« n » σxέσn!
(Νουβέλα)
Copyright: Πιπίνα Δ. Έλλη (Pipina D. Elles)
**************************************************
«-Δεν μου είπες τι σου συμβαίνει επιτέλους; επέμενε ο Αχιλλέας.
-Τι μου συμβαίνει; Θα σου πω τι μου συμβαίνει για να καταλάβουμε επιτέλους ο ένας τον άλλον, είπε πικαρισμένη η Ρένα.
-Περιμένω γλυκειά μου, περιμένω, είπε υπομονετικά ο Αχιλλέας.
-Είσαι ένας φαλός, ολόκληρο το σώμα σου είναι ένας φαλός και το δικό μου δεν σε μπορεί, είπε αποφασιστικά η Ρένα.
-Δεν καταλαβαίνω γιατί μου μιλάς μ’ αυτόν τον τρόπο, με προσβάλλεις, μου λες πως δεν έχω αισθήματα ή κάτι άλλο που ίσως να ψάχνεις, είπε ο άντρας. Αυτά τα απαίσια λόγια έχεις να μου πεις ύστερα από όλον αυτόν τον καιρό που αγαπιόμασταν;
-Θέλω να βγω έξω ν’ αναπνεύσω! είπε αναστενάζοντας η Ρένα.
-Τώρα ήρθες απ’ έξω! την κύτταξε σαστισμένος ο Αχιλλέας.
-Και τώρα ξαναφεύγω… αυτή τη φορά μόνιμα!
-Έλα μωράκι μου, άσε τ’ αστεία. Έκανα κάτι; επέμενε ο άντρας.
-Μαζί το κάναμε «μωράκι» μου! είπε η Ρένα και περπάτησε μερικά βήματα γύρω από το τραπέζι…..»
…………………………………………………………………………………………………
Περπατούσαν αγκαλιασμένοι στην εξοχή. Εκείνο το πρωϊνό είχαν αποφασίσει να βγουν έξω από την πόλη. Είχε λίγη συννεφιά αλλά αυτό ούτε που τους πείραζε. Τώρα που περπατούσαν ψιλόβρεχε. Αγνοώντας τη βροχούλα εξακολούθησαν να περπατούν σφιχταγκαλιασμένοι.
-Τι όμορφα που είναι! είπε η Ρένα, μαγεμένη θαρρείς.
-Σ’αγαπάω! ψιθύρισε στ’ αυτί της ο Αχιλλέας κι εκείνη χαμογέλασε ευχαριστημένη και σφίχτηκε στο πλευρό του.
Σταμάτησαν. Έλαμπε ο ήλιος στα μάτια τους. Κυττάχτηκαν βαθιά, διεισδυτικά και σφίχτηκαν ο ένας πάνω στον άλλον. Ο Αχιλλέας αναζήτησε τα χείλια της. Φιλήθηκαν ξανά και ξανά κι εκεί κάτω από την ψιλή βροχούλα, πάνω στο υγρό χόρτο όπου ο Αχιλλέας είχε απλώσει το τρενς κόατ του, αγαπήθηκαν. Όταν είχαν ηρεμήσει πλέον κυττάχτηκαν με εκείνο το βλέμμα των νικητών, χαμογελώντας. Ο έρωτάς τους ήταν ένας ατέλειωτο δρόμος. Ο Αχιλλέας ήθελε να γίνει ένα μαζί της να κολλήσουν αν ήταν δυνατόν. Εξομολογήθηκε την επιθυμία του στη Ρένα κι εκείνη χαμογέλασε σα σφίγγα. Της άρεσε να τ’ ακούει τέτοια. Είχε γίνει κάπως κτητική και καπριτσιόζα κοντά του.
-Δε σε χορταίνω αγάπη! ψιθύρισε λες κι ήταν μυστικό, που μπορούσαν να τ’ ακούσουν ο κόσμος γύρω τους.
Η Ρένα προσπάθησε ν’ ανασηκωθεί. Ξανάπεσε όμως δίπλα του γελώντας. Τελικά σηκώθηκε αποφασιστικά.
-Σήκω λοιπόν! Θα γίνουμε πάπιες τελικά!
Ο Αχιλλέας σηκώθηκε. Τινάχτηκε ελαφρά και την κύτταξε. Τίναξε κάποια χόρτα που είχαν κολλήσει στη φούστα της Ρένας. Ύστερα εξέτασε τα μακριά, καστανά, σγουρά μαλλιά της. Η ψιλοβροχούλα είχε σταματήσει και η εξάτμιση του υγρού στοιχείου μέσα σ’ εκείνη τη ζεστή ατμόσφαιρα, σχημάτιζε τώρα αιθέριους ατμούς.
-Έλα εδώ εσύ! είπε ο Αχιλλέας ξαφνικά κι αρπάζοντάς την στα χέρια του με δύναμη, τη σήκωσε στην αγκαλιά του ενώ εκείνη είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια.
Της δάγκωσε τα χείλια και την πόνεσε. Η Ρένα προσπάθησε να ξεφύγει από την αγκαλιά του γελώντας. Εκείνος την κρατούσε επίμονα.
-Εντάξει· γιατί να φύγω από εδώ; Όχι, δε φεύγω, μια χαρά είμαι. Άσε με να συνέλθω, είμαι στ’ αλήθεια ζαλισμένη! είπε ναζιάρικα η Ρένα.
Ο Αχιλλέας χαλάρωσε το σφιχταγκάλιασμά του και με αργές και προσεκτικές κινήσεις την ακούμπησε στο υγρό έδαφος. Σήκωσε το τρενς κόατ του το τίναξε και το έβαλε στον αριστερό ώμο του. Ύστερα με το δεξί του χέρι αναζήτησε το χέρι της Ρένας. Πιάστηκαν χέρι-χέρι και κυττάζοντας ο ένας τον άλλον στα μάτια με λατρεία, προχώρησαν αργά συζητώντας. Στην ουσία δεν έλεγαν παρά ασυνάρτητα λόγια και κουβέντες που σχετίζονταν μ’ αυτούς, με την καυτή σχέση τους.
Είχαν συναντηθεί πρίν δύο-τρεις μήνες στο χώρο του Σχολείου όπου δίδασκαν. Ο Αχιλλέας ήταν ένας νέος γυμναστής που είχε αποφοιτήσει πριν από δύο χρόνια από τη Γυμναστική Ακαδημία. Το σχολείο όπου εργαζόταν εδώ κι ένα χρόνο, ήταν και το πρώτο στο οποίο είχε διοριστεί, με την ιδιότητα του γυμναστή. Η Ρένα από το άλλο μέρος ήταν φιλόλογος που είχε πρωτοδιοριστεί στο Γυμνάσιο όπου εργαζόταν ο Αχιλλέας, μόλις τέσσερις μήνες πριν.
Ο Αχιλλέας ήταν ένας καλοφτιαγμένος άντρας, εικοσιοχτάρης, με καστανόξανθα μαλλιά και βαθυγάλανα μάτια, που πέρα από την άσκηση του επαγγελματός του στο Γυμνάσιό τους, στον ελεύθερο χρόνο του, επιδιδόταν σε διάφορα σπόρ, γεγονός μάλλον φυσικό. Αγαπούσε το τέννις, το μπάσκετ μπολ και πάνω απ’ όλα λάτρευε το κολύμπι. Δεν υπήρχε θήλυ στο Γυμνάσιο που να μην τον γλυκοκύτταζε. Τα κοριτσόπουλα τσακίζονταν να του κάνουν τα χατίρια και οι καθηγήτριες παντρεμένες κι ανύπαντρες του μιλούσαν σα να ήταν ο μόνος άντρας ανάμεσά τους. Ο Αχιλλέας όμως δεν ήταν έτοιμος. Έτσι για ένα χρόνο είχε προσπαθήσει να κρατήσει τ’ όνομά του καθαρό από τέτοιου είδους σχέσεις, όχι γιατί δεν του άρεσαν τα θηλυκά, αλλά γιατί πίστευε ότι ήταν καλύτερα να περιμένει να βρει το σωστό κορίτσι για το άτομό του. Και το κορίτσι αυτό βρέθηκε ύστερα από λίγους μήνες. Ήταν η Ρένα, μία εικοσιεφτάχρονη νέα γυναίκα, που κάνοντας το ντεμπούτο της στη μέση εκπαίδευση αποτελούσε μία φρέσκια παρουσία στο σχολείο τους. Με μέτριο ανάστημα και κομψό παρουσιαστικό, η καστανή εκείνη ομορφιά, η γλυκειά και ευγενική στους τρόπους της, με το πιο βελούδινο βλέμμα, κατάκτησε τον «Απόρθητο», τον «Άδωνη», χαρακτηρισμοί που είχαν αποδοθεί στον Αχιλλέα, από τα κοριτσόπουλα του σχολείου.
Μία μέρα, όταν η Ρένα και ο Αχιλλέας είχαν γνωριστεί αρκετά καλά σα συνάδελφοι στο ίδιο Σχολείο, ο Αχιλλέας με πολύ τακτ και θαυμαστή φυσικότητα την πλησίασε και της πρότεινε να φάνε κάπου μαζί εκείνο το βράδυ, αν βέβαια συμφωνούσε μαζί του. Η Ρένα που δεν είχε συνάψει σοβαρές σχέσεις με άλλον άντρα για μεγάλο διάστημα, και καθώς εκείνο τον πρώτο καιρό του διορισμού της προσπαθούσε να προσαρμοστεί στα καθήκονά της και να δημιουργήσει φιλικές σχέσεις με το παλιό προσωπικό του σχολείου, κολακευμένη από την πρόταση του γοητευτικού άντρα, είχε δεχτεί. Άλλωστε τι είχε να χάσει; Ο Αχιλλέας ήταν ευγενικός, με καλούς τρόπους και αισθανόταν κολακευμένη –ως nova scia educator, ύστερα από όσα είχε ακούσει και αντιληφθεί στο λίγο διάστημα της υπηρεσίας της στο Γυμνάσιο εκείνο- για την πρότασή του. Εκείνο που δεν είχε αντιληφθεί εξ αρχής ήταν το καλά φυλαγμένο μυστικό του Αχιλλέα: την είχε ερωτευτεί παράφορα από την πρώτη κιόλας στιγμή που την είχε αντικρύσει. Πώς και γιατί; Αυτό ήταν ένα αίνιγμα και για τον ίδιο τον άντρα. «Από πού να την πιάσεις; Έχει μάτια ζεστά, χείλια σαρκώδη, δέρμα πορσελάνη, ακατανίκητο χαμόγελο, δόντια μαργαριτάρια. Μέση λεπτή… -δεν θα είναι πάνω από πενήντα εκατοστά η περίμετρος- στήθος: τροφαντά κίτρα, πόδια… αχ! τι έχω πάθει επιτέλους;» Έτρεμε στη σκέψη της καθώς τα βράδυα φανταζόταν… και τι δε φανταζόταν!
Το πρώτο ραντεβού τους ήταν το κλασσικό μεταξύ συναδέρφων που επιχειρούν μία στενότερη γνωριμία… Έφαγαν, χόρεψαν -ένα χορό μαρτύριο τελικά για τον άντρα που προσπαθούσε μάταια να μην αντιληφθεί η Ρένα, πως από την πρώτη κιόλας στιγμή κιόλας τη λαχταρούσε, πως τα μέλη του σώματός του, όλο το σύστημά του, ήταν έτοιμα για την ερωτική πράξη.
Η Ρένα από την πλευρά της, χωρίς να έχει βεβαιωθεί για την εντύπωση που υποψιαζόταν ότι είχε κάνει στον Αχιλλέα, ενθάρρυνε την εξοικείωσή του μαζί της με την απλότητα και την ειλικρίνεια που τη χαρακτήριζαν.
-Α… δεν είχα πολύν καιρό στη διάθεσή μου για έρωτες. Διάβασμα, διάβασμα, διάβασμα. Επιτέλους θ’ αρχίσω να σκέφτομαι και λίγο τη Ρένα, είπε γελώντας όταν την είχε ρωτήσει διακριτικά αν ήταν ελεύθερη.
-Εσύ; τον είχε ρωτήσει παιχνιδιάρικα.
-Εγώ… περίμενα εσένα! είχε απαντήσει ήσυχα εκείνος.
-Α! Μου είναι δύσκολο να το πιστέψω, αλλά μου αρέσει! Πρέπει όμως να ξέρεις πως αυτού του είδους οι έλξεις είναι ως επί το πλείστον… να το πω; (εκείνος είχε κουνήσει το κεφάλι του καταφατικά χαμογελώντας πονηρά) κούφιες. Να… πώς να στο πω… δεν πιστεύω στον κεραυνοβόλο έρωτα… είχε απαντήσει κοκκινίζοντας η Ρένα.
-Ούτε κι εγώ, αλλά αυτό ήταν ως τη στιγμή που σε γνώρισα, δήλωσε ο Αχιλλέας κυττώντάς την στα μάτια.
-Δηλαδή; Τι έγινε εχτές; ρώτησε η Ρένα εξακολουθώντας να χαμογελάει παιχνιδιάρικα.
-Ναι… εχτές! Ξέρεις… το εχτές μοιάζει να είναι μακρινό, ομολόγησε ο Αχιλλέας με σοβαρότητα, κι ήταν η πρώτη φορά.
Η Ρένα τον κύτταξε στα μάτια κι ένιωσε να γυμνώνεται κάτω από το βλέμμα του. Δε μίλησε. Γύρισε το κεφάλι της σ’ ένα απόμακρο σημείο της αίθουσας του μπαρ, προσποιούμενη ότι κυττάζει κάτι. Ένιωσε το χέρι του Αχιλλέα στο δικό της.
-Ρένα… κύτταξέ με λίγο σε παρακαλώ!
Η Ρένα γύρισε αργά το κεφάλι της. Τα μάτια του την έκαιγαν. Χαμήλωσε τα δικά της.
-Ρένα… Θα μου κάνεις παρέα και αύριο; ικέτευσε.
Η Ρένα δεν απαντούσε. Ο Αχιλλέας ήξερε ότι την πίεζε, ήθελε όμως να δει πού βρισκόταν μαζί της. Αγωνιούσε λοιπόν.
-Ρένα μίλησέ μου! παρακάλεσε.
-Τρέχεις Αχιλλέα! Αυτό μόνο, απάντησε εκείνη.
Την κύτταξε στα μάτια σα να την πρωτόβλεπε. Του άρεσε η αντίστασή της. Τον διήγειρε ακόμη περισσότερο. Η Ρένα βλέποντας τα χείλη του να τρέμουν και τα γεμάτα πόθο μάτια του να την καίνε, είχε τρομάξει. Ένιωσε τα μάγουλα της να φλέγονται. Ήταν κι εκείνο το ποτό που θέριευε τη φωτιά περισσότερο. Ένιωσε τη ραχοκοκκαλιά της να τη διατρέχει ένα πρωτόγνωρο ρίγος και τα μέλη της να μουδιάζουν. Αναζήτησε με τα μάτια της το νερό και έχυσε λίγο στο ποτήρι της.
-Δεν πίνεις άλλο κρασί; την ρώτησε ο άντρας.
-Πρέπει να πηγαίνω, απάντησε η Ρένα κουρασμένα.
-Να πηγαίνουμε, θα σε πάω εγώ στο σπίτι σου!
-Δεν πειράζει, θα πάρω ένα ταξί, είπε εκείνη σοβαρή.
-Σε παρακαλώ, με κάνεις να αισθάνομαι ένοχος, είπε στεναχωρημένος ο Αχιλλέας.
Σηκώθηκε χωρίς λέξη. Προχώρησε ακολουθούμενη από τον Αχιλλέα. Τον άφησε να τη συνοδέψει. Μπροστά στο σπίτι της χωρίστηκαν, καληνυχτίζοντας τυπικά ο ένας τον άλλον. Η Ρένα δρασκέλισε το κατώφλι του σπιτιού της ανόρεχτη και ανήσυχη. Ο άντρας είχε υποκινήσει μέσα της μία απροσδόκητη τρικυμία πόθου, ένα αίσθημα πρωτόγνωρο. Διαπίστωσε με άγχος ότι τον ήθελε κοντά της, τον ήθελε πολύ. Αυτό από μόνο του την έκανε να αναρωτιέται πώς ήταν δυνατόν να απαλείψει όλες τις αξίες και τα πιστεύω της και να να θέλει να σμίξει μ’ έναν «άγνωστο», από την πρώτη κιόλας ημέρα; Πώς μπορούσε να μεταμορφωθεί μέσα σε μηδέν χρόνο σε μία «φτηνή και κολασμένη ύπαρξη»; Κι αν ο Αχιλλέας φερνόταν το ίδιο σ’ όλες τις γυναίκες; Κι αν ήθελε να περάσει την ώρα του μαζί της; «Α, όχι! Δεν ήταν φτιαγμένη για τέτοια. Άλλα είχε στο μυαλό της. Μία σχέση σοβαρή, σταθερή, μόνιμη. Είχε φυλάξει τον εαυτό της για ένα τέτοιο δόσιμο…» Ήταν και το άλλο: αν έδειχνε ότι τον ήθελε, τι γνώμη θα σχημάτιζε για εκείνη; «ελεύθερη, χωρίς ταμπού, που ποιος ξέρει πόσοι την είχαν «πηδήξει»! Κι όμως αν επέμενε… Ήμαρτον Θε μου! Έτοιμη ήμουν να τον βάλω στο κρεββάτι μου!» Ανατρίχιασε. «Τον θέλω, τον θέλω, όμως πρέπει τελικά να δείξω χαρακτήρα!» σκέφτηκε σχεδόν ιδρωμένη από μία πρωτόγνωρη αγωνία. Ένιωσε φτηνή, πεινασμένη για τη σεξουαλική πράξη. Εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Ονειρεύτηκε. Ο Αχιλλέας την είχε στο κρεββάτι του λέει, ότι είχαν γίνει όργια, μυστήρια ασυνήθιστα. Χρώματα μαύρα και βυσσινιά που θάμπωναν τα μάτια, κι ανθρώπινα μέλη, πάλευαν μέσα στο σώμα της λέει, που είχε γίνει μια τεράστια σπηλιά, και πόνοι παίδευαν τα τραβηγμένα στήθια της και δαγκωματιές μάτωναν στους γλουτούς της… κι εκείνη λέει να βογγάει από απελπισία και ανικανοποίηση! Φρίκη ήταν όλα εκείνα τα ακατανόητα, μία σκέτη φρίκη! Ξύπνησε απότομα καταϊδρωμένη, αγχωμένη. Είχε θυμώσει τώρα κυριολεκτικά με το όνειρό της και ένα αίσθημα σιχασιάς για τον ίδιο τον εαυτό της, την είχε κατακυριεύσει. Μπήκε στο ντουζ και προσπάθησε να χαλαρώσει κάτω από το ζεστό νερό που έπεφτε πάνω της με ορμή. «Είμαι εντελώς τρελή! Πώς μπορεί να ερμήνευσα την υγρή ματιά του σαν πόθο; Υγρή μπορεί να ήταν… για άλλο λόγο. Ψέματα; Αχ, πώς τρέχω! Τι μ’ έπιασε πανάθεμά με;»
Ετοιμάστηκε νωρίς για το σχολείο. Ήταν κουρασμένη, με μάτια ανόρεχτα, χωρίς λάμψη. Τα σκότωνε η αϋπνία. Κυττάχτηκε στον καθρέφτη: «Μοιάζω για σαράντα! Συγκεντρώσου κορίτσι μου κι είσαι πρωτοδιορισθείσα. Μην ξεχνάς τις εντυπώσεις, τα σχόλια και τις αναφορές στον γυμνασιάρχη… κι αργότερα… θα προστεθεί και ο επιθεωρητής. Οφείλεις ν’ αποδώσεις· δε θα σε πληρώνουν για να σκέφτεσαι το κρεββάτι… και… δίπλα στο Γυμναστή τους!» σκέφτηκε δαγκώνοντας τα χείλια της, νευριασμένη με τον εαυτό της.
-Καλημέρα! ψιθύρισε προσπερνώντας τον Αχιλλέα στο διάδρομο του σχολείου.
-Καλημέρα! ανταπάντησε μαλακά εκείνος και μ’ ένα βλέμμα πρόσεξε την αλλαγή στο πρόσωπό της.
Η Ρένα με αργές κινήσεις πήρε κάποια βιβλία από τα ράφια του γραφείου και προσποιούμενη ότι διαβάζει, περίμενε ν’ αδειάσει το γραφείο από τους συναδέρφους της. Νόμισε πως είχε δει τον Αχιλλέα να φεύγει πρώτος απ’ όλους. Είχε κάνει λάθος τελικά. Ο Αχιλλέας δεν είχε φύγει. Κι εκείνος όπως η Ρένα, είχε προσποιηθεί ότι έψαχνε για κάποιο βιβλίο στα ράφια της βιβλιοθήκης του γραφείου. Όταν η Ρένα είχε επιτέλους ανασηκώσει το κεφάλι της από το βιβλίο που κρατούσε μπροστά της, διαπίστωσε ότι είχαν εναπομείνει οι δυο τους μέσα στο μεγάλο γραφείο των καθηγητών. Την επόμενη στιγμή μετά από εκείνη τη διαπίστωση, είχε αφήσει αποφασιστικά το κάθισμά της και είχε κινήσει προς την έξοδο του γραφείου. Άγνωστο το πώς Αχιλλέας πρόλαβε και βρέθηκε δίπλα της.
-Ρένα πρέπει να σε δω απόψε, πρέπει! την παρακάλεσε.
Η Ρένα τον κύτταξε χωρίς μια λέξη. Φαινόταν πολύ κουρασμένη και το βλέμμα της ήταν θολό. Απομακρύνθηκε χαμηλώνοντας το κεφάλι. Σκεφτόταν την τάξη της. Ήταν ανήσυχη και φοβόταν πως θα της ήταν δύσκολο να συγκεντρωθεί στην παράδοση του μαθήματος. Κατόρθωσε να φτάσει ως εκεί και φορώντας ένα γενναίο χαμόγελο, έστω και προσποιητό, πέρασε στην αίθουσα της διδασκαλίας. Η απόδοσή της ήταν μέτρια. Τα παιδιά -πάντα παρατηρητικά- βλέποντας την καθηγήτριά τους να φοράει γυαλιά ηλίου, σιγομουρμούρισαν. «Έρως ανίκατε μάχαν!» πέταξε μία εξυπνούλα μαθήτρια αναστενάζοντας ενώ και κάποιες άλλες κρυφογέλασαν και με μία ουρά από διάφορα υπονοούμενα συμπλήρωσαν: «και ποιεί τον άνδρα χάχαν!» Η Ρένα δεν είχε δώσει σημασία, στις αντιδράσεις των κοριτσιών, όμως εκείνα σαν παιδιά… «κάτι τέτοια… τα μυρίζονται, στο άψε-σβήσε»! Απλά δεν ήξεραν ακόμα «ποιος ήταν ο δράστης του εγκλήματος», ποιος έκανε τη νεαρή καθηγήτριά τους να κρύβει τα μάτια της πίσω από τα τεράστια σκούρα γυαλιά!
Η ώρα δεν κυλούσε «πανάθεμά την!» Πονούσε και δεν ήξερε γιατί αισθανόταν έτσι. «Απεργία πείνης το λένε αυτό!» σκέφτηκε ειρωνευόμενη τον εαυτό της. «Όχι και να λυσσάξουμε για το σεξ! Αυτό πια είναι εντελώς ανεγκέφαλο!» ξανασκέφτηκε οργισμένη στην κυριολεξία, με τον εαυτό της αλλά και με τον άντρα. «Τι ήθελε και βγήκε μπροστά μου; Μια χαρά ήμουν. Όταν δεν σε ξυπνούν, εξακολουθείς να ονειρεύεσαι απλά πράγματα κι είσαι κι ευχαριστημένος αποπάνω. Τώρα είδες πώς την πάτησα;» σκέφτηκε με μία πικρία. «Ψυχραιμία κορίτσι μου, ψυχραιμία! Έτσι που πας θα σε βαφτίσουν μητρομανή κι άδικα να πούμε. Γιατί αν ήταν αλήθεια, εντάξει. Λες: έχουν δίκιο, έτσι είναι!» σκέφτηκε πάλι.
Ο Αχιλλέας είχε τρία τμήματα εκείνη την ημέρα. Ήταν ιδιαίτερα αυστηρός με τα κορίτσια γεγονός που δεν διέφυγε τελικά τις «ευαισθητοποιημένες κεραίες τους». «Ερωτευμένος είναι και να μου το θυμάστε», είχε πει η Κορνηλία σουφρώνοντας τα χείλια της. «Μακάρι να ήταν μ’ εμένα!» είχε δηλώσει η Λαμπρινή κι όλα τα κοριτσόπουλα είχαν σοβαρευτεί. Στο μυαλό τους η γεννήτρια της φαντασίας τις πήγαινε μακριά. «Φοβερό πράγμα να πέφτεις στο στόμα των μαθητριών σου!» σκέφτηκε ο Αχιλλέας βλέποντάς τις από το μπαλκόνι του γραφείου να τον κυττάνε με χαμόγελα συμπάθειας, αλλά και είδους θυμού «για εκείνη… την… -ποια ήταν επιτέλους η τυχερή γκόμενα; – και για εκείνον που δεν είχε κυττάξει ποτέ με μάτι ερωτικό τα κοριτσόπουλα!..»
Η Ρένα είχε καταφέρει ν’ αποφύγει τον Αχιλλέα όπως κι εκείνος άλλωστε, γιατί δεν ήθελε να προκαλέσει σχόλια. Όλο εκείνο το πρωϊνό είχε την εντύπωση ότι οι συνάδελφοί της μπορούσαν να διαβάσουν την αγωνία στο πρόσωπό της. Τελικά στο τέλος των μαθημάτων τράβηξε για το σπίτι της. Δε βιαζόταν. Τι είχε να κάνει πέρα από του να ετοιμάσει την αυριανή παράδοση; Είχε τρία τμήματα μαθητριών μικρών τάξεων την εβδομάδα, δύο φορές το κάθε τμήμα και από δύο ώρες. Δεν ήταν λοιπόν μεγάλος ο φόρτος για την επομένη.
Όταν όμως πλησίαζε στο σπίτι της, διαπίστωσε με ταραχή που έβαψε κόκκινα τα μάγουλά της, ότι την περίμενε ο Αχιλλέας στο αυτοκίνητό του. Εκείνος μόλις την είδε πετάχτηκε έξω χαμογελώντας και γρήγορος καθώς ήταν, της έφραξε το δρόμο με το ανάστημά του.
-Γεια! είπε εκείνη και ο άντρας είπε σταθερά σα να μην επέτρεπε την όποια άρνηση.
-Πρέπει να μιλήσουμε.
-Ναι… δηλαδή… εντάξει, δεν έχω αντίρρηση, απάντησε εκείνη όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε και προχώρησε για ν’ ανοίξει την είσοδο της πολυκατοικίας.
Ο Αχιλλέας την ακολούθησε. Μαζί πέρασαν μέσα κι ανέβηκαν τα σκαλοπάτια ως το διαμέρισμά της. Επικρατούσε μία ανείπωτη ένταση ανάμεσά τους, που την τροφοδοτούσαν η κάποια αόριστη ανησυχία, το άγχος και η ανυπομονησία για το τι τους επεφύλασσαν οι επόμενες στιγμές. Αυτά τα οδυνηρά στοιχεία που τα έκρυβαν επιμελώς ο ένας από τον άλλον, επεβράδυναν το βήμα τους. Όταν τελικά σταμάτησαν μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της, η Ρένα άνοιξε με αργές κινήσεις.
-Πέρασε! είπε σιγανά αφήνοντας στη συνέχεια τον Αχιλλέα να δρασκελίσει το κατώφλι.
Ακολούθησε κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Τοποθέτησε το κλειδί της πίσω στην κλειδαρότρυπα και ύστερα… όταν επιτέλους γύρισε, βρέθηκε ακριβώς απέναντι από τον άντρα. Εκείνος κύτταξε με τόλμη τη νέα γυναίκα που έψαχνε τα μάτια του με φανερή αγωνία. Το βλέμμα του νέου φαινόταν ήρεμο και το σώμα του χαλαρό. Αυτό όμως κράτησε για μια στιγμή μόνο, τόσο όσο χρειαζόταν για ν’ ανιχνεύσει τη διάθεση της νέας. Κινήθηκε σαν αιλουροειδές προς το μέρος της και με τα μάτια του πάντα καρφωμένα στα δικά της την πλησίασε ξαφνικά και με συγκρατημένη ορμή, την αγκάλιασε. Ένιωσε τη γυναίκα να τρέμει μέσα στα μπράτσα του και όλη εκείνη η ορμή που είχε συγκρατήσει με δυσκολία, τον κατέκλυσε ξαφνικά και σφίγγοντάς την απάνω του ασφυκτικά τη φίλησε με βιαιότητα στο στόμα. Η Ρένα ανταποκρίθηκε με ανάλογο πάθος και δύναμη στην ερωτική πρόσκληση του άντρα, κλείνοντας τα μάτια κι αφήνοντας τον εαυτό της στα χέρια του. Την επόμενη στιγμή είχαν βρεθεί να αντιπαλεύουν ερωτικά πάνω στο χαλί του διαδρόμου, μ’ ένα πάθος πρωτόγνωρο, με μια λαχτάρα αχόρταγη, με μία μανία σα να προσπαθούσαν ξεσκίσουν ο ένας τα ρούχα του άλλου. Τώρα δεν υπήρχε παρά μία μάζα σωμάτων που προσπαθούσε να πάρει ό,τι μπορούσε περισσότερο από εκείνη την ερωτική πανδαισία. Λες και ο καθείς τους πάλευε να δρέψει ατόφια την ηδονή αν μπορεί αυτή να έχει τον υπερθετικό της. Τα κύτταρά τους πάσχιζαν να βολευτούν. Τα στόματά τους ακουμπούσαν παντού σε μία προσπάθεια να γευτεί ο καθείς τους ότι ήταν έτοιμο μπροστά του φανερό ή απόκρυφο. Στον αποχαυνωτικό αυτόν ανεμοστρόβιλο δόθηκαν όπως δεν είχαν φανταστεί, ότι ήταν δυνατόν να συμβεί. Δεν υπήρχαν λόγια παρά μόνον κοντές αναπνοές, μικροί στεναγμοί και κραυγές που ξέφευγαν αναπάντεχα, άθελα, κάτω από την ηδονική συμπίεση των πνευμόνων, στο ερωτικό δόσιμο των δύο σωμάτων. Εκείνες τις στιγμές της αιωνιότητας, η φύση επέβαλε τον δικό της τρόπο επαφής, σύμπνοιας και ικανοποίησης.
Μετά την απολύτρωση εγκατελείφθηκαν με τα μάτια κλειστά, με τα χέρια πλεγμένα, στο χάος της γλυκειάς κόπωσης και στον ατέρμονο χρόνο της. Εκείνη είχε γείρει στο πλευρό και ενώ ο άντρας ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, είχε περάσει το δεξί της πόδι πάνω από το δικό του και μέσα στα δικά του, και γερμένη πάνω στο στήθος του χάϊδευε και φιλούσε τις ρόγες του που σκληραίναν στα χάδια της, μ’ εκείνη την τρυφεράδα της ερωμένης, που το μητρικό της ένστικτο δεν λέει να την εγκαταλείψει ακόμη και σε τέτοιες στιγμές.
Ο Αχιλλέας την κύτταξε τρυφερά. Αναστέναξε και φίλησε το μέτωπό της. Ένιωθε απόλυτα ολοκληρωμένο τον έρωτά του για εκείνη. Υπήρχε κάτι όμως που τον αγκύλωνε. Άραγε θα μπορούσε να τον αγαπήσει αληθινά η Ρένα;
-Σ’ αγαπάω! ψιθύρισε και της χάϊδεψε τα μαλλιά.
-Μωρό μου! ανταποκρίθηκε η Ρένα φιλώντας τον λοβό του αυτιού του.
-Νόμισα πως θα τρελαθώ το περασμένο βράδυ! είπε εκείνος κι ανασηκώθηκε στον αριστερό του αγκώνα.
Άπλωσε το χέρι του πάνω στο στήθος της για να τη χαϊδέψει τρυφερά στο μέρος της καρδιάς.
-Δε μπορώ να σε χορτάσω! Σε θέλω… είπε κι άπλωσε ξανά το χέρι του απάνω της με την ίδια επιτακτική κίνηση όπως πριν.
Η Ρένα έκλεισε τα μάτια της. Ακολούθησε άλλη μια φορά τα ένστικτά της φανερά και χωρίς ενδοιασμούς, μιμούμενη ακόμη και την ελευθερία του συντρόφου της ν’ απολαμβάνει το σώμα του και να του επιστρέφει αυτή την απόλαυση ταυτόχρονα.
-Με τρελαίνεις… είσαι υπέροχη… δε μπορώ να σε χορτάσω! μουρμούρισε εκείνος κάποια στιγμή.
Κάτι όμως δάγκωνε εκείνη την απότομη ευτυχία του. Το σώμα του είχε αποζητήσει τη σαρκική ευτυχία και το καταλάγιασμα των αναγκών του και το είχε πετύχει. Η Ρένα ήταν εκείνο που έλειπε από τη ζωή του: ο έρωτας που συναρπάζει. Ωστόσο, μολονότι «όλο αυτό» ήταν μία εξαίσια αρχή, είχαν συμβεί όλα πολύ γρήγορα. Ανησυχούσε ξαφνικά για το αύριο. Από την αρχή η Ρένα δεν του είχε φανεί ότι μπορούσε να είναι ο τύπος της γυναίκας που είχε παρουσιαστεί σ’ εκείνη την συναρπαστική ερωτική σύζευξή τους. Τον τρόμαζε το πάθος με το οποίο είχαν δοθεί ο ένας στον άλλον. Ανακάλυψε με φόβο πως την ήθελε ολοκληρωτικά δική του: «ψυχή τε και σώματι». Γι αυτό το πρώτο ανησυχούσε. Όσο για το άλλο… ήταν αλήθεια πως δεν είχε αισθανθεί ποτέ του έτσι με άλλη γυναίκα. Η Ρένα ξεπερνούσε τις προσδοκίες του. Ήταν «το ηφαίστειο». Το άγγιγμά της μάγευε, ανατρίχιαζε, προκαλούσε τη σάρκα του.
-Τα χέρια σου με ηλεκτρίζουν, είπε άθελά του.
-Κρυώνω είχε πει η Ρένα, κι ανακάθησε βάζοντας ένα από τα σκόρπια ρούχα απάνω της.
-Μην ντρέπεσαι! την ενθάρρυνε πάλι ο άντρας.
-Μα δεν μπορώ. Μη με κυττάζεις, είπε σκερτσόζικα. Βιάστηκε στην πόρτα της κρεββατοκάμαρας για να επιστρέψει σ’ ελάχιστο χρόνο με δύο κουβέρτες. Έστρωσε τη μια στο πάτωμα και όταν ο Αχιλλέας είχε ξαπλώσει σ’ εκείνη, έριξε τη δεύτερη απάνω τους. Στριμώχτηκε δίπλα του ξανά και ο Αχιλλέας βάλθηκε να την τρίβει για να ζεσταθεί.
Δεν άργησαν ξανά να επιδοθούν σ’ εκείνο που τους συνάρπαζε: τη συνεύρεσή τους, δοκιμάζοντας τρόπους και τρόπους. Κουρασμένοι στο έπακρο πλέον, αποκοιμήθηκαν εκεί καταμεσίς στο διαδρομο, κουρασμένοι στρατιώτες στον αγώνα που παγιδεύει η φύση τους ανθρώπους για τη συντήρηση της!
Πέρασαν οι μέρες και ο έρωτάς τους καθρεφτιζόταν ολοφάνερος στα πρόσωπά τους. Έλαμπαν από ευτυχία. Δεν κρύβονταν πια. Στο περιβάλλον του σχολείου είχε γίνει αποδεκτή -σίγουρα όχι ευπρόσδεκτη- η σχέση τους. Ακόμη και μαθήτριες –υποχρεωτικά βέβαια- τους είχαν αποδεχτεί σα ζευγάρι και μόνο ο Μίμης δεν είχε χαρεί για εκείνη τη σχέση.
Ο Μίμης Σάθας καθηγητής φιλόλογος με προϋπηρεσία, είχε έρθει ενωρίτερα από τη Ρένα στο συγκεκριμένο Γυμνάσιο. Μετρίου αναστήματος, μελαχροινός με μελένια μάτια, κομψός στην εμφάνιση και πολύ συμπαθητικός, είχε ήδη αφήσει πίσω του τα τριάντα. Η συμπεριφορά του, άψογη προς τους πάντες, αποκάλυπτε ότι πέρα από την μόρφωσή του είχε μία ξεχωριστή αγωγή.
Ο Μίμης από την πρώτη κιόλας στιγμή που είχε συναντήσει τη Ρένα -στο γραφείο όπου μαζεύονταν όλοι οι συνάδελφοι- είχε αισθανθεί μία δυνατή έλξη γι αυτήν. Ήταν οι πρώτες ημέρες της στο Γυμνάσιο και ο Μίμης είχε αφήσει τα πράγματα να πάρουν την πορεία τους. Ο ίδιος δίδασκε στις μεγαλύτερες τάξεις του Γυμνασίου μαθήματα κλασσικής κατεύθυνσης, έκθεση και ιστορία.
Όταν κάποια στιγμή αντιλήφθηκε ότι η Ρένα είχε κιόλας συνδεθεί με τον Αχιλλέα, ένιωσε το αγκάθι της ζήλειας να του αγκυλώνει την καρδιά. Δεν ήταν υπερβολή. Ο άνθρωπος διαπίστωνε με άγχος, ότι την αγαπούσε τη Ρένα. Με την επιβεβαίωση αυτού του συναισθήματός του, ένιωσε επίσης επιτακτική την ανάγκη να κάνει κάτι –οτιδήποτε στα όρια του λογικού βέβαια- για να αποσπάσει τη Ρένα από τον «γυμναστή». Παρά το γεγονός ότι απέκρυβε τα αισθήματά του, για το δεσμό Ρένας-Αχιλλέα, δεν μπορούσε να κρύψει την κάποια περιφρόνησή του προς τον τελευταίο. Κι ενώ μπορούσε να συγκεντρωθεί στο να κατακτήσει μία άλλη νέα γυναίκα, έβαλε σα στόχο του να κατακτήσει τη Ρένα χωρίζοντάς την από τον Αχιλλέα. Το μυαλό του δούλευε για να βρει τρόπους να το πετύχει, τρόπους πολιτισμένους, που θα αποδείκνυαν την αγάπη του προς τη νέα. Παρατηρώντας ωστόσο το ζευγάρι είχε αντιληφθεί ότι η οποιαδήποτε επέμβασή του εκείνη την πρώτη περίοδο, θα ήταν μάταια -το λιγότερο που θα μπορούσε να είναι- καθώς η Ρένα δεν είχε μάτια, παρά μόνο για τον Αχιλλέα. Ο Μίμης όμως δεν ήταν άνθρωπος που παραδινόταν στη μοίρα. Είχε ασκηθεί να επιμένει και να περιμένει για την επίτευξη των στόχων του.
Κύλησαν οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες…
Μία ημέρα που η Ρένα είχε έρθει ενωρίς στο Γυμνάσιο, βρήκε το Μίμη μόνο στο γραφείο.
-Καλημέρα, είπε απλά.
-Καλημέρα Ρένα, ανταποκρίθηκε εκείνος ευγενικά και σηκώθηκε από το κάθισμά του, πίσω σπό το γραφείο του.
Η Ρένα βάλθηκε να ψάχνει για κάποια βιβλία. Το πουκαμισό της με τους σκαφτούς ώμους άφηνε να φαίνονται οι στρογγυλάδες των μπράτσων της και των ώμων της. Ο Μίμης προχώρησε προς το μέρος της, χαϊδεύοντας με τα μάτια του το κορμί της, καθώς εκείνη πάλευε να φτάσει κάποιο βιβλίο. Είχε απορροφηθεί παρακολουθώντας διαρκώς τις κινήσεις της, ώστε κάποια στιγμή έπεσε σχεδόν, απάνω της. Στην αρχή η Ρένα ένιωσε τη ζεστασιά του «άλλου σώματος» να πλησιάζει πίσω της. Ώσπου όμως να το σκεφτεί, αισθάνθηκε την αναπνοή του «άλλου» ν’ αερίζει το λαιμό της. Γύρισε λοιπόν ξαφνικά για να δει. Το πρόσωπό της βρέθηκε αντίκρυ από το πρόσωπο του Μίμη. Ξαφνιάστηκε και γλύστρησε στα πλάγια κατακόκκινη. Ο Μίμης που κατάλαβε την γκάφα του, χαμογέλασε απολογητικά και είπε:
-Συγγνώμη Ρένα δεν ήθελα να σε ξαφνιάσω! Πλησίασα με σκοπό να φτάσω για χάρη σου, το βιβλίο που θέλεις.
-Δε χρειάζεται Μίμη, ευχαριστώ. Νά ‘το εδώ είναι! είπε ειρωνικά και του έδειξε το βιβλίο που κρατούσε στα χέρια της.
Ήταν φανερό ότι είχε ενοχληθεί, αλλά δεν ήθελε και ν’ ασχοληθεί με μία τέτοια συμπεριφορά. Γύρισε λοιπόν πίσω στο γραφείο της σοβαρή και προτίμησε να σιωπήσει. Ο Μίμης είχε ξαφνικά βρεθεί εκτεθειμένος απέναντί της, για την ανεξήγητη συμπεριφορά του. Όμως δεν εννοούσε και να υποχωρήσει, προτού να πει αυτά που είχε στο νου του.
-Με συγχωρείς που σε διακόπτω και πάλι Ρένα. Να… θα ήθελα ξέρεις… να προτείνω σ΄ εσένα και στον Αχιλλέα να έρθετε στο σπίτι μου για ένα ποτό.
Η Ρένα χωρίς να σηκώσει το κεφάλι της είπε ειρωνικά:
-Και γιατί δε ρωτάς τον Αχιλλέα. Αν μπορεί και θέλει… απ’ αυτόν εξαρτάται.
-Κι εσύ; Δεν έχεις λόγο; ρώτησε ο Μίμης με θράσος.
-Νομίζω ότι θα πρέπει ν’ αρκεστώ σ’ αυτό που είπα, Μίμη! δήλωσε η Ρένα κατηγορηματικά κι αμέσως ύστερα σηκώθηκε από το γραφείο της κι αποχώρησε επιδεικτικά ψυχρή, έξω από εκείνο το μεγάλο χώρο.
Ο Μίμης χωρίς να απογοητευτεί από την στάση της Ρένας απέναντί του, στη συνέχεια απηύθυνε την πρόσκλησή του στον Αχιλλέα, ο οποίος προς μεγάλη ικανοποίησή του τη αποδέχτηκε με ευχαρίστηση. Την ίδια λοιπόν ημέρα το ζεύγος Αχιλλέας-Ρένα ετοιμάστηκαν να επισκεφτούν τον Μίμη. Η Ρένα φυσικά, με τη σύνεση που τη διέκρινε σε θέματα συμπεριφοράς επικοινωνίας, δεν είχε αναφέρει στον Αχιλλέα τίποτε για το περιστατικό με το Μίμη στο γραφείο. Δεν ήθελε να του φυτέψει υπόνοιες, που θα μπορούσαν να γίνουν μπούμερανγκ και να καταστρέψουν τη γαλήνη του δεσμού τους. Κατά βάθος όμως περιεργείτο με τη συμπεριφορά του Μίμη. Εφόσον ήξερε το δεσμό της με τον Αχιλλέα, τι άραγε ζητούσε απ’ αυτήν; Γιατί ένιωθε ότι την κύτταζε επίμονα και περίεργα, ότι προσπαθούσε να την προσεγγίσει με τρόπο διαφορετικό και πέρα από τον τυπικό συναδελφικό; Θα μπορούσε να ορκιστεί ότι ο Μίμης είχε μείνει πίσω στη βιβλιοθήκη εκείνο το πρωϊνό, επίτηδες για να της μιλήσει και ότι τελικά ήταν απόφαση εκείνης της στιγμής η πρότασή του να τον επισκεφτούν στο σπίτι του αυτή και ο Αχιλλέας. Τι άραγε επεδίωκε; Ή μήπως όλα αυτά ήταν απλές συμπτώσεις ή ακόμη και αδέξιες συμπεριφορές του Μίμη;
Χτύπησαν το κουδούνι. Άνοιξε ένας Μίμης, πολύ κομψά ντυμένος. Πάνω από ένα ζευγάρι σκουρόχρωμα jeans φορούσε ένα χοντρό, πολύ κομψό, άσπρο πουλόβερ, ενώ ο γιακάς του πουκαμίσου του, άσπρος με μπλε και κόκκινη ρίγα, όμορφα σιδερωμένος, ήταν «σωστό στολίδι». Το διαμέρισμά του άνετο, κομψά επιπλωμένο και νοικοκυρεμένο, είχε επιπλέον ένα μπαρ πλούσιο σε οινοπνευματώδη ποτά. Το όλο περιβάλλον ήταν ασυνήθιστα επιβλητικό, γεγονός που εξέπληξε και τους δύο επισκέπτες του. Δεν έμοιαζε για διαμέρισμα καθηγητή και «δη φιλολόγου»… Μάλλον καλοβαλμένου επιχειρηματία!
Η άλλη μεγάλη έκπληξη ήταν το γραφείο του, σε ένα ιδιαίτερο χώρο με τοίχους-ράφια, φορτωμένα με βιβλία ελληνόγλωσσα και αρκετά ξενόγλωσσα. «Ξενόγλωσσα λοιπόν… Και ποιες γλώσσες; Για να δούμε… Αγγλική… Γαλλική… Γερμανική… Μπα; Ο Μίμης μιλάει όλες αυτές τις γλώσσες; Σπούδασε μήπως στο εξωτερικό; Για… να ρωτήσουμε!» σκέφτηκε ο Αχιλλέας γεμάτος περιέργεια. Όσο για το μεγάλο τραπέζι στη μέση σχεδόν εκείνου του χώρου, ήταν ένα βαρύ έπιπλο, κλασσικό, με δερμάτινα είδη επάνω του, παρόμοια και η περιστροφική αναπαυτική δερμάτινη πολυθρόνα του.
-Δεν μοιάζεις για εργένης, ούτε για φιλόλογος… ενώ είσαι. Και… τα ξενόγλωσσα βιβλία… τα διαβάζεις; ρώτησε ο Αχιλλέας σκεφτικά.
Ο Μίμης προσπάθησε να συντομέψει την απάντησή του για τα ξενόγλωσσα βιβλία. Είπε κάτι σχεδόν άσχετο τελικά.
-Ναι… και βέβαια τα διαβάζω, είμαι φιλόλογος! Όσο για το διαμέρισμά μου, αυτό το φροντίζει κάποια γυναίκα που έρχεται μία φορά την εβδομάδα. Κάποτε έρχεται και μία άλλη γυναίκα… η αδερφή μου (χαμογελάει με ζεστασιά). Μου κρατάει συντροφιά μία-δύο ημέρες, όταν ανεβαίνει από την ιδιαίτερη πατρίδα, όπου μένει με τους γονείς μας. Σπανιότερα έρχονται οι γονείς μου. Εγώ τους επισκέπτομαι αρκετά συχνά, όχι μόνο στις διακοπές, αλλά και πολλά Σαββατοκύριακα.
Ο Μίμης ένιωθε πολύ άνετα, σχεδόν υπερβολικά άνετα. Με μια άνεση που δεν την είχαν αντιληφθεί ενωρίτερα στο γραφείο του Γυμνασίου, η Ρένα και ο Αχιλλέας. Είχε έναν διαφορετικό αέρα αυτός ο άντρας. Χωρίς να δίνει σημασία στην στάση τους, πήρε μία φωτογραφία και τους την έδειξε. Ένα πανέμορφο κορίτσι χαμογελούσε στη φωτογραφία. Είχε τα σκούρα μαλλιά και τα όμορφα μάτια του Μίμη.
-Αυτή είναι η Μάγδα μας, η αδερφή μου! είπε με καμάρι. Είναι χορογράφος κι από… τις διακεκριμένες, ξέρετε. Άρχισε κιόλας να κάνει όνομα, είπε με υπερηφάνεια.
-Χορογράφος έ; Α… και βέβαια, είναι η Μάγδα Σάθα, ασφαλώς έχετε το ίδιο επίθετο, πώς δεν το πρόσεξα ενωρίτερα; Έχω διαβάσει και έχω ακούσει αρκετά για τις επιδόσεις της, και για το ταλέντο της. Παραδίδει μαθήματα χορογραφίας με μεγάλη επιτυχία, απ’ ότι γνωρίζω, θαύμασε ο Αχιλλέας δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
-Ναι, έτσι ακριβώς είναι, είπε ο Μίμης απλά.
-Ωραία, ωραία! Τα συγχαρητήριά μου! είπε με θαυμασμό ο Αχιλλέας.
Άλλα εννοούσε ο Αχιλλέας μ’ αυτό το διάλογο κι έψαχνε γι απαντήσεις, όμως ο Μίμης δεν ήθελε να επεκταθεί στην προσωπική του ζωή και στην… αρκετά εμφανή οικονομική του άνεση. Αυτή υπήρχε όμως… κι από μόνη της αποτελούσε είδος απόδειξης. Όλα όσα υπήρχαν σ’ εκείνο το διαμέρισμα, αν και έφεραν τη σφραγίδα της διακριτικής απλότητας, ήταν σωστά επιλεγμένα και πανάκριβα. Άλλωστε και ο ίδιος ο Μίμης ήταν μάλλον… ένας πολύ αρχοντικός νέος άντρας. Οι τρόποι του έδειχναν αγωγή «από κούνια». «Έτσι ακριβώς!» σκέφτηκε η Ρένα και κύτταξε με την άκρη του ματιού της την κορμοστασιά του άντρα.
Η Ρένα είχε εντυπωσιαστεί αλλά ήξερε να κρύβει τα αισθήματά της. Περιεργείτο να δει που θα κατέληγαν όλα αυτά. Γιατί ήταν βεβαία ότι αυτή η επίσκεψη ήταν η αρχή κάποιας νέας υπόθεσης, χωρίς ωστόσο να μπορεί να πει εκ του ασφαλούς, ποιας υπόθεσης ή ποιον αφορούσε τελικά αυτή… Παρακολουθούσε σιωπηλή τη συζήτηση ανάμεσα στους δύο άντρες. Την είχαν ξεχάσει όπως φαινόταν. «Άντρες δεν είναι; Και η γυναίκα το συμπλήρωμά τους, φυσικά!..» σκέφτηκε.
-Κονιάκ Ρένα; ρώτησε ο Μίμης λες κι είχε διαβάσει τις σκέψεις της.
Δεν ξαφνιάστηκε καθώς τον παρακολουθούσε χωρίς να ξέρει το γιατί.
-Ένα νερό μόνο. Ευχαριστώ, είπε απλά.
Ο Μίμης την παρακολουθούσε αδιάκοπα με την άκρη των ματιών του, εξίσου όπως η Ρένα, εκείνον. Τον ενδιέφεραν οι αντιδράσεις της. «Φαίνεται ήσυχη, με παρακολουθεί όμως όπως κι εγώ… Στοιχηματίζω ότι διερωτάται για όλα όσα βλέπει, για όλα όσα διαδραματίζονται ετούτες τις στιγμές. Δεν είναι αδιάφορη. Ξέρει να κρύβει τα συναισθήματά της. Ξέρω τι σκέφτεται. Αναρωτιέται τι άραγε να θέλω! Ίσως και να μπερδεύεται λίγο, πάλι όμως ξέρει ότι είμαι normal. «Μου αρέσεις Ρένα, μ’ ακούς; μου αρέσεις!» θα της φωνάξω και ίσως επικοινωνήσω μαζί της τηλεπαθητικά!» σκέφτηκε με μία παράξενη πεποίθηση.
Η Ρένα σηκώθηκε ξαφνικά. Δεν άντεχε άλλο να νιώθει το βλέμμα του απάνω της. «Τι να θέλει άραγε;» αναρωτήθηκε λες και η φωνή του έφτανε συγκεχυμένη μέσα της.
Ξαφνικά άκουσε την ερώτηση του Αχιλλέα:
-Δεν έχεις κορίτσι;
-Μου αρέσει μία και μοναδική γυναίκα. Ελπίζω ότι μια μέρα θα την κατακτήσω, απάντησε ο Μίμης και η Ρένα ένιωσε τα μαγουλά της να φλογίζονται.
Μα γιατί; Ήταν δυνατόν να εννοούσε αυτήν; «Τι παρανόηση, στ’ αλήθεια!» σκέφτηκε θυμωμένη με τον εαυτό της η Ρένα.
-Δεν αμφιβάλλω φίλε. Με τα δικά σου προσόντα… είπε ο Αχιλλέας κι άφησε να εννοηθεί δίπλα στην προσωπικότητά του και ο… πλούτος που διέκρινε το χώρο του.
-Δεν ξέρω αν της αρέσω, αν με θέλει, είπε πάλι ο Μίμης σα να μην είχε ακούσει τη δήλωση του Αχιλλέα.
«Τι; Εμένα εννοεί; Δε μπορεί. Μα… κι αν ακόμα είναι έτσι, το ξέρει ότι έχω τον Αχιλλέα. Συζούμε… σχεδόν! Δεν μπορεί, λάθος κάνω! Αυτό μού ‘λειπε δα!» σκέφτηκε πάλι ενοχλημένη και σοκαρισμένη από τις ίδιες τις σκέψεις της.
Κυττώντας το ποτήρι του με το κονιάκ, ο Μίμης αναρωτήθηκε λες κι ήταν μόνος του σ’ εκείνο το χώρο:
-Δεν ξέρω αν με θέλει!
-Την ξέρουμε; ρώτησε ο Αχιλλέας με ενδιαφέρον.
-Δε νομίζω! απάντησε εκείνος αγχομένος τώρα πια.
-Λοιπόν… σου εύχομαι να την κερδίσεις αγαπητέ. Στην υγειά σου λοιπόν και καλή επιτυχία! ευχήθηκε ο Αχιλλέας και ύψωσε το ποτήρι του.
Την ίδια στιγμή που αντάλασσαν ευχές οι δύο άντρες, η Ρένα σηκώθηκε απότομα και κυττάζοντας το ωρολόγι της είπε:
-Συγγνώμη που σας διακόπτω, αλλά νομίζω ότι θα πρέπει να φύγουμε. Τι λες Αχιλλέα;
-Τόσο νωρίς; Μα δεν έχετε ώρα που ήρθατε! παραπονέθηκε ο Μίμης.
Ο Αχιλλέας κύτταξε προσεκτικά τη Ρένα. Του έκανε εντύπωση η συμπεριφορά της.
-Μα παιδί μου, δεν είπες ότι ήσουν ελεύθερη όλο το απόγευμα; της γκρίνιαξε παραξενεμένος.
-Ειλικρινά λυπάμαι. Αχιλλέα, εσύ μπορείς να μείνεις αν θέλεις. Μην ανησυχείτε για μένα, θα πάρω ένα ταξί. Καλύτερα να φύγω, γιατί έχω να διορθώσω κάποια γραπτά για αύριο. Αν παρακαθήσω, κι αν πιω… ίσως και να πάω για ύπνο αντί να κάνω τη δουλειά μου. Μην ξεχνάμε ότι σήμερα ήταν ημέρα εργασίας κι αύριο το ίδιο, είπε προσπαθώντας να φανεί ψύχραιμη.
Ήταν αναστατωμένη και δεν μπορούσε να το κρύψει. Ένιωθε το γεμάτο παράπονο βλέμμα του Μίμη να τη βαραίνει. «Ω! μα είναι ολοφάνερο· γιατί όμως εμένα; Τι ερώτηση είναι κι ετούτη;» αναρωτήθηκε πανικόβλητη. Αδιάφορο τι είχε αυτή με τον Αχιλλέα, το γεγονός ήταν ότι ο Μίμης ενδιαφερόταν γι αυτήν, ίσως κιόλας από την πρώτη στιγμή που είχε πατήσει το πόδι της στο Γυμνάσιο. «Πώς δεν το είχα καταλάβει ενωρίτερα;» Σκέφτηκε κάποια στιγμή κι ένιωσε κάτι να αναποδογυρίζει μέσα της. Θυμήθηκε κάποιες συμπεριφορές του Μίμη -γεμάτες τακτ- και κατάλαβε ότι δεν είχε δώσει σημασία, γιατί ο Αχιλλέας με την ορμή του είχε αποκλείσει οποιονδήποτε άλλον από την προσοχή της. «Όχι, όχι. Όχι! Έχω μεγάλη φαντασία. Επιτέλους μπορεί και να κάνω λάθος!» σκέφτηκε για να ηρεμήσει κάπως. «Πάντως είναι… ένας διαφορετικός άντρας, που ίσως και να ισορροπεί το μυαλό με το συναίσθημα. Αν είναι στ’ αλήθεια έτσι… τότε…» Σταμάτησε ξαφνικά καθώς ο Μίμης την έπιασε από τον αγκώνα και της είπε με ζεστή φωνή:
-Πριν φύγετε, κάνε μου τη χάρη να μ’ ακολουθήσεις στο γραφείο μου. Μου επιτρέπεις Αχιλλέα;
-Ναι, Βέβαια! συμφώνησε εκείνος ανυποψίαστος για το δράμα που εξελισσόταν μπροστά στα «τυφλά» μάτια του, κι εξακολουθώντας να απολαμβάνει το κονιάκ του.
Η Ρένα εκπληκτη από την ξαφνική κίνηση του Μίμη δεν πρόλαβε ούτε ν’ αντιδράσει. Πώς μπορούσε άλλωστε μπροστά στον Αχιλλέα; Τον ακολούθησε κι εκείνος της έδειξε ένα μεγάλο βιβλίο. Ήταν το Λεξικό Της Σουΐδας.
-Μίμη! Μα είναι θαυμάσιο. Δεν υπάρχει στο Γυμνάσιό μας, ξέρεις! αναφώνησε με ολοφάνερη χαρά.
-Το ανακάλυψα σ’ ένα βιβλιοπωλείο τώρα τελευταία. Δεν ξέρεις πόσο ήθελα να το αποκτήσω. Ενδιαφέρομαι πολύ για την Περίοδο του Βυζαντίου! Άλλο να το έχεις στη δική σου βιβλιοθήκη κι άλλο ν’ ανήκει στα ράφια μιας Βιβλιοθήκης.
Ξαφνικά είχε σπάσει ο πάγος.
-Ζηλεύω! Έχεις σπουδαία βιβλία απ’ ότι βλέπω. Τους κλασσικούς: Πλάτωνα… Αριστοτέλη… Πλούταρχο… Οβίδιο… Αχ! βλέπω και τον Κάτουλλο! Κι εδώ; Δάντη… Σέξπηρ και… άλλους Έλληνες και ξένους… Θαυμάσια. Θα μπορούσα ίσως να δανειστώ κάποια από αυτά; ρώτησε κυττάζοντας πάντα στα ράφια και διαβάζοντας περαστικά τίτλους στην ραχοκοκκαλιά των βιβλίων.
-Όποτε θέλεις! απάντησε εκείνος και στα μάτια του γεννήθηκε η φλόγα της ελπίδας!
«Το τηλέφωνο! Ποιος διάβολο είναι τέτοια ώρα;» αναρωτήθηκε ο Αχιλλέας εκνευρισμένος.
-Ναι! φώναξε, νευριασμένος.
-Καλημέρα σας! Ζητώ συγγνώμη αν σας ξύπνησα. Ξέρετε… είμαι η Μάγδα, η αδερφή του Μίμη, ακούστηκε μία τρυφερή άγνωστη φωνή.
-Ένα λεπτό κορίτσι μου, ένα λεπτό! είπε ο Αχιλλέας προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει αυτά που άκουγε.
-Ναι… για πείτε μου! είπε έτοιμος ν’ ακούσει και να καταλάβει τι του έλεγαν από την άλλη άκρη της γραμμής.
-Με ακούτε τώρα; ακούστηκε πάλι η γυναικεία φωνή.
-Ναι, ναι, σας ακούω, απάντησε ο Αχιλλέας πιο ήρεμος.
-Όπως έλεγα, είμαι η αδερφή του Μίμη και μου είπε να σας τηλεφωνήσω. Είστε γυμναστής, έτσι δεν είναι; Θα μπορούσαμε να συναντηθούμε κάποια στιγμή; ρώτησε η γυναικεία φωνή.
-Ο Μίμης!.. Ναι, ναι μωρέ ο Μίμης! Ο συνάδελφος, ο φιλόλογος έτσι; ρώτησε και πάλι ο Αχιλλέας.
-Ναι είμαι η αδερφή του, η Μάγδα, όπως είπα!
-Βέβαια η χορογράφος, είπε ο Αχιλλέας που παρά την καλόβολη διάθεσή του να ξυπνήσει και να τακτοποιήσει τις σκέψεις του, ακόμη χανόταν που και που.
-Με συγχωρείτε πάρα πολύ που σας ξύπνησα, και δικαιολογημένα που… δεν απόσωσε τα λόγια της και ο Αχιλλέας την πρόλαβε.
-Εγώ θα έπρεπε να ζητήσω συγγνώμη, που δεν κατάλαβα εξ αρχής ποια είστε.
-Λοιπόν πείτε μου, είστε ελεύθερος σήμερα; Θα μπορούσαμε να συναντηθούμε κάπου; πρότεινε η Μάγδα Σ.
-Ναι… δηλαδή… αν και δεν γνωριζόμαστε. Είστε βέβαια αδερφή συναδέλφου. Πιστεύω ότι θα πρέπει να υπάρχει καλή αιτία. Κατά σύμπτωση δεν εργάζομαι σήμερα.
-Α, ωραία λοιπόν! ακούστηκε η φωνή φανερά ανακουφισμένη, από το άλλο άκρο της τηλεφωνικής γραμμής.
-Δόστε μου λίγο το τηλέφωνό σας. Θα σας τηλεφωνήσω σε μισή ώρα περίπου για το αν και πότε θα μπορούσαμε να συναντηθούμε. Ελπίζω να μη σας πειράζει αυτό.
-Καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, βιάστηκε ν’ απαντήσει εκείνη.
Είπε ένα νούμερο. Ο Αχιλλέας το σημείωσε και χαιρετήθηκαν. Ανακάθησε στο κρεββάτι του σταυρώνοντας τα χέρια του πίσω στο λαιμό του. «Τι στο καλό βιάζεται; Αρχοντοχωριάτες, τι περιμένεις; Έχουν μάθει να ξυπνούν με τα κοκκόρια!» Έφερε στο νου του τη φωτογραφία της νέας και αναθεώρησε. «Ε, όχι και τόσο χωριάτισσα… μάλλον health fanatic θα πρέπει να είναι: πρωϊνό τρέξιμο, πρωϊνό με γάλα άπαχο και τα τοιαύτα. Καλά… λες να κατέφθασε στου αδερφού της αμέσως μετά την αποχώρησή μας; Ή ταξίδεψε τα χαράματα;» Κούνησε το κεφάλι του και σήκωσε τους ώμους του. Μπήκε στο μπάνιο, έκανε ένα ντουζ κι ύστερα, αφού ξυρίστηκε, μπάτσισε τα μάγουλά του με τα χέρια του ραντισμένα με τη συνηθισμένη κολώνια του ξυρίσματος. Ύστερα ξαναπήγε στο κρεββάτι του και ξάπλωσε στα διπλά-τριπλά μαξιλάρια. Σήκωσε το τηλέφωνο δίπλα στο κρεββάτι του. Σχημάτισε ένα νούμερο προφανώς της Μάγδας.
-Παρακαλώ! ακούστηκε η δροσερή φωνή της νεαρής γυναίκας.
-Γεια σας και πάλι. Ο Αχιλλέας είμαι.
-Α ναι, βέβαια. Μιλήστε μου στον ενικό αν δε σας πειράζει, ακούστηκε ευδιάθετη η νέα από την άλλη άκρη.
-Γιατί όχι; Λοιπόν, Μάγδα, όπως είπα την πρώτη φορά, είμαι ελεύθερος σήμερα. Έχω δηλαδή κάποιες ώρες ελεύθερες και θα μπορούσαμε τελικά να συναντηθούμε.
-Θαυμάσια λοιπόν. Πείτε μου, πες μου ήθελα να πω. Πες μου λοιπόν Αχιλλέα πού και τι ώρα μπορεί να γίνει αυτό το ραντεβού; ρώτησε η Μάγδα σκερτσόζικα.
-Τι ώρα; Στις δώδεκα; Ναι, ναι στις δώδεκα, να συναντηθούμε στο μικρό café στην πλατεία Ειρήνης. Ξέρεις πού είναι; ρώτησε βιαστικά σα να τον κυνηγούσαν.
-Ναι αμέ! Έρχομαι συχνά σ’ αυτή την πόλη.
-Αλήθεια, πότε ήρθες;
-Χτες βράδυ.
-Υπάρχει συγκοινωνία αργά;
-Ναι βέβαια! Δεν ήταν όμως και τόσο αργά… αλλά τέλος πάντων δεν θα πείραζε η ώρα ούτως ή άλλως, αφού οδηγώ τον εαυτό μου, όπου κι αν ταξιδεύω, είπε γελώντας.
-Α, κατάλαβα! Κι εγώ ήμουν έτοιμος να σου προτείνω να περάσω από του Μίμη να σε πάρω.
-Μπορείς αν θέλεις. Δεν έχω συχνά την τιμή να με οδηγούν. Ευχαριστώ λοιπόν, αν ισχύει η πρόταση.
-Εντάξει. Να το κάνουμε έντεκα και μισή, σε βολεύει;
-Ναι αμέ! Θα σε περιμένω. Και… Αχιλλέα, θα φοράω ένα γκρίζο ταγιεράκι με ροζ πουκάμισο…
-Ο.K. κι εγώ jeans και γαλάζιο πουλόβερ με άσπρο γιακά… Γεια σου λοιπόν ως τότε.
Η Μάγδα μόλις είχε βγει στο πεζοδρόμιο μπροστά από το σπίτι όπου έμενε ο Μίμης. Δεν πρόλαβε να κυττάξει δεξιά ή αριστερά και ένα Puget σταμάτησε μπροστά της.
-Καλημέρα Μάγδα! Άκουσε το νέο άντρα που οδηγούσε το Puget να την καλημερίζει, να βγαίνει από το αυτοκίνητο και να έρχεται στο μέρος της.
-Θα πρέπει να είσαι ο Αχιλλέας, είπε η Μάγδα χαμογελαστή και του πρότεινε το χέρι της.
Χαιρετήθηκαν και ο Αχιλλέας άνοιξε την πόρτα από το μέρος του συνοδηγού. Η Μάγδα τον ευχαρίστησε και κάθησε. Ο Αχιλλέας πάντα χαμογελαστός, έκλεισε την πόρτα από τη μεριά της και πήρε τη θέση του οδηγού. Όλα αυτά είχαν γίνει με γρήγορες κινήσεις και σε λίγα λεπτά είχαν ξεκινήσει για τον προορισμό τους, το café που είχε υπόψη του ο Αχιλλέας. Η Μάγδα είχε εντυπωσιαστεί από τον «Γυμναστή», όπως τον είχε αποκαλέσει με κάποια ιδιαιτερότητα στη φωνή του, ο αδερφός της ο Μίμης. Η διαδρομή τους ήταν ευχάριστη. Οι δύο νέοι ένιωθαν άνετα μεταξύ τους. Επικρατούσε ο φιλικός τόνος στην κουβεντούλα τους, όπως συμβαίνει ανάμεσα σε ανθρώπους που γνωρίζονται από χρόνια. Ο Αχιλλέας θαύμαζε τη δροσιά της Μάγδας και τον αυθορμητισμό της και η Μάγδα το χιούμορ και την απλότητα του νέου άντρα, που δεν ενδιαφερόταν να εντυπωσιάσει κάνοντας πνεύμα.
Όταν τελικά έφτασαν στον προορισμό τους ο Αχιλλέας πρότεινε να καθήσουν στα έξω τραπέζια, καθώς αυτή την ώρα της ημέρας ήταν όλα φωτεινά και όμορφα. Άλλωστε υπήρχαν ωραίες μεγάλες ομπρέλες για να προφυλάττουν τους θαμώνες από τον Μαγιάτικο ήλιο. Όταν ήρθε το παιδί για τις παραγγελίες ο Αχιλλέας ρώτησε:
-Λοιπόν Μάγδα; Τι θα πάρεις ;
-Ένα φυσικό χυμό ευχαριστώ, απάντησε η Μάγδα.
-Δύο φυσικούς χυμούς, παρήγγειλε ο Αχιλλέας και όταν το παιδί είχε απομακρυνθεί από το τραπέζι τη ρώτησε πάλι:
-Λοιπόν Μάγδα; Εδώ είμαστε.
-Μ’ ευχαριστεί που ο Μίμης έχει συναδέλφους σαν κι εσένα.
-Όχι ακριβώς. Ο Μίμης είναι μυαλό… φιλόλογος.
-Και εμείς που ασχολούμαστε με την άσκηση ή το χορό χρειαζόμαστε την ισορροπία ανάμεσα στο σώμα και στο νου… δε νομίζεις;
Ο Αχιλλέας την κύτταξε με προσοχή. Αυτή η νέα γυναίκα του έκανε κιόλας «καλή, ως πολύ καλή εντύπωση». Έπαψε λοιπόν να χαμογελά και ρώτησε σε σοβαρό τόνο:
-Σε τι μπορώ λοιπόν να σε βοηθήσω;
Η Μάγδα πήρε βαθιά αναπνοή. Ο Αχιλλέας την κύτταξε περίεργος. Δεν καταλάβαινε πώς θα μπορούσε να φανεί χρήσιμος σ’ αυτή τη νέα γυναίκα. Η Μάγδα σταμάτησε τις σκέψεις του, καθώς άρχισε να εξηγεί.
-Αχιλλέα, έχω ένα στούντιο και αρκετούς μαθητές. Δεν είναι άσχημα για μία καλή αρχή. Ωστόσο επιδιώκω κάτι πιο μεγάλο από αυτό, σε μεγαλύτερη πόλη, όπως είναι αυτή εδώ. Ενδιαφέρομαι να εργαστώ σ’ ένα μεγάλο χώρο όπου θα δημιουργηθούν και θα λειτουργούν -πέρα από τα τμήματα χορού- τμήμα ρυθμικής γυμναστικής-aerobics, γυμναστήριο κτλ. Θα χρειαστεί επίσης διαιτολόγος. Έχω όνειρα –όπως όλοι θα πεις- μόνο που δίπλα στην αγάπη μου για τη δουλειά μου, υπάρχει και η οικονομική δυνατότητα, του πατέρα μου.
-Απ’ ότι βλέπω ξέρεις τι θέλεις κι επομένως… είπε ο νέος.
-Θέλω να βεβαιωθώ εκ των προτέρων για την επιτυχία αυτού του μεγάλου επιχειρήματος, πριν δηλαδή προβώ σε οποιαδήποτε ενέργεια. Θέλω να βεβαιωθώ ότι υπάρχουν άνθρωποι που ενδιαφέρονται για κάτι τέτοιο, ότι υπάρχει το κατάλληλο κλίμα. Με καταλαβαίνεις; Όταν άκουσα το Μίμη να μου μιλάει για σένα και την ικανότητά σου, σκέφτηκα πως ήμουν τυχερή να μπορέσω να μιλήσω μ’ ένα άτομο σαν κι εσένα. Σίγουρα γνωρίζεις για τα ενδιαφέροντα των νέων αυτής της πολιτείας ως ειδήμων.
«Ο Μίμης μίλησε στη Μάγδα για μένα! Με εντυπωσιάζει ο άνθρωπος. Δεν είχα τίποτε το ιδιαίτερο μαζί του από την αρχή που τον πρωτογνώρισα. Μήνες και μήνες… και ξαφνικά… Για φαντάσου! Αξιολόγησε τη δουλειά μου, το χαρακτήρα μου και με πρότεινε στη αδερφή του. Καλά… ίσως και να μην ξέρει άλλους καλύτερους από μένα. Όμως, πάλι… είναι αρκετά περίεργο, έτσι;» Ο Αχιλλέας ακούει και σκέφτεται. «Η Μάγδα δεν είναι απλά μία χορογράφος. Έχει και επιχειρηματικό μυαλό. Και χρήματα! Κι είναι τόσο νέα!»
Κυττάζει τη Μάγδα και σκέπτεται πως όσον αφορά την αγάπη της για τη δουλειά της, αρχίζει κιόλας να την νιώθει. Δεν χρειάζεται κάποια ικανότητα ή κόπος για να την ανακαλύψει. Δεν ξέρει βέβαια τίποτα γι’ αυτήν πέρα από εκείνα που του λέει η ίδια και τα ελάχιστα που είχε ακούσει ή είχε διαβάσει γι’ αυτήν στις εφημερίδες. «Οι εφημερίδες…» σκέφτηκε κι αναρωτήθηκε εκ του πονηρού αυτή τη φορά: «Ποιος το ξέρει; Είναι και το οικονομικό στη μέση. Έτσι!» Πρώτη φορά πάντως του δινόταν η ευκαιρία να γνωρίσει εκ του σύνεγγυς, αυτοπροσώπως, μία διάσημη κιόλας νέα «κι αν όχι τίποτ’ άλλο, ν’ αξιολογήσει τουλάχιστον, την ομορφιά και την εξυπνάδα, της «προικισμένης χορογράφου». Όσον αφορά τη Μάγδα-γυναίκα… «αυτό τον άφηνε αδιάφορο».
-Η αλήθεια είναι ότι σ’ αυτή την πολιτεία δεν υπάρχει παρόμοιο ίδρυμα. Νομίζω ότι το ποσοστό της επιτυχίας του είναι εξασφαλισμένο. Γιατί; θα ρωτήσεις. Γιατί οι νέοι του τόπου θα έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν και ν’ απολαύσουν αυτά που βλέπουν στα επίκαιρα. Θα συμμαζευτούν από τα καφενεία κάποια από τα παιδιά, και οι νέες θα βρουν έναν καλό τρόπο να γυμνάζονται και να τρώνε σωστά… ώστε να κρατάν το σώμα τους σε φόρμα, είπε κι απόρησε κι ο ίδιος με τα λεγόμενά του. Είχε λοιπόν ακόμη την ικανότητα να σκέφτεται και να μιλάει ταυτόχρονα για κάτι άλλο, έστω και παρεμφερές; Ένιωσε να ξαναβρίσκει τη χαμένη ικανότητά του «του σκέπτεσθαι», αυτή που είχε όταν ήταν φοιτητής.
-Ξέρεις Αχιλλέα αν πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο, θα επέλθουν και τα άλλα: διαγωνισμοί, επιβραβεύσεις κτλ. Είναι αλήθεια ένα ευρύ πεδίο δραστηριοτήτων. Και τώρα έρχομαι να υποβάλλω μία ερώτηση που σε αφορά: Θα μπορούσες να συμμετέχεις σ’ έναν τέτοιο οργανισμό-επιχείρηση;
Ο Αχιλλέας που δεν περίμενε μία τέτοια ερώτηση, την καλοκύτταξε δύο φορές έκπληκτος: για το θάρρος της και για την τόλμη της. Ήταν πραγματικά ένας επιχειρηματικός νους που δεν περίμενε να εξελιχτούν τα πράγματα από μόνα τους. Τα οργάνωνε έτσι ώστε να πηγαίνουν προς την κατεύθυνση που τα οδηγούσε αυτή.
-Τρέχεις πάλι κορίτσι! είπε χαμογελώντας φιλικά.
-Δεν τρέχω αγαπητέ μου. Σου κάνω μία πρόταση, είπε τόσο σοβαρά που δεν υπήρχε χώρος για αμφισβήτηση.
-Πρέπει να το σκεφτώ. Αυτά δεν αποφασίζονται στο πόδι. Πρέπει να θυμάσαι ότι εκτός του ότι χρειάζεσαι μεγάλο χώρο και επομένως μεγάλο ενοίκιο, χρειάζεσαι και όργανα γυμναστικής… ασκήσεων… Εγώ έχω ένα μηχάνημα πολλαπλών ασκήσεων και μου κόστισε πολλά χρήματα. Δεν είναι φτηνά αυτά τα πράγματα, επέστησε την προσοχή της.
Η νέα χαμογέλασε και ο τόνος της φωνής της εμπεριείχε κάποιον τόνο ειρωνείας.
-Τα σκέφτηκα όλα αυτά. Θα αγοράζονται ανάλογα με τη ζήτηση. Όπως είπα, σ’ αυτό θα με βοηθήσει η οικογένειά μου… οι γονείς μου. Εκείνο που εγώ χρειάζομαι και είναι το δύσκολο, είναι τα καλά χέρια, και το ένα το σπουδαιότερο ζευγάρι νομίζω ότι το βρήκα σ’ εσένα, αν θ’ αποφασίσεις τελικά να συνεργαστείς μαζί μου.
-Γιατί εγώ; Δεν γνωριζόμαστε καθόλου, είπε με εμφανή περιέργεια ο Αχιλλέας.
-Ναι δε γνωριζόμαστε, αλλά φτάνει το γεγονός ότι σε γνωρίζει ο Μίμης ως καθηγητή και άνθρωπο. Απ’ ότι κατάλαβα, έχεις καλή φήμη στο Γυμνάσιο. Το ξέρεις ότι όλα αυτά συζητιούνται στο γραφείο, μεταξύ συναδέλφων και σίγουρα μεταξύ των μαθητριών. Σε λατρεύουν λέει ο Μίμης.
-Απ’ότι βλέπω… είστε οικογενειακώς… μυαλά. Τι άλλο σου είπε ο Μίμης για μένα; ρώτησε ο Αχιλλέας χαλαρώνοντας για ένα λεπτό.
Καθώς δεν υπήρξε άμεση απάντηση άγνωστο γιατί, ο Αχιλλέας κυριεύτηκε από άγχος. Η Μάγδα σκεφτόταν.
-Τα προσωπικά σου είναι προσωπικά σου, αν εννοείς αυτά, είπε τελικά η Μάγδα κυττάζοντάς τον κατά πρόσωπο.
Άθελά του ο Αχιλλέας χαμήλωσε τα μάτια.
-Θα το σκεφτώ Μάγδα και θα ξαναμιλήσουμε, είπε.
-Αλήθεια; Θα το σκεφτείς; Ειλικρινά δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι! Δεν ξέρω το γιατί, αλλά ο Μίμης έκανε τόσο καλή δουλειά περιγράφοντάς σε, που ευχόμουν έστω κι αυτό: να το σκεφτείς. Θέλω να ξέρεις ότι σε εμπιστεύομαι. Σ’ ευχαριστώ για τον κόπο σου, Αχιλλέα! είπε η Μάγδα ενθουσιασμένη.
Τα μάτια της έλαμπαν, τόσο που ο Αχιλλέας αναρωτήθηκε μέσα του για τη νέα και για τη γενναιόδωρη εμπιστοσύνη της στο άτομό του. Την κύτταξε συγκινημένος. Έπινε τώρα το χυμό της και στο πρόσωπό της τα χαρακτηριστικά της είχαν ηρεμήσει. Ο Αχιλλέας δεν το πίστευε. Αυτό το κορίτσι του φούσκωνε την υπερηφάνεια του ξαφνικά. «Αλλά κι ο Μίμης! Δεν τον είχα προσέξει τον άνθρωπο. Φαίνεται εντάξει, ε;» Αυτή η εμπιστοσύνη της τον τάραζε ενδόμυχα. Ήταν παράξενο. Η Μάγδα χαμογέλασε ξαφνικά και τραβώντας το καλαμάκι από το στόμα της είπε:
-Αν ήξερες πόσο ήρεμα νιώθω τώρα! Θα το σκεφτείς!
-Μα δεν σου μίλησα ακόμα για τις αποφάσεις μου, παρατήρησε ο Αχιλλέας γελώντας.
-Ναι αλλά εγώ είμαι γυναίκα και μπορώ και διαβάζω με την πέμπτη αίσθησή μου! Θα δεχτείς Αχιλλέα, είπε τόσο χαριτωμένα κι έσκασε ένα γελάκι «λίαν μεταδοτικό!»
-Γεια σου Μίμη!
-Ρένα! Τι κάνεις;
-Καλά είμαι, κι εσύ;
-Πολύ καλά, και θα είμαι ακόμη καλύτερα, αν θα μου κάνεις παρέα το μεσημέρι, είπε απλά ο Μίμης κυττάζοντάς την στα μάτια.
-Ευχαριστώ πολύ. Μια άλλη φορά ίσως γιατί έχω λίγη δουλειά, σήμερα.
-Καλά, δεν πειράζει, είπε ο Μίμης ήσυχα.
Η Ρένα νόμισε πως ο τόνος του Μίμη είχε κάποια διαφορετικότητα απ’ ότι συνήθως. Αλλά τελικά δεν την απασχόλησε. Δεν συνήθιζε να βγαίνει έξω με κανέναν άλλον από τότε που τα είχε φτιάξει με τον Αχιλλέα κι απορούσε με την αλλαγή της συμπεριφοράς του Μίμη, την τόσο ανεπιφύλακτη απέναντί της: «Από πού κι ως πού άραγε;»
Στις δώδεκα περίπου το μεσημέρι τηλεφώνησε στον Αχιλλέα. Δεν απαντούσε. Επεχείρησε να τον πάρει στο κινητό του. Ήταν κλειστό. «Ποιος ξέρει; Θα βγήκε έξω» αναρωτήθηκε κι απάντησε μόνη της, όμως το παραμέρισε τελικά, καθώς είχε κι άλλα στο μυαλό της. Θ’ αργούσε να τελειώσει εκείνη τη μέρα. Ως τις 3.30 μ.μ. που θα τελείωνε!.. Το σκέφτηκε κι ένιωσε παράξενα. Στάθηκε στο παράθυρο του γραφείου που κύτταζε κάτω στο δρόμο, εκεί στα παρακαρισμένα αυτοκίνητα των καθηγητών του Γυμνασίου. Είδε το Μίμη που έμπαινε στ’ αυτοκίνητό του. Τον παρακολούθησε. Κάτι την απασχολούσε σχετικά με το Μίμη. Τον σκεφτόταν το περασμένο βράδυ. Δεν είχε ύπνο. Είχε σηκωθεί και είχε πιει λίγο νερό. Αλλά το μυαλό της είχε κολλήσει σε κάποια βλέμματα του Μίμη, σε κάποια πράγματα που είχαν ειπωθεί στο διαμέρισμά του. Άθελά της έκανε σύγκριση των δύο αντρών του Αχιλλέα και του Μίμη. «Δεν είναι δυνατόν να μ’ απασχλεί κάτι τέτοιο!» εκνευρίστηκε και μόνο γιατί το είχε σκεφτεί και είχε προσπαθήσει να διώξει τέτοιου είδους ανοησίες από το μυαλό της. Όμως όχι, δεν μπορούσε, το μυαλό της είχε κολλήσει εκεί, στο Μίμη. Θυμήθηκε τον ενθουσιασμό του μπροστά στα βιβλία του και σκέφτηκε πως σ’ αυτό τουλάχιστον συμφωνούσαν. Τ’ αγαπούσε κι εκείνη τα βιβλία, υπερβολικά μάλιστα. Τα περισσότερα βράδυα της εβδομάδας απόφευγε ν’ ανταμώνει με τον Αχιλλέα γιατί ήθελε να συγκεντρωθεί στο διάβασμα. Υπήρχε το ασυμβίβατο εδώ. Η μελέτη είναι και αυτή μία απαιτητική ερωμένη, που σκλαβώνει και τα δύο φύλα αδιακρίτως. Ο Αχιλλέας το σεβόταν, όμως υπήρχαν βραδυές που δυσανασχετούσε με την συμπεριφορά της Ρένας. «Δεν αγαπιόμαστε; αγαπιόμαστε. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να μη με θέλει «μέσ’ στα πόδια της» όταν της κολλάει να «μελετήσει»! Αυτό πήγαινε πολύ: τη μια είχε να διορθώσει γραπτά, την άλλη είχε να μελετήσει για την παράδοση της επόμενης μέρας, την μεθεπόμενη να διαβάσει κάτι πολύ ενδιαφέρον. «Απαράδεκτο, απαράδεκτο!» Ο Αχιλλέας τα μέτραγε τα ζύγιαζε και διαπίστωνε πως η πρώτη φλόγα του έρωτά τους είχε κοντύνει αρκετά, τόσο που δεν τσουρούφλιζε πλέον τις αισθήσεις τους.
Ο Μίμης! Η Ρένα προσπαθούσε να μην τον σκέφτεται και να τον αποφεύγει λες και φοβόταν για κάτι. Ο «φιλόλογος» όμως δεν φαινόταν να της δίνει ιδιαίτερη σημασία, ύστερα από εκείνο το παράξενο επεισόδιο -το πρώτο και μοναδικό- στο γραφείο του σχολείου. Ακόμη και ύστερα από εκείνα τα παράξενα βλέμματα και λόγια στο διαμέρισμά του! Ήταν άραγε συγκεντρωμένος κάπου αλλού; Μπορούσε βέβαια και να είναι έτσι. Όπου όμως υπήρχε Μίμης η ατμόσφαιρα ξαφνικά άλλαζε. Επικρατούσε κάτι το διαφορετικό, το παράξενο, το ασύλληπτο. Κάτι είχε αλλάξει απάνω του. Ναι… τα μάτια του! Αυτά ήταν μόνιμα μελαγχολικά. Αλλά κι από τα χείλια του είχε σβήσει εκείνο το γοητευτικό χαμόγελο που είχε ξεχωρίσει απάνω του η Ρένα όταν τον είχε πρωτογνωρίσει. Τελικά όμως είχε μπερδευτεί και δεν ήταν βέβαια πλέον, αν αυτό ήταν μέρος της φύσης του ή αν πράγματι τον απασχολούσε κάτι συγκεκριμένο. Βαθιά μέσα της κάποια επίμονη φωνή την παρακινούσε να υποψιάζεται ότι τον απασχολούσε η σκέψη της, αλλά κι αν ακόμη συνέβαινε κάτι τέτοιο, τι μπορούσε να κάνει γι αυτό; Ασφαλώς ήταν μία ατυχία, γιατί αυτή είχε τον Αχιλλέα. Ο έρωτάς τους ήταν ένας σίφουνας που την μεταμόρφωνε σε πρωτόγονο άνθρωπο των ενστίκτων. Κάποτε μάλιστα εξαιτίας εκείνου του σαρωτικού ερωτικού πάθους η Ρένα αναρωτιόταν αν υπήρχε κάτι πιο βαθύ και ουσιαστικό ανάμεσά τους, πέρα από εκείνο τον στρόβιλο των αισθήσεων που τους έλυωνε, τους έκανε ζωώδεις, τους συνέτριβε η φύση τους που απαιτούσε μόνο εκείνη τη διαιώνιση, χωρίς όμως να την πετυχαίνει τελικά. Ο άνθρωπος είχε βρει τρόπους να εξαπατά τη φύση του, έτσι έπαιζαν το επικίνδυνο παιχνίδι της, χωρίς θύματα. Καρπούνταν την πλέρια ηδονή της γεννετήσιας πράξης, που κάθε άλλο παρά γεννετήσια ήταν πια!..
Η Ρένα τα είχε σκεφτεί όλα αυτά επανειλημμένα. Τώρα δίπλα σ’ εκείνες τις σκέψεις της για τις σχέσεις της με τον Αχιλλέα ξεφύτρωνε ακούσια η μορφή του Μίμη. «Είναι πολύ κακό αυτό που μου συμβαίνει!» σκέφτηκε κάποια στιγμή και βάλθηκε να πασπατεύει τον εαυτό της αμείληκτα. Ήθελε τον Αχιλλέα γιατί της πρόσφερε εκείνη την άγρια χαρά του έρωτα. Και το Μίμη; Τον ήθελε γιατί άγγιζε το άλλο κομμάτι του εαυτού της, το πνεύμα της; Το είχε σκεφτεί βασανιστικά και τελικά το είχε παραδεχτεί. Αυτό ήταν λοιπόν; Ήταν βέβαια για τον εαυτό της και τι ήθελε; Κι αν ήταν έτσι πώς ήταν δυνατόν να συνδυάσει αυτά τα δύο; Πανικοβλήθηκε: «Θε μου, τι σκέφτομαι!» Χρειαζόταν χρόνο. Να βεβαιωθεί για εκείνα τα «φρικώδη συναισθήματά της» που απαιτητικά έθεταν έναν ουσιαστικό προβληματισμό και την επίλυσή του, για να βρει επιτέλους την ισορροπία της.
Και ο Μίμης; Τι άραγε σκεφτόταν για τη Ρένα; Κι αυτός είχε πελαγώσει στην ανάγκη του να την αποκτήσει. Είχε βάλει το χεράκι του για να πετύχει κάποια πράγματα. Από αυτά όμως ίσως και να του απόμεναν τελικά μόνο οι ευχές. «Α, όλα κι όλα!», δεν ένιωθε ενοχές για εκείνα που επεδίωκε. Γιατί άλλωστε, τη στιγμή που ήταν πεπεισμένος ότι η Ρένα ήταν μάλλον «απομονωμένη» και ότι δεν έφερνε τον αέρα της νέας που ζει τη χαρά του έρωτά της με τον «πολύ» Αχιλλέα; Μα τω Θεώ, όχι… Αυτός ανήκε με κάποια άλλη γυναίκα. Η Ρένα είχε εσωτερικό που ταίριαζε με το δικό του! «Έτσι λες εσύ αγαπητέ! Περίμενε λίγο, γιατί τα νιάτα μπερδεύουν τον έρωτα με την πραγματική ευτυχία» είχε αποφασίσει τελικά ύστερα από εκείνο το κατεβατό υποθέσεων για τη Ρένα. Γιατί αναμφίβολα επρόκειτο για υποθέσεις. Η Ρένα δεν του είχε δώσει την παραμικρή ευκαιρία να την πλησιάσει ερωτικά!
-Πώς πέρασες το Σαββατοκύριακο; ρώτησε ο Μίμης.
-Στην εξοχή, απάντησε η Ρένα ήσυχα.
-Σου άρεσε; επέμενε εκείνος.
Η Ρένα τον κύτταξε κατάματα και απάντησε χαμογελώντας προκλητικά:
-Αν μου άρεσε; Ναι, ήταν σκέτη μαγεία! Ήταν πολύ όμορφα. Το βράδυ κοιμήθηκα ενωρίς. Μου έκανε καλό ο αέρας της εξοχής.
Ήταν αλήθεια. Εκεί στην εξοχή ο Αχιλλέας είχε κερδίσει και πάλι στην πάλη του έρωτα. Είχε ικανοποιήσει την ανάγκη της τρέλας της Ρένας.
Ο Μίμης χαμογέλασε και χωρίς άλλη λέξη προχώρησε προς τη βιβλιοθήκη του γραφείου. Τράβηξε ένα βιβλίο από τα ράφια και ύστερα κάθησε στο γραφείο του. Συγκεντρώθηκε στο διάβασμα. Η Ρένα βάλθηκε να τον παρακολουθεί με την άκρη του ματιού της. «Είναι όμορφος… και πολύ περήφανος. Άραγε θέλει αλήθεια κάτι από εμένα ή το φαντάζομαι; Και ο Αχιλλέας; Ναι, είναι ο τέλειος καβαλλάρης!» Η Ρένα σταμάτησε να σκέπτεται. Ένιωσε ένοχη. «Έρωτας νά ‘ναι… έρωτας νά ‘ναι…» τα λόγια του όμορφου τραγουδιού κόλλησε ξαφνικά στο μυαλό της. Ήταν αλήθεια, ότι αγαπούσε μόνο τον εαυτό της τελικά; Πρώτα ο Αχιλλέας… Μέχρι τότε δεν είχε κρύψει τη σχέση της με τον Αχιλλέα. Ήταν ο αγαπητικός της, ο ερωτικός της σύντροφος. Αλλά ακόμη κι ύστερα από τις τρέλες τους το πρόσφατο Σαββατοκύριακο στην εξοχή, τώρα που έψαχνε μέσα της, ένιωθε άδεια. Ήταν επίσης αλήθεια πως η σχέση τους είχε «κολλήσει» σ’ εκείνο το στάδιο, κι αυτό δεν έφτανε. Όχι, η σεξουαλική πράξη δεν γέμιζε πλέον τη ζωή της. Ο Αχιλλέας ήταν ικανοποιημένος από τη σχέση τους, μόνο που γκρίνιαζε ότι δε βλέπονταν αρκετά. Παρόλο που η Ρένα δεν το έκανε σκόπιμα ένιωθε πως ήταν αδύνατον, ακόμα κι αν δεν ήταν καθηγήτρια, να δώσει όλο τον ελεύθερο χρόνο της σε τέτοιου είδους δραστηριότητες. «Ντρέπομαι; Αυτό είναι λοιπόν; Άρχισα να ντρέπομαι για τη σχέση μου με τον Αχιλλέα; Ο Μίμης! Αυτός φταίει που είμαι αντιμέτωπη με τον κόσμο στον οποίο θα έπρεπε ίσως ν’ ανήκω, αλλά τον έχω στριμώξει στο περιθώριο της ζωής μου;»
Είχε άραγε έρθει η σειρά του Μίμη; Η Ρένα δυσκολευόταν να ξεδιαλύνει τα συναισθήματά της. Προς τα πού έγερνε περισσότερο η ζυγαριά; Αγαπούσε ακόμα τον Αχιλλέα, ήταν ο άνθρωπός της, ακόμη κι αν υπήρχαν κενά στη σχέση τους, πολλά και σπουδαία κενά που δεν φαίνονταν να γεμίζουν με το πέρασμα του χρόνου.
Εκείνο το πρωΐ ο Μίμης είχε προσέξει την αμηχανία στο πρόσωπο της Ρένας και την παρακολουθούσε.
-Πώς είσαι; τη ρώτησε κάποια στιγμή.
-Χμ! Συγγνώμη; ρώτησε εκείνη.
-Ρωτάω τι κάνεις. Φαίνεσαι κάπως αφηρημένη, είπε.
-Δεν ήξερα ότι η αδερφή σου έχει σχέδια για επιχειρήσεις στην πόλη μας; Μίλησε μάλιστα με τον Αχιλλέα. Του πρότεινε να συνεργαστούν, είπε ξαφνικά η Ρένα χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση ή κάποια σύνδεση με το θέμα.
Τον κύτταζε με υποψία. «Με υποπτεύεται για κάτι;» αναρωτήθηκε ο Μίμης κάτω από το βάρος εκείνου του βλέμματος. Ωστόσο φορώντας το πιο ψύχραιμο πρόσωπό του απάντησε ορθά-κοφτά:
-Η αδερφή μου, είναι επιχειρηματίας. Πρακτική και φανατική σε ό,τι αφορά τη δουλειά της. Με ρώτησε αν ήξερα κάποιον καλό γυμναστή. Ο Αχιλλέας είναι καλός στη δουλειά του, αφοσιωμένος στους νέους και τα σπορ, τον πρότεινα λοιπόν στην αδερφή μου. Δε θα βγει ζημιωμένος από μία συνεργασία με τη Μάγδα. Τυχερός όποιος δουλέψει μαζί της. Θα γεμίσει ψιλό. Να μου το θυμάσαι. Δεν είναι σαν κι εμένα. Εμένα… θα με φάνε τα γράμματα.
-Ενδιαφέροντα όλα αυτά, ενδιαφέροντα! είπε η Ρένα λες και μονολογούσε.
-Ποιο απ’ όλα; ρώτησε ο Μίμης.
-Δεν την έχω γνωρίσει την αδερφή σου ακόμη. Θυμάμαι το πρόσωπό της στη φωτογραφία. Εντυπωσιακή νέα, είπε σκεφτική και πάλι η Ρένα.
-Δεν είναι δύσκολο να τη γνωρίσεις. Εδώ είναι. Άλλωστε όπως είχα πει, έρχεται συχνά στην πόλη μας. Ψάχνει και κυττάζει τριγύρω. Ετοιμάζει το έδαφος για «κάτι μεγάλο» (γέλασε). Μένει στο διαμέρισμά μου όταν έρχεται. Αν θέλεις -και ο Αχιλλέας βέβαια- θα μπορούσαμε να βγούμε έξω όλοι μαζί κάποια στιγμή, πρότεινε απρόοπτα ο Μίμης.
-Δεν θα ήταν άσχημα! Θα μιλήσω στον Αχιλλέα γι αυτό, είπε η Ρένα με μια ασυνήθιστη αυτή τη φορά προθυμία που έκανε το Μίμη να την κυττάξει ερωτηματικά.
«Ανησυχεί άραγε για τον Αχιλλέα;» αναρωτήθηκε ο Μίμης δυσαρεστημένος μάλλον, από την προθυμία της.
-Μήπως θα προτιμούσες να μιλήσω εγώ στον Αχιλλέα; Θα μπορούσαμε να βγούμε απόψε το βράδυ. Γιατί όχι άλλωστε; Νομίζω πως αύριο το πρωΐ είσαι ελεύθερη, οπότε δε θα βιαστείς να σηκωθείς για το σχολείο.
Η Ρένα χαμογέλασε με επιδεικτική φιλαρέσκεια. Ο Μίμης ήξερε καλά και το ωράριο της εργασίας της.
-Συμφωνείς λοιπόν; ρώτησε εκείνος με καρφωμένα τα μάτια του επάνω της.
-Ναι, ναι συμφωνώ. Γιατί όχι άλλωστε; πρόσθεσε πρόθυμη εκείνη.
-Τελειώνω στις 1.30 μ.μ. σήμερα. Θα ετοιμάσω τη δουλειά μου για αύριο ενωρίς, γιατί πιστεύω ότι ο Αχιλλέας θα συμφωνήσει γι’ απόψε. Πάω λοιπόν για μάθημα και θα σε δω αργότερα, είπε ο Μίμης κυττάζοντάς την ευχαριστημένος και σηκώθηκε κρατώντας τα βιβλία της παράδοσης στα χέρια.
Η Ρένα χαμογελούσε. Τον κύτταξε με μάτια γεμάτα κατανόηση.
-Ο.Κ. είπε, και βάλθηκε να τον παρακολουθεί καθώς απομακρυνόταν.
«Μάλιστα Μίμη μας! Σε υποψιάζομαι ότι ήξερες τι έκανες σε σχέση με τη Μάγδα! Εντάξει, μπορεί να είναι και σύμπτωση. Θα δούμε!» Ένιωθε ότι αυτή η έξοδος είχε σημασία για το Μίμη. Έβλεπε τον ενθουσιασμό του και απορούσε που ένας νέος άντρας σαν κι αυτόν ένιωθε τόσο μόνος, «γιατί τι άλλο ήταν αυτή η επιμονή του να βγουν έξω «όλοι μαζί». Μη λες βλακείες βρε κορίτσι μου! Για σένα τα κάνει όλα. Έβαλε πρώρη για να σε κερδίσει. Δέξου το επιτέλους και σταμάτα να κάνεις το βλάκα!» Η Ρένα είχε συννεφιάσει ξαφνικά. Ο λόγος και ο αντίλογος ήταν δικά της. Έπρεπε να πάψει να παίζει το κρυφτό με τον ίδιο τον εαυτό της. Ενδιαφερόταν για το Μίμη. Άραγε θα ερχόταν ποτέ η στιγμή που θα της μιλούσε για τον έρωτά του; «Θε μου! μία γυναίκα… δύο άντρες!» Πήρε βαθιά αναπνοή. «Ο Μίμης δεν έχει πολλές συναναστροφές. Είναι συμμαζεμένος ο άνθρωπος, φως-φανάρι. Τώρα έτσι στα καλά καθούμενα βγήκε από τη γωνιά του και παίζει το παιχνίδι του άντρα που αποφασίζει να διεκδικήσει εκείνο που θέλει: τη γυναίκα ενός άλλου, μία γυναίκα που δεν ξέρει τι θέλει!»
Η Ρένα τ’ αναμασούσε όλα αυτά στο νου της, με δέος. Θα έκανε υπομονή και θα παρακολουθούσε «ετούτο το παιχνίδι με ενδιαφέρον, με συγκίνηση, με… με…» Έπαψε να σκέφτεται. Ήταν πολύ συγκινημένη. Οι χτύποι της καρδιά της ξεχώριζαν, την ενοχλούσαν. Συγκεντρώθηκε τελικά στη δουλειά της.
Ο Μίμης είχε αφήσει το γραφείο και κατευθυνόταν προς την τάξη του, όταν είδε τον Αχιλλέα. Βιαζόταν να κατέβει στην αυλή. Τον περίμεναν οι μαθήτριες.
-Αχιλλέα… να σου πω…
Ο Αχιλλέας σταμάτησε. Τον ρώτησε:
-Ναι… Τι νέα;
-Μίλησα με τη Ρένα. Τι θά ’λεγες να βγαίναμε έξω, η Ρένα, η Μάγδα εσύ κι εγώ. Οι τέσσερις μας.
-Τι είναι αύριο… Τρίτη; Εντάξει δεν έχω τάξη την πρώτη ώρα, οπότε αν αργήσω απόψε και παρακοιμηθώ το πρωΐ, θα βολευτώ κάπως. Άλλωστε θέλω να σ’ ευχαριστήσω για τα καλά λόγια που είπες στη Μάγδα. Είναι θηρίο, έτσι; Θα τα πούμε όμως το βράδυ. Πού θα πάμε λοιπόν ;
-Ξέρω ένα καλούτσικο μέρος, το Μινιόν. Στις 8.30 μ.μ., τι λες; ρώτησε ο Μίμης.
-Ο.Κ. φεύγω γιατί άργησα κιόλας! είπε ο Αχιλλέας κυττάζοντας το ωρολόγι του.
-Πες το και στη Ρένα όταν τη δεις. Δεν νομίζω ότι θα τη δω πριν να φύγω. Έχει δίωρο με την επόμενη τάξη της. Εγώ αποχωρώ μετά από αυτή την τάξη, πρόλαβε να πει ο Μίμης.
-Πώς τα πήγες με τα «θηρία»; ρώτησε η Ρένα το Μίμη παιχνιδιάρικα.
-Εντάξει, παιδιά είναι. Αν μεγαλώσουν λιγάκι ακόμα… τότε…
-Τότε;
-Τότε, ίσως και να γίνουν τελικά θηρία! είπε ο Μίμης ήσυχα.
Κάθησε στο γραφείο του ήσυχος. Άνοιξε ένα σημειωματάριο. Συγκεντρώθηκε. Η Ρένα τον κύτταζε. Κάτι έγραφε και είχε δοθεί ολόκληρος σ’ εκείνο το σημειωματάριο. «Θα είναι ημερολόγιο! Α, μπα! Δεν μπορεί να γράφει τέτοια πράγματα εδώ μέσα!» σκέφτηκε η Ρένα. Σηκώθηκε και κίνησε για τη βιβλιοθήκη του γραφείου. Βράδυνε το βήμα της καθώς περνούσε μπροστά από το γραφείο του Μίμη.
-Διακόπτω; ρώτησε απολογητικά.
Ο Μίμης πετάχτηκε από το γραφείο του κοκκινίζοντας και έχοντας κλείσει ταυτόχρονα το σημειωματάριό του.
-Συγγνώμη, που δε σε κατάλαβα Ρένα, κάτι έγραφα.
-Ναι το πρόσεξα, είπε εκείνη χαμογελαστή.
-Μου αρέσει να μουντζουρώνω ξέρεις…
-Θέλεις να πεις πως σου αρέσει να γράφεις; επέμενε η Ρένα.
-Πες το κι έτσι αν θες, είπε πιο ήρεμος τώρα ο Μίμης.
-Ω, πολύ ενδιαφέρον! Και τι σου αρέσει να γράφεις; ρώτησε με περιέργεια η Ρένα
-Διάφορα… Σκέψεις… στίχους… είπε ο άντρας.
-Πολύ ενδιαφέρον! είπε πάλι η Ρένα με κάποια αμηχανία αυτή τη φορά.
Δεν το ήξερε. «Για φαντάσου να μην το έχω προσέξει τόσον καιρό! Καλά βρε παιδί μου, ούτε τυφλή να ήμουν!» σκέφτηκε.
Είχε συγχιστεί μ’ εκείνη την ανακάλυψη-αποκάλυψη.
-Καλά λοιπόν Μίμη, έχω να πάρω κάτι από τα ράφια κι ύστερα έχω τάξη. Δίωρο παρακαλώ.
-Ναι, το ξέρω. Εγώ θα φύγω σε μισή ώρα. Θα σας δω το βράδυ -εσένα και τον Αχιλλέα- στο Μινιόν, είπε ο Μίμης, και έγειρε πίσω στο κάθισμά του, ενώ η Ρένα είχε σταθεί μπροστά στα ράφια με τα βιβλία και έψαχνε.
Ξαφνικά σα να σκέφτηκε κάτι ο Μίμης σηκώθηκε και στάθηκε δίπλα στη Ρένα.
-Ρένα, συγγνώμη που σε διακόπτω. Μπορώ να περιμένω άλλη μισή ώρα, ώσπου να τελειώσεις και να σε πετάξω στο σπίτι σου, πρότεινε.
-Θα μπορούσες να περιμένεις; ρώτησε εκείνη.
-Έτσι κι αλλιώς γράφω, δεν με πειράζει αν γράφω εδώ ή στο σπίτι μου. Θα σε περιμένω εδώ ώσπου να τελειώσεις.
-Εντάξει Μίμη, σ’ ευχαριστώ, είπε κι απομακρύνθηκε, κρατώντας τα βιβλία που είχε μόλις κατεβάσει από τα ράφια.
Η Ρένα ήταν ευχαριστημένη που δε θα χρειαζόταν τη συγκοινωνία σήμερα. Αισθανόταν κουρασμένη. Δεν ήταν εντελώς έτοιμη οικονομικά για ν’ αγοράσει το δικό της αυτοκίνητο. Αλλά δε θ’ αργούσε.
Στις 1.30 μ.μ. οι δυο τους ο Μίμης και η Ρένα, συναντήθηκαν έξω από το γραφείο. Προχώρησαν προς το αυτοκίνητο του Μίμη και επιβιβάστηκαν. Δεν άργησαν να φτάσουν στον προορισμό τους.
-Φτάσαμε! είπε η Ρένα κι άνοιξε την πόρτα.
-Καλή η πολυκατοικία, και νέα… είπε ο Μίμης.
-Πέντε χρονών μόνο, είπε η Ρένα και χαμογέλασε. Ύστερα αμέσως πρόσθεσε:
-Ελα, βγες κι εσύ! Θέλεις να δεις το διαμέρισμά μου; Αν έχεις χρόνο βέβαια. Θα σου φτιάξω και καφέ.
-Αφού με προσκαλείς, πώς μπορώ ν’ αρνηθώ; είπε ο Μίμης χαμογελώντας και ανοίγοντας την πόρτα του βγήκε.
Έκλεισε και προχώρησαν παρέα προς την είσοδο της πολυκατοικίας. Ανέβηκαν στον τρίτο όροφο. Η Ρένα άνοιξε την πρώτη πόρτα, τη σχεδόν αντικρυστά από το ασανσέρ. Πέρασε πρώτη μέσα και ο Μίμης ακολούθησε.
-Κάθησε όπου σ’ αρέσει, πρότεινε η Ρένα.
-Θα σου κάνω παρέα ενώ θα φτιάχνεις τον καφέ, είπε ο Μίμης και την ακολούθησε στη μικροσκοπική κουζίνα του διαμερίσματος που χωριζόταν με πάσσο από το καθιστικό.
-Ο.Κ. είπε η Ρένα γελώντας.
-Το διαμέρισμά σου είναι πολύ ευχάριστο, το ξέρεις;
-Χαίρομαι που σ’ αρέσει, ανταποκρίθηκε η Ρένα.
-Είναι σαν την οικοδέσποινά του! δήλωσε ο Μίμης.
Η Ρένα γύρισε και τον κύτταξε χαμογελώντας. Ντυμένη σε μία ίσια μαύρη φούστα κι ένα μελλί μπλουζάκι είχε τα ίσια καστανά μαλλιά της, χυμένα στην πλάτη της. Το άρωμά της, διακριτικό, «μιλούσε στην αίσθηση κατευθείαν».
Ο Μίμης που είχε ονειρευτεί μία παρόμοια με ετούτη περίπτωση -να είναι μόνοι οι δυο τους η Ρένα κι αυτός-, αισθανόταν ξαφνικά αφοπλισμένος. Ο Αχιλλέας ήταν «σωστός αίλουρος, αιόλος…» και αυτός δεν ήταν αμοραλιστής… Ο «γυμναστής» είχε επιχειρήσει γρήγορα, είχε βρει εύφορο το έδαφος και είχε κερδίσει τη Ρένα… Επομένως τι άραγε περίμενε να συμβεί; Κάποιο θαύμα -εκ των υστέρων- και η Ρένα να πέσει στην αγκαλιά του από το πουθενά; Σίγουρα δεν ήταν ένα παραγινωμένο φρούτο για να το κόψει και να το φάει! Όχι, σίγουρα όχι! Η Ρένα ήταν μοντέρνο κορίτσι και δεν την πείραζε καθόλου να το ξέρουν όλοι ότι ο Αχιλλέας ήταν φίλος της. «Επιπλέον η λέξη φίλος έχει πλατειαστεί ως προς την έννοιά της στις μέρες μας… Μία είναι η ουσία ότι είναι άντρας της και ο κανόνας είναι «ου μοιχεύσεις ους ο έρως συνέζευξεν!» είχε σκεφτεί ξανά και πάλι.
Ο Μίμης ποφάσισε να καθήσει ξαφνικά. Δεν ένιωθε ασφαλής κοντά στη νέα. Εκείνη τον κύτταξε ερωτηματικά και ο Μίμης χαμογέλασε αδέξια. Ύστερα άρχισε να προσέχει ό,τι δεν είχε προσέξει πριν. Το φως που έμπαινε άπλετα από τα μεγάλα παράθυρα και την διπλή πόρτα προς το μπαλκόνι, δεν άφηνε να διαγράφονται έντονα τα κρεμασμένα στους τοίχους: μικροί πίνακες και κάποια ίδια υπογραφή. Σηκώθηκε για να δει.
-Ρένα Π.; μα αυτό δεν είναι το όνομά σου Ρένα; ρώτησε.
Η Ρένα γέλασε.
-Ναι είναι…
-Επομένως… Είναι σωστό αυτό που σκέφτομαι;
-Αν είμαι η ζωγράφος τους; Ναι, είμαι.
-Συγχαρτήρια κορίτσι μου! Πολύ όμορφα. Δεν το είχα φανταστεί… είπε με θαυμασμό ο Μίμης.
-Σου αρέσει κάποιο ιδιαίτερα; ρώτησε η Ρένα.
Ο Μίμης κύτταξε ξανά σταματώντας μπροστά σε τρία μικρά που είχαν κρεμαστεί κλιμακωτά. Τρεις εντελώς διαφορετικοί κλάουν, από την κορυφή προς τα κάτω: ένας ευτυχισμένος, ένας παραπονεμένος και ένας κλαψιάρης.
Η Ρένα το πρόσεξε.
-Σ’ αρέσουν οι κλάουνς μου; ρώτησε.
-Είναι η ίδια η ζωή! είπε ο Μίμης μελαγχολικά.
Γύρισε το βλέμμα του σε έναν γυμνό άντρα. Τον δάγκωσε ξαφνικά η ζήλεια. Δεν τόλμησε να ρωτήσει και η Ρένα έστρεψε το βλέμμα της στο μπουφέ από όπου τράβαγε τώρα δύο πιάτα του κέϊκ. «Δε θα γίνω ζηλιαρόγατος! Δε μου πάει. Με ποιο δικαίωμα άλλωστε; Μ’ εκείνο του συναδέλφου ή του ηλίθιου που παραμονεύει για ν’ αρπάξει τη γυναίκα ενός άλλου γιατί την αγαπάει λέει. Δεν πειράζει… θα κάνω υπομονή και θα περιμένω. Δεν ταιριάζουν με τον Αχιλλέα ό,τι και να πουν ό,τι και να κάνουν. Ο Αχιλλέας είναι το σώμα… η Ρένα έχει κι άλλες ανάγκες. Είμαι σίγουρος γι αυτό, τώρα μάλιστα που βλέπω τη ζωγραφική της».
Η Ρένα ακούμπησε το μεγάλο δίσκο με τους καφέδες και το κέϊκ, στο χαμηλό τραπέζι.
-Ωραίο, γλυκό απόγευμα! Δε συμφωνείς Μίμη;
Ο Μίμης χαμογέλασε. Του άρεσε που είχε κιόλας αποκτήσει μαζί του μία σχετική οικειότητα.
-Συμφωνώ, είπε και περίμενε.
-Θα σ’ αφήσω να βάλεις μόνος σου τη ζάχαρι και το γάλα. Και… Μίμη, μην ντρέπεσαι να δοκιμάσεις από το κέϊκ. Τό έφτιαξα μόνη μου!
-Έχεις κι άλλες εκπλήξεις Ρένα;
Η Ρένα γέλασε.
-Όχι δα! Απλά δε με ξέρεις γι’ αυτό πιθανόν και εντυπωσιάζεσαι. Πολλοί άνθρωποι κάνουν διαφορετικά πράγματα ταυτόχρονα. Δεν αποτελώ εξαίρεση.
-Δε θα πω εκείνα που λένε σε τέτοιες περιπτώσεις. Θα δοκιμάσω το κέϊκ σου, γεγονός που αποτελεί σημαντική εξαίρεση, καθώς… δεν τρώω γλυκά.
-Ω! Μα δε θέλω να γίνω αιτία να χαλάσεις το πρόγραμμα της διατροφής σου! είπε η Ρένα χαμογελαστή.
Ο Μίμης γέλασε. Η Ρένα πάντα ευχάριστη, τον ρώτησε:
-Θα μου πεις για το γράψιμό σου Μίμη;
-Ναι αμέ! Ξέρεις, μ’ αρέσει να γράφω αστυνομικές ιστορίες, λέει και γελάει.
Η Ρένα κάνει ένα μορφασμό έκπληξης.
-Αλήθεια; Για πες… περιμένει η Ρένα μ’ ενδιαφέρον.
-Ναι… Έχω γράψει δύο μέχρι στιγμής. Το γράψιμο, σχετίζεται με την ανάγκη για απομόνωση και σκέψη ξέρεις. Είναι εσωστρέφεια, είδος εγωϊσμού, προσπάθεια επικοινωνίας με το δικό σου εσωτερικό, ένα ταξίδι στο γνώθι σαυτώ. Η φαντασία είναι το επόμενο στοιχείο που προκαλεί, και το συνονθύλευμα και η καταγραφή όλων των παραπάνω στοιχείων ενωμένων, οδηγούν στη δημιουργία. Συχνά κέφτομαι γιατί μου αρέσει να ρωτάω και ν’ απαντάω! Είναι γιατί έτσι πασπατεύω τα παρόμοια συστατικά στους συνανθρώπους μου, στους μεγάλους δασκάλους, στους σοφούς και αραδιάζω τις σκέψεις μου -πού αλλού;- παρά στο χαρτί και στο κομπιούτερ…
Η Ρένα τον ακούει προσεκτικά.
-Κι εμένα μου αρέσει η απομόνωση. Μόνο έτσι μπορώ και ενορώ βαθιά μέσα μου, στην ψυχή μου. Μου αρέσει αυτό, δε φοβάμαι ν’ αναλύω, δε φοβάμαι να κριτικάρω τον εαυτό μου. Μου αρέσει η αυτοανάλυση. Και ξέρεις; Είναι και κάτι άλλο. Μου αρέσουν οι ποιητές… η ποίηση. Γενικά μου αρέσει η δημιουργία. Αγαπάω τη ζωγραφική. Αυτό που λέγεται με λέξεις, μπορεί να εικονιστεί… και τανάπαλιν. Με γοητεύει η σύνδεση των δύο.
Ο Μίμης την κυττάζει σκεφτικός. Δε μιλάει. Η Ρένα σιωπά. Περιμένει κάτι, μία αντίδραση, που όμως δεν έρχεται. Ο Μίμης σηκώνεται. Δε θέλει να πει ότι έχουν πολλά κοινά, θα ήταν cliché! Τώρα φαίνεται πολύ σοβαρός.
-Ρένα πρέπει να φύγω. Θα σου δώσω έτσι καιρό να ξεκουραστείς. Θα συνεχίσουμε τη συζήτηση το βράδυ αν μας δοθεί η ευκαιρία. Σ’ ευχαριστώ για τον ωραίο καφέ και την όμορφη παρέα. Δε θέλω να κακομάθω ξέρεις!
Η Ρένα τον κυττάζει στεναχωρημένη. Δεν ξέρει τι να υποθέσει. Το νιώθει. Ο Μίμης δεν είναι ευτυχισμένος.
-Ο.Κ. Μίμη. Γεια σου λοιπόν μέχρι αργότερα, λέει και του δίνει το χέρι της.
Ο Μίμης το κρατάει για λίγο και ύστερα χωρίς να παίρνει τα μάτια του από τα δικά της, το φέρνει αργά στα χείλια του και το φιλάει. Η Ρένα κοκκινίζει. Ξαφνικά και χωρίς να καταλαβαίνει το πώς ή τη χρονική στιγμή, βρίσκεται κολλημένη στο στήθος του. Ο Μίμης τη φιλάει τρυφερά στα μαλλιά κι αναπνέει το άρωμά της.
-Τι όμορφα που μυρίζεις! μουρμουρίζει.
Η Ρένα αισθάνεται το χτύπο της καρδιάς του κι απορεί με τον εαυτό της. Της αρέσει τόσο πολύ αυτή η τρυφερή και ζεστή αγκαλιά. Αναστενάζει.
-Μίμη…
Τα χείλια τους ενώνονται με πάθος. Η έλξη αποδεικνύεται αμοιβαία. Η Ρένα τον απωθεί μαλακά. Οφείλουν να συγκρατηθούν.
-Γεια σου Μίμη… ψιθυρίζει.
Ο Μίμης την κυττάζει σα μεθυσμένος. Καταλαβαίνει. Λύνει τα χέρια του.
-Ναι, βέβαια! Γεια σου, λέει σιγανά.
Της γυρίζει την πλάτη του βιαστικά λες και φοβάται μήπως δεν την υπακούσει. Ανοίγει την πόρτα και την κλείνει πίσω του. Η Ρένα κυττάζει την κλειστή πόρτα λες και ο Μίμης στέκεται εκεί μπροστά της. Προχωράει και φτάνει στην πόρτα. Χαϊδεύει το πόμολο.
-Γεια σου Μίμη! ψιθυρίζει λυπημένη.
Αισθάνεται αναστατωμένη. Μοιρασμένη. Άθλια σε τελική ανάλυση. «Δύο αγάπες, δύο έρωτες, δύο άντρες;» Κατευθύνεται στο πάσσο της κουζίνας. Τραβάει το κονιάκ και χύνει ένα δάχτυλο στο ποτήρι. Δεν το συνηθίζει. Όμως πονάει μέσα της. Αναρωτιέται αν είναι καλά, αν είναι έντιμη. Αν είναι… «μητρομανής!» «Είμαι και δεν το ήξερα;» αναρωτιέται και ξαπλώνει στον καναπέ του σαλονιού. Την παίρνει ένας σωτήριος ύπνος που όμως δε βαστάει πολύ καθώς ακούει το τηλέφωνο. Το σηκώνει από το τραπεζάκι δίπλα της.
-Τι κάνεις μωράκι μου; ακούγεται ο Αχιλλέας.
-Κοιμάμαι! απαντάει εκείνη μισοκοιμισμένη.
-Τέτοια ώρα; Θά’ ρθω να σε πάρω σε λίγο! Σήκω λοιπόν!
-Μα, τι ώρα είναι; ρωτάει τώρα η Ρένα.
-Εξίμισι. Ο Μίμης θα καθυστερήσει δέκα-δεκαπέντε λεπτά. Θα έρθει με τη Μάγδα στο ραντεβού μας. Κάτι τους έτυχε απ’ ότι κατάλαβα.
Η Ρένα έχει ξυπνήσει για τα καλά τώρα. Δε μπορούσε να το πιστέψει. Εξίμιση; Απίστευτο. Είχε κοιμηθεί για ώρες.
-Εντάξει, κατάλαβα.
-Τι κατάλαβες; Έλα μωράκι μου, ξύπνα επιτέλους!
-Έλα, σε μισή ώρα θα είμαι έτοιμη, είπε η Ρένα κι άφησε το τηλέφωνο στη βάση του.
«Τι της συμβαίνει επιτέλους; Ακούγεται διαφορετική. Μήπως είναι αδιάθετη και δεν το πήρα χαμπάρι; Έχω να τη δω δύο-τρεις μέρες εκτός σχολείου». Ο Αχιλλέας συνεχίζει να σκέφτεται: «Ο ύπνος χαζεύει. Τι κάθομαι και σκέφτομαι;»
Σε μισή ώρα ένα αυτοκίνητο είχε παρκάρει μπροστά στο σπίτι της Ρένας κι αμέσως ύστερα κάποιος χτυπούσε το κουδούνι της στον πίνακα των ονομάτων της πολυκατοικίας. Η Ρένα μισούσε να τη στήνουν. Το είχε πει κάποτε στον Αχιλλέα με έναν τρόπο, που δεν ξεχνιόταν. Η Ρένα απάντησε ανοίγοντας την είσοδο της πολυκατοικίας. Δεν άργησε ν’ ακουστεί το κουδούνι του διαμερίσματός της και σα να ήταν στημένη πίσω από την πόρτα, την άνοιξε αμέσως. Σάστισε.
-Καλησπέρα! πέταξε συνοφρυωμένη.
-Γεια σου και πάλι! είπε ο Μίμης –αυτός ήταν κι όχι ο Αχιλλέας- και βάλθηκε να εξηγήσει στη Ρένα που σιωπούσε.
-Ο Αχιλλέας συζητούσε με τη Μάγδα και ανέβηκα εγώ αντί γι αυτόν. Πειράζει; τη ρώτησε ήσυχα.
-Όχι, καθόλου, είπε η Ρένα και σπίθες οργής, γυάλιζαν στα μάτια της.
Δεν ήταν δυνατόν να παίξει τη ζηλιάρα ύστερα από ότι είχε μεσολαβήσει ανάμεσά τους. Γενικά όμως την πείραζε η όποια ακαταστασία… στη ζωή της.
-Κλείνω και φεύγουμε, είπε στο Μίμη και τράβηξε την πόρτα του διαμερίσματός της.
Ο Μίμης δεν άρθρωσε λέξη, μόνο την κυττούσε προσεκτικά. Στο ασανσέρ δεν αντάλλαξαν κουβέντα και όταν έφτασαν στο πεζοδρόμιο η Ρένα είδε τον Αχιλλέα να κάθεται δίπλα στη Μάγδα.
Ο Αχιλλέας ετοιμάστηκε να βγει αλλά η Ρένα βιάστηκε να μπει στο κάθισμά της αποκλείοντάς του έτσι το χαιρετισμό τους από πολύ κοντά. Ο Αχιλλέας άπλωσε το χέρι του, χάϊδεψε τα μαλλιά της και είπε εύθυμα.
-Μωράκι… δεν πιστεύω να σε πείραξε που δεν ανέβηκα απάνω. Είχα μία συζήτηση με τη Μάγδα.
Η Ρένα χωρίς να πει τίποτα γύρισε και είπε:
-Μάγδα δεν χρειάζεται να συστηθούμε απ’ ότι καταλαβαίνω. Η Μάγδα γέλασε και είπε χαρούμενη:
-Μου μίλησε τόσο πολύ ο Μίμης για σένα, που είναι σαν σε γνωρίζω από χρόνια. Ύστερα δαγκώθηκε λες και είχε κάνει κάτι κακό.
-Συγγνώμη! Δεν έπρεπε να μιλήσω έτσι. Συγγνώμη!
-Δεν είπες τίποτε το παράξενο. Ο αδερφός σου κι εγώ συναντιόμαστε καθημερινά στο γραφείο, είμαστε συνάδελφοι. Έτσι δεν είναι; Άλλωστε ο Αχιλλέας δεν παραξηγείται από κάτι τέτοια. Είμαστε όλοι συνάδελφοι.
Ο Αχιλλέας χαμογέλασε γεμάτος κατανόηση.
-Ακριβώς έτσι.
Η Μάγδα ησυχασμένη άρχισε να μιλάει για κάτι νέο. Έτσι «τιτιβίζοντας σα μικρό χαρούμενο πουλάκι» συνέχισε να τους συντροφεύει κυριολεκτικά, καθώς οι άλλοι τρεις λες και είχαν καταπιεί τη γλώσσα τους. Έφτασαν κάποτε στο κέντρο που είχαν ορίσει. Οι άντρες κατέβηκαν πρώτοι και οι γυναίκες ακολούθησαν με κάποια κατανοητή καθυστέρηση, καθώς ταυτόχρονα -λες και ήταν συνενοημένες- είχαν κυτταχτεί στο καθρεφτάκι της πούδρας τους, πριν ν’ αφήσουν το αυτοκίνητο. Προχώρησαν και ακολουθώντας τους άντρες βρέθηκαν στην είσοδο του κέντρου. Ο Μίμης μίλησε σ’ έναν από τους υπαλλήλους. Είχε κρατήσει τραπέζι για τέσσερις.
Πολύ ζεστό, ρομαντικό και ήσυχο μέρος με «live piano music». Οι νότες χύνονταν απαλές, ταυτόσημες των κινήσεων των δακτύλων του ώριμου πιανίστα, που συγκεντρωμένος στη δουλειά του, δεν έβλεπε ή άκουγε τίποτα, πέρα από αυτές, προϊόντα της μαεστρίας του και των συνδυασμών: χορδών, σφυρών και τελικά των πλήκτρων, πάνω στα οποία έτρεχαν, βάδιζαν ή γλυστρούσαν τα μυημένα δάχτυλά του.
Καθώς προσπερνούσαν η Μάγδα σταμάτησε δίπλα του μια στιγμή μόνο, για να τον θαυμάσει. Ο καλλιτέχνης αισθάνθηκε το άρωμά της, νεανικό, ευαίσθητο, προσφιλές. Γύρισε μία στιγμή και της χαμογέλασε με τρυφερότητα. Εκείνη ανταπέδωσε το γρήγορο βλέμμα του μ’ έναν ανεπαίσθητο χαιρετισμό, με μία κίνηση του κεφαλιού της και κατευθύνθηκε προς το τραπέζι όπου είχαν ήδη καθήσει τα άτομα της μικρής τους παρέας. Η Ρένα και ο Αχιλλέας έχοντας αντιληφθεί τη φευγαλέα επαφή των δύο, κύτταξαν τη Μάγδα ερωτηματικά. Ο Μίμης ανέλαβε να εξηγήσει:
-Ο Μαίτρ… υπήρξε δάσκαλος της Μάγδας στο πιάνο ξέρετε.
-Πολυτάλαντη η Μάγδα λοιπόν! θαύμασε ο Αχιλλέας.
-Ναι είναι, είπε ο Μίμης απλά.
Η Ρένα κύτταξε τον Αχιλλέα. Η απότομη σοβαρότητά του την εντυπωσίαζε. «Τι άραγε έχει στο νου του;» αναρωτήθηκε. Είχε καθήσει απέναντί του και δίπλα στο Μίμη. Θεώρησε ότι ήταν σωστό μια και ο Μίμης της πρόσφερε κάθισμα, ενώ ο Αχιλλέας είχε ξεμείνει πίσω σα να περίμενε για τη Μάγδα. «Όλα αυτά είναι μάλλον παράξενα!» σκέφτηκε ξανά η Ρένα καθώς και η ίδια ένιωθε μία απομάκρυνση από «τον άντρα της, μέχρι τη στιγμή εκείνη, τουλάχιστον». Ο Αχιλλέας είχε προσφέρει τη θέση στη Μάγδα σα να ήθελε να αναταποδώσει την ευγενική κίνηση του Μίμη «στη γυναίκα του». Ύστερα αφού η νεαρή είχε πλέον καθήσει, κάθησε ήσυχος και βάλθηκε να κυττάζει τη Ρένα. Της χαμογέλασε. Η Ρένα του έριξε ένα βλέμμα και αμέσως μετά συγκεντρώθηκε ν’ ακούει τη Μάγδα δίπλα της που είχε αρχίσει να μιλάει με μία χαριτωμένη προθυμία, από την πρώτη στιγμή.
-Ζήτησα ξέρεις από τους άντρες να καθήσουμε δίπλα-δίπλα, γιατί ήθελα να σου μιλήσω, είπε η Μάγδα.
«Όχι δεν ήξερε», αλλά καταλάβαινε ότι είχε προηγηθεί είδος «συνομωσίας» πριν να την πάρουν από το σπίτι της για το κέντρο, όπου βρίσκονταν.
-Αλήθεια; Θα πρέπει να είναι κάτι πολύ σοβαρό πιστεύω. Ανυπομονώ λοιπόν, είπε με ευγένεια και άδολο ενδιαφέρον η Ρένα.
Η Μάγδα σοβαρεύτηκε ξαφνικά κι άρχισε να μιλάει σα να ήταν έμπορας, ή κτηματομεσίτης, ή αγοραστής, ή κυνηγός ταλέντων… ή όλα αυτά μαζί… Εκείνες τις στιγμές άρχισε η Ρένα να κατανοεί τη σχέση της Μάγδας με τον Αχιλλέα. Όταν η Μάγδα είχε τελειώσει γνώριζε πλέον ότι επρόκειτο για επαγγελματική σχέση… «Δόξα τω Θεώ!» Άλλωστε ο Αχιλλέας είχε εξηγήσει στη Ρένα για την επικοινωνία του με τη Μάγδα, από την πρώτη κιόλας συνάντησή τους. «Μα δεν υπάρχει θέμα εμπιστοσύνης με τον Αχιλλέα χρυσή μου… εσύ είσαι η προδότρα!» σκέφτηκε η Ρένα και ξαφνικά κοκκινίζοντας κατέβασε τα μάτια της. Η Μάγδα το πρόσεξε αυτό αλλά το προσπέρασε και της μίλησε ξανά σχετικά μ’ εκείνο το «κάτι».
-Ακούω ότι ασχολείσαι και με άλλα πράγματα πέρα από το δασκαλίκι Ρένα. Ζωγραφίζεις, έτσι δεν είναι; Ίσως και να μπορέσουμε να συνεργαστούμε για την επιχείρηση που ετοιμάζομαι ν’ ανοίξω. Με τη βοήθεια του αρχιτέκτονά μου, έχω σχεδιάσει ένα συγκεκριμένο εσωτερικό για τη Γυμναστική Ακαδημία. Τι εννοώ; Εννοώ τη διακόσμηση. Παραστάσεις αντίστοιχες των δραστηριοτήτων θα διακοσμούν τους χώρους που θα τις φιλοξενούν. Στην ξιφασκία για παράδειγμα ή στην κολύμβηση. Θα πληρωθείς καλά για τη δουλειά αυτή.
Η Ρένα γελάει χωρίς να το θέλει.
-Μάγδα, με συγχωρείς. Αλλά ποιος σου είπε ότι είμαι ικανή για κάτι τέτοιο; Εγώ ζωγραφίζω γιατί μου αρέσει. Χόμπι είναι… δεν είμαι επαγγελματίας ζωγράφος. Όταν μου τη δίνει -για να το πω έτσι απλά- βρίσκω στην τέχνη μία διέξοδο. Όπως είπα λοιπόν, δεν είμαι επαγγελματίας ζωγράφος. Χρειάζεσαι έναν commercial artist. Τέτοιοι είναι πολλοί, ταλαντούχοι και γρήγοροι, πίστεψέ με!
Η Μάγδα την κύτταξε μάλλον ψυχρά.
-Άγχη κι ανησυχίες, εσύ; Γιατί; Αλλά τι ρωτάω; Συγγνώμη, κάθε άλλο παρά αδιάκριτη θα ήθελα να είμαι. Δεν ξέρω γιατί το είπα.
-Δεν με πειράζει. Είναι αλήθεια ότι δεν γνωριζόμαστε καθόλου, είπε η Ρένα με ύφος εξίσου αδιάφορο.
-Το ξέρω αγαπητή μου. Μας δίνεται όμως μία καλή ευκαιρία τώρα, με μία μικρή συνεργασία! Όπως είπα, χρειάζομαι έναν καλλιτέχνη του είδους σου, καθώς μ’ αρέσει το άγουρο, το πρωτότυπο το έργο ενός ερασιτέχνη και όχι ενός commercial artist. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις. Θέλω να δημιουργήσω ατμόσφαιρα, απλή, relaxing. Δεν μου αρέσουν οι χώροι όπου οι άνθρωποι φαίνονται απλοί πελάτες. Θέλω να τους προσφέρω ένα περιβάλλον, όπου πραγματικά θα αισθάνονται όμορφα γιατί σέβομαι τους ανθρώπους που υπολογίζουν την υγεία τους, που σέβονται τη φυσιολογία του σώματός τους.
Θα υπάρχει κι ένα κυλικείο ώστε να μπορούν να προμηθευτούν ένα ποτό ή healthy foods, fruit bars ή sandwiches. Θα υπάρχει κλασσική μουσική σε ωρισμένους χώρους, ενώ σε κάποιους άλλους, στο χώρο των aerobics για παράδειγμα, θα ακούγονται modern music, themes…
Ο Αχιλλέας παρακολουθούσε τη συζήτηση των δύο γυναικών. Πότε κυττούσε τη Μάγδα με πολύ σεβασμό και πότε τη Ρένα με κάποια αγωνία, λες και οι απαντήσεις της θα επηρέαζαν τη δική του σχέση με τη Μάγδα Σάθα. «Αυτή είναι θεριό, παιδί μου!» σκέφτηκε κάποια στιγμή με ανεπιφύλακτο θαυμασμό. Ο Μίμης όμως δεν έδειχνε την παραμικρή εντύπωση. Ήταν ολοφάνερο ότι την ήξερε πολύ καλά την «αδερφούλα» του και επιπλέον τα σχέδιά της τα σχετικά με την επιχείρησή της. Κάποια στιγμή που οι άλλοι είχαν στραμμένη την προσοχή τους στη συζήτησή τους με τη Μάγδα, ο Μίμης την κύτταξε αυστηρά. Η Μάγδα ένιωσε και κατανόησε εκείνο το συγκεκριμένο βλέμμα του αδερφού της.
-Νομίζω ότι είπα περισσότερα από όσα μου πέφτουν στη μερίδα μου της συζήτησης. Ζητάω συγγνώμη αν σας κούρασα, είπε ασυνήθιστα ταπεινά.
Ο Μίμης αφού άφησε να περάσει ένα λεπτό είπε με ήσυχο τρόπο.
-Μήπως πεινάτε τελικά; Γιατί αν είναι έτσι… τότε να φωνάξουμε τον υπάλληλο του μαγαζιού.
Η Ρένα δεν πεινούσε. Ένωθε κουρασμένη. Ήξερε πολύ καλά τι έφταιγε. Τελικά ύστερα από τόσον καιρό έβλεπε ότι ο Αχχιλλέας τη θεωρούσε πλέον χτήμα του κι επομένως δεν ανησυχούσε καθόλου για το πώς αισθανόταν. «Σήμερα είναι η επιχείρηση της Μάγδας, αύριο θα είναι κάτι άλλο. Παραγνωριστήκαμε μα τω Θεώ!» σκέφτηκε κουρασμένη. «Κι ο Μίμης; Ο Μίμης! Δε θέλω να σκέφτομαι τίποτα και κανέναν αυτή τη στιγμή!» απάντησε στο ρητορικό της ερώτημα.
-Τι θα φάμε αγάπη, ακούστηκε η φωνή του Αχιλλέα.
-Ρένα, σου μιλάω αγάπη μου, επέμενε ο άντρας της.
-Α… ναι, συγγνώμη! Δεν… δεν ξέρω, είπε κοκκινίζοντας και όλοι την κύτταξαν παραξενεμένοι.
Η Ρένα είχε μπερδευτεί τόσο με τις σκέψεις της που δεν ήταν σίγουρη σε ποιον απευθυνόταν ο Αχιλλέας. Ο δε Μίμης είχε κιόλας παραγγείλει ένα καλό, ξηρό κρασί, χωρίς οι άλλοι της παρέας να αντιληφθούν το πότε ή το πώς. Ήρθε λοιπόν ο υπάλληλος του μαγαζιού κρατώντας ένα μπουκάλι κρασί.
«Ευχαριστώ αγαπητέ. Άσε… θα σερβίρω εγώ», είπε ο Μίμης και ο υπάλληλος κάνοντας μία ελαφρά υπόκλιση έσκυψε δίπλα από τον αριστερό του ώμο και εναπόθησε το εμφυαλωμένο κρασί πάνω στο τραπέζι δίπλα του, αφήνοντας επίσης και το τριμπουσόν που είχε φέρει. Ύστερα ρωτώντας: «Θα θέλατε κάτι ακόμη κύριε Σάθα;» περίμενε για μία στιγμούλα. Ο Μίμης είπε απλά «σε λίγο ίσως» και με αργές κινήσεις, πήρε το μπουκάλι μπροστά του και το άνοιξε με κινήσεις ανθρώπου που ειδικεύεται στην ιεροτελεστία του ανοίγματος ακριβού κρασιού. Το άνοιξε και το άρωμα –εξαϋλωμένη γοητεία- σκορπίστηκε και έφτασε στα ρουθούνια των παρακαθημένων προκαλώντας ένα ανεπαίσθητο –νοητό θα έλεγε κανείς- ερέθισμα. Ύστερα από λίγες στιγμές αναπνοής του κρασιούς, και έχοντας την προσοχή όλων, ο Μίμης ζήτησε πρώτα το ποτήρι της Ρένας. Ύστερα της Μάγδας ακολούθησε του Αχιλλέα και τελευταίο το δικό του.
Ο Αχιλλέας βιάστηκε, ύψωσε το ποτήρι του
-Στην υγειά μας, παιδιά.
-Υγεία και καλή καρδιά! ευχήθηκε η Μάγδα.
-Μπράβο! πρόσθεσε ο Μίμης.
Η Ρένα χαμογέλασε. «Υπάρχει συμφωνία χαρακτήρων ανάμεσα στα δύο αδέρφια! Τι καλύτερο απ’ αυτό;» σκέφτηκε.
-Τι σκέφτεσαι Ρένα; ρώτησε χαμηλόφωνα ο Μίμης.
-Τίποτα συγκεκριμένο, αλήθεια. Σας ακούω, είπε ήσυχα.
-Σ’ αρέσει το κρασί; τη ρώτησε πάλι ο Μίμης.
-Είναι ο τύπος μου, είπε εκείνη χαμογελώντας αχνά.
Ο υπάλληλος ήρθε κι ετοιμάστηκαν να παραγγείλουν. Η Ρένα δεν είχε καν κυττάξει το μενού. Όταν ήρθε η σειρά της είπε ότι ίσως να έπαιρνε λίγη σαλάτα. «Ποια θα θέλατε από όλες;» ρώτησε ο υπάλληλος και η Ρένα ντροπιάστηκε.
-Ρένα… μη βιάζεσαι μπορείς να παραγγείλεις μετά από εμάς. Κύτταξε το μενού με την ησυχία σου, επενέβη ο Μίμης.
-Ευχαριστώ είπε εκείνη και σιώπησε.
Κύτταξε αδιάφορα στο μενού. «Ψάρι και χόρτα» σκέφτηκε. Είχαν ποικιλία. Αποφάσισε για ξιφία και χόρτα. Περίμενε λοιπόν. Όταν οι άλλοι είχαν τελειώσει, παρήγγειλε κι εκείνη.
Ο πιανίστας έπαιζε το Unforgettable. Άρχισε να το τραγουδάει πολύ όμορφα, απαλά, χωρίς ωστόσο να πλησιάζει τη γοητεία της φωνής του Nat King Col, που χρόνια πριν το είχε κάνει μεγάλη επιτυχία. Ο Aχιλλέας σηκώθηκε, και ήρθε και στάθηκε δίπλα στη Ρένα. Έσκυψε και τη ρώτησε τρυφερά.
-Αγάπη μου θα χορέψουμε στον όμορφο αυτό σκοπό;
Η Ρένα ένιωσε μία αντίσταση στο κάλεσμά του. Παραξενεύτηκε με τον εαυτό της. Ένιωσε τη φλόγα να γλύφει τα μάγουλά της. Λες και ο Αχιλλέας ήταν ξένος. «Τι μου συμβαίνει; Γιατί δε θέλω;» αναρωτήθηκε. Σηκώθηκε όμως χωρίς λέξη. Ο Αχιλλέας πέρασε το μπράτσο του κάτω από το δικό της και την οδήγησε στην πίστα. Την αγκάλιασε με τη γνωστή ζεστασιά του και την έσφιξε απάνω του.
-Χαθήκαμε για μια-δυο μέρες αγάπη μου! της ψιθύρισε στ’ αυτί. Πολύ ενεργετικό κορίτσι αυτή η Μάγδα. Αντράκι σου λέω. Πού τα σκέφτηκε όλα αυτά; Επιχειρηματικό μυαλό παιδίμου! Πω πω πω! Δε θέλεις τέτοια γυναίκα στο πλευρό σου, γιατί στην ουσία δε θα έχεις γυναίκα. Πιστεύω ότι ξημεροβραδυάζει για τα σχέδιά της, που πίστεψέ με θα φάνε πάνω από εκατομμύριο ευρώ για να παραγματοποιηθούν. Κοριτσάκι μου, δεν υπάρχουν γυναίκες σαν κι εσένα. Να μείνεις πάντα όπως είσαι. Μην αλλάξεις κορίτσι μου, μην αλλάξεις ποτέ!
Τη φίλησε προκλητικά και την έσφιξε πάνω του χωρίς να ενδιαφέρεται για τις ματιές των γύρω τους. Η Ρένα κατάλαβε. Ο Αχιλλέας ήταν εκεί, καλά κολλημένος μ’ εκείνη, την ίδια γυναίκα. Ένιωθε ένοχη. Αναρωτιόταν για τον εαυτό της, πώς είχε καταλήξει να αισθάνεται έτσι απέναντί στον Αχιλλέα, που μόλις μερικές εβδομάδες πριν, δεν μπορούσε να διανοηθεί τη ζωή της μακριά του; Ο Αχιλλέας σα να το ένιωσε έσκυψε απάνω της ανήσυχος.
-Ρένα μου, σε βλέπω κάπως ανόρεχτη κανά-δυο μέρες τώρα. Συμβαίνει κάτι και δεν το ξέρω;
Τι να του πει η Ρένα; Τσιμουδιά. Όχι… δε μιλάει. Το σώμα της είχε κιόλας αρχίσει ν’ αλλάζει. Δυσκολεύεται να τον αναγνωρίσει. Τον αποφεύγει ενστικτωδώς. Όχι, δεν είναι κάτι το εσκεμμένο και ο Αχιλλέας, το διαισθάνεται. Η Ρένα έχει αλλάξει, είναι διαφορετική. Πώς και γιατί όμως; Την κυττάζει κάνοντας πίσω το κεφάλι του. Η Ρένα αντιμετωπίζει το βλέμμα του ήρεμα. Όχι… δεν απαντάει. Περιττεύει άλλωστε.
-Λοιπόν; Συμβαίνει κάτι; τη ρωτάει πάλι σοβαρός.
-Είμαι κουρασμένη, απαντά η Ρένα με δυσκολία.
-Ένα κοριτσάκι σαν κι εσένα είναι δυνατόν να αισθάνεται την όποια κούραση; Επέμενε ο Αχιλλέας στεναχωρημένος.
-Θέλω να καθήσω, είπε ανόρεχτα η Ρένα.
Ο Μίμης τους είδε να επιστρέφουν με φανερή ανακούφιση:
-Ευτυχώς που ήρθατε! Θα έρθει το φαγητό όπου νά ’ναι, είπε εντελώς άτοπα.
Η Μάγδα τον κύτταξε πονηρά.
-Έλα Μίμη από πότε στεναχωριέσαι για το φαγητό… και κυρίως πότε θα έρθει; Ρώτησε με προσποιητή αφέλεια.
Ο Μίμης κοκκίνησε, η Ρένα ξερόβηξε και ήπιε νερό από το ποτήρι της και ο Αχιλλέας που δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε, είπε -επίσης εντελώς άτοπα…
-Εγώ όμως ενδιαφέρομαι, γιατί δεν μπορώ να φάω φαγητό που κάθεται στο τραπέζι και με περιμένει.
Η Ρένα αισθανόταν άβολα. Είχε κιόλας χάσει το ενδιαφέρον της. Όλα της φαινόταν άσχετα με το άτομό της. Ναι, είχε αρχίσει να βαρυέται. Θα ήθελε να είναι μόνη στο σπίτι της για να σκεφτεί, να πασπατέψει, να καταλάβει τις ακεφιές της και τα μεράκια της, που είχαν διαστρεβλωθεί τις τελευταίες ημέρες. «Χρειάζομαι χρόνο για τη γενική ανακατάταξη των σκέψεών μου, την ανάλυση και τον εξαερισμό των αισθημάτων μου…» Αναστέναξε. Την κύτταξαν από την παρέα και ένιωσε γελοία.
-Έλα Ρένα μου! Η ζωή δεν είναι τόσο απαίσια!..
Ήταν η Μάγδα. Η Ρένα την κύτταξε προσεκτικά αυτή τη φορά! Τι ήθελε κι ανακατευόταν; Τι ήξερε αυτή η εντελώς άγνωστη νέα, που η ίδια δεν το είχε συνειδητοποιήσει;
Ήρθαν τα φαγητά. Η Ρένα «μόλις που τσίμπησε». Ο Μίμης την κύτταξε προσπαθώντας να κρύψει την ανησυχία του. Ο Αχιλλέας τη ρώτησε και πάλι αν αισθανόταν καλά και η Μάγδα τους παρακολουθούσε όλους και διασκέδαζε. Είχε καταλάβει ακριβώς όλα εκείνα που δεν της είχε πει κανείς τους. Οι δύο άντρες ήταν ερωτευμένοι με τη Ρένα και η Ρένα είχε ξαφνικά μπερδευτεί σ’ ένα πολύ αξιοπρεπές τρίγωνο, ως εκείνη τουλάχιστον τη στιγμή.
-Ένας καλός ύπνος Ρένα μου κι αύριο θα είσαι περδίκι… να μου το θυμάσαι, είπε η Μάγδα πονηρά, κάτι που το αντιλήφθηκε και με το παραπάνω η Ρένα.
-Λες; τη ρώτησε ειρωνικά.
-Αν λέω! Ίσως μάλιστα αν σηκωνόσουν κατά τις έξι θα μπορούσες να κάνεις και ένα καλό jogging. Θα γίνεις άλλος άνθρωπος. Ακόμη και το σκεπτικό σου θ’ αλλοιωθεί, πρότεινε.
-Έχεις κάτι να μου πεις; Εννοώ κάτι πιο συγκεκριμένο. Ξέρεις κάτι που δεν το ξέρω; ή μάλλον βλέπεις κάτι που δεν το βλέπω; ρώτησε η Ρένα λες κι εμπιστευτικά.
-Όχι μα την αλήθεια, δεν ξέρω! Όμως, βλέπω και διακρίνω σχεδόν καθαρά. Κύττα, δεν μου πάει να πω κάτι. Δεν είναι η θέση μου, ειδικά απόψε, εδώ, με τους άντρες. Με καταλαβαίνεις υποθέτω.
-Όχι! είπε η Ρένα απότομα και μ’ ένα παράξενο πείσμα στη φωνή της, υψώνοντας ταυτόχρονα και τον τόνο της.
Ακολούθησε μία ένοχη σιωπή. Το «όχι» της Ρένας είχε επιφέρει ένα είδος αναστάτωσης. Θα μπορούσε να ήταν ηρωϊκό, όμως ήταν μόνο αντιδραστικό. Τι πιο συνηθισμένο από μία διαφωνία πάνω στη συζήτηση ή από ένα «όχι»; Εκείνο που είχε τραβήξει την προσοχή ήταν ο σχεδόν θυμωμένος τόνος της Ρένας, που είχε διατυπωθεί μονολεκτικά για ν’ απηχήσει το απόλυτο.
Ο Αχιλλέας ανήσυχος τώρα και σα να έψαχνε για ένα διέξοδο από εκείνη την αγχοτική σχεδόν κατάσταση, που άγνωστο γιατί και πώς είχε δημιουργηθεί ξαφνικά ανάμεσά τους, απηύθυνε μία εντελώς άσχετη ερώτηση στη Μάγδα.
-Τελικά τι θα κάνουμε αύριο Μάγδα; Θα δούμε εκείνο τον κτηματομεσίτη;
-Νομίζω πως ναι. Είπε πως θα πάρει πρωΐ-πρωΐ για να τακτοποιήσει ένα ραντεβού μαζί μου. Εσύ ποια ώρα θα μπορέσεις τελικά; τον ρώτησε η Μάγδα αφυπνισμένη λες.
-Αύριο έχω δύο τάξεις. Κατά τις δώδεκα μάλλον. Τι νομίζεις; ρώτησε με τη σειρά του ο Αχιλλέας.
-Δεν έχω πρόβλημα. Σε διακοπές είμαι, παζαρέματα κάνω και το οικόπεδο ή το κτίριο, είναι μία από τις δουλειές μου. Αν εσύ που εργάζεσαι με το ωράριο, λες δώδεκα… απομένει το πώς θα πάμε στον κτηματομεσίτη: με το δικό μου αυτοκίνητο, με το δικό σου ή αν θα πάμε χωριστά, τελικά. Διάλεξε και πες μου, είπε μετριόφρονα η εν εκκολάψει μεγαλο-επιχειρηματίας.
Η Ρένα κατάλαβε πως η Μάγδα είχε κιόλας αποφασίσει να συνεργαστεί με τον Αχιλλέα. Η όλη υπόθεση της φαινόταν προκλητικά βιαστική και μάλλον την αποξένωνε και την περιθωριοποιούσε ως γυναίκα, του Αχιλλέα. Ένιωσε λοιπόν ξένη σε σχέση με εκείνη τη συζήτηση. Για τον ίδιο λόγο, δεν τολμούσε και να ρωτήσει. Δεν ήθελε να φανεί ότι αφεντεύει τον Αχιλλέα. Σαν από διαίσθηση η Μάγδα έσκυψε προς το μέρος της και τη ρώτησε με πολύ τακτ.
-Ρένα, μήπως θα μπορούσες να μας συνοδέψεις; Αν είσαι ελεύθερη βέβαια.
Με χαμηλότερη φωνή και με καθαρά επιφυλακτικό ύφος πρόσθεσε:
-Άλλωστε θα ήθελα να μιλήσουμε λιγάκι περισσότερο για εκείνη την πρόταση συνεργασίας…
-Τι εννοείς; ρώτησε καχύποπτα η Ρένα.
-Να… μπορεί και να συνεργαστούμε κάποια στιγμή. Μην το αποκλείεις. Εγώ την έκανα την πρότασή μου, βέβαια. Οφείλω να σ’ αφήσω να το σκεφτείς και ν’αποφασίσεις. Μόνο που θα σε παρακαλούσα να μην την απορρίψεις στα γρήγορα. Μην ξεχνάς ότι τίποτα δεν μας βιάζει. Έχουμε καιρό μια και η δουλειά που σου πρότεινα μπορεί να γίνει και στη διάρκεια της λειτουργίας του κέντρου και ακόμη σε ώρες που θα είναι κόσμος σ΄αυτό. Θα το αποκαλέσω: «Ακαδημία Αθλητισμού». Και να σας ρωτήσω επί τη ευκαιρεία, αν σας αρέσει ο τίτλος που διάλεξα. Χρειάζομαι τη γνώμη σας επ’ αυτού.
-Βρε Μάγδα μου, κοντεύεις να κάνεις το δείπνο μας Business dinner! Τι λέω; Το έκανες κιόλας, είπε με παράπονο ο Μίμης.
-Συγγνώμη Μίμη μου, χαμογέλασε η Μάγδα ταπεινά.
-Έλα να χορέψουμε για να μην σκέφτεσαι μόνο τη δουλειά σου, πρότεινε ο Αχιλλέας γελώντας φιλικά.
Η Μάγδα κύτταξε τη Ρένα, εκείνη όμως έδειχνε εντελώς απαθής. Δίπλα της άλλωστε ήταν ο Μίμης, που μόλις οι άλλοι είχαν σηκωθεί, είχε σκύψει απάνω της. Και ενώ η Μάγδα και ο Αχιλλέας χόρευαν στην πίστα, ο Μίμης με τη Ρένα ήταν τόσο κοντά οι δυο τους, που θα έβαζες στοίχημα ότι ήταν ζευγάρι. Η Μάγδα είχε κιόλας διαπιστώσει τη διάθεσή τους. Ο Μίμης αγαπούσε τη Ρένα, κρυφά, βασανιστικά, μοιρολατρικά.
«Για την αγάπη όσα κι αν δίνεις είναι λίγα
Και να το ξέρεις πως δεν έχει ανταμοιβή…
……………………………………………………….
Στο περιθώριο μη βάζεις την ψυχή…
……………………………………..
Όλοι έχουμε γραμμένο
Που το λένε πεπρωμένο
Και κανείς να τ’ αποφύγει
δεν μπορεί…»
Η Μάγδα αναστέναξε στη θύμηση των παραπάνω στίχων αγαπημένου τραγουδιού. Ο Αχιλλέας την κύτταξε πονηρά και χαμογέλασε. Καϋμένε Αχιλλέα! Ήταν θύμα του έρωτά του. Τον λυπόταν, λυπόταν το Μίμη, λυπόταν τη Ρένα! Από την πίστα κύτταξε προς το τραπέζι τους. Πώς θα τελείωνε άραγε αυτή η υπόθεση; Ο Μίμης δε θα πρόδιδε ποτέ τις ιδέες του. Η Ρένα ήταν εκείνη που θα μπορούσε να τον λυτρώσει μ’ ένα «ναι», ρίχνοντας στη δυστυχία «τον νυν» της, ή έστω κι ένα «όχι», του οποίου οι συνέπειες μπορεί και ν’ απόβαιναν ισόβιες για το σοβαρό Μίμη.
-Μίμη, θέλω να πάω στο σπίτι μου… ψιθύρισε η Ρένα χλωμή. Δεν είμαι πολύ καλά. Μπορείς να με πάρεις στο σπίτι μου; Όχι, τι λέω;
Το στομάχι της ανακατευόταν κι ένιωθε άρρωστη.
-Ρένα! Τι συμβαίνει; Πες μου! ανησύχησε ο Μίμης.
-Δεν ξέρω… Θα είναι κάτι που έφαγα ίσως.
-Μα… Ο Μίμης την κύτταξε με απορία.
-Είμαι μπερδεμένη Μίμη! είπε χαμηλώνοντας τα μάτια.
-Δεν καταλαβαίνω παιδί μου! Θέλεις να μου εξηγήσεις; ρώτησε ο Μίμης με φωνή αλλοιωμένη από το άγχος.
-Μίμη πες μου, μ’ αγαπάς; τον ρώτησε ξαφνικά η Ρένα.
Τον κύτταζε με μάτια υγρά. Ο Μίμης σάστισε. Τι σήμαινε αυτή η ερώτηση; Ήταν άραγε η έναρξη ενός πρόλογου θετικής συνέχειας ή το πρόσκαιρο θετικό εκείνης της στιγμής, για να κατακρημνιστεί τελικά, στη συνέχεια; Έπρεπε να της πει την αλήθεια. Το όφειλε στον εαυτό του.
-Σ’ αγαπώ από την πρώτη στιγμή που σ’ αντίκρυσα. Είσαι η γυναίκα που ονειρευόμουν, ψιθύρισε τρέμοντας.
-Δεύτερο χέρι γυναίκα, αυτό είμαι χρυσέ μου και το γνωρίζεις καλά αυτό. Ξέρεις τι θα έλεγαν στο Γυμνάσιο αν τα φτιάχναμε; «την σκρόφα! Άφησε το ένα καλό παιδί κι έπιασε το άλλο» είπε με μία πικρή ειρωνία.
-Μη μιλάς έτσι! Γιατί το κάνεις αυτό; ρώτησε ο Μίμης θυμωμένα, σφίγγοντάς της το χέρι άγρια.
-Αυτή είναι η αλήθεια, Μίμη. Άλλωστε είμαι ένα σκέτο «γύναιο», απαράδεκτο! Μία «κοινή» που έχω μπερδευτεί με δύο άντρες. Επιτρέπω στον ένα να με αποκαλεί γυναίκα του και στον άλλον να με θέλει για γκόμενα!
-Μη μιλάς έτσι! Δε μιλάς εσύ, το ξέρω, μιλάει το κρασί.
-Λέω την αλήθεια Μίμη. Αυτή είναι η αλήθεια. Και μη με προσβάλλεις, δεν ήπια κρασί για να μεθύσω, αν εννοείς αυτό. Σε διαβεβαιώ ότι έχω πλήρη πνευματική διαύγεια και κυρίως… το «γνώθι σαυτώ»!
Ο Μίμης έβγαλε ένα μπλοκ από την τσέπη του, και το στυλό του, έγραψε κάτι και το άφησε στο τραπέζι.
-Σήκω, θα σε πάω στο σπίτι σου. Δέκα λεπτά δρόμος είναι…είπε επιτακτικά.
Η Ρένα σηκώθηκε και γαντσωμένη, στο μπράτσο του Μίμη, περπάτησε με ασταθή βήματα προς την έξοδο. Ο Μίμης ένιωθε το βάρος της εγκατάλειψης της γυναίκας καθώς στηριζόταν απάνω του. Το αυτοκίνητο ήταν εκεί μπροστά τους. Άνοιξε αυτόματα και την κάθησε. Δεν άργησε να καθήσει στη θέση του οδηγού.
-Πού πήγαν; ρώτησε ο Αχιλλέας κυττάζοντας ένα γύρω το κέντρο, με φανερή υποψία.
-Ω, να ένα σημείωμα. Είναι από το Μίμη… «Μην τρομάξετε. Η Ρένα δεν ήταν καλά και ήθελε να πάρει ταξί για το σπίτι της. Έτσι την πηγαίνω εγώ. Δε θ’ αργήσω. Μίμης».
-Δεν το πιστεύω αυτό. Εγώ τι είμαι εδώ ο μα…ας της παρέας;
-Έλα Αχιλλέα, δεν μπορείς να το πεις αυτό για το Μίμη! Πίστεψέ με είναι ευσυνείδητος άνθρωπος. Όσο για τη Ρένα… να το γράφει εδώ, ότι ήθελε να πάρει ταξί. Το αυτοκίνητο είναι του Μίμη… επομένως… δεν μπορούσες να την πας εσύ. Ξέρεις Αχιλλέα, εμείς οι γυναίκες θέλουμε κάποτε να είμαστε μόνες, όπως και οι άντρες άλλωστε, είπε παρατηρώντας τις αντιδράσεις της με την άκρη του ματιού της.
-Έχεις δίκιο. Θα της τηλεφωνήσω σε λίγο να δω πώς είναι. Λέω μήπως της συμβαίνει κάτι. Αναρωτιέμαι μήπως θύμωσε που πάω να αναμειχθώ στην επιχείρησή σου. Λες να ζηλεύει;
-Μπα! Δε της φαίνεται. Άλλωστε εσύ δεν έχεις μάτια παρά για τη Ρένα, κι εγώ… Εγώ… εγώ όχι μόνο φαίνομαι… αλλά και είμαι σαν τον αέρα, αγόρι μου! Δε θέλω άντρες στη ζωή μου! Δε – θέ – λω! Μ’ ενδιαφέρει μονάχα η δουλειά μου. Εσύ είσαι ο συνεργάτης μου και τίποτα άλλο. Άλλωστε… μένει ανοιχτή η πρότασή μου στη Ρένα, αν και όποτε θελήσει, αν τύχει κι αρνηθεί αυτή τη φορά. Αν είναι αυτό που φοβάσαι ή φοβάται η Ρένα… θα δείξει, θα δείξει, να είσαι βέβαιος γι αυτό.
-Μην κλαις Ρένα, σε παρακαλώ! Έκανα κάτι εγώ; Μήπως σε πρόσβαλα; Την παρακαλούσε ο καϋμένος ο Μίμης.
Η Ρένα τσιμουδιά. Ο Μίμης σταμάτησε το αυτοκίνητο, γύρισε προς το μέρος της κι έπιασε το χέρι της.
-Σε παρακαλώ, μην το κάνεις αυτό! παρακάλεσε ξανά ο Μίμης.
Η Ρένα τράβηξε το χέρι της απότομα κι αποφεύγοντας τα μάτια του γύρισε και κύτταξε μπροστά της.
-Μίμη… σε παρακαλώ, πήγαινέ με στο σπίτι μου, είπε βραχνά.
Ο Μίμης την άφησε χωρίς να πει λέξη. Ήταν λυπημένος. Δεν ήξερε τι μπορούσε να κάνει σε μία τέτοια περίπτωση. Άρχισε ξανά το αυτοκίνητο. Δεν ήταν μακριά από την πολυκατοικία όπου έμενε η Ρένα. Σε μερικά λεπτά ήταν εκεί. Ο Μίμης βιάστηκε να βγει και μερικές στιγμές αργότερα βοήθησε τη Ρένα ν’ αφήσει το κάθισμά της. Εκείνη στάθηκε όρθια δίπλα στο αυτοκίνητο και την επόμενη στιγμή έριξε μόνη της κάποια αργά, ασταθή πάντα, βήματα. Ο Μίμης άπλωσε το χέρι του και έπιασε το μπράτσο της. Αυτή μπροστά και μισό βήμα πίσω, αλλά πάντα δίπλα της, περπατούσε ο Μίμης. Όταν τελικά έφτασαν η Ρένα άνοιξε την πόρτα της πολυκατοικίας.
-Καληνύχτα, είπε χωρίς να τον κυττάξει.
-Όχι, έτσι! Θα έρθω απάνω, μαζί σου και μόνο όταν μπεις στο διαμέρισμά σου με ασφάλεια, θα φύγω, είπε ο Μίμης, με τόνο που δεν δεχόταν αντιρρήσεις.
-Δεν χρειάζεται, αλλά αν επιμένεις, είπε εκείνη άτονα.
Στο ασανσέρ δεν είχαν να πουν τίποτα. Όταν έφτασαν στον όροφο του διαμερίσματός της η Ρένα σα να ήταν ολομόναχη, κατευθύνθηκε μηχανικά προς την πόρτα του διαμερίσματός της, και με αργές κινήσεις άνοιξε την πόρτα. Γύρισε πίσω της. Ο Μίμης στεκόταν ακριβώς μπροστά της.
-Καληνύχτα, είπε ήσυχα και μία, απροσδιόριστης υφής, ικεσία καθρεφτιζόταν στο υγρό βλέμμα της.
-Άσε με να έρθω ένα λεπτό να βεβαιωθώ ότι είσαι καλά, κι ύστερα στο υπόσχομαι θα φύγω, ικέτευσε ο Μίμης με μία αλλόκοτη τρυφεράδα στη φωνή του.
Η Ρένα δε μίλησε. Παραμέρισε και τον άφησε να μπει. Ο Μίμης την άγγιξε στο μάγουλο.
-Μη λυπάσαι για τίποτα κορίτσι μου. Η ζωή είναι πολύ μικρή. Αγάπα την κι ας σε καίει… είπε και χαμήλωσε το πρόσωπό του απέναντι από το δικό της.
-Όχι Μίμη, όχι, είπε εκείνη και τραβήχτηκε από κοντά του. Δε μπορώ!
Ο Μίμης σιώπησε. Την κύτταξε λυπημένα.
-Καταλαβαίνω, είπε κι έκανε να φύγει.
-Μίμη!
Γύρισε και την κύτταξε. Η Ρένα έτρεμε σαν ένα μικρό παιδί όταν παρακάλεσε:
-Μίμη, μη φεύγεις ακόμα. Μείνε για λίγο, ένα λεπτάκι!
Ο Μίμης την κύτταξε ταραγμένος. Την πλησίασε σταθερά αποφασιστικά.
-Παίζεις με τη φωτιά αγάπη μου, είπε και την τράβηξε με δύναμη κοντά του.
Της φίλησε με πάθος στο στόμα και ύστερα τη σήκωσε στην αγκαλιά του. Την ακούμπησε στο ντιβάνι αργά και ήσυχα. Έσκυψε απάνω της και κυττάζοντάς την μόνο για μια στιγμή λες και ήθελε τη συγκατάθεσή της, την αγκάλιασε ξανά κυριευμένος με το πάθος που κρύβει η ακόρεστη ερωτική δίψα. Η Ρένα τον άφησε στην αρχή λες και ήθελε να μετρήσει την ανάγκη του για την προκείμενη ένωση, όμως δεν άργησε να φλογιστεί ολόκληρη από τον ίδιο ασυνήθιστο πόθο που είχε νιώσει την πρώτη φορά που την είχε φιλήσει.
Ο Μίμης είχε να κάνει με μια γυναίκα μυημένη στον έρωτα και το ήξερε. Όμως αυτό που διαπίστωνε ήταν ότι η γυναίκα εκείνη που του δινόταν, ήταν στο δικό του έλεγχο, ανταποκρινόταν στη δική του επιθυμία, ακολουθούσε το δικό του ρυθμό σα να μάθαινε από εκείνον, σα να μην είχε κοιμηθεί ποτέ άλλοτε με άντρα. Αυτό τον καταγοήτευε και τον έκανε να αισθάνεται ο μοναδικός της.
Η Ρένα δεν καταλάβαινε γιατί επιτέλους όλη η ύπαρξή της συγχρονιζόταν μ’ εκείνη του Μίμη. «Ένα σώμα, μια ψυχή» αυτό ήταν. Τον ήθελε περισσότερο από κάθε τι άλλο. Ήθελε να γευτεί με το κάθε κύτταρο της ύπαρξής της, εκείνο που της έδινε. Ήταν δυνατόν να προϋπήρχε αυτό το συναίσθημα για τον Μίμη μέσα της και να μην το είχε συνειδητοποιήσει; Εκείνη η ένωση δεν είχε καμία σχέση με το βίαιο έρωτα των ενστίνκτων, που ζούσε με τον Αχιλλέα, και που νόμιζε πως μάτωνε το είναι της. Ετούτος ο έρωτας ήταν το άλλο πρόσωπο του έρωτα: είχε μία γλυκάδα, ήταν ήμερος, όμορφος, ρομαντικός, άγγιζε τον άνθρωπο μέσα της και τον μεγάλωνε. Τον σημάδευε η αγάπη, η κρυφή, η μυστική, η υπομονετική αγάπη του Μίμη που την είχε καταλαγιάσει η προσμονή, την είχε μεταμορφώσει σε ουσιαστική. Ο άντρας είχε περάσει όλα τα στάδια μιας αγάπης χωρίς ανταπόκριση, είχε υποφέρει βλέποντας τη γυναίκα που αγαπούσε να είναι ερωμένη άλλου.
-Αγάπη μου! Πώς μπόρεσα κι έζησα τόσον καιρό χωρίς την αγάπη σου; ψιθύρισε ο άντρας ευτυχισμένος.
-Συγχώρεσέ με, δεν ήξερα, δεν είχα δει, ικέτεψε εκείνη και τον φίλησε με πάθος, όμοιο με διψασμένου που σκύβει πάνω από δροσερή πηγή νερού.
Η φωνή της πνίγηκε στους λυγμούς, και τα φιλιά της στο δάκρυ. Ήταν μεγάλη η ευτυχία τους, και δεν ήταν όνειρο.
-Σα ν’ άργησε ο Μίμης, δε νομίζεις; ρώτησε ο Αχιλλέας.
-Έλα τώρα. Ενήλικοι άνθρωποι είμαστε! Ποιος ξέρει; Δε θα μας αφήσει μόνους εδώ. Σίγουρα! είπε η Μάγδα ήσυχα.
-Εμείς έχουμε τη δουλειά μας αύριο και αυτό μου δίνει μεγάλη δύναμη. Μάγδα, μα την αλήθεια σου λέω, είμαι τόσο ικανοποιημένος από τη συνεργασία που μου προσφέρεις –τι λέω;- κατενθουσιασμένος είναι το κατάλληλο επίθετο. Πάντα σκεφτόμουν πόσο φτωχό είναι το επάγγελμά μου, πάντα ήθελα κάτι το διαφορετικό και μου το προσφέρεις εσύ τώρα. Πώς να σ’ ευχαριστήσω γι αυτό;
-Αχιλλέα, εδώ πρόκειται για επιχείρηση. Δε χωρούν συναισθηματισμοί, να το θυμάσαι αυτό. Είσαι καλός γυμναστής, είσαι καλός αθλητής, έχεις γνώσεις πάνω στο τομέα σου και μου κάνεις. Το κυριότερο είναι πώς είσαι και παιδαγωγός, μπορείς και μεταδίδεις τις γνώσεις σου. Μου δίνεις και σου δίνω, πρόκειται περί ανταλλαγής, κατάλαβες;
Ο Αχιλλέας την κύτταξε. Του έκανε εντύπωση αυτή η νέα για την αντικειμενικότητα που διέθετε ως προς την εκτίμηση των καταστάσεων. Δε θα το πίστευε αν του έλεγαν ότι υπάρχει γυναίκα με τέτοιο τετραγωνικό μυαλό, οργάνωση, συγκέντρωση, δόσιμο, αλλά κυρίως ορθολογιστικό επαγγελματισμό. Στην ηλικία της άλλες… Θυμήθηκε τη Ρένα. Ένιωσε ένα δάγκωμα στη καρδιά του. «Σαν πολύ αργάει ο Μίμης. Και νομίζω ότι μπορεί και να τη στεναχώρησα με τα τρεχάματά μου με τη Μάγδα. Όμως το ξέρει καλά ότι την αγαπάω. Ή μήπως αμφιβάλλει γι αυτό; Δεν το συζητήσαμε αλήθεια. Κι ήρθαν όλα κάπως βιαστικά κι απότομα. Θα έπρεπε να την κρατώ ενήμερη για όλες τις επαγγελματικές δραστηριότητές μου. Διάβολε, την αγαπάω και το ξέρει. Δεν μπορεί ν’ αμφιβάλει γι αυτό. Την αγαπάω για πάντα!»
Η ώρα περνούσε και η Μάγδα έβλεπε την ανησυχία του Αχιλλέα να κλιμακώνεται και σκεφτόταν ότι ο Μίμης είχε σκαλώσει με τη Ρένα για τα καλά. Δεν ήθελε να σκεφτεί κάτι περισότερο για το Μίμη εκτός από εκείνο το λίγο: τη λίγη συντροφιά, ώσπου να σιγουρευτεί ότι η Ρένα ήταν καλά. Του τηλεφώνησε στο κινητό του.
-‘Ερχομαι, οδηγάω, της απάντησε ο Μίμης.
-Έρχεται ο Μίμης. Οδηγάει. Μετέφερε την πληροφορία στον «ταλαίπωρο» Αχιλλέα, που άρχισε τώρα να λέει κάποια πράγματα σα να μονολογούσε:
-Να πάρω τηλέφωνο τη Ρένα; Λέω να μην την ενοχλήσω. Μήπως κοιμάται; δε θέλω και να την ξυπνήσω, ρωτούσε και ταυτόχρονα απαντούσε ο ίδιος.
Πράγματι δεν άργησε να φανεί ο Μίμης. Ήταν ασυνήθιστα σοβαρός. «Κάτι τρέχει με δαύτον! Κάτι συνέβη ανάμεσα σ’ αυτόν και στη Ρένα. Μυρίζει από μακριά το πράγμα! Άρχισαν ν’ αγριεύουν τα πράγματα, κι ο Θεός να βάλει το χέρι του!» σκέφτηκε η Μάγδα γνοιασμένη για πρώτη φορά. Ο Αχιλλέας τον κύτταξε και τον ξανακύτταξε λες κι έψαχνε κάποια σημάδια για τους λόγους της αργοπορίας του.
-Λοιπόν; Πες μας πώς είναι η Ρένα, απαίτησε ο Αχιλλέας, φανερά θυμωμένος απέναντί του για την αναχώρησή τους από το κέντρο, την ώρα μάλιστα που αυτός χόρευε τη Μάγδα.
-Την πείραξε νομίζω το κρασί, είπε ο Μίμης όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε. Κοιμήθηκε μόλις κάθησε στον καναπέ του καθιστικού της. Περίμενα λίγο μήπως χρειαστεί κάτι κι ύστερα έφυγα. Δεν ήταν καθόλου καλά.
-Θα της τηλεφωνήσω, είπε ο Αχιλλέας και τράβηξε από την τσέπη του το κινητό του.
–Μην το κάνεις, κοιμάται, είπε ήσυχα ο Μίμης.
Ο Αχιλλέας σκέφτηκε μια στιγμή.
-Αύριο τότε, πρωΐ πρωΐ, θα πάω να την πάρω από το σπίτι της. Την παραμέλησα κάπως, είπε ανήσυχος τώρα.
-Έχουμε ραντεβού στις δώδεκα με τον κτηματομεσίτη. Μην το ξεχάσεις αυτό. Business is Business! είπε η Μάγδα και τον κύτταξε με σοβαρότητα.
Ο Αχιλλέας την κύτταξε σουρώνοντας το μέτωπό του. Δεν του άρεσαν όλα αυτά. Πρώτα ο Μίμης παίρνει τη Ρένα στο σπίτι της χωρίς αυτός να τους πάρει είδηση, ύστερα η Μάγδα κυττάζει να τον απομακρύνει… «μήπως είναι αυτό; μήπως θέλει να τον απομακρύνει από τη Ρένα; Μήπως αυτοί οι δύο μου παίζουν κάποιο παιχνίδι… ή μάλλον οι τρεις τους… και η Ρένα από κοντά… Μα τω Θεώ συμβαίνουν κάποια πράγματα που δεν τα καταλαβαίνω!» είχε αρχίσει να αγωνιά.
-Η Ρένα είναι ο άνθρωπός μου! είπε ήσυχα αλλά αποφασιστικά.
-Εντάξει δε λέω… αλλά έχουμε κι ένα ραντεβού που οφείλουμε να το τηρήσουμε, επέμενε η Μάγδα.
Ο Αχιλλέας σηκώθηκε.
-Πρέπει να πηγαίνω. Είμαι κουρασμένος. Θα σε δω αύριο στου κτηματομεσίτη, είπε απευθυνόμενος στη Μάγδα.
-Αχιλλέα θα σε πάμε εμείς, πρότεινε ο Μίμης. Εμείς σε φέραμε εδώ, εμείς θα σε πάμε.
-Όχι παιδιά, θα πάρω ταξί, είπε αποφασιστικά.
Δεν επέμεναν άλλο κι έτσι ο Αχιλλέας απομακρύνθηκε από το τραπέζι τους. Όταν είχε εγκαταλείψει την αίθουσα, ο Μίμης ρώτησε τη Μάγδα χωρίς καν να την κυττάζει.
-Δε νομίζεις ότι είσαι πολύ σκληρή απέναντί του;
-Εγώ; ρώτησε η Μάγδα ειρωνικά.
Ο Μίμης την κύτταξε.
-Τι θες να πεις με το ύφος σου;
-Μίμη μου, για να είμαι ειλικρινής νιώθω ότι τον ευεργέτησα τον Αχιλλέα. Όταν εσύ είχε αφανιστεί για ώρα, ο άνθρωπος αναρωτιόταν τι σας είχε συμβεί επιτέλους εσένα και της γυναίκας του! Ή μήπως χρειάζεται να σου θυμήσω ότι η Ρένα είναι δική του; ρώτησε η Μάγδα μάλλον σκληρά.
Ο Μίμης κύτταξε μακριά.
-Έλα αδερφέ μου! μην κρύβεσαι από εμένα. Το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή ότι ήθελες τη Ρένα ή μήπως έκανα λάθος; Τώρα όμως άρχισα να πιστεύω ότι κάτι συνέβη ανάμεσά σας, απόψε ή κάνω λάθος; ρώτησε αυστηρά.
Ο Μίμης γύρισε και την κοίταξε.
-Άκουσε Μάγδα. Δεν είμαι παλιάνθρωπος, και το ξέρεισ. Την αγαπάω τη Ρένα.
-Ωραία. Και τι θα κάνεις όταν το μάθει ο Αχιλλέας; Ε;
-Δε θα το μάθει, παρά τη στιγμή που θα του μιλήσει η Ρένα.
-Τον περνάς για βλάκα; Νομίζεις ότι δεν άρχισε να ψυλλιάζεται με το αποψινό σας σκασιαρχείο;
-Δεν είναι αλήθεια. Η Ρένα δεν αισθανόταν καλά, και ίσως να υπήρχε κάποιος λόγος. Πρώτα η παρουσία σου, κι ύστερα η συγκέντρωση του Αχιλλέα στα σχέδιά σας αντί…
-Μάλιστα! Το βρήκες το αιτιατό της αδιαθεσίας της. Ύστερα; Ή μάλλον, τώρα; Πού βρισκόμαστε λοιπόν αγαπημένο μου αδερφάκι; τον ρώτησε ειρωνικά η Μάγδα.
-Θα δούμε! Εγώ δεν έκανα τίποτα περισσότερο από το να της δείξω ότι τη λατρεύω.
-Κι εκείνη;
-Θα το δείξει η επομένη! είπε ο Μίμης λακωνικά κυττάζοντας τη Μάγδα κατάματα σα να ήθελε να σφιγομετρήσει το σκεπτικό της, πίσω από τις ερωτήσεις της.
Η Μάγδα όμως δε συνέχισε. Ήξερε πως ήταν καιρός να κλείσει εκείνη η κουβέντα. Ήταν σχεδόν βέβαια τώρα πια ότι ο Μίμης την είχε βοηθήσει προτείνοντάς την τον Αχιλλέα, ταυτόχρονα όμως βοηθούσε και τον εαυτό του. «Η ανάγκη του Μίμη να κερδίσει τη Ρένα είναι μεγαλύτερη από τα λόγια και τις πράξεις του!» σκέφτηκε η Μάγδα με έγνοια για τη συμπεριφορά του Μίμη. Ο Μίμης σα να κατάλαβε τις σκέψεις της γύρισε τα μάτια του προς το παράθυρο. Μήπως όμως όλα ήταν απλά μία σύμπτωση; Αναρωτήθηκε ξανά η Μάγδα.
Την επόμενη και όπως είχε συμφωνηθεί, ο Αχιλλέας εμφανίστηκε έξω από το κτηματομεσιτικό γραφείο όπου τον περίμενε η Μάγδα. Φαινόταν παράξενος.
-Πώς είσαι; ρώτησε η Μάγδα με αληθινό ενδιαφέρον.
-Καλά, κι εσύ; ρώτησε εκείνος περίεργος με το ύφος της.
-Πολύ καλά ευχαριστώ. Ας πάμε λοιπόν, για να μη καθυστερούμε, είπε η Μάγδα χωρίς να προσθέσει άλλα λόγια.
Μπήκαν μέσα. Ο κ. Ιωαννίδης, ο κτηματομεσίτης τους, περίμενε. Μετά από τα γνωστά τυπικά μπήκε κατ’ ευθείαν στην ουσία που ήταν το ζητούμενο: η εύρεση του κατάλληλου οικοπέδου, ενός οικοπέδου που ν’ ανταποκρινόταν σε όλα εκείνα που ήθελε η πελάτισσά του, η κ. Σάθα και ο μελλοντικός συνεργάτης της, ο κ. Κυρίλλης.
-Αγαπητοί μου, νομίζω ότι έχω κάτι πολύ κατάλληλο για τον σκοπό σας, είπε με καθαρό επαγγελματισμό.
-Ωραία λοιπόν, σας ακούμε, είπε η Μάγδα, κι εκείνος αφήνοντας την περιστρεφόμενη καρέκλα του, συνέχισε όρθιος.
-Θα κάνω κάτι καλύτερο από τα λόγια. Αν είστε έτοιμοι, μπορούμε να πηγαίνουμε. Θα οδηγήσω εγώ, για να μη ταλαιπωρείστε, είπε ο Ιωαννίδης κάνοντας μία χειρονομία σα να έλεγε… «παρακαλώ περάστε!»
Κυττάχτηκαν για μία στιγμή και ύστερα τον ακολούθησαν αμίλητοι. Ο Αχιλλέας κάθησε μπροστά αφού πρώτα άφησε τη Μάγδα να διαλέξει, πού θα ήθελε να καθήσει, και που τελικά ήταν, το πίσω κάθισμα. Ήταν μάλλον σοβαρός και ήταν δύσκολο να πει κανείς αν αλήθεια τον ικανοποιούσαν όλα εκείνα που διαδραματίζονταν σε σχέση με την επιχείρηση της Μάγδας. Επιπλέον δεν ήθελε να δώσει την εντύπωση, ότι αυτόν -τον γνωστό σε πολλούς, Γυμναστή- τον απασχολούσε και κάτι άλλο πέρα από τη δουλειά του. Ήταν μοναδική η περίπτωση καθώς του έδινε την ευκαιρία ν’ ανακαλύψει και στη συνέχεια ν’ αποκαλύψει στους άλλους τις επιπλέον ικανότητές του και μεταξύ αυτών κι εκείνη του σοβαρού συνεργάτη. Βέβαια η Ρένα ήταν η γυναίκα του κι αυτή το ήξερε καλύτερα από τον καθένα πόσο την αγαπούσε και την υπολόγιζε. «Μάγδα = επιχειρήσεις, Ρένα = το σπλάχνο!» σκεφτόταν τώρα ο Αχιλλέας. Τι πείραζε λοιπόν το πότε θα ενημέρωνε τη γυναίκα του με λεπτομέρειες που ακόμη δεν είχαν καθόλου προδιαγραφεί και επομένως δεν τις κατείχε και ο ίδιος; Άλλωστε ήταν και κάτι ακόμα: δεν θα έπρεπε σαν ανεξάρτητο άτομο, σαν άντρας, να ενεργεί κάπως ανεξάρτητα στον τομέα της εργασίας; Το ένιωθε ότι την είχε παραμελήσει για δυο-τρεις μέρες, αλλά τι πείραζε; Τον αγαπούσε, δεν τον αγαπούσε; Επομένως τι πιο φυσικό υπήρχε από το να δείξει η Ρένα κάποια κατανόηση στις κινήσεις του, να τον εμπιστευτεί και να κάνει λίγη υπομονή; Ο Αχιλλέας ήθελε ν’ αποδείξει στη Ρένα ότι είχε μυαλά. Πέρα από το ότι ήταν ο Γυμναστής, ήταν επίσης ένα άτομο που ενδιαφερόταν και γι άλλα πράγματα. Με τη Μάγδα του δινόταν μία μοναδική ευκαιρία να κάνει τη γυναίκα που αγαπούσε, περήφανη για τον «άντρα της».
Εκείνο το πρωΐ ο Αχιλλέας και η Ρένα, είχαν συναντηθεί στο γραφείο. Ο Αχιλλέας είχε σκεφτεί να περάσει με το αυτοκίνητό του από το σπίτι της για να πάνε παρέα στο σχολείο, καθώς είχαν παρόμοιες ώρες εκείνο το πρωϊνό. Η Ρένα όμως δεν είχε απαντήσει στα τηλεφωνήματά του, κι ο Αχιλλέας είχε κινήσει τελικά για το σχολείο, μόνος.
Η Ρένα ήταν ήσυχη εκείνο το πρωϊνό. Είχε μάλιστα φερθεί ασυνήθιστα ζεστά στον Αχιλλέα. Εκείνος είχε εντυπωσιαστεί, αλλά δεν το «έψαξε». Της είχε εξηγήσει ότι είχε ραντεβού με τη Μάγδα για να δούνε ένα οικόπεδο σχετικά με τα σχέδια για τη ίδρυση της «Ακαδημίας Σωματικής Αγωγής», όπως, προσωρινά, αποκαλούσε την μέλλουσα επιχείρησή της η Μάγδα, και ότι θα της τηλεφωνούσε το απόγευμα. Η Ρένα είχε πει πως δεν την πείραζε καθόλου, και τους είχε ευχηθεί «καλή επιτυχία».
Εκείνη την ημέρα, ο Αχιλλέας είχε φέρει αρκετές φορές στο μυαλό του, τη Ρένα. Εκεί που σκεφτόταν πόσο τυχερός ήταν που βρέθηκε στο δρόμο του η Μάγδα, στη σκέψη του αναδυόταν διαρκώς, λες και μέσα από ομίχλη, η Ρένα. Ήταν αλήθεια ότι δεν τον απασχολούσε και πολύ τις δυο-τρεις πρώτες ημέρες. Το μυαλό του είχε καταληφθεί από τον ενθουσιασμό που του είχε μεταδώσει η Μάγδα. Τη θαύμαζε αυτή τη νέα γυναίκα για το επιχειρηματικό της μυαλό, περισσότερο όμως για το θάρρος και την τόλμη της. Όμως τη Ρένα την αγαπούσε, ήταν η γυναίκα του, «το σπλάχνο». Η Ρένα μοναδική, τέλεια ερωτική σύντροφος, διήγειρε τον ερωτισμό του σε υψηλές κλίμακες και την απόλαυσή του σε βαθμό υπερθετικό. Ήταν όμως αλήθεια ότι τον τελευταίο καιρό ο Αχιλλέας ένιωθε πως κάτι έλειπε από τη σχέση τους. Τα πνεύματά τους δεν συναντιόνταν όταν αγαπιόνταν… η όλη ερωτική συμπεριφορά τους το αποδείκνυε, ότι ταξίδευαν προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Δεν το είχε «ψάξει» όμως εκτεταμένα, λες και φοβόταν για εκείνα που κρύβονταν πίσω απ’ αυτή. Έφταιγαν και οι δυο τους που είχαν αφήσει τα πράγματα στην τύχη. Αναρωτιόταν αν και η Ρένα σκεφτόταν τα παρόμοια. Το ερωτηματικό αυτό, το μάλλον ενοχλητικό, είχε αποβληθεί γρήγορα από τη σκέψη του: «Ο άντρας δε ζει μονάχα για τον έρωτα! Έτσι!» είχε αποφασίσει τελικά.
-Εσύ τι λες γι’ αυτό Αχιλλέα; ρώτησε η Μάγδα.
-Για τι πράγμα; ρώτησε κοκκινίζοντας ο Αχιλλέας.
-Ο κ. Ιωαννίδης λέει για το οικόπεδο πως είναι ιδανικό ως προς το μέγεθός του, την τοποθεσία του σε σχέση με τον ήλιο, πέρα από το γεγονός ότι είναι σε φανταστικά εμπορική περιοχή, προσιτή σε όλους, είπε και τον κύτταξε αυστηρά.
-Ναι, ναι όλα αυτά είναι αναμφίβολα καλά points! είπε ο Αχιλλέας και προσπάθησε να διώξει το κάθε τι άσχετο με το σκοπό εκείνης της συνάντησης.
Η Μάγδα ήθελε γρήγορα αποτελέσματα. Ο πατέρα της ο Πολύδωρος Σάθας, θα ερχόταν να διαπιστώσει τα πάντα πριν να προχωρήσει στη διαθεσιμότητα του χρήματός του. Είχε πολλά χρήματα ο Π. Σάθας. Ήταν τυχερός. Ο πατέρας του είχε κληρονομήσει κτήματα αξίας σε διάφορα μέρη της χώρας, από τον δικόν του πατέρα -τον παππού του δηλαδή- που είχε φάει τη ζωή του κάνοντας εμπόριο κάπου στην Αμερική. Ο δικός του πατέρας είχε αξιοποιήσει την περιουσία που κληρονόμησε, πουλώντας κάποια για να κτίσει στα υπόλοιπα Motels-Hotels. Έτσι ο Π. Σάθας είχε αποκτήσει πολλά λεφτά. Μόνο που τα παιδιά του είχαν άλλα σχέδια. Είχαν τις δικές τους ανάγκες και ήθελαν ν’ ανοίξουν τα δικά τους φτερά. Δεν καταλάβαινε το γιατί. ΄Εβλεπε τις κινήσεις τους σαν καμώματα, αλλά τις δεχόταν. Αυτός και η γυναίκα του η Ανθή είχαν αυτά τα δύο παιδιά: το Δημήτρη -Μίμη τον φώναζαν- ένα νέο άντρα σοβαρό, δοσμένο στη φιλολογία με ένα παράξενο πάθος και τη Μάγδα, μία χαριτωμένη «δεσποινίδα», που ήθελε να γίνει διάσημη με τη χορογραφία και τη δική της επιχείρηση. Τη μαγιά θα την έβαζε ο «κύριος μπαμπάς της, ο Π. Σάθας». Όλα τα δέχονταν ο Πολύδωρος και η Ανθή. Είχαν λεφτά αλλά είχαν -κατά τρόπο ασυνήθιστο- διαλέξει τη ζωή με το χαμηλό προφίλ. Η αλήθεια είναι ότι πολλά χρήματα είχαν παραχωρηθεί για διαφόρους σκοπούς και σε οργανισμούς με τον όρο να μην δημοσιοποιούνται τα ονόματά τους. «Παράξενα πράγματα… παράξενα καμώματα… ποιος θα το πίστευε;» έλεγαν οι ελάχιστοι που είχαν έρθει σε επαφή μαζί τους. Κανείς λοιπόν δεν τον γώριζε τον Π. Σάθα στην πολιτεία όπου εργαζόταν ο Μίμης, και φυσικά ούτε για τη Μάγδα «ότι ήταν η θυγατέρα ενός εκατομυριούχου από κούνια!» Τα μαθήματα -να κρατούν δηλαδή τα προσωπικά και οικογενειακά τους μακριά από τη δημοσιότητα, για εύλογες αιτίες- τους είχαν δοθεί από την πρώτη στιγμή της αντίληψής τους ότι ανήκαν σε έναν κόσμο εκμετάλλευσης, λαίμαργο, υποκριτικό και θα μπορούσαν ν’ αραδιαστούν εδώ κι άλλες ιδιότητες για την ανθρώπινη αγέλη που ονομάζεται κοινωνία, αποδεδειγμένες προ πολλού.
Τα παιδιά είχαν σπουδάσει έχοντας τα διαμερίσματά τους απλά επιπλωμένα και με μετρημένο μηνιάτικο για την σωστή διαχείρηση του χρήματος. Είχε επίσης τεθεί ο όριος να επισκέπτονται τους γονείς τους στις διακοπές τους και να τις περνούν μαζί τους. Σαν αδέρφια μεταξύ τους και σαν παιδιά με τους γονείς τους, ο Μίμης και η Μάγδα, είχαν δεθεί με άρρηκτους δεσμούς αγάπης.
Ο Μίμης είχε σπουδάσει την επιστήμη που αγαπούσε καιυπηρετούσε σε Γυμνάσιο και η Μάγδα έχοντας σημειώσει επιτυχία στην χορογραφία είχε ανοίξει χοροδιαδασκαλείο στην κωμόπολη όπου ήταν εγκατεστημένοι οι γονείς τους. Αργότερα αποφάσισε να επεκτείνει τις επιχειρήσεις της και στη μεγάλη πόλη όπου εργαζόταν ο Μίμης.
Όταν ο Μίμης είχε πληροφορηθεί από τη Μάγδα για τα σχέδια της και για την ανάγκη της να συνεργαστεί με ειδικούς, της είχε προτείνει πρώτον τον Αχιλλέα. Το είχε κάνει αυθόρμητα μάλλον, αλλά σχεδόν παράλληλα είχε αντιληφθεί με κάποιον πανικό ότι αυτή η πρόταση θα μπορούσε να αποβεί και ένας πιθανός αντιπερισπασμός για τον Αχιλλέα σε σχέση με τη Ρένα. Και αυτό ακριβώς είχε συμβεί. Ο Αχιλλέας από την αρχή είχε ενδιαφερθεί για την προγραμματισμένη επιχείρηση της Μάγδας, σε σημείο να παραμελήσει κιόλας τη Ρένα. Όσο για τη Μάγδα, αν και οι πληροφορίες της και οι προσωπικές της παρατηρήσεις για τον Αχιλλέα ήταν ενθαρρυντικές μέχρι εκείνη τη στιγμή, αναμφίβολα θα τον παρακολουθούσε στην πορεία όπως ακριβώς είχε διδαχτεί από την οικογένειά της.
-Εδώ είμαστε, είπε ο κ. Ιωαννίδης, ο κτηματομεσίτης τους, και σταμάτησε.
Βρίσκονταν κοντά στην Πανεπιστημιούπολη, στο δρόμο, έξω από ένα φραγμένο τεράστιο κομμάτι γης. Η Μάγδα σιώπησε. Ήθελε να μάθει περισσότερα: Πέρα από το κόστος και τις δυνατότητες, το έδαφος και τη στεγανότητά του, τη θέση του ως προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και «εκείνη σε σχέση με τον ήλιο… αλλά ναι, και τις προοπτικές για το μέλλον και σε σχέση με τα υπόλοιπα χέρσα κομμάτια γης…» Να βεβαιωθεί μέσω του δικηγόρου της αν ήταν εντελώς ελεύθερο από υποθήκες… και… και… Αναμφίβολα δεν ήταν μία απλή υπόθεση η αγορά ενός τεράστιου κομματιού γης.
Ο κτηματομεσίτης άκουγε και προσπαθούσε να ικανοποιήσει την νεαρή κυρία που δεν είχε αφήσει τελικά κάτι που να μην ρωτήσει, γι αυτό.
-Πρόκειται για περιοχή όπου επιτρέπονται μεγάλα κτίρια όπως πολυκαταστήματα ή αντιπροσωπείες. Θα μπορούσε κάλλιστα να κτιστεί ένα συγκρότημα όπως το σχεδιάσατε κυρία μου!
Ο Αχιλλέας δεν ήξερε, για εκείνο το… «όπως το σχεδιάσατε κυρία μου!» Αναρωτήθηκε για τη Μάγδα. Του είχε πει ίσως πολύ λιγότερα από εκείνα που είχε νομίσει. Εντάξει δεν ήταν και «συνεταίρος της. Σίγουρα».
-Όπως σας είπα κύριε Ιωαννίδη, ο πατέρας μου θα πρέπει να δει ό,τι μας δείξετε. Θα έχει τον τελικό λόγο. Εμείς θα τον καλέσουμε να τα δει, τόνισε η Μάγδα.
-Ναι κυρία μου, σας καταλαβαίνω.
Ο Αχιλλέας ένιωσε ότι απουσίαζε εκείνη τη στιγμή παρόλο που ήταν «απόλυτα παρών»!
-Λοιπόν Αχιλλέα! Ποια είναι η γνώμη σου; τον ρώτησε η Μάγδα λες και είχε αντιληφθεί το σκεπτικό του.
-Αν θα πρέπει να πω την άποψή μου, θα πω ότι είναι ένα κομμάτι γης, που χωρίς τις υπόλοιπες λεπτομέρειες και τις δυνατότητες που το διέπουν… –εννοώ εξακριβωμένες- δεν μπορώ να πω αν είναι ή δεν είναι κατάλληλο προς τον σκοπό για το οποίο το θέλεις, είπε και την κύτταξε σοβαρός.
-Αγαπητοί μου, σας δίνω ό,τι καλύτερο υπάρχει για το σκοπό σας. Δε θα βρείτε τίποτα καλύτερο. Εγώ δε σας ανέφερα καν τη θέση του και τα παρεμφερή, για να σας εκπλήξω. Πιστεύω ότι είναι το καλύτερο κομμάτι που υπάρχει. Θ’ αφήσετε μια τέτοια ευκαιρία;
-Έχει δίκιο ο κ. Ιωαννίδης. Αλλά κ. Κυρίλη τι θα χάναμε αν βλέπαμε και κάτι άλλο, για να γίνει και κάποια σύγκριση. Ίσως και να υπάρχει κάτι καταλληλότερο από αυτό εδώ, απευθύνθηκε η πανέξυπνη Μάγδα, στον Αχιλλέα.
-Θα το κάνουμε αφού νομίζετε ότι πρέπει. Θα δούμε κι άλλα, αλλά ελπίζω να μην αφήσετε ετούτο εδώ, επέμενε ο κτηματομεσίτης.
-Ευχαριστούμε πολύ κ. Ιωαννίδη, είπε η Μάγδα κλείνοντας το μάτι στον Αχιλλέα κάποια στιγμή που ο κτηματομεσίτης έκλεινε την τσάντα του.
-Τέλειο δεν είναι; ρώτησε σιγανά τον Αχιλλέα.
-Δεν είμαι βέβαιος, παρά μονάχα για το γεγονός ότι είναι ένα τεράστιο οικόπεδο.
Επισκέφτηκαν ακόμη δύο-τρία μέρη όπου υπήρχαν και παλιά κτίρια για κατεδάφιση. Δεν είχαν ούτε το μέγεθος, ούτε την τοποθεσία του άλλου, που το ατού του ήταν η κοντινή του απόσταση από την Πανεπιστημιούπολη.
Γύρισαν στο κτηματομεσιτικό γραφείο εξαντλημένοι. Ευχαρίστησαν τον κ. Ιωαννίδη που τους ευχήθηκε καλό βράδυ και πρόσθεσε:
-Ελπίζω να μη σας προλάβει άλλος αγοραστής κυρία μου… κύριε…
-Δεν είναι δυνατόν να το κλείσουμε με την πρώτη ματιά κύριε Ιωαννίδη. Άλλωστε και αν ακόμη πούμε το ναι σ’ εσάς, θα υπάρχει στη συνέχεια η προϋπόθεση της αδείας της τοπικής αυτοδιοίκησης για το Ο.Κ σε σχέση με αυτό που έχουμε υπόψη μας, για να προχωρήσουμε τελικά και επίσημα στην αγορά του. Σας είπα επίσης ότι θα πρέπει να το δει και ο χρηματοδότης μου. Επιπλέον θα ήθελα να το επισκεφτώ ξανά με τον κ. Κυρίλη πριν από την άφιξη του πατέρα μου. Σημειώστε, ότι δε σας χρειαζόμαστε σ’ αυτή την επίσκεψη.
Ο Αχιλλέας παρακολουθούσε τον τρόπο επικοινωνίας της Μάγδας με τον κτηματομεσίτη. Δεν είχε καμμία αμφιβολία ότι εκείνη η νέα γυναίκα θα πετύχαινε στη ζωή της ότι θα πήγαινε ψηλά. Δεν είχε ιδέα ωστόσο ότι η Μάγδα το επιχειρηματικό της μυαλό το είχε κληρονομήσει από τους προγόνους της. Δεν είχε ιδέα ότι ο Πολύδωρος Σάθας ήταν πάμπλουτος. Για τη Μάγδα αυτό ήταν ένα τέλειο παιγνίδι. Να έρχεται κοντά σου ο άλλος από καθαρό ενδιαφέρον και όχι για τα λεφτά σου! «Λίγο τό ’χεις;»
Ο Αχιλλέας δεν πίστευε ακόμη ότι η γυναίκα αυτή θα μπορούσε να τον κάνει επιχειρηματία με τον πιο απλό τρόπο: αυτόν της συνεργασίας. Ένιωθε να μειονεκτεί κάπου κι αυτό ήταν το οικονομικό. Αλλά και η Μάγδα δε φαινόταν να έχει παρά τόσα, ώστε να περνάει καλά.
-Θα ειδοποιήσω τον πατέρα μου αμέσως είπε η Μάγδα στον Αχιλλέα, κι εκείνος ένιωσε ότι τον ύψωνε πιο ψηλά ίσως από ότι θα έπρεπε. Ένιωσε ευγνωμοσύνη. Εντάξει, δεν ήταν ανίδεος, είχε να προσφέρει πολλά, όμως διάβολε του έδειχνε μία πρωτόγνωρη εμπιστοσύνη που τον έκανε να αισθάνεται πολύ υπεύθυνος απέναντί της.
-Είσαι πολύ ευγενική απέναντί μου, είπε σε χαμηλό τόνο.
Η Μάγδα τον κύτταξε κατάπληκτη.
-Γιατί το λες αυτό; ρώτησε.
-Αλήθεια δεν ξέρεις; τη ρώτησε.
-Όχι. Εγώ έψαχνα για συνεργάτη και πιστεύω ότι τον βρήκα σε σένα. Το ότι κάνουμε κάποια πράγματα μαζί είναι σπουδαίο καθώς βλέπεις κι εσύ πόσο υπεύθυνο είναι αυτό που σου προτείνω και περιμένω ν’ ανταποκριθείς με την ίδια σοβαρότητα. Αν νομίζεις ότι αυτό δεν ισχύει θα λυπηθώ πολύ αλλά θα προχωρήσω για να βρω άλλον συνεργάτη.
Η ωμότητα της Μάγδας τον ξύπνησε. Κατάλαβε ακόμα μία φορά ότι η γυναίκα ήταν τετράγωνο μυαλό και ότι συναισθηματισμοί δεν χωρούσαν μαζί της.
-Ναι… δηλαδή ασφαλώς και θέλω να συνεργαστούμε αλλά να με εκπλήσσει το γεγονός ότι με εμπιστεύεσαι.
-Δε θα έπρεπε; ρώτησε ξανά η Μάγδα κυττάζοντάς τον κατάματα.
-Δεν εννοώ αυτό, απλά αισθάνομαι ότι δε θα ήθελα να σε απογοητεύσω.
-Αυτό άστο σε μένα. Εμένα μου φτάνει ότι είσαι ένα καλός Γυμναστής, πράγμα που έχει ήδη αποδειχτεί.
Την κύτταξε ξανά με μάτια γεμάτα θαυμασμό.
-Σε θαυμάζω γιατί στοχεύεις και απ’ ότι ακούω πετυχαίνεις.
-Αυτό θα το δούμε στην πορεία. Δε θα μπορούσα να το κάνω μόνη μου, χωρίς καλούς συνεργάτες. Σ’ αυτό «στοχεύω», είπε η Μάγδα χαμογελώντας.
Ο Αχιλλέας άφησε τη Μάγδα έξω από το κτηματομεσιτικό γραφείο όπου είχαν συναντηθεί. Όλα εξελίσσονταν γρήγορα. Η τύχη του του είχε δώσει μια σπουδαία ευκαιρία και όφειλε να τη χειριστεί με σεβασμό. Δεν ήξερε που θα τον οδηγούσε, πίστευε όμως ότι κάτι σπουδαίο τον περίμενε στην πορεία.
Κατευθύνθηκε προς την περιοχή όπου ζούσε η Ρένα. Δεν άργησε να φτάσει εκεί. Χτύπησε αλλά δεν πήρε απάντηση. Ήταν βέβαιος ότι η Ρένα θα ήταν εκεί, όπως συνήθως. Τηλεφώνησε στο κινητό της, αλλά τίποτα. «Έλα Ρένα, παιδί μου!» είπε και βάλθηκε να της στείλει μύνημα. Μάταια. Το μήνυμα δεν πήγαινε στον προορισμό του. «Θα πρέπει να τελείωσε η μπαταρία της!» σκέφτηκε πάλι.
Πέρασαν ημέρες. Η Ρένα στο μεταξύ είχε αγοράσει το μικρό Fiat που ονειρευόταν και για το οποίο είχε κάνει αυστηρή οικονομία, αφότου πρωτοέπιασε δουλειά. Δεν είχε ειδοποιήσει κανέναν γι αυτή την αγορά. Ένα πρωΐ οι συνάδελφοί της, κι αυτός ακόμη ο Αχιλλέας, ανακάλυψαν ότι είχε αποκτήσει ρόδα. Εντυπωσιάστηκαν, απόρησαν, αναρωτήθηκαν και φυσικά ο Αχιλλέας και ο Μίμης στενοχωρήθηκαν. Πού να φανταστούν τι μαγείρευε η Ρένα κάτω από τη μύτη τους. Ο Αχιλλέας ιδιαίτερα δεν τόλμησε να παραπονεθεί μια και ο ίδιος είχε κάνει αρκετές κινήσεις χωρίς να τις γνωστοποιήσει στη Ρένα. Ο δε Μίμης δεν καταλάβαινε προς τι η μυστικότητα τέτοιου είδους. Όταν ρώτησε τη Ρένα «γιατί η τόση μυστικότητα;» εκείνη απάντησε με κάποια μικρή ειρωνία, ότι ήταν το δώρο της «για τα γενέθλιά της… επομένως ήταν μυστικό». «Για φαντάσου!» είχε πει ο έκπληκτος Μίμης.
Η Ρένα παρκάρισε το καινούργιο της Fiat αργά στο parking του εστιατορίου. Τελικά βγήκε για να κατευθυνθεί προς αυτό. Μπήκε και κύτταξε ένα γύρω. Δεν ήταν άσχημα.
-Ρένα… εδώ! κάλεσε ένας άντρας που σηκωμένος ένευε το αριστερό του μπράτσο στη Ρένα.
Εκείνη χαμογελώντας, κατευθύνθηκε προς το μέρος του. Ο άντρας την υποδέχτηκε αγκαλιάζοντάς την φιλικά και η Ρένα με φωτισμένο το πρόσωπο ανταπέδωσε την υποδοχή του.
-Τι κάνεις Πέτρο; Μόλις μου τηλεφώνησες έπεσα από τα σύννεφα, είπε χαμογελώντας ευχαριστημένη και κυττάζοντάς τον στα μάτια με τα μπάτσα της τυλιγμένα ακόμα γύρω του.
-Κοριτσάκι μου… να είναι καλά η μαμά σου.
-Α, ναι; Η κυρά Παρασκευή λοιπόν! Ξέρεις, πάντα σε συμπαθούσε. Με το μυαλό της σε είχε κιόλας κάνει γαμπρό της: «Τι κάνει ο Πέτρος Ρένα μου; Πώς και δεν φάνηκε καθόλου από το σπίτι μας; Καλό παιδί ο Πέτρος Ρένα μου, καλό παιδί!»
Ξέσπασαν στα γέλια. Ο Πέτρος την κύτταξε μια στιγμή.
-Έτσι ε; Και δεν της φαινόταν της κυρά-Παρασκευής. Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω τη συμπάθειά της, ξέρεις. Γιατί Ρένα μου στ’ αλήθεια είμαι καλό παιδί.
Γέλασαν.
-Έλα τώρα! τον ψευτο-μάλωσε η Ρένα.
-Χάθηκες Ρένα!.. Χαθήκαμε μα την αλήθεια!
Η Ρένα απόφυγε κάπως ν’ απαντήσει.
-Πώς κι από τα μέρη μας Πέτρο μου; τον ρώτησε.
-Πέρασα για να σε δω. Σ’ επεθύμησα ξέρεις!
-Με πειράζεις ή να σε πάρω στα σοβαρά;
-Μα αν δεν ήταν σοβαρό, θα μ’ έβλεπες εδώ;
-Έλα Πέτρο, πες μου την αλήθεια όπως παλιά!
-Σου έχω μία έκπληξη καλή μου. Διορίστηκα σ’ ένα από τα Γυμνάσια της πόλης «σας». Στο Σωκράτειο.
-Πέτρο μου! Αχ, να σε φιλήσω! Μου δίνεις τόση χαρά! Νά ‘χω κι εγώ ένα δικό μου άνθρωπο σ’ αυτή την πόλη!
Του έδωσε ένα φιλί συγκινημένη στο μάγουλο. Την κύτταξε προσεχτικά.
-Τι σου συμβαίνει φιλενάδα; Δεν είσαι ευτυχισμένη που ζεις σ’ ετούτη την πολιτεία; την κύτταξε προσεκτικά.
-Ε, ναι, είμαι, είμαι! Πότε αρχίζεις λοιπόν; τον ρώτησε.
-Την επόμενη εβδομάδα. Ξέρεις, όταν έμαθα γι’ αυτή τη θέση, σε σκέφτηκα, είπε κυττάζοντάς την τσαχπίνικα.
-Έλα βρε παλιόπιαδο! Τι απέγιναν όλα τα θηλυκά που σε κυνηγούσαν; ρώτησε εκείνη κοκκινίζοντας.
-Σιγά τα λάχανα! Πάει εκείνος ο φοιτητικός κόσμος! Τον έχω παραμερίσει προ πολλού και θα έπρεπε να καταλαβαίνεις τι εννοώ. Τότε πετούσαμε. Είτε από ανοησία, είτε από απελπισία, προσπαθούσαμε να απαλλοτριωθούμε από την πραγματικότητα. Τελικά επήλθε ο κορεσμός! Βάλαμε μυαλό κοριτσάκι μου. Γεράσαμε, πάρτο χαμπάρι! αναστέναξε.
-Όπως πάντα υπερβολικός, Πέτρο μου, γέλασε η Ρένα.
Κάθησαν και κυττάχτηκαν ξανά και ξανά και τα χέρια τους πλέχτηκαν πάνω στο τραπέζι. Ο σερβιτόρος έφερε ένα mozelle, παραγγελία πριν από την άφιξη της Ρένας. Το σερβίρησε στα ποτήρια τους, χαμογελώντας συγκαταβατικά.
Κύτταξε τον σερβιτόρο κι ύστερα τη Ρένα.
-Μας πέρασε για ζευγαράκι ο χριστιανός!
Η Ρένα γέλασε. Ο Πέτρος πρότεινε το ποτήρι του.
-Στην υγειά σου Ρένα και ό,τι ποθείς… να το πάθεις!
Γέλασαν. Η συνάντησή τους αυτή, ήταν μία ιδιαίτερη ικανοποίηση και για τους δύο.
-Καλή καριέρα λοιπόν στο… Γυμνάσιο, ευχήθηκε εκείνη.
-Όχι και καριέρα! Αλλά εντάξει, δε θα είμαι και του κλώτσου, από υπηρεσία σε υπηρεσία. Τριανταρίζω Ρένα μου. Πρέπει να δω μια προκοπή από τις ρημάδες τις σπουδές μου. Μαθηματικός λέει! Σιγά μωρέ το υπουργιλίκι! αναστέναξε.
-Έλα αγόρι μου! Όλο πίκρα μυρίζεις, άσε τοκρασί να κατευνάσει το πνεύμα σου! τον συμβούλεψε φιλικά η νέα.
-Θα το κάνω μ’ έναν όρο, είπε πονηρά ο Πέτρος.
-Ποιον; ρώτησε γελώντας η Ρένα.
-Μίλησέ μου για σένα… της πρότεινε και κάθησε πίσω.
-Για μένα! Τι να πω; Χμ… Συνήθισα στη δουλειά μου… δεν έχω πλέον τρακ… έχω καλούς συναδέλφους…
-Εγώ να δούμε, τι θα πετύχω! κούνησε το κεφάλι του.
-Έλα, μην άγχεσαι! Να εύχεσαι να έχετε καλόν Διευθυντή. Παίζει μεγάλο ρόλο ξέρεις, είπε η Ρένα.
-Βρήκα ένα μικρό διαμέρισμα. Γκαρσονιέρα. Θέλω να προσέξω κάπως την οικονομία μου, να επιβλέπω κάπως τα έξοδά μου μήπως τα καταφέρω να βάλω κανένα φράγκο στην άκρη για κανένα holliday, είπε ο Πέτρος αλλάζοντας θέμα.
-Πού είναι το διαμέρισμά σου; ρώτησε απλά η νέα.
-Κοντά στο Γυμνάσιο που θα διδάξω. Δε νομίζω ότι είμαστε μακριά, είπε κυττάζοντάς την.
-Ούτε και κοντά. Αλλά είμαστε καλά φιλαράκια, και θα συναντιόμαστε για καφεδάκι, είπε καλοπροαίρετα η Ρένα.
-Εντάξει κατάλαβα. Θέλεις την ησυχία σου. Δε θα γίνω τσιμπούρι, δώσε μου όμως λίγον καιρό να στρώσω, παραπονέθηκε ο άντρας.
-Τι λες βρε κουτέ; Άλλο εννοούσα. Θα το διαπιστώσεις και μόνος σου, δε θα σου μένει πολύς χρόνος για τις κοινωνικές σου υποχρεώσεις. Τώρα που το θυμήθηκα, τι έγινε το σπλάχνο; Η Όλγα ντε! ρώτησε χαμογελώντας η Ρένα.
-Πού τη θυμήθηκες βρε παιδί μου, αυτή;
-Πού πήγε λοιπόν όλος εκείνος ο μέγας έρωτας; τον ειρωνεύτηκε η Ρένα.
-Α, α! Μη με προσβάλλεις. Ήταν πέρα για πέρα αληθινός έρωτας. Μόνο που και τα ωραία πεθαίνουν κάποτε.
Η Ρένα γέλασε με το ύφος του.
-Είσαι πάντα ο ίδιος Πέτρο μου. Μα τω Θεώ αδικείσαι. Έπρεπε να γίνεις φιλόσοφος και όχι μαθηματικός.
-Δε βαρυέσαι, δεν ήθελα και να τρελαθώ. Μου κάνουν καλό τα μαθηματικά, με προσγειώνουν ξέρεις.
Γελούν ελαφρωμένοι. Είχαν ζήσει τόσα πολλά μαζί!
-Δε μου είπες για την άλλη σου ζωή… είπε ο Πέτρος.
-Αν εννοείς την ερωτική… είμαι λιγάκι μπλεγμένη αυτή την περίοδο. Υπήρχε κάτι, υπάρχει… άστα καλύτερα!
-Δηλαδή… τι ακριβώς συμβαίνει; ρώτησε ο νέος άντρας.
-Και τα ωραία πεθαίνουν, είπες. Έτσι ακριβώς…
-Α! Δηλαδή είσαι ελεύθερη; Αν είναι έτσι, τότε είμαι τυχερός! είπε αστειευόμενος ο νέος κι έτριψε τα χέρια του.
-Έλα βρε Πέτρο! Σοβαρέψου επιτέλους, δεν είναι αστείο. Δε χρειάζομαι δούλεμα, ειλικρίνεια και υποστήριξη χρειάζομαι, παραπονέθηκε η Ρένα και τα μάτια της γυάλισαν.
-Έλα ηρέμησε! Σε πειράζω. Δε θα ήθελα σε τίποτα να χαλάσω τη μόστρα μου στα μάτια της κυρά-Παρασκευούλας. Μίλησέ μου για τον άνθρωπό σου, κοριτσάκι!
Η Ρένα χαμήλωσε τα μάτια της στο ποτήρι της.
-Έλα, κατάλαβα. Άστον λοιπόν αυτόν. Πες μου για τη ζωγραφική σου καλύτερα! είπε μαλακά ο Πέτρος.
-Έχουμε φτάσει στον επίλογο. Άντρας μου είναι ο Αχιλλέας Κυρίλης. Θα τον γνωρίσεις κάποια στιγμή. Είναι Γυμναστής, είπε η Ρένα ταπεινά.
Την κύτταξε προσεκτικά.
-Δε θέλω να μου πεις. Μόνο αν σε βοηθάει σε κάτι, είπε ο Πέτρος.
-Δεν είμαι περήφανη για τον εαυτό μου Πέτρο! Μερικές φορές αισθάνομαι ότι αυτός ο έρωτας δε φτάνει για να με γεμίσει. Μου λείπει κάτι σπουδαίο: ο πνευματικός σύντροφος. Με τον Αχιλλέα δεν την έχω αυτή την επαφή. Διαφέρουμε. Είναι φυσικός τύπος. Δε λέει όχι στα σπόρ, στο τέννις… όμως δεν ποτέ δεν κάθησε έστω και να ψευτοφιλοσοφήσει. Δε φταίει αυτός. Πολύ φοβάμαι ότι δεν έχει αντιληφθεί το χάσμα που ανοίχτηκε ανάμεσά μας. Όμως δεν αντέχω. Αλήθεια με χάνει! Τώρα τελευταία προστέθηκε και κάτι ακόμη σ’ αυτό: Δεν υπάρχω σχεδόν γι αυτόν. Ετοιμάζεται να εργαστεί για κάποια χορογράφο που θ’ ανοίξει Ακαδημία Σωματικής Αγωγής. Μάλλον εκείνη του ζήτησε να συνεργαστούν κι έχει δοθεί τόσο ολοκληρωτικά στο new project, που αληθινά μ’ έχει ξεχάσει.
-Α! Αυτό είναι, είπε ο Πέτρος θριαμβευτικά.
-Μην τρέχεις! Η νέα γυναίκα είναι αδερφή συναδέλφου, επαγγελματίας χορογράφος που επιδιώκει να επεκτείνει τις επιχειρήσεις της στην πόλη μας. Ο Μίμης Σάθας -ο συνάδελφός μου δηλαδή- τη σύστησε στον Αχιλλέα που είναι επίσης ο Γυμναστής του Σχολείου μας.
-Σάθας είπες; Κάπου το έχω ακούσει αυτό το όνομα! Δωρεές και τα τοιαύτα. Μιλάμε για το ίδιο πρόσωπο;
-Λες; Δε νομίζω. Τέλος πάντων. Έλεγα λοιπόν ότι αυτή, η Μάγδα, θα κάνει την πόλη σπουδαία με το κέντρο αθλημάτων, γυμναστικής και χορού. Ο πατέρας της φαίνεται να έχει το ψιλό. Έτσι ακούγεται.
-Βλέπεις; Μπορεί και να είναι αυτός που σου είπα πριν. Κάτσε να δεις. Πολύ… Πολύ… Πολύδωρος… Ναι. Αυτό είναι: Πολύδωρος Σάθας.
Η Ρένα τον κυττάζει σοβαρά προτού να τον μαλώσει.
-Έλα τώρα κι εσύ, μην τρέχεις!
-Γιατί κοριτσάκι μου; Υπάρχουν και τυχεροί σ’ αυτή τη γη. Μην κυττάς εμάς που προσπαθούμε να γεμίσουμε τη ζωή μας και τα γύρω της, με αριθμούς, με τη φιλοσοφία μας, με τη ρητορία μας, με ουτοπικές επιστήμες, εν ολίγοις ξανά και ξανά με αριθμούς και υπολογισμούς, επέμενε ο νέος.
Σκέφτεται μία στιγμή ενώ την παρακολουθεί ανελλιπώς.
-Και δε μου λες κοριτσάκι μου, τώρα βρήκες κι εσύ την ώρα να τα χαλάσεις με τον άνθρωπό σου, ξεχνώντας ότι το χρήμα δίνει όχι μόνο δύναμη αλλά και συντήρηση και υγεία.
-Να μείνω με τον Αχιλλέα χωρίς να τον αγαπάω, μόνο και μόνο από συμφέρον; Ελπίζω ότι αστειεύεσαι Πέτρο.
-Δεν αστειεύομαι καθόλου. Πρέπει να γίνεις και λιγάκι πρακτική. Και ο… πώς τον είπες τον αδερφό της Μάγδας;
-Μίμη…
-Ναι, ο Μίμης Σάθας. Τι μέρος του λόγου είναι αυτός;
-Ο Μίμης… διαφέρει. Αυτός δεν έχει τις φαεινές ιδέες της αδερφής του, είπε η Ρένα μετρώντας τις λέξεις της.
-Κατάλαβα, είναι βουτυρόπαιδο.
-Έλα τώρα Πέτρο! Δεν τον ξέρεις τον άνθρωπο πώς μπορείς να τον κρίνεις;! Φιλόλογος είναι. Ένας ήσυχος άνθρωπος και του αρέσει να γράφει ποίηση, μυθιστορήματα…
-Μάλιστα, κατάλαβα. Σ’ αρέσει λοιπόν ο συγγραφέας Μίμης Σάθας, είπε ο Πέτρος ανόρεχτα αυτή τη φορά.
-Πέτρο! τον μάλωσε πάλι η Ρένα κοκκινίζοντας.
-Μα τι είπα; Να πάρουμε ένα καφέ; πρότεινε ο Πέτρος.
-Καλή ιδέα μα την αλήθεια. Νομίζω ότι μέθησα λιγάκι.
Το κρασάκι που δεν έλεγε να τελειώσει, είχε φέρει την κόπωση στα μέλη τους, κι η γλυκειά μουσική είχε αγριέψει.
-Πάντα υπερβάλλεις! Δε φαίνεσαι ζαλισμένη. Αν όμως είσαι, τότε θα πρέπει να κλειδώσουμε το αυτοκίνητό σου και θα σε πάω εγώ στο σπίτι σου, πρότεινε ο Πέτρος.
-Θα τα καταφέρω μόλις πιω τον καφέ, είπε η Ρένα.
-Γκαρσόν! Και όπως είπαμε, να μη χαθούμε. Θέλω να γνωρίσω τη συντροφιά σου. Μη με ξεχάσεις λοιπόν!
-Ασφαλώς και θα τους γνωρίσεις! τον βεβαίωσε η Ρένα.
Μ’ ένα νεύμα του Πέτρου ήρθε ο σερβιτόρος και παράγγειλαν τον καφέ του «ξυπνήματος». Δεν κάθησαν και πολύ ύστερα απ’ αυτόν. Τελικά όμως η Ρένα κατέληξε αργά στο σπίτι της. Φτάνοντας εκεί είδε παρκαρισμένο το αυτοκίνητο του Αχιλλέα. Ανέβηκε με το ασανσέρ και όταν έφτασε διαπίστωσε ότι ο Αχιλλέας την περίμενε.
-Γεα σου, είπε στεναχωρημένη η Ρένα.
-Γεια σου, σε περίμενα για ώρες. Πού ήσουν; ρώτησε εκείνος με συγκρατημένο θυμό.
-Έξω, με κάποιον παλιό συμφοιτητή μου. Δεν νομίζω ότι είχαμε ραντεβού οι δυο μας, είπε ήσυχα η Ρένα.
Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού, και ο Αχιλλέας την ακολούθησε. Έκλεισε την πόρτα και ύστερα βιάστηκε πίσω της. Χωρίς να υποψιαστεί τίποτα εκείνη, την άρπαξε από τους ώμους ακινητοποιώντάς την για μερικά δευτερόλεπτα. Η Ρένα τραβήχτηκε με δύναμη, ελευθερώνοντας τους ώμους της από τα χέρια του. Ο Αχιλλέας πάγωσε. Το αίσθημα που του είχε μεταδώσει απροσδόκητα η Ρένα ήταν αρνητικό. Κι ενώ επεχείρησε να την πλησιάσει εκ νέου, εκείνη απομακρύνθηκε σιωπηλή, κατευθυνόμενη αυτή τη φορά στην κουζίνα της.
-Τι σου συμβαίνει αγάπη; ρώτησε πληγωμένος από τη συμπεριφορά της.
-Τίποτα. Είχες δουλειά κι αποφάσισα να βγω. Αυτό είναι όλο!απάντησε εκείνη με κάποια περιφρόνηση.
-Μα Ρένα! παραπονέθηκε ο Αχιλλέας.
-Τι θέλεις επιτέλους Αχιλλέα; Έχω υποχρέωση να περιμένω κλεισμένη στο σπίτι μου «σαν καλή σύζυγος» ώσπου να τελειώσεις τις δουλειές σου; Ξεχνάς λοιπόν ότι είμαστε ανεξάρτητοι άνθρωποι χωρίς υποχρεώσεις νομικές ή άλλου είδους μεταξύ μας; επέμενε η Ρένα νευριασμένη.
«Έχει δίκιο!» σκέφτηκε στεναχωρημένος ο Αχιλλέας. Κάποια πράγματα ανάμεσά τους, εδώ και αρκετές ημέρες, είχαν αλλάξει ριζικά. «Οι δουλειές, σκοτώνουν τον έρωτα!» σκέφτηκε. Το είχε νιώσει κι εκείνος ότι είχε απομακρυνθεί από τη Ρένα, και χωρίς να νιώσει τύψεις. Τι ήθελε τώρα από αυτήν; Μαλάκωσε μέσα του. Δεν ήθελε να τη χάσει τη Ρένα. Ακόμη ένιωθε μέσα του την ίδια φλόγα για το ερωτικό τους ζευγάρωμα. «Κι εκείνη; Πώς ένιωθε άραγε εκείνη;» αναρωτήθηκε με πανικό.
-Ρένα! Έλα κάθησε δίπλα μου, έλα κοντά μου αγάπη μου! ψιθύρισε ικετευτικά.
Εκείνη υπάκουσε μηχανικά, σα μικρό παιδί. Κάθησε μακριά του με το κεφάλι σκυμμένο και τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα.
-Μα τω Θεώ, είχα μία πολύ κουραστική ημέρα! Πρώτα τρεις ώρες μάθημα και ύστερα εκείνο το ραντεβού με τη Μάγδα και με τον κτηματομεσίτη της, είπε συλλογισμένος.
-Κι εγώ…. κι αν δε σε πειράζει θα ήθελα να κάνω ένα ντουζ και να πάω για ύπνο, είπε η Ρένα χωρίς να τον κυττάζει. Ο Αχιλλέας σηκώθηκε χωρίς λέξη. Στο πρόσωπό του πλανιόταν ένα μελαγχολικό χαμόγελο. Η Ρένα δεν είχε καν ενδιαφερθεί να ρωτήσει, για το τι είχε συμβεί στο ραντεβού που είχαν η Μάγδα κι αυτός με τον κτηματομεσίτη. Τη φίλησε ήσυχα στο μέτωπο, έχοντας ανασηκώσει το σκυμμένο της κεφάλι, πιάνοντας της το πηγούνι. Ύστερα προχώρησε προς την πόρτα κι ακουμπώντας με την πλάτη του επάνω της, την κύτταξε παρατεταμένα, πριν να την ανοίξει γλυστρώντας το χέρι του πίσω στην πλάτη του για να πιάσει το πόμολο. Η Ρένα παρακολοθούσε τις κινήσεις του με μια κρυφή αγωνία. Τίποτα όμως δεν ανέβαινε στα χείλια της. Και όμως ήθελε να πει κάτι, να σπάσει εκείνη τη φοβερή σιωπή, που τα έλεγε όλα.
Η πόρτα άνοιξε επιτέλους. Ο Αχιλλέας την πέρασε κυττάζοντάς την πάντα. Ύστερα την εκλεισε πίσω του. Η Ρένα ξέσπασε σε λυγμούς. Δεν ήξερε τι της συνέβαινε. Ήταν τόσο φορτισμένη από τα συναισθήματά της κι από την αγωνία της, σε σχέση με το ερώτημα: ποιο δρόμο ν’ ακολουθήσει σ’ εκείνη την σχέση που είχε σημαδέψει τη ζωή της για πάντα; Στη σκέψη της αναδύθηκε η μικρή φράση του Πέτρου: «και τα ωραία πεθαίνουν κάποτε!» και ξέσπασε εκ νέου σε λυγμούς.
-Λοιπόν Μάγδα, τι έκανες; ρώτησε ο Μίμης.
-Ετοιμαζόμουν να τηλεφωνήσω στον πατέρα για το οικόπεδο που είδα και μου άρεσε. Εκείνο κοντά στην Πανεπιστημιούπολη, απάντησε η νέα.
-Κι εγώ; Θα πω τη γνώμη μου κι εγώ; ρώτησε ο Μίμης.
-Και βέβαια όταν έρθει ο μπαμπάς θα πάμε όλοι μαζί…
-Και… πόσο κοστίζει… αυτό το οικόπεδο αδερφούλα;
-Γύρω στις 200.000 ευρώ.
-Για φαντάσου! Κι είναι κι έξω από την πόλη!
-Ναι αλλά είναι τόσα στρέμματα, τεράστιο σου λέω. Είναι φτηνό κατ’ αναλογία, κι ο λόγος; γιατί ακόμη δεν είναι πυκνοχτισμένη η περιοχή. Στο μέλλον θ’ ανεβεί η αξία του.
-Μάλιστα. Και εάν προσθέσεις και τα υπόλοιπα;
-Έλα βρε Μίμη, αξίζει σου λέω και το σχέδιο του φίλου μου του αρχιτέκτονα, χρειάζεται μία τέτοια γη, για να χτιστεί. Ευρύχωρη γη που δε θα την κλείνει τίποτα, γιατί είναι πάνω στον κεντρικό. Άκου και το άλλο: θα κάνουμε και υπόγειο πάρκινγκ. Η περιοχή είναι ίσια, στεγανή και όμορφη. Ευτυχώς που ο μπαμπάς ξέρει από τέτοια κι έτσι δεν κινδυνεύω ν’ απογοητευτώ.
-Και ο Αχιλλέας; Αυτός θα βάλει κάτω τον οβολό του;
-Γιατί γκρινιάζεις Μίμη; Δεν είσαι εσύ που έλεγες ότι ο Αχιλλέας είναι σπουδαίος στη δουλειά του; Και ότι θα είμαι τυχερή αν δεχτεί να συνεργαστεί μαζί μου;
-Ναι… ναι δεν αντιλέγω, αλλά σκέφτομαι ότι εσύ δεν αστειεύεσαι. Θα τον ξεπουπουλιάσεις τον Πολύδωρο Σάθα!
-Όχι δα! Ο μπαμπάς ξέρει τι κάνει, δεν είναι κανένας ηλίθιος! Ξέρει ότι η δουλειά μου είναι αποδοτική, γνωρίζει για τα κέρδη μου και τη διορατικότητά μου, μέχρι τώρα. Ξέρει επίσης ότι έχω την ικανότητα να εκτιμώ χαρακτήρες και καταστάσεις. Και να σου πω και κάτι ακόμα: δε θέλω συνεταίρο στην επιχείρησή μου, Γυμναστή θέλω που να τον μισθώνω να κάνει τη δουλειά που θα συμφωνήσουμε. Συνεταιρισμός; όχι ποτέ. Εγώ θα είμαι ο εγκέφαλος της επιχείρησης και οι άνθρωποι που θα πάρω θα δουλεύουν για μένα, με μισθούς ανάλογους με την προσφορά τους.
-Καλά, καλά, τι κάθομαι και τα βάζω μαζί σου, μου λες; Εσύ το απέδειξες ότι είσαι περισσότερο μια Business woman και όχι μια χορογράφος. Το απέδειξες επανειλημμένα. Εγώ δεν είμαι παρά ο «φτωχοπρόδρομος».
-Μίμη, πάψε να κάνεις συγκρίσεις αυτού του είδους. Εγώ σ’ αγαπάω και σ’ εκτιμάω περισσότερο απ’ όλους. Είσαι ένας άνθρωπος με ευαισθησίες, ένας διανοούμενος, ένας συγγραφέας. Μα την αλήθεια με την παρουσία σου στα Γράμματα λαμπρύνεις την οικογένειά μας και της δίνεις ένα άλλον αέρα!
-Με κολακεύεις όπως πάντα. Νά ‘σαι καλά. Πες μου όμως Μάγδα, πώς βλέπεις αλήθεια τον Αχιλλέα; σαν άντρα εννοώ.
Η Μάγδα σκέφτεται και κυττάζει στο κενό λες και πρόκειται να διαβάσει τις απαντήσεις που περιμένει ο Μίμης.
-Α, τι να πω; Είναι… ψηλός, αθλητικός, γεροδεμένος και φαίνεται ευσυνείδητος. Δηλαδή… αγαπάει τη δουλειά του, ενδιαφέρεται για την επιχείρηση που πάμε να κάνουμε και οπωσδήποτε έχει το κατάλληλο immage, για το σκοπό και το ρόλο που θα του αναθέσω τελικά.
-Αυτά σου τα είπα εγώ, αν δεν κάνω λάθος.
-Τα υπόλοιπα αν υπάρχουν θα τα δω και θα τα κουβεντιάσουμε αγαπημένε μου! Α, να σου πω ότι έχω μία ιδέα για το βιογραφικό του μέχρι στιγμής. Τα διάβασα κάπου σε ένα περιοδικό των σπορ.
-Έχεις δίκιο…
-Εξάλλου η Ρένα είναι το κορίτσι του, μου το είπες κι αυτό. Ή μάλλον ήταν, γιατί άρχισα να βλέπω κάποια παράξενα, ένα τρίγωνο ας πούμε, του κλείνει το μάτι και χαμογελάει πονηρά.
Ο Μίμης χλωμιάζει.
Η Μάγδα το προσέχει. Ρωτάει ανήσυχη:
-Μίμη! Τι σου συμβαίνει;
-Τίποτα, τίποτα!
-Κάτι σε πείραξε! Έτσι δεν είναι; Αυτό που είπα για τη Ρένα, τον Αχιλλέα κι εσένα;
Τον προσέχει καλύτερα.
-Το βράδυ που βγήκαμε οι τέσσερίς μας, άργησες να γυρίσεις πίσω. Πες μου λοιπόν; Έγινε κάτι ανάμεσα σε σένα και στη Ρένα;
-Τι σου ήρθε τώρα;
-Μίμη δε με ξεγελάς. Περίμενα να μου μιλήσεις όπως συνηθίζουμε. Όμως δεν το έκανες κι έτσι μ’ έπεισες ότι επρόκειτο για κάτι πολύ σοβαρό. Λοιπόν;
Ο Μίμης την κύτταζει.
-Δεν μπορώ να πω τίποτα. Ανήκει σε άλλον. Αυτό βλέπω. Από εκείνο το βράδυ μ’ αποφεύγει λες κι είμαι λεπρός.
-Σε φοβάται αδελφέ μου. Ή μάλλον φοβάται τον εαυτό της. Σε υπολογίζει. Μπορεί να είναι περισσότερο από ερωτευμένη μαζί σου. Άλωστε…
Η Μάγδα χαμογελάει ειρωνικά και ο Μίμης περιμένει να συνεχίσει. Εκείνη σκύβει το κεφάλι της.
-Γιατί σταμάτησες;
Η Μάγδα τον κυττάζει με αινιγματικό χαμόγελο.
-Αδερφέ μου, δεν μπορεί να μην παρατήρησες την αδιαφορία της για τις προσπάθειες του Αχιλλέα. Αν είναι αλήθεια ο άντρας της, πώς και δεν ενδιαφέρεται για τα σχέδιά του και τις επαγγελματικές του επιδιώξεις; Εδώ υπάρχει μία εντελώς αδιάφορη θεατής, που βαρυέται και ν’ ακούει. Όσο για τον Αχιλλέα κι αυτός μου φαίνεται ότι βάζει πάνω απ’ όλα -αυτή τουλάχιστον την περίοδο της ζωής του-, την επαγγελματική του καριέρα και καλά κάνει. Έτσι πρέπει. Νηστική αρκούδα δε χορεύει.
-Τι εννοείς μ’ όλα αυτά; επέμενε ο Μίμης.
-Ρωτάς; Νόμιζα ότι τα είχες παρατηρήσει «όλ’ αυτά» μόνος σου. Μ’ απογοητεύεις Μίμη. Έχασες ξαφνικά την αυτοπεποίθησή σου. Δεν είσαι απλά ερωτευμένος, την αγαπάς τη γυναίκα. Θα σου πω κάτι: αν αλήθεια αυτοί οι δύο είχαν άλλοτε κάτι, αυτό το κάτι ανάμεσά τους πάει, ξεθύμανε. Να μου το θυμάσαι.
Εκείνο το βράδυ ο Μίμης έμεινε μόνος μέσα. Διάβασε λιγάκι αλλά οι επίμονες σκέψεις του τον είχαν κουράσει αφάνταστα. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στ’ αλήθεια. Τελικά αποφάσισε να τα παρατήσει όλα, να κάνει ένα ντουζ και να ξαπλώσει. Η Μάγδα είχε βγει έξω με φίλους εκείνο το βράδυ, γεγονός που τον ανακούφιζε. Θ’ αποχωρούσε το επόμενο πρωΐ για το πατρικό τους.
Το πρωΐ δεν αισθανόταν τόσο καλά. Ωστόσο όφειλε να πάει στο πόστο του. Έτσι κάποια στιγμή βρέθηκε στο σχολείο. Έπεσε πάνω στο διευθυντή.
-Καλημέρα κύριε Διευθυντά…
-Καλημέρα!
Έκανε να τον προσπεράσει με όλο τον απαιτούμενο σεβασμό του Υπό, στον Υπέρ… αλλά τον σταμάτησε ο διευθυντής:
-Μια στιγμή Μίμη. Να σε δω ήθελα… στο επόμενο διάλειμμα, στο γραφείο μου!
-Βεβαίως κύριε Διευθυντα! είπε κάνοντας μία ελαφρή κλίση σεβασμού.
Δεν άργησε να βρεθεί μπροστά στο γραφείο του προσωπικού. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Δεν μπήκε μέσα. Έκανε λίγα βήματα προσπερνώντας το γραφείο λες και ήθελε να συγκροτήσει τις σκέψεις του. Συνήθως εκείνη την πρωϊνή ώρα, πρίν από την έναρξη των μαθημάτων, συγκεντρώνονταν εκεί μέσα, όλα τα μέλη του προσωπικού. Ετοιμάζονταν για την πρώτη ώρα παράδοσης ή ό,τι άλλο συμπεριελάμβανε το πρόγραμμα. Κουβέντιαζαν μεταξύ τους, ανακατεύοντας ελάχιστα από τα προσωπικά τους νέα ή από εκείνα των εφημερίδων, μαζί με σκέψεις και ενέργειες, σχετικές με τα μαθήματα και τα «παιδιά». Κάποιοι κάπνιζαν ένα τσιγάρο ρουφώντας ταυτόχρονα ένα σκέτο καφέ, για να καλμάρουν τα «προ πολλού πειραγμένα νεύρα τους». Δεν ήταν εύκολη η δουλειά τους καθώς είχαν ν’ αντιμετωπίσουν τα ίδια καθημερινά προβλήματα, τις ίδιες συμπεριφορές, δίπλα στα προσωπικά τους, που συχνά τα κρατούσαν με φοβερό ζήλο θαμμένα μέσα τους οι δύστυχοι. Μ’ αυτό τον τρόπο κρατούσαν τα προσχήματα μιας αξιοπρέπειας, συχνά άθλιας.
Το παράξενο βέβαια ήταν ότι κάθε χρόνο το ποσοστό των επιμελών μαθητών, των μετρίων και των αδιαφόρων –εξ ων και το ποσοστό των ταραξιών- ήταν κατ’ αναλογία παρόμοιο μ’ εκείνο της παρερχόμενης χρονιάς κ.ο.κ. «Λες και το είχαν τάμα οι μαθητικές τάξεις μην υστερήσουν ποσοστιαία, σε τίποτα, από την προηγούμενη. Χριστός και Παναγιά! αντικατοπτρίζουν άραγε με τη σειρά τους το ποσοστό ποιότητας των οικογενειών από τις οποίες προέρχονται και που απαρτίζουν σε τελική ανάλυση τον πληθυσμό της πόλης μας, την κοινωνία της;» αναρωτήθηκε κάποια στιγμή ο Μίμης. Τον απασχολούσε αυτό το θέμα. Με τις παρατηρήσεις του αξιολογούσε το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο του λαού, καθώς από τον λαό γεννιόνταν όλα εκείνα τα παιδιά, οι μαθητές τους, οι αυριανοί πολίτες. Δεν ήταν η πιο ιδανική εικόνα, παρά τους φανφαρανισμούς των κατεχόντων όλα τα αξιώματα στην τοπική, νομαρχιακή και βάλε, αυτοδιοίκηση.
Ο Μίμης έχοντας τακτοποιήσει τις σκέψεις του σε εκείνα τα ελάχιστα λεπτά, κάνοντας μία στροφή γύρισε και μπήκε αποφασιστικά στο γραφείο των καθηγητών, όπου ήταν ήδη συγκεντρωμένοι κάποιοι συναδέλφοί του.
Η ημέρα ήταν μέτρια: ο ήλιος ήταν άκεφος, μέσα από τα ελαφριά σύννεφα που φαίνονταν ότι θ’ αραίωναν, στην καλύτερη περίπτωση, αργότερα και η θερμοκρασία χαμηλή. Είχαν περάσει την καρδιά της Άνοιξης. Ο Μάϊος είχε καλυτερέψει ακόμη περισσότερο το τοπικό κλίμα. Όμως όχι, δεν ήταν κατάλληλη ημέρα για εκδρομή. Τα παιδιά είχαν περιοριστεί στις τάξεις τους βαρύθυμα, λες και η εποχή αυτή είχε φθείρει το ενδιαφέρον τους για τη συνέχιση της μάθησης. Πολλοί οι μήνες της «μάθησης βρε παιδί μου!» Δεν θ’ αργούσε όμως να έρθει και το ευλογημένο τέλος της σχολικής περιόδου. Τέλη Ιουνίου… «τέρμα!» Χαράς Ευαγγέλια λοιπόν.
Ο Μίμης είδε με την άκρη του ματιού του τη Ρένα που στο αντίκρυσμά του είχε σηκωθεί και γυρνώντάς του την πλάτη, προσποιήθηκε ότι ξεκρέμαγε το σακκάκι της από την κρεμάστρα. Το επόμενο λεπτό κι ενώ ο Μίμης ετοιμαζόταν να καθήσει καλημερίζοντας τη συνάδελφο στο διπλανό κάθισμα, η Ρένα γλύστρησε έξω από την πόρτα του γραφείου. Ήταν ολοφάνερο ότι τον απέφευγε συστηματικά από εκείνο το ιστορικό για τη σχέση τους, βράδυ. Ήταν ανεξήγητο αυτό που συνέβαινε. Ο Μίμης είχε πιστέψει ότι η Ρένα είχε γίνει δική του. Διαπίστωνε όμως πως «οι στιγμές εκείνες του παραληρήματός της, δεν ήταν παρά της στιγμής. Φάρσα… γκάφα… αμαρτία… πέστο όπως θες. Μόνο έρωτας δεν ήταν. Άσε πια η αγάπη. Να μην κοροϊδευόμαστε έτσι οικτρά!» σκέφτηκε μέσα του και φύσηξε τη μύτη του για να κρύψει τη λύπη του που ανέβαινε στα μάτια του, χωρίς να το θέλει.
Την επόμενη στιγμή είχε σηκωθεί απάνω και με σταθερό βήμα κατευθύνθηκε στην πόρτα του γραφείου. Δεν άντεχε. Την είδε. Στεκόταν στο κεφαλόσκαλο του σχολείου με ένα φλυτζάνι του καφέ στο χέρι. Ήρθε βιαστικά δίπλα της. Την κύτταξε. Δε γύρισε καν το κεφάλι της, σαν να μην τον είχε καταλάβει. Κι όμως δεν ήταν αλήθεια. Το χέρι της έτρεμε.
-Καλούτσικη μέρα η σημερινή, είπε ο Μίμης δήθεν αδιάφορα.
-Έτσι φαίνεται, είπε εκείνη με παρόμοια την αδιαφορία.
-Θα μου κάνεις παρέα το μεσημέρι; τη ρώτησε λες και μιλούσε σε κάποιον δικό του.
Εκείνη γύρισε και τον κύτταξε. Δεν απάντησε.
-Λοιπόν; επέμενε ο Μίμης.
-Δεν μπορώ Μίμη! είπε εκείνη σιγανά.
-Καλά δεν πειράζει, είπε ο Μίμης ήσυχα.
-Ο Αχιλέας; την ξαναρώτησε.
-Ο Αχιλλέας… Τι;
-Δουλεύει σήμερα;
-Δεν ξέρω! απάντησε εκείνη ταραγμένη αυτή τη φορά.
Έμειναν δύο-τρία λεπτά –ολόκληρους αιώνες- εκεί βουβοί με χίλια αγωνιώδη ερωτηματικά μέσα τους. Ένα τείχος είχε εγερθεί ανάμεσά τους σε ανύποπτο χρόνο, τη στιγμή μάλιστα που θα νόμιζε κανείς ότι θα γνώριζαν παρέα τον παράδεισο. Ήταν εκείνες οι ενοχές τους έναντι του Αχιλλέα, που φορώντας βαριές παρωπίδες αρνιόταν ν’ αντιμετωπίσει το φαινόμενο της απομάκρυνσης δύο εραστών: του εαυτού του από τη Ρένα και τανάπαλιν. Ήταν ακόμη οι αμφιβολίες τους για τα αμοιβαία συναισθήματά τους. Είναι αληθινή δυστυχία να μην είσαι ελεύθερος!
-Θα σε δω ίσως αργότερα, είπε η Ρένα ξαφνικά κι απομακρύνθηκε βιαστικά, λες και φοβόταν τα βλέμματα ή τα σχόλια των απόντων εκείνη τη στιγμή συναδέλφων τους.
Ο Μίμης γύρισε και την κύτταξε καθώς απομακρυνόταν. Ξαναγύρισε μπροστά του και κύτταξε πέρα στον ορίζοντα. Δε θ’ αργούσε ο ήλιος να δυναμώσει και να τον απαλλάξει από εκείνη τη συμφορά που σώνει και καλά ήθελε να του γίνει βραχνάς και να κολλήσει στο σβέρκο του. «Νομίζεις!» σκέφτηκε ειρωνευόμενος τον ίδιο τον εαυτό του.
Δεν είχε κέφι για μάθημα. Θυμήθηκε τα λόγια του διευθυντή: «Μίμη, να σε δω στο γραφείο μου» Φυσικά και θα τον έβλεπε. Δεν είχε εκλογές. Επέμενε στο πόστο του. Τα λεφτά του πατέρα του δε θα τον βοηθούσαν και πολύ με το σκεπτικό που κουβαλούσε από χρόνια στο «αγύριστο κεφάλι του». Δεν του άρεσε να είναι επιχειρηματίας. Δεν τον πείραζε η διακριτική δουλειά του. Δεν τον πείραζε να λέει ότι το «Σάθας» ήταν συνωνυμία. «Μα γιε μου είναι αμαρτία να έχεις λεφτά; Αξιοποίησέ τα. Κάνε κάτι». «Όχι πατέρα θέλω την ησυχία μου. Αν ήθελες να αισθάνομαι και να φέρνομαι σαν εκατομμυριούχος, θα έπρεπε να με είχες μεγαλώσει με τέτοιους τρόπους ώστε να φαίνομαι κιόλας ότι είμαι ένας απ’ αυτούς. Μην απογοητεύεσαι, μπορεί τα εγγόνια σου ν’ ακολουθήσουν μια τέτοια πορεία. Πού το ξέρεις;»
Πολλές φορές είχε αισθανθεί την ανάγκη της απομάκρυνσης από πολλά. Όταν πρωτογνώρισε τη Ρένα του είχε περάσει αυτή η διάθεση να «καλογερέψει». Τώρα πάλι αισθανόταν πως αν είχε την ικανότητα «θα τα βρόνταγε» εκείνη τη στιγμή και θα πήγαινε κατευθείαν στο πατρικό του σπίτι. Του είχαν λείψει οι γονείς του. «Θα φύγω ετούτο το Σαββατοκύριακο, μα τω Θεώ! Τίποτα δεν με κρατάει εδώ πέρα από τη δουλειά μου!» Στη σκέψη αυτή αισθάνθηκε το στήθος του να πλημμυρίζει με ζεστασιά. Γύρισε και προχώρησε προς το γραφείο του Διευθυντή.
-Μίμη… Θέλω να σ’ ευχαριστήσω και προσωπικά, για τη γενναιοδωρία της οικογενείας σου στο Γυμνάσιό μας. Μου είναι γνωστό ότι εσύ προσωπικά ασχολήθηκες με το θέμα των ελλείψεων του Γυμνασίου μας και πρότεινες τη δωρεά αυτή που θα ευεργετήσει τα μέγιστα το ίδρυμά μας. Σε ευχαριστώ λοιπόν και προσωπικά, πέρα από τα επίσημα έγγραφα που θα κατευθυνθούν στην οικογένεια Ευεργετών «Σάθας».
-Κύριε Διευθυντά, θα σας παρακαλούσα να είστε εχεμύθης επί του θέματος τούτου. Αγαπώ τη δουλειά μου και δε θέλω η δημοσιοποίηση αυτού του γεγονότος να γίνει αφορμή να τη στερηθώ. Ελπίζω πως καταλαβαίνετε.
Ο Διευθυντής κάνοντας μία μικρή υπόκλιση πρότεινε το χέρι του στο Μίμη.
-Έχεις το λόγο μου αγαπητέ μου!
Η Ειρήνη που μόλις είχε ανοίξει έχοντας χτυπήσει ελαφρά την πόρτα του γραφείου του Διευθυντού, σάστισε βλέποντας τον υποκλινόμενο στο Μίμη, Διευθυντή, τόσο μάλιστα που έκλεισε αθόρυβα και πάλι την πόρτα.
«Πω πω τι υπόκλιση! Τι άραγε σημαινουν όλ’ αυτά. Γιατί αυτή η συμπεριφορά του Διευθυντή προς το Μίμη;»
Έτρεξε προς το γραφείο των καθηγητών. Δεν ήξερε αν έπρεπε να το συζητήσει με κάποιον ή να σιωπήσει. Προτίμησε το δεύτερο. Θα την παρεξηγούσαν έτσι κι αλλιώς και ίσως και να την αποκαλούσαν κουτσομπόλα… Κι αν έφταναν αυτά στ‘ αυτιά της διεύθυνσης ίσως και να έτρωγε και καμιά μετάθεση «στου διαβόλου τη μάνα»! Προτίμησε λοιπόν να τηρήσει «σιγήν ιχθύος».
Η Ρένα υπέφερε. Ένιωθε διπλά ένοχη, καθώς πίστευε ότι εκείνη έφταιγε για την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα στη σχέση της με τον Αχιλλέα. Το ήξερε ότι δεν αισθανόταν εκείνη την αλλοτινή φλόγα για τον άντρα της. Όχι. Ακόμη και το γεγονός ότι αυτός συναντούσε τη Μάγδα κι έκαναν τόσα σχέδια για την επιχείρησή της, την άφηνε εντελώς απαθή και αδιάφορη. Ο Αχιλλέας το έβλεπε, η Μάγδα δικαίως είχε αναρωτηθεί για την απάθειά της, και ο Μίμης το είχε διαβάσει σε όλη της τη συμπεριφορά. «Γιατί άραγε αισθάνομαι τόσο απαίσια; Όλοι το ξέρουν και μόνο εγώ το κρύβω γιατί δεν ξέρω πώς να το αντιμετωπίσω!»
Ήρθε στη σκέψη της ο Αχιλλέας, που την προηγούμενη επιστρέφοντας από το ραντεβού της με τον Πέτρο, την περίμενε έξω από την πόρτα της -για ώρες- έτσι τουλάχιστον της είχε πει. Τον είχε διώξει με τη συμπεριφορά της. «Ίσως και να μην τον αγάπησα ποτέ μου», σκέφτηκε κι ένιωσε ντροπή για τον εαυτό της. Ο Αχιλλέας δεν είχε εμφανιστεί εκείνο το πρωϊνό παρά το γεγονός ότι είχε τρεις ώρες μάθημα. Η Ρένα είχε ακούσει ότι η Μάγδα αποχωρούσε εκείνο το συγκεκριμένο πρωϊνό. Όχι δεν ήταν γι αυτό και το ήξερε. Ο Αχιλλέας δε θα απουσίαζε για έναν τέτοιο λόγο. Δυσκολευόταν να το παραδεχτεί ότι απουσίαζε γιατί τον είχε πληγώσει. Ο Αχιλλέας την αγαπούσε όπως πριν, αυτή είχε αλλάξει! «Τα έκανα θάλασσα», σκέφτηκε και τα δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της.
-Είστε καλά Δεσποινίς; άκουσε τη μαθήτρια δίπλα της.
Συνήλθε. Πώς είχε επιτρέψει να της συμβεί κάτι τέτοιο μέσα στην τάξη της;
-Ναι ευχαριστώ. Έχω έναν μικρό πονοκέφαλο, είπε και προσπάθησε να χαμογελάσει.
-Θα απαντήσετε με προσοχή στις ακόλουθες αριθμημένες ερωτήσεις, είπε κι ανέφερε κάποιους αριθμούς.
-Η Γαλλική Επανάσταση είναι από τα σπουδαιότερα κοσμοϊστορικά γεγονόταν όλων των εποχών. Έχω λοιπόν την αξίωση να μελετήσετε προσεκτικά τα κεφάλαια που σας έδωσα και να απαντήσετε στις ερωτήσεις που σας υπέδειξα, με την ανάλογη προσοχή, συμπλήρωσε με αυστηρό ύφος.
Τα παιδιά κρατούσαν σημειώσεις. Όμως καθώς είχαν μυριστεί πως κάτι συνέβαινε με την καθηγήτριά τους δεν μπορούσαν να κρύψουν εκείνο το παιδιάστικο πονηρό βλέμμα, όταν την κύτταζαν. Έβλεπαν ότι η Ρένα είχε χάσει εκείνη τη λάμψη που είχαν πρωτοδεί απάνω της, «όταν τα είχε φτιάξει με τον άντρακλα τον Αχιλλέα, τον Άδωνή τους».
Χτύπησε το κουδούνι. Η Ρένα είπε ένα στεγνό «καλό απόγευμα», και περίμενε ν’ αποχωρήσουν από την τάξη της όλα τα παιδιά. Ύστερα με αργά βήματα ήρθε στο γραφείο, πήρε τα πράγματά της κι αποφεύγοντας να συζητήσει με οποιονδήποτε από τους συναδέλφους της, προχώρησε προς την έξοδο. Δεν είχε προλάβει να τη δρασκελίσει και άκουσε το κάλεσμα «αγαπημένης» φωνής. Γύρισε δείχνοντας φανερά ενοχλημένη. Ήταν ο Μίμης.
-Ρένα; Είσαι καλά;
-Καλά είμαι. Γιατί ρωτάς;
-Περπατάς λιγάκι… πώς να πω; συμπλήρωσε εκείνος σιγανά λες και φοβόταν κάποιο ξέσπασμα αντιδραστικό εκ μέρους της.
-Ε, λοιπόν πάψε να με παρακολουθείς, είπε απότομα εκείνη και προχώρησε βιαστικά προς τη σκάλα για το ισόγειο.
-Ρένα… άκουσέ με λίγο! είπε μαλακά αλλά επιτακτικά τώρα ο Μίμης προχωρώντας προς το μέρος της.
Η Ρένα σταμάτησε καταμεσίς στη κεφαλόσκαλο και τον κύτταξε.
-Ναι Μίμη, σ’ ακούω.
-Άκου, δε φαίνεσαι καλά. Πάμε να πιούμε έναν καφέ να χαλαρώσεις λιγάκι και ύστερα πηγαίνεις στο σπίτι σου. Άσε το αυτοκίνητό σου εδώ. Όταν πιούμε τον καφέ μας θα σε φέρω πίσω, για να οδηγήσεις στο σπίτι σου.
Δε μίλησε αλλά τον περίμενε. Κατέβηκαν δίπλα-δίπλα τα σκαλοπάτια. Η Ρένα ήταν σιωπηλή. Είχε ανάγκη από κάποιον εκείνη τη στιγμή και αναμφίβολα ο Μίμης ήταν ο καταλληλότερος. Μόνο που η Ρένα φοβόταν όλο και περισσότερο τον ίδιο τον εαυτό της.
Ο ήλιος είχε ανεβεί για τα καλά στον ουρανό. Μεσημέριαζε. Η ατμόσφαιρα είχε αρχίσει κιόλας να θυμίζει καλοκαίρι. Τέλος του Μάη. Το πράσινο είχε δέσει καλά και τα άνθη είχαν σηκώσει κεφάλι. Μύριζε το σύμπαν, οσφραινόσουν την αλλαγή. Ολόκληρη η φύση ήταν ευχάριστη δροσερή και ταυτόχρονα ελκυστική, καθώς έκρυβε κάποια από τα πιο όμορφα αρώματα που έμελλαν ν’ αναδυθούν, για να μεθύσουν με τη σειρά τους τις αισθήσεις, για να υποκινήσουν και να ξεσηκώσουν τις ανάγκες για γεύσεις ανθρώπινες, για σχέσεις μοιραίες και καρπούς ευλογημένους ή και «καταραμένους»!
Η φύση έκανε και πάλι την καθιερωμένη ετήσια επανάστασή της. Ο χειμώνας είχε φύγει άλλη μια φορά, το καλοκαίρι πλησίαζε θριαμβευτικό και ο χρόνος που αμείλικτος κυλάει, δεν οργίζει στο περασμά του. Έχει συνθηκολογήσει με τη φύση, με τις εποχές, οι οποίες συνομωτούν μαζί του καλύπτοντας με την ποικιλία και τη διαφορετικότητά τους το αδίκημα που διαπράττεται εις βάρος της ανθρώπινης ύπαρξης. Έτσι λοιπόν έρχεται ο χειμώνας και όλοι εύχονται τη γρήγορη αποχώρησή του, που όμως σημαίνει αυτό ακριβώς: το πέρασμα των ημερών της ανθρώπινης ζωής! Κι ετούτο το μοιραίο παιγνίδι της φύσης και του χρόνου είναι το αγαπημένο όλων των εμψύχων και των φαινομενικά αψύχων, ακόμη κι αν σημαίνει το τέλος τους.
Ο Μίμης σταμάτησε το αυτοκίνητό του μπροστά σε ένα όμορφο café. Βγήκαν και κατευθύνθηκαν σε μία γωνιά που την κάλυπτε μία μεγάλη ομπρέλλα. Κάθησαν. Κυττάχτηκαν.
-Τι θα πάρεις;
-Ό,τι κι εσύ, απάντησε εκείνη λακωνικά.
Ο σερβιτόρος πήρε τις παραγγελίες στα γρήγορα.
«Σκέτος καφές για να διπλασιαστεί το δηλητήριο!» Ναι έτσι ήταν. Η Ρένα ένιωθε το στόμα της σωστό δηλητήριο. «Τι τα θες; Η ζωή είναι μία φοβερή παγίδα που την κατευθύνει η παντοδύναμη κυρία, η «φύση». Έρωτα θέλεις; Πώς τον θέλεις; Χωρίς ευθύνες; χωρίς υποχρεώσεις; Ή τον θέλεις με υποχρεώσεις κι ευθύνες που να αφορούν τον άλλον, αφήνοντάς σε άγγιχτον!» Η Ρένα χαμογέλασε κυνικά, ανεπιφύλακτα. Ο Μίμης την κύτταξε. Δε ρώτησε. Περίμενε.
-Τέλειωσα με τον Αχιλλέα! Τέρμα! δήλωσε και κύτταξε μακριά.
Ο Μίμης την κύτταζε σιωπηλός. Είχε πιστέψει ότι αυτό είχε ήδη συμβεί πριν μέρες, τότε που οι δυο τους, μέσα στο διαμέρισμά της, είχαν γευτεί τον έρωτα.
-Έχει σημασία. Δεν τον αγαπώ πια. Καθόλου. Τον έχω ξεπεράσει, είπε λες και μιλούσε στον εαυτό της.
Ήταν ίσως παράξενο αλλά ο Μίμης δεν ένιωθε χαρά από τα λόγια της. Όχι. Έβλεπε μία πίκρα απάνω της, σαν το κατακάθι του καφέ στο φλυτζάνι. Δεν μπορούσε να γευτεί τον έρωτα με τη Ρένα, όσο κουβάλαγε τα κατακάθια μιας παρανοϊκής πίκρας. Γιατί αν δεν ήταν αυτό παρανοϊκό τι ήταν; Τον αγαπούσε τον Αχιλλέα άραγε σε κάποια από τα τρίπτυχα της ψυχής της και δεν ήθελε να το παραδεχτεί; Ή προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι ήταν εντελώς ελεύθερη από όποια παλιά συναισθήματα και μπορούσε ν’ αρχίσει κάτι νέο με κάποιον άλλον, με τον Μίμη για παράδειγμα.
-Δεν τον αγαπάω. Δε λέω, είναι φίλος. Μπορεί όμως να είναι φίλος; Συνέβη πιστεύω σιγά-σιγά, σχεδόν ασυνείδητα και μόλις τώρα βρίσκω τη δύναμη να το ομολογήσω. Στον εαυτό μου… αυτό εννοώ… μη νομίσεις κάτι άλλο. Απομένει το δυσκολότερο μέρος της διαπίστωσης: ο τρόπος με τον οποίο θα το πω στον Αχιλλέα. Δυσκολεύομαι μα τω Θεώ! Δε θέλω να τον πληγώσω. Υπάρχει και κάτι ακόμα, που είναι και το χειρότερο. Οι συνάδελφοί μας. Τι θα πουν αυτοί; Πώς θα τους αντιμετωπίσει; Εννοώ τον Αχιλλέα, γιατί εμένα δε με νοιάζει.
Ο Μίμης την άκουγε.
-Μήπως θα ήθελες να φας κάτι; τη ρώτησε αμήχανα.
-Αυτό έχεις να μου πεις; ρώτησε ταπεινωμένη και συμπλήρωσε:
-Καλά δεν με πειράζει. Ας φάμε λοιπόν αυτό το «κάτι» όπως είπες.
Το γκαρσόν πλησίασε ξανά, πήρε εντολές και αποχώρησε.
-Γεια σας! ακούστηκε φάλτσα η φωνή του Αχιλλέα. Γύρισαν και τον κύτταξαν λες κι ήταν φάντασμα.
-Ενοχλώ… μήπως; ρώτησε ξανά ειρωνικά αυτή τη φορά. Η Ρένα σηκώθηκε ξαφνικά και είπε σταθερά.
-Εμένα με συγχωρείτε. Πάω στο σπίτι μου.
-Όχι, δε θα πας… «στο σπίτι σου», θα μείνεις εδώ. Έχουμε να μιλήσουμε… είπε σταθερά ενώ ταυτόχρονα την είχε σταματήσει ν’ απομακρυνθεί, αιχμαλωτίζοντας το μπράτσο της.
-Εγώ όμως περισσεύω στη συζήτησή σας, είπε ο Μίμης κι ετοιμάστηκε να φύγει.
-Όχι βέβαια… θα κάνουμε… όλοι μαζί… μία πολύ ωραία παρέα… μετρώ λοιπόν τρεις… είπε ο Αχιλλέας με τόνο που δεν επέτρεπε καμμία αντίρρηση.
Η συμπεριφορά του Αχιλλέα ήταν ό,τι πιο ασυνήθιστο. Είχε πιει. Υπήρχε εκείνη η αβέβαια-βεβαιότητα στη φωνή του, εκείνη που κάποτε την παρέχει πλούσια το ποτό μέσα από συρτές λέξεις και πάμπολλες τελείες.
-Δεν ήρθες στο σχολείο σήμερα. Νόμισα πως ήσουν άρρωστος, είπε η Ρένα με απρόοπτη συμπάθεια.
-Κύττα… τι λέει! Μα… είμαι άρρωστος, είμαι… και φαίνομαι!
Έσκυψε προς το μέρος του Μίμη και είπε με φωνή λυπημένη:
-Άκου φίλε μου… σήμερα… πενθώ! Έχασα… το κορίτσι μου!
Η Ρένα πετάχτηκε απάνω έτοιμη να φύγει.
-Κάθησε κάτω… διέταξε ο Αχιλλέας.
Η Ρένα ανήσυχη κάθησε κάτω.
-Θέλω να μάθω… ποιος… παίρνει τη θέση μου… σ’ αυτή την υπόθεση. Θέλω… να γνωρίσω τον αντικαταστάτη μου. Να μην… τον συγχαρώ για την εκλογή του; Παίρνει… το καλύτερο κορίτσι, το δικό μου!
-Αχιλλέα πάμε στο σπίτι μου να μιλήσουμε, είπε η Ρένα καταλυπημένη και ταυτόχρονα ντροπιασμένη από το περιστατικό.
Ο Μίμης ένιωσε οίκτο για το ωραίο παλλικάρι που ως εκείνη τη στιγμή το ζήλευε. Ήθελε να δώσει ένα τέλος σ’ εκείνο που πίστευε ότι ταπείνωνε τον άντρα.
-Θα σας πάω στο σπίτι και τους δύο, είπε αποφασιστικά.
-Όχι, όχι… κύριε… καθηγητά, αυτό δεν είναι απαραίτητο. Θα πάρουμε ταξί… αφού πρώτα… μιλήσουμε. Εσύ… θα είσαι ο… μάρτυρας, αυτής της… σημαντικής κουβέντας!
Ο Αχιλλέας μιλούσε παθιασμένα, παραπονιάρικα, ήταν ένας κομματιασμένος άνθρωπος. Κατά καλή τους τύχη δεν ήταν πολλοί οι θαμώνες του μαγαζιού, που απολάμβαναν εκείνο το όμορφο, κατά τα άλλα μεσημέρι. Αναμφίβολα οι περισσότεροι εργαζόμενοι της πόλης, είχαν πάει στο σπίτι τους για φαγητό και λίγο χουζούρι, ύστερα από τον μακρύ αριθμό ωρών στις δουλειές τους. Οι κάποιοι που ρεμπέλευαν στα μαγαζιά αυτού του είδους ή ήταν φοιτητές ή ήταν εργένηδες. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκαν και οι φίλοι μας.
-Που λες… φίλε μου –συγγνώμη… κύριε… καθηγητά ήθελα… να πω- το κορίτσι μου… έτσι ξαφνικά… στα καλά καθούμενα… μου δίνει τα παπούτσια… στο χέρι. Αλλά εγώ… δεν καταλαβαίνω το γιατί. Τι έκανα; Τι είπα; Επειδή… εκείνο το απόγευμα… δεν… μου εξήγησε, σκέφτηκα…. ότι ήταν καλή ιδέα… να σας παρακολουθήσω… ώστε να μάθω… επιτέλους το γιατί…
Παίρνει βαθιά αναπνοή.
-Ξαναρωτάω… λοιπόν: Μήπως είναι… γιατί… το παρατραβήξαμε… και ακόμη… δε σου έκανα πρόταση γάμου; Αν είναι αυτό… τότε…
Σηκώνεται ξαφνικά και ζαλισμένος όπως ήταν έπεσε κυριολεκτικά στα γόνατα μπροστά στη Ρένα και κυτάζοντάς την της άρπαξε το χέρι. Η Ρένα τα έχασε. Παράλυσε ενώ ο Μίμης κύτταξε γύρω για να δει αν τους έβλεπαν.
-Αγάπη μου, σου ζητώ… να γίνεις… γυναίκα μου. Πες… ότι δέχεσαι! ικέτευσε ο δυστυχής νέος.
Ακούστηκαν κάποια χειροκροτήματα. Ήταν φανερό ότι κάποιοι παρακολουθούσαν τι συνέβαινε.
-Σήκω λοιπόν απάνω παιδί μου! είπε αυστηρά η Ρένα. Μην μπεμπεδίζεις!
-Άκουσες… κύριε καθηγητά; Μπεμπεδίζω… λέει!
Γυρίζοντας στη Ρένα ξαναείπε με σθένος:
-Όχι… δε σηκώνομαι… αν δε μου απαντήσεις… επιτέλους… με ένα ναι… ή με ένα όχι!
-Παιδί μου σήκω επάνω! Κάθησε στο κάθισμά σου σε παρακαλώ για να μιλήσουμε σαν ίσοι μεταξύ μας. Μην κάθεσαι εκεί κάτω, στα γόνατα. Σε παρακαλώ! ικέτευσε η Ρένα ντροπιασμένη.
Τα μάτια του Αχιλλέα υγράνθηκαν.
-Κατάλαβα…, δε χρειάζεται να πεις… τίποτ’ άλλο! Δε θα σας ενοχλήσω… άλλο κυρία μου! είπε και αφού σηκώθηκε με δυσκολία κατέρευσε τελικά στο κάθισμά του.
Ο Μίμης σηκώθηκε βιαστικά και πήγε να πληρώσει το λογαριασμό. Ο ταμίας τον κύτταξε περίεργα.
-Όλα εντάξει κύριε Μίμη;
-Ο φίλος μας ήπιε λιγάκι, δικαιολογήθηκε ο Μίμης.
-Μερακλωμένος και ζεβνταλής είναι κύριε Μίμη μου! είπε εκείνος κουνώντας το κεφάλι του με κατανόηση.
Ο Μίμης δεν απάντησε. Ένιωθε ενοχές, ένιωθε υπεύθυνος και δεν ήταν βέβαιος γιατί. Εξάλλου η Ρένα τον απέφευγε κι εκείνον συστηματικά. Ήταν ολοφάνερο ότι ήταν συγχισμένη, καθώς είχε μπερδευτεί ανάμεσα σε δύο άντρες.
Η Ρένα ένιωθε ενοχές και τύψεις έναντι του Αχιλλέα, αλλά και ντροπή έναντι του Μίμη. «Τι θα υποθέτει τώρα ο Μίμης για μένα; Ότι είμαι καιροσκόπος και ανεύθυνη, υποθέτω. Ότι υπήρξα σκληρή έναντι του Αχιλλέας και ίσως ότι κι αυτόν τον περιμένει μία παρόμοια μεταχείρηση αν συνδεθούμε». Σκούπισε ένα δάκρυ κάτω από τα γυαλιά της.
Πριν ο Μίμης βγει από το μαγαζί, ο Αχιλλέας σηκώθηκε και χαιρετώντας στατιωτικά αποχώρησε με αβέβαιο βήμα. Η Ρένα δεν είπε ή έκανε κάτι για να τον σταματήσει. Ένιωθε ότι θα ήταν μία πράξη υποκρισίας αφού στην ουσία αυτή η ίδια είχε προκαλέσει αυτή τη θλιβερή κατάσταση με τη συμπεριφορά της. Δεν είχε το θάρρος να μιλήσει καθαρά στον Αχιλλέα και να του εξηγήσει για τα συναισθήματά της. Άφησε τα πράγματα να εξελιχθούν χωρίς έλεγχο και τώρα εισέπρατταν αυτή και ο Αχιλλέας τα αποτελέσματά του.
-Πού πήγε; ρώτησε ο Μίμης.
-Έφυγε, είπε η Ρένα, με φανερό άγχος.
-Προς τα πού; ρώτησε εκείνος, ανήσυχος.
Η Ρένα έδειξε. Ο Μίμης την άφησε κι έτρεξε προς εκείνη την κατεύθυνση. Δεν άργησε να τον δει να περπατάει στο πεζοδρόμιο με σκυμμένο το κεφάλι.
-Αχιλλέα, περίμενε! φώναξε.
Εκείνος όμως ήταν βέβαιο ότι δεν τον είχε ακούσει. Ο Μίμης προχώρησε δίπλα του.
-Έλα λοιπόν. Θα σε πάω σπίτι σου είπε ήσυχα.
-Άσε με! είπε εκείνος απλώνοντας το χέρι του εναντίον του, και προχώρησε χωρίς να του δίνει σημασία.
Ο Μίμης τον κύτταξε λυπημένος καθώς απομακρυνόταν αργά με κλονισμένα βήματα από εκείνο το σημείο. Εκείνη τη στιγμή είχε αποφασίσει τελικά κι αμετάκλητα να φύγει το Σαββατοκύριακο από εκείνη την πόλη. Να καταφύγει στο σπίτι των γονιών του σαν σε όαση. Χρειαζόταν ένα κενό χρόνου, για να περιπλανηθεί άσκοπα και ατημέλητα, για να ξεπεράσει τη συγκίνηση εκείνης της μαρτυρίας.
Η μέρα λοιπόν είχε τελειώσει άδοξα. Η Ρένα κατέληξε μονάχη στο σπίτι της, και ο Μίμης αποφασισμένος να φύγει τελικά και μάλιστα χωρίς να το αναφέρει καθόλου στη Ρένα.
-Ναι! ποιος είναι;
-Άνοιξε λοιπόν, ακούστηκε η φωνή του Αχιλλέα. Ήταν Σάββατο λίγο πριν από το μεσημέρι. Δε θυμόταν καλά τι είχε πει ή κάνει την προηγούμενη όταν είχε παρουσιαστεί μπροστά στο Μίμη και στη Ρένα όταν έπαιρναν τον καφέ τους σε γνωστό μαγαζί. Σκεφτόταν να ζητήσει συγγνώμη αν είχε κάνει κάτι άτοπο πάνω στο μεθύσι του.
Η Ρένα άνοιξε. Ο Αχιλλέας ρώτησε αν μπορούσε να μπει. Η Ρένα παραμέρισε σιωπηλά αφήνοντάς τον να περάσει μέσα. Ο Αχιλλέας ήξερε ότι ήταν έξω. Είχε έρθει και το αυτοκίνητο της δεν ήταν εκεί. Κατάλαβε ότι έλειπε. Για καλή του τύχη δεν περίμενε πολύ γιατί η Ρένα δεν άργησε να έρθει. Από το αυτοκίνητό του την είδε να βγαίνει με κάποιες τσάντες στα χέρια και να μπαίνει στην πολυκατοικία. Έτσι είχε χτυπήσει την πόρτα της λίγο αργότερα, μετά την άφιξή της εκεί.
Ο Αχιλλέας πέρασε τώρα μέσα και περίμενε.
-Κάθησε είπε εκείνη. Το κασετόφωνο έπαιζε έναν παλιό αγαπημένο σκοπό…
«Τι σούκανα και πίνεις τσιγάρο στο τσιγάρο
και τα θολά σου μάτια στο πάτωμα καρφιά….
δε μ’ αφήνεις με δυο φιλιά να πάρω
από τα δυο σου μάτια τη μαύρη συννεφιά…»
Ο Αχιλλέας χαμογέλασε πικρά αλλά δεν είπε τίποτα. Η Ρένα που κατάλαβε, έκλεισε το κασετόφωνο. Κάθησε στον καναπέ και περίμενε. Ο Αχιλλέας περπάτησε λίγα βήματα και στάθηκε μπροστά της.
-Δεν ξέρω αν έκανα καλά που ήρθα. Όμως το όφειλα στον εαυτό μου να ζητήσω συγγνώμη από εσένα και το Μίμη για την απρόσκλητη παρουσία μου, εχτές.
-Είσαι συγχωρεμένος, είπε η Ρένα.
-Έκανα ίσως κάποια πράγματα που δεν έπρεπε.
-Δεν πειράζει, είπε ξανά εκείνη.
-Μα φαίνεσαι εντελώς αδιάφορη. Πώς είναι δυνατόν να έχει συμβει αυτό έτσι ξαφνικά, χωρίς καμμία προειδοποίηση; ρώτησε με παράπονο.
Η Ρένα σηκώθηκε. Στάθηκε μπροστά από το τραπέζι με το κασετόφωνο. Δίπλα της το τζάκι που άλλοτε φούντωνε την αγάπη τους, φαινόταν νεκρό και περίσσιο. Το ξύλινο πεζούλι του, καλογυαλισμένο και καθαρό, έφερε μακρόστενο κέντημα. Τον κύτταξε. Η παρατεταμμένη ματιά της τον ερέθισε.
-Γιατί με κυττάς λες κι είμαι φάντασμα; ρώτησε εκνευρισμένος.
-Αχιλλέα σε παρακαλώ. Ήρθες, ζήτησες συγγνώμη για εχτές. Παρόλο που όπως λες δε θυμάσαι τι έγινε, τώρα συνεχίζεις μία συζήτηση που δε μπορεί να ικανοποιήσει κανέναν από τους δυο μας. Είναι καλύτερα αν φύγεις τώρα, προτού αρχίσουμε να φιλονικούμε χωρίς λόγο.
Ο Αχιλλέας άναψε ξαφνικά. Την πλησίασε και επεχείρησε να τη φιλήσει.
-Άσε με βρε Αχιλλέα! Σε παρακαλώ μην επιμένεις! Δε θέλω. Όχι τώρα πια, είπε η Ρένα και προσπάθησε να τραβηχτεί από κοντά του.
Του ξέφυγε κι απομακρύνθηκε για λίγο. Δεν μπορούσε να ηρεμήσει στην παρουσία του Αχιλλέα.
-Ρένα σ’ αγαπάω! Γιατί αντιδράς έτσι; Τι σου έκανα επιτέλους; Δεν θα μου πεις τι σου συμβαίνει επιτέλους; επέμενε ο Αχιλλέας.
-Άκου καλέ μου, κι άκου καλά. Είσαι ένας φαλός ολόκληρο το σώμα σου είναι ένας φαλός και το δικό μου δεν σε μπορεί, είπε σκεπτικά η Ρένα.
-Δεν καταλαβαίνω γιατί μου μιλάς μ’ αυτόν τον τρόπο, με προσβάλλεις, μου λες πως δεν έχω αισθήματα ή κάτι άλλο που ίσως να ψάχνεις, είπε ο άντρας. Αυτά τα απαίσια λόγια έχεις να μου πεις ύστερα από όλον αυτόν τον καιρό που αγαπιόμασταν;
-Θέλω να βγω έξω ν’ αναπνεύσω! αναστέναξε η Ρένα.
-Τώρα ήρθες απ’ έξω! την κύτταξε σαστισμένος ο Αχιλλέας.
-Και τώρα ξαναφεύγω… αυτή τη φορά μόνιμα!
-Έλα μωράκι μου, άσε τ’ αστεία. Έκανα κάτι; επέμενε ο άντρας.
-Μαζί το κάναμε «μωράκι»μου, είπε η Ρένα και περπάτησε μερικά βήματα γύρω από το τραπέζι όπου βρισκόταν το κασσετόφωνο.
Τον κύτταξε με λύπη. Μα δεν είχε καταλάβει τόσον καιρό ότι δεν υπήρχε μέλλον στη σχέση τους; Είναι δυνατόν; Πήρε την τσάντα της από το τραπέζι και πλησίασε τον Αχιλλέα. Στάθηκε μπροστά του σοβαρή και τον κύτταξε με μάτια που τα χαρακτήριζε η ειλικρίνεια.
-Αχιλλέα, νόμισα πως το είχες καταλάβει και ο ίδιος ότι δεν υπήρχε μέλλον για μας.
Ο Αχιλλέας την κύτταξε με μάτια που γυάλιζαν.
-Σ’ αγαπάω! Απ’ την πρώτη στιγμή σ’ αγάπησα και νόμιζα πως κι εσύ μ’ αγαπούσες.
-Ναι σ΄αγαπούσα. Όμως… προχώρησε πάλι γύρω από το τραπέζι με το κασσετόφωνο δίπλα στο χαριτωμένο τζάκι το καμάρι του καθιστικού της.
Δεν ήθελε αυτού τους είδους τις συζητήσεις. Το είχε σκεφτεί τόσες φορές που πίστευε πια ότι ο Αχιλλέας με κάποια τηλεπαθητική επικοινωνία μαζί της θα χαμπάριζε επιτέλους τι της συνέβαινε. Όμως όχι. Εκεί ο Αχιλλέας. Επέμενε μέχρι δακρύων.
Άρχισε λοιπόν να του λέει… λέει… κι ο Αχιλλέας άκουγε εμβρόντητος……..
Ήταν λέει πάντα καλός μαζί της αλλά εκείνο το κάτι το βαθύ όπως το ένιωθε εκείνη… έλειπε. Όχι μόνο πάθος και έρωτας και σεξ και χαρές κι εκδρομές και πανηγύρια. Τα είχαν ξεπεράσει αυτά, έτσι πίστευε, στις αρχές της γνωριμίας τους τους πρώτους μήνες… κόντευαν χρόνο… και περίμενε… περίμενε ν΄αλλάξει κάτι, κάποια πράγματα.
«Πώς δεν είχα καταλάβει από την αρχή ότι ο Αχιλλέας δεν ήταν μόνο Γυμναστής στο σώμα αλλά και στην ψυχή και σ’ όλα τ’ άλλα;» αναρωτήθηκε κυττάζοντάς τον λυπημένη.
Τα ενδιαφέροντά του τριγύριζαν γύρω από τα σπόρ, γύρω από τη γυμναστική, το κολύμπι, το τέννις, το μπάσκετ μπολ… και όλα τα συναφή με τη δουλειά του ή μάλλον με τη φύση του –ναι μπορούσε να το πει τώρα πια ετούτο με μια απόλυτη σχεδόν βεβαιότητα. Τώρα που έβλεπε ότι την είχε σχεδόν ξεχάσει καθώς η Μάγδα του είχε προτείνει συνεργασία στην ίδρυση μιας πολυσύνθετης Ακαδημίας σωματικής διάπλασης, μιας μεγάλης επιχείρησης…..
Συνεχίζοντας τόνισε και πάλι ότι άλλο ήθελε εκείνη… ότι αγαπούσε τα βιβλία, τη γνώση, τη συζήτηση, μια άποψη σε ένα θέμα κοινωνικό, έστω και σ’ ένα πολιτικής φύσης, μια άποψη για ένα ιστορικό γεγονός, για την κοινωνία… και… και…. και το σεξ την είχε κάνει να το βαρεθεί… δεν υπήρχε άλλος τρόπος ένωσης παρά μέσω αυτού ανάμεσά τους… Ότι διψούσε εξ αρχής για άλλα και είχε νομίσει ότι θα τα κατάφερνε να τα βρει όλα μαζί στον Αχιλλέα… λάθος, λάθος, λάθος! Είχε άποψη ο άνθρωπος, αλλά ήταν πάντα ρηχή… κάπως δεν τα εύρισκε πια μαζί του……..
Η Ρένα τα είχε πει όλ’ αυτά μαζεμένα και ο Αχιλλέας πεισμωμένος δεν παραδεχόταν «τις δικαιολογίες της», όπως είπε κάποια στιγμή. Δε θύμωσε μαζί της όμως, γιατί νόμισε ότι όλ’ αυτά προέρχονταν από ένα είδος δυασαρέσκειας για τη συμπεριφορά του με τη Μάγδα. Την πλησίασε και την αγκάλιασε. Η Ρένα ήταν ανένδοτη.
-Έλα, άσε με επιτέλους, κοντεύεις να με πνίξεις!
Τον έσπρωξε μακριά της και τον κύτταξε με τη δυσαρέσκεια ζωγραφισμένη στο προσωπό της. Στα μάτια της φάνταξε κάτι σαν αστραπή. Χαμογέλασε ειρωνικά και χαμηώνοντας το βλέμμα της μόνο για μία στιγμή σα να ήθελε να συγκεντρώσει τις δυνάμεις της, σήκωσε το κεφάλι της έτοιμη πια και με μάτια που είχαν μέσα τους την κατηγόρια, άρχισε τονίζοντας τιςλέξεις της:
-Α και το άλλο… η Μάγδα! Για φαντάσου τη σημασία έχει ο ρόλος μου στη ζωή σου, που όχι μόνο δεν σκέφτηκες ότι θα έπρεπε να μου μιλήσεις σχετικά, να με κάνεις μέρος της υπόθεσης, με ξέκοψες εξ αρχής, απλά… γιατί περίσσευα. Τέτοια σιγουριά σε ερωτευμένο άντρα δεν την πιστεύω! Πώς ήσουν τόσο βέβαιος ότι κι εγώ δε θα έκανα κάτι ανάλογο ίσως ακόμη και σε κάποια άλλη διάσταση επικίνδυνη για τη σχέση μας τελικά;
-Α, αυτό είναι άδικο. Ήθελα να σου κάνω έκπληξη αλλά δεν το χειρίστηκα σωστά. Ομολογώ ότι αυτό ήταν λάθος, είπε απολογητικά κάνοντας τη Ρένα να σαστίσει για μία-δυο στιγμές.
Το εκμεταλλεύτηκε αυτό και πλησιάζοντάς την ξανά, την αγκάλιασε αποφασιστικά παρά τις αντιδράσεις της, της τελευταίας στιγμής. Όχι δεν θα την άφηνε από την αγκαλιά του. Ήθελε να της δείξει ότι του ανήκε «ψυχή τε και σώματι». Η Ρένα αισθανόταν άβολα, έτσι κάποια στιγμή προσπάθησε ν’ αποτραβηχτεί μακριά του, όμως μάταια. Ο Αχιλλέας επεχείρησε να τη φιλήσει και η Ρένα εκνευρισμένη από την επιμονή του, τραβήχτηκε απότομα και με δύναμη. Ακούμπησε για μια στιγμή στο τραπέζι με το κασσετόφωνο, αλλά μόνο για μια φευγαλέα στιγμή και ύστερα… ύστερα συνέβη το απρόβλεπτο… Άγνωστο πώς και πότε βρέθηκε να γλυστράει στο μαρμάρινο δάπεδο και παρά την προσπάθεια του Αχιλλέα να την πιάσει, τελικά προσγειώθηκε με το πίσω μέρος του κεφαλιού της στο άκρο του πεζουλιού του τζακιού της. Ο Αχιλλέας έβγαλε μία κραυγή τρόμου. Η Ρένα δεν κουνιόταν ξαφνικά.
-Ρένα! Ρένα γλυκειά μου! Θεέ μου πώς έγινε αυτό; Γιατί Θε μου γιατί; Μίλησέ μου κορίτσι μου! Δεν το πιστεύω δεν το πιστεύω…
Η Ρένα έμεινε εκεί ακίνητη με το κεφάλι της σκυμένο πάνω στο στήθος της λες και καθόταν στην βάση του τζακιού. Μόνο που το ένα πόδι της είχε διπλωθεί παράξενα κάτω από το άλλο. Έσκυψε απάνω της και κατάλαβε ότι δεν ανέπνεε.
-Το τηλέφωνο, θε μου το τηλέφωνο!
Έτρεξε σαν τρελός και σήκωσε το ακουστικό. Κάλεσε το Πρώτων Βοηθειών. Ικέτεψε να έρθουν αμέσως.
-Βιαστείτε σας ικετεύω! Ακούστηκε να παρακαλεί απεγνωσμένα στην άλλη άκρη της γραμμής.
Το Νοσοκομειακό έφτασε σχετικά γρήγορα κι ώσπου να καταλάβει ο Αχιλλέας τι γινόταν ταξίδευε με τη Ρένα και τους νοσοκόμους στο Λεωφορειακή για το Νοσοκομείο.
Δεν άργησε να μάθει και να ηρεμήσει κάπως. Η Ρένα ήταν πολύ τυχερή. Δεν είχε χτυπήσει σε κάποιο επικίνδυνο σημείο. Αν είχε χτυπήσει λίγο πιο κάτω ίσως και να μη ζούσε εκείνη τη στιγμή. Ο νέος ανάπνευσε με ανακούφιση. Κατέφθασε όμως και η αστυνομία κάποια στιγμή περίεργη για το ατύχημα. Ποιος τους είχε ειδοποιήσει; «Από την πολυκατοικία μία γειτόνισσα;» Ναι μία γειτόνισσα. Είχε απορήσει από τη συμπεριφορά των δύο τελευταία και ψυλλιάστηκε πρόβλημα. Μόλις λοιπόν είχε συμβεί το ατύχημα –είδε τους άνδρες από το Πρώτων Βοηθειών να την κατεβάζουν σε φορείο και ύστερα να φεύγουν με τη σειρήνα του στη «δια πασών», και θεώρησε καλό να τους είχε ειδοποιήσει. Ο Αχιλλέας πανικοβλήθηκε. «Δε θα έκανε ποτέ κάτι να πονέσει την αγαπημένη του, ακόμη και στην περίπτωση που θα τον απαρνιόταν», όπως είχε συμβεί τελευταία. Χρειάστηκε να καταθέσει την ιστορία του. Όταν θα γινόταν καλά η Ρένα θα ζητούσαν και τη δική της κατάθεση. Ήταν τρομερό. Ο Αχιλλέας αισθανόταν ότι είχε σημαδευτεί ως κατηγορούμενος με την κατηγορία απόπειρας κακοποίησης της Ρένας ή ποιος ξέρει τι άλλο φαντάζονταν οι άνθρωποι της Ασφάλειας. Τι θα έκανε; Ευτυχώς που οι γιατροί έλεγαν πως η Ρένα δε θ’ αργούσε να συνέλθει από εκείνο το ατύχημα και εκείνος είχε κάπως καταφέρει να ηρεμήσει.
Ποιος θα το περίμενε αλήθεια έν τέτοιο ατύχημα; «το ένα κακό μετά από το άλλο!» σκέφτηκε δυστυχισμένος ο νέος. Τι μπορούσε να κάνει; Είχε καθαρή τη συνείδησή του. Άλλωστε αυτός δεν ήταν που είχε φωνάξει το πρώτων Βοηθειών; «Ναι, αλλά… »
Είχε ακόμη τα κλειδιά από το σπίτι της Ρένας «του». Πήγε στο διαμέρισμα, άνοιξε κι αφού έβαλε ένα «δικό τους» C.D. στο C.D. player, κάθησε στον καναπέ ,για ν’ ακούσει την μουσική, που άλλοτε, τον καιρό που όλα πήγαιναν καλά, αγαπούσαν οι δυο τους.
Ξαφνικά χτύπησε το κουδούνι του διαμερίσματος. Ήταν οι δύο άντρες της αστυνομίας που ερευνούσαν για την υπόθεση. Η αστυνομία –είπαν- όφειλε να πάει ξανά στο διαμέρισμα της Ρένας. Έψαξαν για να βρουν… κάτι τελοσπάντων. «Αποδείξεις πάλης!» αν και είπαν, ζητούσαν άλλα μάλλον κι ο Αχιλλέας ένιωσε να πνίγεται από απελπισία.
-Εσείς κύριε… τι κάνετε εδώ;
-Δεν καταλαβαίνω την ερώτησή σας. Με τη Ρένα είμασταν ζευγάρι. Αν και τις τελευταίες ημέρες… σταμάτησε αλλά ο ένας από τους αστυνομικούς το σημείωσε στο χαρτί.
-Ναι, λέγατε λοιπόν ότι τις τελευταίες ημέρες κάτι δεν πήγαινε καλά ανάμεσά σας.
-Δεν είπα κάτι τέτοιο!
-Τι είπατε λοιπόν; επέμενε εκείνος ο μουστακαλής κοντοπίθαμος αστυνομικός.
Ο άλλος νεότερος και ησυχότερος άκουγε μόνο, χωρίς οι μυς του προσώπου του να κάνουν τον ελάχιστο σπασμό.
«Ντουβάρια!» σκέφτηκε θυμωμένος ο Αχιλλέας.
-Όφείλουμε να το ψάξουμε κι αυτό κύριε.
«Δεν μπορούσαν οι άνθρωποι, ζευγαρωμένοι ή μη, να έχουν δικαιώματα που οι ίδιοι τέλος, θεωρούνταν ύποπτοι σε οποιαδήποτε περίπτωση ατυχημάτων! Μέχρι πού σε πάει ένα τέτοιο δικαίωμα, ή μήπως όπου σε πιάσουν, μήπως και πάρουν την πολυπόθητη προαγωγή;»
Έκανε να σηκωθεί.
-Πού πάτε κύριε; Δεν τελειώσαμε ακόμα!
Ο Αχιλλέας τον κύτταξε ειρωνικά:
-Είπα να σηκωθώ για να ξεμουδιάσω λιγάκι. Μήπως απαγορεύεται;
-Και… τι επρόκειτο να κάνετε εδώ στο διαμέρισμα της «φίλης σας»; ρώτησε εντελώς απροσδόκητα ο νεότερος αστυνόμος αγνοώντας εντελώς το ερώτημα του Αχιλλέα και με μία αυστηρότητα που αναμφίβολα θα τη ζήλευε κι αυτός ο ίδιος ο Sherlock Holmes.
-Δεν ξέρω. Ήθελα ν’ ακούσω κάποιο τραγούδι που μας άρεσε και το ακούγαμε μαζί συχνά, πριν από το ατύχημα, απάντησε ο Αχιλέας κουρασμένα.
-Από πού κύριέ μου;
-Από… το C.D. – cassete player, είπε ο Αχιλλέας.
-Μάλιστα… Να τ’ ακούσουμε κι εμείς;
Ο Αχιλλέας δεν καταλάβαινε τι ήθελε ο αστυνομικός τέλος πάντων. Ο αστυνομικός όμως πλησίασε το C.D.-cassete player.
Δεν έπαιζε. Το άνοιξε και το κύτταξε. Ο Αχιλλέας δε μιλούσε. Δεν συμμετείχε στο ελάχιστο στη διαδικασία αυτού που οι δύο αστυνόμοι αποκαλούσαν «ψάξιμο» και κυρίως για στοιχεία για την έρευνα.
-Α, ναι. Πρέπει να το κάνουμε rewind. O.K. είπε σοβαρότατος και έπεσε με ύφος στην πράξη.
Ο Αχιλλέας χαμογελούσε ειρωνικά. Δεν θα τους έλεγε βέβαια ότι εκείνος άκουγε το C.D. Δικαίωμά του δεν ήταν; Ας το έψαχναν κι αυτό όπως όλα τ’ άλλα!
Ο άνθρωπος της Ασφάλειας το έκανε τελικά. Ήταν μεγάλης διαρκείας. Το έβαλε. Άκουσαν το ίδιο τραγούδι, όπως εχτές…
«Τι σού ‘κανα και πίνεις
τσιγάρο στο τσιγάρο…
και τα θολά σου μάτια
στο πάτωμα καρφιά… »
Ο Αχιλλέας σηκώθηκε. Πονούσε αφάνταστα. Αλλά «πώς μπορούσαν αυτοί οι «μπάτσοι» να σκύψουν και να κυττάξουν μέσα» του; «Σιγά τώρα να μη μου κάνουν παρέα και στα δάκρυα!» σκέφτηκε ο Αχιλλέας. Είχε ξαφνικά ηρεμήσει. Ένιωθε λυτρωμένος. Δεν τον ένοιαζε πια. Πίστευε ότι όλα θα πήγαιναν καλά και γιατί όχι; Τη Ρένα την αγαπούσε ακόμα, παρ’ όλα όσα είχαν μεσολαβήσει τις τελευταίες ημέρες. Όταν θα έβγαινε από το νοσοκομείο με το καλό, γερή και δυνατή όπως και πριν, θα την έκανε να καταλάβει: την αγαπούσε, λες και πριν να γεννηθεί ακόμα. Όμως είχε ξεχάσει τα θέλω της γυναίκας του μεσ’ στην απελπισία του: λες κι ήταν άψυχη κούκλα, η Ρένα και τίποτα παραπάνω. Ξαφνικά άκουσε… Ένα θόρυβο και μετά από λίγο τρία-τέσσερα βήματα πάνω στο μωσαϊκό και κατόπιν βιαστικά τη φωνή του γεμάτη πανικό.
«-Ρένα! Ρένα γλυκειά μου!» μεσολαβούσε μικρό κενό χρόνου κι ύστερα πάλι η φωνή του μεταλλαγμένη σ’ ένα παράξενο λυγμό αγωνίας κι απελπισίας. «Θεέ μου πώς έγινε αυτό;………….. Γιατί Θε μου γιατί; Μίλησέ μου κορίτσι μου!»μικρό κενό χρόνου κι ύστερα η φωνή του Αχιλλέα αποκαμωμένη: «Δεν το πιστεύω δεν το πιστεύω!» Πάλι ένα κενό, κάποιοι ελάχιστοι θόρυβοι κι αμέσως μετά η ίδια η φωνή, του Αχιλλέα. «Το τηλέφωνο, θε μου το τηλέφωνο!» Κενό και κάποιοι ελάχιστοι θόρυβοι για μερικά δευτερόλεπτα. «Πρώτων Βοηθειών; Σας παρακαλώ, συνέβη ένα ατύχημα! Ναι, Καρόλου 37, τρίτος όροφος, διαμέρισμα 10. Βιαστείτε σας ικετεύω!» Ακούστηκε η φωνή του άντρα να εκλιπαρεί απεγνωσμένα στο τηλέφωνο. Μετά τίποτα. Η κασσέτα είχε τελειώσει.
Οι δύο αστυνόμοι κυττάχτηκαν κι ύστερα κύτταξαν τον Αχιλλέα. Μίλησε ο μουστακαλής.
-Εσύ είσαι αυτός, έτσι δεν είναι; Άντε τυχερός είσαι! Νομίζω ότι είναι καλή τύχη όλο ετούτο, έτσι; ρώτησε το συνάδελφό του που κούνησε χωρίς να πει λέξη το κεφάλι του. Ύστερα συνέχισε ξανά:
-Αλλά θα περιμένουμε και για την παθούσα ν’ αναρρώσει και να κάνει και τη δική της κατάθεση. Πρέπει να βεβαιωθούμε για όλα. Θα διασταυρώσουμε το περιεχόμενο της κασσέτας με τις ηχογραφήσεις των Πρώτων βοηθειών, όχι ακούμε μια κασσέτα και είναι όλα εντάξει, την ώρα για παράδειγμα. Θα δούμε. Θα την πάρουμε αυτή την κασσέτα αν δεν έχεις αντίρρηση. Και γιατί να έχεις αντιρρήσεις. Έτσι δεν είναι;
Ο Αχιλλέας τον κύτταξε περιφρονητικά. Εκείνος όμως δεν τον πρόσεχε καθόλου. Θαρρείς και υπαγόρευε το χρονικό μιας ιστορίας που απλά πιθανολογείτο. Απευθύνθηκε και πάλι στον Αχιλλέα:
-Προς το παρόν δεν σας κρατούμε υπόχρεο απέναντί μας. Ναι αγαπητέ… είστε ελεύθερος προς το παρόν.
Ο μουστακαλής αστυνόμος κύτταξε τον Αχιλλέα με υπεροψία και πρόσθεσε:
-Είστε πολύ τυχερός αγαπητέ που δεν έπαθε τίποτα το κορίτσι. Και η κασσέτα βέβαια… όταν τη διασταυρώσουμε με τις ηχοληψίες των Πρώτων Βοηθειών, όπως είπαμε, επανέλαβε εντελώς «ακατανόητα». Επαναλάμβανε τον εαυτό του σα να είχε ξεχάσει τι είχε πει, ή μήπως ήταν ένας τρόπος για να σπρώξει τον Αχιλλέα στην απόγνωση.
Ο μουστακαλής αστυνόμος, ο φαινομενικά «βλάκας», είχε δονίσει την ύπαρξη του Αχιλλέα, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ήταν στο μάτι «του κυκλώνα», ένας ύποπτος για κακοποίηση και ίσως και για ανθρωποκτονία. Ο Αχιλλέας ζούσε έναν αληθινό εφιάλτη. Δεν του έφτανε που είχε χάσει τη Ρένα «του», δεν έφτανε το γεγονός ότι ήταν σοβαρά τραυματισμένη στο Νοσοκομείο, είχε και την αστυνομία αποπάνω να τον υποψιάζεται ως δράστη του δυστυχήματος της Ρένας. Η κασσέτα; Ίσως και να ήταν μία σανίδα σωτηρίας και θα βοηθούσε εν καιρώ, όταν δηλαδή η Ρένα θα μπορούσε να συνηγορήσει γι αυτόν. Ή μήπως δε θα το έκανε; «Φρίκη!»
Χαράματα, κι ο Μίμης ταξίδευε με προορισμό την ιδιαίτερη πατρίδα του.
Δεν έβλεπε τη στιγμή να φτάσει στο σπίτι των γονιών του, λες κι έλειπε μήνες και μήνες. Ήθελε να διαγράψει από το μυαλό του τη Ρένα και τον Αχιλλέα. Ο τελευταίος είχε δεθεί με τη Μάγδα, έστω επαγγελματικά, κι αυτό είχε γίνει με τη δική του μάλλον πρωτοβουλία και ευθύνη. Το άγχος τον ταλάνιζε. Τέσσερις νέοι άνθρωποι είχαν εμπλακεί σε ένα παράξενο συνονθύλευμα σχέσεων που ήταν εντελώς αβέβαιο ως προς το πού θα κατέληγαν. Όλοι τους είχαν επωμιστεί το βάρος μιας ευθύνης, μάλλον απροσδιόριστης και προβληματικής. Δεν ήθελε, δεν μπορούσε ν’ ασχοληθεί με περισσότερα εκείνη την ελάχιστη περίοδο, ούτε θα βοηθούσε τον εαυτό του ή τους γύρω του, αν κλεινόταν στο δωμάτιό του, ολομόναχος και μίζερος. Ήταν γεγονός πλέον ότι η Ρένα είχε κάνει στροφή 180ο από το παράξενο εκείνο βράδυ που είχαν γευτεί για πρώτη φορά τον έρωτά τους. Τι είχε συμβεί αλήθεια; Άραγε θα το μάθαινε ποτέ; «Δε με νοιάζει! Όχι μα τω θεώ όχι! Άσε! Προτιμώ την ήρεμη φυσική ατμόσφαιρα στο κτήμα των γονιών μου!» Αναστέναξε κι ένιωσε έναν πόνο στο στήθος του. «Θα περάσει! Όλα θα περάσουν» σκέφτηκε κλείνοντας για μία στιγμή τα μάτια του. Σε τρεις ώρες θα βρισκόταν εκεί. Θ’ αγκάλιαζε τη μητέρα του που σε κάθε τηλεφωνική επικοινωνία τους τον ρωτούσε και τον ξαναρωτούσε στεναχωρημένη: Πότε θα μας έλθεις παιδί μου;» Και ο πατέρας του θα τον ρώταγε με κρυφή υπερηφάνεια: «Μορφώνονται οι νέοι μας παιδί μου; Μορφώνονται;» Χαμογέλασε στις σκέψεις του. Ένιωσε κάπως καλύτερα.
Ήταν ένα θαύμα αλήθεια που ο Πολύδωρος Σάθας, ο πατέρας του, ενδιαφερόταν και διέθετε τον καιρό του όχι μονάχα για τις επιχειρήσεις του αλλά και για «κοινωφελή» έργα. Ενδιαφερόταν για τη νεολαία και το είχε αποδείξει εμπράκτως. Στην μικρή τους πόλη, μία μεγάλη δωρεά του, είχε εξασφαλίσει -από τους τόκους μόνο- ένα άρτια ολοκληρωμένο κτίριο για παιδιά με προβλήματα και τους μισθούς του προσωπικού. Έτσι τα autistic παιδάκια της περιφέρειας βοηθούνταν, επιτρέποντας έτσι στους γονείς τους και τα λοιπά παιδιά της οικογένειας να μπορούν ν΄ασχοληθούν απερίσπαστα με τις δουλειές τους.
Επιπλέον ο Π. Σάθας είχε προσφέρει μία γενναιόδωρη προσφορά χρημάτων από το «SATHAS TRUST» και στο Γυμνάσιο όπου εργαζόταν ο Μίμης, με τις υποδείξεις του τελευταίου. Η ανωνυμία των ευργετών του Γυμνασίου, ήταν ένας όρος που είχε τεθεί από το ίδιο το «SATHAS TRUST».
Ο πατέρας του Μίμη, ο «πολύς» Π. Σάθας, ήταν απλός, ταπεινός, ένα μείγμα ευεργέτη-χριστιανού που δεν γνώριζε η αριστερά του τι ποιούσε η δεξιά του. Δεν ενδιαφερόταν για τυμπανοκρουσίες και τα παρόμοια. Τα θεωρούσε χαμένο χρόνο. Έβλεπε κάτι καλό και χαιρόταν και ξεχνούσε τη δική του συμβολή. Στη σκέψη του πατέρα του ο Μίμης κούνησε το κεφάλι του χαμογελώντας. «Ήταν τύπος «ο χαρακτήρας!» Ήξερε την αξία του χρήματος και το χρησιμοποιούσε εκεί που πίστευε ότι θα έπιανε τόπο».
Έφευγε η Άνοιξη απαρατήρητη. Μάταια τα όμορφιά της. Οι ήρωές μας δεν είχαν τον χρόνο ή τη διάθεση να τα προσέξουν, να τα μετρήσουν, να τα χαρούν και να τα υμνήσουν. Ξαφνικά ο Μίμης πρόσεξε με έκπληξη τη φύση γύρω του, θαρρείς και δεν είχε αντιληφθεί το πέρασμα της Άνοιξης μέσα από τη ζωή του. Αλήθεια ήταν ωραία εποχή ετούτη της μετάβασης στο καλοκαίρι. Η δική του εποχή. Ούτε ζέστη ούτε κρύο! Ό,τι έπρεπε, έτσι για να κρατιέται καρφιτσωμένος ο νους στο σωστό επίπεδο και το σώμα να νιώθει ακόμη και τους πόρους του. Σκέφτηκε με επιείκια την αδιαφορία του για τη φύση και κύτταξε μακριά στον ορίζοντα, που, πιάνοντας πλέον το ίσο μέρος του δρόμου- απλωνόταν γοητευτικά ζωγραφισμένος με τα ροδοπέταλα της αυγής. Ένιωσε να τον κατακλύζει ένα κύμα ευτυχίας κι ανυπομονησίας καθώς έφερνε στο νου του τη μαγεύτρα θάλασσα, που θα την επισκεπτόταν εκείνη κιόλας τη μέρα, μια και ήταν εκεί δίπλα στο πατρικό κτήμα. Θα φωτογράφιζε τις ομορφιές της φύσης και θα γυρνούσε κουρασμένος από τον κόπο της ικανοποίησης σπίτι τους, μόνο για να γευτεί της μάννας του τις πεντανόστιμες μαγειρικές δημιουργίες. Να κουβεντιάσει με τον σεβαστό πατέρα του και να γαληνέψει στη σιγουριά της αγάπης τους.
Ο Μίμης συγκεντρώθηκε στο τιμόνι. Κόντευε η ώρα. Ρένα, Αχιλλέας… όλα τα παρασιτικά συναισθήματα είχαν σβήσει μέσα του.
-Παιδί μου! έκραξε η μάννα απελπισμένη.
-Ανθή μου, έλα σε παρακαλώ, μην κάνεις έτσι! Ο Μίμης είναι δυνατός. Θα δεις που θα το ξεπεράσει. Το επεβεβαίωσε και ο αστυνόμος, είπε ο Πολύδωρος Σάθας κλείνοντας σφιχτά στην αγκαλιά του τη συντετριμμένη Ανθή.
-Πάμε, πάμε λοιπόν! Τι περιμένουμε άντρα μου; Πρέπει να τρέξουμε στο παιδί μας. Δεν αντέχω άλλο πρέπει να τον δω με τα μάτια μου, να δω ότι είναι καλά!
-Ναι Ανθή μου, φύγαμε μη σε στεναχωρεί αυτό. Ο Νίκος ετοίμασε το αυτοκίνητο. Πάρε μόνο δυο πράγματα μαζί σου και φύγαμε.
Η Ανθή δεν τον άκουγε. Δεν είχε όρεξη να κάνει τίποτα. Βιαζόταν, πέθαινε κάθε στιγμή που περνούσε. «Ο Μίμης μου, το μωρό μου! Θεέ μου βήθησε το παιδί μου, σε ικετεύω!» ψιθύρισε φοβισμένη. Βγήκε έξω βιαστικά, και πίσω της ακολούθησε ο Πολύδωρος Σάθας, ο άντρας της, με σκυμμένο το κεφάλι. Τον έτρωγε κι εκείνον η αγωνία. Ήταν όμως άντρας. Όφειλε να κάνει κουράγιο για το χατίρι της Ανθής. Ο οδηγός τους ο Νίκος ήταν καλός πάντα. Τους οδήγησε με ασφάλεια στην πρωτεύουσα. Στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο, είχαν μεταφέρει το Μίμη στα επείγοντα, μια και το ατύχημα είχε συμβεί στην Εθνική οδό ανάμεσα από το κτήμα τους και την πρωτεύουσα.
Η Ανθή δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Το κινητό του Πολύδωρου ακούστηκε σα δαιμονισμένο.
-Ναι! είπε εκείνος προσπαθώντας να φανεί ήρεμος.
Άκουγε προσεκτικά. Κάποια στιγμή χαμογέλασε.
-Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ, είπε και έκλεισε το κινητό του.
Η Ανθή τον κύτταξε παρακλητικά. Ο Πολύδωρος της χαμογέλασε.
-Ο Μίμης, δεν είναι άσχημα, Ανθή. Μη στεναχωριέσαι λοιπόν. Οι γιατροί πιστεύουν ότι είναι εκτός κινδύνου. Ευτυχώς το αυτοκίνητό του τον προστάτευσε. Η ζώνη του και το air-bag. Το καλό αυτοκίνητο λοιπόν βοοήθησε. Είναι υπό παρακολούθηση, δε φαίνεται όμως άσχημα.
-Θέ μου πώς έγινε; ρωτάει η Ρένα στο τηλέφωνο και νιώθει τον κόσμο γύρω της να γκρεμίζεται. Είναι καλά; Α, ευτυχώς! «Πόσα δηλητήρια πρέπει να γεύεται κανείς στη σύντομη ζωή του;» είχε αναρρωτηθεί κλαίγοντας σιωπηλά στο δικό της κρεββάτι του πόνου.
Η ίδια δεν είχε προλάβει ακόμη να γίνει καλά ύστερα από το παρολίγον θανάσιμο πέσιμό της, στο διαμέρισμά της. Δέκα ημέρες είχαν περάσει από εκείνο το απόγευμα που φιλονικώντας με τον Αχιλλέα και πάνω στην οργή της, μια αδέξια κίνηση είχε σαν αποτέλεσμα να γλυστρήσει και να χτυπήσει, ευτυχώς και για τους δύο, χωρίς τραγικές συνέπειες. Ο Αχιλλέας είχε υποφέρει αρκετά μαζί της καθώς η αστυνομία ύστερα από την κατάθεση της γείτονος, τον είχε θεωρήσει ύποπτο για το ατύχημά της. Για καλή του τύχη η Ρένα είχε συνέλθει, είχε αναρρώσει πλήρως και είχε θυμηθεί επακριβώς τι είχε συμβεί ανάμεσά τους ως τη στιγμή που έχασε τις αισθήσεις της, κι έτσι γλύτωσε στην κυριολεξία τον Αχιλλέα, από τα «νύχια τους». Είχε δηλώσει στους μπάτσους: «ήταν η κακιά η ώρα». Τι άλλο θα έκανε; Ήταν «δικός» της άνθρωπος!
Τι ατυχία μα την αλήθεια! Ο Αχιλλέας είχε ταλαιπωρηθεί για μέρες απ’ όλα και όλους. Είχε μείνει μισός από τα προβλήματά του. Όλοι όσοι γνώριζαν για το δεσμό του με τη Ρένα, τον κυττούσαν με υποψία για το ατύχημα της. Η αστυνομία ήθελε σώνει και καλά να κηλιδώσει τ’ όνομά του. Και η Ρένα; Στο νοσοκομείο ακόμη, κι έχοντας πλέον αναρρώσει, είχε προσπαθήσει να φερθεί φιλικά στον Αχιλλέα και να τον κάνει να καταλάβει ότι όσα είχαν συμβεί ανάμεσά τους ήταν η ελάχιστη ένδειξη για το χωρισμό τους. Ότι όταν τα πράγματα παίρνουν τέτοιο δρόμο, δεν υπάρχουν πολλές λύσεις. Του είχε εκμυστηρευτεί επίσης ότι είχε αποφασίσει πως η μικρή εκείνη πόλη, δεν την ενέπνεε πλέον και ότι θα φρόντιζε να πάρει μετάθεση γι αλλού, κάπου μακριά από εκεί.
Η Ρένα με την εμπειρία που είχε αποκομίσει από τον δεσμό της με τον Αχιλλέα και τις σχέσεις της με τον Μίμη, σκεφτόταν σοβαρά ότι ήταν άτοπο να συνάψει σχέσεις με οποιονδήποτε άντρα στο εγγύς μέλλον. Αυτά ως τη στιγμή που άκουσε για το Μίμη. Η κακή είδηση είχε φτάσει στ’ αυτιά της από συνάδελφο και μάλλον με μεγάλη καθυστέρηση. Εύλογο το γιατί: είχε συμβεί την ίδια ημέρα που κι εκείνη είχε δοκιμαστεί με το δικό της ατύχημα. Ήταν αλήθεια μία απίστευτη και οδυνηρή σύμπτωση, ετούτη εδώ. Αλλά τι μπορούσε να πει; Είχε φερθεί άσχημα στον Μίμη, όπως και στον Αχιλλέα. Ο Μίμης την αγαπούσε μυστικά, χωρίς απαιτήσεις, ενόσω «τα είχε» με τον Αχιλλέα. Οι δύο διαφορετικοί άντρες την είχαν αγαπήσει ο καθένας με τον τρόπο του. Και τους δύο «τους είχε σταυρώσει» με διαφορετικό τρόπο. «Θε μου τι απαίσια που είμαι!» είχε σκεφτεί στο κρεββάτι του πόνου κρύβοντας το πρόσωπό της στις παλάμες της.
-Ρένα! Συμβαίνει κάτι; ρώτησε η αδερφή νοσοκόμα που έφερνε το απογευματινό ρόφημα.
Η Ρένα δεν την είχε αντιληφθεί. Εκείνη αφού άφησε το ρόφημα στο κομοδίνο, έσκυψε απάνω της με ανησυχία. Την ακούμπησε στον ώμο και η Ρένα τινάχτηκε τρομαγμένη.
-Εγώ είμαι! είπε η αδελφή ανήσυχη.
-Συγγνώμη… κάτι σκεφτόμουν είπε η Ρένα, ενώ τα μάτια της ήταν υγρά.
-Χρειάζεσαι κάτι; Γιατί κλαις; Θέλεις να μιλήσεις σε κάποιον;
Η Ρένα την κύτταξε ικετευτικά.
-Πότε θα μπορέσω να φύγω;
-Σε μία-δύο ημέρες, εφόσον δεν παρουσιαστεί κανένα σύμπτωμα. Οι ζαλάδες σου έχουν υποχωρήσει, γράφει η τελευταία αναφορά του γιατρού, είπε έχοντας κυττάξει γρήγορα την πινακίδα στα κάγκελα του κρεββατιού της.
Η Ρένα την κύτταξε, μιλούσε σαν αλλοπαρμένη.
-Πρέπει να φύγω, πρέπει!
-Ναι κορίτσι μου, θα φύγεις, είπε η αδερφή και την υποχρέωσε μαλακά να ξαπλώσει. Ύστερα βγήκε από το δωμάτιο και ειδοποίησε τη γιατρό.
Εκείνη δεν άργησε να εμφανιστεί και να κατευθυνθεί στο δωμάτιο της Ρένας.
Έπιασε το σφυγμό της, τη ρώτησε πώς αισθανόταν και της είπε πως θα της έδινε ένα χαπάκι για να ξεκουραστεί.
-Όχι… δεν το θέλω είπε η Ρένα. Μόνο βοηθείστε με να φύγω απο δω το συντομότερο.
-Αν είσαι καλά και αισθάνεσαι καλά, γιατί όχι; είπε εκείνη χαμογελώντας.
Αναμφίβολα η Ρένα είχε καλυτερέψει, αισθηματικά όμως ήταν «χάλια». Έτσι την είχε περιγράψει η Ειρήνη, η συνάδελφός της, όταν της είχε τηλεφωνήσει για τον Μίμη.
-Ξέσπασε στα κλάματα… λες κι ήταν ο άνθρωπός της… Αν δεν ήξερα ότι έχει τον Αχιλλέα θα έλεγα πως έχει το Μίμη… είχε πει παραξενεμένη στους συναδέλφους τους, στο Γυμνάσιο.
Είχε σταματήσει καθώς ο Αχιλλέας είχε μπει στο γραφείο εκείνη τη στιγμή. Αδυνατισμένος και κουρασμένος ο άλλοτε «Άδωνης» του Γυμνασίου Θηλέων, είχε μπει αθόρυβα, για να μην τραβήξει την προσοχή των συναδέρφων του, και είχε καθήσει στο προσωπικό του γραφείο. Φαινόταν άκεφος.
-Τα νέα σου αγαπητέ… είπε η Ειρήνη.
-Τα νέα μου!.. είπε ο Αχιλλέας ειρωνικά, κυττώντας στο ταβάνι του γραφείου.
-Έμαθα ότι η Ρένα βγαίνει αύριο, επέμενε η Ειρήνη.
-Ναι μάλλον, είπε εκείνος αφηρημένα.
-Συμβαίνει κάτι; Δε φαίνεσαι καλά, είπε πάλι η Ειρήνη.
-Όχι… Είμαι καλά… αλήθεια! είπε ο Αχιλλέας κι άνοιξε το βιβλίο των απουσιών στο μάθημά του.
Δεν είχε τη διάθεση της Ειρήνης, αυτό ήταν βέβαιο.
-Τουλάχιστον αύριο θα βγει η Ρένα. Αυτό είναι το σπουδαιότερο νέο για σένα. Όσο για το Μίμη… εκείνος… θ’ αργήσει κάπως ν’ αναρρώσει. Αρκεί βέβαια που θα γίνει καλά ο άνθρωπος. Κύττα σύμπτωση βρε παιδί μου δύο ατυχήματα σε μία μέρα σε δύο συνάδελφους! Τι να πεις!
Ο Αχιλλέας χωρίς να κυττάξει την Ειρήνη είπε νευρικά:
-Ας αφήσουμε καλύτερα αυτή τη συζήτηση. Σε λίγο έχω μάθημα και όπως καταλαβαίνεις πρέπει να συγκεντρωθώ.
-Συγνώμη Αχιλλέα, είπε η Ειρήνη στεναχωρημένα κι απομακρύνθηκε από το γραφείο του.
Οι συνάδελφοι των δύο νέων είχαν ήδη αντιληφθεί ότι οι Αχιλλέας και η Ρένα περνούσαν μία δύσκολη περίοδο. Ήταν σχεδόν βέβαιο ότι οι αίθριες ημέρες της σχέσης τους είχαν γίνει παρελθόν, ότι είχαν πάρει την κατιούσα.
-«Ανήρ ναυαγός!» ψιθύρισε η Ειρήνη σε συνάδελφο δίπλα της, τη στιγμή που καθόταν πίσω από το γραφείο της.
Ακούστηκε ένα κινητό. Ήταν του Αχιλλέα.
-Έλα τώρα! Δεν το πιστεύω! Εντάξει. Κατά τις 12.30; Εντάξει. Ναι, μην ανησυχείς, είπε ο Αχιλλέας κοκκινίζοντας.
Οι συνάδελφοι γύρω παρακολουθούσαν διακριτικά τις αντιδράσεις του Αχιλλέα. Εκείνος όμως δεν ενδιαφερόταν για τους συναδελφους του ή για τις αντιδράσεις τους.
-Γεια σου! Πώς είσαι; Και ο… αδερφός σου;
-Καλά είμαι, και ο Μίμης δε θ’ αργήσει ν’ αφήσει το νοσοκομείο. Είμασταν όλοι πολύ τυχεροί που δε του συνέβη κάτι σοβαρό, γιατί οι γονείς μου θα τρελαίνονταν. Πες μου τα δικά σου τα νέα. Η Ρένα;
-Η Ρένα είναι καλύτερα. Ευτυχώς, γιατί λίγο έλειψε να με πακετάρουν γι’ ανάκριση οι μπάτσοι με τις υποψίες τους, και ποιος ξέρει πού θα τελείωνε αυτή η υπόθεση. Αν είστε εσείς τυχεροί μία… φαντάσου εγώ! Όταν το σκέφτομαι με πιάνει τρέλα. Αν η Ρένα είχε πάθει κάτι, θα καταστρεφόμουν. Ευτυχώς που έγινε καλά και επιβεβαίωσε την κατάθεσή μου, ότι δηλαδή επρόκειτο για ατύχημα, ότι είχε γλυστρήσει. Παρά λίγο να με κάψει η γειτόνισσά της μία γεροντοκόρη κακορίζικη και ζηλιάρα. Τι περιμένεις; Τελικά χαίρομαι και για το άλλο που μου είπες. Είναι ίσως το μοναδικό «αναίμακτο» και ευχάριστο νέο που ακούω εδώ και μέρες.
-Ναι, έβαλα την προκαταβολή. Ο πατέρας μου… συμφώνησε. Είναι με το μέρος μου. Προσεκτικά θα καταστρώσουμε ένα σχέδιο που θα εκπληρώνει όσο το δυνατόν καλύτερα τις πολύπλευρες ανάγκες μας. Όταν τελικά θεωρήσουμε ότι είμαστε έτοιμοι, θα βάλουμε μπροστά την ανέγερση του κτιριακού συγκροτήματος. Θα χρησιμοποιήσουμε τα καλύτερα υλικά που διατίθενται στην αγορά και αργότερα, όταν με το καλό θα είναι έτοιμο, θα το εξοπλίσουμε με τα καλύτερα νεότερα προϊόντα για την εξυπηρέτηση των πελατών μας. Από ποδήλατο… μέχρι σάουνα, μπάσκετ, τένις και ολυμπιακή πισίνα. Μιλάμε για ένα τεράστιο κτιριακό σύμπλεγμα, μία πραγματική Ακαδημία αθλητισμού.
Ο Αχιλλέας άκουγε συνεπαρμένος. Αυτή η νέα γυναίκα είχε μία καταπληκτική τόλμη, ένα σπάνιο δυναμισμό. Δεν αμφέβαλε ότι η Μάγδα θα διέπρεπε σαν επιχειρηματίας. Άλλωστε γνώριζε ότι διατηρούσε στην γενέτειρά της ένα καταπληκτικό γυμναστήριο με πάμπολλα μέλη από τα οποία άλλα γυμνάζονταν με τα όργανα της γυμναστικής και άλλα με τα aerobics, ή και με τα δύο.
Η Μάγδα απορροφημένη στο όραμά της δεν πρόσεξε το θαυμασμό στα μάτια του Αχιλλέα. Άλλωστε αυτό, ήταν το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν. Αυτή ενδιαφερόταν μονάχα για τα μεγαλεπήβολα σχέδιά της και όλα τ’ άλλα περίσσευαν. Πίστευε ότι όταν η γυναίκα θέλει να κάνει καριέρα, δεν μπορεί να είναι ούτε συζυγος και κυρίως… μαμά. «Αυτά τα δύο αδυνατίζουν τη γυναίκα, την κάνουν μαλακιά και της στερούν την ανάγκη για δημιουργία. Έξω ο γάμος, έξω η οικογένεια» σκεφτόταν. Είχε το δικό της ευαγγέλιο η Μάγδα. Και το ακολουθούσε πιστά. Ήθελε τον κόσμο γύρω της να σφίζει από ζωή και δραστηριότητα, τα παιδιά να μεγαλώνουν με τη γυμναστική, να αποκτούν θαυμάσια σώματα και θαυμάσια προτερήματα. Αυτό που είχε υιοθετήσει κι ακολουθούσε με επιτυχία, ήταν αντρικό προνόμιο. Εφόσον λοιπόν πίστευε ότι η μητρότητα θα περιόριζε τις δραστηριότητές της, δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτήν και επομένως ούτε και για τη σχέση της με τον άντρα. Ο Αχιλλέας ήταν ένα πρόσωπο που το χρειαζόταν για την ικανότητά του και τίποτα άλλο. Ο Αχιλλέας την είχε κυττάξει προσεκτικά, απορημένος από την σοβαρότητά της ή ίσως και την ψυχρότητά της απέναντί του.
«Ορθά-κοφτά»… είχε αραδιάσει τα ανάλογα και στο Μίμη, όταν κάποια στιγμή την είχε ρωτήσει για τον Αχιλλέα. Είχε πονηρευτεί με την κουβέντα του Μίμη. Τον αγαπούσε όμως πολύ και δεν ήθελε να τον πληγώσει. Είχε αντιληφθεί πίσω από τις ερωτήσεις του την ελπίδα να τον αγκαζάρει αυτή, ώστε να απομακρυνθεί από τη Ρένα. Αλλά η ίδια είχε τοποθετηθεί στο θέμα αυτό και μάλιστα είχε πει κάτι πολύ σημαντικό: «Νομίζεις ότι έτσι γλυτώνεις από το ανταγωνισμό με τον Αχιλλέα, καθώς θα μείνει ελεύθερο το πεδίο για δράση με την απομάκρυνσή του από τη Ρένα; Αγαπητέ μου η Ρένα ενδιαφέρεται για σένα ούτως ή άλλως. Δεν καταλαβαίνω γιατί τρώγεσαι. Ξέχασέ τον τον Αχιλλέα. Κάποια στιγμή στο μέλλον θα συνέλθει από την απόρριψη της Ρένας. Δεν ξέρω όμως αν συνέλθει ποτέ από την προδοσία της μαζί σου»…..
Ο Μίμης σκεφτόταν για την αδερφή του: «η Μάγδα σκεφτόταν». Τι άραγε όμως την απασχολούσε; Ήταν βέβαιος ότι είχε στο μυαλό της πολλά και διάφορα, όχι όμως έναν άντρα. Το έβλεπε. Ήταν πολύ νέα και όμως. Ποιος όμως μπορούσε να προβλέψει το μέλλον; «Είναι πολύ σημαντικό να βρεθεί ένας σπουδαίος, μα πολύ σπουδαίος άντρας μπροστά της, για να συγκινηθεί!» σκέφτηκε και θεώρησε πως ίσως και να υπήρχε μία ελπίδα γι αυτή την εκδοχή. Μία τρυφερή γωνιά για μία αντρική ψυχή, πίσω από την αδιαφορία της. «Μπα! Αδύνατον! Δε φαίνεται να υποφέρει από μία τέτοια ανάγκη», ξανασκέφτηκε. Ο Μίμης είχε αρχίσει να συγχίζεται ως προς τη θέση της Μάγδας, έναντι του ισχυρού φύλου. «Είναι τελικά δίδυμη της Σφίγγας» είχε αναρωτηθεί με δέος.
-Κυρία μου είστε έγκυος. Ευτυχώς που με το ατύχημά σας δεν βλάψατε το έμβρυο. Δεν μπορούσαμε να σας το πούμε ενωρίτερα. Εκτός άλλων περιμέναμε να επανεύρετε τις δυνάμεις σας.
-Το ξέρει κανείς άλλος εκτός από εμένα; ρώτησε κοκκινίζοντας η πανικόβλητη Ρένα.
-Μα τι λέτε κυρία μου! Εσείς μόνο, έχετε το δικαίωμα να το αναγγείλετε σε όποιον θέλετε… ίσως και στον πατέρα του παιδιού. Δεν το γνωρίζει ούτε η μητέρα σας.
Η Ρένα δεν άκουγε πια. Είχε μείνει άναυδη από το συνταρακτικό νέο. Αναρωτιόταν τίνος ήταν!
-Ευχαριστώ γιατρέ, είπε κομπιασμένα.
Θυμήθηκε! Εκείνο το βράδυ που είχαν βγει οι τέσσερίς τους: Ο Μίμης , η Μάγδα, ο Αχιλλέας και η ίδια, δεν είχε πάρει το αντισυλληπτικό της. Και όχι μόνο εκείνο το βράδυ αλλά… καθώς είχε εκνευριστεί με τον Αχιλλέα δεν το είχε πάρει για τρεις-τέσσερις ημέρες, αποφασισμένη να του αρνηθεί να κάνουν έρωτα, με την πρόφαση ότι δεν είχε πάρει το χαπάκι της. Όμως έκανε έρωτα με τον Μίμη με μία μανία εκδικητική, θαρρείς ενάντια στον εαυτό της και ενάντια στον άντρα γενικά. Μα ήταν ολοφάνερο. Το μωρό ήταν του Μίμη. Έκλαψε. Πώς μπορούσε να του αναγγείλει αυτό το… «πράγμα», ύστερα από την απαίσια συμπεριφορά της. Και φυσικά δε θα επέτρεπε στον Αχιλλέα να πιστέψει ποτέ ότι το μωρό μπορούσε να ήταν δικό του. Άλλωστε δεν υπήρχε περίπτωση σπαζοκεφαλιάς καθώς ήταν εύκολο να διαπιστωθεί η πατρότητα του μωρού, με τη μέθοδο DNA.
Καϋμένη Ρένα! Ένιωθε τόσο ένοχη τελικά που πίστευε πως για το καλό όλων των εμπλεκομένων… όφειλε ν’ αφανιστεί από εκείνη την πολιτεία όσο γρηγορότερα μπορούσε. Να φύγει μακριά, κάπου που να μην την ξέρουν. Δε θα τολμούσε ποτέ να μιλήσει για το φοβερό μυστικό της σε κανέναν. Βιάστηκε να επιβεβαιώσει το γιατρό ότι θα φρόντιζε για την υγεία της, αν την άφηναν να βγει από το νοσοκομείο σε δυο-τρεις ημέρες.
-Πώς είναι το κορίτσι μας; ρώτησε ο Αχιλλέας φέρνοντας το χέρι της Ρένας στα χείλη του.
-Είμαι καλά. Θα βγω ή αύριο ή μεθαύριο.
-Ωραία λοιπόν. Θα έρθω να σε πάρω. Ξέρουμε την ώρα;
-Όχι Αχιλλέα. Θα καλέσω ταξί.
Τον κύτταξε σχεδόν παρακλητικά. Εκείνος την κύτταξε λυπημένος. Η Ρένα επιχείρησε να μαλακώσει την ασχήμια της άρνησής της.
-Σε παρακαλώ προσπάθησε να με καταλάβεις. Τον τελευταίο καιρό μεσολάβησαν κάποια πράγματα, καθοριστικά θα έλεγα, για την πορεία της σχέσης μας. Δεν μπορούμε να τα παραβλέπουμε. Πρέπει να μπει ένα τέλος στη σχέση που τώρα πλέον μας πονάει μόνο.
Ο Αχιλλέας είχε σκύψει το κεφάλι και είχε καρφώσει τα μάτια του στο πάτωμα. Εκείνη συνέχισε μαλακότερα. Ήθελε να τον πείσει:
-Αχιλλέα!.. Άκουσέ με λίγο… Θέλω να πιστεύω πως θα μείνουμε φίλοι, αν το θέλεις κι εσύ βέβαια, είπε κυττάζοντάς τον με μια πρωτόγνωρη, μητρική σχεδόν, τρυφερότητα.
Ο Αχιλλέας δε μίλησε. Σήκωσε το κεφάλι του και την κύτταξε ψάχνοντας να δεί κάτι στα μάτια της που θα του εξηγούσε. Μάταια. Τι εκλογές είχε; Ήταν πολιτισμένοι άνθρωποι. Όχι δεν ήταν ευτυχισμένος. Ένιωθε όμως μια ανακούφιση γενικά, καθώς λίγο είχε λείψει να τελειώσει η ζωή τους. Κούνησε λοιπόν το κεφάλι του καταφατικά.
-Ναι, ό,τι θέλεις, είπε χαμογελώντας πικρά, αόριστα.
-Αχιλλέα, θέλω να σου εμπιστευτώ κάτι ακόμα. Θα υποβάλλω τα χαρτιά μου για μετάθεση. Θα την αφήσω αυτή την πόλη. Θέλω ν’ αρχίσω μία νέα ζωή, στηριγμένη στην εμπειρία που αποκόμισα από τη σχέση μας. Κι εσύ το ίδιο. Είσαι καλό παλικάρι Αχιλλέα, όμως υπάρχει ένα κενό μέσα μου που οφείλω να το ψάξω και να το γεμίσω όσο καλύτερα μπορώ. Είμαι ίσως απαιτητική από τη ζωή μου, αλλά θέλω να είμαι ευτυχισμένη. Κι αυτό πρέπει να επιδιώξω: την ευτυχία μου που ακόμη δεν γνωρίζω ποια θα είναι η μορφή της. Ίσως και να τη βρω στο πλευρό της Τέχνης, μακριά από τον άντρα, τον εραστή. Προσπάθησε λίγο να με καταλάβεις.
-Προσπαθώ. Έχεις κάθε δικαίωμα να βρεις την χαρά όποια κι αν είναι αυτή τελικά.
-Έχω ζητήσει ένα μήνα άδεια για να ετοιμάσω τα χαρτιά μου και να τα υποβάλλω. Ελπίζω να πραγματοποιηθεί το αίτημά μου γρήγορα.
-Υπάρχει λοιπόν η πιθανότητα να σε δούμε στο Γυμνάσιο κάποια στιγμή και ώσπου ν’ αποχωρήσεις.
-Μάλλον. Θα προσπαθήσω να μη φαίνομαι πολύ. Κι εσύ; Προχωρούν τα σχέδια της Μάγδας;
-Ναι, μάλλον, έτσι φαίνεται.
-Υποθέτω ότι εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για τη συνεργασία σας.
-Ναι. Η Μάγδα είναι περισσότερο επιχειρηματίας παρά γυμνάστρια.
-Και ο Μίμης; Άκουσες τίποτα για το Μίμη; ρώτησε η Ρένα δήθεν αδιάφορα.
Ο Αχιλλέας την κύτταξε προσεκτικά. Μια υποψία φούντωσε στο βλέμμα του.
-Ενδιαφέρεσαι για το Μίμη; τη ρώτησε.
-Ρώτησα πώς είναι ύστερα από το δυστύχημά του.
-Η Μάγδα μου είπε ότι δε θ’ αργήσει ν’ αφήσει το Νοσοκομείο. Τη γλύτωσε πολύ φτηνά. Έτσι κατάλαβα.
-Ευτυχώς… για το παλικάρι, είπε η Ρένα κι αναστέναξε.
-Ρένα… είχες κάτι ιδιαίτερο με το Μίμη;
-Νομίζω ότι αυτή η ερώτηση δε χρειαζόταν. Όχι έτσι όπως την έθεσες. Μ’ αυτή την ερώτηση μου λές ότι δεν άκουσες λέξη από όλα όσα σου είπα πριν από λίγο, είπε θιγμένη η Ρένα.
Ο Αχιλλέας δεν αντιδρά. Σηκώνεται απότομα. Έχει σχεδόν αποφασίσει. Σκύβει δίπλα της και τη φιλά στο μέτωπο.
-Γεια σου καλή μου!
-Γεια σου Αχιλλέα! ψιθυρίζει η Ρένα.
Έχει καταλάβει. Ο νέος βγήκε κλείνοντας την πόρτα του θαλάμου, πίσω του. Η Ρένα ακόμη κυττάζει την πόρτα που έχει κλείσει. Τα μάτια της είναι υγρά. «Αυτό ήταν, τέρμα!» σκέφτηκε λυπημένη κι έγειρε πίσω στο μαξιλάρι της.
Ο Αχιλλέας προτίμησε να κατεβεί από τον τρίτο όροφο στο ισόγειο, χρησιμοποιώντας τις σκάλες του νοσοκομείου. Σκεφτόταν τα λόγια της Ρένας. «Τύχη κι αυτή; Θα μου άρεσε να κάνω κάτι τρελό, κάτι πολύ κακό!» σκέφτηκε και χτύπησε με δύναμη τη γροθιά του στο σίδερο της σκάλας. Μία νοσοκόμα που ανέβαινε τον κύτταξε παραξενεμένη.
«Πανάθεμά με αν καταλαβαίνω τι και πώς συνέβη; Ο Μίμης… ο Μίμης τα φταίει όλα… Μήπως η Μάγδα ήταν ο αντιπερισπασμός; Ήταν το κόλπο του Μίμη για να τραβήξει τη Ρένα από εμένα; Όχι… δεν μπορεί. Τρελάθηκα εντελώς. Κι εκείνος έπαθε το ατύχημά του την ίδια μέρα με τη Ρένα. Τι σύμπτωση! Έχει γούστο τώρα να πάρει κι αυτός μετάθεση και να πάει στην ίδια πόλη με τη Ρένα; Δεν μπορεί… Μήπως θα πρέπει να το προσέξω αυτό; Ή μήπως θα πρέπει να τα ξεχάσω όλα και να συγκεντρωθώ στην πραγματικότητα της ζωής μου;» αναρωτήθηκε μελαγχολικός, απογοητευμένος, εκνευρισμένος. ΄Ενιωθε ορφανός, ολομόναχος, κακομοίρης, αποδιοπομπαίος…
Έφτασε στο σχολείο στις 11.30 π.μ. για το μάθημα. Ήταν αξιολύπητος. Έδειχνε αδιάφορος για τους γύρω του. Η «καλή φίλη» του η Ειρήνη, τον πλησίασε.
-Τα έμαθες; Σε μία εβδομάδα θα είναι πίσω ο Μίμης.
-Α, ωραία! είπε ο Αχιλλέας ειρωνικά.
Η Ειρήνη τον κύτταξε παραξενεμένη.
-Δε μου φαίνεσαι και πολύ κεφάτος, Αχιλλέα.
-Έχεις πάλι δίκιο Ειρήνη, όπως… πάντα, παραδέχτηκε.
Η Ειρήνη κούνησε το κεφάλι της κι απομακρύνθηκε στεναχωρημένη. «Δεν πάει καλά το παλικάρι μας. Ο Άδωνης του Γυμνασίου μας έχει αποδημήσει!» σκέφτηκε καθώς τράβηξε το κάθισμα πίσω από το γραφείο της.
«Ο Μίμης, ο Μίμης! Θα τον ψαρέψω εγώ. Θα μάθω επιτέλους για την όποια σχέση του με τη Ρένα, έτσι για να μάσω τη σκέψη μου επιτέλους!» σκέφτηκε ο Αχιλλέας επιμένοντας να τυραννάει τον εαυτό του. Το κινητό του ακούστηκε δυνατά. Το απάντησε με την ησυχία του.
-Ναι; … Ποιος; … Ο Μίμης; Ποιος Μίμης; … Α! Ο Μίμης!… Τι κάνεις; Είσαι καλά; … Θα βγεις από το Νοσοκομείο; … Α, βγήκες! … Ναι το έμαθα, μου το είπε η Ειρήνη η συνάδελφος, ξέρεις… Πώς κι έτσι αγαπητέ; … Κατάλαβα … Η Μάγδα … Ναι … Έτσι είναι … ναι … Ο.Κ. … Γεια…
«Δεν είπε τίποτα για τη Ρένα. Νομίζω ότι είναι κόλπο. Φεύγει η Ρένα… και δε θα εκπλαγώ αν φύγει κι αυτός. Αν όχι αμέσως, στο μέλλον κάποια στιγμή. Τι να κάνω; Θα τρελαθώ! Πρέπει να σταματήσω να σκέφτομαι έτσι. Μόνο κακό στον εαυτό μου κάνω… μόνο αυτό… Δε θέλω να βουλιάξει και η δουλειά με τη Μάγδα. Θα διδάσκω στο σχολείο λίγες ώρες και ύστερα στο Γυμναστήριο και δε θα έχω καιρό για σαχλές σκέψεις όπως ετούτες, παρά μυαλό για να κάνω χρήματα μόνο. Δε με νοιάζει για τίποτα… δε με νοιάζει για τη Ρένα … για το Μίμη!.. » αποφάσισε για πολλοστή φορά. Ένιωσε ανακουφισμένος. Δεν ήθελε να καταστρέψει τη ζωή του για τη Ρένα. Αφού αυτή αδιαφορούσε γιατί θα έπρεπε αυτός να πονάει; Άλλωστε κι αυτός δεν υπήρξε τέλειος απέναντί της. Την είχε παραμελήσει για λίγο. «Ίσως αυτό ήταν η αρχή του κακού… Ή μήπως ήταν αποκλειστικά ο Μίμης;»
-Στο διάβολο κι αυτή κι αυτός επιτέλους! είπε μονολογώντας δυνατά.
Όλοι μέσα στο γραφείο τον κύταξαν με απορία. Κανείς όμως δεν είπε τίποτα. Έσκυψαν στη δουλειά τους σιωπηλοί, ενώ ο Αχιλλέας απομακρύνθηκε από το γραφείο του ντροπιασμένος κι άφησε την αίθουσα χωρίς να κυττάζει γύρω του. Έξω στο διάδρομο άναψε ένα τσιγάρο, πράγμα που δεν το έκανε ποτέ παρά μόνο σε μία στιγμή υπερβολικής ανάγκης για ηρεμία και τράβηξε κατά το κεφαλόσκαλο.
Ο Μίμης ανέβηκε τα σκαλοπάτια του σχολείου. Οι συνάδελφοί του τον αγκάλιαζαν ο ένας μετά τον άλλον χαρούμενοι. Επιτέλους ήταν καλά και ήταν εκεί. Σπουδαίο πράγμα να ξεγελάς το Χάρο έτσι εύκολα, όπως ο Μίμης. Ο Διευθυντής χαμογέλασε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο όταν του έσφιξε το χέρι.
-Καλωσόρισες πίσω Μίμη. Περαστικά σου. Αλήθεια μας έλειψες.
-Ευχαριστώ πολύ κύριε Διευθυντά!
Στο γραφείο των καθηγητών όλοι οι συνάδελφοί του, του χαμογελούσαν και όλοι προσπαθούσαν να τον εξυπηρετήσουν. Ήρθε και η κυρία Χαρίκλεια η καθαρίστρια του Γυμνασίου και ταυτόχρονα η γυναίκα του κυλικείου.
-Κυρία Χαρίκλεια… φτιάξε σε παρακαλώ ένα καφέ για το Μίμη, έδωσε εντολή η Ειρήνη συγκινημένη στο έπακρο.
-Μέτριο κυρά-Χαρίκλεια, όπως πάντα, όρισε ο Μίμης και η γυναίκα βιάστηκε να εκτελέσει εντολές, χαμογελώντας.
-Λείπουν κάποιοι… Ο Αχιλλέας και η Ρένα! είπε ο Μίμης ψάχνοντας για την απάντηση στα μάτια των άλλων.
Όλοι τον κύτταξαν παραξενεμένοι ξαφνικά.
-Η Ρένα είναι ακόμα στο Νοσοκομείο! είπε η Ειρήνη.
-Στο νοσοκομείο; Τι κάνει εκεί; ρώτησε ο Μίμης παραξενεμένος.
-Καλά, δε σου το είπε ο Αχιλλέας; ρώτησε η Ειρήνη.
-Τι να μου πει; Πότε; ρώτησε ανήσυχος τώρα ο Μίμης.
-Η Ρένα είχε ένα μικρό ατύχημα στο σπίτι της. Ήταν και ο Αχιλλέας μαζί της. Είναι καλά τώρα. Θα βγει σήμερα-αύριο.
Ο Μίμης ένιωσε να ζαλίζεται. Δεν καταλάβαινε. Τι είχε συμβεί; Κάποια φιλονικία ανάμεσά τους; Δεν τόλμησε να ρωτήσει. ¨Έγειρε πίσω στο κάθισμά του και ζήτησε λίγο νερό. Κι η αδερφή του η Μάγδα; Πώς ήταν δυνατόν να μην του έχει πει τίποτα; Δεν ήταν το όλο σκηνικό παράξενο; Αδερφή του, λέει! Με ποιανού το μέρος ήταν, τέλος πάντων;
-Συγγνώμη Ειρήνη, δεν είμαι εντελώς καλά ακόμη, δικαιολογήθηκε.
-Το βλέπω, παρατήρησε η Ειρήνη σκεφτική.
Η Ειρήνη δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε επιτέλους. Η Ρένα, ο Αχιλλέας και τώρα ο Μίμης… Λες να υπήρχε τρίγωνο σχέσεων και δε το είχε πάρει κανείς τους μυρωδιά; «Καλά τώρα! Αλλά αν το καλοσκεφτώ… Ναι είναι αλήθεια ότι ο Μίμης έδειχνε κάποια προτίμηση στη Ρένα. Η ματιά του -όταν την κυττούσε… όταν της μιλούσε…- αναμφίβολα είχε κάτι το ιδιαίτερο. Λες να… Α μπα! Αχαλιναγώγητη φαντασία με δέρνει».
Η Μάγδα μίλησε σύντομα στον Αχιλλέα.
-Να σου πω Αχιλλέα. Υποψιάζεσαι τους πάντες και τα πάντα χωρίς λόγο. Άσε καλύτερα τη Ρένα και συγκεντρώσου στη δουλειά μας. Κι αν η Ρένα αποφάσισε να φύγει, δεν πάει να πει ότι ετοιμάζει κάτι, που εσύ ούτως ή άλλως, δε χρειάζεται να ξέρεις. Έτσι δεν είναι; Τελείωσε η σχέση σας πάει να πει τελεία και παύλα. Το βλέπω ότι δε συμφωνείς. Έλα τώρα πια… Πάψε να πίνεις. Δε μπορεί να χάνεις τον έλεγχό σου για τέτοια πράγματα. Φαντάσου και να συνέβαινε κάτι πολύ πιο τραγικό τι θα έκανες. Πώς θα μπορέσεις να συγκεντρωθείς στη δουλειά μας, αν είσαι τόσο αισθηματικός;
-Έτσι είμαι εγώ! Συναισθηματικός! Γιατί αν δεν ήμουν… δε θα έκανα έτσι για τη Ρένα!… είπε ο Αχιλλέας με υγρά μάτια και αδειάζοντας ένα ακόμη ποτήρι ουΐσκυ.
Η Μάγδα σηκώθηκε.
-Εγώ φεύγω αγαπητέ. Δε θέλω να με δει κανείς μ’ έναν πιωμένο! Αύριο θα πρέπει να αποφασίσεις αν θες να συνεργαστείς μαζί μου, με τους δικούς μου όρους ή όχι.
Ο Αχιλλέας σηκώθηκε σχεδόν ζαλισμένος κι αφού πήρε στάση προσοχής χαιρέτησε στρατιωτικά τη Μάγδα που είχε κατακοκκινίσει και είπε:
-Μάλιστα στρατηγέ μου!
Η Μάγδα αφήνοντας το τραπέζι έφυγε γρήγορα από το μέρος εκείνο. Η ίδια είχε εκνευριστεί αφάνταστα. «Ήταν λάθος μου να βγω με τον Αχιλλέα. Φαινόταν πολύ συγχισμένος. Πριν τις δώδεκα το μεσημέρι… ουΐσκυ. Φαντάσου τι έχει να γίνει αργότερα. Αν δεν αλλάξει στάση θα πρέπει να τον ξεχάσω. Εμένα δε μου χρειάζεται η «κορμάρα του», ο επαγγελματισμός του μου χρειάζεται», σκέφτηκε.
Τελικά ο Αχιλλέας τα κατάφερε να σηκωθεί από το κάθισμά του. Παίρνοντας βαθιά αναπνοή ίσιωσε το σώμα του και παίρνοντας το ποτήρι με το νερό που ήταν μπροστά του, το άδειασε κάνοντας μία γκριμάτσα. Προχώρησε αρκετά σταθερά έξω από το μαγαζί και στάθηκε μπροστά στο πεζοδρόμιο. Ένας ταξιτζής μόλις άφηνε έναν πελάτη.
-Είσ’ ελεύθερος φίλε; ρώτησε τον ταξιτζή.
-Ναι έλα μέσα, έλα. Πού πας; ρώτησε εκείνος.
Ο Αχιλλέας έδωσε τη διεύθυνσή του. Το ταξί κινήθηκε αργά. Δεν άργησαν να φτάσουν και ο Αχιλλέας κατέβηκε ελαφρά ζαλισμένος. Ανέβηκε στο διαμέρισμά του και το πρώτο πράγμα που έκανε μετά δυσκολίας, ήταν ένας πικρός καφές. Ύστερα από αρκετή ώρα έκανε ένα ντους. Αισθανόταν καλύτερα. Αποφάσισε να πιει ακόμη ένα καφέ με λεμόνι αυτή τη φορά και να ξαπλώσει. Δεν κοιμήθηκε πολύ, αλλά στην πορεία ένιωσε αρκετά καλά. Κάθησε κι έγραψε ένα σημείωμα. Το απόγευμα αποφάσισε να πάει στο σπίτι της Ρένας. Ανέβηκε ως τον τρίτο όροφο. Έβγαλε από την τσέπη του ένα φάκελο. Περιείχε το σημείωμα που είχε γράψει ενωρίτερα και το έσπρωξε κάτω από την πόρτα της.
Την άλλη μέρα το πρωΐ σηκώθηκε, έκανε ένα παγωμένο ντουζ και ξεκίνησε για την αγορά. Αφού αγόρασε κάποια πράγματα επέστρεψε στο σπίτι του.
Το τηλέφωνό του είχε ένα μήνυμα από τη Μάγδα.
«Αγαπητέ Αχιλλέα, αν αποφάσισες ότι θα πρέπει να σοβαρευτείς και να μην είσαι έρμαιο των αισθημάτων σου, θα με βρεις στις 11.30 πρωϊνή, στο café του Ζαχαρία».
Χαμογέλασε. Όχι δε θα πήγαινε. Η Μάγδα ήταν καλή επιχειρηματίας αλλά το όφειλε στην αξιοπρέπειά του «να καθαρίσει τον ορίζοντα από τα σύννεφα». «Δεν πάει άλλο. Πρέπει να μάθω αν ο Μίμης έχει, είχε κάτι μαζί της, τέλος πάντων» σκέφτηκε με πείσμα. Ήταν πραγματικά φοβερό εκείνο το μαρτύριό του. Κάποια στιγμή είχε τόσο πολύ οργιστεί που θα νόμιζε κανείς πως δεν τον ενδιέφερε η Ρένα σα Ρένα, αλλά ο εγωϊσμός του, τι θα πουν οι συνάδελφοι, τα κρυφά σχόλια και τα πιπεράτα ή μάλλον τα χυδαία αστεία τους, πίσω από την πλάτη του. Ποτέ δε σκέφτηκε ότι ένα παρόμοιο σκεπτικό πιθανόν να ταλαιπωρούσε και τη Ρένα.
Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Μίμης. Τον ρώτησε αν ήταν καλά και του ευχήθηκε περαστικά κι εκείνος τον ρώτησε για τη Ρένα. Απόρησε. Πώς και δεν έμαθε από την ίδια; Δε ρώτησε όμως. Ο Μίμης εξήγησε για το τηλεφώνημά του:
-Δεν ήξερα. Το έμαθα από τους συναδέλφους στο γραφείο. Μού είπαν επίσης ότι δεν είχε επιστρέψει για τα μαθήματα. Και μια και είσαστε μαζί, σκέφτηκα να ρωτήσω εσένα.
-Δεν είμαστε μαζί. Νόμισα ότι θα ήσουν ο πρώτος που θα το ήξερε. Η Μάγδα; Δεν σου είπε τίποτα για τη Ρένα;
-Όχι!
Ο Μίμης άκουσε και συγκρατήθηκε τελικά είπε:
-Αγαπητέ… δεν ξέρω τι εννοείς. Με τη Ρένα έχω να επικοινωνήσω από εκείνο το βράδυ που φάγαμε όλοι μαζί. Αυτή είναι η μόνη αλήθεια.
Ο Αχιλλέας δε μίλησε. Δεν τον πίστεψε. Εκείνο το βράδυ υπήρχε κάτι απάνω του, που τον είχε εκνευρίσει. Εκείνη η γαλήνη του, φαινομενική ή όχι. Εκείνο το βλέμμα του το γεμάτο θαυμασμό για τη Ρένα. Όχι δεν έκανε λάθος.
-Εκείνο το βράδυ πήγες τη Ρένα στο σπίτι της, είπε.
-Ναι και λοιπόν; Η Ρένα δεν ενδιαφέρεται για μένα φίλε μου. Θα το διαπιστώσεις εν καιρώ και μοναχός σου.
Ο Αχιλλέας απόμεινε με το ακουστικό στο χέρι. Ο Μίμης είχε διακόψει από την άλλη άκρη της γραμμής. Ήταν αλήθεια μια δοκιμασία η συζήτησή του με τον Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας αναρωτήθηκε ξανά: «Κάτι τρέχει ανάμεσά τους. Δε με πείθουν, με τις αρνήσεις τους αυτοί οι δύο».
Ετοιμάστηκε. Είχε αποφασίσει να πάει στο ραντεβού που του είχε προτείνει η Μάγδα.
-Λοιπόν; είσαι καλύτερα σήμερα; τον ρώτησε εκείνη μόλις συναντήθηκαν και ο Αχιλλέας χαμογέλασε.
-Είμαι. Και ξέρεις γιατί; Ανακάλυψα γιατί με αποφεύγει η Ρένα. Τα έφτιαξε με τον αδερφό σου, είπε κυνικά.
-Μπα; Δεν το ήξερα αυτό. Έκανε γεμάτη απορία η Μάγδα. Ο Μίμης δεν μου είπε τίποτα σχετικά… άλλωστε μόλις βγήκε από το νοσοκομείο. Δεν του είπα για τη γυναίκα σου. Δεν ήθελα να τον συγχίσω. Ήταν πολύ άρρωστος. Έτσι κι αλλιώς όταν θα γινόταν καλά και θα επέστρεφε στο καθήκον του, θα τα μάθαινε κάποια στιγμή από τους συναδέλφους του στο σχολείο, σκέφτηκα.
-Λάθος, που δεν σου το είπε. Ή μάλλον έπρεπε να σου το είχε πει. Όλα άρχισαν από εκείνο το βράδυ. Τότε που είχαμε βγει οι τέσσερίς μας έξω.
-Εσύ πώς το ξέρεις αυτό; Το ότι η Ρένα συνοδεύτηκε από το Μίμη δε σημαίνει τίποτα απολύτως αγαπητέ μου.
-Έλα όμως που μου τα είπε η Ρένα! την ειρωνεύτηκε.
-Δεν καταλαβαίνω τίποτα! Εγώ ξέρω, πως από εκείνο το βράδυ, η Ρένα απέφευγε το Μίμη, επέμενε η Μάγδα.
Η Μάγδα κύτταξε τον Αχιλλέα καχύποπτα. Δεν της άρεσε το ύφος του, η βεβαιότητα και η πεποίθησή του για όλα.
-Απ’ ότι βλέπω δεν έχεις όρεξη για δουλειά. Θα σ’ αφήσω λοιπόν μέχρι την Πέμπτη που μας έρχεται. Θέλω μία τελική απάντηση από εσένα: ναι ή όχι, για το θέμα υπό ερώτηση: αυτό που καλείται συνεργασία, είπε κουρασμένη.
Ο Μίμης σηκώθηκε μαζί της.
-Γεια σου Μάγδα, είπε σοβαρός.
Μόλις έφυγε η Μάγδα, ο Αχιλλέας πλήρωσε το λογαριασμό, και σε λίγο ταξίδευε για το σπίτι της Ρένας. Δεν άργησε να φτάσει ως εκεί, ν’ ανεβεί και νάτος τώρα που χτυπάει την πόρτα του διαμερίσματός της. Καμμία απάντηση. Περίμενε λίγο, όμως τίποτα. Ξεκίνησε για να φύγει όταν άνοιξε η πόρτα του ασανσέρ. Ήταν η Ρένα με τη μητέρα της. Ο Αχιλλέας ένιωσε ντροπή μπροστά τους.
-Καλησπέρα παιδί μου είπε η κυρία Πολίτη ευγενικά, δίνοντάς του το χέρι της.
-Καλησπέρα κυρία Πολίτη! είπε ο Αχιλλέας στεναχωρημένος.
-Τι κάνεις; Είσαι καλά;
-Καλά είμαι κυρία Πολίτη, πολύ καλά.
Η Ρένα του μίλησε τελευταία.
-Πώς κι από ‘δω Αχιλλέα;
-Να, ήθελα να δω τι κάνεις. Το πήρες το σημείωμά μου;
-Το πήρα… είπε η Ρένα λακωνικά.
Ο Αχιλλέας την κύτταξε ερωτηματικά.
-Μπορώ να σου μιλήσω μία στιγμή; παρακάλεσε.
-Μα…
-Σε παρακαλώ, ένα λεπτάκι μόνο, επέμενε.
Η κυρία Πολίτη τον χαιρέτησε σα να μη συνέβαινε τίποτα. Ο Αχιλλέας ανταποκρίθηκε εξίσου ευγενικά. Η Ρένα ακούμπησε στην κλειστή πόρτα. Φαινόταν πολύ κουρασμένη.
-Είσαι καλά; ρώτησε ανήσυχος, έτοιμος να τη βοηθήσει.
-Προσπαθώ, θέλω να πω, ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου, είπε η Ρένα χαμογελώντας ευγενικά.
Ο Αχιλλέας είπε ξαφνικά, θέλοντας να την ενθαρρύνει.
-Δε χρειάζεται να κρύβεσαι από εμένα κορίτσι μου, είναι ο Μίμης, έτσι δεν είναι; είπε απορώντας κι ο ίδιος για το θάρρος του.
Η Ρένα ήρεμη αρνήθηκε.
-Ίσως και να ήταν, δεν είναι όμως.
-Μιλάς με γρίφους! είπε απογοητευμένος ο Αχιλλέας.
-Όχι Αχιλλέα! Ο Μίμης θα μ’ ενδιέφερε κάτω από άλλες συνθήκες, όχι όμως τώρα πια. Θυμάσαι τι σου είπα; Φεύγω από εδώ και δεν το ξέρει κανένας ακόμη. Ούτε ο Μίμης φυσικά. Κατάλαβες; Πρέπει να φύγω, έχω τους λόγους μου που είναι απολύτως προσωπικοί. Κάποια στιγμή θα σε δω στο γραφείο, όμως μέχρις τότε…
-Το σημείωμά μου; Το διάβασες;
-Το διάβασα Αχιλλέα. Μ’ αγαπάς, σ’ αγαπώ κι εγώ. Όμως η ένωσή μας θα ήταν μία αποτυχία. Δεν ταιριάζουμε. Δε μπορώ να πω ψέματα. Ήσουν όλος ο κόσμος μου άλλοτε. Μην καταστρέφεις το λίγο που έμεινε από αυτή τη σχέση.
-Δεν μπορώ να ζήσω μακριά σου. Κάποια στιγμή πίστεψα πως ίσως και να τα κατάφερνα, αλλά δεν μπορώ, παραπονέθηκε εκείνος.
-Ναι το ξέρω ότι δοκίμασες, το ένιωσα. Τα είχες σχεδόν καταφέρει να με πληγώσεις. Η συμπεριφορά σου μ’ έκανε ν’ αποφασίσω ότι αυτό τελικά θα ήταν το καλύτερο για εμάς, είπε η Ρένα.
-Ρένα… σ’ αγαπώ, μ’ όλη την ύπαρξή μου!
-Σ’ αγαπώ σα φίλο. Αυτό μόνο, τίποτα παραπάνω. Γεια σου Αχιλλέα, πρέπει να πάρω τα φάρμακά μου και να ξεκουραστώ.
Ο Αχιλλέας έμεινε έξω από την κλειστή πόρτα της Ρένας μια-δυο στιγμές. Δεν άργησε να κατεβεί και σε λίγα λεπτά ταξίδευε για το σπίτι του. Δεν ένιωθε καλά. Δεν ένιωθε καθόλου καλά. «Είμαι μόνος, έρημος. Είμαι δυστυχισμένος! Ρένα… Ρένα μου! Πώς έγιναν όλ’ αυτά χωρίς να καταλάβω τίποτα;» Σταματάει σ’ ένα πεζοδρόμιο. Έχει σκεφτεί κάτι. Με μανία ανοίγει το κινητό του και τηλεφωνεί:
-Ειρήνη; Καλησπέρα. Ο Αχιλλέας είμαι. Ναι. Τι θα έλεγες να πάμε για κανένα ποτό; Θα ήθελα να μιλήσουμε λιγάκι. Η Ρένα; Θα σου εξηγήσω και γι αυτό.
-Έτσι που λες, Ειρήνη!
-Κατάλαβα. Εντάξει δεν είναι το τέλος του κόσμου! Συμβαίνουν κι αυτά, για να μην πω… ότι είναι ψωμοτύρι, απάντησε εκείνη με κατανόηση.
-Ε… ναι, συμβαίνουν. Όμως εγώ θα ήθελα να σε ρωτήσω αν είσαι ελεύθερη αύριο το μεσημέρι. Πάμε για φαγητό παρέα; Και μετά βλέπουμε, είπε χαμογελώντας σαγηνευτικά ο Αχιλλέας.
-Βρε Αχιλλέα μου, Δε νομίζεις ότι βιάζεσαι λιγάκι; Τι θα πει «και μετά βλέπουμε!» Νόμιζα πως την αγαπούσες τη Ρένα. Σίγουρα κάτι τρέχει εδώ. Δηλαδή γκόμενα θέλεις τώρα τη θέλεις; ρώτησε τελικά η Ειρήνη με κάποια περιφρόνηση στη φωνή της.
-Έλα Ειρήνη! Με προσβάλλεις. Ε, όχι και βιάζομαι! Κοντεύει μήνας από τότε που το διαλύσαμε με τη Ρένα. Δεν είμαι δα και κανένας μαζωχιστής! Αυτή με γράφει κι εγώ θα τρέχω από πίσω της; Είναι ολοφάνερο ότι η σχέση μας έχει εκπνεύσει προ πολλού.
Η Ειρήνη τον κυττάζει με την ειρωνεία να παιχνιδίζει σιωπηλή στο βλέμμα της. Της αρέσει όμως να τον ακούει. «Είναι πρακτικός «στην τελική» κι αυτό έχει και τα καλά του», σκέφτεται.
Ο Αχιλλέας μαλακώνει τώρα τον τόνο της φωνής του και από αμυντικός γίνεται σχεδόν τρυφερός:
-Άλλωστε… πάντα μου άρεσες, απλά δε μου δόθηκε η ευκαιρία. Με τη Ρένα δεν είχα περιθώρια. Ούτε και ξέρω πώς έγινε. Μ’ εσένα διαφέρει. Άλλωστε είσαι καθηγήτρια Διαιτητικής. Πού το ξέρεις; μπορεί και να μπούμε σε κάποια επιχείρηση παρεούλα.
Ο Αχιλλέας που είχε πει την τελευταία φράση του χαμογελώντας πονηρούτσικα. Δεν δίστασε να προχωρήσει λίγο περισσότερο αφήνοντας τα περίσσεια λόγια κατά μέρος. Άπλωσε λοιπόν το χέρι του πάνω στο τραπέζι του café bar και έπιασε το δικό της. Η Ειρήνη δεν το τράβηξε. Με μία υπολογισμένη σοβαρότητα είπε κυττάζοντάς τον στα μάτια:
-Είμαι ελεύθερη, είναι αλήθεια. Όμως σε καμία περίπτωση, σημαίνει ότι θα πηδήξω στο κρεββάτι μαζί σου. Δεν είμαι πεινασμένη για σεξ. Έχε το υπόψη σου. Δε με χαλάει όμως να γευματίσω μαζί σου αύριο, αν ακόμη ισχύει η πρότασή σου ύστερα απ’ όσα είπα.
Ο Αχιλλέας γέλασε.
-Ξέρεις κάτι; Μου αρέσεις μα τω Θεώ. Τα λες όμορφα, απλά, καθαρά, χωρίς ενδοιασμούς.
-Έλα τώρα Αχιλλέα! Είμαι «μεγάλο κορίτσι», δεν είμαι καμιά μπέμπα. Ούτε θα πρέπει να έχεις ψευδαισθήσεις μαζί μου. Θέλω να πω, ότι δεν μπορεί να πιστεύεις ότι είσαι ο πρωτος άντρας στη ζωή μου!
Ο Αχιλλέας γέλασε ανοιχτόκαρδα.
-Νιώθω πως ξαναγεννιέμαι. Ναι είσαι απλή στα λόγια, μιλάς ντόμπρα κι αυτό μετράει. Επιτέλους δεν υπάρχει κανένα μυστήριο. Είσαι μία απλή γυναίκα, παρόμοια όπως κι εγώ. Πιστεύω ότι είμαι ένας απλός άντρας.
Χαμογέλασε πονηρά και η Ειρήνη ανταποκρίθηκε σ’ εκείνο το χαμόγελο. Δεν ήταν τόσο παράξενο παιδί ο Αχιλλέας, απλά είχε πλαστεί ένας μύθος γι αυτόν και σε σχέση με τη Ρένα. Αλήθεια, ήταν δυνατόν ένας τέτοιος έρωτας να είχε εξανεμιστεί έτσι και στα γρήγορα; Πότε ήταν, που όλα ήταν μέλι-γάλα και ξαφνικά, πριν ένα μήνα περίπου -ήταν πραγματικά «κεραυνός εν αιθρία»- κατετέθη η διαπίστωση πως είχαν σβήσει όλα ανάμεσά τους.
-Παράξενος που είναι ο άνθρωπος! είπε η Ειρήνη και κούνησε το κεφάλι της.
-Γιατί το λες αυτό; τη ρώτησε περίεργος.
-Έτσι μού ‘ρθε! είπε η Ειρήνη προσπαθώντας να γλυτώσει την ερμηνεία του λόγου της.
-Α, αν είναι για μένα μπορώ να σε βεβαιώσω ότι άλλος είναι ο αίτιος που μ’ έκανε να φαίνομαι παράξενος… Εγώ είμαι μια χαρά παιδί! Γέλασε.
-Εντάξει, είσαι και φαίνεσαι, ας πούμε, είπε η Ειρήνη γελώντας με τη σειρά της.
Ο Μίμης ήταν πολύ σκεφτικός. Τον έτρωγε η έννοια της Ρένας. Ήθελε να πάψει να τη σκέφτεται όμως δεν μπορούσε. Άραγε πώς ήταν; Αποφάσισε ν’ αγνοήσει την συμπεριφορά της και να μάθει αυτοπροσώπως. Πήδηξε στο αυτοκίνητό του ένα καινούργιο V.W. και κίνησε για το σπίτι της Ρένας. Σε λίγα λεπτά στεκόταν στην είσοδο της πολυκατοικίας και χτυπούσε το κουδούνι της πόρτας της.
-Παρακαλώ! Ακούστηκε μία άγνωστη γυναικεία φωνή. –Τη δεσποινίδα Πολίτη θα ήθελα να δω. Είναι εκεί;
-Εδώ είναι αλλά δεν είμαι βέβαια αν μπορεί να σας δει. Πώς λέγεστε;
Ο Μίμης είπε τ’ όνομά του. Δεν άργησε ν’ ακούσει τη φωνή της Ρένας.
-Μίμη ανοίγω.
Ο Μίμης απόρησε με την προθυμία της. Ανέβηκε με το ασανσέρ και γρήγορα βρέθηκε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της Ρένας. Τον περίμενε, γιατί όταν χτύπησε το κουδούνι της εμφανίστηκε αμέσως, θαρρείς κι ήταν πίσω από την πόρτα.
-Γεια σου και πάλι. Πέρασε, είπε απλά.
Φορούσε ένα παντελόνι άσπρο και ένα μπλουζάκι κόκκινο. Έμοιαζε με κοριτσάκι 18 ετών. Ο Μίμης την κύτταξε ακίνητος, σοβαρός.
-Πώς είσαι λοιπόν; τη ρώτησε σοβαρά και χωρίς περιστροφές.
-Εγώ θα πρέπει να σε ρωτήσω… είπε εκείνη ντροπαλά.
Χαμογέλασαν…
-Ήταν μία ατυχία, σκεφτόμουν πολύ και για μια στιγμή είχα χάσει τη συγκέντρωσή μου στο τιμόνι. Λάθος μου λοιπόν, είπε ξαφνικά σοβαρός αυτή τη φορά.
-Είναι παράξενο το γεγονός, ότι η μέρα των ατυχημάτων μας ήταν η αυτή. Αλλά γιατί στεκόμαστε όρθιοι εδώ; Πέρασε μέσα λοιπόν!
Ο Μίμης προχώρησε στο σαλόνι που είχε δει μόνο μία φορά πριν από εκείνο το μοιραίο βράδυ. Έδιωξε τις εικόνες του ερωτικού ανεμοστρόβιλου που τους είχε παγιδεύσει. «Γιατί άλλωστε;» σκέφτηκε και μειδίασε ειρωνικά. Η Ρένα το πρόσεξε. Κατέβασε το κεφάλι της.
-Θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη για την παράλογη συμπεριφορά μου.
Ο Μίμης την κύτταξε ήσυχα. Δεν είπε τίποτα όμως. Η Ρένα συνέχισε.
-Ξέρεις είναι πολύ δύσκολο να βρίσκεσαι ανάμεσα σε δύο αιχμές. Κι όσο κι αν επιχειρείς να τις ξεπεράσεις αναίμακτα, ματώνεις. Εκείνη που προσπαθείς ν’ απωθήσεις και η άλλη, η νέα… η πρωτόγνωρη… η γοητευτική, οι δύο μαζί σχηματίζουν μία εκκωφαντική παραφωνία.
-Έτσι με είδες λοιπόν; Σα μέρος μίας παραφωνίας;
-Ναι, εσύ από μόνος σου αποτελούσες μία αρμονική παραφωνία, μέσα στο βάλτο που είχα κολλήσει. Ξεσήκωνες όλα τα κύτταρα του σώματός του σε μία επανάσταση. Ήσουν η ποθητή παραφωνία στη ζωή μου. Δεν μπορούσα ν’αναμετρηθώ με δύο καταστάσεις. Ένιωσα παλιογυναίκα, τιποτένια, που ενώ είχα έναν άντρα στη ζωή μου, έβαζα κι άλλον, κι όλα αυτά μέσα στον καλά περιβεβλημένο χώρο ενός σχολείου, όπου οι μικροαστοί υπάλληλοί του θα εύρισκαν την ευκαιρία να πετάξουν κορώνες ντροπής, μομφής και βάλε. Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Πώς μπορούσα να λειτουργήσω σ’ ένα «σεπτό» περιβάλλον, όπου τα ειρωνικά χαμογελάκια θα με κάρφωναν καθημερινά, πισώπλατα, είπε χαμηλώνοντας το κεφάλι στο στήθος της.
Ο Μίμης δε μίλαγε. Περίμενε, ήθελε ν’ ακούσει κάτι παραπάνω απ’ όλα εκείνα. Αυτό όμως το κάτι δεν ερχόταν από την πλευρά τη Ρένας. Τελικά ρώτησε αγχωμένος:
-Τώρα… αυτή τη στιγμή… εγώ… πού βρίσκομαι εγώ;
Η Ρένα τον κύτταξε.
-Υπέβαλα τα χαρτιά μου για μετάθεση. Πρέπει να φύγω μακριά απ’ αυτήν την πολιτεία. Δεν μπορώ να λειτουργήσω έτσι, μέσα σ’ ένα περιβάλλον όπου η σχέση μου με τον Αχιλλέα είχε χαραχτεί στη συνείδηση των ανθρώπων. Το είπα.
-Ναι το είπες. Εγώ ρωτάω άλλο. Ρωτάω αν είμαι ακόμα η παραφωνία στο βάλτο σου! Αν είμαι εντός ή εκτός! είπε βραχνά ο άντρας.
Η Ρένα τον κύτταξε μ’ ένα βλέμμα παράξενο.
-Μου συμβαίνει το παράλογο… είπε με χαμηλή φωνή…
Ο Μίμης την κύτταξε ερωτηματικά.
-Είμαι έγκυος!..
Ο Μίμης κατακοκκίνησε. Τι σήμαιναν όλ’ αυτά;
-Τι σημαίνει αυτό; ρώτησε κυττάζοντάς την στα μάτια.
-Είσαι ο πατέρας αυτού του παιδιού. Μπορείς να το εξακριβώσεις στο εγγύς μέλλον, χωρίς να σημαίνει αυτό ότι οφείλεις ν’ αναλάβεις τις όποιου είδους υποχρεώσεις, απεναντί μου.
Ο Μίμης δεν καταλάβαινε τίποτα. Πώς ήταν δυνατόν; Με μία φορά που ενώθηκαν ερωτικά! Ήταν πολύ σκληρό το παιχνίδι της Μοίρας του. Αγαπούσε μία γυναίκα για την οποία δεν ήταν βέβαιος για την αγάπη της… που έφερνε το παιδί του. «Σκέτη παρανόηση!» σκέφτηκε. Έσκυψε το κεφάλι του και έτριψε το μέτωπό του με τη δεξιά του παλάμη. Η Ρένα τον παρακολουθούσε. «Τι κρίμα που δεν είναι στιγμές ευτυχίας ετούτες!» σκέφτηκε πικραμένη. Ένιωθε ότι έκανε πολλά λάθη… ακόμη και το γεγονός ότι είχε εκμυστηρευτεί στο Μίμη αυτή την εγκυμοσύνη. «Είναι ένα ασήκωτο βάρος για τη συνείδησή μου ετούτο, η ευθύνη που φορτώνω στον Μίμη από το πουθενά. Τι πρέπει να κάνω θε μου; Έπρεπε να το μάθει, δεν έπρεπε; Δεν έχω το δικαίωμα της άρνησης».
-Τα έχω χαμένα! Δεν ξέρω τι να πω μα την αλήθεια, είπε ο Μίμης στεναχωρημένος.
-Μίμη! Άκουσέ με λίγο. Θα μετατεθώ σε άλλη πολιτεία. Θα ξέρεις που είμαι, αλλά μόνο εσύ, κατάλαβες; Δεν θα πρέπει να το ξέρει κανείς άλλος, έως ότου σκεφτούμε τι θα αποφασίσουμε σχετικά με το παιδί. Για τη δική μας σχέση δεν ξέρω… Δεν ήταν σωστή από την αρχή… Αν θέλεις μπορούμε να δοκιμάσουμε να περιμένουμε, αλλά πάντα μακριά από γνωστούς. Σου εξήγησα το γιατί. Η αλήθεια είναι ότι σκεφτόμουν να μη σου πω τίποτα. Ν’ αφανιστώ κανονικά κι από τη δική σου ζωή. Όμως ήρθε αυτό το μωρό και η μητέρα μου επέμενε εξ αρχής ότι είναι άτοπο, παράλογο και ανέντιμο να μην το γνωρίζεις. Συμφώνησα μαζί της. Είχε δίκιο και το έκανα, αποκαλύπτοντας την ύπαρξή του σ’ εσένα.
-Σ’ ευχαριστώ. Θα μάθω κι εγώ να σέβομαι κάποια πράγματα. Θ’ αφήσω ίσως στο μέλλον τις τύχες μας, όχι όμως και του παιδιού. Θα είμαστε σε καθημερινή επαφή. Θα έρχομαι να σε βλέπω, θα μιλάμε. Είναι το καθήκον του γονιού…
Η Ρένα τον κυττάζει με ενδιαφέρον. «Πάνω απ’ όλα είναι άνθρωπος!» σκέφτεται.
-Ναι Μίμη. Μείνε ήσυχος. Θα κρατήσουμε μία επαφή όπου κι αν είμαι.
Ανοίγει η πόρτα της κουζίνας. Μία ηλικιωμένη κυρία, καλοντυμένη και χαμογελαστή εμφανίζεται.
-‘Ελα μαμά… Ο Μίμης… ο Μίμης Σάθας…
-Τι κάνετε παιδί μου; ρώτησε εκείνη ευγενικά.
-Πολύ καλά, ευχαριστώ κυρία Πολίτη.
-Η Ρένα μου μίλησε για σάς, πρόσθεσε η κυρία Πολίτη.
-Καταλαβαίνω κυρία μου, είπε ο Μίμης κοκκινίζοντας.
-Αυτά συμβαίνουν παιδί μου! Η Ρένα δε μετανιώνει για ό,τι συνέβη. Μου το είπε ρητά, εξακολούθησε μαλακά εκείνη. Η Ρένα κυττάζει τη μητέρα της κοκκινίζοντας.
-Ξέρω ότι θα με μαλώσει γι αυτό που είπα, αλλά παιδί μου θέλω να προσέξετε. Τα λάθη ακριβοπληρώνονται στη ζωή. Ένα μωρό θα έρθει στον κόσμο. Είστε μορφωμένοι και θέλω να πιστεύω και αρκετά ευαίσθητοι, για ν’ αναλάβετε τις ευθύνες σας. Δεν είναι λύση η έκτρωση, όπως είχε σκεφτεί αρχικά η Ρένα. Άλλωστε δεν είχε τέτοιο δικαίωμα, μέχρι τη στιγμή που θα το αποκάλυπτε στον πατέρα του παιδιού. Συμφωνείτε;
-Κυρία μου, δεν ξέρω τι άλλο να πω, από το να σας ευχαριστήσω για όλ’ αυτά. Αγαπώ τη Ρένα από καιρό και εύχομαι το μωρό αυτό να μας ενώσει, λέει ο Μίμης ξαφνικά.
Η Ρένα χαμηλώνει τα μάτια της. Αισθάνεται ασφυκτικά. Δεν μπορεί ακόμη να συνειδητοποιήσει πώς πιάστηκε στην παγίδα μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης. Άλλα ήθελε εκείνη την περίοδο, όχι ένα μωρό. Επιπλέον εισέρχεται εκ νέου στο προσκήνιο ο Μίμης και λέει το πιο επιθυμητό: την αγαπάει. Ήταν υπεύθυνη, και όφειλε να πράξει τελικά σαν τέτοια. Δεν ξέρει τι να πει. Μιλάει ξεκάρφωτα… αμήχανα. Δικαιολογείται από αμηχανία. Ο Μίμης είναι τόσο δυνατός!
-Δεν ήμουν έτοιμη γι αυτή την εγκυμοσύνη, αλλά προφανώς δεν έχω εκλογές, είπε παραπονιάρικα.
-Παιδί μου, εσύ ξέρεις, μορφωμένο κορίτσι είσαι. Ανακαλύπτεις ξαφνικά πως ένας άνθρωπος φυτρώνει μέσα σου. Ποιος μπορεί να πει ότι είναι δίκαιο, νόμιμο, ηθικό, κι ανθρώπινο να του αφαιρέσεις το δικαίωμα στη ζωή; Εξ άλλου οι εκτρώσεις είναι επικίνδυνες, απευθύνθηκε στη Ρένα η κυρία Πολίτη και κάνοντας μία μικρή παύση, πρόσθεσε:
-Ο Μίμης είπε κάτι πολύ σπουδαίο πριν για τις σχέσεις σας και τη θέση του μωρού τη ζωή σας. Κι εγώ το εύχομαι αυτό.
-Ρένα, άκουσέ με λίγο. Καθώς η εγκυμοσύνη σου είναι στο πρώτο της στάδιο, θα κινηθείς άνετα για την πραγματοποίηση της μετάθεσής σου. Ύστερα, αφού δούμε πώς πας, θα επανεξετάσουμε τα θέματα που μας αφορούν και κυρίως τα συναισθήματά μας. Για τα δικά μου είμαι βέβαιος. Δεν ντρέπομαι να ομολογήσω ενώπιον της μητέρας σου, ότι σ’ αγαπάω και ότι το μωρό που μεγαλώνει μέσα σου, είναι για μένα, ευλογία.
Η Ρένα τον κυττάζει. Τα μάτια της είναι υγρά. Αισθάνεται πολύ φορτισμένη. Ο Μίμης την αγαπάει. Τι περίμενε λοιπόν; Η κυρία Πολίτη τον χαιρετάει ξαφνικά.
-Εγώ να σας χαιρετήσω Μίμη. Χάρηκα πολύ για τη γνωριμία σας παιδί μου. Θα πρέπει να πηγαίνω μέσα, έχω λίγη δουλειά, είπε κι εξαφανίστηκε διακριτικά πίσω από την πόρτα της κουζίνας.
Ο Μίμης σηκώθηκε και πλησίασε τη Ρένα. Γονάτισε μπροστά της και πιάνοντας το χέρι της είπε παρακλητικά:
-Έλα κορίτσι μου! Άδικα στεναχωριέσαι. Εντάξει. Είχες μία περιπέτεια με τον Αχιλλέα. Πάει αυτή η ιστορία τελείωσε. Δε θα καταδικάσεις τον εαυτό σου επειδή σταμάτησες να τον αγαπάς. Αυτά είναι μέσα στη ζωή. Έχεις εμένα. Σ’ αγαπάω! Σ’ αγαπάω από πολύν καιρό. Ίσως και πριν από τον Αχιλλέα. Τον ζήλευα τον Αχιλλέα ξέρεις. Αλήθεια τον ζήλευα -και δεν ντρέπομαι που τ’ ομολογώ- όμως σ’ αγαπούσα πάρα πολύ για να δημιουργήσω πρόβλημα ανάμεσά σας. Όχι ότι δεν μπήκα στον πειρασμό να το επιχειρήσω. Δεν είμαι άγιος. Κατάλαβα όμως ότι δεν χρειαζόταν να κάνω τίποτα άλλο, παρά να περιμένω. Γιατί; Γιατί έβλεπα τη σχέση σας ν’ αδυνατίζει. Το πρόσεξα ότι όλο και περισσότερο χωρίζατε μετά το τέλος του σχολείου. Επίσης όταν η Μάγδα είχε καταφέρει ν’ αποσπάσει την προσοχή του μακριά από σένα και με μία προκλητική αποκλειστικότητα. Σε κυττούσα στα μάτια κι ένιωθα πως έψαχνες για «ένα κάτι» που έλειπε από τη ζωή σου, από τη σχέση σου με τον Αχιλλέα. Εκείνο το βράδυ στο διαμέρισμά μου, τα μάτια σου φωτίστηκαν όταν διάβασες κάτι δικό μου και κατάλαβα. Έψαχνες για νέα λιβάδια.
Η Ρένα δάκρυσε.
-Αισθάνθηκα σαν καμμένο χαρτί Μίμη και το μόνο που μ’ ανέβασε από τα χαμηλά, όπου ένιωθα να πλανιέμαι για καιρό, ήταν ότι καλωσόρισες αυτό το μωρό -το μωρό μας- κι ας έκρινα ότι είχε έρθει σε ακατάλληλη στιγμή. Φοβόμουν την απόρριψή σου όταν θα το μάθαινες. Ήμουν έτοιμη για όλα. Δεν ήξερα πώς θ’ αντιδρούσες. Τώρα όμως, το μωρό μας -όπως είπες-, είναι η ένωσή μου μαζί σου. Ποιος ξέρει αν δεν είναι η μοναδική ευκαιρία μου για την ευτυχία!
-Την ευτυχία μας, εννοείς! τη διόρθωσε χαμογελώντας ζεστά ο Μίμης.
Τη σήκωσε μαλακά, αποφασιστικά και την αγκάλιασε με τρυφερότητα.
-Θα γίνεις μανούλα, το καταλαβαίνεις;
Ξαφνικά σοβαρεύτηκε. Συννέφιασαν τα μάτια του.
-Τι θα έκανες όμως αν δεν είχα έρθει σήμερα;
Η Ρένα τον κυττάζει με θάρρος. Χαμογελάει ελκυστικά.
-Ήμουν σίγουρη ότι μόλις θα μάθαινες για το ατύχημά μου, θα τηλεφωνούσες.
-Ήσουν, έτσι; Για το δικό μου ατύχημα όμως; Νοιάστηκες καθόλου για μένα; ρώτησε στεναχωρημένος.
-Ήξερα ότι ήσουν καλά. Ήξερα τα πάντα για σένα. Είχα τους κατασκόπους μου…
-Δε μου φτάνει… επιμένει ο Μίμης ανικανοποίητος.
-Μίμη μου, θα σ’ έπαιρνα, αν δε μ’ έπαιρνες. Είχα αποφασίσει -μάλλον με τη βοήθεια της κυρίας Πολίτη-, να σου μιλήσω για το μωρό που περίμενα. Είχα υπολογίσει τις μέρες και ήμουν βέβαια ότι ήταν δικό σου. Ήταν η μόνη φορά που δεν είχα φυλαχτεί. Σ’ αγαπάω Μίμη, μουρμουρίζει.
Ο Μίμης την φιλάει με δύναμη.
-Να πιστέψω ότι ήσουν ευτυχισμένη όταν το έμαθες;
-Όχι, πανικοβλήθηκα! Δεν ήξερα πώς είχε συμβεί και τι θα γινόταν αν το μάθαιναν «κάποιοι» ή «κάποιος» μάλλον. Το φαντάζεσαι; Ήσουν κι εσύ; Δεν ήξερα πώς θα τό ‘παιρνες. Είχα εκλογές: έκτρωση ή μοναδική γονέας σε περίπτωση απόρριψης από σένα. Δεν μπορούσα να ξέρω. Όμως εσύ το καλωσόρισες το μωρό κι αγαπάς και τη μαμά του. Τι περισσότερο θα μπορούσα να ευχηθώ; Θα το φυλάξουμε το γλυκό μυστικό μας! Έτσι; Κι όταν μετατεθώ, θα έρχεσαι να με βλέπεις, μέχρι ν’ αποφασίσουμε τι θα κάνουμε.
Πέρασαν πέντε μήνες από εκείνη την ημέρα που ο Μίμης είχε μάθει από τη Ρένα για το παιδί τους. Στην νέα πολιτεία όπου εργαζόταν η Ρένα, μόλις είχε μετατεθεί και ο Μίμης. Οι γρήγορες μεταθέσεις τους είχαν επιτευχθεί με τη βοήθεια του Διευθυντού του Γυμνασίου τους, που ήταν γνώστης των πραγμάτων και εχέμυθος.
Όλα εξελίχτηκαν γρήγορα. Οι γονείς του Μίμη έμαθαν για τη Ρένα και το μωρό και η Μάγδα ορκίστηκε να μη μιλήσει για το ζευγάρι στον Αχιλλέα ή όποιον άλλον από τους παλιούς γνωστούς τους. Είχαν ήδη ορίσει την ημερομηνία του γάμου τους, που θα γινόταν σε στενό οικογενειακό κύκλο –κάπου στο τέλος του έκτου μήνα της εγκυμοσύνης της Ρένας- καθώς πλησίαζε με ταχύτητα η μέρα της γέννησης του μωρού. Όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν κι όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Η εγκυμοσύνη της Ρένας ήταν ομαλή και ο μέλλων σύζυγος και «χαζομπαμπάς» Μίμης, έπλεε σε πελάγη ευτυχίας.
Ο Πολύδωρος Σάθας περίμενε πώς και πώς το πρώτο εγγονάκι του και η Μάγδα Σάθα ήταν ικανοποιημένη, καθώς το στήσιμο της επιχείρησής της, «του δικού της μωρού», όπως έλεγε με περίσσιο καμάρι, προχωρούσε σύμφωνα με το προγραμματισμένο εξ αρχής χρονικό σχεδιάγραμμα.
Η σχέση του Αχιλλέα με την Ειρήνη είχε εξελιχτεί σε μία πολύ καλή και ισορροπημένη σχέση, και κάποια στιγμή, προς έκπληξη όλων, ανακοίνωσαν την ημερομηνία του γάμου τους.
Επιτέλους το μέλλον ανοιγόταν επιεικές προς όλους. Έτσι όταν κάποια στιγμή θα μαθεύονταν οι γάμοι της Ρένας με το Μίμη -καθώς ο κόσμος είναι μικρός και μόνο «βουνό με βουνό δε σμίγει»-, δεν θα επηρεαζόταν αρνητικά κανένας, ιδιαίτερα από τους παλιούς συναδέλφους των. Οι απαντήσεις στα «πώς;» και στα «γιατί;» αυτής της ένωσης, θα αντιμετωπίζονταν με κατανόηση, καθώς ήταν τελικά είδος αποζημίωσης για τις ατυχίες που τους είχαν κυνηγήσει. Θα είχαν ξεθυμάνει οι εντυπώσεις και η πιθανή υποδοχή του νέου με ένα συγκαταβατικό νεύμα της κεφαλής, θα ήταν ένδειξη πως επιτέλους όλα όσα είχαν συμβεί ήταν περασμένα και σαν τέτοια ξεχασμένα… για εκείνους τους τρίτους και άσχετους!
Τέλος