Γ’. Αντιπαραθέσεις στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας του 19ου αι.
Η διαμάχη του Πολυλά-Ζαμπέλιου για το έργο του Σολωμού στο ρομαντικό πλαίσιο (αισθητικό, ιστορικό πλαίσιο).
Copyright: Πιπίνα Δ. Έλλη (Pipina D. Elles) Σεπτέμβριος, 1997, Σύδνεϋ
Εισαγωγή
Η σοβαρή μελέτη του έργου του Δ. Σολωμού εγκαινιάζεται τον Ιανουάριο του 1853 από τον Κυθήριο νομικό-λογοτέχνη και κριτικό, Εμμανουήλ Στάη , με την κριτική του για το έργο του Σολωμού, Ο Λάμπρος . Ο Στάης στην κριτική του, αναφέρεται στην επίδραση «του πρώτου εθνικού ποιήματος», όπως αποκαλεί τον Ύμνο εις την Ελευθερία, του Σολωμού και την αντίδραση ανθρώπων «μ’ ενάντιαις ιδέαις, (και πολλοί μ’ ενάντια συμφέροντα…)…» όπως καταθέτει αμέσως πιο κάτω από την παράγραφο που ακολουθεί:
«Ο ποιητής τότε εξέδωκε το πρώτο εθνικό ποίημα· και η φωνή του αντήχησε ολούθενε, σαν τα έργα που είχ’ εξυμνήσει· αλλ’, αγκαλά και τέτοια, αυτή η φωνή δεν εγέννησε την αρμονία που έπρεπε να γεννήση.»
Το 1859 ο Ιάκωβος Πολυλάς , προλόγησε και εξέδωσε από τα έργα του Σολωμού, όλα όσα του παραχωρήθηκαν από τον αδερφό του ποιητή, Δημήτριο . Σύμφωνα με τον Κ. Θ. Δημαρά, ο Ι. Πολυλάς είναι “ο μεγάλος τεχνίτης του λόγου και του στίχου” , και ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της νεοελληνικής κριτικής. Θεωρεί μάλιστα την έκδοση του Δ. Σολωμού που επιμελήθηκε και προλόγησε ετούτος, ως “μνημείο κριτικής” . Ο Ν. Τωμαδάκης, χαρακτηρίζει τα Προλεγόμενα του Πολυλά, ως “ανυπέρβλητα” , ενώ ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος επίσης Ζακύνθιος, στην κριτική του εργασία το 1859: Πόθεν η κοινή λέξις τραγουδώ , αντιτίθεται στη θέση του Πολυλά έναντι του Σολωμού και του έργου του και επικρίνει την έκδοσή του. Το 1860, ο Πολυλάς απαντώντας στο παραπάνω κείμενο του Ζαμπέλιου, εκδίδει το: Πόθεν η μυστικοφοβία του Κ.Σ. Ζαμπελίου, με κριτική ικανότητα και συμπληρώνει τις σκέψεις που ήδη εμπεριέχονται στα Προλεγόμενά του.
Η κριτική συζήτηση Ζαμπελίου-Πολυλά κατά τη διάρκεια της περιόδου 1859-1860, αποκαλύπτει αφενός μεν το είδος σύνδεσης Σολωμού-Πολυλά, αφετέρου δε, αίρει τα περί της ελληνικότητας του ποιητή, όπως ετούτη τίθεται από τον Ζαμπέλιο . Και οι δύο αυτές περιπτώσεις τίθενται προς συζήτηση καθώς αμφισβητούνται. Το σκέλος της συζήτησης των δύο κριτικών περί της μεταφυσικής φιλοσοφίας του Σολωμού, δίνει αναμφισβήτητα μία άλλη διάσταση στη μελέτη του Σολωμικού έργου. Η δυική μάλιστα άποψη Ζαμπέλιου – Πολυλά στο θέμα της γλώσσας όπως αυτή χρησιμοποιείται από τον Δ. Σολωμό, ως όργανο έκφρασης στην ποίησή του, υπήρξε σημαντική για την πορεία της ελληνικής γλώσσας.
Ιάκωβος Πολυλάς
Ο Πολυλάς κατατάσσει τον Σολωμό στους Ρομαντικούς ποιητές. Κατά την άποψή του, ρομαντικός είναι ο ποιητής, που ακολουθεί “την μυστηριώδη φωνή” της φύσης, είναι ευαίσθητος, αγαπά το ωραίο, το αληθές, τη γλώσσα της φυλής του, είναι διορθωτής της κοινωνίας του, θανάσιμος εχθρός της υποκρισίας, της μικροσοφίας και της ψευδοσοφίας. Ότι χρησιμοποιεί επιπλέον το συναίσθημα και την φαντασία και εκφράζει με τη γλώσσα του, τα συναισθήματα της ψυχής του, τα ένδον, το θυμοειδές. Τα στοιχεία που αποδίδει ο λόγιος στον Σολωμό είναι χαρακτηριστικά.
Επιπλέον καταθέτει ότι καθώς το πνεύμα που επικρατεί αυτή την περίοδο στην Ελλάδα, δεν υποστηρίζει άλλη ποίηση από εκείνη που συσχετίζεται με τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων και την ανεξαρτητοποίησή τους, η ρομαντική ποίηση υποχρεώνεται να περιοριστεί στο περιθώριο της λογοτεχνικής έκφρασης. Λέει σχετικά στα Προλεγόμενα : “Η ωφέλεια είναι το μέγα είδωλον του καιρού το οποίον όλαις οι δύναμες βιάζονται να υπηρετούν και όλοι οι νόες να προσκυνούνε. Εις τούτη τη χοντρή ζυγαριά κανένα βάρος δεν έχει η πνευματική αξία…” Στην ίδια σελίδα συμπληρώνει: “Ο Σολωμός δεν εσυνηθούσε να θεατρινίζει τα εθνικά του φρονήματα…”, φέρει δε ως παράδειγμα το ποίημά του Σολωμού Ελεύθεροι Πολιορκημένοι , όπου η Ελλάδα παρουσιάζεται με τα “θεϊκά της γνωρίσματα”. Ο Πολυλάς χαρακτηρίζει το ποίημα ετούτο ως “το κυριώτερο” του Σολωμού’ επιδιώκοντας μάλιστα να υπογραμμίσει την αγάπη του ποιητή προς κάθε τι ελληνικό, αναφέρει τη φράση του σε ένα “ιδιόγραφο” : “Κλείσε μέσα’ς την ψυχή σου την Ελλάδα και θα αισθανθής \ μέσα σου να λαχταρίζη κάθε είδους μεγαλείο”.
Αναφερόμενος στη μελέτη των κλασσικών κειμένων από τον Σολωμό, ο Πολυλάς υποστηρίζει ότι ο ποιητής έσκυψε με αγάπη επάνω στα ομηρικά κείμενα και μέσα σε αυτά “…εύρισκε το αθάνατο παράδειγμα της αρχαίας Τέχνης”. Ο Σολωμός, θεωρούσε τον ποιητή Αισχύλο, ως τον πρόδρομο της ρομαντικής ποίησης, εθαύμαζε τον Σοφοκλή για την τελειότητα του έργου του, και χαρακτήρισε τον Ευριπίδη ως τον ποιητή του πάθους. Αναφέρει μάλιστα ο Πολυλάς πως από τα ομηρικά έπη, ο Σολωμός ξεχώρισε και χαρακτήρισε ως αριστούργημα, την ραψωδία του “Κύκλωπος”, όπου επιδεικνύεται η επιβολή της νοημοσύνης επί της ύλης.
Στην προσπάθειά του ο Πολυλάς, να τεκμηριώσει τις απόψεις του για τον Σολωμό, ως ρομαντικού ποιητή , αναφέρει στα ‘Προλεγόμενα’, το περαιτέρω απόσπασμα από τα πεζά κείμενα του ποιητή: “Η τέχνη σιωπηλή λατρεύει την Φύσι, και τούτη ως ανταμοιβή της μακρυνής αγάπης, εβάλθηκε γυμνή να χορεύη εμπροστά της. Εκείναις η Μορφαίς αντιχτύπησαν εις τον νουν της Τέχνης και αυτή ταις εχάρισε των ανθρώπων”. Κάνει λόγο για ρυθμική “δύναμη”, την οποία χαρακτηρίζει ως “αντηχητική”στους Ύμνους του Σολωμού , κατεξοχή “ενεργητική” στον “Λάμπρο” και “σχεδόν μουσικοειδή εις τον Κρητικόν”. Ετούτη η ρυθμική δύναμη, που χαρακτηρίζει την ποίηση του Σολωμού, φτάνει στο ανώτατο όριο της αρμονίας, στα “ύστερα ποιήματά του”.
Ως προς την τεχνική του στίχου του Σολωμού, ο Πολυλάς, κάνει λόγο για τον ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο που ο ποιητής χρησιμοποιεί στον “Κρητικό” και στο Β’ σχέδιο του άσματος “Ελεύθεροι πολιορκημένοι” αφενός, και για τον οχτάστιχο στον “Λάμπρο” αφετέρου, υπογραμμίζοντας έτσι την ελληνικότητα του ποιητή. Η συνεκφώνηση άλλωστε ή η συνίζηση που απαντούν στους στίχους του Σολωμικού έργου, είναι φαινόμενα που απαντούν στα Βυζαντινά κείμενα και στη δημώδη ποίηση του ελληνικού λαού, και εκ του ασφαλούς τα ανωτέρω φαινόμενα δεν είναι “ιταλισμός” όπως προφανώς ισχυρίζεται ο Ζαμπέλιος. Με τη χρήση μάλιστα της προσωδίας, τονίζει ο Πολυλάς, ο Σολωμός αποδεικνύει την ικανότητά του, του ποιητή και την φαντασία του. Με απαράμιλλη για την εποχή του απλότητα και με ξεχωριστή επιτυχία συνδυάζει ο Ζακύνθιος δημιουργός Σολωμός, το επικό και το λυρικό είδος και ετούτο το φαινόμενο του συνδυασμού , το ονομάζει ο Πολυλάς, ελληνική ποίηση.
Ο Πολυλάς για να ενισχύσει τις απόψεις του επί της ελληνικότητας του έργου του Σολωμού, αναφέρεται σε μία περίπτωση, όπου ένας φίλος έχοντας υποδείξει στον ποιητή τη συγγραφή ποίησης με πατριωτικό περιεχόμενο -καθώς άλλωστε ήταν το αναμενόμενο εκείνη την χρονική περίοδο- παίρνει την ακόλουθη απάντηση από τον Σολωμό: “Το έθνος πρέπει να μάθη να θεωρή Εθνικό ότι είναι αληθές”. Με το παραπάνω παράδειγμα ο Πολυλάς υποστηρίζει όχι απλά τη θεματογραφία αλλά και το γλωσσικό ιδίωμα των έργων του Σολωμού, που επέκρινε ο Ζαμπέλιος. Το πνεύμα της εποχής δεν υποστήριζε άλλη ποίηση, παρά εκείνη που σχετιζόταν με τον αγώνα της ανεξαρτητοποίησης, τονίζει ο Πολυλάς και συμπληρώνει ότι “ξένος ήταν ο Σολωμός για την φιλολογική κατάσταση του τόπου του και ξένος έπρεπε να μείνει” .
Είναι επίσης γεγονός ότι παρά την ξενική του εκπαίδευση ο Σολωμός, είχε έμφυτη μέσα του την αγάπη προς την ελληνική γλώσσα, την “πνιμμένην εις το σκότος της αμαθείας και της δουλείας” . Πρόδρομοι του Σολωμού ως προς το γλωσσικό ιδίωμα, υπήρξαν οι Ηπειρώτες Λυρικοί: Χριστόπουλος και Βηλαράς. Όπως υποστηρίζει ο Πολυλάς, ο Σολωμός, στερούμενος προτύπου λαμπρών, Ελλήνων συγχρόνων του, ώστε να δύναται να ακολουθήσει κάποια σχολή, έπρεπε να αγωνιστεί για τις επιδόσεις του στη Λογοτεχνία. Η αγάπη του προς την ελληνική γλώσσα, την οποία ο Γάλλος μελετητής Φωρριέλ το 1824, ονόμασε “την ωραιότερη των ευρωπαϊκών γλωσσών” , η ενθάρρυνση του Τρικούπη να επιδοθεί ετούτος στη “νέα” για τον ποιητή ελληνική φιλολογία, η είσοδός του στον “λαμπρό κύκλο” του Φώσκολου, τον ώθησαν στη δημιουργία έργων όπως: Η τρελλή μάνα, Τα δύο αδέλφια , οι Ύμνοι , Ελεύθεροι πολιορκημένοι, Κρητικός και άλλα. Εκτός από τα παραπάνω ποιήματα του Σολωμού, διακρίνονται και κάποια άλλα, όπως: Το όνειρο που ο Πολυλάς το θεωρεί “αριστούργημα της σοβαρής Σατυρικής”, και που διαφέρει από εκείνη της “Σατυρικής του γελαστικού” που αντιπροσωπεύεται από ποιήματα όπως: Το ιατροσυμβούλιο και Η Πρωτοχρονιά.
Σπυρίδων Ζαμπέλιος
Ο Ζαμπέλιος θεωρεί ότι “η μεγάλη ποίησις απαρτίζει και συγκεφαλιοί την πολιτείαν, αντανακλά το φως όλης της ιστορικής εποχής” . Κατά τη γνώμη του λοιπόν, σωστοί είναι εκείνοι οι οποίοι επεδόθησαν στη δημιουργία έργων που περιείχαν “παν ό,τι μέγα του αιώνος” . Ο Δημαράς χαρακτηρίζει τον Ζαμπέλιο ως προσωπικότητα που επιδίδεται στην προσπάθεια για την διατήρηση του κλασικισμού, τονίζοντας τη διαδοχή των περιόδων της ελληνικής ιστορίας και τη συσχέτιση με το Βυζάντιο . Ότι ετούτος θεωρεί την ποίηση ανώτερη από την πεζογραφία, όπως διαφαίνεται από τα λεγόμενά του: “Χωρίς Ηροδότου και Ξενοφώντος ηθέλομεν πως εννοήσει την Ελλάδα, αλλά, χωρίς Ομήρου ήτο αναμφιλέκτως αδύνατον” . Στο κείμενό του Σκέψεις περί ελληνικής ποιήσεως, τονίζει ότι το διάστημα ανάμεσα στην εποποιία (της οποίας δημιουργός είναι ο “θείος Όμηρος”) και στο Δράμα (που αντιπροσωπεύεται από τους Αισχύλο, Σοφοκλή, Ευριπίδη), είναι μικρό και ότι η πορεία είναι ομαλή. Παράλληλη του Δράματος είναι και η Φιλοσοφία. Και ενώ χαρακτηρίζει το δράμα του Αισχύλου ελεύθερη διαμαρτυρία κατά της “μυθοθρησκείας”, θεωρεί τον Σωκράτη, τον Ευριπίδη και τον Πλάτωνα ομόπνοους του Αισχύλου και δηλώνει ότι οι εργασίες τους σχετίστηκαν με το κήρυγμα των μαθητών του Χριστού . Υποστηρίζει επίσης ότι η ποίηση την εποχή των Σταυροφοριών είναι κατ’ εξοχή θεολογική. Ότι ο Χριστιανισμός καταργεί τον μύθο, χωρίς να καταργεί την ποίηση, ότι αλλάζει το πνεύμα της και την εξέλιξή της. Στην Ελλάδα, λαός και ποίηση συμβαδίζουν: “Όπου λαός εκεί και Ποίησις” λέει ο Ζαμπέλιος. Η Εποποιία εξαφανίζεται στη συνέχεια, και η Δραματική ποίηση κατακρίνεται διότι καθιστά την Ανάγκη το κέντρο, από όπου απορρέουν οι πράξεις και οι ενέργειες. Στην χριστιανοκρατούμενη Ελλάδα επικρατεί πλέον η Λυρική ποίηση και η Δημώδης αποτελεί κλάδο της Λυρικής . Τη “Δημώδη” γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών, τη θεωρεί ο Ζαμπέλιος “τιμαλφεστάτη κληρονομία προς τον φιλόλογον, τον ιστορικόν, τον φιλόσοφον” , πολυτιμότατη δε κληρονομιά αν είχε καλλιεργηθεί όπως καλλιεργήθηκε η παρόμοια ποίηση στην Ευρώπη και καρποφόρησε σε χώρες σαν την Ιταλία, την Ισπανία, την Γαλλία, την Αγγλία, την Γερμανία και άλλες. Για τη θέση της Δημοτικής στην Ελλάδα , ο Ζαμπέλιος θεωρεί υπεύθυνη τη δεσποτεία του Αττικισμού, και κατονομάζει τον αοιδό της Δημοτικής ποίησης, “χυδαίο”. Ερμηνεύει τη φύση της Δημοτικής ποίησης, τη θεωρεί προϊόν των συνθηκών διαβίωσης των Ελλήνων και της στέρησής τους από το αγαθό της μόρφωσης. Οι λόγοι ετούτοι, συνεχίζει ο Ζαμπέλιος, ανάγκαζαν τον “χυδαίο αοιδό”, να μεταδίδει τις εμπνεύσεις του με την απαγγελία της ποίησης και την προφορική επανάληψη, γεγονός που προκάλεσε “ανεπανόρθωτο” ζημία στη Δημώδη λυρική ποίηση . Καταλήγει στον ορισμό του ποιητή όπως ο ίδιος τον αντιλαμβάνεται: “Ο αληθινός ποιητής… ουδένα μιμείται, ουδένα άλλον αντιγράφει, παρά μόνον ευατόν. Ούτε βιβλιοθήκες ενθυμείται, ούτε ιδέας και αισθήματα δανείζεται… η δ’ ερωμένη αύτη γενναίως όσον ούτω τον ανταμείβει…” .
Συγκρίνοντας την ελληνική Δημοτική Ποίηση ο Ζαμπέλιος προς την αντίστοιχη των ευρωπαϊκών χωρών, κάνει διάκριση στα είδη της ως προς τον χαρακτήρα της, δηλαδή: η Δημώδης Ποίηση στη Γαλλία έχει πολιτικό χαρακτήρα, στη Γερμανία φιλοσοφικό, ενώ στην Ιταλία (αντιπρόσωποί της οι: Δάντης, Πετράρχης, Κριαβρέρος) και στην Ισπανία, είναι ερωτικού περιεχομένου. Στην Ελλάδα αντίθετα προς τις ευρωπαϊκές χώρες, η Δημώδης ποίηση εξυμνεί κυρίως τα της καθημερινότητας, ενώ ο έρωτας υστερεί σε αυτά, αφού η υφή του αλλοιώνεται, καθώς μετονομάζεται, “Αγάπη” (“μοναστική”). Στο Βυζάντιο ο όρος “Έρως”, “Ιπποτικός” ή “Ρωμαντικός”, είναι άγνωστος . Ο Ζαμπέλιος καταλήγει ότι η Δημοτική ποίηση στην Ελλάδα, είναι ελεγειακή και ότι το ίδιο ισχύει και για τα χαρούμενα τραγούδια της. Ότι ετούτη διατήρησε -ως κληρονομικό στοιχείο-, τον δραματικό χαρακτήρα της και παρόμοια και η Εθνική ποίηση, στα πρώτα της στάδια, όπου, μιμείται την ανώνυμη μεσαιωνική ποίηση . Τελικά ο Ζαμπέλιος συμπεραίνει ότι η ελληνική Δημοτική ποίηση δεν δύναται να εκφράσει υψηλά νοήματα . Τα ανάλογα πιστεύει και για την Τέχνη της Δημοτικής ποίησης: “Η Τέχνη έσεται απλή, απέριττος… θανασίμως εζημίωσε το ποίημα” .
Διάλογος Ζαμπέλιου – Πολυλά
Η κατανόηση των θέσεων των δύο κριτικών έναντι της ποίησης στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, απλοποιεί επίσης την κατανόηση των θέσεων τους έναντι του Σολωμού και του έργου του, εντός του ρομαντικού πλαισίου το οποίο βρίσκεται σε αμεσότητα με το αισθητικό και ιστορικό πλαίσιο του χώρου στον οποίο δραστηριοποιείται.
Στην κριτική του Πόθεν η κοινή λέξις τραγουδώ, ο Ζαμπέλιος χαρακτηρίζει τον Δ. Σολωμό ως έναν από τους δύο κορυφαίους λυρικούς ποιητές του 19ου αιώνα, εντός του ελληνικού χώρου. Ο άλλος κορυφαίος λυρικός ποιητής είναι ο Φώσκολος, επίσης από τη Ζάκυνθο. Παρά ταύτα χαρακτηρίζει τον Σολωμό , αδιάφορο έναντι της εθνικής φιλολογίας.
Ο Ζαμπέλιος διακρίνει “τρεις όψεις” στην ποίηση του Σολωμού τις οποίες επιχειρεί να αναλύσει στο δοκίμιό του, προβάλλοντας διάφορα επιχειρήματα. Καταλήγει σε συμπεράσματα που επικρίνουν τον ποιητή και τον εκδότη – κριτικό του, Πολυλά. Ο τελευταίος ανταπαντά στο δοκίμιο του Ζαμπέλιου, όπως ήδη αναφέρθηκε, με την εξαίρετη κριτική του εργασία: Πόθεν η μυστικοφοβεία του Κ. Σ. Ζαμπελίου.
Α’ Όψις: “Το ελεγείον”: Ο Ζαμπέλιος υποστηρίζει την άποψη ότι ο Σολωμός επιδίδεται κυρίως στην ελεγειογραφία. Ισχυρίζεται ότι ο Σολωμός με τα ελεγεία του, τα γνωστά σε κάθε ελληνική γωνιά, ότι “… εκέρδησε τάχιστα του Πανελληνίου την φιλοφροσύνην” . Τα ελεγεία που αναφέρονται στο πένθος των γυναικών, τον θάνατο κορασίδων ή παίδων, ή σε ηθικές οδύνες, αντιτίθενται προς την εποποιία που ασχολείται με τα πάθη των αντρών ή το δράμα που παρουσιάζει το θέατρο στηριζόμενο στα αρχέτυπα της Αντιγόνης, της Ιφιγένειας ή της Πολυξένης. Θεωρεί ότι η “κοινωνική παθολογία” παρουσιάζεται άρτια με την εποποιία και με το δράμα, εφόσον ετούτα συμπεριλαμβάνουν ως ήρωες και τα δύο φύλα. Σύμφωνα λοιπόν με το παραπάνω συμπέρασμά του ο Ζαμπέλιος δηλώνει τη θέση του έναντι του Σολωμού, ότι δηλαδή ετούτος: “ούτε κλασσικός είναι ούτε ρωμαντικός”, απεναντίας είναι “απρομελέτητος και τυχαίος” .
Απάντηση Πολυλά: Ο Πολυλάς, στον χαρακτηρισμό του Σολωμού ως απαθούς προς την εθνική φιλολογία, προτάσσει την αντίθεσή του υποστηρίζοντας την άποψη ότι “ξένος ήταν ο Σολωμός για την φιλολογική κατάσταση του τόπου και ξένος έπρεπε να μείνει” . Ως προς δε τον χαρακτηρισμό του ποιητή ως “ελεγειοποιού”, θεωρεί ότι έργο του, όπως η Φαρμακωμένη είναι “ειδύλλιο” και όχι “θηλυπρεπής στεναγμός ελεγείου”, όπως υποστήριξε ο Ζαμπέλιος. Ο Πολυλάς αναλύοντας το ποίημα ετούτο, θεωρεί ότι ο Σολωμός παρουσιάζει την ταπεινή ψυχή γυναίκας, η οποία με την μετάνοιά της και κατόπιν με την αυτοκτονία της, εξυψώνεται. Σε ετούτη τη θέση του ποιητή, αναλογεί “ο τολμηρότατος λυρισμός και το καθαρώτατον ύφος”, υποστηρίζει. Για το ποίημα της Τρελλής μάνας, ο Πολυλάς υποστηρίζει ότι εκφράζει το δεινότερο πάθος. Όσον αφορά τα ενωρίτερα έργα του ποιητή όπως ο Ύμνος εις την ελευθερίαν αλλά και κάποια από τα μεταγενέστερά του, όπως Η φαρμακωμένη ή Η ωδή της Μοναχής, δεν αποδεικνύουν ότι ο ποιητής είναι ελεγειακός, παρά ότι η ποίησής του δεν ήταν “προωρισμένη να κρούει το μονόχορδο της Ελεγείας αλλά να διατρέξει όλη την κλίμακα της ποιητικής αρμονίας” , όπως καταθέτει προς υπεράσπιση του Σολωμού.
Η άποψη Ζαμπέλιου για τη γλώσσα του Δ. Σολωμού: Το επιχείρημα του Ζαμπέλιου ότι ο Σολωμός δεν είναι ρομαντικός ποιητής, επειδή χρησιμοποιεί τη δημοτική, έρχεται σε αντίθεση με την άποψη του Πολυλά. Ο Ζαμπέλιος θεωρεί, ότι μολονότι ο ποιητής εκπαιδεύτηκε στην Ιταλία, ότι τα έργα του δεν περιέχουν στοιχεία του ιταλικού πνεύματος της εποχής του, τα σχετικά με την ποίηση. Δε δείχνει ότι επηρεάζεται από τον Πετράρχη , ο οποίος γράφει μεν στη Δημοτική του τόπου, που είναι όμως η δημοτική μιας “δημοκρατίας αριστοκρατικής”, της πολιτείας των Φλωρεντινών. Αποκαλεί τον ποιητή σκωπτικά “κόμην του σήμερον ξεπλυμένου Επτανησιακού αρχοντολογίου” και υποστηρίζει ότι ετούτος είναι “δημοκρατικός” ως προς την ποίηση, όσο κανείς από τους “χυδαίους” και “δυσγενείς”, ενώ είναι Έλληνας από τα κατεχόμενα τότε υπό των Ενετών Επτάνησα. Επιμένεις να τονίζει ότι διαφέρει από τον Πετράρχη και στο εξής: ότι ενώ γελά, επειδή είναι ευδιάθετος, κλαίει ωστόσο όταν οι άλλοι κλαίνε. Επ’ αυτού στηρίζει μάλιστα τη γνώμη ότι η ποίηση του Σολωμού στη νεότητά του είναι “πιστοτάτη ηχώ” της Ζακυνθιακής κοινωνίας , αντίθετα προς τους Ευρωπαίους, που χρησιμοποιούν τη “δημώδη” της αριστοκρατίας του περιβάλλοντός τους .
Η άποψη Πολυλά για τη γλώσσα του Δ. Σολωμού: Στο θέμα της γλώσσας ο Πολυλάς υποστηρίζει ότι ενώ ο Σολωμός ήταν οπαδός της Ιταλικής Σχολής ποιητών “όπου η φιλολογική αναμόρφωση είναι ένα λαμπρό ξαναύφασμα της Δαντικής Τέχνης…” ωστόσο την ακολουθούσε “με σεμνότητα ελληνική”. Γράφει μεν στην ελληνική γλώσσα, δεν χρησιμοποιεί όμως εκείνη των “Μυρολογίων” ή του “εγχωρίου άσματος” και δε συμφωνεί με τον Ζαμπέλιο ότι η ποίηση του Σολωμού είναι “πιστή, πιστοτάτη της Ζακυνθιακής, ηχώ”, γεγονός που σημαίνει ότι ετούτη είναι γραμμένη σε “Ζακυνθιακό ιδίωμα”. Δηλώνει ακόμη ότι ο Σολωμός κερδίζει τη φιλική διάθεση του πανελλήνιου κοινού και τη “φιλοφροσύνη”, επειδή χρησιμοποιεί τη γλώσσα του λαού στην ποίησή του και όχι γιατί γράφει ελεγεία, όπως υποστήριξε ο Ζαμπέλιος . Ότι ο Ζαμπέλιος εξετάζει το είδος της ποίησης του Σολωμού, λαμβάνοντας υπόψη τη χρονολογική σειρά των έργων του, όπως εκείνη δίνεται από τον Πέτρο Κουαρτάνο , γεγονός για το οποίο διαμαρτύρεται ο Πολυλάς αποκαλώντάς το “ελεεινό” , διότι στις επικρίσεις του Ζαμπέλιου, το νεαρόν της ηλικίας του Σολωμού, συνδέεται με τα “ελεγειακά” του.
Β’ Όψις του πνεύματος του Σολωμού (σύμφωνα με τη χρονολογική σειρά που υιοθετεί ο Ζαμπέλιος): “Ο Πινδαρισμός” του Σολωμού: Παρατηρώντας τη στάση του Σολωμού έναντι του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων κατά των Τούρκων, ο Ζαμπέλιος θεωρεί ότι πλησιάζει το τέλος του “χρυσού” αιώνα για τον ποιητή. Θεωρεί ότι το 1821 που η επανάσταση στην απέναντι από την Ζάκυνθο Πελοπόννησο, βρίσκεται στο κατακόρυφό της, οι κάτοικοι της νήσου αρκούνται στο να ακροάζονται τις νέες τους, να τραγουδούν τις ελεγείες του Σολωμού. Σύντομα ωστόσο η νήσος αφυπνίζεται και εμπράκτως συμμετέχει στον αγώνα για την απελευθέρωση από τους Τούρκους, με τις συνεισφορές των κατοίκων της σε όπλα, χρήματα ή ακόμη προσφέροντας τις υπηρεσίες τους στη Φιλική Εταιρία. Τραγουδούν τους ύμνους του Ρήγα τώρα, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια των Άγγλων . Η διάθεση του Ζακυνθιακού λαού ισχυρίζεται ο Ζαμπέλιος είναι εκείνη που παροτρύνει την φιλαυτία του Σολωμού που αφήνοντας το τραγούδι ή το ελεγείο του, αναβοά: “Στα χορτάρια, στα λουλούδια / Το ποτήρι δε βαστώ / Φιλελεύθερα τραγούδια / Σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ” . Την περίοδο ετούτη, συμπεραίνει ο Ζαμπέλιος, ότι σημειώνεται η “μετάσταση” του Σολωμού από την ελεγειογραφία στον Πινδαρισμό. Σε ετούτη τη δήλωση βρίσκει αντιμέτωπο τον Πολυλά, ο οποίος διαμαρτύρεται έντονα για τις απόψεις του, υποστηρίζοντας ότι ο Σολωμός με τους αναφερόμενους, παραπάνω, στίχους, γίνεται υμνωδός του “Ελευθερωμένου Έθνους” .
Ένα ακόμη φαινόμενο που ενοχλεί τον Ζαμπέλιο, είναι η έμπνευση του Σολωμού, κυρίως γιατί εκφράζεται με γλωσσικό όργανο τη Δημοτική. Στους δύο Ύμνους του Σολωμού διακρίνει τον πατριωτισμό, τις συνταρακτικές εικόνες, το γρήγορο και αρμονικό μέτρο. Απουσιάζει ωστόσο –πάντα κατά τη γνώμη του- η “ειδυλλιακή απλότητα”, την οποία θεωρεί απαραίτητη, ως το κατεξοχήν προτέρημα της ποίησης του Σολωμού. Το γεγονός ότι υψώνει την έμπνευσή του σε “Πινδαρικά ύψη”, χρησιμοποιώντας ως γλωσσικό εργαλείο τη Δημοτική γλώσσα, είναι φαινόμενο απαράδεκτο για τον Ζαμπέλιο, ο οποίος θεωρεί τη Δημοτική ως γλώσσα ασυμβίβαστη προς τα υψηλά νοήματα και κυρίως γιατί ετούτα –κατά την άποψή του- είναι απρόσιτα στους απλούς αναγνώστες της εποχής. Καθώς η γλώσσα του ποιητή δε συμβιβάζεται με τέτοιου είδους εμπνεύσεις -υποστηρίζει ο Ζαμπέλιος- ότι ο Σολωμός θα έπρεπε να ενημερωθεί αν το κοινό στο οποίο απευθύνεται η ποίησή του, επιδοκιμάζει αυτού του είδους τις ποιητικές προσωποποιήσεις. Θεωρεί επίσης ότι οι εμπνεύσεις του Σολωμού ταιριάζουν στον κλασσικό ποιητή, για τον οποίο πιστεύει ότι δρα στο δικό του πλαίσιο, όταν καταφεύγει στην μορφοποίηση αφηρημένων ιδεών, την εμψύχωση αψύχων, την σύνθεση νοημάτων, χρησιμοποιώντας ως εκ των πραγμάτων την ανάλογη γλώσσα ‘ύψους’ και όχι την Δημοτική . Δεν τον πειράζει που ο Σολωμός χρησιμοποιεί τη Δημοτική στα “ελεγεία” του, και ίδιαίτερα το Ζακυνθιακό ιδίωμα, καθώς λέει, είδος το οποίο θα έπρεπε να περιορίζεται σε τραγούδια του τύπου: “Ξανθούλα”, “Αυγούλα” ή και στους “κώμους” των κιθαρωδών της Ζακύνθου. Τον ενοχλεί πάραυτα το γεγονός ότι χρησιμοποιεί τη Δημοτική, ως γλωσσικό εργαλείο σε Ύμνους ύψους, όπως είναι τα έργα του ποιητή: Ύμνος εις την Ελευθερίαν και Ύμνος εις τον θάνατον του Λόρδου Βύρωνος. Για να υποστηρίξει ακόμη περισσότερο τις θέσεις του επί του θέματος της γλώσσας, ο Ζαμπέλιος, τονίζει ότι ο “Ύμνος εις την Ελευθερίαν”, μόλις που ηγείται του λοιπού Σολωμικού έργου και ότι οι δύο αυτοί Ύμνοι, μνημονεύονται μόνον την 25η Μαρτίου στον καιρό του. Συμπεραίνει τελικά, ότι ο Σολωμός δεν ανύψωσε τη γλώσσα “εις ελληνικοτέραν περιωπήν”.
Η άποψη του Πολυλά στο θέμα της ανύψωσης της γλώσσας: Θεωρεί ότι η ανύψωση της γλώσσας δεν επιτυγχάνεται με την τροπολογία των καταληκτικών ή συντακτικών της τύπων, αλλά με την εκλογή και την τεχνική μόρφωση της ύλης, στο ύφος του λόγου . Αναφέρει ότι ο Spencer, ο Shakespeare, ο Δάντης και ο Πετράρχης γράφουν αριστουργήματα στη Δημοτική γλώσσα, αλλά όχι δημοτικά. Παρόμοια χρησιμοποιεί την Δημοτική και ο Σολωμός. Και αφού κατά τον Ζαμπέλιο το “Δημοτικό νόημα” και η “Δημοτική Τέχνη” δε χωρίζονται από τη Δημοτική Γλώσσα, τότε ο Σολωμός γράφει αριστοκρατική ποίηση. Εκπλήσσεται άλλωστε που ο Ζαμπέλιος χαρακτήρισε τα ποιήματα του Σολωμού “πολυτίμους της δημοτικής ποίησης μαργαρίτας”. Η Δημοτική του Σολωμού, υποστηρίζει ο Πολυλάς, είναι γλώσσα των Υψηλών Νοημάτων, όπως εκείνα που περιέχονται στα έργα του: “Η τρελλή μάνα” “Η Φαρμακωμένη” και άλλα. Καθήκον του ποιητή -σύμφωνα πάντα με την άποψη του Πολυλά- είναι να πλάσει ένα κοινό στοιχείο όπου ο νους του να συναντάται με την συνείδηση του Έθνους. Το κοινό αυτό στοιχείο δεν είναι άλλο παρά το γλωσσικό όργανο που χρησιμοποιεί ο ποιητής. Με τον τρόπο αυτό η Τέχνη εκπληρώνει την αποστολή της: “ξυπνώντας τη δύναμη των σκοτεινών αισθημάτων που θαυμαστά εκοιμούνταν μες της καρδίας τα βάθη” .
Γ’ Όψις – Ο Μυστικισμός: Ο Ζαμπέλιος υποστηρίζει την άποψη ότι ο Σολωμός μυήθηκε μέσω μεταφράσεων και περιλήψεων στην ποίηση των Goethe και Schiller, και ότι ταυτόχρονα εξυψώνει τους Wieland, Fichte, Lessing, Hegel. Ο Σολωμός ήδη κατείχε Shakespeare και Byron. Και ενώ επικρίνει τον ποιητή για Μετάσταση από την Ελεγειογραφία στον Πινδαρισμό, παρουσιάζεται να προβληματίζεται με την Αποστασία του Δημοτικού Υμνογράφου, όπως χαρακτηρίζει τον Σολωμό, στον Γερμανισμό . Τα συμπεράσματά του τα αντλεί ο Ζαμπέλιος από τα ποιήματα του Σολωμού: Λάμπρος, Ύμνος εις την Ελευθερίαν, Ο Κρητικός. Αναρρωτιέται πώς αυτός ο μυστικισμός εισέδυσε στο Ελληνικό πνεύμα , πώς ακόμη η γλώσσα του Herder, Fichte, Hegel, Shelling είναι δυνατόν να εφαρμοστεί στην ελληνική Δημοτική, την οποία μάλιστα αποκαλεί “γλώσσαν του Κλέφτου” . Ο Ζαμπέλιος συνεχίζοντας τις επικρίσεις του κατά του Σολωμού, ομιλεί περί “αποστασίας” του από την ‘ελεγειογραφία’ και τον ‘Πινδαρισμό’ και εισάγει την άποψη της προσφυγής του ποιητή, στον ‘Μυστικισμό’. Θεωρεί μάλιστα τον φιλοσοφικό σκοπό της ποίησης του Σολωμού, ως ένα είδος ακροβατισμού που αποτελεί την απαρχή του μαρασμού και την στείρωση, ως εκ τούτου και των προτερημάτων του, ως ελεγειοποιού και λυρικού ποιητή. Όσον αφορά την τεχνοτροπία του, την χαρακτηρίζει “διαφθορά της Ιδέας ή εμπόδια αναπτέρωσης της φαντασίας” . Σαν παράδειγμα φέρνει το “ακέφαλο” ποίημα του Σολωμού, “Λάμπρος”, για να αναφερθεί στον ρομαντικό μυστικισμό του ποιητή. Στο ποίημα Λάμπρος, θεωρεί ότι απαντούν: το ελεγειακό στοιχείο (νεκρικές σκηνές, στεναγμοί, δάκρυα), το τραγικό στοιχείο (παρουσιάζεται σε μορφή μυθιστορήματος) και κάποια επική πομπή. Στο ίδιο ποίημα, οι ρομαντικές περιπέτειες οδηγούν στον θάνατο. Ετούτα τα στοιχεία, τα αποκαλεί: “μύθου ιματισμόν”. Όλα μάλιστα εκείνα τα χαρακτηριστικά που απέδωσε στο Λάμπρος ο Σολωμός, για να πλαισιώσει τον μύθο του: “ιστορική ουσία, σχήμα επικόν, βηματισμόν δραματικόν, θελκτική εικονικότητα”, ο Ζαμπέλιος πιστεύει ότι καθιστούν το ποίημα κάθε άλλο, παρά γνήσιο προϊόν της Ελληνικής Μούσας. Αναφερόμενος επίσης στα ήθη και στα έθιμα που απεικονίζει το ποίημα Λάμπρος, ο Ζαμπέλιος θεωρεί ότι δεν αντικατοπτρίζουν την ελληνική κοινωνία, αντιθέτως ότι ο ποιητής την ντροπιάζει με ετούτο το “δοκίμιό” του. Συνεχίζοντας λέει ότι η Ελληνική Αναγέννηση δεν έχει ανάγκη της ιδανικοποίησης, εννοώντας την προσωποποίηση της Ελλάδας στο ποίημα Ο Κρητικός, και επικρίνει τον Πολυλά ως Γερμανόφιλο , επειδή ετούτος θεωρεί το σχεδίασμα του Σολωμού Ο Κρητικός, ως πετυχημένη συγχώνευση του επικού και του λυρικού είδους.
Στη δήλωση του Πολυλά ότι ο Σολωμός στην Τέχνη και στον Λόγο, επιδιώκει να παραμερίζει την προσωπικότητά του μπροστά στην απόλυτη αλήθεια, ο Ζαμπέλιος δηλώνει ότι ο Σολωμός συνέλαβε μεν την Ιδέα της οικοδόμησης στην Τέχνη της ποίησης, δεν κατόρθωσε όμως να τη θεμελιώσει. Υποστηρίζει ότι οι ξένοι των οποίων το πνεύμα υιοθέτησε στο έργο του αργότερα, έφθειραν το σχέδιό του. Θεωρεί μάλιστα ευτύχημα το γεγονός, ότι μαζί με το σχέδιό του δεν ναυάγησε “στην άβυσσο” και η “προσωπικότης του Έθνους”. Με τη “μεταφυσικομανία” του, ο Σολωμός, απομονώθηκε, δηλώνει ο Ζαμπέλιος και αποτρέπει την απομάκρυνση από την ελληνική ποιητική παράδοση, που στηρίζεται στην τραγωδία και στον χριστιανισμό . Αναφωνεί και πάλι επιμένοντας ο Ζαμπέλιος: “Ιερεύς δε και λειτουργός ο Εθνικός ποιητής” .
Ο Πολυλάς αντιτίθεται και πάλι στις καταθέσεις του Ζαμπέλιου: Ο Πολυλάς διαφωνεί με τον Ζαμπέλιο και πάλι, κατηγορώντάς τον ότι αδικεί το Έθνος, όταν υποστηρίζει πως η φήμη του Σολωμού έγκειται στα ελεγεία του και όχι στο έργο του: Ύμνος εις την Ελευθερίαν. Σε σχέση με το έργο του: Κρητικός και το θέμα του Μυστικισμού που προκύπτει από τις δηλώσεις του Ζαμπέλιου, αναρωτιέται ο Πολυλάς, για τη θέση του ως κριτικού, διότι καθώς ο ίδιος υποστηρίζει, το “μυστικό” βρίσκεται στο πνεύμα και στην καρδιά του έργου Κρητικός. Ο Πολυλάς θεωρεί ότι το έργο ετούτο ανυψώνει τον δημιουργό του στην υψηλότερη σφαίρα του λυρισμού. Διερωτάται για την άποψη του Ζαμπέλιου σε σχέση με τον μυστικισμό στο έργο του ποιητή, Λάμπρος και ερωτά πού ετούτος τον βλέπει. Αν αναφέρεται στο όνειρο της Μαρίας, στη μετάνοια, στην τρέλα της Μαρίας ή στις σκιές των νόσων στην εκκλησιά που κατατρέχουν τον Λάμπρο, ετούτα είναι στοιχεία που απαντούν στον Όμηρο, στον Αισχύλο και στον Σοφοκλή, ανταπαντά ο Πολυλάς. Πώς θα μπορούσε επομένως ο Λάμπρος να είναι, ξένης προέλευσης και μάλιστα Γερμανικής. Η δε σχέση του ήρωα του έργου Λάμπρου με την κόρη του, θυμίζει τον Οιδίποδα στην εξ αγνοίας σχέση του, με την μητέρα του Ιοκάστη. Ο Πολυλάς φέρνει και άλλα παραδείγματα για να ενισχύσει τη θέση της υποστήριξής του έναντι του Σολωμού όπως: ο Ιπόλυτος του Ευριπίδη, η Φαίδρα του Ρεσίν, ο Τιριδάτης του Καμπιστρών, όπου πηγή τους πάθους είναι οι παρά φύσιν έρωτες. Η αιμομειξία, εξ αγνοίας, του Λάμπρου και της θυγατέρας του, θεωρείται από τον Ζαμπέλιο φρικώδες ανθελληνικό και αντιχριστιανικό, γεγονός, που εκπλήσσει.
Ως προς το θέμα της δημοσιότητας ή της φήμης στην Ευρώπη του Σολωμού, ο Πολυλάς υποστηρίζει, ότι ο ποιητής θα είχε επιτύχει εύκολα, αν είχε γράψει την ποίησή του στην ιταλική γλώσσα και όχι στην ελληνική, στην οποία αντιστοιχούσε πολύ περιορισμένο αναγνωστικό κοινό. Το ότι ο Σολωμός μελέτησε τους Γερμανούς φιλόσοφους, μέσω μεταφράσεων, δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο Λάμπρος κυκλοφόρησε το 1838, ενωρίτερα από την άφιξη του “προξενητού” των γερμανικών επιδράσεων (στην Κέρκυρα από την Γερμανία). Επομένως δεν έχει γραφτεί υπό την επίδραση των γερμανικών φιλοσοφικών ρευμάτων, όπως ο Ζαμπέλιος αρέσκεται να επικρίνει στον Σολωμό. Ο Σολωμός δεν περιορίστηκε στο εγχώριο ελληνικό άσμα και ετούτο το αποδίδει ο Πολυλάς στο φιλεύρενο πνεύμα του ποιητή.
Η μελέτη των επών του Ομήρου, της Αινειάδας, των κειμένων των Ευρωπαίων φιλοσόφων και λογοτεχνών της εποχής του ποιητή, αλλά και η ποιητική τέχνη των άλλων, δεν νάρκωσαν τα χαρίσματα της φαντασίας του, του αισθήματός του και της καθαρής ποιητικής του έμπνευσης. Ο έρωτας, ο πατριωτισμός, ο ενθουσιασμός, η φιλοσοφία που χαρακτηρίζουν το έργο του Σολωμού, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, συνυπάρχουν “εις το φως της πλέον ζωηρής φαντασίας”, τονίζει ο Πολυλάς . Η Μάρθα, την οποία ο Ζαμπέλιος θεωρεί ως “φαντασιοκόπημα”, είναι η γυναίκα που ο Σολωμός παρουσιάζει να εκπροσωπεί το φιλελεύθερο πνεύμα στον ελληνικό χώρο, ιδιότητα που άλλωστε χαρακτηρίζει τον ίδιο τον ποιητή. Τα ποιητικά πλάσματα που δημιούργησε η φαντασία του Σολωμού και που ο Ζαμπέλιος αποκάλεσε “μυστήρια”, δεν συγκρίνονται με τα τερατόμορφα πλάσματα των Niebelungen, ούτε με τα “απόρρητα” των Δρυίδων και εκ του ασφαλούς -καθώς υποστηρίζει ο Πολυλάς- δεν αναδύεται από αυτά “η οσμή Γερμανικού πανθεϊσμού” , όπως ισχυρίζεται ο Ζαμπέλιος. Άλλωστε την περίοδο που γράφει ο Σολωμός, το ‘έδαφος στην ελληνική γη’ δεν ήταν “λείο και ομαλό”, για τη θεμελίωση και οικοδόμηση του ‘Σολωμικού’ έργου, όπως ισχυρίζεται ο Ζαμπέλιος.
Ο Πολυλάς κλείνει την κριτική του με καυστικά λόγια όπως τα ακόλουθα: “…όλοι οι βάρβαροι φραγμοί δεν έπεσαν ακόμα, το αποδείχνει τρανώτατα με τα συνθέματά του ο κληρονόμος αυτός του Βυζαντινού τύφου και της σοφιστικής αλαζονείας…” εννοώντας πάντα τον Ζαμπέλιο και τις απόψεις του για τον ρομαντισμό, σε σχέση με τον Σολωμό και του έργο του.
Επίλογος
Οι απόψεις των δύο κριτικών Πολυλά και Ζαμπέλιου, είναι εξ’ ολοκλήρου αντίθετες και αφορούν κυρίως το ερώτημα αν ο Σολωμός υπήρξε ή όχι ρομαντικός ποιητής. Διατυπώνοντας τις απόψεις τους έναντι της ποίησης του Σολωμού, παρουσιάζουν παράλληλα τις θέσεις τους έναντι των ειδών της ποίησης στην εποχή τους. Ο ρομαντισμός, στα μέσα σχεδόν του 19ου αιώνα, είναι ξένος ακόμη στην Ελλάδα και αφορά την Ευρώπη. Οι περιπέτειες του ελληνικού Έθνους που δεν εξέλιπαν για αιώνες, δεν επέτρεπαν παρά την βραδεία εξέλιξη της λογοτεχνίας σε σύγκριση με την αντίστοιχή της, στην Ευρώπη.
Ο αγώνας για την επικράτηση της καθαρεύουσας, από τους λόγιους, τους εύπορους, την πολιτεία και την εκκλησία αφενός, η επιθυμία και ο αγώνας της μάζας του λαού αφετέρου για την επικράτηση του γλωσσικού της οργάνου, της Δημοτικής, αντιπροσωπεύονται αντιστοίχως από τον Ζαμπέλιο και τον Πολυλά.
Είναι ευκολότερο στις μέρες μας να γίνει κατανοητή, ετούτη η κριτική φιλονικία, καθότι πολλά από τα τότε φλέγοντα πατριωτικά, κοινωνικά και γλωσσικά ζητήματα έχουν διευθετηθεί στην πλειοψηφία τους. Γεγονός παραμένει ότι ο Σολωμός αναγνωρίστηκε και ανέβηκε στο βάθρο που τον ανύψωσε ο ίδιος ο λαός, αλλά και οι ιστορικές και πολιτιστικές συγκυρίες της εποχής του.
Ο ρομαντισμός, ως ευρωπαϊκό κίνημα στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, βρήκε στο πρόσωπο του Σολωμού τον αντιπροσωπευτικότερο ίσως πρωτοπόρο του.