέρνηση, πιέζοντας επιζήμια με το αισχροκερδές –σπάνια ίσως- αντίβαρό τους, τους ‘κατακαημένους Έλληνες’ και το ελληνικό περιβάλλον, που κατέληξε να είναι και κατακαμένο τελικά, αναμφίβολα από τα εγκλήματα παρομοίων ‘κουκουλοφόρων’ και εδώ, αφού δρουν ‘εν κρυπτώ’ και όχι ‘υπό τον ήλιον’, ως γενίτσαροι και όχι ως Έλληνες που σέβονται την δημόσια ή την ιδιωτική περιουσία. Έφτασαν τελικά και στο έγκλημα, όταν το 2007 κατακάηκαν όχι μόνο γης αλλά και αθώες ζωές.
Κυβέρνησε και εξακολουθεί να κυβερνά η ασυνειδησία, εξαιτίας της έλλειψης της διαλεκτικής και περεταίρω συνεργασίας όλων για την πάταξη τέτοιων αποτρόπαιων φαινομένων και της κατά συνέπεια, αχαλίνωτης ασυδοσίας. Έτσι λοιπόν λύνουν τα όποια προβλήματά τους και καθησυχάζουν τις αγωνίες τους οι απόγονοι του Σωκράτη και του Αριστοτέλη; Τελικά θύματα αυτής της κατάστασης είναι αναμφίβολα τα παιδιά των Ελλήνων[78]. Πού πήγαν λοιπόν ο ειλικρινής διάλογος – αντίλογος, η σύλληψη και η κατανόηση, παράγοντες της ελληνικής διαλεκτικής που είναι χαρακτηριστική κληρονομιά της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού που εκπροσωπεί;
Πρόκειται λοιπόν για ένα ελληνικό αίσχος και εκείνοι που αυτοαποκαλούνται Έλληνες και πράττουν ανθελληνικά, θα μπορούσαν να χαροποιήσουν μόνο κάποιον… ‘Κίσινγκερ’, που ήθελε κάποτε να καθαρίσει την ελληνική χερσόνησο από αυτή τη φυλή ‘των αντιδραστικών’, αυτόν τον άλλοτε λίγο περισσότερο αντάρτη, Έλληνα πατριώτη, για τα σωστά δίκαιά του και ‘κόντρα’ στα συμφέροντα των ΗΠΑ και τινών Ευρωπαίων.
Και μιλώντας για αντιδράσεις που ενοχλούν, είναι άκρως επιτακτικό να επιστηθεί η προσοχή του Έλληνα στο θέμα της γλώσσας του και επίσης να μάθει να αντιδρά –πάντα ειρηνικά- όταν οι διάφοροι ξενομανείς συμπατριώτες τους, τη στολίζουν με περίσσια ξενόγλωσσα καρυκεύματα, ή ακόμα όταν κάποιοι εκ του πονηρού ισχυρίζονται ότι αυτή, δηλαδή ο σημερινός ελληνικός πολιτισμός – γλώσσα, δεν είναι η συνέχιση από τον αντίστοιχο αρχαιοελληνικό κόσμο. Αν η ελληνική γλώσσα εξέλιπε πώς θα μπορούσε ο Έλληνας να αποδείξει την ελληνικότητά του; Αυτό είναι ένα σοβαρό ερώτημα και είναι ανάγκη να απασχολήσει τους σημερινούς Έλληνες. Είναι λοιπόν καθήκον των απανταχού Ελλήνων να αγωνιστούν ώστε να διαφυλαχτεί ετούτη η γλώσσα, η Ελληνική, ως το ιερότερο δώρο που τους κληροδότησαν οι αρχαίοι Έλληνες, οι πρόγονοί τους, μέσω των αιώνων.
Τέλος
Βιβλιογραφία
Βάλσας Μ., Το Νεοελληνικό Θέατρο από το 1453 έως το 1900, Μετάφραση-Εισαγωγή-Σημειώσεις Χαρά Μπακονικόλα – Γεωργοπούλου, Εκδόσεις ‘Ειρμός’, Αθήνα 1994.
Browning Robert, Η Ελληνική Γλώσσα Μεσαιωνική και Νέα, Εκδ. Παπαδήμα, 1991, Εισαγωγή.
Baigent Michael, The Jesus Papers, Harper Elements (Harper CollinsPublishers), Hammersmith, London W68JB, 2006, p. 140.
Beck Hans–Georg, Η Βυζαντινή Χιλιετία, μετάφραση Δημοσθένης Κουρτοβικ, Γ’ έκδοση, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2000, Εισαγωγή.
Chisholm Jane, Miles Lisa and Reid Struan, The Usborne Internet – Linked Encyclopedia of Ancient Greece.
Δημαράς Κ. Θ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Νέα έκδοση, Τρίτη Έκδοση, ΙΚΑΡΟΣ 1964.
Δημόπουλος Σπήλιος Φ., Η Επαρχία Καλαβρύτων 1940-1949, Χρόνια Τρόμου, Ιστορικό διήγημα, Μελβούρνη 2008.
Ιωσηφίδου – Ελλη (Elles) Πιπίνα Δ., ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ, Τραγούδια-Μοιρολόγια του Κάτω Κόσμου και του Χάρου, Ιστορικά Άσματα, Τραγούδια της Ξενιτιάς (το κείμενο το οποίο παρουσιάστηκε ως ομιλία στις εκδηλώσεις της Ηπειρωτικής Εβδομάδας (24 Φεβρουαρίου -ημέρα Τετάρτη- 1999) συμπεριλαμβάνεται στον Β’ Τόμο της σειράς: Μελέτες, της συγγραφέα Π. Δ. Ελλη).
Καζαντζάκης Νίκος, Αναφορά στον Γκρέκο, Εκδόσεις Καζαντζάκη, ΙΑ’ επανεκτύπωση 1997, Περιστέρι-Αθήνα, Κεφ ΙΖ’ Προσκύνημα στην Ελλάδα.
Καναράκης Γιώργος, Διαγλωσσικές Επιδράσεις στην Αγγλική και η Συμβολή της Ελληνικής Γλώσσας, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 2005.
kofos Evangelos (Ευάγγελος Κωφός), The Making of Ugoslavia’s People’s Republic of Macedonia, Institute for Balkan Studies, Macedonia Past and Present, Thessaloniki 1992.
Κωνσταντινίδης Αριστείδης Ε., οι ελληνικές λέξεις στην αγγλική γλώσσα, Β’ έκδοση, Θεσσαλονίκη, 1991 Πρόλογος.
Λιβάνιος, Υπέρ των ελληνικών ναών, Θρήνος για τον Ιουλιανό, Προς αυτούς που τον είπαν βαρετό, Από τη σειρά, ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΘΝΙΚΟΙ, Θύραθεν Εκδόσεις, 5η έκδοση, Πρόλογος.
Plutarch’s Lives, Alexander, The Dryden Translation, Great Books of Western World, William Benton, Publisher, Encyclopaedia Briatannica, Inc. The University of Chicago, 26th printing, 1984.
Πολίτης Νικόλαος, Το Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι, Π.Ιωάννου, Αθήνα 1989.
Βυζαντινό Λεξικό Σουΐδα (του 10ου αι.), Θύραθεν Εκδόσεις, Θεσσαλονίκη, Εισαγωγή Β. Κατσαρός.
Σολωμού Άπαντα, εισαγωγή, κείμενα, μεταφράσεις γλωσσάριο, Ν. Β. Τωμαδάκη, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1969.
Τεγόπουλος – Φυτράκης, Ελληνικό Λεξικό, Εκδόσεις Αρμονία, Γ’ έκδοση, Αθήνα 1990.
Τσουγανάτος Νικόλαος, Επίτομος Γενική Ιστορία, νεώτεροι Χρόνοι Τόμος Β’, Έκδοσις Τρίτη, Βελτιωμένη, Εν Αθήναις, Βιβλιοπωλείο της Εστίας.
***********************
Άρθρα από εφημερίδες
Κρομμύδας Φίλιππος, Ο ‘Μύθος’ της εθνικής Αντίστασης, άρθρο στον Πρωϊνό Λόγο, Καθημερινή Εφημερίδα της Ηπείρου (στις 26/11/2008).
Λέττας Βασίλης, ‘Οι καιροί… πονηροί για τους Έλληνες μαθητές!’ όπως σωστά αναφέρει στο άρθρο του στο ΑΠΟΨΕΙΣ, στην Καθημερινή Εφημερίδα της Ηπείρου: Πρωϊνός Λόγος (Παρασκευή 28/11/08).
***********************
Υποσημειώσεις
[1] Ψυχάρης.
[2] Η λέξη διγλωσσία δεν φαίνεται να απαντά στην αρχαία ελληνική.
[3] Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, 3η έκδοση Ίκαρος 1964, σ. 2.
[4] Ευαγγελίδης, 1938.
[5] Κοραής και Ζωσιμάδες.
[6] Κορδάτος, 1973.
[7] Κ. Κόντος, μαθητής του Ολλανδού C. G. Cobet (1813-1889).
[8] Κ. Α. Βακαλόπουλος, Ίων Δραγούμης, Μαρτύρων και ηρώων αίμα, Εκδοτικός οίκος αδερφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 108-109.
[9] Κ. Α. Βακαλόπουλος, Ίων Δραγούμης, Μαρτύρων και ηρώων αίμα, ο. π., σ. 109.
[10] Σολωμού Άπαντα, εισαγωγή, κείμενα, μεταφράσεις γλωσσάριο, Ν.Β. Τωμαδάκη, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1969, σ. 15.
[11] Σπήλιος Φ. Δημόπουλος,, Η Επαρχία Καλαβρύτων 1940-1949, Χρόνια Τρόμου, Ιστορικό διήγημα, Μελβούρνη 2008, σ.37. Σχετικά με το παραπάνω θέμα γράφει και ο Φίλιππος Κρομμύδας, Ο ‘Μύθος’ της εθνικής Αντίστασης, άρθρο στον Πρωινό Λόγο, Καθημερινή Εφημερίδα της Ηπείρου (στις 26/11/2008).
[12] E. kofos, The Making of Yugoslavia’s People’s Republic of Macedonia, Institute for Balkan Studies, Macedonia Past and Present, Thessaloniki 1992, pp. 147-168 (ή σσ. 376-396, αυτόθι).
[13] Φίλιππος Κρομμύδας, ο. π.
[14] E. kofos, The Making of Yugoslavia’s People’s Republic of Macedonia, ο.π., σ.164 (ή σ.392).
[15] E. kofos, The Making The Making of Yugoslavia’s People’s Republic of Macedonia, ο.π., σ.154 (ή σ.382).
[16] Ο Παππά-Φώτης και ο Μανολιός, στο μυθιστόρημα, Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, ο Ζορμπάς και η μαντάμ Ορτάνς στο έργο του, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Ο Νουρή και ο καπετάν Μιχάλης, στο μυθιστόρημα, ο Καπετάν Μιχάλης, ο Αλέκος και η Μαρίκα στο θεατρικό του Ο Οθέλλος ξαναγυρίζει κτλ.
[17]Τα περίφημα ταξίδια του, τα οποία κατέθεσε σε τομίσκους με τον τίτλο, Ταξιδεύοντας και τη χώρα, στην οποία εκάστοτε αναφέρεται (Ταξιδεύοντας Αγγλία / … Ισπανία/ … Ρωσία /… Κίνα, κτλ. ) Ο Καζαντζάκης (είχε σπουδάσει νομικά), εκτός από μεγάλος λογοτέχνης ήταν και άριστος δημοσιογράφος και υπό αυτή την ιδιότητα εργάστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα για την Καθημερινή και είχε την ευκαιρία να επισκεφτεί τις χώρες ετούτες και επιπλέον να γνωριστεί με σημαντικές προσωπικότητές τους.
[18] Ν. Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, Εκδόσεις Καζαντζάκη, ΙΑ’ επανεκτύπωση 1997, Περιστέρι-Αθήνα, Κεφ. ΙΖ’ Προσκύνημα στην Ελλάδα σσ. 155 – 167.
[19] Ν. Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, ο. π., σ.157.
[20] Ν. Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, ο. π., σ. 163.
[21] Αυτόθι, σσ. 165-166.
[22] Ν. Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, ο. π., σ. 166.
[23] Αυτόθι, σ. 167.
[24] Στην εισαγωγή του βιβλίου του ο Νίκος Πολίτης Το Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι, τονίζει τη σημασία του: «Εξαίρετον αναντιρρήτως θέσιν μεταξύ των μνημείων του λόγου του ημετέρου λαού κατέχουν τα τραγούδια’ όχι μόνον ως ισχυρώς κινούντα την ψυχήν δια το απέριττον κάλλος, την αβίαστον απλότητα, την πρωτοτυπίαν και την φραστικήν δύναμιν και ενάργειαν, αλλά και ως ακριβέστερον παντός άλλου πνευματικού δημιουργήματος του λαού εμφαίνοντα τον ιδιάζοντα χαρακτήρα του έθνους. Εις τάλλα είδη του λόγου, τας παροιμίας και τους μύθους, τα παραμύθια και τα αινίγματα, ων η μετάδοσις από λαού εις λαόν είναι ευχερής και συνήθης, τα παρειδύσαντα πολυπληθή ξένα στοιχεία καθιστούν δύσκολον την διάκρισιν του οθνείου από του ιθαγενούς. Αλλ’ εις τα τραγούδια και τας παραδόσεις ο εθνικός χαρακτήρ αποτυπώνεται ακραιφνής και ακίβδηλος», Ν. Πολίτης, Το Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι, Π. Ιωάννου, Αθήνα 1989, σ. 7.
[25]Ο Κ. Θ. Δημαράς συμμερίζεται ετούτη την άποψη, Κ. Θ. Δημαράς, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΡΙΖΕΣ ΩΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ, Νέα έκδοση, Τρίτη Έκδοση, ΙΚΑΡΟΣ 1964, σσ. 5-18.
[26] Έναντι του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, παρόμοια με εκείνη του Νίκου Πολίτη, θέση, έλαβε και ο Γάλλος μελετητής Φωριέλ, γνωστός φιλέλλην, τον 19ο αιώνα. Ο Φωριέλ υποστήριξε τις ελληνικές θέσεις στην κρίσιμη περίοδο των αγώνων των Ελλήνων για την αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού –που οδήγησαν τελικά στην επανάσταση του 1821- σχετικά με το θέμα της συνέχειας της ελληνικότητας των κατοίκων της ελληνικής χερσονήσου, έναντι του Γερμανού ιστορικού Φαλμεράγιερ, ο οποίος υποστήριζε σοβαρή ποσοστιαία -αν όχι κυρίαρχη- παρουσία του σλαβικού στοιχείου, στην Ελληνική χερσόνησο. Ο Φωριέλ τόνισε ότι το ελληνικό δημοτικό τραγούδι, αυτούσιο, αποτελεί αδιάσειστη απόδειξη της ελληνικότητας του λαού της ελληνικής χερσονήσου. Χαρακτήρισε μάλιστα τη γλώσσα των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, ως την ωραιότερη ανάμεσα στις γλώσσες της Ευρώπης (κείμενο: Πιπίνα Δ. Ιωσηφίδου-Ελλη, ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ, Τραγούδια-Μοιρολόγια του Κάτω Κόσμου και του Χάρου, Ιστορικά Άσματα, Τραγούδια της Ξενιτιάς (Το παρόν πόνημα παρουσιάστηκε ως ομιλία στις εκδηλώσεις της Ηπειρωτικής Εβδομάδας (24 Φεβρουαρίου -ημέρα Τετάρτη- 1999).
[27] Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ο. π., σ. 4.
[28] Αυτόθι, σ. 5.
[29] Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ο. π., σσ. 6-7.
[30] Γιώργος Καναράκης, Διαγλωσσικές Επιδράσεις στην Αγγλική και η Συμβολή της Ελληνικής Γλώσσας, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 2005, σσ. 46-47.
[31] Κύριλλος (827-869) άγιος, κληρικός, λόγιος και ιεραπόστολος από τη Θεσσαλονίκη που εκχριστιάνισε τους Σλάβους, Τεγόπουλος – Φυτράκης, Ελληνικό Λεξικό, Εκδόσεις Αρμονία, Γ’ έκδοση, 1990, σ. 900.
[32] Γιώργος Καναράκης, ο. π., σ. 47.
[33] Samuel N. C. Lieu, The Holy Men and their Biographers in early Byzantium and Medieval China A preliminary comparative study in hagiography, essay in Maistor, Classical, Byzantine and Renaissance Studies for Robert Browning, published by The Australian Association for Byzantine Studies Canberra, 1984, pp. 145-146.
[34] Κλαύδιος Τιβέριος Νέρων Γερμανικός, αυτοκράτορας (41-54) και ιστορικός, Τεγόπουλος-Φυτράκης, Ελληνικό Λεξικό, εκδ. Αρμονία, Γ’ Έκδοση, Αθήνα 1990, σ. 896.
[35] Σολωμού Άπαντα, εισαγωγή, κείμενα, μεταφράσεις γλωσσάριο, Ν. Β. Τωμαδάκη, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1969, σ. 15.
[36] Όταν ο Φίλιππος ο V νικάται στον δεύτερο Μακεδονικό πόλεμο από τους Ρωμαίους (202-197 π. Χ. ), και τους παραδίδει την Ελλάδα. Ύστερα από τον Αχαϊκό πόλεμο (147-146 π. Χ.) όπου οι Ρωμαίοι καταστρέφουν την Κόρινθο μετά από μία επανάσταση εναντίον τους, των Μακεδόνων, και αποβαίνουν οι κυρίαρχοι της Ελλάδας. Jane Chisholm, Lisa Miles and Struan Reid, The Usborne Internet – Linked Encyclopedia of Ancient Greece, p.133.
[37] Νικόλαος Τσουγανάτος, Επίτομος Γενική Ιστορία, νεώτεροι Χρόνοι, Τόμος Β’ Έκδοσις Τρίτη Βελτιωμένη, Εν Αθήναις, Βιβλιοπωλείον της Εστίας σσ. 129-134.
[38] Aπό την αρχαία ελληνική αλλά και από τη νέα σε πολλές περιπτώσεις: π.χ. hyperbolic – exaggerated – υπερβολικός, νοσοκομειακή- nosocomial, κτλ.
[39] Αριστείδης Ε. Κωνσταντινίδης, Οι ελληνικές λέξεις στην αγγλική γλώσσα, Β’ έκδοση, Θεσσαλονίκη, 1991, Πρόλογος, σσ. Ι-ΙΙΙ.
[40] Αυτόθι, σ. ΙΙΙ.
[41] Αριστείδης Ε. Κωνσταντινίδης, Οι ελληνικές λέξεις στην αγγλική γλώσσα, ο. π., σ. IV.
[42] Robert Browning, Η Ελληνική Γλώσσα Μεσαιωνική και Νέα, Εκδ. Παπαδήμα, 1991, Εισαγωγή, σσ. 12-13.
[43] Michael Baigent, The Jesus Papers, Harper Elements (Harper Collins Publishers), Hammersmith, London W68JB, 2006.
[44] Michael Baigent, The Jesus Papers, ibid, p. 140.
[45] Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, μετάφραση, Δημοσθένης Κουρτόβικ, Γ’ έκδοση, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2000.
[46] Αυτόθι, Εισαγωγή, σσ. 15-16.
[47] Αυτόθι, ο. π., σ. 16.
[48] Αυτόθι, ο. π., σ. 17.
[49] Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, ο. π., Εισαγωγή, ο. π., σ. 17.
[50] Αυτόθι, σ. 18.
[51] Αυτόθι, σ. 18.
[52] Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, Εισαγωγή, ο. π., σσ. 18-19.
[53] Αυτόθι, σ. 19.
[54] Αυτόθι, σ. 19.
[55] Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, ο. π., Εισαγωγή, ο. π., σ. 19.
[56]Αυτόθι, σσ. 24-25.
[57] Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, ο. π., Εισαγωγή, ο. π., σ. 26.
[58] Από το οριστικό, κείμενο Β’ του Διαλόγου του Δ. Σολωμού σσ. 199-217, Σολωμού Άπαντα, εισαγωγή, κείμενα, μεταφράσεις γλωσσάριο, Ν.Β. Τωμαδάκη, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1969, σ.15.
[59] Σολωμού Άπαντα, ο. π., σ. 200.
[60] Η ελληνική γλωσσική κληρονομιά, δηλαδή η απλή ομιλούμενη, με όλες τις διαλέκτους της όπως μιλιούνται στις διάφορες περιοχές της Ελλάδας, και η καθαρεύουσα.
[61] Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, Εισαγωγή, ο. π., σ. 28.
[62] Αυτόθι, ο. π., σ. 32.
[63] Λιβάνιος, Υπέρ των ελληνικών ναών, Θρήνος για τον Ιουλιανό, Προς αυτούς που τον είπαν βαρετό, Από τη σειρά, ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΘΝΙΚΟΙ, Θύραθεν Εκδόσεις, 5η έκδοση, Πρόλογος, σ. 9. Σύμφωνα με το Βυζαντινό Λεξικό Σουΐδα (10ος αι. μ. Χ. ) ο Λιβάνιος «έγραψεν άπειρα», Λεξικό Σουΐδα, Θύραθεν Εκδόσεις, Θεσσαλονίκη, Εισαγωγή Β. Κατσαρός, σ. 710.
[64] Λιβάνιος, Υπέρ των ελληνικών ναών, Θρήνος για τον Ιουλιανό, Προς αυτούς που τον είπαν βαρετό, Πρόλογος, ο. π., σ. 12.
[65] Ο αποστολικός ζήλος είναι χαρακτηριστικό του ιουδαϊσμού και των αιρέσεών του. «Τα διάφορα ρεύματα και οι εκφάνσεις του ελληνισμού μπορεί να αντιπαρατίθενται και να μάχονται μεταξύ τους, όμως ο ελληνισμός, ως κοσμοθεώρηση και στάση ζωής, δεν προπαγανδίζεται ώστε να γίνει αντικείμενο μαζικής πίστης. Με αυτήν την αλήθεια στάθηκε αδύνατο να συμβιβαστεί ο Ιουλιανός…» αυτόθι, σ. 13.
[66] Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, Εισαγωγή, ο. π., σ. 32.
[67] Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, Εισαγωγή, ο. π., σ. 33.
[68] Αυτόθι, σ. 34.
[69] Αυτόθι, σ. 35.
[70] Αυτόθι, σ. 36.
[71] Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, Εισαγωγή, ο. π., σ. 37.
[72] Αυτόθι, σ. 38.
[73] Μ. Βάλσας, Το Νεοελληνικό Θέατρο από το 1453 έως το 1900, Μετάφραση – Εισαγωγή – Σημειώσεις Χαρά Μπακονικόλα – Γεωργοπούλου, Εκδόσεις ‘Ειρμός’, Αθήνα 1994, σ. 57.
[74] Βυζαντινός ποιητής και γόνος γνωστής οικογένειας στην Κωνσταντινούπολη, Διακρίθηκε μεταξύ των ποιητών του Βυζαντίου κυρίως για την ποσότητα του έργου του και για το ιστορικό ενδιαφέρον που αυτό παρουσιάζει..
[75] Γιώργος Καναράκης, Διαγλωσσικές Επιδράσεις στην Αγγλική και η Συμβολή της Ελληνικής Γλώσσας, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 2005, σ. 273.
[76] Plutarch’s Lives, Alexander, The Dryden Translation, Great Books of Western World, William Benton, Publisher, Encyclopaedia Britannica, Inc. The University of Chicago, 26th printing, 1984, σ. 546.
[77] Μία όμορφη ελληνική λέξη η οποία χρησιμοποιείται σπάνια, μάλλον επειδή η ιδιότητα την οποία εκπροσωπεί, δεν απαντά τόσο συχνά πλέον, όπως συνέβαινε άλλοτε.
[78] ‘Οι καιροί… πονηροί για τους Έλληνες μαθητές!’ όπως σωστά αναφέρει στο άρθρο του στο ΑΠΟΨΕΙΣ, αν και το περιεχόμενο του άρθρου σχολιάζει περισσότερο τις συμπεριφορές δασκάλων έναντι των μαθητών (εντός της τάξης και σε σχέση με τον αδικαιολόγητο φόρτο μαθημάτων, σε βαθμό που θα έλεγε κανείς ότι όχι μόνο δεν προετοιμάζουν τα παιδιά για το αύριο αλλά κουράζονται και ταλαιπωρούνται) στην καθημερινή εφημερίδα της Ηπείρου: Πρωινός Λόγος (Παρασκευή 28/11/2008) ο Βασίλης Λέττας.
ΤΕΛΟΣ