Αντιπαραθέσεις στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας του 19ου αι.
Η διαμάχη του Πολυλά-Ζαμπέλιου για το έργο του Σολωμού στο ρομαντικό πλαίσιο (αισθητικό, ιστορικό πλαίσιο).
© Δρ Πιπίνα Δ. Έλλη (Dr. Pipina D.Elles)
Η συνέχεια…
*******
Σπυρίδων Ζαμπέλιος
Ο Ζαμπέλιος θεωρεί ότι “η μεγάλη ποίησις απαρτίζει και συγκεφαλιοί την πολιτείαν, αντανακλά το φως όλης της ιστορικής εποχής”(341). Κατά τη γνώμη του λοιπόν, σωστοί είναι εκείνοι οι οποίοι επεδόθησαν στη δημιουργία έργων που περιείχαν “παν ό,τι μέγα του αιώνος” (342). Ο Δημαράς χαρακτηρίζει τον Ζαμπέλιο ως προσωπικότητα που επιδίδεται στην προσπάθεια για την διατήρηση του κλασικισμού, τονίζοντας τη διαδοχή των περιόδων της ελληνικής ιστορίας και τη συσχέτιση με το Βυζάντιο (343). Ότι ετούτος θεωρεί την ποίηση ανώτερη από την πεζογραφία, όπως διαφαίνεται από τα λεγόμενά του: “Χωρίς Ηροδότου και Ξενοφώντος ηθέλομεν πως εννοήσει την Ελλάδα, αλλά, χωρίς Ομήρου ήτο αναμφιλέκτως αδύνατον”(344). Στο κείμενό του Σκέψεις περί ελληνικής ποιήσεως, τονίζει ότι το διάστημα ανάμεσα στην εποποιία (της οποίας δημιουργός είναι ο “θείος Όμηρος”) και στο Δράμα (345) (που αντιπροσωπεύεται από τους Αισχύλο, Σοφοκλή, Ευριπίδη), είναι μικρό και ότι η πορεία είναι ομαλή. Παράλληλη του Δράματος είναι και η Φιλοσοφία. Και ενώ χαρακτηρίζει το δράμα του Αισχύλου ελεύθερη διαμαρτυρία κατά της “μυθοθρησκείας”, θεωρεί τον Σωκράτη, τον Ευριπίδη και τον Πλάτωνα ομόπνοους του Αισχύλου και δηλώνει ότι οι εργασίες τους σχετίστηκαν με το κήρυγμα των μαθητών του Χριστού (346). Υποστηρίζει επίσης ότι η ποίηση την εποχή των Σταυροφοριών είναι κατ’ εξοχή θεολογική. Ότι ο Χριστιανισμός καταργεί τον μύθο, χωρίς να καταργεί την ποίηση, ότι αλλάζει το πνεύμα της και την εξέλιξή της. Στην Ελλάδα, λαός και ποίηση συμβαδίζουν: “Όπου λαός εκεί και Ποίησις” (347) λέει ο Ζαμπέλιος.
*****
340. Χρόνος της σύνθεσής του: 1826-1827.
341. Α. Θ. Κίτσος – Μυλωνάς Σολωμός, Προλεγόμενα, Κριτικά Στάη, Πολυλά-Ζαμπελίου ο.π., σ. 7.
342. Αυτόθι, σ. 8.
343. Κ. Θ. Δημαράς, ο. π., Σπ. Ζαμπέλιος, Βυζαντιναί Μελέται Περί Πηγών. Νεοελληνικής Εθνότητος από η’ άχρι ι’ Εκατονταετηρίδος μ. Χ’, 1857, σ. 264.
344. Α. Θ. Κίτσος – Μυλωνάς Σολωμός, Προλεγόμενα, Κριτικά Στάη, Πολυλά-Ζαμπελίου, ο.π., σ. 8.
345. “Η εποποιία εισήγαγε εις την ποίησιν το στοιχείο της Εθνότητος.” Και ακόμη: “Η εμφάνισις της Δραματικής σημειοί το δεύτερον βήμα του λόγου προς την γνώσιν εαυτού επανανθρωπεί την συνείδησιν… φράττει την έξοδον προς πάσαν άλλην δυνατήν πρωτοτυπίανεν τη χώρα της μυθολογίας”, Σολωμός, Α.Θ. Κίτσος – Μυλωνάς, Σολωμός, Προλεγόμενα, Κριτικά Στάη, Πολυλά-Ζαμπελίου, σ.10.
346. Σολωμός, Προλεγόμενα, Κριτικά Στάη, Πολυλά-Ζαμπελίου, ο.π., σ. 15.
347. Αυτόθι, σ. 21.
*****
Η Εποποιία εξαφανίζεται στη συνέχεια, και η Δραματική ποίηση κατακρίνεται διότι καθιστά την Ανάγκη το κέντρο, από όπου απορρέουν οι πράξεις και οι ενέργειες. Στην χριστιανοκρατούμενη Ελλάδα επικρατεί πλέον η Λυρική ποίηση και η Δημώδης (348) αποτελεί κλάδο της Λυρικής (349). Τη “Δημώδη” γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών, τη θεωρεί ο Ζαμπέλιος “τιμαλφεστάτη κληρονομία προς τον φιλόλογον, τον ιστορικόν, τον φιλόσοφον” (350), πολυτιμότατη δε κληρονομιά αν είχε καλλιεργηθεί όπως καλλιεργήθηκε η παρόμοια ποίηση στην Ευρώπη και καρποφόρησε σε χώρες σαν την Ιταλία, την Ισπανία, την Γαλλία, την Αγγλία, την Γερμανία και άλλες. Για τη θέση της Δημοτικής στην Ελλάδα (351), ο Ζαμπέλιος θεωρεί υπεύθυνη τη δεσποτεία του Αττικισμού, και κατονομάζει τον αοιδό της Δημοτικής ποίησης, “χυδαίο”. Ερμηνεύει τη φύση της Δημοτικής ποίησης, τη θεωρεί προϊόν των συνθηκών διαβίωσης των Ελλήνων και της στέρησής τους από το αγαθό της μόρφωσης. Οι λόγοι ετούτοι, συνεχίζει ο Ζαμπέλιος, ανάγκαζαν τον “χυδαίο αοιδό”, να μεταδίδει τις εμπνεύσεις του με την απαγγελία της ποίησης και την προφορική επανάληψη, γεγονός που προκάλεσε “ανεπανόρθωτο” ζημία στη Δημώδη λυρική ποίηση (352). Καταλήγει στον ορισμό του ποιητή όπως ο ίδιος τον αντιλαμβάνεται: “Ο αληθινός ποιητής… ουδένα μιμείται, ουδένα άλλον αντιγράφει, παρά μόνον ευατόν. Ούτε βιβλιοθήκες ενθυμείται, ούτε ιδέας και αισθήματα δανείζεται… η δ’ ερωμένη αύτη γενναίως όσον ούτω τον ανταμείβει…” (353).
*****
348. “Θυγάτηρ… παρόντος ταπεινού, γέννημα αυτοσχέδιον της περιστάσεως, προϊόν απρομελέτητον, τάξεως μη μεμυημένης τα μεγάλα του αιώνος αρύεται τας εμπνεύσεις της μόνον εις τα επικρατούντα πάθη…”, ο. π., σ. 25.
349. Στη Λυρική ποίηση ο Ζαμπέλιος διακρίνει τρεις κλάδους: Α’ τον Ιερόν, Β’ τον Εξωτερικόν κα Γ’ Ποίησις Δημοτική, Α. Θ. Κίτσος – Μυλωνάς, Σολωμός, Προλεγόμενα, Κριτικά Στάη, Πολυλά-Ζαμπελίου, ο.π., σσ. 23, 24, 25.
350. Αυτόθι, σ. 26.
351. “αλλότριον… εθνικατάρατον, παν το συντιθέμενον εις την ιδιώτιδα και καθημαξευμένην γλώσσαν”, αυτόθι, σ. 26.
352. Αυτόθι, σ. 27.
353. Αυτόθι, σ. 166.
*****
Συγκρίνοντας την ελληνική Δημοτική Ποίηση ο Ζαμπέλιος προς την αντίστοιχη των ευρωπαϊκών χωρών, κάνει διάκριση στα είδη της ως προς τον χαρακτήρα της, δηλαδή: η Δημώδης Ποίηση στη Γαλλία έχει πολιτικό χαρακτήρα, στη Γερμανία φιλοσοφικό, ενώ στην Ιταλία (αντιπρόσωποί της οι: Δάντης, Πετράρχης, Κριαβρέρος) και στην Ισπανία, είναι ερωτικού περιεχομένου. Στην Ελλάδα αντίθετα προς τις ευρωπαϊκές χώρες, η Δημώδης ποίηση εξυμνεί κυρίως τα της καθημερινότητας, ενώ ο έρωτας υστερεί σε αυτά, αφού η υφή του αλλοιώνεται, καθώς μετονομάζεται, “Αγάπη” (“μοναστική”). Στο Βυζάντιο ο όρος “Έρως”, “Ιπποτικός” ή “Ρωμαντικός”, είναι άγνωστος (354). Ο Ζαμπέλιος καταλήγει ότι η Δημοτική ποίηση στην Ελλάδα, είναι ελεγειακή (355 και ότι το ίδιο ισχύει και για τα χαρούμενα τραγούδια της. Ότι ετούτη διατήρησε -ως κληρονομικό στοιχείο-, τον δραματικό χαρακτήρα της και παρόμοια και η Εθνική ποίηση, στα πρώτα της στάδια, όπου, μιμείται την ανώνυμη μεσαιωνική ποίηση (356). Τελικά ο Ζαμπέλιος συμπεραίνει ότι η ελληνική Δημοτική ποίηση δεν δύναται να εκφράσει υψηλά νοήματα (357). Τα ανάλογα πιστεύει και για την Τέχνη της Δημοτικής ποίησης: “Η Τέχνη έσεται απλή, απέριττος… θανασίμως εζημίωσε το ποίημα”(358).
*****
354. Α. Θ. Κίτσος – Μυλωνάς Σολωμός, Προλεγόμενα, Κριτικά Στάη, Πολυλά-Ζαμπελίου ο.π., σ. 36.
“Τα μυρολόγια των γυναικών μας θαυμαστά ελεγειογραφίας αριστουργήματα…” αυτόθι, σ. 44.
356. “Στάδιον, δημοτικόν την Γλώσσαν, δημοτικόν το Νόημα, δημοτικόν ωσαύτως και την Τέχνην”, αυτόθι, σ. 53.
357. “Απαιτεί κυρίως την απλότητα της ιδέας η ποίησις η Δημοτική… ειμή τυχόντως και ολόκληρον το ποίημα, ασυντέλεστον προς ον συνετέθη δημοτικόν σκοπόν”, αυτόθι, σ. 54.
358. Αυτόθι, σσ. 54-55.
*****
Διάλογος Ζαμπέλιου – Πολυλά
Η κατανόηση των θέσεων των δύο κριτικών έναντι της ποίησης στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, απλοποιεί επίσης την κατανόηση των θέσεων τους έναντι του Σολωμού και του έργου του, εντός του ρομαντικού πλαισίου το οποίο βρίσκεται σε αμεσότητα με το αισθητικό και ιστορικό πλαίσιο του χώρου στον οποίο δραστηριοποιείται.
Στην κριτική του Πόθεν η κοινή λέξις τραγουδώ, ο Ζαμπέλιος χαρακτηρίζει τον Δ. Σολωμό ως έναν από τους δύο κορυφαίους λυρικούς ποιητές του 19ου αιώνα, εντός του ελληνικού χώρου. Ο άλλος κορυφαίος λυρικός ποιητής είναι ο Φώσκολος, επίσης από τη Ζάκυνθο. Παρά ταύτα χαρακτηρίζει τον Σολωμό (359), αδιάφορο έναντι της εθνικής φιλολογίας.
Ο Ζαμπέλιος διακρίνει “τρεις όψεις” στην ποίηση του Σολωμού τις οποίες επιχειρεί να αναλύσει στο δοκίμιό του, προβάλλοντας διάφορα επιχειρήματα. Καταλήγει σε συμπεράσματα που επικρίνουν τον ποιητή και τον εκδότη – κριτικό του, Πολυλά. Ο τελευταίος ανταπαντά στο δοκίμιο του Ζαμπέλιου, όπως ήδη αναφέρθηκε, με την εξαίρετη κριτική του εργασία: Πόθεν η μυστικοφοβεία του Κ. Σ. Ζαμπελίου.
*****
359. “μάλλον απαθής της Εθνικής φιλολογίας θεράπων” δηλώνει, για τον ποιητή. Σε σχέση με τα ελεγεία του Σολωμού, ο Ζαμπέλιος λέει χαρακτηριστικά: “… Θέλουσι… επιζήσει… ως πολύτιμοι της δημοτικής ποιήσεως μαργαρίται”, Πόθεν η κοινή λέξις τραγουδώ, Σ. Ζαμπελίου, αυτόθι, ο. π., σ. 64.
*****
Α’ Όψις: “Το ελεγείον”: Ο Ζαμπέλιος υποστηρίζει την άποψη ότι ο Σολωμός επιδίδεται κυρίως στην ελεγειογραφία. Ισχυρίζεται ότι ο Σολωμός με τα ελεγεία του, τα γνωστά σε κάθε ελληνική γωνιά, ότι “… εκέρδησε τάχιστα του Πανελληνίου την φιλοφροσύνην” (360). Τα ελεγεία που αναφέρονται στο πένθος των γυναικών, τον θάνατο κορασίδων ή παίδων, ή σε ηθικές οδύνες, αντιτίθενται προς την εποποιία που ασχολείται με τα πάθη των αντρών ή το δράμα που παρουσιάζει το θέατρο στηριζόμενο στα αρχέτυπα της Αντιγόνης, της Ιφιγένειας ή της Πολυξένης. Θεωρεί ότι η “κοινωνική παθολογία” παρουσιάζεται άρτια με την εποποιία και με το δράμα, εφόσον ετούτα συμπεριλαμβάνουν ως ήρωες και τα δύο φύλα. Σύμφωνα λοιπόν με το παραπάνω συμπέρασμά του ο Ζαμπέλιος δηλώνει τη θέση του έναντι του Σολωμού, ότι δηλαδή ετούτος: “ούτε κλασσικός είναι ούτε ρωμαντικός”, απεναντίας είναι “απρομελέτητος και τυχαίος” (361).
Απάντηση Πολυλά: Ο Πολυλάς, στον χαρακτηρισμό του Σολωμού ως απαθούς προς την εθνική φιλολογία, προτάσσει την αντίθεσή του υποστηρίζοντας την άποψη ότι “ξένος ήταν ο Σολωμός για την φιλολογική κατάσταση του τόπου και ξένος έπρεπε να μείνει” (362). Ως προς δε τον χαρακτηρισμό του ποιητή ως “ελεγειοποιού”, θεωρεί ότι έργο του, όπως η Φαρμακωμένη είναι “ειδύλλιο” και όχι “θηλυπρεπής στεναγμός ελεγείου”, όπως υποστήριξε ο Ζαμπέλιος. Ο Πολυλάς αναλύοντας το ποίημα ετούτο, θεωρεί ότι ο Σολωμός παρουσιάζει την ταπεινή ψυχή γυναίκας, η οποία με την μετάνοιά της και κατόπιν με την αυτοκτονία της, εξυψώνεται. Σε ετούτη τη θέση του ποιητή, αναλογεί “ο τολμηρότατος λυρισμός και το καθαρώτατον ύφος”, υποστηρίζει. Για το ποίημα της Τρελλής μάνας, ο Πολυλάς υποστηρίζει ότι εκφράζει το δεινότερο πάθος. Όσον αφορά τα ενωρίτερα έργα του ποιητή όπως ο Ύμνος εις την ελευθερίαν αλλά και κάποια από τα μεταγενέστερά του, όπως Η φαρμακωμένη ή Η ωδή της Μοναχής, δεν αποδεικνύουν ότι ο ποιητής είναι ελεγειακός, παρά ότι η ποίησής του δεν ήταν “προωρισμένη να κρούει το μονόχορδο της Ελεγείας αλλά να διατρέξει όλη την κλίμακα της ποιητικής αρμονίας”(363), όπως καταθέτει προς υπεράσπιση του Σολωμού.
*****
360. Ο Ζαμπέλιος επιχειρεί να ενισχύσει την άποψή του, αναφέροντας τα ποιήματα: Η φαρμακωμένη, Ο βοσκός, Ξανθούλα και άλλα, Α. Θ. Κίτσος – Μυλωνάς, Σολωμός, Προλεγόμενα, Κριτικά Στάη, Πολυλά-Ζαμπελίου, ο.π., σ. 63.
361. Αυτόθι, σ. 63.
362. Αυτόθι, σ. 54.
363. Στοχασμοί, του Πολυλά , ο. π., (σ. 110.) / σ. 199.
*****
Η άποψη Ζαμπέλιου για τη γλώσσα του Δ. Σολωμού: Το επιχείρημα του Ζαμπέλιου ότι ο Σολωμός δεν είναι ρομαντικός ποιητής, επειδή χρησιμοποιεί τη δημοτική, έρχεται σε αντίθεση με την άποψη του Πολυλά. Ο Ζαμπέλιος θεωρεί, ότι μολονότι ο ποιητής εκπαιδεύτηκε στην Ιταλία, ότι τα έργα του δεν περιέχουν στοιχεία του ιταλικού πνεύματος της εποχής του, τα σχετικά με την ποίηση. Δε δείχνει ότι επηρεάζεται από τον Πετράρχη (364), ο οποίος γράφει μεν στη Δημοτική του τόπου, που είναι όμως η δημοτική μιας “δημοκρατίας αριστοκρατικής”, της πολιτείας των Φλωρεντινών. Αποκαλεί τον ποιητή σκωπτικά “κόμην του σήμερον ξεπλυμένου Επτανησιακού αρχοντολογίου” και υποστηρίζει ότι ετούτος είναι “δημοκρατικός” ως προς την ποίηση, όσο κανείς από τους “χυδαίους” και “δυσγενείς”, ενώ είναι Έλληνας από τα κατεχόμενα τότε υπό των Ενετών Επτάνησα. Επιμένεις να τονίζει ότι διαφέρει από τον Πετράρχη και στο εξής: ότι ενώ γελά, επειδή είναι ευδιάθετος, κλαίει ωστόσο όταν οι άλλοι κλαίνε. Επ’ αυτού στηρίζει μάλιστα τη γνώμη ότι η ποίηση του Σολωμού στη νεότητά του είναι “πιστοτάτη ηχώ” της Ζακυνθιακής κοινωνίας (365), αντίθετα προς τους Ευρωπαίους, που χρησιμοποιούν τη “δημώδη” της αριστοκρατίας του περιβάλλοντός τους (366).
*****
364. Τον Πετράρχη τον αποκαλεί ο Ζαμπέλιος: “έξοχο λατινιστή, διάσημο ελληνιστή, καθαρολόγο, αρχαιολάτρη”, ο. π., σ. 163.
365. Στο “Διάλογό” του ο Σολωμός, (1823-1825), υπερασπίζεται το γλωσσικό ιδίωμα του ελληνικού λαού με ζέση και ειλικρίνεια, ενάντια στον αρχαϊσμό και κατά του Κοραή (Κ. Θ. Δημαράς, ο. π . σ. 234). Ο Σολωμός έχει υπόψη του τις επιστολές του Καταρτζή, τα γλωσσικά του βιβλίου του Χριστόπουλου “Γραμματική και Όνειρο” και ίσως τα “αντίστοιχα του Βηλαρά” όπως λέει ο Δημαράς (ο. π., σ. 235).
366. Προλεγόμενα, Πολυλά, σ. 164.
*****
Η άποψη Πολυλά για τη γλώσσα του Δ. Σολωμού: Στο θέμα της γλώσσας ο Πολυλάς υποστηρίζει ότι ενώ ο Σολωμός ήταν οπαδός της Ιταλικής Σχολής ποιητών “όπου η φιλολογική αναμόρφωση είναι ένα λαμπρό ξαναύφασμα της Δαντικής Τέχνης…” ωστόσο την ακολουθούσε “με σεμνότητα ελληνική”. Γράφει μεν στην ελληνική γλώσσα, δεν χρησιμοποιεί όμως εκείνη των “Μυρολογίων”(367) ή του “εγχωρίου άσματος” και δε συμφωνεί με τον Ζαμπέλιο ότι η ποίηση του Σολωμού είναι “πιστή, πιστοτάτη της Ζακυνθιακής, ηχώ”, γεγονός που σημαίνει ότι ετούτη είναι γραμμένη σε “Ζακυνθιακό ιδίωμα”. Δηλώνει ακόμη ότι ο Σολωμός κερδίζει τη φιλική διάθεση του πανελλήνιου κοινού και τη “φιλοφροσύνη”, επειδή χρησιμοποιεί τη γλώσσα του λαού στην ποίησή του και όχι γιατί γράφει ελεγεία, όπως υποστήριξε ο Ζαμπέλιος (368). Ότι ο Ζαμπέλιος εξετάζει το είδος της ποίησης του Σολωμού, λαμβάνοντας υπόψη τη χρονολογική σειρά των έργων του, όπως εκείνη δίνεται από τον Πέτρο Κουαρτάνο (369), γεγονός για το οποίο διαμαρτύρεται ο Πολυλάς αποκαλώντάς το “ελεεινό” (370), διότι στις επικρίσεις του Ζαμπέλιου, το νεαρόν της ηλικίας του Σολωμού, συνδέεται με τα “ελεγειακά” του.
*****
367. Το 1833 ο Σολωμός γράφει στον Τερτσέτη στην ιταλική γλώσσα: “Χαίρομαι να παίρνονται για ξεκίνημα τα δημοτικά τραγούδια… Δεν έχει το ίδιο ενδιαφέρον στο δικό μας στόμα’ το έθνος ζητά από μας το θησαυρό της δικής μας διανοίας, ντυμένον εθνικά”, Δημαράς, ο. π., σ. 239. Ο Τωμαδάκης λέει, ότι ο Χριστόπουλος, ο Ρήγας και ο Βηλαράς χρησιμοποίησαν τη γλώσσα του λαού, όπως στα Δημοτικά τραγούδια, ο Σολωμός όμως χρησιμοποίησε μία μεικτή ελληνική φτιαγμένη από λόγιες λέξεις και κυρίως επίθετα, ιδιωματισμούς αρχαίες και βυζαντινές λέξεις (παράδειγμα αποτελεί ο Υμνος εις την Ελευθερίαν), Τωμαδάκης, ο. π., σ.11.
368. Α. Θ. Κίτσος – Μυλωνάς, Σολωμός, Προλεγόμενα, Κριτικά Στάη, Πολυλά-Ζαμπελίου, ο.π., σ. 63.
369. Αυτόθι, Προλεγόμενα, σ. 164.
370. Αυτόθι, σ. 199.
*****
Β’ Όψις του πνεύματος του Σολωμού (σύμφωνα με τη χρονολογική σειρά που υιοθετεί ο Ζαμπέλιος): “Ο Πινδαρισμός” του Σολωμού: Παρατηρώντας τη στάση του Σολωμού(371) έναντι του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων κατά των Τούρκων, ο Ζαμπέλιος θεωρεί ότι πλησιάζει το τέλος του “χρυσού” αιώνα για τον ποιητή. Θεωρεί ότι το 1821 που η επανάσταση στην απέναντι από την Ζάκυνθο Πελοπόννησο, βρίσκεται στο κατακόρυφό της, οι κάτοικοι της νήσου αρκούνται στο να ακροάζονται τις νέες τους, να τραγουδούν τις ελεγείες του Σολωμού. Σύντομα ωστόσο η νήσος αφυπνίζεται και εμπράκτως συμμετέχει στον αγώνα για την απελευθέρωση από τους Τούρκους, με τις συνεισφορές των κατοίκων της σε όπλα, χρήματα ή ακόμη προσφέροντας τις υπηρεσίες τους στη Φιλική Εταιρία. Τραγουδούν τους ύμνους του Ρήγα τώρα, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια των Άγγλων (372). Η διάθεση του Ζακυνθιακού λαού ισχυρίζεται ο Ζαμπέλιος είναι εκείνη που παροτρύνει την φιλαυτία του Σολωμού που αφήνοντας το τραγούδι ή το ελεγείο του, αναβοά: “Στα χορτάρια, στα λουλούδια / Το ποτήρι δε βαστώ / Φιλελεύθερα τραγούδια / Σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ” (373). Την περίοδο ετούτη, συμπεραίνει ο Ζαμπέλιος, ότι σημειώνεται η “μετάσταση” του Σολωμού από την ελεγειογραφία στον Πινδαρισμό. Σε ετούτη τη δήλωση βρίσκει αντιμέτωπο τον Πολυλά, ο οποίος διαμαρτύρεται έντονα για τις απόψεις του, υποστηρίζοντας ότι ο Σολωμός με τους αναφερόμενους, παραπάνω, στίχους, γίνεται υμνωδός του “Ελευθερωμένου Έθνους”(374) .
Ένα ακόμη φαινόμενο που ενοχλεί τον Ζαμπέλιο, είναι η έμπνευση του Σολωμού, κυρίως γιατί εκφράζεται με γλωσσικό όργανο τη Δημοτική. Στους δύο Ύμνους του Σολωμού διακρίνει τον πατριωτισμό, τις συνταρακτικές εικόνες, το γρήγορο και αρμονικό μέτρο. Απουσιάζει ωστόσο –πάντα κατά τη γνώμη του- η “ειδυλλιακή απλότητα”, την οποία θεωρεί απαραίτητη, ως το κατεξοχήν προτέρημα της ποίησης του Σολωμού. Το γεγονός ότι υψώνει την έμπνευσή του σε “Πινδαρικά ύψη”, χρησιμοποιώντας ως γλωσσικό εργαλείο τη Δημοτική γλώσσα, είναι φαινόμενο απαράδεκτο για τον Ζαμπέλιο, ο οποίος θεωρεί τη Δημοτική ως γλώσσα ασυμβίβαστη προς τα υψηλά νοήματα και κυρίως γιατί ετούτα –κατά την άποψή του- είναι απρόσιτα στους απλούς αναγνώστες της εποχής. Καθώς η γλώσσα του ποιητή δε συμβιβάζεται με τέτοιου είδους εμπνεύσεις -υποστηρίζει ο Ζαμπέλιος- ότι ο Σολωμός θα έπρεπε να ενημερωθεί αν το κοινό στο οποίο απευθύνεται η ποίησή του, επιδοκιμάζει αυτού του είδους τις ποιητικές προσωποποιήσεις. Θεωρεί επίσης ότι οι εμπνεύσεις του Σολωμού ταιριάζουν στον κλασσικό ποιητή, για τον οποίο πιστεύει ότι δρα στο δικό του πλαίσιο, όταν καταφεύγει στην μορφοποίηση αφηρημένων ιδεών, την εμψύχωση αψύχων, την σύνθεση νοημάτων, χρησιμοποιώντας ως εκ των πραγμάτων την ανάλογη γλώσσα ‘ύψους’ και όχι την Δημοτική (375). Δεν τον πειράζει που ο Σολωμός χρησιμοποιεί τη Δημοτική στα “ελεγεία” του, και ίδιαίτερα το Ζακυνθιακό ιδίωμα, καθώς λέει, είδος το οποίο θα έπρεπε να περιορίζεται σε τραγούδια του τύπου: “Ξανθούλα”, “Αυγούλα” ή και στους “κώμους” των κιθαρωδών της Ζακύνθου. Τον ενοχλεί πάραυτα το γεγονός ότι χρησιμοποιεί τη Δημοτική, ως γλωσσικό εργαλείο σε Ύμνους ύψους, όπως είναι τα έργα του ποιητή: Ύμνος εις την Ελευθερίαν και Ύμνος εις τον θάνατον του Λόρδου Βύρωνος. Για να υποστηρίξει ακόμη περισσότερο τις θέσεις του επί του θέματος της γλώσσας, ο Ζαμπέλιος, τονίζει ότι ο “Ύμνος εις την Ελευθερίαν”, μόλις που ηγείται του λοιπού Σολωμικού έργου και ότι οι δύο αυτοί Ύμνοι, μνημονεύονται μόνον την 25η Μαρτίου στον καιρό του. Συμπεραίνει τελικά, ότι ο Σολωμός δεν ανύψωσε τη γλώσσα “εις ελληνικοτέραν περιωπήν”.
*****
371. Ο Ρομαντισμός “έστρεφε την Τέχνη και την Ποίηση προς το Μεσαίωνα, την Ιστορία και το Δημοτικό Τραγούδι”, Τωμαδάκης, ο.π., σ.7.
Το κίνημα του Ρομαντισμού στην Ιταλία και γενικά στην Ευρώπη, και η Ελληνική Επανάσταση ήταν τα καταλυτικά στοιχεία του Κλασικισμού την εποχή του Σολωμού. Ήταν εκείνα που επέφεραν το πάθος στην Τέχνη, τονίζει ο Τωμαδάκης (σ. 12). Σπουδάζοντας τον Κλασικισμό και τον Ρομαντισμό, το ελληνικό και το χριστιανικό στοιχείο, μπόρεσε ο Σολωμός να αποδώσει βαθιά συναισθήματα και υψηλά νοήματα. Αποτέλεσμα αυτού του συνδυασμού ήταν τα έργα του: “Κρητικός”, “Πορφύρας”, “Ελεύθεροι Πολιορκημένοι” (Τωμαδάκης, ο. π., σ. 13).
372. Α. Θ. Κίτσος – Μυλωνάς, Σολωμός, Προλεγόμενα, Κριτικά Στάη, Πολυλά-Ζαμπελίου, ο.π., σ. 68.
373. Α. Θ. Κίτσος – Μυλωνάς, Σολωμός, Προλεγόμενα, Κριτικά Στάη, Πολυλά-Ζαμπελίου, ο.π., σ. 167.
374. Αυτόθι, σ. 200.
375. Αυτόθι, σ. 169.
*****
Η άποψη του Πολυλά στο θέμα της ανύψωσης της γλώσσας: Θεωρεί ότι η ανύψωση της γλώσσας δεν επιτυγχάνεται με την τροπολογία των καταληκτικών ή συντακτικών της τύπων, αλλά με την εκλογή και την τεχνική μόρφωση της ύλης, στο ύφος του λόγου (376). Αναφέρει ότι ο Spencer, ο Shakespeare, ο Δάντης και ο Πετράρχης γράφουν αριστουργήματα στη Δημοτική γλώσσα, αλλά όχι δημοτικά. Παρόμοια χρησιμοποιεί την Δημοτική και ο Σολωμός. Και αφού κατά τον Ζαμπέλιο το “Δημοτικό νόημα” και η “Δημοτική Τέχνη” δε χωρίζονται από τη Δημοτική Γλώσσα, τότε ο Σολωμός γράφει αριστοκρατική ποίηση. Εκπλήσσεται άλλωστε που ο Ζαμπέλιος χαρακτήρισε τα ποιήματα του Σολωμού “πολυτίμους της δημοτικής ποίησης μαργαρίτας”. Η Δημοτική του Σολωμού, υποστηρίζει ο Πολυλάς, είναι γλώσσα των Υψηλών Νοημάτων, όπως εκείνα που περιέχονται στα έργα του: “Η τρελλή μάνα” “Η Φαρμακωμένη”(377) και άλλα. Καθήκον του ποιητή -σύμφωνα πάντα με την άποψη του Πολυλά- είναι να πλάσει ένα κοινό στοιχείο όπου ο νους του να συναντάται με την συνείδηση του Έθνους. Το κοινό αυτό στοιχείο δεν είναι άλλο παρά το γλωσσικό όργανο που χρησιμοποιεί ο ποιητής. Με τον τρόπο αυτό η Τέχνη εκπληρώνει την αποστολή της: “ξυπνώντας τη δύναμη των σκοτεινών αισθημάτων που θαυμαστά εκοιμούνταν μες της καρδίας τα βάθη” (378).
*****
376. Α. Θ. Κίτσος – Μυλωνάς, Σολωμός, Προλεγόμενα, Κριτικά Στάη, Πολυλά-Ζαμπελίου, ο.π., σ. 203.
377. Αυτόθι, σσ. 203-204.
378. Σύμφωνα με τον Schiller, (Προλεγόμενα, ο.π.) σ. 206.
*****
Συνεχίζεται….