ΠΙΠΙΝΑ Δ. ΕΛΛΗ
Η ΘΕΙΑ
Θεατρικό έργο
Δεύτερη έκδοση
Σύδνεϋ 2020
© Πιπίνα Δ. Ιωσηφίδου-Έλλη
Pipina D. Iosifidou–Elles
Διόρθωση, Επιμέλεια του κειμένου
και εξώφυλλα
από την συγγραφέα
Πρώτη έκδοση 1998
Δεύτερη έκδοση 2020
Βελτιωμένη
ISBN 978 0 9954441 7 1
………….
Εμείς οι άνθρωποι είμαστε περίεργα όντα…
Εκεί που δεν το περιμένεις
μεταμορφώνομαστε σε κακούς δαίμονες!
Ας είμαστε ρεαλιστές!
Π.Ε.
……………..
Η ΘΕΙΑ
ΠΡΟΣΩΠΑ
ΠΗΝΕΛΟΠΗ Σύζυγος του Σταύρου, περίπου 42 ετών
ΓΚΛΕΝ Εντομολόγος
ΔΡ ΤΖΩΝ ΠΑΟΥΣΤ Εντομολόγος
ΣΤΑΥΡΟΣ Σύζυγος της Πηνελόπης, περίπου 45 ετών
ΘΕΙΑ ΟΥΡΑΝΙΑ Η Θεία του Σταύρου, μεταξύ 65 και 70 χρονών
ΚΡΙΣ Ο γιος του Σταύρου και της Πηνελόπης
ΑΛΕΞ Σύζυγος της Αγνής, γαμπρός της Πηνελόπης και του Σταύρου
ΑΓΝΗ Κόρη της Πηνελόπης και του Σταύρου, σύζυγος του Άλεξ
ΚΥΡΑ ΚΥΡΙΑΚΗ Μητέρα της Πηνελόπης
ΚΥΡ-ΓΙΑΝΝΗΣ Πατέρας της Πηνελόπης
***
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ
Εικόνα Πρώτη
Η Πηνελόπη στο εντομολογικό τμήμα, καθαρίζει τα διάφορα όργανα και αντικείμενα, χρησιμοποιώντας σπρέι και ξεσκονόπανα. Φέρει περιποιημένη εμφάνιση. Φτάνοντας στις φιάλες με τις συντηρημένες αράχνες, σταματά για μια στιγμή. Αμέσως ύστερα προχωρεί, για να σταματήσει στις φιάλες όπου οι εντομολόγοι και οι βοηθοί τους, κρατούσαν τις ζωντανές αράχνες. Μερικές από αυτές τις φιάλες, εμπεριέχουν δηλητηριώδεις αράχνες, όπως τις Funnel Web ή τις Red Back. Σταματά αναποφάσιστη με το ξεσκονόπανο στο χέρι. Κάνει έναν μορφασμό αποτροπιασμού. Πλησιάζει τις φιάλες και πολύ προσεκτικά αρχίζει να τις καθαρίζει με αμυντική έκφραση. Ο εντομολόγος Γκλεν, εργάζεται στο μικροσκόπιο. Η Πηνελόπη που μονολογεί μηχανικά ελκύει την προσοχή του!
Πηνελόπη: Τα συχαμένα… τα βλέπω και μου σηκώνεται η τρίχα μα τω Θεώ! Φαντάσου -λέει-, ένα από δαύτα να κρύβεται μέσα στα παπούτσια σου!
Γκλεν: Πάλι με τις αράχνες χαζεύεις Πηνελόπη; Σου αρέσουν λοιπόν τόσο πολύ τα pets μας και δεν μας το λες τόσον καιρό;
Πηνελόπη: (σοβαρή)Δε λες τίποτα!.. Τις λατρεύω!
Ο Γκλεν γελάει.
Γκλεν: Να σου δώσουμε μερικές φιάλες αφού είναι έτσι, για να διακοσμήσεις το σπίτι σου!
Πηνελόπη: Εισαι μακάβριος! Και μόνο που τις βλέπω ανατριχιάζω. Κάθε φορά που ξεσκονίζω τις φιάλες θαρρώ πως θα με δαγκώσουν, διαπερνώντας το γυαλί!
Γκλεν: Έλα τώρα Πηνελόπη! Υπερβάλλεις! Τα έντομα τα έπλασε η φύση με αυτόν τον τρόπο. Το φαρμάκι τους αποτελεί μηχανισμό άμυνας, ώστε να αντιμετωπίζουν το περιβάλλον ή για την εξασφάλιση του επιούσιου. Ουσιαστικά αν δεν τα πειράζεις, δεν σε πειράζουν! Μα τι κάθομαι και σου εξηγώ για πράγματα που ήδη γνωρίζεις; Για να είμαι ειλικρινής, εγώ πιστεύω ότι ο άνθρωπος, πρέπει να φυλάγεται περισσότερο από τον συνάνθρωπό του, παρά από τα δηλητηριώδη έντομα, που ενώ δεν φέρνει παρόμοιο με ετούτες τις αράχνες, δηλητήριο, στο σώμα του, κάποτε, αδίστακτα, μπορεί να τον βλάψει ή και να τον σκοτώσει!
Πηνελόπη: Έχεις δίκιο Γκλεν! Ο άνθρωπος μπορεί να είναι σκληρός… αδιάλλακτος! Αδιαπέραστος, θα έλεγα! Καμμιά φορά στ’ αλήθεια θαρρώ, πως όλη η αγάπη του κόσμου δεν μπορεί να διαλύσεις το δηλητήριο που μπορεί να κρύβει μέσα του! ΄Ισως μάλιστα, κάποια στιγμή, ακόμη και να επιχειρήσει να το χρησιμοποιήσει καταλλήλως και με θανατηφόρα αποτελέσματα!
Γκλεν: Πηνελόπη… παρ’ όλο ότι γνωριζόμαστε χρόνια, πρώτη φορά προσέχω πώς οι αράχνες σ’ επηρεάζουν αρνητικά, έστω και μέσα από τις φιάλες! Για να είμαι ειλικρινής, τώρα που το συζητάμε, κι εμένα μερικές φορές μου θυμίζουν κακούς ανθρώπους, τελικά! Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, που κάποτε, μολονότι δεν πιστεύω στην μετεμψύχωση, θαρρώ πως ο Θεός τιμώρησε κάποιους απ΄αυτούς, μεταμορφώνοντάς τους στην νέα τους ζωή, σε δηλητηριώδεις υπάρξεις. Κάτι σαν δηλητηριώδεις αράχνες… φίδια… ή σκορπιούς!
Πηνελόπη: Μολονότι μιλούμε υποθετικά, νομίζω πως ναι! Δηλαδή, κάτι που το θεωρούμε κακό, για παράδειγμα έναν κακό άνθρωπο, τον παρομοιάζουμε σχεδόν ασυνείδητα, με κάτι άλλο κακό, ίσως μάλιστα πέρα από τα ανθρώπινα όρια! Πάντως εύχομαι να μη βρεθεί κανένας τόσο κακός στο δικό μας περιβάλλον, που να δηλητηριάσει την ζωή μας!
Ο Γκλεν κοιτάζει την Πηνελόπη ερωτηματικά.
Γκλεν: Θα έλεγα ότι φοβάσαι κάτι… Από κάποιον… ή κάνω λάθος!
Πηνελόπη: Όοοχι!.. Δηλαδή δεν νομίζω… αν και…
Η Πηνελόπη σταματά απότομα. Δαγκώνεται άθελά της.
Πηνελόπη: Συγνώμη Γκλεν! Αυτή η συζήτηση είναι ατέλειωτη! Μπορεί κι εσύ να σκέφτεσαι κάτι παρόμοιο. Συγγνώμη, που ίσως σε καθυστερώ και… δεν τελείωσα και την δουλειά μου!
Ο Γκλεν την κοιτάζει με απορία, με περιέργεια και η Πηνελόπη το αντιλαμβάνεται.
Πηνελόπη: Βλέπεις Γκλεν… ακούμε τόσα γύρω μας! Κάποτε λες και φοβάμαι από κάτι αόρατο!.. Πώς να το εξηγήσω; Ίσως… γιατί η ζωή μου φέρθηκε γενναιόδωρα μέχρις στιγμής! Έχω καλό σύντροφο… παιδιά καλά… οι γονείς μου είναι μια χαρά… τ’ αδέλφια μου οι φίλοι μας…
Γκλεν: Καταλαβαίνω Πηνελόπη! Πίστεψέ με, σε καταλαβαίνω! Ας τελειώσουμε λοιπόν την τόσο φιλοσοφική συζήτηση και… τι θα έλεγες να πίναμε ένα τσαγάκι, έτσι για να κατευναστούν τα νεύρα μας! Οι διαισθήσεις μας μπορεί να είναι και εσφαλμένες κάποτε. Τι νομίζεις!
Πηνελόπη: Σωστά! Έχεις δίκιο! Ας πιούμε λοιπόν ένα τσαγάκι!
Ανοίγει η πόρτα του Lab, και μπαίνει ο Δρ Τζων Πάουστ, την ώρα που η Πηνελόπη σερβίρει τον Γκλεν και τον εαυτό της, τσάι. Τον υποδέχονται…
Γκλεν: Α!.. Να και ο φίλος μου, ο Τζων!
Πηνελόπη: Καλημέρα Dr!
Δρ Πάουστ: Γεια σας παιδιά! Τσαγάκι ε; Τι ωραία! Exactly what I need! Περισσεύει κανένα φλυτζάνι;
Πηνελόπη: Και ρωτάς; Αν δεν μας φτάσει θα φτιάξουμε κι άλλο!
Δρ Πάουστ: Είσαι θησαυρός Πηνελόπη! By the way… Μήπως σας διέκοψα; Φαίνεστε κάπως σοβαροί! Πρόσεξα την έκφρασή σας μόλις μπήκα!
Πηνελόπη: Όχι δα! Μιλούσαμε για τις φίλες μας τις αράχνες, που με τόση φροντίδα και αγάπη, όλοι εδώ μέσα, τις προσέχουμε. Και ειδικά εσείς!
Γκλεν: Και για τις διαισθήσεις… ε; Αλλά παιδιά, εμένα θα μου επιτρέψετε να πηγαίνω! Ευχαριστώ για το τσάϊ, Πηνελόπη! Τα λέμε!
Χαιρετούν το Γκλεν που φεύγει.
Δρ Πάουστ: Έτσι λοιπόν Πηνελόπη, ε;
Πηνελόπη: Μόνο έτσι! Κι ακόμη χειρότερα. Μπορεί να δουλεύω εδώ μέσα τόσον καιρό, όμως τι να σου πω… τώρα τελευταία… Μπρρρ! Θεέμου τι όντα! Πόσο ανατριχιαστιά είναι! Τα φοβάμαι! Φαντάσου ένα τέτοιο μέσα στα ρούχα σου! Συνέβη κάποτε! Να τα φορέσεις λέει ανύποπτος… Σα να φοράς την δηλητηριώδη πουκαμίσα του άμοιρου Ηρακλή, την ποτισμένη με το δηλητηριώδες αίμα του Χείρονα! Και ούτε που θα το ξέρεις, μέχρι που θα είναι πού αργά. Φρικιαστικό! Κάτι τέτοια σκέφτομαι τώρα τελευταία, σαν τις κοιτάζω…
Δρ Πάουστ: Well… Well… Well… Τι βλέπω Πηνελόπη! Σε κατέκτησαν οι Funnel Web τελικά! Μόνο μην τις αφήνεις να γίνουν οι εφιάλτες σου!
Πηνελόπη: Ναι… δεν είναι περίεργο! Κάτι… κάτι μου θυμίζουν, you know! Με βασανίζουν… δεν μπορώ να το εξηγήσω! Είναι ένα παράξενο συναίσθημα. Κάτι σαν προαίσθηση!
Δρ Πάουστ: Hm! I see! Λοιπόν υπάρχουν εξηγήσεις γι΄αυτή την φοβία σου. Κάτι πολύ σοβαρό σε απασχολεί, σε ανησυχεί! Το πρόσεξα πως κάτι σου συμβαίνει τώρα τελευταία, κάτι άλλαξε! Δεν σ΄ακούω να τραγουδάς κάποιο τραγουδάκι, όπως συνήθιζες. Σ΄άκουγα που μιλούσες στα ποντικάκια ή στεκόσουν μπροστά στις αράχνες και τις κοίταγες με κατανόηση. Θυμάσαι τον ελληνικό μύθο που μου διηγήθηκες άλλοτε για την Αράχνη, την προκομμένη υφάντρα… που μεταμορφώθηκε σε έντομο αράχνη, εξαιτιάς της κατάρας της άρρωστης μητέρας της!
Η Πηνελόπη χαμογελά θλιμμένα, κουνώντας το κεφάλι της καταφατικά. Ο Δρ Πάουστ συνεχίζει παρακολουθώντας επίμονα τις αντιδράσεις της.
Δρ Πάουστ: Λοιπόν; Δε θα μου πεις; Ξέρω ότι «Πηνελόπη» σημαίνει υπομονή… Γνωριζόμαστε τόσα χρόνια τώρα! Σε θεωρώ φίλη μου! Η παρουσία σου είναι μια ευχάριστη συντροφιά για όλους μας εδώ μέσα!
Πηνελόπη: Σ΄ευχαριστώ Τζων! Είσαι ευγενικός, όπως πάντα! Ίσως κάποια στιγμή, που θα έχω ξεκαθαρίσει κάποιες έγνοιες μου, θα σου απαντήσω!
Δρ Πάουστ: O.K! Όμως γιατί αλήθεια μ΄ευχαριστείς Πηνελόπη! Είσαι φίλη μου! Γνωριζόμαστε τόσα χρόνια… από το Γυμνάσιο! Ήσουν χαρά Θεού, με το γέλιο σου, το τραγούδι σου… και προπάντων ήσουν δυνατή μαθήτρια! Κρίμα που δεν συνέχισες τις σπουδές σου! Θυμάμαι εκείνη την ημέρα που έκλαψες, όταν σε ρώτησα γιατί δεν θα συνέχιζες τις σπουδές σου, μετά το Γυμνάσιο. Δεν μπορούσα να καταλάβω τους γονείς σου! Με τον καιρό έμαθα να σέβομαι την κουλτούρα του καθενός, σε ετούτη την γη! Η δουλειά σου εδώ είναι το ελάχιστο, για το οποίο είσαι ικανή! Συγγνώμη δεν θέλω να σε στεναχωρήσω! Φοβάμαι πως είπα πολλά! Δεν μου αρέσει να είμαι αδιάκριτος!
Πηνελόπη: Όχι Τζων! Δεν είσαι, είσαι φίλος μου! Εσύ με βοήθησες να πάρω ετούτη την δουλειά. Ήσουν πολύ καλός, μαζί μου! Αλλά για τότε που λες, τι να γίνει; Ήρθαν έτσι τα πράγματα. Αλλού το όνειρο κι αλλού το θαύμα! Οι γονείς μου ήταν στενόμυαλοι! Γρήγορα, γρήγορα, βρήκαν τον Σταύρο που ήταν Έλληνας και με πάντρεψαν! Δεν έχω παράπονο! Ο άντρας μου είναι καλός, χρυσός! Τα παιδιά μας είναι καλά και προκομένα. Μορφώθηκαν και μπορούν να σταθούν στην κοινωνία μας με το μέτωπο ψηλά! Ξέρουν τα δικαώματά τους! Όχι όπως οι γονείς μας, κι εμείς ακόμη, που δεν ακολουθήσαμε την καρδιά μας, τα όνειρά μας! Δεν βαρυέσαι! Δεν πειράζει τώρα πια!
Δρ Πάουστ: Σε καταλαβαίνω φίλη μου και σε συμμερίζομαι! Δεν μου είπες όμως ακόμη, τι είναι εκείνο που αλήθεια σε απασχολεί! Είσαι επιφυλακτική. Επαναλαμβάνω, όταν κάποια στιγμή αποφασίσεις να μοιραστείς τις σκέψεις σου με κάποιον πέρα από τις αράχνες, είμαι στην διάθεσή σου!
Γελάει ενθαρρυντικά, προσπαθώντας να κάνει την Πηνελόπη να γελάσει μαζί του. Η Πηνελόπη νεύει το κεφάλι της συγκαταβατικά.
Πηνελόπη: Σ΄ευχαριστώ! Δεν θα το ξεχάσω! Θα ήθελες άλλο ένα φλυτζάνι τσάι;
Δρ Πάουστ: Θαυμάσια! Ι will drink to that!
………………….
Εικόνα Δεύτερη
Στο υπνοδωμάτιό τους το συζυγικό ζευγάρι, Σταύρος και Πηνελόπη είναι απασχολημένοι. Ο Σταύρος ταχτοποιεί τα ρούχα του σε κρεμάστρα, ενώ η Πηνελόπη καθαρίζει το μπάνιο τους.
Σταύρος: Πηνελόπη…
Πηνελόπη: Έλα… Εδώ είμαι…
Σταύρος: Ξέρεις τι σκέφτηκα; Να… επειδή η θεια Ουρανία είναι γριά γυναίκα, λέω να φτιάχναμε μια ξεχωριστή τουαλέτα μ’ ένα ντουζ, να επικοινωνούν με το δωμάτιό της, μια κι έχουμε τόσο πολύ μέρος στο σαν-ρουμ. Τι λες γι’ αυτή την ιδέα;
Πηνελόπη: Εννοείς ένα εν-σουίτ. Αν νομίζεις ότι πρέπει… αν και είμαστε μόνο τρεις άνθρωποι όλοι κι όλοι, εδώ μέσα! Μας φτάνουν δύο!
Σταύρος: Ναι… μα σαν έρχονται τα παιδιά, μια τουαλέτα δεν είναι αρκετή!
Πηνελόπη: Τα παιδιά… έρχονται που και που!Μήπως ζηλεύει η θεια που εμείς έχουμε το δικό μας αποχωρητήριο και παραπονέθηκε;
Αστειεύτηκε η Πηνελόπη με μικρή δόση ειρωνίας.
Σταύρος: Έλα καημένη! Εμείς θα ωφεληθούμε. Δικό μας σπίτι είναι. Ότι του φτιάξουμε, καλό θα είναι. Όταν η θεια αποφασίσει να γυρίσει πίσω το χωριό της, θα έχουμε ένα εξτρα εν-σουίτ για τ’ αγγόνια μας ή για κάποιον επισκέπτη. Γιατί όχι;
Πηνελόπη: Αλήθεια Στηβ… Το πιστεύεις ότι η θεια-Ουρανία θα θέλει να φύγει ποτέ από ‘δω; Και που θα το βρει καλύτερα;
Σταύρος: Γριά γυναίκα και χωριάτισσα είναι η θεια μου. Μπορεί να θέλει σύντομα κι όλας να γυρίσει στην Ελλάδα, στο χωριό της, στους δικούς της ανθρώπους, τους συγγενείς της, τους φίλους και τους συγχωριανούς. Ποιος το ξέρει; Εδώ νιώθει απομονωμένη και δεν το κρύβει.
Πηνελόπη: Λες; Εμένα δε μου φαίνεται να στεναχωριέται και πολύ. Μπορεί ίσως και να συνήθισε στα δύο χρόνια που ζει μαζί μας. Τώρα τι σου λέει εσένα… Τι να πω;
Σταύρος: Μήπως σε πειράζει η παρουσία της θειας στο σπιτικό μας;
Πηνελόπη: Να σου πω… όταν το παρακάνεις καμμιά φορά, με πειράζει κάπως. Όταν, να πούμε, παρα-ασχολείσαι με κάποια ασήμαντα πράγματα που προβληματίζουν την θειά ή όταν παραπονιέται! Τα μάτια της έχουν προσηλωθεί απάνω σου τελευταία και δε φαίνεται να βλέπει τίποτα άλλο. Αλλά και τα δικά σου καμμιά φορά, δεν ξεχωρίζουν παρά την θεια Ουρανία! Εντάξει είναι μεγάλη γυναίκα, έχει τις ιδιοτροπίες της -δε λέω- αλλά Σταύρο μου έχουμε και παιδιά! Έτσι δεν είναι;
Σταύρος: Έλα Πηνελοπίτσα μου, μην κάνεις έτσι! Πρώτα έρχεσαι εσύ και τα παιδιά μας κι ύστερα οι άλλοι… κι η θεία Ουρανία φυσικά. Το ξέρεις αυτό. Δε θα μπορούσα να ζήσω στιγμή μακριά σας! Αλλά να, επειδή η θεια Ουρανία μου συμπαραστάθηκε, σαν έχασα τη φουκαριάρα τη μάννα μου, αισθάνομαι πολύ υποχρεωμένος απέναντί της. Έλα βρε κορίτσι μου, γιατί με κάνεις και λέω τα ίδια πράγματα ξανά. Αφού τα ξέρεις! Στο μπάτο-μπάτο της γραφής, πες πως ήταν η πεθερά σου, η μάννα μου!
Πηνελόπη: Μα Στηβ, δε νομίζεις πως κάποτε το παρακάνει; Εντάξει. Λείπουμε στην δουλειά και η θεια μένει μόνη στο σπίτι. Πρέπει να την προσκυνάμε γι’ αυτό; Δεν πάμε βόλτα, για δουλειά πάμε. Εξ άλλου εγώ κάνω την λάτρα του σπιτιού, εγώ μαγειρεύω τις πιο πολλές φορές κι ούτε που της ζητάω να μαγειρέψει, από μόνη της καμιά φορά το κάνει -και την ευχαριστώ γι’ αυτό!- εγώ ψωνίζω… Την βγάζουμε βόλτα, πάμε σε κανένα χορό, στους φίλους…
Σταύρος: Ναι παιδί μου, το ξέρω! Μήπως διαφωνώ σε τίποτε μαζί σου;
Πηνελόπη: Από την αρχή το σκέφτηκα, ότι είναι μεγάλη γυναίκα κι ότι δεν έπρεπε να κουράζεται! Να πως το λέμε, την έβλεπα λίγο σαν την δική μου μάννα. Της ψωνίζω τι της αρέσει… Τι άλλο να κάνω για να την ευχαριστήσω;
Ο Σταύρος κουνάει το κεφάλι απελπισμένος. Η Πηνελόπη απτόητη συνεχίζει να διαμαρτύρεται. Δεν έχει διάθεση να σταματήσει.
Πηνελόπη: Τελευταία όμως -α! πρέπει να το πω αυτό!- τελευταία λοιπόν, κάτι δεν πάει καλά, να ξέρεις! Η συμπεριφορά της άλλαξε. Δε ξέρω αν το πρόσεξες! Νομίζω ότι ίσως παραγνωριστήκαμε και θυμήθηκε τις συνήθειες της Ρούμελης, στο χωριό της. Θα είχαν καθώς φαίνεται τις νυφάδες, σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε, που λένε. Ξέρω από την μάνα μου για μερικές ελληνικές συνήθειες του παλιού καιρού, που είναι πλέον αναχρονιστικές και προ πάντων στην Αυστραλία. Καλά που δεν είναι η πεθερά μου, γιατί σίγουρα θα μου έδινε απολυτήριο από τα συζυγικά μου καθήκοντα!
Σταύρος: Έλα! τώρα που τα είπες όλα αυτά, ελπίζω ότι αισθάνεσαι καλύτερα. Πάντως εγώ νομίζω ότι υπερβάλλεις. Τι να σου κάνει; Γριά γυναίκα είναι, αμόρφωτη και ολομόναχη είναι. Δεν έχει άλλον πιο κοντά από μας. Δεν είναι αυτά μια καλή αιτία για να γίνει παράξενη;
Πηνελόπη: Δεν είμαι σίγουρη. Πάντως σιγά-σιγά έχει γίνει… στάσου… πώς το λένε καλέ; Ναι… ναι… “Δερβέναγας”; ‘Η κάτι τέτοιο, τέλος πάντων.
Η Θεια Ουρανία τους φωνάζει.
Θ. Ουρανία: Πού είστε, πού κρυφτήκατε;
Σταύρος: Ερχόμαστε θεια. Έλα Πηνελόπη κι εσύ. Πάμε.
Πηνελόπη: Εντάξει… έρχομαι… αν κοτάω, ας κάνω κι αλλιώς… Καίγεται ο ντουνιάς!
Θ. Ουρανία: Χωθήκατε στην κάμαρή σας… είπα κι εγώ που είσαστε!..
Η Πηνελόπη μουρμουρίζει εκνευρισμένη τα παρακάτω λόγια στα εισαγωγικά και ύστερα απευθύνεται στην θεια Ουρανία.
Πηνελόπη: “Εσένα κυρά Ουρανία, τελικά θα σε βάλουμε στην μέση από το κρεββάτι μας”. Έλα τώρα Θεια, ταχτοποιούσαμε λίγο το δωμάτιο μας. Όταν δουλεύει κανείς, αυτά έχει. Δε λείπαμε δα και ώρα! Τι φτιάχνεις;
Θ. Ουρανία: Να… Είπα να ρωτήξω την αφεντιά σ’, τι καλά θα μαγειρέψουμε σήμερα.
Πηνελόπη: Μη στεναχωριέσαι θεια, θα φάμε κάτι πρόχειρα. Σήμερα έχουμε πολλές άλλες δουλειές. Ας μη μαγειρέψουμε και μια μέρα!
Θ. Ουρανία: Τι κρένς νύφη; Ο Σταύρος είναι άντρας. Θέλει ζεστό φαγί… να του πιάσει στο στομάχι!
Η ήδη εκνευρισμένη Πηνελόπη δε μπορεί να συνγκρατηθεί, συνεχώς μουρμουρίζει.
Πηνελόπη: “Έννοια σου θεια και ξέρουμε ποιός το θέλει το καλομαγειρεμένο φαγητό! Η αφεντιά σου τ’ αποζητάει. Φοβάσαι μπας και πεθάνεις!”
Συνεχίζει ωστόσο να μιλά όσο μπορεί πιο φυσικά στην θειά και μπροστά στον Σταύρο. Ο τόνος της φωνής της κοφτός και αποφασιστικός, δε σηκώνει άρνηση.
Πηνελόπη: Έλα καημένη θεια, το πολύ φαγητό βλάφτει. Κάθε ημέρα τρώμε, ας φάμε κάτι το ελαφρύ σήμερα. Έτσι για την καλή μας υγεία. Δεν έχεις ακόμη συνηθίσει στην Αυστραλία θεια. Πάντα σκέφτεσαι την κατσαρόλα!
Η Πηνελόπη γελάει επιφυλακτικά και ολοκληρώνει την σκέψη της δυνατά.
Πηνελόπη: Αχ βρε θεια, κι εγώ που νόμιζα πως σε κάναμε Αυστραλέζα στα δυο χρόνια πού ‘σαι μαζί μας!
Θ. Ουρανία: Ε! μωρ’ νύφη, ο Σταύρος είναι νιος άντρας. Άμα δεν τρώει καλά, πώς θάχει δύναμη; Δουλεύει για…
Σταύρος: Έλα τώρα θεια! Δε δουλεύω στα χωράφια. Η δουλειά μου -Δόξα τω Θεώ!-, είν’ ελαφριά. Πολλές φορές τρώγω από συνήθεια κι όχι γιατί πεινάω. Κι αν πάω έτσι… αλοίμονό μου!
Θ. Ουρανία: Ε… καλά… Δεν λέω… Στο χωριό οι άντρες τρών πολύ! Η δουλειά τς -σαν που λες-, είναι βαρειά. Ολημερίς παιδεύονται στα χωράφια: αλέτρι, σπορά, θεριστής, τα ζα…
Η θεια μουρμουρίζει με κάποια κακία.
Θ. Ουρανία: “Τι κρένω τρομάρα μ’; Τα τεμπελόσκυλα!.. “
Η Πηνελόπη χαμογελά ειρωνικά και σκέφτεται.
Πηνελόπη: “Σιγά μωρέ μην τάχατε όλα στο χωριό σας! Ας γελάσω! Το κρέας είχατε ή τα καλά της Αυστραλίας! Γι’ αυτό ξεπέσαν όλοι οι δικοί μας εδώ, γιατί σε κάτι χωριά, σαν το δικόσας, τά ‘χατε όλα! «Ο κόσμος τώχει τούμπανο κι η θεια κρυφό καμάρι!» Κι από πάνω κάνει παράπονα για το μαγείρεμα. Well… δεν έχει άλλο τίποτα να κάνει από το να κυττάζει τι κάνω εγώ”.
Σταύρος: Εντάξει!.. Νομίζω αρκετά ασχοληθήκαμε με το θέμα του φαγητού.
Θ. Ουρανία: Ναι γιε μ’… δίκιο έχεις. Ε!.. είπα κι εγώ μια κι έχετε όλα τα καλά εδώ, τώρα πού ‘στε νιοι να στρώνετε πλούσιο τραπέζι, να τρώτε όλα τα καλά. Αργότερα στην ηλικία μου…
Πηνελόπη: Θεια έχουμε τόσες άλλες δουλειές, σπουδαιότερες από την στεναχώρια του φαγητού στην ζωή μας!
Θ. Ουρανία: Αχ, μωρ’ νύφη! Γυναίκα πράμα και κρέν(ει)ς έτσι; Στην Πατρίδα…
Σταύρος: Έλα τώρα θεια! Πώς τα παίρνεις όλα έτσι… ανάποδα; Μη στεναχωριέσαι για ψύλλου πήδημα. Η Πηνελόπη έχει δίκιο. Εσύ βέβαια έζησες στην Ελλάδα όλη σου την ζωή. Ήξευρες αλλιώς. Εντάξει! Εμείς δε σε παρεξηγούμε. Αλλά δεν ήρθες σήμερα, κοντεύεις δυο χρόνια κοντά μας και μακάρι να μείνεις εδώ για πάντα! Όμως μην τα βάζεις με την Πηνελόπη για το φαγητό! Μη ξεχνάς πως η Πηνελόπη είναι γεννημένη εδώ, δε ξεύρει από Ελλάδα κι ελληνικά χούγια! Μη σε ξεγελά που μιλά τέλεια ελληνικά. Εδώ Θεια οι άνθρωποι, μεγαλώνουν σαν άνθρωποι… όχι σαν άντρες ή γυναίκες! Να το θυμάσαι πάντα αυτό!
Η Πηνελόπη κυττάζει με ευγνωμοσύνη τον Σταύρο, ενώ η Θεια σιωπηλή αποχωρεί από το σαλόνι και τραβιέται στην κουζίνα. Ο Σταύρος στεναχωρημένος από το περιστατικό που δημιουργήθηκε, παραπονιέται στην Πηνελόπη.
Σταύρος: Έλα τώρα βρε γυναίκα! Δε βλέπεις που είναι στενόκαρδη; Με το καλό παιδί μου, με το καλό! Δεν είπαμε, πως γέρασε η γυναίκα, πως παραξένεψε; Αν και πρέπει να το παραδεχθώ, πως είναι αλήθεια ότι χειροτέρεψε τελευταία!..
Πηνελόπη: Μα τι λες τώρα Στηβ; Δεν την βλεπεις που ανακατεύεται σε όλα; Δε μπορεί να μη μιλήσει μια φορά! Προσπαθεί να γίνει αφεντικό εδώ μέσα, επειδή είναι η μεγαλύτερη σε ηλικία. Έτσι φαίνεται κάνουν στην Ρούμελη. Σταύρο μου όλα κι όλα, αυτά τα πράγματα δεν μου αρέσουν!
Σταύρος: Το βιολί σου εσύ. Βρε χρυσό μου κορίτσι, έχεις δίκιο. Δε σε ξέρω εγώ; Αλλά δεν τα είπαμε; Εντάξει. Γέρασε, παραξένεψε, θέλει προσοχή σαν τα μικρά παιδιά. Το βλέπω! Άλλαξε αφ’ ότου ήρθε. θυμάσαι πόσο χαρούμενη κι ευτυχισμένη ήταν τους πρώτους μήνες στο σπίτι μας; Θυμάσαι τα καλαμπούρια της;
Πηνελόπη: Τι θέλεις να πεις τώρα, ότι της χαλάσαμε τα κέφια; Ή μήπως δε ξέρεις πως πάντα την σεβάστηκα -όσο ήξερε βέβαια να κρατά την θέση της με κάποια αξιοπρέπεια. Αφότου άρχισε τα μποσιλίκια, άρχισε και η δική μου εκτίμηση να λιγοστεύει. Εγώ δεν ήμουν που πρότεινα να την φέρουμε κοντά μας, γιατί σου φέρθηκε σα μάνα, αφότου έχασες την δική σου; Αλλά είπαμε. Από τότε που ήρθε ως τώρα, πολλά άλλαξαν. Αφού καλοστρώθηκε, άρχισε να ξεχνά, πού βρίσκεται! Να σου πω… Δεν την υιοθέτησα, την φιλοξενώ. Αν το παρακάνει, θάρθει μια στιγμή που θα ξεχειλίσει το ποτήρι!..
Σταύρος: Ωχού!.. Σιγά βρε παιδί μου, σιγά! Καήκαμε αν μας ακούσει! Μιλάς για δικό μου άνθρωπο. Δεν σου ζήτησα ποτέ άλλη χάρη από αυτή. Μην το παρακάνεις. Ίσως να έχεις δίκιο, δε λέω, αλλά ως ένα σημείο!
Πηνελόπη: Τι εννοείς «ως ένα σημείο». Ή κουφός πρέπει να είσαι ή τυφλός, για να διαφωνείς μαζί μου!
Σταύρος: Σσσσσ!.. Παραδίνομαι! Αλλιώς δεν πρόκειται να σταματήσει αυτή η συζήτηση.
Πηνελόπη: Τι λες καλέ;
Σταύρος: Πηνελόπη!.. Τι έπαθες; Σταμάτα επιτέλους. Για τελευταία φορά στο λέω, έτσι για να συνενοηθούμε μια και καλή. Κάνε υπομονή και με το καλό θα της δείξουμε ότι δε θα πρέπει να ανακατεύεται στις δουλειές μας και μάλιστα χωρίς να της το ζητάμε. Πάντα με το μαλακό, έτσι;
Πηνελόπη: Με το μαλακό να το κάνεις εσύ, που θέλεις να νταντεύεις τη θεια σου. Με γεια σου και με χαρά σου! Εγώ έκανα αρκετά νταντέματα, όταν μεγάλωνα τα παιδιά μου. Δόξα σοι ο Θεός τα πάντρεψα και φύγαν στα σπίτια τους. Είπα κι εγώ να χαρώ την λευτεριά μου! Η Παναγιά μαζί τους! Δεν το εννοώ με την κακή του πλευρά. Θέλω να πω, δε με σκοτίζουν με τα προβλήματά τους. Αλλά ετούτο; Γιατί να το ξέρεις μωρά και γέροι… κάνουν τα ίδια καμώματα!
Σταύρος: Δες πού καταντήσαμε αδερφέ!.. Τόσα χρόνια συμβίωσης δεν είχαμε προβλήματα. Και τώρα; Τώρα… ήρθε ο καιρός, βρήκαμε κι εμείς μια καλή αιτία να μαλώνουμε, έτσι για να μη πάρουμε από μάτι, με το να διαφέρουμε από άλλα αντρόγυνα. Άτιμη ζωή!..
Μπαίνει η θεια Ουρανία στην κουζίνα από την αυλή. Κάνει πως δεν καταλαβαίνει ότι το αντρόγυνο φιλονικεί. Μιλάει με κακεντρέχεια. Η Πηνελόπη το αντιλαμβάνεται με πίκρα.
Θ. Ουρανία: Τι πάθατε; Σας ακούγω απ’ την αυλή που φωνάζετε. Δεν πιστεύω να μαλώνετε για την αφεντιά μ’; (μουρμουρίζει) “Μακάρι να φαγωθείτε! Το χώρισμα είναι τς μόδας, δε λέν; Έτσι μόνο Σταυρί μ’ θα γλυτώσεις απ’ τα χέρια αυτνής της σκύλας, θα λυτρωθείς παιδί μ’!”
Σταύρος: Τι λες τώρα θεια; Παράκουσες… Εμείς δε μαλλώνουμε για τίποτα, θα μαλώσουμε για τα σένα; Έτσι άναψαν τα αίματα που λεν και ξεχαστήκαμε…
Ο Σταύρος γελάει νευρικά, ενώ η Πηνελόπη κυττάζει δήθεν αδιάφορα ένα περιοδικό.
Θ. Ουρανία: Πού να ξεύρω ‘γώ η κακομοίρα!.. Μην έκαμα και κάτι δίχως να το χαμπαρίσω… Δε θέλω να χαλάτε τς καρδιές σας για τα μένα!..
Πηνελόπη: Δεν έκαμες τίποτα θεια!.. Έχουμε κι εμείς τα προβλήματά μας, όπως όλοι.
Θ. Ουρανία: (μουρμουρίζει) “Μουσίτσα!.. Θα σε φτιάξω ‘γώ… έγνοια σ’!.. Τι θαρρείς; Έναν δικό ανθρωπο έχω, το Σταυρί μ’. Δε θα τονε χάσω για τα μούτρα σ’!.. Έχω ‘γώ καλούδια για την αφεντιά σ’!.. Καρτέρα και θα διείς.”
Η θεια αναστενάζει κυττώντας τον Σταύρο. Η Πηνελόπη κατευθύνεται στην κουζίνα. Ο Σταύρος φταρνίζεται.
Θ. Ουρανία: Γεια σ’ κι αλήθεια λέγω!
………….
Εικόνα Τρίτη
Σταύρος: Καλησπέρα θεια.
Θ. Ουρανία: Καλησπερούδια σ’ γιε μ’!.. Τι φκιάχνεις;
Σταύρος: Τι να κάνω θεια; Θαρρώ πως είμαι λίγο κρυωμένος…
Θ. Ουρανία: Χμ!.. άφηκε ανοιχτό το παραθύρι η νύφη πάλι!
Σταύρος: Τι λες τώρα βρε Θεια; Όλα στην Πηνελόπη θα τα φορτώνουμε; Μικρό παιδί είμαι να με προσέχει η γυναίκα μου; Πάω πάνω να ετοιμαστώ.
Ο Σταύρος κουνάει το κεφάλι του αποδοκιμαστικά. Η θεια του αναστενάζει. Δεν τον αφήνει να φύγει, καθώς πιάνει και πάλι την κουβέντα.
Θ. Ουρανία: Γιε μ’ σκοτώνεσαι στη δουλειά!.. Δε γένεται να δουλεύεις χαψιά λιγότερο; Λείπς τόσες ώρες, καθημερινά!..
Σταύρος: Δε δουλεύω μοναχά εγώ θεια. Κι η Πηνελόπη σκοτώνεται… Έχει την δουλειά της έξω, έχει και το σπίτι. Την λάτρα, το μαγείρεμα… Αυτή δουλεύει πιότερο από μένα!
Ο τόνος της φωνής του είναι αυστηρός καθώς υπερασπίζεται την Πηνελόπη. Αυτό δεν αρέσει στην Θεια που αποχωρεί από το σαλόνι μουρμουρίζοντας.
Θ. Ουρανία: Α… Καλά!..
Σταύρος: Βρε μπελά που τον βρήκα!.. Δυο γυναίκες, δυο πυρά κι εγώ ανάμεσό τους!.. Εγώ ο φουκαράς νόμιζα πως σα μεγαλώσουν τα παιδιά μου και αποκατασταθούν, όπως κι έγινε, δόξα στον Μεγαλοδύναμο, θα μπορέσω επιτέλους να ζήσω ειρηνικά στο βασίλειό μου! Αντίς γι’ αυτό όμως… η θεια φαίνεται να μη πολυσυμπαθεί την Πηνελόπη κι αυτή δε φαίνεται να πάει πίσω. Τρέφουν αμοιβαία αισθήματα η μια για την άλλη! Πού θα πάει αυτό το βιολί; Ασχημα καμώματα… γουρσούζικα! Κάπου θα ξεσπάσει το πράγμα!.. Πρέπει να βρω μια λύση! Πρέπει!..
Η Πηνελόπη πού ‘χε σταθεί στην πόρτα του σαλονιού και παρακολουθεί τον Σταύρο, από ώρα, λέει με μια πίκρα στη φωνή της.
Πηνελόπη: Τι έχεις Σταύρο; Άρχισες κι εσύ να μονολογείς; Τι συμβαίνει; Δε θα μου πεις;
Σταύρος: Τίποτα δεν έχω. Τι να ‘χω; Δε μπορώ να κουβεντιάσω με την αφεντιά μου;
Πηνελόπη: Συγγνώμη… απλώς ρωτάω από ενδιαφέρον.
Σταύρος: Εμένα μου λες;
Πηνελόπη: Γιατί μου μιλάς έτσι; Τι σου έκανα;
Ο Σταύρος σηκώνεται εκνευρισμένος από την πολυθρόνα του.
Σταύρος: Τίποτα δε μου έκανες αδερφέ! Δεν είμαι στις καλές μου. Πάω να φτιάξω έναν καφέ.
Πηνελόπη: Θα μου φτιάξεις κι εμένα έναν;
Σταύρος: Να σου φτιάξω κι εσένα, έναν!
Ο Σταύρος μπαίνει στην κουζίνα, ενώ η θεια Ουρανία βγαίνει. Κάνει πως δεν συμβαίνει τίποτα. Η Πηνελόπη όμως την ρωτά πολύ ψύχραιμα.
Πηνελόπη: Θεια Ουρανία, με το συμπάθειο… να σε ρωτήσω κάτι!
Θ. Ουρανία: Τ’είναι μωρ’ νύφη;
Πηνελόπη: Γιατί δε με ρωτάς πριν να μπεις στο δωμάτιό μου;
Θεια Ουρανία: Εγώ νύφη; Ξέρεις… να… (δυσκολεύεται)
Πηνελόπη: Μπήκες, άνοιξες το μπαούλο μου και έβγαλες καινούργιες πετσέτες χωρίς καν να με ρωτήσεις. Το ‘καμες ξανά αυτό πριν δυο-τρεις ημέρες. Έβγαλες καινούργια σεντόνια και τά ‘στρωσες, πάλι χωρίς με ρωτήσεις. Νομίζεις ότι δεν το κατάλαβα, επειδή δεν είπα τίποτα; Ε, είπα με το νού μου, “δεν πειράζει μια φορά, δε θα το ξανακάνει”. Εσύ όμως!..
Θ. Ουρανία: Νύφη, δεν τά ‘κλεψα, είπα για καλύτερα!..
Πηνελόπη: Μα θεια έχουμε τόσα ρούχα που τα χρησιμοποιούμε, γιατί να βγάλουμε κι άλλα στην μέση που δεν τα χρειαζόμαστε; Και να το ξέρεις: δεν μου αρέσει να ψάχνεις στα πράγματά μου, στο δωμάτιό μου χωρίς την άδειά μου. Εντάξει;
Θ. Ουρανία: Νύφη να με σγχωρνάς. Δικά σ’ είναι… Όλα δικά σ’ είναι…
Πηνελόπη: Όχι βρε θεια, μην τα λες έτσι. Νομίζω ότι είναι κακή συνήθεια να μπαίνεις χωρίς την αδειά μου στο δωμάτιό μου. Εγώ ποτέ δεν πείραξα τα δικά σου πράγματα, γιατί σε σέβομαι.
Μπαίνει ο Σταύρος με τους καφέδες. Κυττάζει τις δύο γυναίκες ερευνετικά. Αυτές τον κυττούν σα να μη συμβαίνει τίποτα. Δυσαρεστημένος ακουμπά το δίσκο πάνω στο τραπέζι λέγοντας.
Σταύρος: Θα πεταχτώ να πάρω κανά δυο πράγματα για τον κήπο, εδώ στη γειτονιά, προτού να κλείσουν.
Θ. Ουρανία: Πιε τον καφέ σ’ πρώτα γιε μ’!
Σταύρος: Θα τον πιω θεια, δεν είμαι δα και μυξιάρικο ώστε να στεναχωριέσαι με το κάθε τι που κάνω; Θα τον πιω όταν θα μ’ αρέσει να τον πιω!..
Ο Σταύρος φεύγει φανερά θυμωμένος, χωρίς να χαιρετήσει τις δυο γυναίκες. Η Πηνελόπη σα να μη συμβαίνει τίποτα, λέει στην θειά.
Πηνελόπη: Θα πάω να ετοιμάσω κάτι ως που νά ‘ρθει πίσω ο Σταύρος. Το μαγαζί με τα κηπουρικά είναι δίπλα. Δε θ’αργήσει. Εσύ ξεκουράσου στο μεταξύ.
Ενώ η Πηνελόπη πάει στην κουζίνα, η θεια Ουρανία, μονολογεί κουνώντας το κεφάλι της.
Θ. Ουρανία: Τούτη ‘δω με κοροϊδεύει μάτια μ’. Τι ξεκούραση να κάνει κανείς σε τέτοιο νοικοκυριό; Εκείν’ η μάνα τς δεν την ορμήνεψε ντιπ για ντιπ… πια! Κακό χάλι ο ανηψιός μ’, κακό χάλι έχει στο κεφάλι τ’ και δε ξεύρω πώς θα ξεμπερδέψει μ’ ετούτο τ’ ανεπρόκοπο θυλικό που φορτώθηκε στην πλάτη τ’. Καλά πού ‘ρθα δώθε να βάλω μια τάξη, στα πράματα. Βέβαια θέλει σκέψη το πράμα και να γένει κατά πώς πρέπει. Δεν είναι;
Κάποια στιγμή ανοίγει η πόρτα. Είναι ο Σταύρος με δύο πλαστικές σακκούλες στα χέρια του. Την ίδια στιγμή βγαίνει κι η Πηνελόπη από την πόρτα της κουζίνας.
Πηνελόπη: Μπα!.. Ήρθες πολύ γρήγορα! Τι έγινε. Μήπως ξέχασες τίποτα;
Σταύρος: Έλα τώρα!.. Μη με πειράζεις. Δυο πράγματα ήθελα. Για βοήθα με κι είναι λίγο βαρειά.
Θ. Ουρανία: Καλώς ‘τονα. Έκανες τα ψώνια σ’ παιδάκι μ’;
Σταύρος: Τα έκανα. Φάρμακα για τα λαχανικά, κάτι χημικές τροφές για τα λουλούδια… Ψυχούλες είναι κι αυτά!
Θ. Ουρανία: Ναι τζόγια μ’, εσύ ‘σαι σα την σχωρεμένη τη μάνα σ’. Πονάς για όλους και για όλα!.. Αχ!.. η αδερφούλα μ’!.. Δεν έζησε να σε καμαρώσει να διει την προκοπή σ’ εδώ στη ξενητειά!.. Κάπ’ από ‘κει ψηλά όμως -το λέει μέσα μ’ η ψυχή μου- μας τηράει!..
Σταύρος: Εντάξει θεια, μη συγχίζεσαι τώρα!..
Θ. Ουρανία: Ναι γιόκα μ’, έχεις δίκιο. Τί βγαίν’ απ’ τη στενοχώρεια;
Ο Σταύρος έρχεται στην κουζίνα.
Σταύρος: Τι καλά μαγείρεψες,
Πηνελόπη: Ε… είχαμε γεμιστά από εχτές, λίγο κοτόπουλο από προχτές, κι έτσι είπα να φτιάξω και μια σαλάτα, να περάσουμε!
Σταύρος: Είχαμε τόσα πράγματα στο ψυγείο και παρά λίγο να φαγωθούμε εδώ μέσα προ ολίγου. Μήπως έγινε και τίποτ’ άλλο και δεν το ξεύρω; Βλέπω τη θεια πολύ γνοιασμένη.
Πηνελόπη: Παιδί μου, η θεια είναι “γνοιασμένη” ολοένα τώρα τελευταία. Ποιο το νέο;
Σταύρος: Μυρίζομαι προβλήματα!..
Πηνελόπη: Εσύ όλο μυρίζεσαι. Εγώ σου φταίω αν έχεις καλή μύτη;
Ο Σταύρος επιστρέφει στο σαλόνι όπου και κάθεται κοντά στη θεια. Την καλοπιάνει.
Σταύρος: Λοιπόν θεια,τι κάνουμε;
Θ. Ουρανία: Τι να κάνουμε γιε μ’; Πορευόμαστε… Δόξα νάχει ο Παντοδύναμος!
Σταύρος: Άντε να πιούμε ένα καφεδάκι ακόμη παρέα.
Θ. Ουρανία: Πάλι καφέ θα ψήσουμε γιε μ’; Πειράζει ο πολύς καφές στα νεύρα!.. Σαν τι κρένω; εσύ έφυγες χωρίς να πιεις το δικό σ’. Έχεις δίκιο. Πάει εκείνος!
Κάνει η θεια να σηκωθεί. Ο Σταύρος τη σταματά ενώ μιλάει.
Σταύρος: Εντάξει. Άλλωστε έχουμε γερή κράση εμείς οι Ρουμελιώτες. Είμαστε βουνίσιοι!.. Έλα κάτσε ‘συ. Εγώ θα τον φτιάξω.
Θεια Ουρανία: Νάσαι καλά παιδάκι μ’, να ‘χεις την ευκή μ’!..
Ο Σταύρος έρχεται στην κουζίνα, όπου η Πηνελόπη ακόμη ετοιμάζει για το δείπνο, ετοιμάζει το μπρίκι για τρεις καφέδες, και τακτοποιεί τρία σετς για τον καφέ. Ο καφές είναι σχεδόν έτοιμος. Λοξοκυττάζει συνεχώς την Πηνελόπη που δε φαίνεται να τον προσέχει. Ενώ σερβίρει τον καφέ, ρωτά τη δήθεν αδιάφορη, Πηνελόπη..
Σταύρος: Πηνελόπη, τι τρέχει; Σαν πολύ μαζεμένη τη βλέπω τη θεια.
Η Πηνελόπη αγανακτισμένη πετά την πετσέτα των πιάτων που βαστά στο χέρι απάνω στο τραπέζι της κουζίνας.
Πηνελόπη: Φαγώθηκες πια Σταύρο μου, φαγώθηκες!.. Καλά και σώνει πρέπει κάτι να τρέχει; Αφού έχεις τις υποψίες σου, τι κάθεσαι άνθρωπέ μου, και δε ρωτάς τη θεια σου; Με τους καφέδες κυττάς να λύσεις τα προβλήματά σου;
Σταύρος: Γυναίκα, δεν είμαι δα και στραβός!..
Πηνελόπη: Αλοίμονο!.. Και καλή μύτη έχεις και μυρίζεις καλά και καλά μάτια έχεις και βλέπεις καλά!.. Πολύ σωστά!.. Τι καθόμαστε και λέμε τώρα;
Τώρα η Πηνελόπη έρχεται στο σαλόνι θυμωμένη, ενώ ο Σταύρος ακολουθεί κομμάτι τρομαγμένος. Κρατά το δίσκο με τους καφέδες αδέξια και με θόρυβο τον ακουμπά στο τραπεζάκι. Η θεια παρακολουθεί με ειρωνικό βλέμμα.
Πηνελόπη: Θεια Ουρανία, ο Σταύρος ρωτάει τι έγινε σήμερα. Σε βλέπει λέει στεναχωρημένη.
Θ. Ουρανία: Α… τίποτις, τίποτις γιε μ’!.. Σαν τι θαρρείς γένηκε; Σε καλό σ’!..
Αναστενάζει και συγχρόνως παρακολουθεί τις αντιδράσεις του αντρόγυνου που δοσμένο στην διαφιλονικία του δεν προσέχει τις αντιδράσεις της θειας. Ενώ η Πηνελόπη βράζει, ο Σταύρος φαίνεται ανακουφισμένος από την απάντηση της θειας και λέει.
Σταύρος: Ωραία λοιπόν!.. Καθείστε τότε να πιούμε τον καφέ μας.
Η Πηνελόπη σκύβει και παίρνει τον δικό της καφέ.
Πηνελόπη: Να με συγχωρείτε εμένα, θα τον πιω στην κουζίνα. Δεν τέλειωσα ακόμη.
Σταύρος: Έλα θεια. Παρ’ τον καφέ σου.
Θ. Ουρανία: Ευχαριστώ Σταυρί μ’! Να σ’ έχω καλά παιδί μου!..
Σταύρος: Στην υγειά σου θεια. Πε μου τώρα. Είσαι ευχαριστημένη κοντά μας;
Θ. Ουρανία: Τι να σ’ πω γιε μ’!.. Ρωτάς και ματα-ρωτάς. Τώρα που γέρασα με λέν παράξενη. Έβανα, λέει η νύφη, καινούργια σιντόνια και καινούργια προσόψια. Νόμισα πού ‘πραττα καλά, η έρμη, αλλά η νύφη θύμωσε με τα καμωμένα μ’ και βρήκα το μπελά μ’. Δεν τό ‘ξευρα η μαύρη! Δεν την αρώτηξα λέει!..
Σταύρος: “Να ‘τα μας!.. ” Θα της μιλήσω της Πηνελόπης θεια, είναι γυναίκα με κατανόηση. Αλλά, κουράζεται κιόλας και φυσικό είναι να νευριάζεται εύκολα!.
Ο Σταύρος πάει στην κουζίνα ν’ αφήσει δήθεν το φλυτζάνι του. Η Πηνελόπη καθισμένη πίνει τον καφέ της.
Σταύρος: Το βλέπω πού ‘σαι θυμωμένη αλλά κι εγώ, είμαι πολύ απογοητευμένος μαζί σου. Δε σε φανταζόμουν τόσο σκληρή. Αντί να παραβλέπεις και λίγο εξακολουθείς να θυμώνεις για ασήμαντα πράγματα. Τι θα πρέπει να γίνει; Έτσι, θα μαλλώνουμε και θα γκρινιάζουμε συνέχεια; Ντροπή μας!
Πηνελόπη: Όχι βέβαια, απλά θα πρέπει να γίνουν κάποιες διευκρινήσεις αναμεταξύ μας, νομίζω. Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους!
Σταύρος: Άσε με όμως να σε ρωτήσω κάτι. Από πότε τα σεντόνια κι οι πετσέτες έγιναν ατομικά πράγματα εδώ μέσα;
Πηνελόπη: Όπως το περίμενα! Αγαπητέ μου σύζυγε, δε γνωρίζεις όλη την ιστορία. Ρώτα με από πού τα πήρε αυτά τα σεντόνια κι αυτές τις πετσέτες.
Σταύρος: Τι εννοείς, δεν καταλαβαίνω!.. Από πού τα πήρε;
Πηνελόπη: Μπήκε στο δωμάτιό μας, άνοιξε το μπαούλο κι έβγαλε καινούργια πράγματα, ενώ η ντουλάπα στο διάδρομο είναι γεμάτη από τέτοια είδη, σχεδόν καινούργια.
Σταύρος: Ωχ, βρε Πηνελόπη μου! Άστα πανάθεμά τα! Ας τα πήρε βρε αδερφέ!.. Χαρά στο πράγμα! Δεν τά φαγε η χριστιανή, στο σπιτικό μας τά ‘στρωσε.
Πηνελόπη: Αυτή είναι η δική σου γνώμη. Εγώ δεν επιτρέπω στη θεια να μπαίνει στο δωμάτιό μου και να ψάχνει στα πράγματά μου, όποια και να ‘ναι αυτά. Είναι θέμα ευαισθησίας και νομίζω πως έχω το δικαίωμα στο σπίτι μου, να το απαιτώ. Στο μέλλον λοιπόν, για να μην υπάρχουν τέτοιου είδους προστριβές -κι ελπίζω να συμφωνήσεις μαζί μου-, δεν επιτρέπω στη θεια να μπαίνει στο δωμάτιό μας.
Σταύρος: Το χαβά σου εσύ! Δεν εννοείς να κατανοήσεις την λεπτότητα του θέματος.
Πηνελόπη: Διαφωνώ μαζί σου. Καταλαβαίνω απόλυτα το αισθάνεσαι, όμως δε θα επιτρέψω σε κανέναν να καταπατήσει τα δικαιώματά μου μέσα στο ίδιο μου το σπίτι!.. Σ’ αγαπώ και σε σέβομαι, όμως μην αφήσεις τη Θεια να μπει ανάμεσά μας. Είναι αρκετά εκνευριστικό, το ότι μόνιμα πια, με φωνάζει “νύφη”, λες και είναι το βαφτιστικό μου!..
Σταύρος: Έλα τώρα, έτσι έμαθε από το χωριό της. Δεν το κάνει με κακία, είμαι σίγουρος. Μα είναι φιλοξενούμενή μας! Είναι σα νάναι η μάνα μου! Είπαμε να παραβλέπουμε και λιγάκι.
Πηνελόπη: Είπαμε και ξείπαμε… Σταύρο, μια για πάντα!.. Στο δωμάτιό μας θα μπει λουκέτο!..
Σταύρος: Τι να πω ο κακομοίρης; Τά ‘χω πια χαμένα!..
……………………….
Εικόνα Τέταρτη
Η Πηνελόπη με τον Σταύρο βρίσκονται στην τραπεζαρία-κουζίνα. Έχουν γυρίσει από την δουλειά. Η Θεια Ουρανία είναι μόνη στο σαλόνι όπου η τηλεόραση παρουσιάζει το ελληνικό πρόγραμμα κατευθείαν από την Ελλάδα.
Θ. Ουρανία: Σταύρο, έλα ψυχή μ’ κι αρχίξαν τα νέα!..
Πηνελόπη: Άντε τώρα… τρέχα ν’ ακούσεις τα νέα και συγχρόνως ν’ ακούσεις και μερικά ψαλσίματα!..
Η Πηνελόπη μιλα σιγανά και με κάποια ειρωνία. Είναι ακόμη θυμωμένη με τα καμώματα της θείας Ουρανίας. Ο Σταύρος ωστόσο έχει δρασκελίσει την πόρτα της τραπεζαρίας και δεν ακούει την Πηνελόπη που μόνη στην κουζίνα, μουρμουρίζει.
Πηνελόπη: (μιλά μόνη της) Τι κακό με βρήκε αδελφούλα μου!.. Μια θεια, κελεπούρι που λένε! Και δεν της φαίνονταν!.. Μας άλλαξε όμως τα φώτα… ειδικά, τώρα τελευταία!.. Μα τον θεό μας έχει κάνει άνω-κάτω. Πού να τό ‘ξερα εγώ ότι θα έρθουν έτσι τα πράγματα!.. Αν το ήξερα, σίγουρα θα έπαιρνα τα μέτρα μου. Τώρα πια, είναι αργά. Να δούμε πού θα καταλήξει αυτή η ιστορία. Τη σιγανοπαππαδιά!.. Κάνει πως δεν παραπονιέται, αλλά όλα τα προλαβαίνει του Στηβ. Η οσία Ουρανία!.. Και τίποτα να μη πω, κάνει την κακομοίρα και βάζει ψύλλους στ’ αυτιά του άντρα μου. Σιγανό ποτάμι… σίγουρα!
Στο σαλόνι η Θεια Ουρανία μιλάει στον Σταύρο, παραβλέποντας την προσοχή του στα ελληνικά νέα. Τον κυττάζει λοξά κι αναστενάζει.
Θ. Ουρανία: Αχ! γιε μ’!.. Σταυρί μ’!..
Σταύρος: Είπες τίποτα θεια;
Θ. Ουρανία: Σχώρα με ψυχούλα μ’, κι έγινα βάρος ‘δώ μέσα. Το νιώθω!..
Σταύρος: Γιατί το λες αυτό θεια; Ποιός είπε τέτοιο πράγμα; Το σπίτι μας είναι και δικό σου. Δεν τά ‘παμε αυτά;
Θ. Ουρανία: Δε μιλάω για σένα παιδί μ’!.. Βλέπω τη νύφη. Δεν είναι φχαριστημένη με τ’ εμένα!.. Δε μ’ απομένει παρά να μάσω τα πράματά μ’ και να πάω σπίτι μ’!..
Σταύρος: Τ’ είν’ αυτά θεια! Έλα τώρα, τα παραλές! Άκου με που σου λέω. Ζούμε τώρα τόσους μήνες μαζί, δε μπορεί να μη κατάλαβες τι άνθρωπος είναι η Πηνελόπη. Είναι καλή γυναίκα, θεια! Κουράζεται όμως και κάποτε ίσως να εκνευρίζεται… Μην την ξεσυνερίζεσαι! Μεγάλωσε παιδιά, κύτταζε φαμίλια και δουλειά για πολλά χρόνια. Δεν ήταν εύκολη ζωή…
Θ. Ουρανία: Πού ξεύρω ‘γω γιε μ’; Οι νιες δε τς θέλουν τς γριές. Έτσι βλέπω κι έτσι κρένω!..
Σταύρος: Όχι κι έτσι θεια, ε, όχι κι έτσι!.. Μας προσβάλλεις τώρα!.. Αλλά κάτι πρόσεξα κι εγώ τώρα τελευταία, κάτι τρέχει ανάμεσά σας, εσένα και την Πηνελόπη. Μη ξέρεις του λόγου σου θεια, τι φταίει;
Θ. Ουρανία: Μπα!.. Πού να ξεύρω παιδί μ’; Δε βλέπω ν’ άλλαξε τίποτις. Τι φταίω η κακομοίρα! Πράττω όπως τον καιρό πού ‘ρθα!..
Σταύρος: Άστα τώρα θεια. Ας μη τα κάνουμε χειρότερα απ’ ότι είναι. Έτσι; Εδώ είσαι στο σπίτι σου και να μας βλέπεις σα δικούς σου. Άντε μπράβο!
Ξαφνικά ο Σταύρος σηκώνεται και βαδίζει προς την εξώπορτα, την στιγμή που η Πηνελόπη μπαίνει από την τραπεζαρία στο σαλόνι.
Πηνελόπη: Για πού τόβαλες Σταύρο, τέτοια ώρα;
Σταύρος: Πάω στου Κώστα!
Πηνελόπη: Μα δεν είναι αργά;
Θ. Ουρανία: Άσ’ τον άνθρωπο νύφη!.. Όλο σπίτι, σπίτι… Άντρας είναι!..
Η Πηνελόπη δεν προσέχει τα λόγια της θειας. Παρακολουθεί με ανησυχία τον Σταύρο καθώς αυτός ανοίγει την εξώπορτα σκεφτικός και σιωπηλός. Η Πηνελόπη μονολογεί.
Πηνελόπη: Τώρα μάλιστα!.. Αρχίσαμε τις εξόδους εξ ιδίας, που λένε!.. Κι εγώ είμαι “stacked” με την αγαπητή θεία Ουρανία. Ποιος τη χάρη μου!..
Θ. Ουρανία. Τι τον θέλεις μέσ’ στο σπίτ’ ολοένα νύφη; Στην Ελλάδα δε συμμαζεύουνται στα σπίτια, κι εδώ δε ξεμμυτάν!.. Τ’ ανάποδα γίνουνται δώθε!
Η Πηνελόπη δεν απαντά. Κάθεται στην πολυθρόνα και κυττάζει αφηρημένα, για μια μόνο στιγμή τηλεόραση. Φαίνεται στεναχωρημένη. Η Θεια την κυττάζει με κάποια αδιαόρατη χαιρεκάκια. Την παίρνει ο ύπνος μια στιγμή. Η Θεια σηκώνεται και πάει κοντά της. Σκύβει από πάνω της. Την περιεργάζεται και σηκώνει τα χέρια ψηλά.
Θ. Ουρανία: Κοντεύει η ώρα!.. Δε θ’ αργήσει νά ‘ρθει. Και τότις, τότις θα διεις, χαρές και πανηγύρια!.. Και θα γυρίξω πίσω στο χωριό και θα ρωτάν όλ’ οι χωριάτες για τα θάματα τς Αυστραλίας. Τς βλάχους!.. Κι η αφεντιά ‘μ…
Δεν πρόλαβε να τελειώσει κι ανοίγει η πόρτα ξαφνικά την ώρα που η θεια Ουρανία στεκόταν και μίλαγε μόνη μπροστά στην κοιμισμένη Πηνελόπη. Ήταν ο Σταύρος που είχε μπει και κύτταζε σαστισμένος. Θυμωμένος ρωτά την ξαφνιασμένη από το αναπάντεχο, θεία.
Σταύρος: Τι κάνεις εκεί χάμου ρε Θεια;
Θ. Ουρανία: Τίποτις… τίποτις… Τήραγα την Πηνελόπη… αν κοιμάται…
Πηνελόπη: Τι… τι… γίνεται; Α… Στηβ!.. Γύρισες; Τι ώρα είναι; Θα τον πήρα φαίνεται καθώς κύτταζα τηλεόραση.
Σταύρος: Δεν ήταν εκεί ο Γιάννης.
Θ. Ουρανία: Εγώ θα πάω να πέσω. Καλνύχτα.
Ενώ η θεια κατευθύνεται στο δωμάτιό της, ο Σταύρος την κυττάζει με συγχισμένος. Την καληνυχτίζει μηχανικά.
Σταύρος: (σκέπτεται) “Πανάθεμά με! Δεν καταλαβαίνω πια… ” Ναι… καληνύχτα…
Πηνελόπη: Καληνύχτα!
Σταύρος: Γιατί δεν πήγες να πέσεις;
Πηνελόπη: Ήθελα να σε περιμένω.
Σταύρος: Δε χρειαζόταν!..
Πηνελόπη: Πώς μου μιλάς έτσι;
Σταύρος: Τι θέλεις επιτέλους ν’ ακούσεις; Άσε με ήσυχο!..
Πηνελόπη: Τι συμβαίνει και μου μιλάς μ’ αυτόν τον τρόπο; Είσαι μήπως και πάλι θυμωμένος μαζί μου;
Σταύρος: Τι ερώτηση! Αλήθεια δε ξέρεις;
Πηνελόπη: Όχι δε ξέρω.
Ο Σταύρος κάθεται κάτω και βάζει το κεφάλι του για μια στιγμή στα χέρια του. Μετά σηκώνεται και περπατώντας λέει.
Σταύρος: Πηνελόπη, Πηνελόπη!.. Πώς με δουλεύεις! Αλήθεια δε ξέρεις τίποτα;
Πηνελόπη: Αν εννοείς αυτά που είπαμε πριν για τη θεια…
Σταύρος: Εσύ κάνεις παράπονα, αυτή κάνει παράπονα. Εγώ πού να πάω να κάνω τα δικά μου παράπονα; Ε; Για ν’ ακούσω;
Πηνελόπη: Καταλαβαίνω πως αισθάνεσαι. Δε φαίνεται όμως να καταλαβαίνεις το δικό μου πρόβλημα.
Σταύρος: Ακριβώς. Εγώ δεν καταλαβαίνω, εσύ δεν καταλαβαίνεις και πάμε λέγοντας. Μέσα σε λίγες μέρες, δες που βρίσκεται η σχέση μας. Κύτταξέ μας!.. Γκρινιάζουμε, μαλλώνουμε!..
Η Πηνελόπη σηκώνεται και τον πλησιάζει με τρυφερότητα. Τον πιάνει από το χέρι. Τον αναγκάζει να σταματήσει το νευρικό του περπάτημα και τον υποχρεώνει να την κυττάξει στο πρόσωπο. Του μιλάει με παράπονο.
Πηνελόπη: Και φταίω εγώ για όλα αυτά αγάπη μου; Δε… φταίει κανείς άλλος; Ή μήπως φταίει κάπου κι η θεια; Χμ;
Σταύρος: Η θεια… Η θεια… Μα το Θεό, εσύ το έχεις το πρόβλημα, όχι η θεια. Δεν έμαθες να παραβλέπεις. Είσαι σκληρή, μετράς και το παραμικρό. Μα δεν έχει τίποτα καλό απάνω της, αυτή η γυναίκα τέλος πάντων; Μια χωριάτισσα γριά γυναίκα είναι. Μια αγράμματη Ελληνίδα. Τι περιμένεις; Σαβουάρ-βιβρ; Δεν καταλαβαίνεις ότι την πικραίνεις όταν της πεις, «κοίταξε τη δουλειά σου»;
Πηνελόπη: Στηβ… Δεν θέλω να σε πικράνω… αφού όμως το τοποθετείς μ’ αυτό τον τρόπο, νομίζω πως πρέπει να ξεκαθαρίσω τη θέση μου πάνω σ’ αυτό το θέμα, μια και καλή. Με πολύ πόνο και επίγνωση του τι λέω, σου ζητώ να σκεφτείς καλά-καλά ποιον θέλεις κοντά σου. Τη θεια Ουρανία ή εμένα. Το θέτω αυτό, όχι σαν απειλή, αλλά επειδή βλέπω ότι το ζήτημα ετούτο αντί να λυθεί, εξελίσσεται σε κάτι πολύ οδυνηρό. Τα παιδιά μας μεγάλωσαν, τα αποκαταστήσαμε, ούτε και που με χρειάζονται… Αν δε με χρειάζεσαι κι εσύ, πέστο μου να το ξέρω. Δεν το βρίσκω λογικό, ν’ αργάς νά ‘ρθεις στο σπίτι σου ή να φεύγεις για να μην ακούς παράπονα από εμάς, από τη μια ή από την άλλη. Με τη θεια δεν κάνω πια. Κάτι άλλαξε απάνω της. Έγινε κάπως κακιά. Καλά αρχίσαμε μαζί της, αλλά κακά θα τελειώσουμε εξ αιτίας της. Θαρρώ-το σκέφτηκα καλά αυτό που λέω- ότι προσπαθεί να δημιουργεί καταστάσεις ανάμεσά μας με κάποιο απώτερο σκοπό!
Σταύρος: Ελπίζω πως ότι κι αν είπες. τα είπες άσκεφτα. Δεν τα μετράω. Είσαι πικαρισμένη μαζί μου. Είσαι θυμωμένη με τη θεια κι έγινες παρανοική!.. Αυτό είναι!.. Έγινες παρανοική… Άκου λέει να διαλλέξω!.. Ποιόν να διαλλέξω; Αυτό είναι τρελλό από μόνο του. Πόσα χρόνια ζήσαμε μαζί: Είκοσι; Είκοσιπέντε και; Μια ζωή ολόκληρη! Μεγαλώσαμε παρέα… Αγαπηθήκαμε, χαρήκαμε… Παλέψαμε… και για κάτι τόσο γελοίο, για κάτι μικροπαρεξηγήσεις, θα πρέπει εγώ έτσι απλά να διαλλέξω… Αχ Πηνελόπη, Πηνελόπη, τ’ είναι αυτά που λες και με πικραίνεις; Κι όλα για ένα τίποτα; Αυτή την έρημη γυναίκα βρήκες να κυνηγήσεις; Μια μέρα θα φύγει και θ΄απομείνει μόνο η πικρή γεύση αυτής της μεγάλης παρεξήγησης.
Πηνελόπη: Όσο γελοίο κι αν σου φαίνεται, αφού λες πως είμαστε αλήθεια ένα αντρόγυνο που έχουμε τόσα πολλά καλά ανάμεσά μας, θα σε παραλέσω να συμφωνήσεις μαζί μου μόνο για ένα πράγμα, ακόμη κι αν διατρέχω τον κίνδυνο να θεωρηθώ παρανοική. Θα βάλεις κλειδωνιά
στο δωμάτιό μας και δε με νοιάζει τι θα πει η Θεια.
Σταύρος: Δεν μπορώ παρά να κάνω αυτό που μου ζητάς, ο κακομοίρης. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα… Το είπαν! Δεν το είπαν; Πυρ, γυνή και θάλασσα. Εγώ θα καώ από τις γυναίκες!..
…………….
Εικόνα Πέμπτη
Άλλη μέρα. Η Πηνελόπη έρχεται στο σπίτι από τη δουλειά. Η Θεια είναι στο σαλόνι και ψευτοπλέκει.
Πηνελόπη: Γεια σου θεια.
Θ. Ουρανία: Γεια σου νύφη. Πάλι ψώνισες;
Πηνελόπη: Τι να ‘κανα; Ούτε καφέ είχαμε… ούτε μπισκότα… Αυτά πού ‘φερα χτες, άνοιξε η γής και τα κατάπιε!..
Θ. Ουρανία: Τι μολογάς τώρα νύφη; Χάνουνται τα πράγματα μες το σπίτι; Είναι κανείς άλλος απ’ την αφεντιά μ’ εδώ μέσα; Όχι. Πάει να πει, πως εγώ τ’ αφανίζω!
Αρχίζει ξαφνικά να κλαίει βάζοντας την Πηνελόπη σε δύσκολη θέση. Η Πηνελόπη την πλησιάζει.
Πηνελόπη: Έλα τώρα θεια; Ότι έγινε, έγινε!.. Δεν σε κατηγοράω για τίποτα!..
Θ. Ουρανία: Αχ νύφη!.. Για μένα τα λες όλ’ αυτά… Αχ! τι να κάμω η καημένη!.. Με κατηγοράς, με κατηγοράς… Άδικο που πράττεις, άδικο σου λέω!..
Πηνελόπη: Θεια, ότι και νά έγινε δεν πειράζει. Λάθη γίνονται. Μη στεναχωριέσαι, αλήθεια το λέω. Δε σε κατηγοράω. Να, πήγα κι αγόρασα άλλα.
Η Πηνελόπη πηγαίνει στην κουζίνα αμήχανη. Είναι συγχισμένη. Αδειάζει τα πράγματα από τις δυο σακκούλες σιωπηλή. Κι ενώ η Πηνελόπη βρίσκεται στην κουζίνα, έρχεται ο Σταύρος. Το πρώτο πρόσωπο που βλέπει είναι η Θεια.
Σταύρος: Γεια σου Θεια. Πώς τα πέρασες σήμερα;
Θ. Ουρανία: Γεια σ’ και σένα Σταυρί μ’. Καλά να λέμε, καλά!.. Εσύ γιε μ’ πώς πήγες;
Σταύρος: Καλά θεια, καλά… Τα ίδια… Δόξα τω Θεώ!.. Η Πηνελόπη πού είναι;
Θ. Ουρανία: Στο μαγεριό παιδί μ’…
Ο Σταύρος πηγαίνει στην πόρτα της κουζίνας.
Σταύρος: Πηνελοπίτσα γεια σου. Ηρθα.
Πηνελόπη: Γεια σου Σταύρο. Τι νέα;
Σταύρος: Δε διάβασα ακόμη την εφημερίδα, αλλά απ’ ότι βλέπω στην πρώτη σελίδα με μεγάλα γράμματα, πάλι άναψαν φωτιές στην Ελλάδα!..
Ανοίγει την εφημερίδα, κυττάζει το άρθρο και τις φωτογραφίες.
Σταύρος: Άκου λέει!.. Τι λες βρε παιδί μου… Τόση πια ασυνειδησία κατέχει τους συμπατριώτες μας; Τι ζέστη και κολοκύθια νερόβραστα μας κατεβάζουν; Τι γίνεται επί τέλους;
Πηνελόπη: Έλα τώρα μην εξάπτεσαι! Μπορεί να άναψαν από μόνες τους, όπως το λένε;
Σταύρος: Τι λες τώρα Πηνελόπη; Από την εποχή που εγώ ήμουν παιδί, ώσπου άντρεψα, δε θυμάμαι να γίνονταν τέτοια πράγματα. Κι αν άκουγες κάτι, ήταν κάτι μικρό. Κανά σπιτάκι από κανά μαγκάλι… τέτοια άκουγες! Τώρα το κάναν μόδα καλοκαιρινή! Καίνε ότι έχει απομείνει ζωντανό σε μια κατακαμμένη πατρίδα. Έτσι και ορθοσταθεί, ανησυχούν μπας και πάρει από μάτι! Την κουτσουρεύουν λοιπόν οι ιδιοι οι Έλληνες και ούτε γάτα ούτε ζημιά! Αυτό θα πει πατριωτισμός! Και μετά γκρινιάζουμε πως φταιν’ οι απόξω!.. Οι άσπονδοι φίλοι μας!..
Πηνελόπη: Καλά, καλά, το ξέρουμε δα… πως οι Έλληνες, δεν είναι όλοι τους ευαίσθητοι πατριώτες! Κι ούτε που έχουν ξενητευτεί και την λυπούνται την πατρίδα. Φύγαν οι δικοί μας, ξέμεινε η γη στους λοιπούς, αλλά και πάλι δε φαίνεται νά ‘ναι αρκετή, έτσι καίνε και τα δάση του Θεού. Κοντεύουν να πνιγούν στα τσιμεντένια κύματα των πολυκατοικιών τους.
Θ. Ουρανία: Μη μιλάτε έτσι του λόγου σας. Τι να κάμουν οι κακομοίρηδες; Μήνα μπορούν να ζιουν με τα ελάχιστα πού ‘χουν; Τα χωράφια δε φτουράν. Για να πορευτούν, καίνε κι από λίγο, για να κόψουν οικόπεδα!.. Εδώθε είναι μεγάλη η γης!.. Όλα είναι πλούσια!..
Σταύρος: Όχι κι έτσι πια, βρε θεια!.. Οι συμπατριώτες μας, μήτε που δουλεύουν… μόνο τα καλοκαίρια κι ύστερα κάθονται όπως μερικοί, μερικοί!… Εμείς εδώ, σκοτωνόμαστε θεια! Σκοτωνόμαστε! Κι ότι φτάξαμε, το φτιάξαμε με υπομονή και βλέψη. Τίποτα δεν έγινε από μόνο του! Δουλέψαμε, όπως οι πιο πολλοί Έλληνες μετανάστες, σκληρά, πολύ σκληρά, κι οι δυο μας -η γυναίκα μου κι εγώ- και είχαμε να μεγαλώσουμε και τα παιδιά μας. Ένας Θεός ξέρει τι τράβηξαν οι μετανάστες σ’ αυτή τη γη, χωρίς την γλώσσα τους και χωρίς την ζεστασιά της σιγουριάς που δίνει η πατρίδα, κι ας την τριγυρίζουν τσακάλια! Κι ακόμα δουλεύουμε, γιατί δε ξέρουμε τι μας φυλάν τα γεράματα, σ’ αυτή τη γη. Τα παιδιά μας, νά ‘ναι καλά, αυτά είν’ αλλιώς. Τούτ’ η γης είναι δική τους, όσο κι όλων των άλλων εδώ, όποια φυλή κι αν είναι.
Πηνελόπη: Και που τα καίνε τα δάση, από πού θ’ αναπνέουν; Και τι θα γίνει αν πιάσουν εκείνες οι φθινοπωρινές βροχές; Τα νερά θα τους βουλιάξουν. Τα βλέπουμε στις γειτονικές χώρες εδώ… Άσε πια η Αθήνα όταν βρέχει, τα υπόγεια πνίγονται!..
Βράδυ, πάνε για ύπνο. Καληνυχτίζονται. Ο Σταύρος και η Πηνελόπη στο δωμάτιό τους. Η Πηνελόπη στέκεται μπροστά στο παράθυρο του δωματίου τους, σαν κάτι να περιμένει. Ξαφνικά μια δέσμη φωτός ξεπηδά από την πόρτα της κουζίνας. Η Πηνελόπη δεν περιμένει για να δει. Τρέχει στον Σταύρο που δεν έχει ακόμη κοιμηθεί. Τον ακουμπά στον ώμο όπως είναι ξαπλωμένος και του μιλάει με μαλακό αλλά συγχρόνως και επιτακτικό τόνο.
Πηνελόπη: Στηβ!.. Σήκω!.. Σήκω γρήγορα!..
Σταύρος: Τι; Τι συμβαίνει πάλι;
Ο Σταύρος σηκώνεται με δυσκολία. Η Πηνελόπη μαλακά τον τραβά από το χέρι, στο παράθυρο. Μαζί βλέπουν την θεια Ουρανία να πετά μια σακκούλα στα σκουπίδια.
Πηνελόπη: Βλέπεις;
Σταύρος: Τι να δω βρε Πηνελόπη; Τη θεια να πετάει σκουπίδια; Κι αυτή η ευλογημένη… τι κάνει τέτοια ώρα στην αυλή; Μήτε που φοβάται!
Πηνελόπη: Α!.. Μη στρώνεσαι στον ύπνο!.. Περίμενε μια σταλιά!.. Υπομονή. Θα πάμε κάτω μαζί, για να δεις και μόνος σου!..
Σταύρος: Κατάλαβα. Θέλεις να μου αποδείξεις ότι είχες δίκιο το άλλο βράδυ, με τη θεια!.. Αλλά βρε πουλάκι μου, είναι ανάγκη να πάμε τώρα αμέσως, για να μας φάνε και τα λυσσασμένα κουνούπια; Θα μας κολλήσουν και έιτζ!.. Έλα… άσε να πάμε για ύπνο τώρα και το πρωί βλέπουμε. Είμαι ψόφιος, δε με λυπάσαι;
Πηνελόπη: Λυπάμαι και τους δυο μας. Αλλά πρέπει. Έλα κάνε μου τη χάρη. Θα κάνουμε πως δεν τρέχει τίποτα, αν μας δει. Σύμφωνοι;
Σταύρος: Έχω εκλογή; Όχι!.. Αλλά μην τολμήσεις να μου κάνεις άλλη φορά τέτοιου είδους γυμνάσια. Ούτε στρατιώτης να ήμουν!..
Πηνελόπη: Σσσσ!.. Πάμε.
Έρχονται στην κουζίνα. Η θεια τους συναντά στο διάδρομο. Κρατά ένα ποτήρι νερό.
Θ. Ουρανία: Α… δεν πέσατε ακόμη!..
Σταύρος: Δε μας έπιανε ύπνος. Είπαμε να πιούμε κάτι. Απ’ ότι βλέπω κι εσύ έκανες το ίδιο.
Θ. Ουρανία: Ναι… Βγήκα να πάρω σταλιά νερό. Άει καλνύχτα!..
Πηνελόπη: Καληνύχτα θεια!
Σταύρος: Καληνύχτα!..
Κάθονται λίγο στην τραπεζαρία. Η Πηνελόπη βράζει νερό. Ετοιμάζει κάτι ζεστό. Σίγουροι ότι η Θεια πήγε για ύπνο, βγαίνουν ήσυχα από την πόρτα της κουζίνας και ανοίγουν το δοχείο σκουπιδιών. Απάνω-απάνω είναι η σακκούλα που έβαλε η θεια. Την παίρνουν μέσα στην κουζίνα νυχοπατώντας σα νάταν κλέφτες. Την ανοίγουν και βγάζουν από μέσα ένα ψωμί, ένα πακέτο αλεύρι, ένα κουτί χαμομήλι, δυο κουτάκια φαγητού για την γάτα. Μετά η Πηνελόπη τα βάζει πίσω στη σακκούλα και την τοποθετεί προσεκτικά πίσω στο δοχείο των σκουπιδιών. Ο Σταύρος κουνάει το κεφάλι του.
Σταύρος: Τι σημαίνει αυτό;
Πηνελόπη: Εσύ τι νομίζεις; Ακόμη και τώρα που βλέπεις με τα μάτια σου… ρωτάς;
Σταύρος: Να με πάρει ο διάβολος αν καταλαβαίνω τίποτα!.. Τι σημαίνουν όλ’ αυτά; Γιατί τα κάνει αυτά η Θεία; Σε τι αποβλέπει;
Πηνελόπη: Σώπα τώρα!.. Θα ιδούμε τι θα κάνουμε το πρωί!..
Την άλλη μέρα. Η Πηνελόπη παίρνει το πιατάκι της γάτας. Ύστερα κυττάζει στην ντουλάπα για το φαγητό της γάτας. Φυσικά δεν υπάρχει τίποτα. Είναι όλα, υποτίθεται, στα σκουπίδια. Η θεια κάθεται στην καρέκλα και πίνει καφέ. Μιλάνε με το Σταύρο.
Πηνελόπη: Είμαι σίγουρη, εδώ τα έβαλα… Το ψωμί, τ’ αλεύρι, το χαμομήλι, τα κουτάκια με το φαγητό της γάτας. Μην τά ‘βαλες πουθενά αλλού θεια Ουρανία;
Θ. Ουρανία: Τ’ έγινε πάλι νύφη; Πάλι χάθηκαν τα ψωνισμένα σ’;
Πηνελόπη: Λες να μη ξέρω τι μου γίνεται;
Θ. Ουρανία: Μα νύφη, μαζί πήγαμαν για ύπνο!..
Ο Σταύρος νευριασμένος από την φιλονικία αυτή ανακατεύεται ξαφνικά. Σηκώνεται και ενώ μιλά στην θεία προχωρεί προς την εξώπορτα της κουζίνας. Η θεια τον παρακολουθεία ατάραχη.
Σταύρος: Έλα τώρα θεια, σε παρακαλώ!.. Ήμουν κι εγώ εδώ όταν η Πηνελόπη ταχτοποιούσε αυτά τα πράγματα στη ντουλάπα.
Θ. Ουρανία: Πού να ξεύρω ‘γώ, τι φκιάχν’ η νύφη, Σταυρί μ’;
Σταύρος: Εγώ όμως ξέρω… Δηλαδή… ξέρω πού είναι!..
Βγαίνει έξω και σε μια στιγμή εμφανίζεται με την πλαστική σακκούλα που βρήκαν στο δοχείο σκουπιδιών με την Πηνελόπη. Η Θεια δε φαίνεται να στεναχωριέται με τίποτα. Απεναντίας φαίνεται να περιμένει για κάποια εξέλιξη. Ο Σταύρος ανοίγει την σακκούλα και αραδιάζει τα λίγα πράγματα στο τραπέζι. Η θεια Ουρανία σηκώνεται και με θριαμβευτικό ύφος λέει.
Θ. Ουρανία: Καλά το ‘ποψιάστηκα. Είδες Σταυρί μ’; Είδες; διες τι κάν’ η νύφη; Τ’ άγοράζει τα σκαπετίζει κι από στερνά ρωτάει κι από πάνω μην τάδα, λες και δε ξέρει τίποτις. Σε ζημιώνει, ζημιώνει την οικονομία σας και ποιος ξέρει τι έχει στο μυαλό τς!..
Σταύρος: Θεια μη λες άλλη κουβέντα!.. Σ’ είδα από το παράθυρο της κρεββατοκάμαράς μας… όταν τά ‘ριχνες…
Θ. Ουρανία: Σταυρί μ’!.. Πώς κρένεις έτσι; Εγώ γιε μου να πράξω τέτοια καμώματα; Εγώ πέταξα τα σκουπίδια απ’ το μπάνιο. Να τι πέταξα!.. Όχι αυτή τη σακκούλα!.. Γι’ αυτήν, άλλον πρέπει να ρωτήξεις. Έλα να διεις μοναχός σ’!..
Η Πηνελόπη κυττάζει όλη την σκηνή μ΄ανοιχτό το στόμα. Η Θεια Ουρανία, σκουπίζει τα μάτια της με το μαντήλι της. Κουνάει το κεφάλι της με απελπισία. Φαίνεται ράκος!
Σταύρος: Δε θέλω να δω τίποτα!..
Θ. Ουρανία: Αχ…κακό που μ’ ήβρε στην ξένη γης!.. Έλα για, έλα Σταυρί μ’… έλα να διεις.
Τον τραβά από το χέρι σα μικρό παιδί. Ο Σταύρος σχεδόν άβουλα της επιτρέπει να τον τραβήξει έξω. Είναι πολύ στεναχωρημένος κι αδρανής.. Στην στιγμή βρίσκονται στην πόρτα της κουζίνας κι η θεια τραβάει μια σακκούλα από το δοχείο, ίδια σαν την άλλη και την ανοίγει. Μέσα βρίσκονται τα σκουπίδια του μπάνιου. Ο Σταύρος μένει άφωνος αλλά κι η Πηνελόπη παρακολουθεί πράγματι τρομαγμένη.
Θ.Ουρανία: Γλέπεις γιε μου; Ετούτ’ είν’η αλήθεια!..
Αφήνει τον Σταύρο και την Πηνελόπη σύξυλους στην κουζίνα και τραβάει για το δωμάτιό της. Οι δυο τους σκέφτονται, καθένας χωριστά.
Σταύρος: (σκέφτεται)”Έχε γούστο!.. Όχι, δεν είναι δυνατόν κάτι τέτοιο!.. Όχι,δε μπορεί να ‘ναι η Πηνελόπη… Δεν είναι άξια για τέτοια τερτίπια!.. Ή μήπως σκάρωσε όλη αυτή την υπόθεση για να με πείσει πως η Θεια πρέπει να φύγει πίσω στην Ελλάδα;”
Πηνελόπη: (σκέφτεται…)”Τρομάρα μου πώς έμπλεξα έτσι; Άντε τώρα να πείσω τον Στηβ, πόσο πανούργα είναι η Θεια Ουρανία. Αλλά γιατί όμως; Σε τι να αποβλέπει άραγε;”
…………..
Εικόνα Έκτη
Ο Σταύρος στην κρεββατοκάμαρα, ετοιμάζεται για ύπνο. Τραβά τις παντόφλες του κάτω από το κρεββάτι. Καθώς τις σηκώνει, από την μια, κυλάει ένα είδος κουβαριού πλεγμένο: με μαλλιά, ανθρώπινα, φτερά πουλιού, οδοντογλυφίδες, καρφίτσες, νύχια, κλωστές. Ο Σταύρος πετάει τις παντόφλες τρομαγμένος. Τις κυττάζει από μακριά με φρίκη. Πλησιάζει προσεκτικά και σκύβει πάνω από το “πράγμα”. Τραβιέται πάλι πίσω με αποτροπιασμό. Η Πηνελόπη που μπαίνει στο δωμάτιό τους από το μπάνιο, παρακολουθεί παραξενεμένη το βλέμμα του Σταύρου, κι ενώ αυτός αναρρωτιέται φωναχτά.
Σταύρος: Διάβολε!.. Τ’ είναι αυτό το πράγμα;
Πηνελόπη: Ποιο πράγμα; (ρωτάει και μόλις αντικρύζει το παράξενο κουβάρι…) Α!.. Θεός φυλάξοι!.. Τ’ είναι αυτό;
Σταύρος: Δε βλέπεις; Ένα… ένα… Πού να ξέρω ‘γώ! Πώς άραγε διάβολο-φώλιασε στην παντούφλα μου;
Η Πηνελόπη δαγκώνεται. Σκέφτεται.
Πηνελόπη: “Αχ Θε μου!.. Πάλι η Θεια!.. Είμαι σίγουρη, ότι είναι κάμωμά της!.. Μα η πόρτα ήταν κλειδωμένη! Πώς μπήκε μέσα; Λες να βρήκε την ευκαιρία όταν εγώ ήμουν απασχολημένη;”
Τρέχει στην τουαλέττα αναστατωμένη. Ο Σταύρος δεν προσέχει την Πηνελόπη. Μονολογεί.
Σταύρος: “Α!.. Τέτοια, δεν τα ξέρει η Πηνελόπη. Σίγουρα πράγματα! Δε ξέρει τέτοιες αηδίες, τα κομπογιαννίτικα, τα μάγια, τα μαντζούνια και τις δυσειδαιμονίες. Αυτή είναι γεννημένη εδώ, στην Αυστραλία. Ποτέ δεν αντιλήφθηκα κάτι τέτοιο στο σπιτικό μου τόσα χρόνια. Απομένει η Θεια… που είναι και Ρουμελιώτισσα! Τώρα που το θυμάμαι, δεν είναι λίγες οι φορές που μας μίλησε για τέτοια, παράλογα για την εποχή μας, πράγματα. Στα μέρη μας, λέει, κάνουν μάγια. Τώ ‘πε. Το θυμάμαι, ναι βέβαια. Τώρα που το σκέφτομαι θυμάμαι… Θυμάμαι τη μάννα μου που σα ζούσε μίλαγε για την ωραία ανηψιά του θειού μου του Σταμάτου-του γαμπρού της, δηλαδή-την Παρασκευούλα, μια κοπέλλα μόλις δεκαέξη χρόνων. Την μελέταγε κι έκλαιγε σαν τη θυμόταν. Η δυστυχής νέα είχε μείνει έγκυος -άγνωστος ο δράστης- και η θεια Ουρανία είχε προσπαθήσει να την βοηθήσει να το “ρίξει”, για να μη γίνει ρεζίλι!.. Ένιωσα τότε ότι ίσως η θεια να το παράκανε, γιατί μάνα και αγέννητο, φύγαν μαζί για την άλλη ζωή. Αλλά κι ο θειος μου ο Σταμάτος; Λέγανε πως έφυγε από το πολύ πιοτί”. Ποιος ξέρει τι συνέβη στ’ άλήθεια; Βρε… τι κάθομαι και σκέφτομαι τώρα; Πάντως η θεια Ουρανία -το θυμάμαι αυτό πολύ καλά, καθώς τα αισθήματα βέβαια δεν κρύβονται!- αγαπούσε τη μάνα μου. Την αγαπούσε πολύ. Ίσως γι’ αυτό αγαπούσε κι εμένα. Ποιος ξέρει; Πάντως με κύτταξε όταν πέθαν’ η μάνα μου, Θεός σχωρέστην! Παράξενο στ’ αλήθεια, αλλά οι θάνατοι στην οικογένειά μας φαίνονταν σαν κάτι το φυσικό. Προτού νάρθω εδώ, θυμάμαι ότι όλοι στο χωριό είχαν πειστεί πως στην οικογένειά μας είχαμε “φτηνή” υγεία κι από γεννησιμιού μας. Αλλά εδώ που τα λέμε, η πατρίδα είχε τα χάλια της εκείνους τους καιρούς. Όχι αστεία!.. Τι να περίμενε κανείς; Μαύρα χρόνια, μεταπολεμικά! Ο ανταρτοπόλεμος… κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο! Τη γλύτωσα μα το Θεό γεννήθηκα στα τελειώματά τους. Δε γλύτωσα τη φτώχεια της -σίγουρα πράγματα- γι’ αυτό και κυνήγησα τη μοίρα μου σ΄αυτή τη γη. Δόξα σοι ο Θεός!.. Έχω όμως ακούσει πολλά για τα χρόνια πριν να γεννηθώ. Μαύρα τα χρόνια του πολέμου, φτηνή η ζωή. Ποιος έδινε σημασία σ’αυτά; Μήπως είχε όρεξη ο συγγενής και χειρότερα ο φίλος, ο γείτονας, ο συγχωριανός; Σιγά!.. Τα δικά τους ποιος θα τάφτιαχνε; Άσε πια οι αρχές!.. Ποιες αρχές; Αυτοί ήταν κι αν δεν ήταν! Είχαν όρεξη ν΄ασχολούνται με τους φτωχούς κι αγράμματους χωριάτες; Γεννήθηκες, πέθανες, δε σήμαινε και πολλά. Μήτε οι εκκλησιές είχαν το πάθος να παρηγορούν ή να βοηθούν τους κακομοίρηδες! Τους τεμενάδες και τα γλυψίματα τα φύλαγαν όλοι τους για τους δυνατούς! Παλιά ελληνική τραγωδία!”
Σκύβει ξανά πάνω από το κουβάρι. Το κυττάζει. Περπατά γύρω-γύρω.
Σταύρος: Για τη θεια την Ουρανία, θυμάμαι πως όλοι την οικτίριζαν, πού ‘χε μείνει άκληρη και λιγότερο, πού ‘χε χάσει τον “μεθύστακα άντρα της”. Ήταν βέβαια κι ο θάνατος της μάνας μου, της “κατακαημένης Αγνούλας”, που ήταν πολύ πιο νέα από την θεια. Θυμάμαι όταν της έγραψα πριν δυο χρόνια νά ‘ρθει να μας επισκεφτεί, για λίγο, δε δίστασε, θαρρείς και δεν είχε τι να κάνει πια, στο χωριό. Λες να της λείψαν οι περιπέτειες; Στην Ρούμελη πάντως, κι όσο ζούσε ο άντρας της…
Κουνάει το κεφάλι του με αποδοκιμασία. Συνεχίζει το μονόλογό του.
Σταύρος: Είχαν άσκημα χούγια στην Ρούμελη εκείνη την εποχή. Η Θεια… Καμιά φορά νιώθω πως ό,τι στερήθηκε στον τόπο της, κυττά να τ’ άποχτήσει εδώ, στο δικό μου σπιτικό. Χμ!.. Τώρα που το σκέφτομαι αρχίζω να το διακρίνω!.. Καλά που δεν πολύ-βλέπει τα παιδιά μας!..” (Φωνάζει) Πηνελόπη!.. Τι έγινες βρε γυναίκα;
Φωνάζοντας την Πηνελόπη κατευθύνεται στο μπάνιο. Η Πηνελόπη δεν απαντά. Εμφανίζεται όμως, σχεδόν αμέσως.
Σταύρος: Είσαι καλά βρε παιδί μου;
Πηνελόπη: Καλά είμαι!.. Μόνο που δε μπορώ να βλέπω αυτό το συχαμερό πράγμα, ότι κι αν είναι!.. Μπορείς να το ταχτοποιήσεις εσύ; Πληζ Στηβ!..
Σταύρος: Εντάξει, εντάξει… Θα το ταχτοποιήσω εγώ! Θα καθαρίσω και το πάτωμα. Μείνε ήσυχη.
Ο Σταύρος δεν κρατιέται. Αμίλητος έρχεται στο σαλόνι. Η θεια κουτσοπλέκει. Είναι μπροστά στην τηλεόραση και κάπου-κάπου της ρίχνει καμιά ματιά. Μόλις βλέπει τον Σταύρο μόνο και συγχισμένο, χαίρεται και δεν το κρύβει.
Θ. Ουρανία: Α!.. Σταυρί μ’ δεν έπεσες ακόμη; Πού ‘ναι οι παντούφλες σ’ γιε μ’;
Σταύρος: Όχι θεια… Ούτε έπεσα, ούτε παντούφλες φορώ!.. Βγήκα να πάρω σακκούλες για το καλάθι του μπάνιου… και να σε ρωτήσω. Του λόγου σου ξέρεις από τέτοια! Σίγουρα! Ξέρετε εκεί πέρα στην Ρούμελη-κάτι μολόγαες μια μέρα- για μαντζούνια και σού ‘πα, μού ‘πες.
Θ. Ουρανία: Αχού γιε μ’! Θιος φυλάξοι!.. Βρήκες τίποτις; Άμα βρήκες, ταχιά να το σκαπετήσεις! Μ’ ακούς; Τι κρένω; Κάλιο να το κάψεις! Ναι, ναι!..
Σταύρος: Στάσου ρε θεια, είπα τέτοιο πράγμα; Τι σ’ έπιασε; Πού ξέρεις αν βρήκα ή δε βρήκα! Άλλο σε ρώτησα!.. Τέλος πάντων!..
Θ. Ουρανία: Γιε μ’ έχεις οχτρούς. Το γλέπω στα μάτια σ’!.. Πα, πα, πα, πα!.. Δε μου φαίνεσαι τόσο καλά. Βασκαμένος θα ‘σαι. Μήπως σε πονεί το κεφάλι σ’;
Σταύρος: Έλα στα συγκαλά σου θεια! Τι σ’ έπιασε; Το τελευταίο καλά τώ ‘πες. Είσαι μέσα!.. Πονοκέφαλο είπες; Άλλο καλό, δόξα τω θεώ. Τώρα τελευταία μας έφαγε η γκρίνια. Γρουσουζιά με το τσουβάλι!..
Θ. Ουρανία: Τ’ είπες γιε μ’;
Σταύρος: Τίποτα παραπάνω απ’ ότι άκουσες.
Θ. Ουρανία: Άσε παιδάκι μ’ να σε σταυρώξω!.. Είσαι ματιαγμένος!..
Σταύρος: Τι λες τώρα βρε θεια; Μπέμπης είμαι να με ξεματιάσεις;
Θ. Ουρανία: Μη βλασφημάς παιδί μ’. Η θρησκεία μας, η εκκλησιά μας το δέχεται το μάτι!..
Σταύρος: Δεν το δέχομαι εγώ όμως, θεια!..
Ενώ ο Σταύρος κατευθύνεται θυμωμένος προς την κουζίνα, η θεια χαμογελάει με μια τρελλή έκφραση στο πρόσωπο. Σχεδόν αμέσως ο Σταύρος βγαίνει από την κουζίνα κρατώντας δυο σακκούλες και κατευθύνεται στο υπνοδωμάτιό του, χωρίς να δίνει σημασία στην θεια, που μουρμουρίζει φανερά ικανοποιημένη.
Θ. Ουρανία: “Χα!.. Μέχρις εδώ, καλά παγαίνουμι!..”
Ο Σταύρος πίσω στο υπνοδωμάτιο με την Πηνελόπη. Κρατάει τις πλαστικές σακκούλες και καθώς κινείται συνεχώς μουρμουρίζει από μόνος του. Η Πηνελόπη τον παρακολουθεί δίχως να τολμά να του μιλήσει. Ξεροβήχει προσπαθεί να καλμάρει. Κάποια στιγμή κρατώντας τις πλαστικές σακκούλες και με γκριμάτσα σιχαμάρας σκύβει και μαζεύει το “πράγμα”. Εξαφανίζεται στο μπάνιο για μια στιγμή κι ύστερα επιστρέφει. Η Πηνελόπη τον παρακολουθεί αμίλητη. Είναι πολύ ταραγμένη.
Σταύρος: Είσαι καλύτερα τώρα;
Πηνελόπη:………
Σταύρος: Δεν πιστεύω να φοβάσαι αυτή την αηδία ακόμη και μέσα στο καλάθι των αχρήστων!..
Πηνελόπη: Τι να πω;
Σταύρος: Μην πεις τίποτα!.. Άντε να πάμε να κοιμηθούμε, προτού με πιάσει ο δαίμονας και τότε, δε ξέρω τι θα κάνω!.. Άκου!.. και μην τα πετάξεις τα σκουπίδια από το μπάνιο. Τα θέλω.
Πέφτουν για ύπνο.
………….
Εικόνα Έβδομη
Το απόγευμα τους βρίσκει όλους στο σαλόνι να παρακολουθούν τα νέα. Η θειά Ουρανία ψευτοπλέκει όπως πάντα. Ο Σταύρος απλώνει το μπράτσο του γύρω από τους ώμους της Πηνελόπης και την τραβά κοντά του, κάτω από το λοξό βλέμμα της θειας που στάζει κακία. Σκύβοντας πολύ κοντά στο πρόσωπο της Πηνελόπης, της ψιθυρίζει ενώ την σφίγγει απάνω του.
Σταύρος: Κάθησε λιγάκι, έτσι κοντά μου, σφίξε με! Όλη μέρα δε βλεπόμαστε και τα βράδυα καθόμαστε σ’ αυτό το σαλόνι, μακριά ο ένας απ’ τον άλλο.
Πηνελόπη: Έλα τώρα Στηβ, που κάνεις σα νιόπαντρος!
Γελάει σιγανά και τον αφήνει να την φιλήσει στα μαλλιά. Γρήγορα τον σπρώχνει μαλακά από κοντά της, δείχνοντάς του με τα μάτια την θεια, που κρυφοκυττάζει. Ο Σταύρος αδιάφορα γέρνει απάνω της, την στριμώχνει στην γωνία του καναπέ. Ξαφνικά η Θεια σηκώνεται και κατευθύνεται στο δωμάτιό της. Το βλέμμα της δείχνει πείσμα και τα χείλη της είναι σουρωμένα. Ο Σταύρος δεν δίνει σημασία ενώ η Πηνελόπη δαγκώνεται.
Πηνελόπη: Λες να της κακοφάνηκε;
Σταύρος: Τι λες τώρα; Αν είναι να της κακοφαίνεται π’ αγκαλιάζω και φιλώ την γυναίκα μου, έκανε καλά πού ‘φυγε!.. Όλα αυτά που συμβαίνουν, πολύ μ’ εκνευρίζουν γυναίκα. Πολλά πράγματα μου φαίνονται βαρειά και με πειράζουν. Κάνω πως δε βλέπω, πως δεν καταλαβαίνω κι άλλοτε μπερδεύομαι μα την αλήθεια. Μήπως εσύ μπορείς να με ξεμπερδέψεις;
Πηνελόπη: Σσσσ!… Μη μιλάς!..
Βάζει τα δάχτυλά της απάνω στα χείλια του και ο Σταύρος τα φιλά.
Σταύρος: Γιατί… στο σπίτι μου, δεν είμαι; Στο βασίλειό μου, δεν είμαι ο βασιλιάς; Δεν είσ’ η βασίλισσά μου; Πότε θα χαρούμε; Σε λίγο θά ‘ρθουν στην ζώη μας κι άλλα αγγόνια, όλα δείχνουν πόσο γρήγορα φεύγουμε.
Η θεια Ουρανία στο δωμάτιό της, μιλά στον εαυτό της.
Θ. Ουρανία: “Τι να φτιάξω να το γλυτώσω το παιδί απ’ τα χέρια τς. Δε γλέπεις τι άβουλο πλάσμα είναι; Σα την μάννα τ’, ίδιο!.. Αχ η ξετσίπωτη!.. Τον έχει του χεριού τς. Πανάθεμά τες για θηλυκούδια!.. Έτσι κι η άλλη η βρώμα που μού ‘φαε τον άντρα μ’ -που ποτέ τς να μη βρει γαλήνη! Αμ’ δε!.. Έγνοια σ’ νύφη, έγνοια σ’!.. Αυτή μωρέ τα φταίει όλα! Αυτή!.. Θέλει να μ’ πάρει το Σταυρί μ’, να με διώξ’ από ‘δω μέσα!.. Αχ!.. την ξετσίπωτη… Διέ την, τι καμώματα φκιάχνει με τον Σταύρο!.. Κοτζάμ γυναίκα δεν αντρέπεται, με παιδιά παντρεμένα, μ’ αγγόνια!.. Σαλιαρίζ’ εκεί στον σοφά και τον ξεμυαλίζει! Κάτι τέτοιες κρατούν τς άντρες, στα βρακιά τς!.. Αμ’ τι, σαν κι εμένα, π’ αντρεπόμουν, σκιαζόμουν μπας και πάθω… ανεμογκαστριά! Τς φοβόμουν τς άντρες… Φοβόμουν κι αυτόν τον ίδιο τον άντρα μ’!.. Τον Σταμάτο!.. Τον συχαμένο, πού ‘πινε και βρώμαε απ’ το πιοτί κι απ΄το σκόρδο!.. Ξημερώνουνταν με τα τσουλιά πούφερνε ο κατεργάρης, ο άτιμος, ο Πανάγος… Φωτιά να τον έκαιγε αυτόν και τον καφενέ τ’!.. Ποιες κι απούθε; Σάματις ήξευρα; Μια πού ‘ξευρα…ε!.. εκείνη τη μια, την έφκιαξα με τα χεράκια μ’! Τι θαρρείς; Τς πλήρωσα, όοοολα τα χρωστούμενα!.. Και τι χρωστούμενα!.. Αχ κατακαημένη Ουρανιώ!.. Την θυμάσαι την άτιμη, Ουρανιώ; Την θυμάσαι την παστρικιά;
Παρουσιάζεται μια νεαρή μέχρι δεκαέξη χρόνων. Φαίνεται κλαμμένη και πολύ φοβισμένη. Είναι η Παρασκευούλα, η νεκρή ανηψιά του επίσης μακαρίτη άντρα της, του Σταμάτου. Απευθύνεται στην θεια Ουρανία.
«Παρασκευούλα: Θεια Ουρανία μ’!.. θα με σκοτώσουν, σ’ λέω!
Θ. Ουρανία: Τι κρένεις μωρή; Ποιοί θα σε σκοτώσουν;
Παρασκευούλα: Έχω…έχω…
Θ. Ουρανία: Τ’ έχεις μωρή.΄Ανοιξε το στόμα σ’. Μ’ αγκάστρωσες!..
Παρασκευούλα: Θαρρώ πού ‘πιακα παιδί!..
Θ. Ουρανία: Τ’είπες μωρή, αθιόφοβη;
Παρασκευούλα: Θεια μη μ’ αποπαίρνεις!.. Μ’ άκουσες; είμ’ έγκυος, σ’ λέω!..
Θ. Ουρανία: Με ποιό ζαγάρι μωρή; με ποιόν βρωμιάρη;
Παρασκευούλα: Δε μπορώ να πω!
Θ. Ουρανία: Γιατί μωρή; Μη και του χαλάσουμε το προξενιό;
Παρασκευούλα: Έχει γυναίκα!..
Θ. Ουρανία: Τον ξεύρω τον κερατά του διαβόλου; Τον δράστη;
Παρασκευούλα: Τι πα να πει “δράστη”, μωρή θεια;
Θ. Ουρανία: Όλα θες να τα ξεύρεις πια!.. Γι’ αυτό κι έβγανες και τα μάτια σ’. Αυτός μωρή, που σε χαντάκωσε ή ήταν κι άλλοι ξυπνοί πριν από δαύτον;
Παρασκευούλα: Αχού μωρέ θεια, δεν είμαι δα και του δρόμου !…
Η μικρή κλαίει κι αναστενάζει και σταυρώνει τα χέρια και παρακαλά. Η Θεια Ουρανία φαίνεται σκληρή, αλύπητη. Ρωτάει στεγνά.
Θ. Ουρανία: Και τι θες από μένα ανηψιά; Τρομάρα να σού ‘ρθει έρμη!..
Παρασκευούλα: Βόηθα με θεια, να ζήσεις χίλια χρόνια, να σχωρεθούν τ’ αποθαμένα σ’! Θέλω να το ρίξω. Αλλιώς θα με σκοτώσουν θεια! Φοβάμαι θεια!..
Θ. Ουρανία: Τι κρένεις μωρή ξεμυαλισμένη; Δε σκιαζόσουν όταν έβγανες τα μάτια σ’;
Παρασκευούλα: Δε φταίω εγώ θεια! Με το ζόρ’ ο παλιάνθρωπος με τσάκωσε και με στρίμωξε!..
Θ. Ουρανία: Τότις θα το πιάσουμε το ζαγάρι και θα το κολλήσουμε στον τοίχο. Αν έχει γιο ακόμη καλίτερα. Θα σε παντρέψουμε με δαύτον!
Παρασκευούλα: Όχι σ’ λέω θεια… όχι!..»
Η Παρασκευούλα φεύγει από την σκηνή. Η θεια συνεχίζει να θυμάται ακόμη…
Θ. Ουρανία: Αμ βέβαια δεν ήθελες η αφεντιά σ’. Γιατ’ ήσουν παστρικιά σαν όλες κείνες τς παρδαλές στο καφενέ του Πανάγου, που ξεμυάλιζαν τον αχαΐρευτο τον Σταμάτο, σαν τούτη ‘δώ του Σταύρου. Διαβολοθήλυκο!.. Ε! Κι εγώ σ’ έφτιαξα!.. Τι θαρρούσες; Μή και δεν ήξευρα τίνος ήταν το μπασταρδέλι; Ήξευρα το δικό μου τον Σταμάτο. Τον βρωμιάρη, τον αχαΐρευτο, τον τεμπέλη, τον μπεκρούλιακα! Μ’ είχ’ εκεί… να μ’ εκμεταλλεύεται! Μπα! Δε σταμάτησ’ εκεί. Είδα τ’ είχε καμωμένο. Είχε φυτέψει ο κερατάς το βρωμοσπορίδι τ’, στην δική σ’ την φωλιά, κατακαημένη Παρασκευούλα!..
Γελάει υστερικά. Σηκώνεται προχωρεί απάνω-κάτω στο δωμάτιο. Αφουγράζεται. Είναι εξαγριωμένη με ζωντανούς και πεθαμένους!..
Θ. Ουρανία:΄Επρεπε να σε φτιάξω μωρή καταραμένη!.. Ήξευρα… ήξευρα να διαβάζω τ’ άστρα… ήξευρα τα βοτάνια!.. Τά ‘μασα, τά ‘βρασα, σού ‘φτιαξα το γιατρικό σ’, το καθαρτικό σ’. Τι θαρρούσες; θα σ’ άφηνα να ξεφορτωθείς τό ‘να μπαστί, για να φκιάχνεις άλλο καινούργιο; Αμ δε! Σας έστειλα παριούλα, τα δυο σας, τι θα ‘ταν αμαρτία να χώριζα μάννα από παιδί! Σας έκαμα τη χάρη, νά ‘στε μαζί για, στην ερμιά του Άδη κι η αφεντιά μ’ να γλυτώσω μια και καλή από όλους σας, πανάθεμά σας!..
Ξαφνικά σταματά. Γελάει πικραμένα. Φαίνεται εξουθενωμένη. Συνεχίζει παραλλογισμένη.
Θ. Ουρανία: Κι ο Σταμάτος; Ερχόταν στουπί στο μεθύσι!.. Ολημερίς στο βρωμοκαφενέ του Πανάγου, μαζί μ’ όλους τς άλλους, τς ακαμάτηδες, τους βρωμάντρες, που τσούρμο όλοι, καρτέραγαν σαν τον δικό μ’, να συμμαζέψουν οι κυράδες τα ζα, να τ’ αρμέξουν, να φουρνίσουν τα καρβέλια, να συμμάξουν τα μυξιάρικα απ’ τς δρόμους, να τα ταΐξουν, να βάνουν πλύση, να κάνουν την πάστρα του σπιτιού, να ξεβρωμίσουν τα κοτέτσια και τα ‘ποστατικά!.. Αμ το θέρος; Πού ‘πρεπε να πηλαλάμε τα χωράφια, τς μπαξέδες… κι αυτοί τ’ αφεντικά μας, μέτραγαν τα κουμπολόγια τς, κουτσοπίνοντας και γλεντώντας!.. Ύστερ’ έρχονταν στα τσαρδάκια τς και τα ξεθεωμένα θηλυκά, έπρεπε να τς κάνουμε τα γούστα τς. Μουσαφιραίοι μεγάλοι και τρανοί κι εμείς τα δουλικά τς!.. Ο Σταμάτος! Η κορώνα μ’, ο στύλος του σπιτιού μ’! Χα… χα… χα… χα!.. Μια έφαγε, δυο έφαγε, τρίτη κι έσκασε!.. Τον κλάψαν όλοι στο χωριό… “Τον φουκαρά το Σταμάτο… τον έφαγε το πολύ πιοτί!..” Έτσι λέγαν και με παρηγόραγαν για το χαμό του, που κακόχρονο να ‘χεις Σταμάτο, ‘κει κάτω στα μεγάλα καζάνια με το μαύρο κατράμι που βράζεις! Οι βελζεβούληδες να σε τσουγκράν με τς τρικάνες, έτσι και ν’ αγαλλιάζω. Χα…χα…χα!.. Αχού, γρουσούζη που μ’ έκαψες!.. Νια ήμουν, τσούπρα, κι εσύ με τυράγνισες! Τι θαρρούσες; Α; ‘Ολα ‘δώ πληρώνονται! Όλα ‘δώ. Ποιός τώ ‘πε αλλιώς; Εγώ ‘μαι το χέρι του τιμωρού! Δε με κάλεσαν Ουρανιώ για το τίποτις! Εγώ! Εγώ,διαφέντευα το σπιτικό μ’ καλά, το βασίλειό μ’! Αμ’ τι θαρρείς! Και για διες, τώρα… βλέπω αυτήν εδώ την παστρικιά τ΄ανηψιού μ’… και χμ! Θαρρώ πως κάποιος πρέπει να την βάνει στην θέση τς. Αμ εκείνος ο ανηψιός μ’!.. Ντιπ για ντιπ τον μάγεψε!.. Μέσ’ το βρακί τς τον έχει! Κάτι πρέπει να γένει, κάτι πρέπει!.. Για δαύτο μ’ έστειλε ‘δώθε η μοίρα, για να βάνω μια τάξη!.. Ανθρώποι σαν την αφεντιά μ’, είναι χρειαζούμενοι για να ξεβρωμίζουν την κοινωνία. Έφτασα σε καλή ώρα. “Πηνελόπη μ'”. κρένει και κολνάει η γλώσσα τ’. Τον μάγεψ’ αυτή, θα τον ξεμαγέψω ‘γώ! Ζαγάρα!.. Σαν όλες κι αυτή. Φωτιά θέλνε στς κρεββατοκάμαρες μαζί με τς άντρες. Μαζί!.. Όχι όμως το Σταυρί μ’!.. Δε φταίει το παιδί… φταίει η Πηνελόπη, η καπάτσα, που ξεύρει και τον κρατάει. Εγώ δε τον κατάφερα το δικό μ’. Ο Σταμάτος με ρεζίλευε. Μού ‘κανε τον καλόν και πίσ’ απ’ τς πλάτες μου ο κακούργος, έβγανε τα μάτια τ’, με τς πουτάνες! Κι εγώ… εγώ…(κλαίει) ως τα τώρα πονάω από κείνη την παιδεμένη την ζωή. Τον ιδροκόπο τον κάματο!.. Ούτ’ ένας γιος, μια θυγατέρα!.. Δεν αξιώθηκ’ ο αχαΐρευτος να σπείρει μια παρηγοριά, ένα χάδι! (πιάνει την κοιλιά της την κυττάζει και κλαίει). Στείρος, στείρα ζωή, στείρα όλα, χαράμικη ζωή!.. (Ξαφνικά το πρόσωπό της λάμπει) Αχ! Σταυρί μ’… μη φοβάσαι σ’ λέω… καρτέρα λίγο και θα διεις… Θα ζήσουμε μια χαρούλα οι δυο μας, μονάχοι, συ κι εγώ… κατά πως πρέπει, καμάρι μ’!
Σκουπίζει τα μάτια της, πιάνει το αιώνιο πλεχτό της και ξηλώνοντάς το έρχεται στο σαλόνι. Το αφήνει στο τραπέζι και μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Σταύρου και της Πηνελόπης, κατευθύνεται στην κουζίνα. Παίρνει να πλύνει ένα πιάτο. Ξάφνου όμως αυτό γλυστρά από το χέρι της και σπάζει. Αρχίζει να κλαίει με παράπονο. Η Πηνελόπη έρχεται στην κουζίνα, ενώ ο Σταύρος περιμένει ν’ ακούσει.
Πηνελόπη: Είσαι καλά θεια;
Θ. Ουρανία: Αχού ρημάδια νιάτα μ’, που τάφαγε ο κάματος!.. ‘Κείνος ο κερατάς ο Σταμάτος, μ’ έστελνε στο χωράφι, κι έκαμα όλες τς αντρίκιες δουλειές. Μ’ έβανε και στίβαζα κείνες τς κοτρώνες, να μαντρώσει το βιος του… και διες με που σακατεύτηκα!..
Πηνελόπη: Έλα θεια, δε πειράζει, δεν είναι τίποτα αυτό! Εσύ νάσαι καλά… Πηγαινε στο σαλόνι, να κάνεις παρέα του Σταύρου.
Η Πηνελόπη αντιμετωπίζει την θεια με υπομονή. Παρακολουθεί τις κινήσεις της προσεκτικά. Η θεια πιάνει τα δάκτυλα του αριστερού της χεριού, όπου δυο δάχτυλα φαίνονται αλύγιστα.
Θ. Ουρανία: Είναι τούτα τα ριμάδια τα δάχτυλά μ’, τα νεύρα μ’ πάθαν… τώ ‘πε κι ο γιατρός στην Αθήνα… Τα τραμάτισα είπε… δεν έχουν γιατριά!..
Πηνελόπη: Ξέρω, ξέρω θεια! Έλα κάτσε! Τι ανάγκη ήταν να πλείνεις πιάτα; Δεν είπαμε να μη κάνεις δουλειές;
Η θεια Ουρανία έρχεται στο σαλόνι από την κουζίνα, κουνώντας συνεχώς το κεφάλι, θαρρείς και μιλάει με κάποιον. Την ακολουθεί η Πηνελόπη που κάνει νόημα του Σταύρου, να πάει στην κουζίνα. Αυτός καθώς σηκώνεται, ρωτά την θεια.
Σταύρος: Εντάξει θεια;
Θ. Ουρανία:………
Πηνελόπη: Λαβ… Ξέρεις την θεια… πρέπει να την δει γιατρός…
Σταύρος: Μα τι λες τώρα; Θέλεις να μας επιτεθεί;
Πηνελόπη: Σσσ! Μην αστειεύεσαι Σταύρο, δε μου φαίνεται καλά η γυναίκα!
Δείχνει με τον δείχτη του δεξιού της χεριού, το δεξί της μηνίγγι. Μιλάει σιγά για να μην ακουστεί.
Σταύρος: Μη μας ακούσει χαθήκαμε… Θα πεί ότι συνομωτούμε. Άστα όπως είναι, μήπως κι αλλάξουν τα πράγματα. Μπορεί και να υπερβάλλεις. Για να δούμε πώς πάει!..
Πηνελόπη: Σταύρο μου, την παρακολουθώ προσεκτικά τελευταία και στο λέω, δε μου φαίνεται καλά! Μακάρι να κάνω λάθος! Αλλά και μόνος σου, νομίζω ότι έχεις προσέξει τα ίδια με μένα, πράγματα. Συχνά μιλάει μόνη της, όπως πριν από λίγο. Λες και μίλαγε σε κάποιον… κι ούτε που καταλαβαίνεις τι λέει… Πρέπει να μιλήσουμε στον Χατζηπέτρο…
Σταύρος: Τον Ψυχίατρο; Τρελλάθηκες;
Πηνελόπη: Όχι ακόμη… αλλά ως το τέλος με την θεια και την δική σου κατανόηση (ειρωνικά), στα σίγουρα θα γίνω τρόφιμος κάποιου ψυχιατρείου εγώ η ίδια!..
……………
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Εικόνα Όγδοη
Η Πηνελόπη μόλις έχει μπει στο σπίτι. Κάτι σκέφτεται και κάνει το σταυρό της, τρομαγμένη. Κάθεται στο σαλόνι.
Πηνελόπη: Θεέ και Κύριε!.. Άκου ίδεες που περνάν από το μυαλό μου! Αν μάντευε κανείς τις σκέψεις μου, σίγουρα θα μ’ έπαιρνε όχι για ψυχοπαθή, αλλά κάτι χειρότερο! Σιχαμένα ζώα… Μακριά από ‘δώ! (Χτυπάει ξύλο) Θεέ μου πως έγινα έτσι;
Έρχεται ο Σταύρος. Η Πηνελόπη που δεν τον έχει αντιληφθεί, τρομάζει όταν της μιλά.
Σταύρος: Τι κάνεις λαβ; Γεια σου…
Πηνελόπη: Α!.. Στηβ!.. Γεια σου… δεν σ’ άκουσα love!
Σταύρος: Σιγά,σιγά!.. Τι έπαθες; Πώς κάνεις έτσι;
Πηνελόπη: Με ξάφνιασες παιδί μου. Μόλις ήρθα κι εγώ. Μ’ έπιασες σε βαθύ συλλογισμό!..
Σταύρος: Δηλαδή;
Πηνελόπη: Α… δε… δε… δηλαδή… τίποτα, τίποτα σοβαρό, αλήθεια σου λέω. Κάτι σκεφτόμουν, είναι, δηλαδή… ξέρεις κι αυτές οι ενοχλητικές αράχνες… πόσο τις συχαίνουμαι!..
Σταύρος: Ίσως είναι καιρός, να φύγεις από ‘κει μέσα. Δεν είναι η πρώτη φορά που μιλάς έτσι.
Πηνελόπη: Έλα…άσε, ασε! Ας μιλήσουμε για σένα. Τι έγινε σήμερα;
Σταύρος: Τι να γίνει; Έσπασαν εκείνοι οι βρωμοσωλήνες, κάπου τέλος πάντων και πλημμύρισε το ισόγειο. Ξέρεις τι πα να πει αυτό; Μετά που φύγαν οι υδραυλικοί, όλο το απόγευμα, καθαρίζαμε. Τρέχαμε πέρα δώθε σα μανιασμένοι ταύροι. Ούτε την “κόπρο του Αυγία”, να καθαρίζαμε!..
Πηνελόπη: Σόρι λαβ!.. Τώρα πού ‘σαι εδώ, μπες στο σπα, να ξεκουραστείς.
Σταύρος: Καλά εγώ… εσύ; Συνέβη τίποτα και στεναχωρήθηκες;
Πηνελόπη: Μπα, όχι! Απλά… είχα παρέα -όπως πάντα- τις αράχνες. Αυτές με κυττάνε, εγώ τις κυττάζω, αυτές είναι έτοιμες να επιτεθούν, εγώ ξεσκονίζω τα σπίτια τους και πάμε λέγοντας!
Σταύρος: Μάλιστα, μάλιστα…
Πηνελόπη: Δε βαρυέσαι, πληρώνομαι καλά, οι άνθρωποι εκεί μέσα μ’ αγαπάνε. Ύστερα είναι και το άλλο, τι να κάνω στο σπίτι όλη μέρα;
Σταύρος: Τελείωσες για σημερα;
Πηνελόπη: Ναι, δεν θα ξαναβγώ. Να σου φτιάξω ένα καφέ;
Σταύρος: Όχι, θα τον φτιάξω μόνος μου. Δε μου λες, πώς ήταν η θεια όταν την άφησες;
Πηνελόπη: Καλά ήταν. Δεν ξέρω πού είν’ αυτή την στιγμή. Το πιστεύεις ότι δεν την είδ’ ακόμη; Είχα και ώρες που έλειπα. Πέρασα λίγο από τους γονιούς μου μετά την δουλειά. Αγόρασα λίγο μαλλί για πλέξιμο, κάτι μικροπράγματα από τα μαγαζιά κι ύστερα σπίτι. Δεν πήρες εσύ κανένα τηλέφωνο;
Σταύρος: Πώς, πώς, πήρα. Καλά ακούγονταν, όμως καμμιά φορά νομίζω πως έχεις δίκιο για κείνο που είπες για την θεια. Δηλαδή να την δει ο γιατρός… Θα δούμε!
Πηνελόπη: Σκέφτομαι εκείνο το πράγμα στις παντούφλες σου… Τις απολύμανα ξέρεις… τις έβαλα και στον ήλιο… να τις εξαγνίσει, που λένε!
Σταύρος: Δηλαδή εσύ πιστεύεις ότι ήταν η θεια;
Πηνελόπη: Τι να σου πω Σταύρο;
Σταύρος: Καλά και πώς μπήκε μέσα, βρε αδερφέ με κλειδωμένη πόρτα;
Πηνελόπη: Ίσως κάποια στιγμή που εμείς είμαστε εδώ και απασχολημένοι. Δε μπορούμε και να παρακολουθούμε τι κάνει κάθε λεπτό;
Σταύρος: Περίεργο πάντως, πολύ περίεργο!..
Πηνελόπη: Δεν έχεις πειστεί και το καταλαβαίνω. Δεν είναι εύκολο να παραδεχτείς κάτι τέτοιο για έναν άνθρωπο, που αγαπάς.
Σταύρος: Δεν την είδαμε. Την είδαμε; Όχι!..
Πηνελόπη: Ελπίζω να μη νομίζεις ότι το έκανα εγώ. Ή μήπως όταν το πολυσκέφτεσαι αρχίζεις και μπερδεύεσαι, για το ποιός είναι ο ένοχος. Ίσως ακόμη να ρωτάς καθαρά: Η Πηνελόπη ή η Θεια; Αυτό δεν είναι;
Σταύρος: Έλα τώρα! Μην τα μπερδεύουμε και πολύ τα πράγματα! Όσο τα ξεσκαλίζουμε, τόσο πιο χειρότερα είναι. Έχουμε αρκετά προβλήματα!
Πηνελόπη: Μπορεί να αμφιβάλλεις για την θεια, αλλά η μάννα μου που ξέρει, λέει για τις γυναίκες στην Ρούμελη, τις Ηπειρώτισσες στα Ζαγόρια, και για τις… πώς το λένε το μέρος; Για τις γυναίκες… χμ… στην Τρίπολη, Τριπολιτσά; Ναι, ναι κάπως έτσι το είπε το μέρος νομίζω… τέλος πάντων, ότι κάνουν τέτοια πράγματα… δηλαδή… μάγια, ξόρκια… Μπορεί η θεια να πιστεύει σ’ αυτά και να τα φτιάχνει κι εδώ μέσα… Κάτι πρέπει να θέλει που δε μπορεί νά ‘ναι καλό. Μακάρι να κάνω λάθος!..
Σταύρος: Μίλησες στη μάνα σου για την θεια Ουρανία;
Πηνελόπη: Τι λες καλέ; Δεν της φτάνουν τα δικά της προβλήματα; Γέροι άνθρωποι είναι να τους ζαλίζω τώρα και με τα δικά μου; Νά ‘ναι κάτι καλό, κάτι το ευχάριστο να της πω να χαρεί. Τέλος πάντων, εγώ δεν πιστεύω σε τέτοια rubbish! Έχω αρκετή υπομονή να τα αντιμετωπίσω όλα αυτά, αλλά καμιά φορά μου την δίνει. Πολλές φορές τώρα τελευταία το σκέφτηκα, ότι ίσως ήρθε ο καιρός να επιστρέψει η θεια πίσω στο χωριό της, στην Ελλάδα. Ίσως και είναι απαραίτητο, ίσως και γι’ αυτό τα κάνει αυτά. Πάντως να θυμάσαι πάντα, πως σ’ αγαπώ.
Ξάφνου εμφανίζεται η θεια Ουρανία, που φέρνεται ασυνήθιστα διαχυτικά. Την κυττάζουν παραξενεμένοι για την υποδοχή.
Θ. Ουρανία: Καλώς τους, καλώς τους!..
Πηνελόπη: “Πω, πω…χαθήκαμε. Τα άκουσε όλα και βάζω στοίχημα, κάτι έχει σκαρώσει. Η συμπεριφορά της την πρόδωσε!” Γεια σου θεια! Πού ήσουν;
Θ. Ουρανία: Α!..δε λέω!..
Σταύρος: Τι κάνεις θεια; Πώς τα πέρασες;
Θ. Ουρανία: Καλά παιδί μ’, καλά να λέμε!..
Σταύρος: Πήρε κανείς τηλέφωνο όταν λείπαμε;
Θ. Ουρανία: Όχι γιε μ’!.. Σας καρτέραγα πώς κι πώς…
Σταύρος: Πώς κι έτσι θεια;
Θ. Ουρανία: Ε… να σας μαγείρεψα το φαγητό που σ’ αρέσει. Γιουβραλάκια… Έτοιμο κιόλα στο πιάτο, στην στιγμή!..
Σταύρος: Τώ ‘ξερες ότι ήρθαμε θεια; “Όχι δα!.. Κρυφάκουγες λοιπόν”.
Θ. Ουρανία: Εμ βέβαια! Άκουσα αυτοκίνητο πριν κι είπα να βιαστώ να βάνω το φαγητό να σας ξαφνιάξω. Ήμουν στην κουζίνα. Ελάτε τώρα να φάμε και μετά ο καφές!..
Πηνελόπη: “Μας ξάφνιασες οράιτ με το τελευταίο. Τ’ άκουσε όλα τι είπαμε! Αλοίμονό μας!” Νά ‘σαι καλά θεια, θα πλυθώ μια στιγμή…
Η Πηνελόπη εξαφανίζεται μια στιγμή. Ανησυχεί τρομερά. Η Θεια βλέποντάς την ν’ αργάει φωνάζει με ανυπομονησία.
Θ. Ουρανία: Νύφη… Θα παγώσει το φαγητό σ’…
Η Πηνελόπη παρουσιάζεται και κάθεται στο τραπέζι αμίλητη. Φαίνεται σκεφτική. Ξαφνικά σαν να ξυπνάει τινάζεται από την θέση της. Ο Σταύρος την κυττάζει έκπληκτος, ενώ η θεια γκρινιάζει. Η φωνή της ακούγεται θυμωμένη σχεδόν.
Θ. Ουρανία: Πηνελόπη… το φαγί σ’… ακόμη δεν τ’ άγγιξες. Πού παγαίνεις;
Πηνελόπη: Θα φτιάξω καφέ. Δεν πεινάω!..
Θ. Ουρανία: Εγώ μαγέρεψα, έκανα τον κόπο, κι εσύ δεν καταδέχεσαι. Έτσι δοκίμασέ τα σταλιά, να μ’ πεις αν σ’ αρέσουν!..
Πηνελόπη: Όχι θεια! Είμαι άκεφη, κουρασμένη, αλήθεια λέω!..
Σταύρος: Αλήθεια το λέει θεια! Αλλά έλα Πηνελόπη, έτσι για το χατήρι της θειας.
Κάνει νεύμα στην Πηνελόπη και της κλείνει το μάτι. Η Πηνελόπη στεναχωρημένη, κάθεται μπροστά στο πιάτο της και παίρνει μια κουταλιά. Ύστερα μια δεύτερη. Η δυσφορία ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της. Τώρα έχει αρχίσει να πανικοβάλεται. Ζεσταίνεται, κρυώνει και σα μαρμαρωμένη, κυττάζει το πιάτο της. Ο Σταύρος δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει, ενώ η θεια την κυττάζει με μια τρομερή απάθεια.
Πηνελόπη: Οι αράχνες! Βγαίνουν… περπατούν στο πιάτο μου!..
Σταύρος: Ποιες; (Ακούει την Πηνελόπη ανήσυχος) Πηνελόπη!.. Τι συμβαίνει επιτέλους;
Μα η Πηνελόπη δεν ακούει. Με φρίκη εξακολουθεί να κυττάζει το πιάτο της. Ξαφνικά σηκώνεται και φεύγει τρέχοντας από το δωμάτιο. Η θεια που είναι τώρα θυμωμένη, δύσκολα κρύβει την δυσαρέσκειά της. Ο Σταύρος κάνει να τρέξει από πίσω της, το βλέμμα όμως της θειάς τον ακινητεί.
Θ. Ουρανία: Θα τς περάσει γιε μ’. Αυτά έχουν τα θηλυκά…
Ο Σταύρος περιμένει αμίλητος. Δεν τρώει πια. Σε λίγο εμφανίζεται η Πηνελόπη. Αμίλητη προχωρεί στο τραπέζι, παίρνει το πιάτο της και ετοιμάζεται να το αδειάσει στο πιάτο της γάτας. Η θεια απότομα και επιτακτικά φωνάζει.
Θ. Ουρανία: Μη τό βάνεις στο γατί…
Καταλαβαίνει ωστόσο το λάθος της και πιο μαλακά συμπληρώνει.
Θ. Ουρανία: Έφαγε νύφη το μερτικό τς πριν από μας… Άστ’ αυτό. Θα τς το δώκω αύριο.
Η Πηνελόπη υπακούει. Είναι άρρωστη. Ούτε και που βλέπει την θειά που αδειάζει το πιάτο της στα σκουπίδια. Το προσέχει όμως ο Σταύρος και κουνά το κεφάλι του προβληματισμένος, καθώς σηκώνεται. Η Πηνελόπη πέφτει στο κάθισμα. Ο Σταύρος έρχεται κοντά της, της χαιδεύει τα μαλλιά και λέει σιγά με τρυφερότητα.
Σταύρος: Κάθησε λάβ!.. Ξεκουράσου… Θα σου ετοιμάσω ένα καφέ.
Θ.Ουρανία: Έλα Σταυρί μ’, κάτσε με την Πηνελόπη, θα σας το ψήσω εγώ τον καφέ.
Σταύρος: Να ‘σαι καλά θεια!.. Βλέπεις Πηνελοπίτσα μου, που η θεια προσπαθεί να βοηθήσει. Έλα πάμε στο σαλόνι.
Την πιάνει από τους ώμους και προσεκτικά την βάζει να καθήσει στον καναπέ. Ταχτοποιεί τα μαξιλλάρια καθώς αυτή γέρνει στην πλάτη της. Η Θεια που ετοιμάζει τους καφέδες μονολογεί. Είναι πολύ θυμωμένη.
Θ. Ουρανία: “Ακούς εκεί την ζαγάρα! Πρώτα κλειδώνει την κάμαρή τς, μετά κυττάει σα φύλακας, από το παραθύρι τς, πότε βγαίνω και πότε μπαίνω και το χειρότερο… με περιφρονεί! Δεν αισθάνεται καλά λέει και δεν τρώει. Χαμένα τα κόπια μου!.. Για να διούμε θα πιεί το ζεστό; Αλλά πού θα μ’ πάει; Κάπως θα τα βολέψω!.. Θα στην φτιάξω εγώ μια χαρά!.. Ευτυχώς που το Σταυρί μ’ με πιστεύει. Το νιώθω… Τραβάει και το γαίμα βλέπεις! Αμ πώς!..”
Η θ. Ουρανία έρχεται στο σαλόνι κρατώντας το δίσκο με τους καφέδες. Εναποθέτει το δίσκο στο τραπέζι και τους προσφέρει.
Σταύρος: Ευχαριστούμε θεια για τον κόπο σου. Στην υγειά σου.
Πηνελόπη: Εμένα να με συγχωρείτε, πάω να κάνω ένα ντουζ και μετά θα ξαπλώσω. Θά πάρω τον καφέ μαζί μου.
Θ.Ουρανία: Θα σ’ φτιάξω τσαγάκι του βουνού. Θα στο φέρει ο Σταύρος. Σύρε συ να ‘τοιμαστείς. Το τσαγάκι θα σ’ φτιάξει το στομάχι.
Πηνελόπη: Καληνύχτα.
Θ. Ουρανία: Άει καλνύχτα και περαστικά νά ‘ναι.
Ο Σταύρος φέρνει ένα φλυτζάνι τσάι στην Πηνελόπη που διαβάζει.
Πηνελόπη: Βάλτο πάνω στο κομοδίνο Στήβ. Σ΄ευχαριστώ. Θα το πιω μόλις κρυώσει λίγο.
Σταύρος: Δεν το πίνεις και να πας για ύπνο; Είναι ίσως πολύ το διάβασμα που κάνεις τέτοια ώρα.
Πηνελόπη: Ξέρω τι εννοείς, αλλά φοβάμαι πως δεν μου είναι εύκολο να κοιμηθώ μετά από το αποψινό.
Σταύρος: Τι εννοείς επιτέλους;
Πηνελόπη: Είναι δύσκολο να σου το εξηγήσω. Μόλις έφαγα μια δυο κουταλιές από τα γιουβαρλάκια, ένιωσα αμέσως άρρωστη.
Σταύρος: Εγώ γιατί δεν ένιωσα τέτοιο πράγμα;
Πηνελόπη: Δεν ξέρω! Ύστερα ήταν και κάτι άλλο. Άρχισα να βλέπω αράχνες στο φαγητό μου μέσα. Δε μπορώ να το εξηγήσω αυτό. Πάντως αφού άδειασα το στομάχι μου, ένιωσα καλύτερα.
Σταύρος: Τι εννοείς; Δηλαδή… ότι έφαγες και δεν έφαγες…
Πηνελόπη: Ναι! Πάντως ξαλάφρωσα και αυτό μ’ έκανε να αισθάνομαι καλύτερα. Αλλιώς ποιός ξέρει!..
Σταύρος: Θα κρύωσες παιδί μου!..
Πηνελόπη: Έτσι φαίνεται. Αλλιώς δεν εξηγείται!..
Σταύρος: Έλα τώρα πιε το… Θα κρυώσει και θά ‘ναι άχρηστο.
Πηνελόπη: Α!.. για δες… Μπήκε κάτι μέσα… Πλέει… Αχ, τώρα… δε μπορώ να το πιω… είναι αδύνατο… μου ανακατεύεται το στομάχι…
Σταύρος: Άστο. Δεν θέλουμε άλλα προβλήματα! Να πάω να σου φτιάξω ένα άλλο;
Πηνελόπη: Σε παρακαλώ Σταύρο, άσε με να ξεκουραστώ. Ειλικρινά δε θέλω τίποτα. Πίστεψέ με! Μόνο αν μπορούσες ν’ αδειάσεις το φλυτζάνι μου μέσα στο αναρριχώμενο στο μπάνιο μας, δεν το πότισα ξέρεις και θα διψά. Το χαμομηλάκι τ’ αγαπούν και τα φυτά!..
Σταύρος: Εντάξει, μη στεναχωριέσαι.
Ο Σταύρος φεύγει μια στιγμή με το φλυτζάνι στο χέρι και επιστρέφει σχεδόν αμέσως.
Σταύρος: Έγινε κι αυτό. Λοιπόν, αν πραγματικά αισθάνεσαι καλά και δε θέλεις τίποτα άλλο, τι θά ‘λεγες να πάμε για ύπνο. Αν κοιμηθώ και δε μπορείς, ξύπνα με αμέσως. Έτσι;
Πηνελόπη: Ναι, ευχαριστώ… Μα στ’ αλήθεια, δεν πρέπει ν’ ανησυχείς πια. Πήγαινε για ύπνο ήσυχος. Αν χρειαστώ κάτι, δε θα διστάσω να σε ξυπνήσω. Καληνύχτα σου.
Σταύρος: Καληνύχτα και περαστικά σου.
Τη φιλά στα μαλλιά. Εδώ σβήνει το φως για πολύ λίγο. Συνέχιση της προηγούμενης εικόνας.
………….
Εικόνα Ένατη
Το πρωί έρχεται στο δωμάτιο ο Σταύρος βγαίνοντας από το μπάνιο. Η Πηνελόπη είναι ακόμη ξαπλωμένη.
Σταύρος: Πηνελόπη….Ξύπνησες;
Πηνελόπη: Έλα… ναι… τ’ είναι;
Σταύρος: Α…τίποτε πολύ σπουδαίο. Δηλαδή… ξέρεις το λουλούδι στο μπάνιο…
Πηνελόπη: Τι λες Στήβ; Τι λουλούδι;
Σταύρος: Άστο μωρέ, σα σηκωθείς, θα καταλάβεις.
Πηνελόπη: Στάσου… στάσου… θα εννοείς το αναρριχώμενο στο μπάνιο.
Ανασηκώνεται και προσέχει το Σταύρο.
Σταύρος: Ναι παιδί μου, η πρασινάδα μαράζωσε. Χτες το βράδυ μου φάνηκε εντάξει.
Πηνελόπη: Θεέ και Κύριε!.. Μα γιατί;
Σηκώνεται και τρέχει στο μπάνιο απορημένη. Επιστρέφει γρήγορα στο δωμάτιο ενώ ο Σταύρος την ρωτά.
Σταύρος: Λοιπόν;
Πηνελόπη: Ποιος ξέρει;
Σταύρος: Καλά έτσι στα καλά καθούμενα από χτες μέχρι σήμερα;
Πηνελόπη: Καλά άσε τώρα, πρέπει να φύγω νωρίς σήμερα. Νομίζω πως θα φύγω ενωρίτερα από σένα.
Σταύρος: Θα ιδωθούμε το απόγευμα. Πάω να ετοιμάσω κάτι για πρωινό.
Ο Σταύρος βγαίνει από το δωμάτιο ενώ η Πηνελόπη γρήγορα μπαίνει στο μπάνιο και βγαίνει σχεδόν αμέσως κρατώντας το φλυτζάνι του τσαγιού από το περασμένο βράδυ που το περιεχόμενό του προορίζονταν γι αυτήν. Το κρατά προσεχτικά με χαρτομάνδηλο και το τοποθετεί σε πλαστική σακκούλα. Ύστερα το τοποθετεί μέσα στην τσάντα της. Ετοιμάζεται στα γρήγορα. Σε δυο λεπτά είναι στην τραπεζαρία. Ο Στηβ έχει ετοιμάσει ζεστό γάλα και την περιμένει. Η Πηνελόπη παίρνει ένα μπισκότο και κάθεται στο τραπέζι.
Θ. Ουρανία: Καλημέρα σας. Τι φκιάνεις νύφ; Είσαι σταλιά καλλίτερα σήμερα;
Πηνελόπη: Καλημέρα θεια. Λίγο καλύτερα… λίγο καλύτερα. Το τσάι πρέπει να βοήθησε!..
Κυττάζει την θεια προσεχτικά.
Θ. Ουρανία: Μπράβο νύφη, χαίρουμαι. “Γερό στομάχι η αφεντιά τς… αντέχει…”
Πηνελόπη: Θεια θα φύγω νωρίτερα από τον Σταύρο, σήμερα. Κανονίσαμε να φάμε πρόχειρα. Δε θά ‘μαστε εδώ για μεσημέρι ο Σταύρος κι εγώ. Εσύ κάνε κάτι αν θες για τον εαυτό σου. Α! έχω και μερικά ψώνια να κάνω.
Θ. Ουρανία: Καλά καλά, όπως θέτε. Να μην αφήνουμε και τον Σταύρο θεονήστικο!.. Άντρας είναι.
Σταύρος: Άκουσες τι σού ‘πε η Πηνελόπη, θεια. Φτιάξε κάτι για τον εαυτό σου. Εμείς θα γυρίσουμε αργά απόψε. Αν πάλι θέλεις τίποτα, πάρε με στο κινητό. Εντάξει;
Θ. Ουρανία: Εντάξει γιε μ’ !..
Πηνελόπη: Λοιπόν φεύγω, όπως είπαμε λάβ… θα σε δω αργά το απόγευμα… Γεια σου Θεια!..
…………….
Εικόνα Δέκατη
Η Πηνελόπη έρχεται στο σπίτι. Βρίσκει την θεια και τον Σταύρο να την περιμένουν. Χαιρετιούνται. Η Πηνελόπη είναι ανόρεχτη.
Πηνελόπη: Λέω να φτιάξω μια σαλάτα για βράδυ.
Θ. Ουρανία: Μαγέρεψα φασλάκια. Μια και τάφτιανα έβανα λίγα παραπάνω για σας. Γενήκαν νόστιμα. Έλα κάτσε να μας κάνεις παρέα. Τα κρατώ ζεστά στο φουρνάκι τα δικά σ’.
Σταύρος: Έλα Πηνελόπη γιατί στ’ αλήθεια πείνασα.
Πηνελόπη: Αρχίστε χωρίς εμένα. Θέλω να φτιάξω μια σαλάτα. Το πρωί που έφευγα συμφωνήσαμε να φάμε πρόχειρα. Δεν πειράζει όμως, εσείς φάτε τα φασουλάκια, εγώ θα φτιάξω μια σαλάτα για τον εαυτό μου.
Μπροστά τους ετοιμάζει μια σαλάτα. Ύστερα κάθεται μαζί τους και αρχίζει να τρώγει χωρίς ν’ αγγίζει τα υποτιθεμένα φασολάκια.
Θ. Ουρανία: Πάλι δεν τρως νύφη!.. Με προσβάνεις.
Σταύρος: Άστηνα θεια!.. Έχει δίκιο, το πρωί είπαμε ότι θα φάμε πρόχειρα. Μην επιμένεις.
Πηνελόπη: Ελάτε τώρα, να μη δημιουργηθεί θέμα από το τίποτα. Θα σου κάνω το χατήρι θεια, θα πάρω λίγα.
Απλώνει το χέρι της και παίρνει μια πιρουνιά, στην άκρη από την σαλάτα της.
Πηνελόπη: Αλήθεια δεν πεινώ! Το ξέρετε δα πως με την ζέστη προτιμώ τις σαλάτες, λίγο τυράκι, ένα τόουστ…
Σταύρος: Εντάξει, εντάξει, για να μη στεναχωριέται καμμιά σας, θα τα φάω εγώ αυτά τα περίσσια φασολάκια.
Θ. Ουρανία: Ε… όχι δα! Αυτά κρύωσαν τώρα γιε μ’, δεν τρώγουνται. Θα σου βάνω φρέσκα.
Μπροστά στα έκπληκτα πρόσωπα του Σταύρου και της Πηνελόπης, η θεια παίρνει το πιάτο γρήγορα από το τραπέζι και αδειάζει το περιεχόμενο στα σκουπίδια, κάτω από τον νεροχύτη, προσέχοντας να μη την δούνε. Η Πηνελόπη κάνει πως δε συμβαίνει τίποτα. Ο Σταύρος όμως φαίνεται πολύ μπερδεμένος.
Σταύρος: Βρε θεια… τι σ’ έπιασε; Κάθησε επιτέλους. Δε θέλω να φάω άλλα φασολάκια. Τα ζερζαβατικά τώρα το καλοκαίρι τρώγονται και κρύα. Μπας και τα πέταξες;
Θ. Ουρανία: Όχι, όχι, γιε μ’! Αμ τι θαρρείς, σπαταλάω το βιο σ’; έβγαλα λίγα ζεστά για σένα και τα κρύα τάβανα πίσω στην κατσαρόλα.
Η Πηνελόπη που παρακολουθεί την θεια, σηκώνεται ύστερα από λίγο και τραβά για την κουζίνα, λέγοντας.
Πηνελόπη: Αποτελειώστε το φαγητό σας. Εγώ θα σας φτιάξω ένα καφεδάκι.
Θ. Ουρανία: Κάτσε συ νύφη. Είσαι κουρασμένη.
Πηνελόπη: Ε όχι!.. Εσύ έκανες αρκετά για σήμερα, καθήστε να τα πείτε με τον ανηψιό σου κι εγώ θα ψήσω τον καφέ. Πηγαίνετε να ξεκουραστείτε στον καναπέ, μέσα.
Η Θεια και ο Σταύρος έρχονται στο σαλόνι. Καθώς αλλάζουν θέσεις ο Σταύρος λέει.
Σταύρος: Μπράβο βρε γυναίκα να μου ζήσεις!.. Και πού ‘σαι Πηνελόπίτσα, βάλε και λίγο από το κέικ που έφερες… Έτσι μπράβο… κι έχω πολύ καιρό να φάω ένα κέικ της προκοπής. Πώς τό λένε; Χμ… Πέκαν πάι… θαυμάσια λοιπόν!..
Πηνελόπη: Ό,τι θέλεις εσύ Στηβ!.. Ό,τι θέλεις εσύ, love!..
Θ. Ουρανία: (μουρμουρίζει) “Αυτή κι η νεροσαλλιάρα η γλώσσα τς.”
Σταύρος: Δεν άκουσα, τ’ είπες θεια;
Θ. Ουρανία: Τι να πω γιε μ’… όλο ευχές λέγω… Να ‘στε πάντα καλά!..
Σταύρος: Το έχουμε φάει αυτό το γλυκό ξανά θεια. Το θυμάσαι;
Θ. Ουρανία: Για γλυκά ‘μαι ‘γω γιε μου ή για φαρμάκια;
Σταύρος: Γιατί το λες αυτό θεια; Εμείς σ’ αγαπάμε και δε θέλουμε να ‘σαι κακοκαρδισμένη. Έτσι δεν είναι Πηνελόπη;
Πηνελόπη: Έρχουμαι λαβ, έρχομαι… δε θ’ αργήσω!
Η Πηνελόπη ενόσω βρίσκεται στην κουζίνα, έχει επίσης πάρει το σακκουλάκι με τα σκουπίδια και αντί να το πετάξει, το κρύβει. Μετά έρχεται με τον δίσκο στο σαλόνι. Η Θεια έχει πιάσει το αιώνιο πλεχτό της. Αυτή τη φορά το ξηλώνει με μανία.
Σταύρος: Δεν άκουσες τ’ είπε η θεια, την ώρα πού ‘ψινες τον καφέ.
Πηνελόπη: Καλά θα είπε, πιστεύω!
Σταύρος: Λέει ότι είναι για φαρμάκια κι όχι για γλυκά. Κι εγώ της είπα ότι την αγαπάμε.
Πηνελόπη: Γιατί θεια; Καλά σου λέει ο Σταύρος. Έλα να πιεις τον καφέ σου. Πώς πάν τα τσουράπια;
Θ. Ουρανία: Γεράματα νύφη!.. Πως να πάν; Τα φκιάνω δώθε, τα ξηλώνω… Όλο λάθια φκιάνω… Να διω πότε θα τα τελέψω!..
Πηνελόπη: Ε, θεια, και σα δεν τα τελειώσεις; Τι διαφορά κάνει; Την ώρα σου περνάς.
Σταύρος: Καλά λέει η Πηνελόπη, θεία. Για να περνάς την ώρα σου, καλά είναι! Αλλιώς… δε χρειάζεται να πλέκεις τσουράπια, έχει έξω έτοιμα, όσα θέλεις.
Πηνελόπη: Ναι βέβαια!
Θ. Ουρανία: Ανάθεμά τα για χέρια… δεν πιάνουν τα ρημάδια… δε μ’ αφήνουν να πράττω κατά πως μ’ ευχαριστεί!..
Με μανία αρχίζει και πάλι να ξηλώνει την κάλτσα. Ο Σταύρος άθελά του γυρεύει τα μάτια της Πηνελόπης, που κυττάζει σα μαγνητισμένη την θεια.
Πηνελόπη: (σκέφτεται)”Έχει παραγίνει το κακό… Η γυναίκα φαίνεται πια! Όλη η συμπεριφορά της, καλεί για βοήθεια. Πώς είναι δυνατό να μην το βλέπει αυτό ο Σταύρος;”
Σταύρος: (σκέφτεται)”Έχει δίκιο η Πηνελόπη… Η Θεια φαίνεται άρρωστη… πολύ άρρωστη!..”
Πηνελόπη: Σταύρο…
Σταύρος: Ναι…
Πηνελόπη:…
Σταύρος: Έλα λοιπόν, τι θέλεις;
Ακούγεται ερεθισμένος. Η Πηνελόπη έρχεται δίπλα του.
Πηνελόπη: Τι βλέπεις;
Σταύρος: Τίποτα!
Πηνελόπη: Δηλαδή δεν είναι παράξενη αυτή η συμπεριφορά ;
Κυττάζει την θεια.
Πηνελόπη: Ούτε τα πλεξίματα και τα ξηλώματα δε σου λένε τίποτα;
Σταύρος: Εσύ τι βλέπεις δηλαδή;
Πηνελόπη: Βλέπω έναν άρρωστο άνθρωπο.
Σταύρος: Υπερβάλλεις!.. Είναι μια γριά ιδιότροπη. (σκέφτεται) “Γιατί μιλάω έτσι; Αφού κι εγώ όπως κι η Πηνελόπη το βλέπω πως κάτι συμβαίνει με την θεια. Φοβάμαι μήπως κάνουμε λάθος; Αυτό είναι; Δεν έχουμε ίσως τρανταχτές αποδείξεις; Σαν τι αποδείξεις; Δεν είδαμε αρκετά; Μάλλον υποθέσεις κάνουμε. Αυτό είναι: κρίνουμε την συμπεριφορά της θειας!”
Πηνελόπη: Εντάξει! Αυτή είναι η δική σου γνώμη. Εγώ πάντως δεν την εμπιστεύουμαι πλέον… Κατάλαβες;
Σταύρος: Τι θέλεις να πεις; Γι’ αυτό και δεν αγγίζεις τα φαγητά που μαγειρεύει; Ούτε και τα ροφήματα, όπως εχτές το βράδυ;
Πηνελόπη: Όχι… ακριβώς! Να… έτυχε να μην πεινάω.
Σταύρος: Εβδομήντα χρονών κοντεύει και η δυστυχισμένη δεν είχε οικογένεια για δεκάδες χρόνια. Εμάς έχει μονάχα. Πάλι και καλά που η γυναίκα δεν το ‘χασε από την μοναξιά της.
Πηνελόπη: Ναι… Πάλι και καλά! (σκέφτεται) “Δυστυχώς Στηβ, είμαι μόνη μου κι εγώ σ’ αυτή την περιπέτεια”.
Σταύρος: Τι μουρμουράς πάλι βρε γυναίκα; Θα με τρελλάνεις! Θεια… Θεια Ουρανία!..
Σηκώνεται πάει δίπλα της και την ακουμπά, με φανερή ανησυχία.
Σταύρος: Θεια!.. Ε, θεια!..
Τρομαγμένη η θεια, τινάζεται από την θέση της.
Θ. Ουρανία: Τ’είναι μωρές;
Σταύρος: Θεια… θά ‘ρθει η Αγνούλα μας, με τον άντρα της και το Σταυράκη. Η Πηνελόπη είδε τον Αλέκο σήμερα.
Η Πηνελόπη στεναχωρημένη καταφεύγει στην κουζίνα, ενώ ο Σταύρος παρακολουθεί την θεια από μακριά. Η Πηνελόπη μιλάει και αυτός απαντάει μηχανικά.
Πηνελόπη: Θα βάλω λίγα τυροπιττάκια στο φούρνο. Ο Άλεξ σίγουρα θα φέρει το αγαπημένο σας κρασί.
Σταύρος: Μαγείρεψε και λίγα συκωτάκια. Γλυκάδια έχουμε; Τραβιούνται με το κρασί.
Πηνελόπη: Μην ανησυχείς, θα σας κάνω και χαλούμι σαγανάκι.
Χτυπάει η πόρτα. Ανοίγει ο Σταύρος. Είναι η κόρη τους Αγνή με τον άντρα της Άλεξ.
Άλεξ, Αγνή: Γειά σου dad!
Σταύρος: Καλώς τα μου…καλώς τα παιδιά μου…΄Ελα δω μάννα μου.
Αγκαλιάζει την Αγνή και χτυπά τον Άλεξ στον ώμο, λέγοντας:
Σταύρος: Τι γίνεται λεβεντιά; Και πού ‘ναι ο εγγονάς μου;
Αγνή: Σόρι dad, τον αφήσαμε με την πεθερά μου. Είχε μέρες να τον δει και μου τηλεφώνησε να της τον πάω. Σκέφτηκα ότι ήταν ευκαιρία να ξεκουραστούμε κι εμείς λίγο. Το Σαββατοκύριακο αν θέλετε, θα σας τον φέρω μια ολόκληρη μέρα.
Άλεξ: Ξέρεις τι έφερα, ε; (Προτείνει ένα τυλιγμένο μπουκάλι). Η mum ετοίμασε τα μεζεδάκια;
Η Πηνελόπη, που έχει τρέξει στο μεταξύ να τους καλωσορίσει, απαντά στον Άλεξ.
Πηνελόπη: Αμέ! Τι θαρρείς;
Άλεξ: Κι εγώ σου έφερα το αγαπημένο σου κέικ.
Ο Σταύρος και η Πηνελόπη ξεχνώντας τις έγνοιες τους εκείνη τη στιγμή, κυττάζονται και γελούν.
Αλέξ, Αγνή: What!.. what!..
Σταύρος: Άντε να το πω. Η μάνα σας αγόρασε το ίδιο κέικ.
Αγνή: Οh… mum… Sorry!…
Πηνελόπη: Δεν πειράζει matia mou… θα το πάρετε στο σπίτι σας.
Αγνή: Dad, πού είναι η θεια Ουρανία;
Πηνελόπη: Θεια πού είσαι. Ήρθαν τα παιδιά.
Θ. Ουρανία: Εδώ για…
Βγαίνει από το δωμάτιό της κρατώντας το πλεχτό της. Δε φαίνεται καλά.
Θ. Ουρανία: Καλώς τα, καλώς τα…
Αγκαλιάζει την Αγνή και τον Άλεξ .
Θ. Ουρανία: Τι κάνετε μάτια μ’;
Αγνή: Καλά, καλά θείτσα!
Άλεξ: How are you θείτσα;
Ο Άλεξ γελάει πονηρούτσικα.
Θ. Ουρανία: Τι ξεύρω ‘γω από δαύτα γιε μ’;
Πηνελόπη: Με συγχωρνάτε, ένα λεπτό… να μη κάψω τα τυροπιττάκια μας!
Η Αγνή ακολουθά την Πηνελόπη στην κουζίνα.
Αγνή: Μαμ… Τι έχει η θεία;
Πηνελόπη: Τι να ‘χει παιδί μου; Καλά είναι. Γριά γυναίκα είναι… όσο και νά ‘ναι, πότε φαίνεται καλά και πότε, ξέρεις… όχι και τόσο καλά! Έλα πές μου τα δικά σου.
Αγνή: You know mam… Το μωρό μας… Δουλειά, γραφείο, σπίτι… Τα ξέρεις. Νά ‘ναι καλά η πεθερά μου!.. Τρελαίνεται για το μωρό. Τζιώνη-Στηβεν τον φωνάζει και νομίζω αυτό θάναι τ’ όνομά του, τελικά!
Πηνελόπη: Από πελατεία πως πάτε;
Αγνή: Νά ‘ναι καλά οι γνωστοί σας και οι γνωστοί των πεθερικών μου! (Γελάει)
Πηνελόπη: Οι γνωστοί θάρθουν μια φορά κορίτσι μου, κι αν δεν ευχαριστηθούν δε θα ξανά ‘ρθουν! Ο Άλεξ, το βλέπω, είναι καλός στη δουλειά του και επίσης υπάρχουν πολλοί δικηγόροι γύρω μας.
Αγνή: Αλλά μαμά με ρωτάς και με ρωτάς. Για να ρωτήσω κι εγώ… (λέει χαμογελώντας δειλά) Κάτι μου λέει μέσα μου πως ο μπαμπάς κι εσύ, έχετε προβλήματα. Προσπαθείτε να φανείτε κεφάτοι, φαίνεστε όμως κουρασμένοι. Μήπως παραδουλεύετε ή φταίει κάτι άλλο;
Πηνελόπη: Τι λες παιδί μου; Όχι, όχι, κάνεις λάθος. Business as always!
Γελάει τάχα ανέμελα. Η Αγνή προσέχει την προσπάθεια. Αγκαλιάζει την μητέρα της με αγάπη και λύπη.
Αγνή: Οh mum… σ’ αγαπώ και δεν μου αρέσει να στεναχωριέσαι!..
Πηνελόπη: Μπα κορίτσι μου, τι είν’ αυτά που λες; Αυτά έχει η ζωή. Πότε τέλεια και πότε όχι τόσο τέλεια. Έλα, έλα τώρα ας αφήσουμε τις λεπτομέρειες και ας πάμε να ταΐσουμε τους άντρες μας!..
Γελάει και η Αγνή την μιμείται. Φέρουν τα τυροπιττάκια και τα άλλα σε δύο πιατέλες. Ήδη ο Σταύρος ετοιμάζεται ν’ ανοίξει το κρασί. Το ανοίγει και γεμίζει τα πέντε ποτήρια. Υψώνει το ποτήρι του και κυττάει τους άλλους, που ακολουθούν την κίνησή του.
Σταύρος: Στην υγειά μας λοιπόν και στην υγειά του εγγονού μου
Όλοι μαζί εύχονται.
Πηνελόπη: Και με μια μπέμπα παιδιά…
Αγνή: Τι λές τώρα μαμ; Ακόμη δεν συνήλθα από το πρώτο μας, θέλω και δεύτερο;
Σταύρος: Έχει δίκιο η Αγνούλα. Αλλά παιδιά μου να σας πω, δεν είναι κι άσχημα κάποτε ν’ αφήνουμε τα πράγματα στην τύχη! Τα έκτακτα δίνουν μια ξέχωρη γεύση στη ζωή μας.
Κάποια στιγμή ενώ μιλά, αντιλαμβάνεται την απουσία της θ. Ουρανίας.
Σταύρος: Βρε συ Πηνελόπη, πού κρύφτηκε πάλι η θεια;
Πηνελόπη: Έλα αστηνα τώρα!..
Σταύρος: Δε φαίνεται να της πολυαρέσουν οι επισκέψεις.
Αγνή: Μα μπαμπά, δεν είμαστε επισκέψεις εμείς!..
Σταύρος: Σώπα κόρη μου, μη μας ακούσει να την μελετάμε και της κακοφανεί!..
Άλεξ: Έχετε πρόβλημα με άλλα λόγια. Λες να μην της αρέσει που αστειεύουμαι λιγάκι μαζί της, μιλώντάς της στα αγγλικά;
Σταύρος: Ελάτε τώρα… ας απολαύσουμε τα μεζεδάκια πριν να κρυώσουν.
Άλεξ: Τι να σου πω μαμ… Τα μεζεδάκια σου είναι εξαιρετικά όπως πάντα.
Σταύρος: Δόξα στον Μεγαλοδύναμο που έχουμε Έλληνα γαμπρό και προπάντων που μιλά ελληνικά!..
Γελούν όλοι. Η Αγνή ακολουθεί την μητέρα της, στην κουζίνα.
Αγνή: Μαμ, τι θα κάνεις αύριο;
Πηνελόπη: Τα συνηθισμένα κοριτσάκι μου! Θα εργαστώ τρεις-τέσσερις ώρες και ύστερα θα δούμε!
Αγνή: Δεν πας για λίγο να δεις την γιαγιά και τον παππού; Η γιαγιά διαρκώς παραπονιέται. Έχουν λέει καιρό να σε δουν.
Πηνελόπη: Έχουν δίκιο παιδί μου. Το ξέρω. Μιλήσαμε όμως στο τηλέφωνο. Θα πεταχτώ να τους δω μια απ’ αυτές τις μέρες. Δεν είναι από αμέλεια ξέρεις!..
Αγνή: Μαμ, άλλαξες, κάτι μου κρύβεις!
Πηνελόπη: Όχι κοριτσάκι μου, δεν είν’ αλήθεια. Είμαι λίγο κουρασμένη. Αυτό είναι όλο!.. Τα ίδια μου είπε κι ο Κρίς , όταν τον είδα πριν τρεις ημέρες.
Αγνή: Δε θέλω να σε στεναχωρήσω, όμως ο Κρις ανησυχεί πολύ. Την τελευταία φορά που σας είδαν με τη γυναίκα του, είπε πως είχατε πολύ στρες, εσύ και ο μπαμπάς. Η γιαγιά λέει ότι η θεία Ουρανία σας κουράζει.
Δεν είχαν δει τη θεια Ουρανία που είχε μπει. Μόλις που πρόλαβαν να την δουν. Έβαλε νερό στο ποτήρι της κι εξαφανίστηκε. Κυττάχτηκαν έκπληκτες.
Αγνή: Λες να μ’ άκουσε μαμ;
Πηνελόπη: Να εύχεσαι να μη σ’ άκουσε παιδί μου!.. Ευτυχώς που μένετε αλλού και μακριά.
Αγνή: Μαμ!.. Τι εννοείς;
Πηνελόπη: Είναι πολύ ιδιότροπη παιδί μου! Τι να πούμε; Γριά γυναίκα είναι!..
Αγνή: Η γιαγιά είπε πως την λες, “στριμμένη”.
Πηνελόπη: Μου ξέφυγε. Δεν το εννοούσα!..
Αγνή: Ο.Κ. μαμ! Καταλαβαίνω. Δε θέλεις να μου πεις τίποτα άλλο!..
Πηνελόπη: Όχι κοριτσάκι μου. Υπερβάλλεις, άκουσε που σου λέω. Αν ήταν κάτι… δε θα το συζητούσαμε; Αλοίμονο! Έχω εγώ μυστικά από τα παιδιά μου; Πίστεψέ με αγάπη μου. Έλα τώρα… πες μου τι ψώνισες τώρα τελευταία; Ξέρεις πόσο μου αρέσει να σε βλέπω κομψά ντυμένη!..
Αγνή: Τίποτα το σπουδαίο μαμά. Αλλά μου αρέσει να βγαίνω στα μαγαζιά μαζί σου μαμ!.. Έχουμε πολύν καιρό να το κάνουμε.
Πηνελόπη: Κι εμένα μου αρέσει αυτό πολύ και το ξέρεις. Να το κανονίσουμε. Πάρε με τηλέφωνο. Σύμφωνοι;
Αγνή: Οπωσδήποτε μαμ!..
Πίσω στο σαλόνι.
Πηνελόπη: Λοιπόν… θα φτιάξουμε καφέ; πρέπει να δοκιμάσουμε το κέϊκ . Όλοι μαζί. Βέβαια… ωραία!.. Υπομονή μερικά λεπτά!..
Η θ. Ουρανία ακούει από το δωμάτιό της.
Θ. Ουρανία: (μονολογεί) “Άκου, άκου, καρφί δε τς καίγεται!.. σα να μην υπάρχω, ντιπ κατά ντιπ!.. Έγνοια τς και θα στς φτιάξω ‘γώ, όλους!.. Θα τς δείξω ‘γώ ποια είν’ η θεια Ουρανία… Χα, χα, χαααα!..”
Ενόσο η θεια μονολογεί, οι γυναίκες ετοιμάζουν καφέ και γλυκά για στους άντρες, που ενώ μιλούν, σταματούν όταν τις βλέπουν να έρχονται!
Άλεξ: There come the sweethearts!..
Γελάνε όλοι μαζί.
…………..
Εικόνα Ενδέκατη
Την Πηνελόπη επισκέπτονται οι ηλικιωμένοι γονείς της. Τους υποδέχεται χαρούμενη. Πρώτη παρουσιάζεται η κυρά Κυριακή, αργότερα ο πατέρας της, ο κυρ-Γιάννης.
Πηνελόπη: Καλώς την μαμ.
Κ. Κυριακή: Τι κάνεις κούκλα μου; Αχ και σ’ έχασα ψυχή μου!.. (Αγκαλιάζονται και φιλιούνται)
Πηνελόπη: Τι κάνεις μάνα;
Κ. Κυριακή: Χάθηκες κόρη μου… χάθηκες!..
Πηνελόπη: Τι να γίνει μάνα; Έχουμε βλέπεις την θεια.
Κ. Κυριακή: Ναι…ναι… καλά το είπες, την “στριμμένη”.
Πηνελόπη: Ξέρεις πού ‘ναι ιδιότροπη.
Κ. Κυριακή: Μην έφτιαξε τίποτα; Οι γυναίκες από τα μέρη τους, είναι παράξενες, κρυφές, ξέρουν μυστήρια και σημεία. Έτσι λένε. Πού να ξέρω εγώ; Έτσι ακούγαμε γι’ αυτές στα μέρη μας!..
Πηνελόπη: Δεν ξέρω μάνα, αλλά είναι κουραστική. Την αποφεύγω όσο μπορώ.
Κ. Κυριακή: Τι λες κόρη μου; Πώς την αποφεύγεις; Στο ίδιο σπίτι μένετε!
Πηνελόπη: Σωστά, αλλά να… προσπαθώ να μη της δίνω αιτία. Ευτυχώς που λείπω από το σπίτι πολλές ώρες. Νομίζω ότι και ο Σταύρος έχει κουραστεί μαζί της, αλλά τι να κάνει;
Κ. Κυριακή: Βρε την κακούργα!.. Τόσα της κάνατε, περιποίηση και όλα τα άλλα. Τ’ ακούς, τ’ ακούς Γιαννάκη μου; Πού ‘σαι βρε άνθρωπε; Χαζεύει ακόμα έξω στο μπροστινό γιάρι. Έλα μέσα άντρα μου!.. Καλέ πού ‘ναι η θεια;
Πηνελόπη: Δεν ακούει, μόλις πριν ρθείτε βγήκε πίσω στον κήπο. Βλέπω από το παράθυρο, έννοια σου.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε ο Κυρ-Γιάννης, ο πατέρας της Πηνελόπης. Είναι όλος χαρά καθώς βλέπει την Πηνελόπη.
Κυρ. Γιάννης: Μπα, μπα το κοριτσάκι μας… Βρε παιδάκι μου, ούτε μακρινοί συγγενείς νά ‘μαστε!..
Πηνελόπη: Υπερβολικός όπως πάντα ο πατέρας!.. Έλα τώρα μπαμπά μη με μαλλώνεις! Αφού το ξέρεις πόσο πολύ σας αγαπώ!
Κ. Κυριακή: Έχουν προβλήματα με την θεια του Σταύρου!..
Κυρ. Γιάννης: Βρε Γυναίκα, η κόρη μας έχει κι αγγόνια κι ακόμη για δαύτη θα στεναχωριέσαι; Πες της τα, Πηνελοπίτσα μου. Καλά δε λέω; Ο γαμπρός μου είναι λεβέντης, δεν είναι κανένας βλάκας κι εσύ κόρη μου είσαι έξυπνη και καλλιεργημένη. Δεν πειράζει που είσαι επιστάτρια στο χημείο. Ήσουν αριστούχα στο σχολείο. Εγώ φταίω που δεν σπούδασες κόρη μου κι έχω τύψεις γι’ αυτό! Είχα στενά μυαλά, επαρχιώτικα. Ήθελα να σε παντρέψω με Έλληνα. Φοβόμουν ότι με τις σπουδές θα σε χάναμε! Αχ! παιδί μου, πόσες φορές δεν μετάνιωσα γι αυτό. Αλλά πάντα ήσουν ευτυχισμένη και έλεγα: “δε χάνει τίποτα είναι ευτυχισμένη!.. ” Αλλά παιδί μου… είσαι αλήθεια ευτυχισμένη;
Πηνελόπη: Καημένε μου πατέρα!.. Μη λυπάσαι για τίποτα. Ό,τι έκανες τό ‘κανες από αγάπη. Το ξέρω. Οι γονείς που αγαπούν τα παιδιά τους όπως εσείς, ό,τι κάνουν, το κάνουν με αγάπη και για το καλό των παιδιών τους. Δεν έκανες λάθος. Πάντα ήμουν ευτυχισμένη μέσα στα ανθρώπινα όρια, με τον Σταύρο. Πίστεψέ με. Έχουμε δυο καλά παιδιά, παντρεμένα με καλούς ανθρώπους, δυο υπέροχα εγγονάκια και την υγειά μας. Αυτά είναι αρκετά να μας βοηθούν να αντιμετωπίζουμε τα προβλήματά μας. Όσο για τις σπουδές μου τότε… ίσως το ότι δε σπούδασα μου έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσω άλλα πράγματα στην ζωή μου. Τα βιβλία πάντα είναι καλοί σύντροφοι, κάνουμε καλή παρέα, μόνο που τώρα τελευταία δεν έχω και πολύν καιρό. Θα φτιάξουν όμως τα πράγματα, σίγουρα.
Κυρ. Γιάννης: Νά ‘σαι καλά παιδί μου, με παρηγορούν τα λόγια σου. Αλλά πες μου. Αλήθεια είναι βάσανος η θεια του Σταύρου;
Πηνελόπη: Είναι παράξενη πατέρα. Δεν είναι έξυπνη γυναίκα, είναι πρωτόγονη και καχύποπτη.
Κυρ. Γιάννης: Ναι κόρη μου καταλαβαίνω… Βέβαια ο Σταύρος την είχε κάποτε σαν μάνα. Αν όμως τα πράγματα χειροτερέψουν και η ζωή σας γίνει δύσκολη, είμαι σίγουρος ότι ο γαμπρός μου…
Πηνελόπη: Μην ασχολείστε πατέρα. Εσύ κι η μαμά να κυττάτε τον εαυτό σας κι όλα -πίστεψέ με- θα πάνε καλά!
Η Πηνελόπη βλέπει την θεια νάρχεται.
Πηνελόπη: Σωπάτε, έρχεται!.. Θεια, ήρθαν οι γονείς μου.
Θ. Ουρανία: Α... Καλώς τα συμπεθέρια!.. Τι φκιάχνεις κυρά-συμπεθέρα; Κυρ-συμπέθερε; Πως κι από ‘δώ;
Χαιρετιούνται.
Κ. Κυριακή: Ε… είπαμε να σας δούμε, έτσι περαστικά. Φέραμε κάτι πράγματα. Τά ‘θελε ο Σταύρος. Και μια και δεν έρχεστε… είπαμε να τα πετάξουμε… μια στιγμή!
Θ. Ουρανία: Καλά πράξατε. Δε θα φιλέψεις τς συμπέθερους, κόρη μ’;
Κυρ. Γιάννης: Άλλη φορά συμπεθέρα, περαστικοί είμαστε. Κι εδώ που τα λέμε, ο Σταύρος και η Πηνελόπη πρέπει να σε φέρουν στο σπιτικό μας. Να ψήσουμε… να πιούμε και το λαμπρούσκο μας!.. Ε; έτσι θα κάνετε!..
Κ. Κυριακή: Τ’ άκουσες κορίτσι μου; Πες του γαμπρού μου να πάρετε τη θεια και να ‘ρθετε να φάμε ένα Σαββατοκύριακο. Να φωνάξω και τ’ αδέρφια σου και τ’ αγγόνια μου, να περάσουμε ωραία. Τι λες γι αυτό;
Θ. Ουρανία: Νά ‘στε καλά… Φχαριστούμε!..
Πηνελόπη: Ναι μάνα θα του το πω.
Χαιρετούν την θεια Ουρανία, φιλιούνται με την Πηνελόπη και φεύγουν.
…………….
Εικόνα Δωδέκατη
Η Πηνελόπη στην εντομολογική μονάδα. Συναντά τον Δρ Τζων Πάουστ.
Πηνελόπη: Τζων, έχω να σου ζητήσω μια μεγάλη χάρη.
Χαριτολογώντας ο Τζων απαντά.
Δρ Πάουστ: Αν περνά από το χέρι μου με μεγάλη μου ευχαρίστηση να σου κάνω τη μεγάλη χάρη.
Η Πηνελόπη του προτείνει μια πλαστική σακκούλα ανοιγμένη. Ο Δρ Πάουστ, τραβά από μέσα ένα φλυτζάνι προσεχτικά με χαρτομάνδηλο και το μυρίζει. Ύστερα το τοποθετεί σε μια διάφανη σακκούλα και κολάει μια ετικέτα επάνω της, ενώ η Πηνελόπη περιμένει κρατώντας ακόμη την πλαστική σακκούλα που περιέχει επί πλέον ένα πλαστικό κουτί. Ο Δρ. Πάουστ χαμογελά ενθαρρυντικά, καθώς παίρνει στην συνέχεια το κουτί από τα χέρια της Πηνελόπης, που ρωτά με αγωνία σχεδόν.
Πηνελόπη: Μπορείς να εξακριβώσεις το περιεχόμενο αυτού του φλυτζανιού; Υποτίθεται ότι περιείχε τσάι, εδώ και δυο-τρία βράδια. Και το φαγητό στο κοντέινερ σε παρακαλώ. Είναι φρέσκα φασολάκια μιας ή δυο ημερών, αν και είναι δυνατόν να μη περιέχουν τίποτα το ασυνήθιστο.
Δρ Πάουστ: Χμ! Μυρίζω αστυνομικό thriller! Ελπίζω να μην πρόκειται για απόπειρα δολοφονίας! Που τα βρήκες όλα αυτά; Προέρχονται από το οικογενειακό σου περιβάλλον;
Πηνελόπη: ……..
Δρ Πάουστ: Κατάλαβα Πηνελόπη, δε θέλεις να μου πεις. Φαίνεσαι όμως πολύ ταραγμένη! Έλα κάτσε κορίτσι μου, θα σου φέρω λίγο νερό.
Πηνελόπη: Θα σου είμαι ευγνώμων Τζων, αν μπορέσεις να με εξυπηρετήσεις!.. Είναι πολύ σπουδαίο. Και σε παρακαλώ, ό,τι κοστίζει θα το πληρώσω.
Δρ Πάουστ: Αλοίμονο!.. Μα τι λες τώρα Πηνελόπη; Εσύ κάνεις τόσα για όλους εδώ μέσα. Τα κέικς και μόνο που μας κουβαλάς για το τσάι μας, φτάνει και περισσεύει. Εξ άλλου θέλω να βοηθήσω, αν μπορώ. Σε θεωρώ φίλη. Αλλά να μη γινόμαστε και παρανοικοί. Είναι όπως είπες μόνο υποψίες. Έτσι δεν είναι;
Πηνελόπη: Ακριβώς, αυτό τουλάχιστον ελπίζω εγώ!..
Δρ Πάουστ: Βέβαια, βέβαια!.. Μην ανησυχείς, αύριο κιόλας, θα έχεις τα αποτελέσματα. Εντάξει; Στο μεταξύ ηρέμησε. Μπράβο!.. Και προπάντων να πιστεύεις στην εχεμύθειά μου!..
Πηνελόπη: Ευχαριστώ Τζων, ευχαριστώ!
Δρ Πάουστ: Αλλά Πηνελόπη, έστω και σαν υποψία, δε θα μου πεις για ποιον προορίζονταν το ρόφημα ή και το φαγητό; Γνωρίζεις για ποιον, κι αν αλήθεια γνωρίζεις, δε νομίζεις ότι θα πρέπει να λάβεις κάποια μέτρα αν ανησυχείς για τέτοια επικίνδυνα πράγματα, να εμπιστευτείς κάποιον; Το ξέρει ο Στηβ;
Πηνελόπη: Όχι δεν το ξέρει. Θέλω πρώτα να βεβαιωθώ ότι οι υποψίες μου έχουν κάποια βάση. Αν πράγματι τα τέστς που θα κάνεις αποδείξουν βάσιμες τις υποψίες μου… ο Στηβ θα το μάθει. Είναι θέμα χρόνου λοιπόν. Άλλωστε δεν υπάρχει άμεσο πρόβλημα. Κι αν ακόμη είμαι σωστή, τότε σίγουρα πρόκειται για επιπόλαιο ατύχημα. Δε θέλω να τυραννιέμαι άδικα από υποψίες. Θα περιμένω τ’ αποτελέσματα.
Δρ Πάουστ: Σκέπτεσαι πολύ λογικά. Εντάξει λοιπόν, αύριο ή το άργότερο μεθαύριο.
…………..
Εικόνα Δέκατη Τρίτη
Δρ Πάουστ: Πηνελόπη, καλημέρα.
Πηνελόπη: Χαλόου Ντόκτα. Το ξέρω ότι γίνομαι ενοχλητική, αλλά έφερα και κάτι ακόμη για ανάλυση. Αυτή είναι η τελευταία φορά. Τρίτη και φαρμακερή που λένε. Επιμένω όμως να μου επιτρέψετε να πληρώσω το κόστος της εργασίας, διαφορετικά…
Δρ Πάουστ: Α! αυτά τα είπαμε! Είσαι μέρος του προσωπικού. Ολόκληρη επιστάτρια στο τμήμα… Λοιπόν…
Χαμογελάει αλλά αμέσως σχεδόν σοβαρεύεται. Προσέχει τις αντιδράσεις της. Η Πηνελόπη που νιώθει το βλέμμα του κοκκινίζει και ρωτά με αγωνία.
Πηνελόπη: Λοιπόν;
Δρ Πάουστ: Χμ… Πηνελόπη φοβάμαι πως έχω δυσάρεστα νέα. Η ανάλυση δείχνει ότι έχει χρησιμοποιηθεί και στα δυο, το τσάι και τα φασολάκια, μεγάλη δόση άοσμου εντομοκτόνου.
Η Πηνελόπη πιάνεται ξαφνικά. Ο Δρ. Πάουστ, τρέχει δίπλα της και την βοηθά να καθήσει. Την παρακολουθεί με ανησυχία ενώ της μιλά σιγά. Η Πηνελόπη αναπνέει βαρειά και έχει κλειστά τα μάτια.
Δρ Πάουστ: Πηνελόπη!.. Είσαι καλά; Να σου φέρω λίγο νερό;
Πηνελόπη…..
Δρ Πάουστ: Πηνελόπη, μίλα μου!..
Πηνελόπη: Ναι… ναι…. ευχαριστώ… Ναι… νομίζω…. καλά είμαι!.. “Θε μου!.. Κι εγώ η τρελλή έλπιζα ότι ήταν φαντασία μου όλα αυτά. Ήλπιζα ότι αλήθεια κάνω λάθος!.. Τώρα; Τι θα κάνω τώρα;”
Ο Δρ Πάουστ βγαίνει και επιστρέφει κρατώντας ένα ποτήρι χάρτινο, με νερό. Το προτείνει στην Πηνελόπη που το παίρνει και το πίνει πολύ αργά. Είναι φανερό ότι έχει πανικοβληθεί. Ο Τζων την προσέχει καλά. Σκύβει από πάνω της ανήσυχος.
Δρ Πάουστ: Πηνελόπη!.. Μπορείς να σκεφτείς;
Πηνελόπη: Ναι!..
Δρ Πάουστ: Τι θα κάνεις λοιπόν; Πρέπει οπωσδήποτε να μιλήσεις στο Στηβ, μην το αναβάλλεις! Όποιος κι αν το κάνει αυτό, είναι επικίνδυνος, άσχετα αν το κάνει συνειδητά ή ασυνείδητα. Κι αν όπως είπες το τσάι αυτό προορίζονταν για σένα, τότε διατρέχεις κίνδυνο και μάλιστα εν γνώσει σου. Είμαι σίγουρος πως ξέρεις πολύ περισσότερα από αυτά που λες. Από τις ενέργειές σου φαίνεται ότι γνωρίζεις τον ή την κάποια, αλλιώς δε θα ‘φερνες το φλυτζάνι και τα φασολάκια για ανάλυση και σήμερα το έξτρα “κάτι “, όπως είπες μόλις ήρθες.
Πηνελόπη: Τζων, δε μπορώ να σου εξηγήσω… τουλάχιστον όχι τώρα. Κάποια στιγμή θα είμαι στη θέση να το κάνω, ελπίζω, γι’ αυτό και έφερα ακόμη ένα δείγμα για ανάλυση, ώστε να βεβαιωθώ. Στο μεταξύ, πίστεψέ με, θα προσέχω. Φοβάμαι ότι μπορεί να δημιουργηθούν πολλά προβλήματα, αφού το πρόσωπο που υποψιάζουμαι είναι συγγενικό.
Δρ Πάουστ: Θα ήταν πολύ εύκολο να σου πω, ότι το πρόβλημα είναι δικό σου και δε με αφορά, όμως δε μπορώ να το κάνω, δε μου το επιτρέπει η επαγγελματική μου συνείδηση. Θα πρέπει να ομολογήσω ότι βάζεις φοβερά εμπόδια στον εαυτό σου με την ευθύνη που επιφορτώνεσαι και με την δικαιολογία της υποψίας, ενώ θα έπρεπε ήδη να έχεις ενεργήσει, να υποδείξεις τον ύποπτο. Ξέρεις ότι διακυνδυνεύετε όλοι στην οικογένεια, αν αυτό το άτομο μένει μαζί σας, έστω κι αν το εντομοκτόνο προορίζονταν μόνο για ένα άτομο!..
Πηνελόπη: Το άτομο είναι συγγενικό και μένει μαζί μας Τζων, δεν είναι όμως από την άμεση οικογένεια, Δόξα τω Θεώ!..
Δρ Πάουστ: Με συγχωρείς! Το βλέπω ότι αυτή η συζήτηση σου προκαλεί άγχος… Όμως πίστεψέ με θα έχεις πολύ περισσότερα προβλήματα, αν δεν κάνεις το σωστό, δηλαδή να πάρεις το θάρρος και να πάψεις να προστατεύεις το πρόσωπο που υποψιάζεσαι. Θα είναι πολύ αργά όταν συμβεί κάτι το τραγικό. Τολμώ να το πω: ένας θάνατος στο σπίτι σας!..
Πηνελόπη: Αν και το φλυτζάνι αυτό δείξει το ίδιο δηλητήριο, θα προβώ σε αποκαλύψεις. Έχεις το λόγο μου. Τρίτη και φαρμακερή όπως λένε.
Δρ Πάουστ: Οφείλω να σε πληροφορήσω Πηνελόπη ότι η δόση του δηλητήριου στα φασολάκια ήταν περισσότερη από ότι χρειάζονταν για να σκοτώσει άνθρωπο.
Πηνελόπη: Ήμουν λοιπόν τυχερή!
Δρ Πάουστ: Πρόσεξε, η τύχη δεν είναι πάντα με το μέρος μας!.. Πολύ ρίσκι μάι γκίρλ πολύ ρίσκι!.. Πως μπορώ να επιμείνω, αφού, καθώς λες, ούτε ο Στηβ ξέρει τίποτα… (Σκέφτεται) “Αυτό με βάζει σε φοβερές υποψίες!.. Ελπίζω να ξέρει τι κάνει!.. Πάντως είμαι σίγουρος ότι η Πηνελόπη είναι πολύ υγιής πνευματικά για να σκαρώσει κάποια σκευωρία εναντίον κάποιου άλλου, κατηγορώντάς τον για τέτοιου είδους δολοφονική απόπειρα με εντομοκτόνο.”
Πηνελόπη: Πληζ Τζων, ούτε κουβέντα στο Στηβ. Έχε μου λίγη εμπιστοσύνη…
Δρ Πάουστ: Γουέλ Πηνελόπη… να προσέχεις ώσπου να έχουμε και τα νέα αποτελέσματα. Να θυμάσαι ότι δε μπορούμε ούτε μια μέρα χωρίς τη φροντίδα σου εδώ μέσα.
Η Πηνελόπη του δίνει το χέρι της, συγκινημένη.
Πηνελόπη: Θενκ γιου Τζων, είσαι καλός άνθρωπος! Είμαι τυχερή που έχω τη φιλία σου και την αγάπη όλων σας, εδώ μέσα.
…………
Εικόνα Δέκατη Τετάρτη
Πηνελόπη: Αφού λοιπόν κάνει παράπονα για τα χέρια της και για τα πόδια της, σκέφτηκα να την πάω στο γιατρό. Εσύ τι λες;
Σταύρος: Πολύ καλή ιδέα… πολύ καλή ιδέα! Ναι θεία, άκουσε την Πηνελόπη. Για το καλό σου είναι!..
Θ. Ουρανία: Όχι γιε μ’, καλά είμαι… Μη και δε ξεύρω τ’ είναι; Αθριτικά ‘ναι. Τι να μου κάνει ο γιατρός!..
Πηνελόπη: Καλό θα σου κάνει θεια, καλό…
Θ. Ουρανία: Καλά, καλά.
Η Θ. Ουρανία σηκώνεται απότομα και λέει χωρίς να σηκώνει αντίρρηση.
Θ. Ουρανία: Να φτιάξω κάτι να πιούμε. Σταυρί μ’ να ψήσω ένα μαύρο;
Σταύρος: Να ‘σαι καλά θεια.
Θ. Ουρανία: Θα ψήσω και για την αφεντιά σ’ νύφη.
Πηνελόπη: Όχι… Όχι… θεια… δεν το θέλω.
Θ. Ουρανία: Ε, τότις θα σου βράσω χαμόμηλο.
Η Πηνελόπη δεν αντιδρά. Αισθάνεται τα μάτια του Σταύρου απάνω της. Σηκώνεται όμως και προχωρεί προς το δωμάτιό τους.
Πηνελόπη: Πάω να ξαπλώσω κανά μισάωρο. Είμαι κουρασμένη.
Σταύρος: Περίμενε ένα λεπτό να πάρεις το τσάι σου. Θα της κακοφανεί της θειας. Είναι πλέον φανερό ότι αποφεύγεις να πίνεις και να τρως αυτά που φτιάχνει.
Η Πηνελόπη ξανακάθεται αμίλητη και περιμένει. Σκέφτεται. Είναι σιωπηλή.
Σταύρος: Χρειάζεσαι διακοπές.
Πηνελόπη: Χρειάζομαι ησυχία, γαλήνη!..
Σταύρος: Ξέρω που το πας!
Έρχεται η Θεια Ουρανία με το δίσκο. Το ακουμπά στο τραπέζι. Η Πηνελόπη παίρνει το τσάι της και κατευθύνεται στο δωμάτιό της.
Πηνελόπη: Πάω να ξαπλώσω!
Θ. Ουρανία: Πάλι δεν είσαι καλά μωρ’ νύφη;
Πηνελόπη: Πάλι δεν είμαι καλά θεια, τι να κάνω; Θα πάρω το τσάι μαζί μου να το πιω να με στείλει για ύπνο.
Θ. Ουρανία: Ναι αμέ… Το τσάι είναι μαλακτικό, που λεν!
Η Πηνελόπη στο δωμάτιό τους, μπαίνει στο μπάνιο μια στιγμή με το τσάι.
Σταύρος: Πάω να ξαπλώσω κι εγώ. Είμαι κουρασμένος. Αύριο πρέπει να σηκωθώ νωρίς. Μετά από την δουλειά έχω να δω για κάποια φτιασίματα εδώ στο σπίτι… Πολύ δουλειά, πολύ δουλειά…
Θ. Ουρανία: Ναι παιδί μ’, ξεύρω, ξεύρω. Άει καλνύχτα!..
Φεύγει ο Σταύρος. Η Θεια μένει μονάχη. Μονολογεί.
Θ.Ουρανία: “Τρέχα ξωπίσω της. Κουκλώσου τα φουστάνια τς. Αλλά έγνοια σ’, θα την φτιάξει το τσαγάκι του βουνού, τα βοτάνια! Χα…χα…χα! (γελάει, ύστερα σκέφτεται για μια στιγμή και ξάφνου ζωγραφίζεται η αγωνία στο πρόσωπό της). Ουρέ, μπας κι είναι ξυθιμασμένο τ’ άτιμο κι εγώ πασκίζω; (Σηκώνεται και περπατά απάνω κάτω αλαφιασμένη). Κάτι πρέπει να ξεδώσει… κάτι πρέπει!..”
……………
Εικόνα Δέκατη Πέμπτη
Η Πηνελόπη έρχεται κρατώντας ένα φλυτζάνι του τσαγιού στα χέρια της.
Θ. Ουρανία: Μωρή νύφη, πόσες μέρες τα κρατάς στο δωμάτιο σ’ τα φλυτζάνια;
Πηνελόπη: Τι πειράζει θεια; Το ξέχασα.
Θ. Ουρανία: Αμ’ λείπει κι άλλο. Τι τό ‘φτιαξες;
Πηνελόπη: Α!..το άλλο; Το κράτησα για να πίνω νερό.
Η Πηνελόπη πάει στην κουζίνα. Επιστρέφει όμως ενώ η θεια μουρμουρίζει.
Θ. Ουρανία: “Το παλιουφάρμακο… ήταν ξυθιμασμένο!.. Πάν’ τα κόπια μ’ χαμένα.”
Πηνελόπη: Θεια μην είδες το σαπούνι για τα πιάτα; Δε μπορώ να το βρω.
Θ. Ουρανία: Τι μ’ αρωτάς μωρ’ νύφη; Τ΄μ’ αρωτάς; Μάγος είμαι να ξεύρω; Ποιος ξεύρει που τ’ άφηκες.
Πηνελόπη: “Φαίνεται πολύ θυμωμένη. Πάει και το σαπούνι και ποιος ξέρει πόσο ακόμα καιρό θα πετώ τα λεφτά μου; Πότε θα γίνει το θαύμα, να ησυχάσω;”
Ακούγεται η πόρτα.
Σταύρος: Πηνελόπη! I am home!..
Πηνελόπη: Καλώς τον!.. Έλα, σε περίμενα.
Σταύρος: Γεια σου θεια λεβεντιά!
Θ. Ουρανία: Γεια σ’ και σένα! “Πολύ χαζοχαρούμενο τον γλέπω τον ανηψιό μ’ σήμερα”.
Πηνελόπη: Τα νέα σου.
Σταύρος: Τα δικά σου. Πήγες στην Αγνή μας;
Πηνελόπη: Αμέ!.. Είδα το μωρό μας… Το χρυσούλη μου δεν ήθελα να τ’ αποχωριστώ!.. Πήγα λιγάκι και από του Κρις. Πού και να δεις την Πηνελοπίτσα μας!.. Μεγάλωσε να το χαρώ. Είχα να το δω πάνω από βδομάδα. Μ’ έφερε η νύφη μας στο σπίτι. Έφυγε αμέσως.
Σταύρος: Ήρθε μέχρις εδώ και δε μπήκε μέσα;
Πηνελόπη: Δε μπορούσε το καημένο το κορίτσι. Η συμπεθέρα έμεινε στο σπίτι να προσέχει λίγο την μπέμπα, ώσπου να γυρίσει. Βάλε, βγάλε το μωρό απ το αυτοκίνητο, τέτοια ώρα, χάνει την σειρά του. Της υποσχέθηκα ότι θα τους επισκεφτούμε αύριο. Τι λες;
Σταύρος: Και το ρωτάς; Τα χάσαμε τα παιδιά με τα προβλήματά μας!.. Αισθάνομαι κουρασμένος!.. Ώσπου να τσιμπήσουμε, θ’ απλώσω σταλιά τα πόδια μου.
Θ. Ουρανία: “Ούτε καν με γλέπουν. Δεν υπάρχω. Έχουν τα παιδιά τς έχουν τ’ αγγόνια τς… έχουν… αυτοί έχουν, εγώ τι έχω; Τίποτις… Είμαι δα και περίσσια δώθε. Χάνω τη δύναμή μ’… τη χάνω… Πούντη; Δε φκιάνω τίποτις σωστό!”
Η θεια Ουρανία σκέφτεται, σκέφτεται, είναι άκεφη. Ξάφνου σηκώνεται. Έρχεται στην ντουλάπα, ενώ η Πηνελόπη ταχτοποιεί στην κουζίνα. Η θεια παίρνει ένα μπουκάλι με κρασί, το ανοίγει και γεμίζει τρία ποτήρια. Τα βάζει πάνω στο τραπέζι. Η Πηνελόπη δε μιλάει σα βλέπει τα γεμάτα ποτήρια. Παίρνει όμως ένα άλλο ποτήρι και το βάζει δίπλα στο δικό της σερβίτσιο.
Πηνελόπη: Δε θέλω κρασί. Έχω πονοκέφαλο.
Σταύρος: Δεν είναι ανάγκη να το λες λαβ. Θα το πιούμε εμείς. Έτσι θεια;
Θ. Ουρανία: Εγώ βάνω το κρασί, αλλά η νύφη ό,τι να κάμω δεν φχαριστιέται.
Ξαφνικά σηκώνεται θυμωμένη, παίρνει το ποτήρι με το κρασί και το χύνει στο νεροχύτη.
Σταύρος: (σιγομιλάει)Να πάρει ο διάβολος κι αν καταλαβαίνω τη συμπεριφορά της γριάς. Δεν είναι στα καλά της. For sure!..
Πηνελόπη: Τα είπαμε. Ιδιοτροπίες!.. Εσύ τόσο καιρό μου έλεγες ότι συμπεριφέρεται έτσι λόγω ηλικίας και να μη την αποπαίρνουμε.
Σταύρος: I am lost!..
Η Πηνελόπη του γνέφει, σιωπή.
Σταύρος: Ε… όχι κι έτσι! Χύνει το κρασί, πετάει το φαγητό… Υπάρχει λόγος ε; Έτσι δεν είναι; Δηλαδή… εσύ τώρα… με δουλεύεις;
Πηνελόπη: Σταύρο κάνε υπομονή. Θα δούμε, κάπου το πάει!..
Σταύρος: Ξέρεις κάτι που δεν το ξέρω;
Πηνελόπη: Well… κάπου θα πρέπει να κλείσει ο κύκλος της συμπεριφοράς της.
Σταύρος: Τωρα που μιλάμε, θυμήθηκα κάτι πολύ παράξενο που είχα παρατηρήσει όταν ήμουν μικρός κι έμενα στης θειας. Θυμάμαι ότι το ποτήρι του μακαρίτη του θειού μου του Σταμάτου, του άντρα της, το πιάτο του, το κουτάλι του, το πηρούνι του, τα κράταγε χώρια. Δεν τ΄ανακάτευε με τα άλλα. Δεν άφηνε κανέναν να πίνει ή να τρώγει με τα πράγματα του θείου. Κι ότι τού ‘βαζε να φάγει ή να πιει και περίσσευε, το έχυνε ή το πέταγε με την ίδια ευκολία που το κάνει και τώρα. Αλλά όχι για πολύν καιρό. Γιατί δεν άργησε να πεθάνει ο θειος, ήταν βλέπεις άρρωστος. Ποιος ξέρει; θα πρέπει να ‘χε το σκώτι του. Η θεια έλεγε ότι έπινε πολύ. Για δες όμως ιδιοτροπία, ε;
Σαν κάτι να σκέφτηκε και καθώς κρατούσε το χέρι του μετέωρο με το ποτήρι που είχε λίγο κρασί μέσα, το κύτταξε με κάποια συχαμάρα και τ’ άφησε στο τραπέζι για να μη το ξαναγγίξει. Η Πηνελόπη τον ακούει σιωπηλή. Αισθάνεται τρομερό φόβο. Η θεια παρακολουθεί από την πόρτα της κουζίνας κρυμμένη. Το πρόσωπό της είναι πολύ άγριο.
Πηνελόπη: Δεν πεινάω ακόμη! Σε λίγο ίσως.
Σταύρος: Ούτε κι εγώ. Θα πάω μια στιγμή στο σιεντ. Κάτι θέλω να δω.
Η θεια τρέχει στο δωμάτιό της και ακούει πίσω από την πόρτα της. Περνάει μια στιγμή και ακούγεται ο Σταύρος να φωνάζει από το παραγκάκι που είναι κολλημένο στον εξωτερικό τοίχο της κουζίνας.
Σταύρος: Πηνελόπη, ε, Πηνελόπη!..
Πηνελόπη: Σιγά Στηβ, γιατί φωνάζεις έτσι;
Σταύρος: Βρε γυναίκα, τι γίνετ’ εδώ! Το εντομοκτόνο τελείωσε!
Έρχεται μέσα, κρατώντας το μπουκάλι. Το σηκώνει στον αέρα και το κυττάζει με απορία. Ξαναρωτάει την Πηνελόπη.
Σταύρος: Τι έγινε βρε γυναίκα το μπλάντι θινγκ; Την τελευταία φορά που το χρησιμοποίησα ήταν παραπάνω από μισό. Μήπως ράντισες τις τριανταφυλλιές; Το χρειάζουμαι αύριο. Τώρα…
Πηνελόπη: Πότε βρε Σταύρο; Εγώ δεν τις ραντίζω τις τριανταφυλλιές σαν πιάνουν ψείρα. Τις κάνω δυνατό σπρέι με το νερό και φεύγουν. Ξέρεις πόσο φοβάμαι να τα χρησιμοποιώ τα φάρμακα αυτού του είδους.
Την τελευταία φορά που χρησιμοποίησα σπρέι, για την λεμονιά μας ήταν φτιαγμένο από σαπουνάδα και σκόρδο. Θα το βρεις εκεί που κυττάς σ’ ένα κόκκινο πλαστικό δοχείο. Ρώτα και την θεια. Ασχολείται με τον κήπο περισσότερο από εμάς. Μήπως μετά που είχατε κάνει μαζί το σπρέι, το χρησιμοποίησε και μόνη της; “Τι να του πεις του Στηβ τώρα!..”
Σταύρος: Τ’ είπες;
Πηνελόπη: Τίποτα δεν είπα.
Σταύρος: Καλά, καλά, δεν είμαι και κουφός! Όλο μουρμουρίσματα ακούω τώρα τελευταία εδώ μέσα. Δε μπορώ να κάνω πολλά πράγματα τώρα. Αύριο θα πάω ν’ αγοράσω άλλο κι είναι κι ακριβό το άθλιο.
Πηνελόπη: Άκου, η θεια πήγε στο δωμάτιό της. Όταν τελειώσεις τι κάνεις θα ετοιμάσω κάτι πρόχειρο και φρέσκο για να φάμε. Δεν μπορούσα να φάω πριν λίγο, αλλά αν δεν αργήσεις να τελειώσεις, θα σε περιμένω να τσιμπήσουμε παρέα.
Σταύρος: Δηλαδή;
Πηνελόπη: Απλά πράγματα, ψάρι του κουτιού, σολωμό, σαλατίτσα. Δι μπέστ. Τα πεθύμησα. Θα τρίψω λίγο στεγνό κρεμμύδι μπόλικο μαιδανό και λεμόνι μέσα, γίνεται μούρλια. Πήρα και ωραία φρέσκα ψωμάκια!..
Σταύρος: Τα παρατάω όλα κι έρχομαι. Μ’ άνοιξες την όρεξη. Ετοίμασέ τα λοιπόν, δε θ’ αργήσω.
Πηνελόπη: Εντάξει, εντάξει.
Ο Σταύρος μουρμουρίζει ένα τραγουδάκι, ενώ η Πηνελόπη ετοιμάζει. Έρχεται στο σαλόνι. Μονολογεί φωναχτά.
Σταύρος: (σιγομιλά)”Ξέρεις κάτι Σταυράκη, αποθύμησα κείνες τις μέρες πού ‘μαστε μόνοι εγώ κι η Πηνελοπίτσα… Τέτοια μέρα κάποτε, (γελάει πονηρά), we would make love, η Πηνελόπη κι εγώ… Τώρα… είναι η θεια στη μέση… Δεν τολμούμε ούτε να φιληθούμε για το “γεια σου”. Θαρρώ πως παράκατσε!”
Πηνελόπη: Σταύρο… έλα. Έτοιμα.
Σταύρος: Δε τα φέρνεις εδώ γυναίκα;
Πηνελόπη: Έλα, έλα μέσα τώρα, τηλεφώνησε κι ο Κρις. Ξέχασα να σου πω. Μίλησα στην Μαριέττα. Θέλανε να μας επισκεφτούν με το μωρό.
Σταύρος: Καλώς νάρθουν.
Πηνελόπη: Well, είπα στην Μαριέττα ότι θα πάμε εμείς. Είναι πολύ μικρό το μωρό καημένε, πού να κουβαλούν τώρα napees και μπουκάλια γάλα και νερό;
Σταύρος: Γιατί Πηνελόπη; Εμείς πώς τα κουβαλάγαμε δηλαδή;
Πηνελόπη: Έλα τώρα, be a sport! Θα πάμε εμείς το ίδιο είναι.
Σταύρος: Η θεια πού είναι;
Πηνελόπη: Στο σαλόνι. Πλέκει τα τσουράπια της.
Σταύρος: Πολύ ήσυχη μου φαίνεται.
Πηνελόπη: (Μουρμουρίζει) “Ήσυχη… Χμ!.. Ποιος ξέρει τι να σκαρφίζεται η δύστυχη;”
Σταύρος: Θέλεις λίγο λαμπρούσκο;
Πηνελόπη: Ποιο εκείνο πού ‘φερε ο Άλεξ ή εκείνο που σερβίρισε η θεια;
Σταύρος: Όχι παιδί μου! Τ’ αγόρασα χτες. Τώρα θα τ’ ανοίξω. Μια και λένε ότι κάνει καλό στην καρδιά, γιατί όχι;
Το ανοίγει και γεμίζει τα ποτήρια. Ο Σταύρος δοκιμάζει και πλαταγίζει την γλώσσα του.
Σταύρος: Άει στην υγειά μας γυναίκα! Μωρέ, είναι ωραίο το άτιμο!
Πηνελόπη: Για πρόσεχε… μέρα μεσημέρι είναι! Εδώ είναι Αυστραλία. Δε θα πάμε για ύπνο!..
Ξάφνου ακούγεται το τηλέφωνο στο σαλόνι. Η Θεια το απαντάει. Μετά φωνάζει.
Θ. Ουρανία: Πηνελόπη, η Αγνή στο τηλέφωνο!
Πηνελόπη: Ευχαριστώ θεια. Hello love, τι μου κάνεις; Ναι, σ΄ακούω… βέβαια love, you know how much I ‘d love to have you here, and the baby, but I ‘d rather not at this stage! Ι will explain when I see you, tomorrow. Εντάξει love? Φιλιά στο μωρό μας και στον Άλεξ από εμας!..
Θ. Ουρανία: (σιγομιλά) “Μπλα… μπλα… μπλα… με την ξενομανία σας! Επίτηδες, για να μη καταλαβαίνω τι λέν. Αμ δε θα σκάσω! Μια μέρα θα γυρίσ’ ο τροχός!..
Θυμώνει όμως απ’ όλα αυτά και αρχίζει και ξηλώνει το πλεχτό της ξανά.
Σταύρος: Τ’ είναι Πηνελόπη; Εντάξει όλα;
Πηνελόπη: Ναι βέβαια, βέβαια…
Σταύρος: Τότε γιατί αναψοκοκκίνησες;
Πηνελόπη: Εγώ; Μα τι λες τώρα; Η ιδέα σου είναι.
Σταύρος: Εντάξει. Πάντως τα παιδιά καλά είναι. Έτσι;
Πηνελόπη: I promise! Τελείωσες;
Σταύρος: Εγώ τελείωσα. Εσύ όμως δεν έφαγες τίποτα!..
Πηνελόπη: Δεν πεινάω.
Σταύρος: Μα είχες τόσο κέφι για φαγητό!.. Σού ‘πε τίποτα η Αγνούλα;
Πηνελόπη: Όχι, όχι! Τι να πει το κορίτσι! Μιλήσαμε και κανονίσαμε να πάμε να τους δούμε.
Σταύρος: Πηνελόπη έκανες το ίδιο με τον Κρις και την Μαριέττα. Να πηγαίνουμ’ εμείς και να μην έρχονται εδώ τα παιδιά… τι θα σκεφτούν; Τ’ είναι πάλι ετούτο;
Πηνελόπη: Τι κάθεσαι και λες τώρα; Προχτές; Δεν ήταν εδώ η Αγνή. Σειρά μας τώρα να τους επισκεφτούμε. Μην είσαι εγωιστής!.. Έρχονται, θα πάμε και…
Σταύρος: Έχεις την απάντηση έτοιμη όπως πάντα!.. Παραδίνομαι.
Πηνελόπη: Έλα τώρα, να ξεκουραστείς και λιγάκι, για να συνεχίσεις με το ράντισμα.
Σταύρος: Τι ράντισμα; Δε σου είπα, ότι τελείωσε. Λες να εξατμίστηκε;
Πηνελόπη: Όλα είναι δυνατά! (Με ειρωνία). “Εμείς να μη εξατμιστούμε κι αυτό θα είναι το χειρότερο”. Ξέχασέ το Στηβ, θ’ αγοράσεις άλλο.
Σταύρος: Τι να πω βρε παιδί μου, πολύ σπατάλη γίνεται τώρα τελευταία δω μέσα! Πολύ σπατάλη!
Η θ. Ουρανία, πλέκει, δε δίνει σημασία στον Σταύρο και στην Πηνελόπη που έχουν σηκωθεί από το τραπέζι του φαγητού.
Σταύρος: Θεια, τι γίνεται;
Η θεια δεν ακούει είναι προσηλωμένη στο πλεχτό της. Ο Σταύρος επιμένει.
Σταύρος: Ε, ρε θεια… Πού ν’ ακούσεις!.. Όλο πλέκεις πλέκεις “σε καλό να μας βγει”. Θεια! Δεν μας έκανες παρέα.
Ξάφνου η θεια απαντά ψύχραιμα, χωρίς να σταματά.
Θ. Ουρανία: Τέτοια ώρα φαγητό; Ένα καφεδάκι, ένα τσαγάκι το πίνω ευχαρίστως.
Σταύρος: Είπα και κάτι άλλο, αλλά πού ν’ ακούσεις εσύ!..
Θ. Ουρανία: Τι άλλο;
Σταύρος: Είπα ότι πλέκεις συνέχεια.
Θ. Ουρανία: Ναι όλο πλέκω για… (ψιθυρίζει) “Πλέκω δώθε, πλέκω κείθε… μπας και κάμω προκοπή!”
Σταύρος: Ωραία τα λες θεια. Άντε και να τις τελέψεις μήπως και φορέσουμε κι εμείς καμμιά.
Η θεια, τον κεραυνώνει με το βλέμμα της. Ο Σταύρος απορεί με τον θυμό της.
Θ. Ουρανία: Αμή και θα τς φορέστε… θα τς φορέστε, είπα!..
Όπως έκανε τον τελευταίο καιρό, ξαφνικά πετάχτηκε αφήνοντας το πλεχτό.
Θ. Ουρανία: Θα φτιάξω ένα ζεστό.
Σταύρος: Μανία αυτή η θεια με τα ζεστά της… (Κουνάει το κεφάλι παραξενεμένος). Δε μπορώ να καταλάβω. Μυστήριο πράγμα. Λες και κάτι την κεντρίζει κάθε λίγο.
Η Πηνελόπη έχει ανήσυχο ύφος τώρα. Ο Σταύρος την προσέχει.
Σταύρος: (μουρμουρίζει)”Κάτι μυστήριο τρέχει εδώ, που εγώ δεν έχω πάρει χαμπάρι. Η θεια και η Πηνελόπη. Μοιάζουν σαν την γάτα με το σκύλο. Πρέπει να προσέξω καλύτερα. Μου φαίνεται ότι η Πηνελόπη την φοβάται τη θεια. Είναι δυνατό; Λες η Πηνελόπη να ξέρει πράγματα για τη θεια και δε μου τα λέει;” Τ’ ήταν πάλι αυτό;
Να η θεια πίσω με τα φλυτζάνια. Βάζει ένα μπροστά στον Σταύρο κι ένα μπροστά στην Πηνελόπη. Μετά πάει μέσα και φέρνει το δικό της. Βάζει ζάχαρι πρώτα στο φλυτζάνι της Πηνελόπης, που το βρίσκει ως αφορμή να μην το πιει.
Πηνελόπη: Μα εγώ δε θέλω ζάχαρι στο δικό μου θεια!..
Σταύρος: Μη στεναχωριέσαι love. Πάρε το δικό μου, που δεν έχει.
Θ. Ουρανία: Όχι Σταύρο, αυτό είναι της Πηνελόπης.
Σταύρος: Βρε θεια δεν μαθαίνεις μα το Θεό. Όταν ο άλλος δε θέλει, δε θέλει. Και γιατί δε μπορώ να το πιω εγώ; Τι έχει μωρέ θεια μέσα δηλητήριο; Πόσες φορές έκαμες το ιδιο πράγμα τώρα τελευταία; Σε προσέχω πανάθεμα και δεν καταλαβαίνω. Δεν καταλαβαίνω γιατί κι εσύ δεν μπορείς να μάθεις. Και πάντα έχει να κάνει με την Πηνελόπη. Τι τρέχει;
Η Πηνελόπη περιμένει με αγωνία για να της δοθεί η κατάλληλη στιγμή να μεσολαβήσει.
Σταύρος: Εγώ θα πιω το τσάι της Πηνελόπης κι η Πηνελόπη το δικό μου. Κατάλαβες;
Σηκώνει το φλυτζάνι και το φέρνει αργά προς το στόμα του. Η Πηνελόπη είναι έτοιμη. Πιο γρήγορη όμως είναι η Θεια. Αρπάζει το φλυτζάνι από το χέρι του, μισοχύνοντάς το στο τραπέζι στο πάτωμα μακριά από τον Σταύρο. Τρέμει από θυμό, οργή. Ο Σταύρος έχει μείνει αποσβολωμένος με το χέρι στον αέρα όπως κράταγε το φλυτζάνι. Η Πηνελόπη όμως σηκώνεται ήσυχη ήρεμη μπροστά τα μάτια του Σταύρου που τά ‘χει χαμένα και της μιλά ήρεμα, συμπονετικά. Η Θεια βρίσκεται σε σόκ. Το βλέμμα της αδρανεί στο κενό.
Πηνελόπη: Θεια… θεια… τι έχεις; Γιατί δε θέλεις το Σταυρί σου να πιεί το τσάι μου; Τι φοβάσαι; Γιατί τρέμεις ολόκληρη; Τι έβαλες στο φλυτζάνι μου πάλι θεια; Το φαρμάκι πού ‘βαλες στα γιουβαρλάκια και στα φασολάκια;
Θ. Ουρανία:…………….
Σταύρος: Τι λες γυναίκα, τρελάθηκες;
Η θεια ξάφνου συνέρχεται. Ο Σταύρος έχει σηκωθεί και είναι πολύ συγχισμένος ενόσω απευθύνεται στην Πηνελόπη.
Θ. Ουρανία: Τι λες νύφη; Τρελάθηκες χαλασιά μ’!.. Σταύρο μ’ ακόμη κάθεσαι κι ακούς αυτήν την κακούργα;
Σταύρος: Τι κάθεστε και λέτε σεις οι δυο; Τρελαθήκατε;
Θ. Ουρανία: Αυτή… η γυναίκα σ’… με θέλει να φύγω, θέλει να με διώξει από ‘δώ μέσα, μακριά απ’ τα σένα παιδί μ’!.. Στό ‘πα είναι ζηλιάρα!…
Πηνελόπη: Το φλυτζάνι που κρατάς θεια, έχει τσάι… Είναι καλό θεια. Λες που δεν έχει τίποτα μέσα; Πιες το λοιπόν… έτσι, για να δείξεις στον Σταύρο πως είμαι ψεύτρα, συκοφάντισσα!
Σταύρος: Για… για σιγά! Θεια, πες κάτι!
Την πλησιάζει, κοιτά το φλυτζάνι που έχει λιγοστό τσάι. Η θεια το κυττάζει σα μαγνητισμένη. Δεν το φέρνει στο στόμα της.
Σταύρος: Μίλα ρε θεια, πανάθεμα! Έβαλες κάτι μέσα στο τσάι; Το δηλητήριασες;
Πηνελόπη: Το εντομοκτόνο που γύρευες!
Θ. Ουρανία: Σταυρί μ’ δε μπορώ να το πιω!.. Έχω γιε μ’ ιερό καθήκον εγώ… να σε λευτερώσ’ από τούτο το διαβολουθήλυκο. Να λυτρωθώ κι ιγώ.
Ο Σταύρος είναι πια σίγουρος. Τα μάτια του έχουν γεμίσει δάκρυα. Η Θεια είναι πια σαν ένα πέτρινο άγαλμα. Ξανά βυθίζεται στην σιωπή της. Την κυττάζει με οίκτο. Χτυπά η πόρτα. Ο Σταύρος και η Πηνελόπη, κοιτιούνται με φόβο.
Πηνελόπη: Ποιος νά ‘ναι;
Σταύρος: Άνοιξε κι όποιος και νά ‘ναι. Καλό θα μας κάνει και όχι κακό!
Πηνελόπη: Δρ Πάουστ! Περάστε… περάστε!
Δρ Πάουστ: Γεια σας… Συγγνώμη! Ίσως ήρθα σε ακατάλληλη ώρα… κι απρόσκλητος!
Ο Σταύρος δε μιλά. Ακούει μόνο. Είναι σαστισμένος. Η Πημελόπη περιμενει με άγχος.
Πηνελόπη: Είστε πάντα ευπρόσδεκτος στο σπίτι μας Δρ!
Δρ Πάουστ: Ευχαριστώ… γιατί αυτά που έχω να σας πω δεν μπορούσαν να περιμένουν. Στηβ, ξέρω πως η Πηνελόπη κι εσύ, έχετε καλή σχέση, γι’ αυτό πήρα την πρωτοβουλία, να έρθω εδώ απόψε. Let me put it this way… Κάποιος στο σπίτι σας επιδιώνει να κάνει κακό σε κάποιον άλλον! Πιθανόν να ακούγεται βλακώδες! Όμως η ανάλυση και του τελευταίου υλικού που έφτασε στα χέρια μου, από την Πηνελόπη, τα λέει όλα. Το αποτέλεσμα ήταν ίδιο με τις δύο προηγούμενες. Δυνατή δόση εντομοκτόνου. Μεγαλύτερη ακόμη κι από την δόση που μπορεί να προκαλέσει το θάνατο. Καταλαβαίνετε; Πηνελόπη… Σταύρο!
Ο Σταύρος έχει καταρρεύσει στην πολυθρόνα. Κουνάει το κεφάλι.
Σταύρος: Δεν καταλαβαίνω τίποτα πια! Δεν ξέρω τι λες! Πηνελόπη, κάνεις δουλειές πίσω από την πλάτη μου! Για ποιες αναλύσεις και δόσεις εντομοκτόνου μιλάτε; Τρελαθήκατε όλοι εδώ μέσα ή εγώ τρελάθηκα;
Πηνελόπη: Μη με κατηγοράς Σταύρο. Σε παρακαλώ ηρέμησε. Θα καταλάβεις τι συμβαίνει! Δεν ήταν εύκολο για μένα, αυτό που έκανα.
Ο Δρ Πάουστ πηγαίνει κοντά στην θεια. Κοιτάζει την Πηνελόπη. Καταλαβαίνει από το ύφος της. Πιάνει την θεια με τρυφερότητα και την τραβά αμίλητος προς την πολυθρόνα. Την βοηθά να καθίσει και επιχειρεί να πάρει το φλυτζάνι από το χέρι της, αν και με μια αντίσταση αρχικά. Τελικά η θεια αφήνει τον Δρ Πάουστ να πάρει το φλυτζάνι από το χέρι της κι ενώ αυτός το τοποθετεί στο τραπέζι μπροστά της, η θεια αφήνει το χέρι της να πέσει κάτω σαν παράλυτο. Αρχίζει τώρα να μονολογεί μπροστά στα λυπημένα μάτια όλων. Κουνιέται ψάχνει για κάτι και αγωνιά.
Θ. Ουρανία: Κερατά Σταμάτου! Αγνούλα μ’…. πού ‘φυγες… και μ’ άφηκες μόνη κι έρμη… και το Σταυρί μ’… μού ‘φυγε κι εκείνο… Βρωμο-Παρασκευούλα… άτιμα θηλυκούδια… άτιμα…
Ο Δρ Πάουστ είναι δίπλα στην Θεια, καθώς και η Πηνελόπη, που εξηγεί το αίσθημα αδιέξοδου της θειας και την αγωνία της. Ανησυχούν για αντιδράσεις, ώσπου ν‘ αποφασίσει ο Σταύρος τι θα κάνουν για την θεια. Αλλά ο Σταύρος που βρίσκεται σε κατάσταση σοκ, δεν φαίνεται ν’ ακούει την συζήτηση. Μονολογεί απελπισμένος. Φαίνεται άρρωστος.
Σταύρος: Αχ! βρε θεια!.. Πώς είχα τυφλωθεί και δεν έβλεπα πόσο άρρωστη ήσουν, δυστυχισμένη! Κι όταν ακόμη το υποψιαζόμουν έκλεινα τα μάτια μου και τ’ αυτιά μου! Τά ‘βλεπα, τα καμώματά σου… μου τά ‘λεγε κι η γυναίκα μου κι εγώ ο ηλίθιος δεν τα παραδεχόμουν, γιατί δεν ήθελα να παραδεχτώ ότι είχα ένα σοβαρό πρόβλημα στα χέρια μου. Αχ!.. δημιούργησα ακόμη χειρότερα. Μπορεί και να ‘κλεινα και το σπίτι μου εξ αιτίας του εγωισμού μου! Θε μου! Εγώ φταίω για όλα!
Πηνελόπη: Σταύρο κάνε κουράγιο, please! Δρ Πάουστ, μπορείς να εξηγήσεις στον Στηβ, για να δούμε τι θα κάνουμε άμεσα;
Δρ Πάουστ: Στηβ, οφείλεις να καταλάβεις ότι η Πηνελόπη έκανε ό,τι μπορούσε για να μη πληγωθείς. Εν γνώσει της διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο, μόνο και μόνο για να βεβαιωθεί ότι δεν έκανε λάθος. Όταν υπέδειξα στην Πηνελόπη να σε ενημερώσει για όσα γίνονταν γύρω σας, είπε πως δεν υπήρχε κίνδυνος. Είσαι πολύ τυχερός που σ’ αγαπά τόσο, ώστε να αντιμετωπίζει αυτή την δύσκολη κατάσταση μόνη της, με την ψυχραιμία και την στρατηγική αστυνομικού. Πίστευε αρχικά ότι δεν υπήρχε κίνδυνος, ότι επρόκειτο για λάθος, από άγνοια. Οι υποψίες της άρχισαν από κείνο το τσάι που χύσατε στο φυτό του μπάνιου σας. That was very clever of Penelope! Μετά ήταν μια σούπα ή κάτι τέτοιο. «Γιαβρουλάκια;» Συγγνώμη… Δεν ξέρω τα της ελληνικής κουζίνας, καλά. Η σούπα την έκανε πολύ άρρωστη από την πρώτη κουταλιά κι άρχισε να έχει παραισθήσεις. Έβλεπε φανταστικά πράγματα μπροστά της. Έκανε είπε εμετό και γλύτωσε… That was lucky as well! Να μην τα πολυλογώ, ανάλυσα το περιεχόμενο από δύο φλυτζάνια τσαγιού και κάτι φασολάκια. Και όλα περιείχαν τρομερή δόση εντομοκτόνου, που μπορούσε να σκοτώσει με τρείς ρουφηξιές… και κάτι ανάλογο, περιείχε το φαγητό. Τα αποτελέσματα από την τελευταία ανάλυση τα είχα σήμερα. Μόλις τα πήρα έτρεξα γιατί κατάλαβα ότι όχι μόνο η Πηνελόπη, αλλά κι εσύ ή κάποιος άλλος δικός σας, διατρέχατε τον ίδιο κίνδυνο, αφού ο δράστης μπορούσε κατά ανθρώπινη αναλογία να κάνει λάθος και το δηλητήριο που προόριζε ας πούμε για την Πηνελόπη, να το πάρεις εσύ ή κάποιος άλλος, ή ακόμη -the worst scenario!- περισσότερο από ένας, να πάθετε την ίδια θανατηφόρα δηλητηρίαση. Επί πλέον… μετά από όλα αυτά, πρέπει να λάβετε και νομικά μέτρα, άμεσα… Τώρα! Από ότι είδα κι άκουσα ως τώρα εδώ, πρόκειται για την ηλικιωμένη κυρία. Και αν δεν κάνετε το σωστό, θα θεωρηθείτε συνένοχοι αν συμβεί ένα τέτοιο φοβερό ατύχημα -εν όψει σας πλέον! Είσαστε έξυπνοι άνθρωποι και νομίζω ότι καταλαβαίνετε την ευθύνη σας και τις συνέπειες.
Σταύρος: Είναι λοιπόν η Θεια! Ακόμα φυλάω το κουβάρι από τις παντούφλες μου. Ήθελα να βεβαιωθώ, δεν ήθελα να δω την αλήθεια. Αλήθεια το αίμα δε γίνεται νερό. Παράβλεπα… Το εντομοκτόνο στο σιεντ. Εγώ είμαι ο ένοχος! Η Πηνελόπη, τα παιδιά μας… Τώρα καταλαβαίνω όλα τα ασυνήθιστα καμώματα της Πηνελόπης με τα παιδιά μας και το φαγητό. Δε ξέρω Πηνελόπη! Ότι να πω είναι αργά. Δεν ήθελα να παραδεχτώ τίποτα, παρά τις προειδοποιήσεις σου. Μπορούσες και νά ‘χεις πεθάνει από το χέρι της άρρωστης. Και τότε; Δεν ξέρω πια. Τι πρέπει να κάνουμε Δρ. Πάουστ; Βοήθησέ μας! Είναι θεία μου, καταλαβαίνετε;
Δρ Πάουστ: Ήδη αργούμε να κάνουμε το σωστό! Πρέπει να καλέσουμε το ασθενοφόρο αμέσως, για να οδηγηθεί στο νοσοκομείο. Θα πρέπει να την συνοδεύσετε. θα σας βοηθήσω όσο μπορώ. Η γηραιά κυρία είναι ψυχιατρικώς ασθενής!
Ο Σταύρος κρύβει το πρόσωπό του στις παλάμες του και κλαίει. Η Πηνελόπη τον πλησιάζει με τρυφερότητα.
Πηνελόπη: Καταλαβαίνει Στηβ, καταλαβαίνουμε. Γι αυτό έκανα κι εγώ ότι έκανα. Sorry, για τη θεια, αλήθεια είμαι, sorry! Μπορούμε όμως ακόμη να την βοηθήσουμε την δύστυχη… Εδώ στην Αυστραλία τουλάχιστον υπάρχουν τα μέσα.
Θ. Ουρανία: (μιλάει κανονικά)Δες τον πώς την αγκαλιάζει… σαλιαρίζει με δαύτη… «Πηνελόπη» μ’, λέει και σουρόπι στάζει το στόμα τ’… Με κυνηγάει η καταραμένη… Καταραμένη νά ‘σαι, μ’ πήρες τον Σταμάτο, σ΄ έκαψα, σ’ έθαψα και φτουριά δεν έχεις. Τώρα μ’ εκδικιέσαι πάλι και μ’ παίρνεις το μοναχοπαίδι μ’, το Σταυρί μ’. Βρωμο-Παρασκευούλα… βρωμο-Πηνελόπη… Τι να την κάμω τούτη τη ρημάδα τη ζωή; Κάλιο κακός ψόφος!…
Ενώ η προσοχή του Δρ Πάουστ και της Πηνελόπης είναι κάποια στιγμή στραμμένη στο Σταύρο, η θ. Ουρανία πετάγεται αρπάζει το μισάδειο φλυτζάνι που κείται δίπλα της και καταπίνε το περιεχόμενό τουι… Για μια μόνο στιγμή την κυττούν με φρίκη. Η Πηνελόπη τρέχει κοντά της. Αρπάζει το φλυτζάνι από το χέρι της και την καθίζει καθώς λέγει κλαίγοντας.
Πηνελόπη: Θεια… συγχώρεσέ μας… φανήκαμε ανίκανοι κι οι δυο μας να σε βοηθήσουμε!..
Η θεια κλείνει τα μάτια καθώς γέρνει πίσω στο κάθισμα λες και κάτι περιμένει. Αρχίζει ν’ αναπνέει δύσκολα. Ο Σταύρος γέρνει απάνω της και κλαίει, ενώ η Πηνελόπη παρακολουθεί με αγωνία τον Δρ Πάουστ, που ήδη μιλάει από το κινητό του.
Δρ Πάουστ: Emergency!.. Please hurry up! 30 Peterson Αve…
Τέλος