Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ (867-1056)

Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ (867-1056)

Πιπίνα Δ. Ιωσηφίδου-Elles

(Σύδνεϋ, 15/10/2006)

Η κυριαρχία της Δυναστείας των Μακεδόνων αυτοκρατόρων καλύπτει δύο περίπου αιώνες, παρά την «ασυνέχεια» που επικρατεί ως κανόνας, εξαιτίας των πολλών αντιβασιλέων οι οποίοι κυβερνούν ως εκπρόσωποι των ανηλίκων βλαστών του αυτοκρατορικού οίκου. Η «άρχουσα τάξη» είναι ασυνεχής και οδηγεί στην διαπίστωση της  απουσίας μιας μακροπρόθεσμης διαμόρφωσης αριστοκρατίας.  Αυτό το τελευταίο φαινόμενο επιτυγχάνεται με την εμφάνιση των Κομνηνών.

Η απαρχή  της Μακεδονικής Δυναστείας σημειώνεται με την άνοδο στο θρόνο του Βασιλείου Α’ από τη Θράκη το 867 (811-886). Η βασιλεία του διήρκεσε από το 867-886. Με την άνοδό του στο θρόνο (867), σημειώνεται η είσοδος στην Μακεδονική Αναγέννηση.  Ο Βασίλειος τοποθετεί στις σημαντικές θέσεις εξουσίας του κράτους, τους αρκετά ύποπτους συντρόφους του από τα νεανικά του χρόνια. Κανένας ωστόσο ιστορικός αυτής της περιόδου δεν παρουσιάζεται να μιλήσει σχετικά με το θέμα της αριστοκρατίας, γεγονός που διαπιστώνεται πριν αλλά και αργότερα, όπως με την ενθρόνιση του Μιχαήλ Δ’, επίσης της Μακεδονικής Δυναστείας το 1034, οπότε τα πολυάριθμα μέλη της οικογενείας του αποκτούν δύναμη και χρήμα.

Ο Βασίλειος Α’ νυμφεύεται τη χήρα του προκατόχου του Μιχαήλ Γ’, που βασίλεψε την περίοδο 842-867, και πέθανε σε κυνηγητικό ατύχημα. Ο Βασίλειος Α’, εξαναγκάζει τους οπαδούς του Μιχαήλ Γ’, να του επιστρέψουν ένα μεγάλο ποσοστό  από τις «δωρεές» που τους είχε κάνει παράνομα, χρησιμοποιώντας χρήματα από το θησαυροφυλάκιο του κράτους.  Φημολογείται ότι το ποσόν που συγκέντρωσε με αυτή την ενέργειά του, ανερχόταν στα δύο εκατομμύρια χρυσά νομίσματα[1].

Μεταξύ του τέλους του 7ου και τις πρώτες δεκαετίες του 9ου αι. διαμορφώνεται το διοικητικό σύστημα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με την εισήγηση ενός νέου μέτρου, τα ‘θέματα’. Με την εφαρμογή ετούτου του συστήματος επιτυγχάνεται η ανανέωση του πληθυσμού παρά τις δυσκολίες που παρουσιάζονται με τις επιδρομές των Αράβων και των Βουλγάρων, κατά την διάρκεια του 9ου και 10ου αι.  Η οικονομία καλυτερεύει και παλαιότερα αστικά κέντρα ανανεώνονται, ενώ δημιουργούνται καινούργια. Στα κέντρα αυτά αναπτύσσεται η βιοτεχνία και κυκλοφορεί αρκετό χρήμα. Οι δυνατοί γαιοκτήμονες κατέχουν μεγάλες περιοχές, ενώ η εκκλησία αναδιοργανώνεται καθώς και ο θρησκευτικός μοναχικός βίος. Η καλλιέργεια των γραμμάτων και των τεχνών, είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν την αυτοκρατορία, από τον 9ο αι. και στο εξής[2].

Τον 9ο και 10ο αι. η στρατιωτική κατάσταση του Βυζαντίου καλυτερεύει, οι τέχνες και η αρχιτεκτονική ανανεώνονται. Χρηματοδοτούνται νέοι ναοί, και τα ψηφιδωτά μονιμοποιούνται. Από αυτά καλύτερα διατηρημένα είναι η Μονή του Οσίου Λουκά και η Μονή Καθολικών στη Χίο. Διατυπώνεται επίσης ενδιαφέρον για κλασσικά θέματα και χρησιμοποιούνται πιο νεωτεριστικές μέθοδοι για την  απεικόνιση ανθρώπων.

Παρόλο που η γλυπτική δεν συνδέεται με τη Βυζαντινή Τέχνη, στο διάστημα της Μακεδονικής Δυναστείας, καλλιεργείται με επιτυχία η γλυπτική του ελεφαντοστού. Έχουν διασωθεί τρίπτυχα και δίπτυχα, διακοσμημένα με ελεφαντοστούν,  με το μεσαίο κομμάτι να αντιπροσωπεύει δεήσεις[3] ή την Θεοτόκο, και επίσης κοκκάλινες κασετίνες[4] που φέρουν ελληνιστική διακόσμηση, απόδειξη γεύσης του κλασικισμού σε λανθάνουσα κατάσταση, στην Βυζαντινή Τέχνη.

Η επίδραση της Βυζαντινής Τέχνης στην Δυτική Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ιταλία, ενδείκνυται στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, μέσα από την εξέλιξη του Ρωμανικού στυλ στον 10ο  και 11ο αι. Η επίδραση μεταδόθηκε μέσω των Φράνκων και Salic αυτοκρατόρων πρωταρχικά του Καρλομάγνου, που είχε στενές σχέσεις με το Βυζάντιο[5].

Τον Βασίλειο τον Α’, τον διαδέχεται ο Λέων ΣΤ’ ο Σοφός (866-912), που κυβέρνησε από το 886 ως το 912.  Δεν είναι βέβαιο αν είναι γιος του Βασιλείου του Α’, ή του Μιχαήλ του Γ’.  Ως αυτοκράτορας που εξέδωσε τις περισσότερες «Νεαρές» (=νόμους), ύστερα από τον Ιουστινιανό, καταργεί νόμους προηγουμένων αυτοκρατόρων με την αιτιολογία: 1. την παράκαμψή τους από τους υπηκόους, 2. γιατί θεωρεί ότι ως νόμοι είναι αδύνατοι ενώπιον του εθιμικού δικαίου. Τελικά επικρατεί η άποψή του, για την εξουσία: ενόσω κυβερνάει ο αυτοκράτορας και οι αξιωματούχοι του, ο λαός  και τα ως εκείνη τη στιγμή τοπικά ή και ευρύτερα συστήματα αυτοδιοίκησης ή φορολογικού ελέγχου, παραμερίζονται, εξαιτίας της συγκριτικά αδύναμης θέσης του πλήθους[6].  Η αξίωση του αυτοκράτορα να ενσαρκώνει το νόμο, να είναι υπεράνω αυτού και να ασκεί απόλυτη κυβερνητική εξουσία χωρίς καμία δέσμευση, να αποβεί ο ηγεμών «μοναρχικού κράτους», συνάδει με την ήδη επικρατούσα από την αρχαιότητα αντίληψη και  η οποία συνεχίζεται στο μεσαίωνα, ότι όντως στο Βυζάντιο, το κατ’ εξοχήν πολίτευμα είναι η μοναρχία. Αυτό φέρνει στο προσκήνιο και το θρήσκευμα, που ενδυναμώνει όταν σχετίζεται με την ηγεμονική αρχή, τον αυτοκράτορα, η οποία θεωρείται ότι φέρει την θεία εύνοια.  Η συμμετοχή του αυτοκράτορα στην ιδεολογία του χριστιανισμού, ποικίλλει ανάλογα με τον άνθρωπο και την ιδεολογία του πίσω από το αξίωμα.

Στην γραμματεία της περιόδου του Λέοντος Στ’ του Σοφού επικρατεί κάτι ανάλογο όπως και στην  πρωτοβυζαντινή περίοδο.  Δηλαδή οι διανοούμενοι ανήκουν στον κύκλο της άρχουσας τάξης. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας είναι διανοούμενος.  Σε ένα κείμενο το οποίο βρέθηκε σε ανασκαφές στην περιοχή όπου βρίσκονταν τα παλάτια των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου και που διέφυγε την προσοχή ιστορικών της Τέχνης και Αρχαιολόγων, περιγράφεται σε στίχο «Ανακρέοντος», η ανέγερση λουτρών κάπου, μέσα ή δίπλα στα ανάκτορα, από τον Λέοντα ΣΤ’ τον Σοφό. Το συγκεκριμένο κείμενο αποτελεί ένα νέο κομμάτι στο ‘παζλ’ των Ανακτόρων και είναι αποδεικτικό του πολιτισμού των αυλικών την περίοδο της Μακεδονικής Αναγέννησης και του θρύλου του Λέοντος του Σοφού.

Το ποίημα ετούτο ανήκει σε ομάδα πέντε ποιημάτων  (αρχικά ήταν επτά) διατηρημένων σε χειρόγραφο του Βατικανού, Barberinianus gr. 310, το οποίο αποδίδεται στον Leo Magistros. Τα ποιήματα αυτής της ομάδας αποδίδονται στον Λέοντα Χοιροσφάκτη, που ήταν μία από τις προσωπικότητες της λογοτεχνίας στην αυλή του Λέοντος του ΣΤ,  και επιπλέον σπουδαίος αξιωματούχος στην υπηρεσία του αυτοκράτορα, προτού να ταπεινωθεί και να καταπαυθεί το 1907[7].

Η άποψη του Λέοντος ΣΤ’, ότι «σήμερα η μοναρχική εξουσία τα ρυθμίζει όλα»[8], δεν ίσχυσε ποτέ στην ουσία, καθώς δεν ήταν εφικτή η κατάργηση ενός συστήματος, το οποίο  αν και αλλοιωμένο μέσω των αιώνων, από τις εκάστοτε συγκυρίες και νέες νομοθεσίες, είχε πρωταρχικά στηριχτεί στο ρωμαϊκό Δίκαιο.  Η ιστορία αποδεικνύει ότι η προσπάθεια να ταυτιστούν τα υπολείμματα τοπικής αυτοδιοίκησης της πρώτης Βυζαντινής περιόδου, με τα «προνόμια» που αναφέρονται στις μεταγενέστερες περιόδους και ως το τέλος του Βυζαντίου, δεν εξελίχτηκε χωρίς νομοθετική οριοθέτηση[9].

Ο επόμενος αυτοκράτορας, ο Αλέξανδρος Γ’ του Βυζαντίου (870-913), ο οποίος κυβέρνησε από το 912 ως το 913 είναι γιος του Βασιλείου του Α’, και υπήρξε βασιλικός επίτροπος ανιψιού.

Παράλληλα με την επίσημη θρησκεία του κράτους τον χριστιανισμό, έχουν διάδοση οι μαντικές πρακτικές, καθώς λόγιοι όπως ο Μιχαήλ Ψελλός, πατριάρχες όπως Μιχαήλ Κηρουλλάριος και ιστορικοί όπως ο Νικήτας Χωνιάτης, πίστευαν ότι υπήρχε «δόση αλήθειας»  σ’ αυτές.  Ο Αλέξανδρος Γ’ που έπασχε από σεξουαλική ανεπάρκεια, αφήνει κάποιους μάγους να τον οδηγήσουν στον Ιππόδρομο, όπου ανάβουν κεριά  και καίνε λιβάνι ενώπιον αγαλμάτων ζωδίων, τα οποία είναι ντυμένα με ρούχα του αυτοκράτορα.  Αν και η πίστη των Βυζαντινών ποικίλλει επιτρέπει στην ορθοδοξία να διατηρηθεί.  Αυτό συμβαίνει γιατί ο χριστιανισμός δεν επιβάλλει τον κομφορμισμό, γιατί έχει τυποποιηθεί με το πέρασμα των αιώνων και επιτρέπει στους ακολούθους της την αντίστοιχη τυποποίηση[10].

Ο Κωνσταντίνος Ζ’ ο Πορφυρογέννητος (905-959) που ακολουθεί είναι γιος του Λέοντος του ΣΤ’, του Σοφού και  βασίλεψε την περίοδο, μεταξύ 913-959.  Επί της βασιλείας του, το παλάτι, η γραφειοκρατία, η σύγκλητος και ο λαός, αποκτούν επιρροή στον αυτοκρατορικό θεσμό. Η προσφώνηση «Σύγκλητος και λαέ της Κωνσταντινούπολης” (“senatus populusque”) φαίνεται να δικαιολογείται τελικά. Αυτό διαπιστώνεται στα τελετουργικά της εκλογής  που περιέχονται στο κείμενο: «Έκθεσις περί της βασιλείου τάξεως», του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Ζ’.

Ο στρατός ωστόσο διαμαρτυρείται γι’ αυτή την αλλαγή. Η προσπάθεια του βασιλέως να παίξει τον πρώτο ρόλο στην εκλογή του Ιουστίνου Α’, τελειώνει με άθλια με τις αποδοκιμασίες του λαού. Ετούτο οφείλεται στο γεγονός ότι οι αυτοκράτορες δεν είναι πάντα στο ύψος του αξιώματος με το οποίο χρήζονται. Εξάλλου σημειώνεται μείωση της δύναμης της επίδρασης του στρατού, ο οποίος δεν έχει την ικανότητα να περιφρουρήσει την αυτοκρατορία από τις επιδρομές των εχθρών στη Δύση, επίσης, αν και λιγότερο, και  στην ανατολή[11].

Στα γράμματα, παρατηρείται μία προσπάθεια συνύπαρξης του Βυζαντίου με την αρχαιότητα. Η περίοδος βασιλείας του Κωνσταντίνου Ζ’ του Πορφυρογέννητου συμπεριλαμβάνεται (μαζί και ο 9ος αι.), στην περίοδο γραφής ανθολογίας, που αποτελείται από 25 συγγράμματα και από τα οποία τα μισά έχουν θρησκευτικό και θεολογικό χαρακτήρα. Τα περισσότερα από τα υπόλοιπα εγκωμιάζουν τους αρχαίους συγγραφείς,  χωρίς αυτό να σημαίνει ότι προσπαθούν να ταυτιστούν με τη στάση εκείνων έναντι της ζωής.  Η εργασία τους είναι φιλολογικής φύσης.  Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι ο Κωνσταντίνος Ζ’ ο Πορφυρογέννητος και οι ακόλουθοί του, δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ζήλο για την θρησκεία και την θεολογία.  Η ερανιστική δραστηριότητα αποβλέπει στην υποστήριξη κοσμικών έργων. Τελικά όμως η φιλολογική στροφή   προς την αρχαιότητα, δε συνεχίζεται και αυτό αποδεικνύεται από τον αφανισμό έργων  τα οποία ήταν γνωστά στην αυλή του αυτοκράτορα. Είναι επίσης γνωστή η απόφαση της Συνόδου το 787, να παραδοθούν τα αιρετικά  κείμενα και να φυλαχτούν στην Βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου. Δε γίνεται λόγος καταστροφής αυτών. Όμως είναι σχεδόν βέβαιο ότι κάποιοι φανατικοί βιβλιοθηκάριοι, ήταν έτοιμοι να παραβούν τις αποφάσεις της Συνόδου. Γενικά οι Βυζάντιοι δεν ενδιαφέρονται για τον κλασσικό πολιτισμό, αλλά για ανθολόγια γνωμικών  και άλλα, που γίνονται εσκεμμένα και με κάποια κριτήρια. Οι άνθρωποι που ασχολούνται με την λογοτεχνία  και κυρίως εκείνοι που την παράγουν, προέρχονται από την άρχουσα τάξη. Ήταν λοιπόν σημαντική η επίδραση αυτού του λόγιου κύκλου, στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ’ τον Πορφυρογέννητο[12].

Τον 9ο και 10ο αι. η προετοιμασία της εκλογής του αυτοκράτορα είναι μακροπρόθεσμη και συντελείται με τη βοήθεια κοινωνικών ομάδων, «ακολούθων» του.  Τον 11ο αι. πλέον ο αυτοκράτορας θεωρείται «πολιτικός» και «πρωτευουσιάνικος». Ο Ψελλός λέει ότι κανείς αυτοκράτορας δεν είναι μόνιμος, αν ξεχάσει τα καθήκοντά του και ότι  «η ασφάλειά τους, εξαρτάται από τρεις παράγοντες: τη λαϊκή μάζα, την τάξη των συγκλητικών και το στρατό[13]».

Ο επόμενος αυτοκράτορας ο Ρωμανός ο Λεκαπηνός (870-948), είναι πεθερός του Κωνσταντίνου Ζ’ του Πορφυρογέννητου και βασιλεύει την περίοδο 919 -944. Υπήρξε συν-αυτοκράτορας, ο οποίος αφού καθηρέθη από τους γιους του, κατέληξε σε μοναστήρι, ως μοναχός.

Ο Ρωμανός Β’ ο Πορφυρογέννητος (939-963), γιος του Κωνσταντίνου Ζ’ του Πορφυρογέννητου, ο οποίος βασίλεψε στην περίοδο  959-963.

Ο Νικηφόρος Β’ Φωκάς (912-969), γιος του Κωνσταντίνου του Β’, διαδέχεται στον θρόνο τον Ρωμανό Β’ τον Πορφυρογέννητο. Κυβερνά από το  963 ως το 969.  Διατελεί ως στρατηγός, νυμφεύεται  την χήρα του Ρωμανού Β’, και είναι αντιβασιλέας του Βασιλείου του Β’.

Ο Νικηφόρος Φωκάς καθιστά το Αιγαίο ακόμη πιο ασφαλές, όταν καταλαμβάνει την Κρήτη το 961. Τον 9ο αι. τα περισσότερα  ταξίδια πραγματοποιούνται μέσω της θάλασσας παρά τον κίνδυνο επιθέσεως από τους Άραβες στην θάλασσα και στα λιμάνια. Τα ταξίδια στην Βαλκανική Χερσόνησο μέσω ξηράς είναι ακόμη πιο επικίνδυνα[14].   Δολοφονείται.

Ο Ιωάννης Α’  Κορκούας  Τσιμισκής (925-976), κουνιάδος του Ρωμανού του Β’,  κυβέρνησε μεταξύ των χρονολογιών: 969-976. Ερωμένος της συζύγου του προκατόχου του, Νικηφόρου Φωκά, δεν του επιτρέπεται να την νυμφευτεί. Υπήρξε αντιβασιλέας του Βασιλείου. Με την ανάληψη της βασιλείας από τον  Ιωάννη Α’  Κορκούα Τσιμισκή, γίνεται ριζικός ανασχηματισμός στον κύκλο της εξουσίας, οπόταν  πολλοί παλιοί αυλικοί από τον κύκλο του Φωκά, απολύονται από τους κύκλους του Τσιμισκή και αντικαθίστανται από άλλους, δικούς του.  Στην προκειμένη περίπτωση τα πράγματα δεν είναι δραματικά, καθώς οι δύο οικογένειες έχουν ανάμεσά τους δεσμούς, λόγω συμπεθεριού[15].

Γιος του Ρωμανού του Β’, ο Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος (958-1025), ο επόμενος της Μακεδονικής Δυναστείας, βασίλεψε την περίοδο 976 -1025.

 

Η Βυζαντινή αυτοκρατορία αγγίζει το βεληνεκές  της ακμής της, την περίοδο που συμπεριλαμβάνει τα τέλη του 9ου αι., όλο τον 10ο αι. και στις αρχές του 11ου, υπό την καλούμενη ‘Μακεδονική Δυναστεία’. Είναι η περίοδος  που η   αυτοκρατορία ανθίσταται στην πίεση της Ρωμαϊκής εκκλησίας να μετακινήσουν τον Πατριάρχη Φώτιο και πετυχαίνει να κυριαρχήσει στην Αδριατική θάλασσα, τη Νότια Ιταλία και όλη τη Βουλγαρία, η οποία βρισκόταν υπό τον Τσάρο Σαμουήλ. Οι πολιτείες της αυτοκρατορίας μεγαλώνουν, ευημερούν και απλώνονται στις επαρχίες του, χάριν στον νέο τρόπο ασφάλειας της αυτοκρατορίας.  Ο πληθυσμός του Βυζαντίου ανθεί, η παραγωγή αυξάνεται, με τη δημιουργία ζήτησης και την υποστήριξη του εμπορίου.  Ο πολιτισμός του Βυζαντίου παρουσιάζει έξαρση και είναι  φανερή η ανάπτυξη στην εκπαίδευση και  στην εκμάθηση.  Ετούτη την περίοδο τα αρχαία κείμενα διατηρήθηκαν και αντιγράφηκαν με υπομονή, για την περαιτέρω διατήρησή τους.  Η Βυζαντινή τέχνη ανθεί και φανταστικά μωσαϊκά  μεγαλύνουν το εσωτερικό νέων ναών,  που κτίζονται κατά μήκος και πλάτος, σε όλο το Βυζάντιο αυτή την περίοδο.

Οι Στρατιώτες-αυτοκράτορες Νικηφόρος Β’ Φωκάς  (963-969) και ο Ιωάννης Τσιμισκής (969-976), επεκτείνουν την αυτοκρατορία σε μεγάλο μέρος της Συρίας νικώντας τους εμίρηδες στο Βόρειο-Δυτικό Ιράκ και ανακαταλαμβάνοντας την Κρήτη και την Κύπρο.  Κάποια στιγμή ο Βυζαντινός στρατός απειλεί την Ιερουσαλήμ. Το εμιράτο Αλέππο και οι γείτονές του αποβαίνουν υποτελείς στα ανατολικά, όπου η μεγαλύτερη απειλή για την αυτοκρατορία είναι το αιγυπτιακό βασίλειο  Φατιμίντ.

Υπό τον Βασίλειο τον Β’, οι Βούλγαροι που είχαν κατακτήσει μεγάλο μέρος των Βαλκανίων από το Βυζάντιο, αφότου έφτασαν εκεί τρεις αι.  πριν από την βασιλεία του Βασιλείου Β’ (976-1025), γίνονται στόχος ετησίων επιδρομών από το Βυζάντιο.  Ο πόλεμος με τους Βουλγάρους διαρκεί είκοσι περίπου χρόνια και τελικά στην μάχη Κλείδονος της Βουλγαρίας, οι Βούλγαροι  νικώνται ολοσχερώς. Ο στρατός τους αιχμαλωτίζεται και λέγεται πως ο μεγαλύτερος αριθμός των στρατιωτών τους, τυφλώνεται, ενώ οι υπόλοιποι διαφεύγουν με την τύφλωση ενός ματιού, για να οδηγήσουν τους τυφλούς συναδέλφους των στην Βουλγαρία.  Όταν ο Βούλγαρος Τσάρος Σαμουήλ αντίκρυσε την αθλιότητα του στρατού του, πέθανε από σοκ.  Το 1014 η Βουλγαρία παραδίδεται στο Βυζάντιο και αποτελεί επαρχία της αυτοκρατορίας.  Η θαυμαστή αυτή νίκη αποκαθιστά το μέτωπο της αυτοκρατορίας στον Δούναβη, που είχε αποκοπεί από την βασιλεία του αυτοκράτορα Ηρακλείου (640-641).  Η Αυτοκρατορία αποκτά και ένα σύμμαχο –κάποτε όμως απέβη και εχθρός-,  την Βαράγκια του Κιέβου, από όπου η αυτοκρατορία δέχτηκε αριθμό μισθοφόρων,  την Βαράγκια Φρουρά, σε αντάλλαγμα για την αδερφή του Βασιλείου Άννα, που παντρεύτηκε τον Βαράγκιαν Πρίγκιπα Βλαδίμηρο. Ο Βασίλειος Β’, πάντρεψε πολλούς ηγεμόνες της Ιερής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με συγγενείς.

 

Το 2ο μισό του 10ου αι. παρατηρείται  η προ πολλού ερχόμενη ανάκαμψη του Βυζαντινού κράτους.  Η Αρμενία και μέρος της Συρίας ενσωματώνονται πάλι στο Βυζάντιο, η Βουλγαρία περιέρχεται σε Βυζαντινά χέρια και θα παραμείνει έτσι για πολύν καιρό και η Νότια Ιταλία, είναι μάλλον σίγουρη κατάκτηση του Βυζαντίου. Η ανακατάληψη της Κρήτης, προφυλάσσει από την ισλαμική Αίγυπτο και την Β. Αφρική.  Ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος τερματίζει με αμείλικτο τρόπο  το επικίνδυνο κίνημα των αρχόντων της Μικράς Ασίας. Οι αυτοκράτορες που ακολουθούν, επαναπαύονται στις επιτυχίες των προκατόχων τους.

Ο 11ος αι. σημειώνεται επίσης από αξιόλογα γεγονότα  θρησκευτικής φύσεως.  Το 1054, οι σχέσεις της Χριστιανικής εκκλησίας του ελληνόφωνου Ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας,  με εκείνη του λατινόφωνου Δυτικού τμήματός της, οξύνονται. Παρά την επίσημη γνωστοποίηση του διαχωρισμού των δύο εκκλησιών στις 16 Ιουλίου του ιδίου χρόνου, τρεις κληροδότες από τον Πάπα, εισέρχονται  στο Ναό της Αγίας Σοφίας στην διάρκεια του εσπερινού Σαββάτου, και τοποθετούν επίσημο παπικό ντοκουμέντο  αφορισμού στην ιερά Τράπεζα.

Το περίφημο Σχίσμα των δύο Εκκλησιών, ήταν το αποτέλεσμα μακροχρόνιας απομάκρυνσης της μιας, από την άλλη. Η υποστήριξη της Δυτικής εκκλησίας ότι το Άγιον Πνεύμα, πηγάζει από τον Πατέρα και τον Υιό, έρχεται σε σύγκρουση με την Πίστη της Ανατολικής, ότι  ο Πατήρ και μόνο, είναι η πηγή του Αγίου Πνεύματος. Ωστόσο η ουσία της διαφοράς των δύο τμημάτων αδιαμφισβήτητα έγκειται σε  πολιτικά συμφέροντα. Αυτή η εξέλιξη, σαφώς,  υπήρξε μοιραία για την Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Όπως η Ρώμη προηγουμένως, έτσι και το Βυζάντιο υποπίπτει σε περιόδους δυσκολίας, που οφείλονται στην υπερβολική αύξηση της αριστοκρατίας, που υπέσκαπτε τη σύστημα των «Θεμάτων». Οι αδύνατοι αυτοκράτορες που διαδέχονται τον Βασίλειο τον Α’ τον Βουλγαροκτόνο, ύστερα από το 1025, καταργούν τον στρατό που φιλά τις ανατολικές επαρχίες του κράτους. Αντί αυτού, συσσωρεύεται χρυσός στην Κωνσταντινούπολη, για να μπορούν να πληρώνουν μισθοφόρους όπου και όταν χρειάζεται.  Στην πραγματικότητα όμως, αυτός ο πλούτος πηγαίνει εκεί που ο αυτοκράτορας θέλει να ασκήσει επιρροές, στις πλούσιες δεξιώσεις και σε πολυτέλειες προς τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας.

Έτσι τα υπολείμματα των αλλοτινών στρατευμάτων αδυνατίζουν και δεν είναι δυνατόν να  λειτουργούν. Το Ανατολικό  τμήμα της άλλοτε ρωμαλέας αυτοκρατορίας με τα προβλήματα που έχει το δυτικό τμήμα της, με την εσωτερική της αστάθεια και με την εξασθένιση των αλλοτινών ακμαίων στρατευμάτων της, ενώ θα μπορούσε να ανακάμψει αυτή την πορεία,  έχει νέους εχθρούς οι οποίοι όντες ακμαίοι, διαπιστώνουν  την χαλάρωση της περιφρούρησης των συνόρων της.

Το 1040 οι Νορμανδοί, αρχικά μισθοφόροι από τα Βόρεια τμήματα της Ευρώπης, και χωρίς δική τους γη, αρχίζουν επιθέσεις στη Νότια Ιταλία όπου το Βυζάντιο κρατά καλά. Για να αντιμετωπιστούν, μεικτός μισθοφορικός στρατός υπό τον Γεώργιο Μανιάκη αποστέλλεται το 1042, στην Ιταλία. Ο Μανιάκης επιδίδεται στην ολοσχερή καταστροφή του τόπου. Προτού κατοχυρώσει την εξουσία του στον τόπο της καταστροφής, ανακαλείται από τον αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Κατειλημμένος από εγκληματική διάθεση, ακόμη και προς τη γυναίκα του συν άλλοις, ο Μανιάκης, κηρύσσεται τελικά αυτοκράτορας από τον στρατό του και υπό αυτήν την ιδιότητα,  οδηγεί τον στρατό του κατά μήκος της Αδριατικής και νικά τα βασιλικά στρατεύματα. Τραυματισμένος θανάσιμα, ύστερα από μικρό διάστημα πεθαίνει. Με την απουσία αντίστασης στα Βαλκάνια, μέχρι το 1071 οι Νορμανδοί, έχουν διώξει όλους τους Βυζαντινούς από την Ιταλία.

Η μεγαλύτερη όμως καταστροφή των αυτοκρατορικών μισθοφορικών στρατευμάτων σημειώνεται στη Μ. Ασία. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι, που ενδιαφέρονται να νικήσουν την Αίγυπτο υπό τους Φατιμίδες, κάνουν επιδρομές στην Αρμενία και στην Ανατολία, περιοχή στράτευσης των εχθρών του Βυζαντίου. Ο αυτοκράτωρ Ρωμανός Δ’, ο Διογένης, αντιλαμβάνεται ότι είναι αναγκαίο να ανασχηματίσει το στρατό και να εφοδιαστεί με νέα όπλα.  Επιχειρεί να έρθει εναντίον των αντιπάλων του με σκοπό να εφαρμόσει τα σχέδιά του για την ενίσχυση του στρατού του.  Οι αντίπαλοί του όμως τον εγκαταλείπουν στο πεδίο μάχης και ηττείται  από τον Άλ Ασλάν τον σουλτάνο των Σελτζούκων Τούρκων, στο Μανζικέρτ το 1071. Συλλαμβάνεται  ο ίδιος ο Ρωμανός Δ’, και παρά τους υποφερτούς όρους ειρήνης που επιβάλλει ο Σουλτάνος στο Βυζάντιο, η μάχη αυτή υπήρξε καταστροφική γι’ αυτόν, και από άλλη πλευρά[16].

Τον Ρωμανό Δ’ τον διαδέχεται  ο Κωνσταντίνος ο Η’ (960-1028), γιος του Ρωμανού του Β’, που βασίλεψε την περίοδο: 1025-1028. Υπήρξε συν-αυτοκράτορας με τον Βασίλειο Β’.

Τον Κωνσταντίνο τον Η’, διαδέχεται η θυγατέρα του Ζωή (978-1050), που βασίλεψε μεταξύ: 1028-1050.

Όμως την περίοδο: 1028-1034, συν-κυβερνά και  ο Ρωμανός Γ’, ο Αργυρός (968-1034), ο πρώτος σύζυγος της Ζωής.  Υπήρξε Έπαρχος της Κωνσταντινούπολης, κατά την θέληση του Κωνσταντίνου του Η’. Ετούτος, δολοφονείται τελικά.

Την περίοδο 1034-1041, βασιλεύει ο δεύτερος σύζυγος της αυτοκράτειρας Ζωής, ο Μιχαήλ Δ’, ο Παφλαγών (1010-1041). Όταν ανεβαίνει στο θρόνο το 1034, δίνει δύναμη, εξουσία και χρήματα στα μέλη της πολυπληθούς οικογενείας του, κάτι που συνέβη και με τους  προκατόχους του, όπως με τον Ζήνωνα τον Ίσαυρο  το 474,  ή τον Βασίλειο Α’ τον Μακεδόνα, τον πρώτο της δυναστείας των Μακεδόνων. Ήταν ένας τρόπος εξαγοράς  γαλήνης και ασφάλειας.

Και ο Μιχαήλ Ε’ ο Καλαφάτης (1015-1042), ανιψιός του Μιχαήλ του Δ’ και υιοθετημένος γιος της αυτοκράτειρας Ζωής, βασίλεψε την περίοδο 1041-1042.

Στη συνέχεια έρχεται στο προσκήνιο η Θεοδώρα (980-1056) συν-αυτοκρατόρισσα με την Ζωή.  Αυτή βασίλεψε ως το 1042. Η Θεοδώρα ήταν θυγατέρα του Κωνσταντίνου του Η’ και της Ελένης.  Η πανέμορφη Θεοδώρα αρνήθηκε να παντρευτεί τον Ρωμανό Αργυρό, ο οποίος αντί αυτής νυμφεύτηκε την αδερφή της Ζωή, το 1028. Παρά το διακριτικό της βίο, η Ζωή την ζήλευε και κατηγορώντάς την για συνομωσία με τον Πρέσια της Βουλγαρίας, την έκλεισε σε μοναστήρι. Στις 19 Απριλίου του  1042, ένα λαϊκό κίνημα  που είχε σαν αποτέλεσμα την εκθρόνιση του  Μιχαήλ Ε’, αποκαθιστά την Θεοδώρα στον θρόνο, συν-αυτοκρατόρισσα με την αδερφή της, Ζωή. Ύστερα από δύο μήνες προσφοράς η Θεοδώρα, επιτρέπει να παραγκωνισθεί από τον σύζυγο, της αδερφής της Ζωής, τον Κωνσταντίνο Θ’ Μονομάχο, στις 11 Ιουνίου, 1042. Αυτό όμως δεν εμποδίζει την κοινή γνώμη να θεωρεί την Θεοδώρα συν-αυτοκρατόρισσα δίπλα στην Ζωή  και στον γαμπρό της.

Και ανεβαίνει στην εξουσία ο Κωνσταντίνος Θ’, ο Μονομάχος (1000-1055), ο τρίτος σύζυγος της Ζωής και βασιλεύει μεταξύ του 1042 και του 1055. Είναι εκφραστής της νοοτροπίας του 11ου αι., να επαναπαύονται δηλαδή οι αυτοκράτορες στις δάφνες των προηγουμένων.

Όταν πέθανε ο Κωνσταντίνος Θ’ ο Μονομάχος (στις 11 Ιανουαρίου, 1055), και παρά το γεγονός ότι η Θεοδώρα είναι εβδομήντα χρονών, διεκδικεί τα δικαιώματά της με ενεργητικότητα και σφρίγος και δυσκολεύει το εγχείρημα του στρατηγού και διοικητού της Βουλγαρίας, Νικηφόρου Πρωτεύοντος να την εκθρονίσει. Η Θεοδώρα επανέρχεται στον αυτοκρατορικό θρόνο, την περίοδο 1055-1056. Διοικεί με αυστηρότητα, πειθαρχεί τους άτακτους άρχοντες και ελέγχει διάφορα έκτροπα. Αμαυρώνει την φήμη της με την υπερβολική δριμύτητα προς τους προσωπικούς της εχθρούς, και με την πρόσληψη ακαταλλήλων και χαμηλών ανθρώπων,  ως συμβουλατόρων, μεταξύ αυτών και τον δραστήριο υπουργό της, Λέοντα Παρασπόνδυλο. Ο Λέων ενδιαφέρεται να διατηρήσει τις επιδράσεις του στην κυβέρνηση, μέσω της γηραιάς αυτοκράτειρας, ενώ ο Πατριάρχης Μιχαήλ Κερουλάριος, συμβουλεύει την Θεοδώρα να προωθήσει έναν υπήκοο στον θρόνο, με γάμο, γεγονός που θα εξασφαλίσει την διαδοχή της στον θρόνο.  Η Θεοδώρα αρρωσταίνει βαριά στις 31 Αυγούστου 1056 και πεθαίνει λίγες ημέρες αργότερα, ενωρίς τον Σεπτέμβρη. Καθώς δεν έχει παιδιά και είναι το τελευταίο μέλος της δυναστείας της, εκλέγει τον πρώην υπουργό Στρατιωτικών Μιχαήλ VI, Μπρίνγκας, ως διάδοχό της, που ήταν συμπάθειά της και σύμφωνα με τη συμβουλή του υπουργού της  Λέοντος  Παρασπόνδυλου. Αλλά ο Μιχαήλ, καθώς δεν ανήκει στη Μακεδονική Δυναστεία που είχε κυβερνήσει το Βυζάντιο για 189 χρόνια, δεν έχει την υποστήριξη των υπηκόων. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα μία σειρά από συγκρούσεις για την κατάληψη του θρόνου,  ανάμεσα στις αρχοντικές οικογένειες που διαρκεί από το 1056-1081.

Όπως αναφέρθηκε ο Κωνσταντίνος Θ’ ο Μονομάχος (1000-1055), ο τρίτος σύζυγος της Ζωής (βασιλεύει την περίοδο 1042 -1055), είναι εκφραστής της νοοτροπίας του 11ου αι., να επαναπαύονται δηλαδή οι αυτοκράτορες στις δάφνες των προηγουμένων. Αυτό δεν είναι αποτέλεσμα ιδιοτροπίας των αυτοκρατόρων, αλλά αποτέλεσμα νοοτροπίας που γέννησε τέτοιους αυτοκράτορες.  Οι στρατιωτικοί- αυτοκράτορες του 10ου αι., Λεκαπηνός, Φωκάς, Τσιμισκής παραχωρούν την θέση τους σε ηπιότερους  άρχοντες, των οποίων το εκφυλισμένο ποσώς, περιβάλλον, απαρτίζεται από καλλιεργημένους, πνευματώδεις  ανθρώπους.

Τον 11ο αι. ξεχωρίζει ο Ψελλός ιστοριογράφος μεν, αλλά τόσο καλλιεργημένος, ώστε να χρησιμοποιεί την παιδεία του ως διακοσμητικό μέσο. Αντίθετα με τον Κεκαυμένο που έχει παραινετικό χαρακτήρα και που τα έχει βάλει με τους αυτοκράτορες, ο Μιχαήλ Ψελλός (1018-1079) τους χρειάζεται σαν υποστήριγμα της αυτοκρατορικής αυλής, που είναι σπαρμένη από δολοπλοκίες και σκευωρίες. Ο ιστορικός Ιωάννης Σκυλίτζης, είναι περισσότερο δοσμένος στο καθήκον του ιστορικού και πολλές φορές περισσότερο συνεπής και από τον Ψελλό.

Γενικά ο 11ος αι. είναι διάσπαρτος από αμφιβολίες για το μέλλον της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Προς το τέλος αυτού του αιώνα χάνει την νότια Ιταλία, οι Νορμανδοί καταλαμβάνουν για μεγάλο διάστημα σημαντικά μέρη της  ηπειρωτικής Ελλάδας και μεγάλο μέρος της Μ. Ασίας ως την Βιθυνία, περνάει στα χέρια των Σελτζούκων. Στα Βαλκάνια βόρεια της Κωνσταντινούπολης οι Πετσενέγοι κατακλύζουν την Θράκη και φτάνουν μέχρι την θάλασσα του Μαρμαρά. Το χειμώνα του 1090-91, βρίσκονται μπροστά στην Κωνσταντινούπολη και ο εμίρης της Σμύρνης την απειλεί από την θάλασσα με τον στόλο του.  Αποκρούεται ο κίνδυνος αλλά η Ιταλία και η Αρμενία χάνονται.

Δεν σταματούν εκεί οι συνέπειες. Οι Σελτζούκοι  εξακολουθούν να την απειλούν όλο και σοβαρότερα. Για την νίκη των Νορμανδών παραχωρούνται προνόμια στους Ενετούς και στην συνέχεια σε άλλες εμπορικές πόλεις της Ιταλίας, γεγονός που συμβάλλει στην υπονόμευση του εμπορίου.  Και η ολίσθηση συνεχίζεται[17].

 

Σημείωμα της συγγραφέα

Το παραπάνω κείμενο είχε ετοιμαστεί για μία ομιλία (η οποία θα ελάμβανε μέρος  στις 15/10/2006,  για τις γιορτές «Δημήτρια 2006», στο Σύδνεϋ πάντα. Στο διάστημα όμως που ετούτη η μελέτη-ομιλία, χρειάστηκε για να ετοιμαστεί, άλλαξε ο πρόεδρος της ένωσης των Μακεδόνων στο Σύδνεϋ, και ως είθισται -ατυχώς- άλλαξε και το πρόγραμμα των εκδηλώσεων των «Δημητρίων», και τελικά ετούτη η συγκεκριμένη ομιλία, ματαιώθηκε  από κοινού με κάποιες άλλες εκδηλώσεις-συμμετοχές. Οι δε εκδηλώσεις των Μακεδόνων στο Σύδνεϋ εκείνο το χρόνο (2006), περιορίστηκε σε κάποιους  πανηγυρισμούς στο Wollongong! (Ετούτο το  σημείωμα κατατίθεται για να μνημονεύσει κάποια από τα… τραγελαφικά της Ελληνικής Παροικίας στο Σύδνεϋ!)

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗΣ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑΣ (867-1056)

Ο Βασίλειος Α’ (811-886), βασίλεψε 867-886), νυμφεύτηκε την χήρα του προκατόχου του στον θρόνο, Μιχαήλ Γ’.

Λέων ΣΤ’ ο Σοφός (866-912), κυβέρνησε 886-912.  Δεν είναι βέβαιο αν είναι γιος του Βασιλείου του Α’ ή του Μιχαήλ του Γ’.

Αλέξανδρος Γ’ του Βυζαντίου (870-913), κυβέρνησε 912-913. Γιος του Βασιλείου του Α’, βασιλικός επίτροπος ανιψιού.

Κωνσταντίνος Ζ’ ο Πορφυρογέννητος (905-959), βασίλεψε 913-959, γιος του Λέοντος του ΣΤ’, του Σοφού.

Ρωμανός ο Λεκαπηνός, 870-948, πεθερός του Κωνσταντίνου του Ζ’ και βασίλεψε 919-944. Υπήρξε συν-αυτοκράτορας, ο οποίος καθηρέθη από τους γιους του και  κατέληξε ως μοναχός σε μοναστήρι.

Ρωμανός Β’ ο Πορφυρογέννητος (939-963), γιος του Κωνσταντίνου του Ζ’, βασίλεψε 959-963.

Νικηφόρος Β’ Φωκάς (912-969), ήταν γιος του Κωνσταντίνου του Β’ και κυβέρνησε 963-969. Διατέλεσε ως στρατηγός, νυμφεύτηκε την χήρα του Ρωμανού Β’ και ήταν αντιβασιλέας του Βασιλείου του Β’. Δολοφονήθηκε.

Ιωάννης Α’  Κορκούας ο Τσιμισκής (925-976), ήταν κουνιάδος του Ρωμανού του Β’,  κυβέρνησε 969-976. Ήταν ερωμένος της συζύγου, του προκατόχου του, Νικηφόρου Φωκά, αλλά δεν του επετράπη να την νυμφευτεί. Υπήρξε αντιβασιλέας του Βασιλείου.

Βασίλειος Β’, ο Βουλγαροκτόνος (958-1025), γιος του Ρωμανού του Β’, βασίλεψε 976-1025.

Κωνσταντίνος ο Η’ (960-1028), γιος του Ρωμανού του Β’, βασίλεψε 1025-1028. Υπήρξε συν-αυτοκράτορας με τον Βασίλειο Β’.

Ζωή (978-1050), θυγατέρα του Κωνσταντίνου του Η’. βασίλεψε 1028-1050.

Ρωμανός Γ’ ο Αργυρός (968-1034), βασίλεψε 1028-1034. Υπήρξε Έπαρχος της Κωνσταντινούπολης και πρώτος σύζυγος της Ζωής, κατά την θέληση του Κωνσταντίνου του Η’. Δολοφονήθηκε.

Μιχαήλ Δ’ ο Παφλαγών (1010-1041), υπήρξε ο δεύτερος σύζυγος της αυτοκράτειρας Ζωής και  βασίλεψε την περίοδο 1034-1041.

Μιχαήλ Ε’ ο Καλαφάτης (1015-1042), ανιψιός του Μιχαήλ του Δ’, και υιοθετημένος γιος της αυτοκράτειρας Ζωής. Βασίλεψε την περίοδο 1041-1042.

Θεοδώρα (980-1056), θυγατέρα του Κωνσταντίνου του Η’ και συν-αυτοκρατόρισσα με την Ζωή.  Βασίλεψε το 1042.

Κωνσταντίνος Θ’ ο Μονομάχος (1000-1055), ήταν ο τρίτος σύζυγος της Ζωής, και βασίλεψε 1042-1055.

Θεοδώρα (όπως παραπάνω), επανήλθε στον αυτοκρατορικό θρόνο, την περίοδο   1055-1056.

 ΤΕΛΟΣ

****************

Υποσημειώσεις

[1] Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, μετάφραση Δημοσθένης Κουρτοβικ, Γ’ έκδοση, Αθήνα 1990, σ. 340.

[2] Άννα Αβραμέα (Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κρήτης) Byzantine Greece.

[3] π.χ. το Harbaville Triptych from the Louvre.

[4] Veroli Casket from Victoria and Albert Museum.

[5] http: / / en. Wikimedia. org/wiki/Byzantine_art.

[6] Hans – Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, ο.π. σ. 61 και σσ. 405-407.

[7] Paul Magdalino, The bath of Leo the Wise, p. 225, from the synopsis: Maistor:  Classical, Byzantine and Renaissance Studies for Robert Browning, Australian Association for Byzantine Studies, Canberra, 1984.

[8] Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, ο.π., σ. 63.

[9]Αυτόθι, σ. 70.

[10] Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, ο.π.,  σσ. 367-392.

[11] Αυτόθι, σσ. 80-81.

[12] Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, ο.π., σσ. 405-407.

[13] Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, ο.π., σσ. 86-87.

[14] From Maistor classical, Byzantine and Renaissance Studies for Robert Browning, by Lydia Carras: Life of St. Athanasia, p.204, published by Australian Association for Byzantine Studies, Canberra, 1984.

[15] Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, ο.π., σ. 341.

[16] From Wikipaedia, the free encyclopaedia.

[17] Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, ο.π.,  σσ. 408-412.

Ἀπαντῆστε

Συμπληρῶστε κατωτέρω τὰ στοιχεῖα σας ἢ πατῆστε σὲ ἕνα εἰκονίδιο γιὰ νὰ συνδεθῆτε.

Λογότυπος τοῦ WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ WordPress.com. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Φωτογραφία στὸ Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Facebook. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Σύνδεση μὲ τὸ %s σὲ ἐξέλιξη...