Ω, Ερωφύλη,
ολόδροσο τριφύλι…
Ω, φίλη!
Η καθαρή ματιά σου
πώς φλόγα σπέρνει
στα δικά μου,
πώς κατεβαίνει στην καρδιά
για να την πυρπολήσει!
Ευθυτενής, αγέρωχη,
κορίτσι, Καρυάτιδα,
στο πέρασμά σου,
εμπνέεις.
Τον κοιμισμένο Ορφέα
αν ανασταίνεις,
και τον μπερμπάντη
Δυόνυσο, άγρια
ξετρελαίνεις!
Κι αν το κρασί εφευρέθηκε
για να διονυσιαστούμε
Κορίτσι- Καρυάτιδα…
φτάνει μια θεία σου ματιά
για να εκστασιαστούμε!
Σαρωτικός ο ερωτικός παλμός,
βαριά αρρώστεια είναι
κι αναρριχάται σιωπηλά
του πυρετού ο υδράργυρος!
Μας κυβερνάει ο πόθος σου
κορίτσι, Ερωφύλη,
αχ φίλη!
Αναρωτιόμαστε λοιπόν…
ένα φιλί σου τρυφερό
τι βάσανα κοστίζει;
Κι αν πρέπει σου
ταίρι βασιλικό
ποιος άραγε μέλλεται
να γίνει ο ‘εκλεκτός’;
Αγιόκλιμα χρυσόμορφο
και γιασεμί αφράτο,
υάκυνθέ μου νοσταλγέ
και τρυφερή λεβάντα,
φιλτάτη… φίλη,
αχ! Ερωφύλη!
Τριφύλλι ψάχνω, μελισσοβότανο
για να σου κάνω μάγια!
Δώρα, αδώρητα
στην ομορφιά, στη χάρη σου
πρόθυμα καταθέτω
και θησαυρούς αθησαύριστους..
Αχ, φίλη Ερωφύλη
και νά ‘χα ένα φιλί δροσιά μου
αχ νά ‘σουνα δικιά μου!
Ξύπνιος σ’ ονειρεύομαι…
νά ‘ρχεσαι από αγάπη,
να τρέμεις μεσα στα χέρια μου,
να κρέμεσαι απ’ τα χείλια μου
να λυώνεις στη ματιά μου!’
Αχ, να γινόταν μοναχά…
Αχ, γίνε ολοδικιά μου!