ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Copyright, as always inhere PIPINA D. ELLES or in Greek: Πιπίνα Δ. Έλλη

ΤΟΜΟΣ Δ’ (από την τετράτομη Σειρά ΜΕΛΕΤΕΣ Και Άλλα), ΣΥΔΝΕΫ 2018

Α’ Ιστορικές  Αναδρομές

Α’. 1. ΟΙ  ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ[1]

Η Ελληνικότητα των Μακεδόνων

Εισαγωγή

Μέχρι τα μέσα του 4ου αι. π. Χ., η αρχαία Μακεδο­νία, ήταν ξεχωριστό κράτος. Ο Θεόφραστος[2],  στην ερ­γασία του Ιστορία Φυτών[3] αναφέρει ότι η Μακεδονία ήταν μία χώρα με πολλά δάση, οι κάτοικοί της ήταν δια­σκορπισμένοι και κατασκεύαζαν μικρές πόλεις χωρίς τείχη.  Δεν υπήρχε καμία οχυρωμένη ή αξιόλογη πόλη εκτός από τις αποικίες των Χαλκιδέων και των Κορινθίων στα παράλια της Μακεδονίας.

Καταγωγή

Οι Αρχαίοι Μακεδόνες, ανήκουν στα Ελληνικά φύ­λα τα οποία με την κάθοδο των Δωριέων[4], στο τέλος της 2ης π. Χ. χιλιετηρίδας, εγκαταστάθηκαν στο ΒΑ τμήμα της Ελληνικής Χερσονήσου. Οι Μακεδόνες δεν προχώρησαν προς νότο, όπως έκαναν τα υπόλοιπα Ελληνικά φύλα, αλλά παρέμειναν στο τμήμα αυτό της Ελληνικής γης, η οποία απέβη η πατρίδα τους και ονομάστηκε από αυ­τούς «Μακεδονία».

Ο Ηρόδοτος[5]  χαρακτηρίζει τους Δωριείς «Μακεδνόν έθνος» από την ρίζα μακέδν-[6],   που σημαίνει  ψηλό,  λυγερό  και  τους  κατατάσσει  στους Δωριείς   οι οποίοι     αρχικά  κατοίκησαν στις   πλαγιές   της Πίνδου, όπου σχηματίστηκε αρχικά το  όνομα «Μακεδνός», από όπου προήλθε και το όνομα Μακεδόνας. Πληροφορούμεθα ότι οι κάτοικοι, της Θεσσαλικής Ιστιαιώτιδας στις ρίζες της Πίνδου, ονομάστηκαν «Μακεδόνες», παρόμοια όπως οι «Πελασγόνες» οι κάτοικοι των πα­ραλίων, που προέρχεται από το όνομα «Πελασγοί», όπως ήταν οι Αθηναίοι.  Από τα παραπάνω διαπιστώνεται ότι το όνομα «Μακεδνός» είναι ελληνικό, παρόμοια όπως είναι ελληνι­κά και τα ονόματα:  Ορέσται, Λυγκησταί ή τα ονό­ματα πόλεων, Άργος, Αιγαί, Πέλλη = Πελλήνη, Βέροια = Φεραί, Ιδομενή, Γορτυνία, Ευρωπός, Δευρίοπος. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι Μακεδόνες που εγκαταστάθηκαν στα βόρεια της Ελληνικής Χερσονήσου, αντίθετα με τους Έλληνες που εγκαταστάθηκαν στα Νότια της Ελλάδας, διατήρησαν επί αιώνες τις πολιτειακές τους συνήθει­ες, όπως την πατριαρχική Βασιλεία, η οποία απαντά στην Ομηρική εποχή και η οποία επί Φιλίππου και Αλεξάνδρου γνωρίζει την τελειότητα της.  Εξελίχθηκαν μάλιστα σε καλούς πολεμιστές, εξαιτίας των συνεχών πολέμων τους εναντίον των Ιλλυριών και των Θρακών. Οι Ηπειρώτες και οι Μολοσσοί[7] υπήρξαν λιγότερο μαχητικοί σε σύγκριση με τους Μακεδόνες.

Στη γλώσσα και στα έθιμα των Μακεδόνων απαν­τούν ιδιότητες που είχαν εξαλειφθεί σε μερικούς από τους Έλληνες της Νότιας Ελλάδας, τους κατ΄ εξοχήν Ίωνες. Οι Μακεδόνες παρόμοια με  τους Ηπειρώτες (Απειρωτάν αντί Ηπειρωτών), δια­τήρησαν στην γλώσσα τους το δωρικό όπως στην λέξη μαχάτας, στο όνομα Φί­λα κ.τ.λ. αντί του Ιωνικού . Ωστόσο το όνομα «Πτολεμαίος»[8] έχει Ομηρικό σχηματισμό. Τα κατάλοιπα της Μακεδονικής διαλέκτου έχουν διαφορετικό χαρα­κτήρα από τα αντίστοιχα  της Ιωνικής διαλέκτου. Από την εκτεταμένη μελέτη των γλωσσικών στοιχείων, διαπιστώνεται, ότι οι Μακεδόνες έχουν την ίδια γλώσσα με τους Έλληνες στην υπόλοιπη Ελλάδα, καθώς μάλιστα στοιχεία τα οποία αναφέρει ο Όμηρος απαντούν στην Μακεδονική γλώσσα, γεγονός που επίσης αποκαλύπτει την βραδύτητα σε σχέση με την εξέλιξή της. Ετούτο το τελευταίο φαινόμενο, οφείλεται στο γεγονός ότι οι Μακεδόνες απομονώθηκαν στα βόρεια διαμερίσματα της Ελλάδας και δεν αναμείχτηκαν εξ αρχής με τους υπόλοιπους Έλληνες.

Η ελληνικότητα της Μακεδονικής γλώσσας, ενισχύεται επιπλέον  από τα ελληνικά ονόματα των αξιωματικών Μακεδόνων, από τα ελληνικά ονόματα των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου και από τα ελληνικά ονόματα που  αναφέρονται στους παπύρους. Άλλωστε η γλώσσα που χρησιμοποιείται στα επίσημα έγγραφα των Μακεδόνων είναι πάντα η Ελλη­νική[9].  Ευνόητα η διαλεκτική προφορά των Μακεδόνων δεν ε­μπόδιζε την επικοινωνία τους με τους άλλους Έλληνες. Δεν παρατηρείται κάτι παρόμοιο μεταξύ των Μακεδόνων και των Ιλλυριών, καθώς οι τελευταίοι μιλούσαν διαφορετική γλώσσα.

Η ελληνικότητα των Μακεδόνων αποδεικνύεται  και από το γεγονός ότι ο Μέγας Αλέξανδρος χρησιμοποίησε  πάντα την Ελληνική γλώσσα[10]  και στην εκστρατεία του, η οποία είχε στόχο την κατάκτηση των χωρών στην Ανατολή.  Αν οι Μακεδόνες μιλούσαν μία άλλη γλώσσα αντί της Ελληνικής, όταν είχαν ενώσει όλες τις Ελληνικές πόλεις ώστε  να ξεκινήσουν  το κατακτητι­κό τους έργο, τότε θα ήταν φυσικό, έχοντας  θεωρήσει  εαυτούς δυναμικό­τερους των Ελλήνων, να χρησιμοποιήσουν την γλώσσα που εί­χαν ως επίσημη. Γλωσσικό εργαλείο τους ήταν πάντα η Ελληνική, που χρησιμοποιήθηκε επισήμως και ετούτη ήταν η οποία στη συνέχεια εξελίχτηκε  στην περίφημη «Ελληνιστική  κοινή»[11].  Ο Αμερίας[12], Μακεδόνας γραμ­ματικός από την Αλεξάνδρεια, στο έργο του Γλώσσαι γράφει στην Ελληνική κοινή, καθώς τα λίγα γραπτά μνημεία των Μακεδόνων τα οποία  έφτασαν μέχρι και των ημερών μας, είναι μόνο στην Ελληνική. Είναι επίσης γεγονός ότι πολλές ξένες λέξεις εισχώρησαν στην Ελ­ληνική Μακεδονική διάλεκτο από τις χώρες με τις ο­ποίες οι Μακεδόνες είχαν διενέξεις ή και άλλου είδους επικοινωνία. Έτσι η κατάληξη –ισσα, η οποία αρχικά χρησιμοποιείτο  μόνο στα εθνικά ονόματα όπως Μακεδόνισσα, Ηπειρώτισσα κ.τ.λ., και αργότερα απλώνεται και σε άλλους τίτλους όπως αρχόντισσα, πριγκίπισσα, ή και σε απλές λέξεις όπως  μαγείρισσα κ.τ.λ., προέρχεται από την Ιλλυρία.  Αυτή λοιπόν η κατάληξη –ισσα, η οποία αρχικά απαντά στην διάλεκτο των Μακεδόνων,  διαπιστώνεται ότι αργότερα η χρήση της γενικεύεται και στις υπόλοιπες Ελ­ληνικές διαλέκτους. Το παραπάνω  φαινόμενο οφείλεται στην αφομοιωτική ικανότητα της Ελληνικής γλώσσας. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό φαινόμενο αυτής της αφομοιωτικής δύναμης  της Ελληνικής γλώσσας είναι και το ακόλουθο: όταν οι Δωριείς κατέβηκαν από την κεντρική Μακεδονία και τις Β.Δ. περιοχές της Ελλάδας και εγκαταστάθηκαν στην Ν. Μακεδονία, βρήκαν τοπωνύμια Ιλλυρικά και Θρακικά ή Θρακικά-Φρυγικά, τα οποία μετέτρεψαν σε Ελληνικά. Έτσι το Φέδυ -Θρακικής-Φρυγικής προέλευσης- εξελίσσεται σε  Αιγαί (Αίγες).  Σήμερα ετούτη η πόλη καλείται Έδεσσα. 

Παρόμοια με την υπόλοιπη Ελλά­δα, οι Μακεδονικοί μήνες σχετίζονται με γιορτές,  όπως για παράδειγμα  ο Απελλαίος (Νοέμβριος) προέρχεται από την γιορτή «Απέλλαι» (οικογενειακή γιορτή), ο Δίος (ο πρώτος μήνας του χρόνου), ο Αρτεμίσιος ή ο Υπερβερεταίος (προέρχεται από το Ζευς Υπερβερέτας), και είναι καθαρά ελληνικού σχηματισμού.

Οι Μακεδόνες ονομάζουν εαυτούς Έλλη­νες και αυτό διαπιστώνεται από τον ιστοριογράφο Πολύβιο τον Μεγαλοπολίτη[13], ο οποίος αναφέρεται στην συνεργασία του Φιλίππου με τους λοιπούς Έλληνες και στην στάση του απέναντί τους.  Ο γιος του Αλέξανδρος, σε δώρα του –λάφυρα- προς την Ακρόπολη των Αθηνών, ύστερα από την ιστορική νίκη του εναντίον  των Περσών, στο Γρανικό ποταμό, επιγράφει: «Αλέξανδρος και οι Έλληνες πλην των Λακεδαιμονίων από των Βαρβάρων των την Ασίαν οικούντων»[14] .

Ο Φίλιππος και ο Μ. Αλέξανδρος είχαν Ελληνική μόρφω­ση, παρόμοια με τους προηγούμε­νους Βασιλείς της Μακεδονίας τον Αρχέλαο και τον Περδίκκα Γ’ ή με τους στρα­τηγούς Αντίπατρο και Πτολεμαίο Κρατερό, οι οποίοι βρίσκονταν σε επα­φή με επιφανείς Έλληνες λογίους της εποχής, που προέρχονταν από την Αττική.  Το 400 π. Χ. προσκλήθηκαν στην Μακεδονική πρωτεύουσα Πέλλα οι ποιητές Ευριπίδης και Αγάθων που ομιλούσαν την Ελληνική γλώσσα μόνο, ένα ακόμη γεγονός  που πιστοποιεί την πλή­ρη κατανόησή της  από τους Μακεδόνες και κατά συνέπεια  την κατανόηση της ελληνικής λογοτεχνίας.  Η γνώση  της Ελληνικής γλώσσας και δη και της ελληνικής λογοτεχνίας της εποχής, επέτρεπε στους Μακεδόνες να παρακολουθούν στην πρωτεύουσα της επικράτειας της χώρας τους, τραγωδίες όπως τον «Αρχέλαο» του Ευριπίδη, της οποίας  επίκεντρο είναι η ελληνικότητα  των Μακεδό­νων και στόχος του τραγωδού να περιβληθεί με λαμπρότητα η ελληνική καταγωγή του Βασιλικού γέ­νους.

Στις αφηγήσεις του  Ηροδότου ο Αλέξανδρος Α’, πριν από την μάχη των Πλαταιών, δηλώνει ότι είναι Έλληνας ελληνικής καταγωγής και ότι δε θα ήθελε να δει την ελεύθερη Ελλάδα να υποδουλωθεί.[15] Έρχεται αυτοπροσώπως στην Αθήνα, χωρίς διερμηνέα, γιατί ο­μιλεί την Ελληνική και συνεννοείται με τους Έλληνες πριν από την μάχη των Πλαταιών. Επιπλέον οι Ελλανοδίκες του επιτρέπουν να λάβει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες καθώς ήταν Έλληνας, με ελληνική καταγωγή.[16]

Επίσης η Ευρυδίκη σύζυγος του Αμύντα Γ’, αφιερώνει ανάθημα στις Μούσες με την ακόλουθη ελληνική επιγραφή: «Ή Ευρυδίκη Ίρρα πολιήτησι τόνδ’ ανέθηκε Μούσαις ευκτόν εή ψυχή ελούσα πόθον∙ γράμματα γάρ μνημεία λόγων, μήτηρ γεγαυία παί­δων ηβόντων εξεπόνησε μαθείν»[17].

Οι Ελληνιστικοί χρόνοι

Η μάχη της Χαιρώνειας[18] δεν ήταν το τέλος της Ελληνικής Ιστορίας, όπως μερικοί ιστορι­κοί του 19ου αι. υποστήριξαν, αλλά η αρχή ενός και­νούργιου κεφαλαίου στην Ελληνική Ιστορία.  Οι Ελληνιστικοί χρόνοι υπήρξαν για την Ελλάδα η χρονική περίοδος κατά την οποία η Ελληνική γλώσσα υπερβαίνει τα τότε Ελληνικά σύνορα και αποβαίνει «παγκόσμια». Ετούτη την περίοδο έχουμε τη δημιουργία σπουδαίων έργων. Από τον όρο της Αγίας Γραφής[19] «Ελληνισταί»,  ο Joh Gust. Droysen υιοθετεί και χρησιμοποιεί τους όρους «Ελληνιστικοί χρόνοι» και Hellenismus  (Ελληνισμός).  Άλλοι τοποθετούν την έναρξη των Ελληνιστικών χρόνων στα μέσα του 4ου αι.[20]  Ετούτη η εκδοχή ενισχύεται από τον  τάφο του «Petosiris» στην Ερ­μούπολη της Αιγύπτου[21], από τον πάπυρο των «Περσών» του Τιμόθεου στο Abousir-el-Meleq[22] και από το Μαυσω­λείο του Δυνάστη της Καρίας, Μαύσωλο[23].

Το κράτος των Μακεδόνων σε εξέλιξη: Δομή, Πολιτισμός, Πεποιθήσεις

Το κράτος των Μακεδόνων, σύμφωνα με  τον Στράβωνα[24] οριζόταν  ως εξής:  «ότι Πηνειός μεν ορίζει την κάτω και προς θαλάττη Μακεδονίαν από Θετταλίας και Μαγνησίας, Αλιάκμων δε την άνω, και έτι τους Ηπειρώτας και τους Παίονας και αυτός και ο Ερίγων και ο Αξιός και εταίροι».  Ο δε Θουκυδίδης γράφει: «Ξυνηθροίζοντο ούν εν τη Δοβήρω και παρεσκευάζοντο όπως κατά κορυφήν εισβάλουσιν ες την κάτω Μακεδονίαν, ής ο Περδίκκας ήρχεν. των γαρ Μακεδό­νων εισί και Λυγκησταί και Ελιμιώται και άλλα έθνη επάνωθεν, α ξύμμαχα μεν εστί τούτοις και υπήκοα, βασιλείας δ’ έχει καθ’ αυτά…»[25].

Τον 5ο αι. η Μακεδονία παρουσιάζει φεουδαρχική εξουσία, σύμφωνα με την οποία, ο Βασιλιάς είναι στρατηγός, δικαστής, ι­ερέας και διευθύνει την εξωτερική πολιτική του κρά­τους.  Στο εσωτερικό ακολουθούνται οι παραδοσιακοί νό­μοι και οι συνήθειες. Οι ελεύθεροι Μακεδόνες χωρικοί αποτελούν τον στρατευόμενο πληθυσμό και ως τέτοιοι έχουν το δικαίωμα να δικάζουν.  Στην εποχή των διαδόχων σε σοβαρές περιπτώσεις, οι ελεύθεροι Μακεδόνες χωρικοί –όπως παραπάνω-  επιβάλλουν αυστηρές τιμωρίες, ακόμη και την θανατική ποινή. Ο λαός των Μακεδόνων είχε επιπλέον το δικαίωμα να α­νακηρύσσει τον νέο Βασιλέα.  Δίπλα στην τάξη των ε­λευθέρων Μακεδόνων υπάρχει και η τάξη των «εταί­ρων», παρόμοια με τους Μυρμιδόνες του Αχιλλέα, οι οποίοι στην Ομηρική εποχή αποκαλούνται «ευγενείς». Ο Θεόπομπος[26] καταθέτει ότι οι «ευγενείς» Μακεδόνες δεν ξεπερνούν τους οκτακοσίους  (800) και εκμεταλ­λεύονται την γη.

Το  Βασίλειο  της Μακεδονίας ήταν ασήμαντο πριν από την άνοδο του Φιλίππου στο θρόνο. Η ειρήνη επι­κρατούσε στο Βασίλειο με συνεννοήσεις και συμφωνί­ες με τα γύρω κράτη.  Από τον Περδίκκα Α’[27] -ο οποίος αναφέρεται στον Ηρόδοτο-μέχρι τον Αμύντα τον Α’[28], δεν υπάρχουν πληροφορίες. Ο Ηρόδοτος γράφει για τους μετέπειτα ηγεμόνες, αρχίζοντας από τον Αλέξανδρο Α’: «Οι η­γεμόνες της Μακεδονίας που κατάγονται από τον Περδίκκα, είναι Έλληνες καθώς λένε οι ίδιοι κι όπως κι ε­γώ ο ίδιος προσωπικά είμαι σε θέση να γνωρίζω και θα τα αποδείξω παρακάτω.  Εκτός από αυτά οι Έλληνες που  διοικούν τους αγώνες στην  Ολυμπία έχουν την ίδια γνώμη.  Ο Αλέξανδρος είχε αποφασίσει να πάρει μέρος στους αγώνες αυτούς και για το σκοπό αυτό εί­χε κατέβει στην Ολυμπία.  Οι Έλληνες όμως που επρό­κειτο να συναγωνιστούν μαζί του τον εμπόδισαν, λέ­γοντας ο αγώνας δεν ήταν για βαρβάρους αλλά για Έλληνες.  Ο Αλέξανδρος τότε αφού απέδειξε πως ήταν Αργείος, κρίθηκε ότι ήταν Έλληνας. Έτσι μπήκε στον κατάλογο των αγωνιζομένων και σε αγώνα δρόμου ήρ­θε πρώτος μαζί με κάποιον άλλο»[29].  Στο Η’ βιβλίο του στην παράγραφο 137, ο Ηρόδοτος γράφει τα εξής: «του Αλε­ξάνδρου έβδομος πρόγονος ήταν ο Περδίκκας που απόκτησε την τυραννίδα των Μακεδόνων με τον ακόλου­θο τρόπο: Τρεις αδερφοί από τους απογόνους του Τημένου, ο Γαυάνης, ο Αέροπος κι ο Περδίκκας έφυγαν από το Άργος κι ήρθαν στους Ιλλυριούς. Από τους Ιλλυριούς περνώντας από τα βουνά στην απάνω Μακε­δονία, έφτασαν στην πόλη Λεβαία κι εκεί εργαζότανε με μισθό στου Βασιλιά, ο ένας βοσκώντας τα άλογα, ο άλλος βόδια κι ο νεώτερος, ο Περδίκκας, μικρά ζώα». Ο Ηρόδοτος[30] συνεχίζει την αφήγηση του για τους τρεις Τημενίδες και λέει πως ετούτοι τελικά εγκαταστάθηκαν κοντά στους κήπους που ανήκουν στον Μήδα του Γορδίου. Έχοντας ως ορμητήριο το μέρος αυτό κατέλαβαν την υπό­λοιπη Μακεδονία. Επιπλέον στο βιβλί­ο Η’, όπως παραπάνω, στην παράγραφο 139, ο Ηρόδοτος μιλά για το γενεαλογικό δένδρο των αρχόντων των Μακεδόνων: «Από τον Περδίκκα καταγόταν ο Αλέ­ξανδρος, ο Αλέξανδρος ήταν γιος του Αμύντα, ο Αμύν­τας γιος του Αλκέτα, ο Αλκέτας είχε πατέρα τον Αέρο­πο, ο Αέροπος τον Φίλιππο, ο Φίλιππος τον Αργαίο και ο Αργαίος τον Περδίκκα που πρώτος πήρε την αρχή. Αυτή ήταν η γενεαλογία του Αλεξάνδρου γιου του Α­μύντα».  Για τους τέσσερεις Βασιλείς πριν από τον Αμύντα δεν γνωρίζομε. Ο Θουκυδίδης γράφει: «Την δε παρά θάλασσαν νυν Μακεδονίαν Αλέ­ξανδρος ο Περδίκκου πατήρ και οι πρόγονοι αυτού Τημενίδαι το αρχαίον όντες εξ Άργους πρώτοι εκτήσαντο και εβασίλευσαν…» [31] Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί και για την επε­κτατική πολιτική του Αλεξάνδρου Α’[32], γιου του Αμύντα. Επί της βασιλείας του και μετά την απο­χώρηση των Περσών, το Βασίλειο της Μακεδονίας επεκτάθηκε μέχρι τον Στρυμόνα ποταμό. Επιπλέον κατά την διάρκεια των «Μηδικών» και κατόπιν αυτών, καλλιέργησε φιλικές σχέ­σεις με τους άλλους Έλληνες. Την παραμονή της μάχης των Πλαταιών απεκάλυψε στους στρατηγούς των Ελλήνων τα μυστικά του Μαρ­δονίου λέγοντας: «αυτός τε γαρ Έλλην γένος ειμί τωρχαίον και αντ’ ελεύθερης δεδουλωμένην ουκ αν εθέλοιμι οράν την Ελλάδα»[33].

Η Βασιλεία του Περδίκκα του Β’ γιου του Αλεξάν­δρου Α’ συμπίπτει με τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Η συγκεκριμένη περίοδος είναι σημαντική καθώς στην διάρκεια αυτής σημειώνεται ζωηρή πνευματική επικοινωνία της Μακεδονίας με την υπόλοιπη Ελλάδα και ως επικράτεια του Ελληνικού Βορρά, εισχωρεί αποτελεσματικά πλέον, στον πολιτισμό της λοιπής Ελλάδας.  Ο Περδίκκας ο Β’ προσέλκυσε στην πρωτεύουσα του Μακεδονικού Βασι­λείου ποιητές κι άλλους επιφανείς Έλληνες των γραμμάτων μεταξύ των οποίων τον διθυραμβοποιό Μελανιππίδη και τον σπουδαίο ιατρό Ιπποκράτη[34] (ο οποίος μετονομάσθηκε «Πατήρ της Ιατρικής») .

Ο Περδίκκας ο Β’ αφού πρώτα οργάνωσε το κράτος του ώστε να εξασφαλίσει την δύναμή του, στην συνέχεια επωφελούμενος από τις ταραχές στην Θεσσαλία, κατήλθε και κατέλαβε τμήμα της. Κατόπιν ετούτου η Λάρισα αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την Μακεδονι­κή κυριαρχία, αντίθετα με την Σπάρτη, όπου οι ολιγαρχικοί οι οποίοι είχαν καταφύγει εκεί, απέρριψαν την πρόταση του Αρχελάου να συμπεριληφθεί στην «Ελληνίδα συμμαχίαν» ακόμη και όταν εκείνος προσέφερε χρήματα[35]. Πενήντα χρόνια αργό­τερα η Μακεδονία έγινε άρχουσα δύναμη στην Ελλά­δα.

Ο Αρχέλαος γιος του Περδίκκα του Β’[36]  δραστηριοποιήθηκε σε ένα πρόγραμμα αναγκαίων κατασκευών για το καλό της χώρας «…τα νυν όντα εν τη χώρα ωκοδόμησε και οδούς ευθείας έτεμε και τάλλα διεκόσμησε τα τε κατά τον πόλεμον ίπποις και όπλοις και τη άλλη παρασκευή κρείσσονι ή ξύμπαντες οι άλλοι Βασιλείς οκτώ οι προ αυτού γενό­μενοι»[37].Ο Στράβων[38] μας πληροφορεί ότι η τοποθεσία Δίον της  Πιερίας, στους πρόποδες του όρους Ολύ­μπου φιλοξενούσε αγώνες μουσικούς και γυμναστικούς κατά το πρότυπο της Ολυμπίας. Επίσης, κατά την  αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων, στο Δίον της Πιερίας  κατοικούσαν οι Μούσες και επιπλέον εκεί είχε ταφεί και ο περίφημος λυράρης Ορφέας.

Από την εποχή του Αρχελάου η Πέλλα εξελίσσεται σε πρω­τεύουσα της Μακεδονίας. Ο Ευριπίδης[39] πέρασε τα τε­λευταία χρόνια της ζωής του στην αυλή του Αρχελάου, ως  φι­λοξενούμενός του και έγραψε προς τιμήν του τις τραγωδίες Αρχέλαος και Βάκχαι, οι οποίες διδάχτηκαν στην Πέλλα και στο Δίο. Από τα ευρήματα αποδεικνύεται ότι ο Αρχέλαος προσκάλεσε και τον  Αθηναίο ζωγράφο Ζεύξι[40], για να διακοσμήσει τα ανάκτορα της Πέλλας.

Επιπλέον ο Αρχέλαος (ο ίδιος, όπως στις δύο προηγούμενες παραγράφους)  έλαβε μέρος στην ενενήκοντα τρίτη (93η) Ολυμπιάδα, το 408 π. Χ., στο τέθριππο, ως ο Έλλην Βασιλιάς της Μακεδονίας. Ο Αρχέλαος πέθανε τo 399, τον ίδιο χρόνο που πέθανε ο Σωκράτης στην Αθήνα, και το έτος ετούτο σηματοδοτείται ως το πρώτο (1ο) ασφαλές έτος της Μακεδονικής χρονολογίας. Από τον θάνατο του Αρχελάου μέχρι την εποχή του Φιλίππου, μεσολαβεί μία περίοδος τα­ραχών, κατά την οποία πιστοποιούνται δολοφονίες βασιλέων για τη διαδοχή του Μακεδονικού θρόνου.

Ο Αέροπος, ορισθείς ως επίτροπος του ανηλίκου γιου του Αρχελάου Ορέστη, δολοφονεί τον Ορέστη, ανέρχεται κατά συνέπεια στον θρόνο και τον κατέχει μέχρι το 393 π. Χ.  Τον δε γιο και διάδοχο του Παυσανία, τον δολοφονεί νόθος γιος του Αρχελάου, ο ονομαζόμενος  Αμύν­τας.  Ο Αριστοτέλης[41] σχετικά με ετούτα τα δραματικά γεγονότα στον χώρο της αυλής των Μακεδόνων βασιλέων, γράφει: «πολλαί δ’ επιθέσεις γεγένηνται και δια το εις το σώμα αισχύνεσθαι των μοναρχών τινάς οίον και η κραταιού εις Αρχέλαον: αεί γαρ βαρέως είχε προς την ομιλία, ώστε ικανή και ελάττων εγένετο πρόφασις, ή διότι των θυγα­τέρων ουδεμίαν έδωκεν ομολογήσας αυτώ, αλλά την μεν προτέραν κατεχόμενος υπό πολέμου προς Σίρραν και Αρράβαιον έδωκε τω Βασιλεί τω της Ελιμείας δε νεωτέραν τω υιεί Αμύντα οιόμενος ούτως αν εκείνον ήκιστα διαφέρεσθαι και τον εκ της Κλεοπάτρας». Από το παραπάνω κείμενο του Αριστοτέλη, διαπιστώνεται ότι ο Αρχέλαος έδωσε την νεότερη θυγατέρα του  στον νόθο γιο του Αμύντα, για να διασφαλίσει τον θρόνο για τον γιο  που είχε με την Κλεοπάτρα. 

Ο Αμύντας δολοφονείται από τον Δέρδα της Λυγκηστίδας -σύμφωνα πάντα με τον Αριστοτέλη- και  στέφεται ως βα­σιλιάς ο Αμύντας Γ’, γιος του Αρριδαίου, συγ­γενής του Βασιλικού οίκου, εμμέσως.  Σύμφωνα με τον Διόδωρο[42] ο Αμύντας Γ’, βασίλεψε επί  24 συναπτά έτη.  Ο Αμύντας Γ’ ακολουθώντας  την τακτική του Περδίκκα Β’ έκανε συμμαχίες με τους Θράκες, τις Φερές και τους Αθηναίους, όταν αυτοί απέβησαν δυνατοί με την ίδρυση της Β’ Αθηναϊκής συμμαχίας.

Ο Αλέξανδρος Β’ διαδέχεται τον Αμύν­τα Γ’, πουδολοφονείται από την βασιλομήτορα Ευρυδίκη και βασιλιάς στέφεται ο Πτολεμαίος Αλωρίτης, γαμβρός α­πό αδερφή του Αλέξανδρου Β’. Ο με­γαλύτερος από τους γιους του Αμύντα Γ’, ο Περδίκκας Γ’, δολοφονεί τον Πτολεμαίο και ανέρχεται στον Μακεδονικό  θρόνο. Το 359,  ο Περδίκκας Γ’, οργανώνει εκστρατεία εναντίον των Ιλλυριών, χωρίς ωστόσο να κατέχει την απαιτούμενη στρατιωτική εμπειρία.  Εμπλακείς σε μάχη με τους Ιλλυριούς, χάνει την ζωή του στον αγώνα μαζί με άλλες τέσσερις χιλιάδες (4000) Μακεδόνες. Ύστερα από τον θάνατο του Περδίκκα Γ’, επικρατεί εκ νέου, μία  ακατάστατη περί­οδος χαρακτηριστική για τις διαμάχες των μνηστήρων του Μακεδονικού θρόνου. Ο Θεόπομπος[43] αναφερόμενος στα ολέθρια αποτελέσματα του πολέμου και στην αναρχία στην οποία βυθίζεται η Μακεδονία, γράφει τα ακόλουθα: «οι δε Μακε­δόνες δια τε την εν τη μάχη συμφοράν και δια το μέ­γεθος των επιφερομένων κινδύνων εν απορία τη μεγί­στη καθειστήκεσαν».

Ο Φίλιππος

Σε ετούτη την δύσκολη περίοδο για την Μακεδονία, ανεβαίνει στην εξουσία ο γιος του Αμύντα Γ’, ο Φίλιππος, μόλις 23 ετών. Στην αρχή ορίζεται ως επίτροπος του ανήλικου ανιψιού του, γιου του Περδίκκα.  Σύντομα όμως στέφεται Βασιλιάς ο ίδιος. Υπό την βασιλεία του  η Μακεδονία γνωρίζει, όσο ποτέ άλλοτε, μεγάλη στρατιωτική και πολιτική ακμή. Ο Πυθαγόρειος φιλόσοφος Παμμένης, διδάσκαλος του Φιλίππου στις Θήβες, την περίοδο που νεαρός (στα δεκαπέντε του) ο Φίλιππος είχε κρατηθεί ως όμηρος και μάλιστα για περισσότερο από δύο χρόνια[44], λέει ότι ο μαθητής του αγά­πησε τον πολιτισμό που γνώρισε στη Θήβα και μελέ­τησε τα στρατιωτικά πράγματα των Θηβαίων. Μετά από τον φόνο του Πτολεμαίου, ο Περδίκκας, αδερφός του Πτολεμαίου, διόρισε τον Φίλιππο διοικητή επαρχίας στην Μακεδονία, όπου εκείνος συγκρότησε και οργάνωσε στρατό, σύμφωνα με τις δικές του γνώσεις και αντιλήψεις. Με αυτόν τον στρατό επιβλή­θηκε εν γένει, στους Μακεδόνες.

Πρώτη σύζυγος του Φιλίππου Β’, τώρα πλέον, ήταν η Φύλα, αδερφή του Βασι­λέως των Ελιμιωτών. Αργότερα, το 357 π. Χ., νυμφεύθηκε την Ολυμπιάδα θυγατέρα του Νεοπτολέμου, Βασιλέως των Μολοσσών, ο οποίος ήταν επικεφαλής των συμμάχων «Απειρωτάν» (Άπειρος – Ήπειρος, Απειρωτάν – Ηπειρωτών). Με την Ολυμπι­άδα απέκτησε έναν γιο, τον Αλέξανδρο, ο οποίος από ενωρίς απεκάλυψε την χαρισματική προσωπικότητά του. Στην σύντομη πορεία του βίου του, η διάθεσή του να ενώσει τους Έλληνες  υπήρξε απαράμιλλη, αν όχι παροιμιώδης.  Κατά συνέπεια κηρύχθηκε αρχηγός και στρατηγός των Ελλήνων στην εκστρατεία τους εναντίον των Περσών, μόνιμου πολέμιου έθνους κατά  των Ελλήνων. Η επιτυχής εκστρατεία των Ελλήνων στη Μέση Ανατολή και ακόμη πιο πέρα, απένειμε στον αρχηγό τους τον Αλέξανδρο, τον τίτλο «Μέγας» και τον αναγνώρισε ως προς την ικανότητά του, του διεθνιστή.

Αργότερα ο βασιλιάς Φίλιππος χώρισε την Ολυμπιάδα και νυμφεύθηκε την Κλεοπάτρα. Στα Ηθικά του Πλουτάρχου[45], η ιδιωτική ζωή του Φιλίππου περιγράφεται ως σκανδαλώδης. Παράδειγμα και η απάντηση του Δημάρατου[46] -ο οποίος μη ων αυλοκόλακας- όταν ερωτάται από τον Φίλιππο για το πώς τα πήγαιναν μεταξύ τους οι Έλληνες, του απαντά χωρίς περιστροφές, ότι και το δικό του σπίτι, δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση.

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες και οι Μακεδόνες

Ετούτο αποτελεί μία σημαντική μαρτυρία στο θέμα της ελληνικότητας των Μακεδόνων και των ταγών τους. Διαπιστώνεται ότι ο περίφημος πατέρας του Αλέξανδρου, ο Φίλιππος Β’ έλαβε μέρος σε δύο Ολυμπιακούς αγώνες: το 352 π. Χ. και το 348 π. Χ., αντιστοίχως αριθμούμενες ως 107η και 108η Ολυμπιάδες, με τίτλο: «Φίλιππος Β’ Βασιλέας της Μακεδονίας», παρόμοια όπως και ο προκάτοχός του, Αλέξανδρος Α’.  Για τη συμμετοχή των Μακεδόνων και ει­δικά των Βασιλέων τους στους Ελληνικούς Αγώνες[47], ο Μανώλης Ανδρόνικος στο βιβλίο του Vergina, the ro­yal tombs[48], σημειώνει  για το μπρούτζινο τρίποδο που βρέθηκε στους βασιλικούς τάφους, ότι μαρτυρά συμμετοχή των μελών της Βασιλικής οικογενείας σε Ελληνικούς Αγώνες (τα παραπάνω σχετικά με τις φωτογραφίες του τρίποδου [αριθμοί 133, 134], που παραθέτει).  Επίσης στο κείμενο τονίζει τη σημασία του μπρούτζινου τρίποδου όπως παραπάνω[49]. Αναμφίβολα θεωρεί όχι μόνο ότι μέλη της βασιλικής οικογενείας συμμετείχαν σε Ελληνικούς Αγώνες αλλά και στους Ολυμπιακούς, και αναφέρει τον Αλέξανδρο Α’, ο οποίος σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, βασίλευσε στη Μακεδονία μεταξύ του 479-454  π. Χ.[50]

Ως γνωστόν, όλες οι μεγάλες Ελληνικές πόλεις, Αθήνα, Σπάρτη, αντιστάθηκαν στην ένωσή τους υπό τον Φίλιππο. Ο Δημοσθένης παρότρυνε τους Αθηναίους εναντίον του, αγορεύοντας τρεις, ‘περίφημους’ λόγους του, τους αποκαλούμενους «Φιλιππικούς»[51], εξαιτίας του περιεχομένου τους. Η αιτία είναι γνωστή. Ετούτη την περίοδο επικρατεί στην Ελλάδα το σύστημα πόλις = κράτος, και οι δύο επιφανείς πόλεις, Αθήνα και Σπάρτη, παρά τις διατριβές που υπάρχουν ανάμεσά τους, ανέχονται αλλήλους, αφού θεωρούν ότι γνωρίζονται καλά μεταξύ τους στην ειρήνη και στον πόλεμο. Ενώνονται λοιπόν εναντί­ον εκείνου, του Φιλίππου,  τον οποίο θεωρούν κοινό αντίπαλο, παρά το γεγονός ότι είναι Έλληνας Δωρικής καταγωγής όπως οι Ηπειρώτες ή οι Λακεδαιμόνιοι – Σπαρτιάτες, ή οι Κύπριοι κ.τ.λ., μιλά ελληνικά, τιμά τους ίδιους θεούς.  Έρχεται από μακριά ‘τους’, από τα Βόρεια και απομονωμένα τρόπον τινά -με όρη ή ποταμούς- διαμερίσματα της Ελλάδας, παρόμοια όπως είναι και η Βόρεια-Δυτική επικράτεια των Ηπειρωτών. Στο πρόσωπο του Φιλίππου βλέπουν έναν «άγνωστο» προς εκείνους, που τους ανησυχεί.  Τον υποπτεύονται καθώς διαπιστώνουν ότι προσπαθεί να επηρεάσει και να ελκύσει προς το μέρος του, τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις, τους υπόλοιπους Έλληνες. Ο Φίλιππος δεν ήταν παρά ένας νεωτερισμός, που ετούτοι οι δύο συν­τηρητικοί συνασπισμοί δεν διατίθενται να τον υποδεχτούν με ‘ανοιχτάς αγκάλας’, ακόμη και παρά το  σπουδαίο γεγονός ότι είναι γνησιότατος Έλληνας, απόγονος του «Ηρα­κλέους και των Τημενιδών».

Έτσι λοιπόν οι δυο διαφορετικές «πόλεις- κράτη», η Αθήνα, πιο ελεύθερη, πιο δημοκρατική και πιο προοδευτική πολιτιστικά, και η Σπάρτη που χαρακτηρίζεται για την αυστηρή και συντηρητική πορεία της στα κοινά, παρόλο που δεν συμπαθούν αλλήλους[52], δεν διστάζουν να συμφωνήσουν ότι δεν τους ‘αρέσει’ ο Φίλιπ­πος.  Παρά ταύτα, όλοι οι Έλληνες ενώνονται εναντίον του κοινού εχθρού, τους Πέρσες, επαληθεύοντας και πάλι το «εν τη ενώσει η ισχύς», που αποτελεί ελληνική παράδο­ση.

Ο Διόδωρος (of Sicily) γράφει για τον Φίλιππο και τον διορισμό του, ως αρχηγού των Ελλήνων εναντίον των Περσών[53].  Αναφέρεται στη δυναμική παρουσία του Φιλίππου στο βασίλειό του, και επιπλέον πληροφορεί τους αναγνώστες του για τη δολοφονία του από το χέρι του Μακεδόνα Παυσανία[54].  Πιστοποιείται ότι ο Φίλιππος πέθανε σε ηλικία 47 χρονών, δολοφονηθείς.  Άγνωστο ωστόσο παραμένει από ποιον σκηνοθετήθηκε η εκτέλεσή του,  με όργανο τον Παυσανία. Υποψίες υπάρχουν, δεν αποδεικνύονται όμως ως ακριβείς. Ο Φίλιππος άφησε χή­ρα την τρίτη σύζυγο του, Κλεοπάτρα, η οποία επίσης δολοφο­νείται, παρόμοια όπως και η μικρή θυγατέρα τους, από την δεύτερη σύζυγο του Φιλίππου την Ολυμπιάδα[55], που δεν είναι άλλη από τη μητέρα του Μ. Αλεξάνδρου.

Ο Αλέξανδρος

Ο Αλέξανδρος[56], διαδέχτηκε τον πατέρα του Φίλιππο στον θρόνο σε ηλικία είκοσι (20) ετών, ανακηρυχθείς βασιλιάς α­πό τους στρατευμένους Μακεδόνας. Ο Διόδωρος[57] καταθέτει ότι ο Αλέξανδρος από την μεριά του Φιλίππου ήταν απόγονος του Ηρακλή και από την μεριά της μητέρας του απόγονος των Αιακιδών.  Κληρονόμησε λοιπόν –σύμφωνα με την ελληνική παράδοση και πεποίθηση- σπουδαία φυσική δύναμη και ποιότητες ήθους.  

Κατά τον Πλούταρχο[58], ο Αλέ­ξανδρος,  από την πλευρά της μητέρας του ήταν απόγονος του Αχιλλέα. Οι Αιακίδες και οι Αργείδες, σύμφωνα με την αρχαιοελληνική παράδοση, ήταν απόγο­νοι του Διός.  Ο δε Διόδωρος στο βιβλίο του[59] δεν υπονοεί ότι κάποιοι γνώριζαν τα σχέδια του Παυσανία, εκτελεστή του Φιλίππου, ο οποίος όμως επειδή δο­λοφονήθηκε αμέσως μετά την πράξη του, δεν  ήταν δυνατόν να διαπιστωθεί αν είχε συνενόχους. Υπάρχουν ωστόσο υ­ποψίες εναντίον της Ολυμπιάδας, της μητέρας του Αλεξάνδρου και εναντίον αυτού του ιδίου, ως συνενόχου της, καθώς η άνοδός του στο θρόνο, συνοδεύεται από τον θάνατο των αντιπάλων του και των μνηστήρων του θρόνου της Μακεδονίας.  Μετά από τον θάνατο του Φιλίππου, ο Αλέξανδρος όφειλε να πείσει εκ νέου τους Έλληνες, για την ελληνικότητα της καταγωγής του, ώστε να πετύχει το σχέδιό του για την ένωση των Ελλήνων υπό την αρχηγία του[60] ετούτη τη φορά και πάντα εναντίον των Περσών. 

Γίνεται αντιληπτό ότι ο Αλέξανδρος προσπαθώντας να ενώσει τους Έλλη­νες εναντίον των Περσών, ως Έλλην συμπατριώτης, χρησιμοποίησε τον προσιτό φιλικό τρόπο, δείχνοντας με την συμπεριφορά του,  ότι εφόσον ήταν όλοι Έλληνες, όφειλαν να ενωθούν εναντίον του κοινού τους εχθρού, τους Πέρσες, οι οποίοι ταλαιπωρούσαν με τις εκστρατείες τους την Ελλάδα και όχι να σκέφτονται μονάχα τα πρωτεία. Κατά συνέπεια το φθινόπωρο του 336 π. Χ., ο Αλέξανδρος κάλεσε συνέδριο των Ελληνικών πόλεων-κρατών στην Κόρινθο και εκεί ανακηρύχθηκε ομοφώνως από τους παρόντες ως ο στρατηγός αυτοκράτορας των Ελλήνων στην εκστρατεία τους εναντίον των Περσών. Οι μόνοι που αρνήθηκαν να συμμετέχουν σε ετούτη την πανελλήνια κίνηση, ή­ταν οι Σπαρτιάτες.

Ο Droysen Johann Gustav[61], επισημαίνει ότι η βασιλεία του Αλεξάνδρου σήμαινε το τέλος της παλαιάς εποχής, το τέλος  του αρχαίου ελληνικού  κόσμου (βασισμένου συν τοις άλλοις και στο πολιτειακό σύστημα: πόλις-κράτος) και την απαρχή μίας νέας εποχής της Ελληνιστικής, ερμηνεία που έγινε αποδεκτή. Ο Αλέξανδρος ενήργησε σαν τους Ομηρικούς ή­ρωες στα δικά του έπη. Κατά συνέπεια, όταν νίκησε τον Δαρείο στον Γρανικό ποταμό το 334 π. Χ., έδωσε πανελλήνιο χαρακτήρα στην νίκη. Διέταξε να ταφούν οι εχθροί, ακόμη και οι νεκροί Έλληνες στρατιώτες, που υπηρετούσαν ως μισθοφόροι τον εχθρό των Ελλήνων. Επίσης, τις 2000 των Ελλήνων  μισθοφόρων που υπηρετούσαν στον στρατό του Δαρείου στην μάχη του Γρανικού ποταμού και οι οποίοι κατόπιν της ήττας των Περσών συνελήφθηκαν, γράφτηκε ότι  «με δεμέ­να τα χέρια τους έστειλε στην Μακεδονία να δουλέ­ψουν γιατί σύμφωνα με την κοινή γνώμη των Ελλήνων ενώ ήταν Έλληνες πολέμησαν εναντίον της Ελλάδας με το μέρος των βαρβάρων…»[62]

Ο Αλέξανδρος έστειλε επιπλέον μέρος από τα λάφυρα της μάχης του Γρανικού ποταμού,  -300 περσικές πανοπλί­ες-, στην Ακρόπολη των Αθηνών ως «ανάθημα» με την επιγραφή[63] «ο Αλέξανδρος γιος του Φιλίππου και οι Έλληνες εκτός από τους Λακεδαι­μονίους από τους βαρβάρους που κατοικούν την Ασία». Σε ετούτη την μάχη χρησιμοποιούνται οι όροι «Έλληνες» και «βάρβαροι». Δεν βλέπουμε πλέον τον όρο «Μακεδόνες», καθώς ο Αλέξανδρος είναι ο βασιλιάς όλων των ενωμένων Ελλήνων.

Η ζωή του Μ. Αλεξάνδρου υπήρξε σχετικά σύντομη. Αρρώστησε βαριά μέσα στο πυρετό των επιχειρήσεων του, που διήρκεσαν πολύ λίγο, συγκριτικά με το μεγαλόπνοο έργο του. Πέθανε την 28η του μακεδονικού μηνός Δαισίου, δηλαδή την 13η Ιουνίου, το 323 π. Χ., όταν συμπλήρωνε 13 χρόνια εξουσίας και δεν είχε συμπληρώσει ακόμη το 33ο χρό­νο της ζωής του.  Δεν θα αναφερθούμε στην τεράστια αυτοκρατορία που δημιούργησε, αρχίζοντας με τον αγώνα των ενωμένων Ελλήνων εναντίον των Περσών.  Το σπουδαιότερο ωστόσο επίτευγμα, του δικαίως καλούμενου Μεγάλου Διεθνιστή  στρατηγού, ήταν  το γεγονός ότι ο Ελληνι­σμός εξαπλώθηκε στα βάθη της Ανατολής, η Ελλη­νική γλώσσα γνώρισε την αίγλη των αθανάτων και η περίοδος που γεννήθηκε μέσα από ετούτο τον υπέρμετρο άθλο, ήταν η περίφημη Ελληνιστική περίοδος (350-300 π. Χ.). Η Αττική διάλεκτος (η διάλεκτος του 500 π. Χ.) στην ακμή της, εμπεριέχον­τας και άλλα Ελληνικά διαλεκτικά στοιχεία, εξελίσ­σεται στην καλούμενη κοινή Ελληνιστική.

Οι διάδοχοι του Μ. Αλεξάνδρου

Τον Περδίκκα (τον αρχαιότερο των στρατηγών του Μ. Αλεξάνδρου που εργάστηκε ολόψυχα για την ενότητα του κράτους το οποίο κληροδότησε στους στρατηγούς του και στους συνεργάτες του, ο Αλέξανδρος, με τον θάνατο του) αντικατέστησε ο Αντίπατρος που πέθανε αποσυρόμε­νος στην Μακεδονία.  Ετούτος όρισε ως διάδοχό του τον Πολυσπέρχοντα, αντί του γιου του Κασσάνδρου.  Ο Κάσσανδρος όμως αποφάσισε να εκτοπίσει τον Πολυσπέρχοντα. Ήρθε λοιπόν κατά της Μακεδονίας, νίκησε τον Πολυσπέρχοντα στην Πύδνα το 316 π. Χ., συνέλαβε μά­λιστα και καταδίκασε σε θάνατο την Ολυμπιάδα και παν­τρεύτηκε την κόρη της Θεσσαλονίκη[64], την αδερφή του Μ. Αλεξάνδρου. Ο έκπτωτος Πολυσπέρχων, κατέφυγε στους Αιτωλούς.

Σε ετούτο το σημείο τελειώνει η εν συντομία κατάθεση μαρτυριών από τους κλασσικούς συγγραφείς και σε σχέση με τον τίτλο  της παρούσης  μελέτης.  Ακολουθεί ένα νέο επιγραμματικό κεφάλαιο: η Ρωμαϊκή και η Μεταεπαναστατική και Νεώτερη περίοδος σε σχέση με τον χώρο της Μακεδονίας και τους Μακεδόνες στην Ελληνική Χερσόνησο.

ΤΕΛΟΣ


[1]Το  2013  επανεκδόθηκε το  βιβλίο,  Οι Μακεδόνες,  με την αυτή ύλη, διορθωμένη και ανανεωμένη, όπως αυτή παρουσιάζεται στο παρόν βιβλίο.  

[2]Theophrastus, Enquiry into Plants, book III, translated by: Sir Arthur Hobart, M.A., Harvard University Press, London 1968. [O Θεόφραστος (γεννήθηκε στην Ερεσό της Λέσβου 371 ή 372 π.Χ. περίπου μέχρι το 287/5 π. Χ.) ο συγγραφέας του: Ιστορία Φυτών (στην παρούσα μελέτη αφορά το χωρίο του συγκεκριμένου έργου: 3.3,1) ήταν μαθητής του Αριστοτέλη (επί Πτολεμαίων, τον 3ο αι. π. Χ. [Πτο­λεμαίοι: πρώτος ο Πτολεμαίος του Λάγου, ο οποίος με­τά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου κατέλαβε την εξου­σία της Αιγύπτου και για 20 χρόνια υπήρξε σατράπης της χώρας, με πρωτεύουσα την Αλεξάνδρεια]). O Θεόφραστος υπήρξε μαθητής του Λεύκιππου (ή του Άλκιππου κατά τον Διογένη), αρχικά ύστερα ήρθε στην Αθήνα και ασχολήθηκε με την φιλοσοφία ως μαθητής του Πλάτωνα.  Μετά τον θάνατο του Πλάτωνος το 347, ακολούθησε τον Αριστοτέλη.  Ως φιλόσοφος, υπήρξε ο συνεχιστής του έργου του Αριστοτέλη και τον διαδέχθηκε στην  διεύθυνση της Περιπατητικής Σχολής, όταν ο Αριστοτέλης κατηγορήθηκε για ασέβεια και κατέφυγε στην Χαλκίδα. Ο Θεόφραστος δίδαξε για 25 χρόνια στην Περιπατητική Σχολή και άφησε πολλά γραπτά.  Μαθητές του υπήρξαν ο Μένανδρος, οι Βασιλείς της Μακεδονίας, Φίλιππος και Κάσσανδρος, καθώς και ο Βασιλιάς της Αιγύπτου, Πτολεμαίος Α’.  Ο Θεόφραστος δεν ασχολήθηκε με την πολιτική ενεργά, και αφοσιώθηκε στην Επιστήμη και στη Φιλοσοφία.  Μεταξύ των θεμάτων που πραγματεύτηκε η Βοτανική και η Ζωολογία κατέχουν ιδιαίτερη θέση. Ως σήμερα διασώζονται τα εννέα βιβλία του έργου του: Περί Φυτών Ιστορίας, το έργο του:  Περί Φυτών Αιτιών  (6 Βιβλία) και το έργο του οι Χαρακτήρες που είναι και το πιο γνωστό από τα έργα του (Βικιπαίδεια)].

[3]Θεόφραστος, Ιστορία Φυτών, 3.3,1. Το συγκεκριμένο έργο του Θεόφραστου είναι σπουδαίο, περισσότερο για την μέθοδο με την οποία κατατάσσει τα φυτά. «Μια σημαντική παρακαταθήκη του στην βοτανική, είναι ότι έχει “βαφτιστεί” σήμερα προς τιμήν του ο ενδημικός φοίνικας της νότιας Ελλάδας, ως Φοίνικας του Θεοφράστου (phoenix theophrastii), καθώς εκείνος ήταν που αναφέρθηκε πρώτος και έντονα για την ύπαρξη αυτού του φυτού στον ελλαδικό χώρο, μέσα στο έργο του» (Βικιπαίδεια). Επίσης: *«Θεοφράστου Άπαντα: Θεοφράστου Βίος (εκ του Λαερτίου) Περί Φυτών Ιστορίας το βιβλίον Α’ έως και το Ι’, Περί  Φυτών Αιτιών το βιβλίον Α’ έως και το Ζ’, Περί Πυρός, Περί Αισθήσεων, περί Ανέμων, Περί Ιχθύων, Περί Ιλίγγων, Περί Κόπρων, Περί Οσμών, Περί ιδρώτων, Περί Λίθων, Των Μετά τα Φυσικά, Χαρακτήρες, Φίλωνος Περί Κόσμου.»  [Pontian’s National Library of Argyroupolis ‘Kyriakides’ [Θεοφράστου Άπαντα http://digital.lib.auth.gr/record/126560].

*«Θεόφραστος (372 – 987 π. Χ.). Ο Θεόφραστος που γεννήθηκε στην Ερεσό, είναι μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες που ανέδειξε η Λέσβος στην αρχαιότητα. Υπήρξε ο κατεξοχήν μαθητής, συνεργάτης και συνεχιστής του έργου του Αριστοτέλη, τον οποίο διαδέχθηκε στην διεύθυνση της “Σχολής του Περιπάτου” και την κράτησε άξια επί 34 χρόνια, συγκεντρώνοντας γύρω του 2.000 μαθητές από ολόκληρη την Ελλάδα.»http://www.biblionet.gr/author/15511/Θεόφραστος. βιβλιοnet (Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού).

[4] Οι Δωριείς κατεβαίνουν στην Ελληνική χερσόνησο περίπου το 1120 π. Χ. και είναι τα τελευταία Ελληνικά φύλα τα οποία  υπό την αρχηγία των Ηρακλειδών, κατευθύνθηκαν στην Ελληνική Χερσόνησο με κατακτητική ορμή. Πριν αυτούς υπήρξαν κατά σειράν, οι Πελασγοί, οι Αχαιοί και στην συνέχεια ακολουθούν οι Ίωνες, το πρώτο κύμα των Ελλήνων (το οποίο κατέκλυσε τα πεδινά μέρη της Μακεδονίας ξεκινώντας από την κοιλάδα του ποταμού Αξιού, γύρω στο 2.000 π. Χ.  Δύο αιώνες μετά από την κάθοδο των Ιώνων, δηλαδή γύρω στον 17ο αι. π. Χ., ένα δεύτερο, νέο κύμα Ελλήνων, οι Αιολο-Αχαιοί, εμφανίζονται επίσης από το Βορρά, καταλαμβάνουν την ελληνική περιοχή και απλώνονται σε όλη την Ελλάδα, αλλού υποτάσσοντας τους πρώτους Έλληνες, τους Ίωνες, και αλλού σπρώχνοντάς τους στα ανατολικά παράλια της Ελλάδας, στα νησιά και στις απέναντι από αυτά περιοχές (δηλαδή στην Ιωνία). Περνούνε λοιπόν στα νότια παράλια της Μικράς Ασίας (όπως ήδη αναφέρθηκε), που κοιτάζουν προς το Αιγαίο και στη μεγαλόνησο Κρήτη και στην συνέχεια  δημιουργούν αποικίες στην Κύπρο. Οι Αιολο-Αχαιοί υπήρξαν οι δημιουργοί του πρώτου Ελληνικού πολιτισμού που η αποκορύφωσή του και το τέλος του αντικατοπτρίζονται στα Ομηρικά έπη, καθώς και στα αρχαιολογικά ευρήματα των Μυκηνών, Τίρυνθας, Πύλου, Ορχομενού, Βαφείου και άλλων περιοχών.  Το τρίτο και τελευταίο πλέον κύμα των Ελλήνων, οι Δωριείς, καταφθάνουν στην Ελληνική χερσόνησο τον 12ο π. Χ. αι. Οι Δωριείς εξαπλώνονται στην Ελλάδα και από εδώ έρχονται στην Κρήτη και στα νησιά του νοτίου Αιγαίου, αφήνοντας στους Αιολο-Αχαιούς μικρές περιοχές στη Θεσσαλία, Βοιωτία, Αρκαδία και Κύπρο.   Στους Ίωνες αφήνουν τα Ανατολικά παράλια της Πελοποννήσου, της Αττικής της Εύβοιας και τα κεντρικά νησιά του Αιγαίου   (από την εισαγωγή στο βιβλίο που εξέδωσε το Institute for Balkan Studies, titled: Macedonia Past and Present, Thessaloniki 1992 [issue 231] pp. 6,7).  Οι Δωριείς-Μακεδόνες, παρουσιάζονται ως  Θεσσαλικός κλάδος.  Ο Ηρόδοτος, θεωρεί  αρχική αφετηρία τους την Θεσπρωτία και τους ονομάζει «Μακεδνόν Έθνος». Η παράδοση της Δωδώνης, η οποία είναι κοινή με εκείνη των  Θεσσαλών και η επανάληψη της Ιεράς αυτής συνήθειάς των στους Δελφούς, ενισχύει την άποψη ότι η Πίνδος είναι η περιοχή όπου έχουμε την πρώτη  φάση της εξέλιξης των Δωριέων στην Ελλάδα (Η­ρόδοτος 1,56.8,43).

[5]Ηρόδοτος, 1,56: «ταύτα γαρ ην τα προκεκριμένα, εόντα το  αρχαίον το  μεν Πελασγικόν, το δε  Ελληνικόν έθνος. και το μεν ουδαμή και εξεχώρησε, το δε πολυπλάνητον κάρτα. επί μεν γαρ Δευκαλίωνος Βασιλέος οίκεε γην την Φθιώτιν, επί δε του Δώρου του Έλληνος την υπό την Όσσαν τε και τον Όλυμπον χώρην, καλεομένη δε Ιστιαιώτιν. εκ δε της Ιστιαιώτιδος ως εξανέστη υπό Καδμείων, οίκεε εν Πίνδω Μακεδνόν καλεόμενον, εντεύτεν δε αύτις ες την Δρυοπίδα μετέβη και εκ της Δρυοπίδος ούτως ες Πελοπόννησον ελθόν Δωρικόν εκλήθη».  Μετάφραση του κειμένου: «Στην Βασιλεία  του   Δευκαλίωνα  κατοικούσαν  γύρω  στην Όσσα και τον Όλυμπο, στην Ιστιαιώτιδα.  Όταν τους ξεσήκωσαν  απ’   εκεί  οι  Καδμείοι  κατοίκησαν στην Πίνδο, με το όνομα Μακεδνοί.  Απ’ εκεί πάλι μετακινήθηκαν στην Δρυοπίδα και όταν από εκεί μετακινήθηκαν στην Πελοπόννησο, ονομάστηκαν  Δωριείς».  Εκτός από την παραπάνω μετάφραση του κειμένου του Ηροδότου, παρατίθεται εδώ και  μία σύντομη επεξήγηση για την καταγωγή των Αθηναίων και των Λακεδαιμονίων, επίσης από τον Ηρόδοτο: οι  Αθηναίοι   κατάγονται   από   τους   Πε­λασγούς και οι Λακεδαιμόνιοι από τους Έλληνες-Δωριείς. Ο Ηρόδοτος, λέει ότι οι Αθηναίοι δεν μετακινήθηκαν ποτέ από τον τόπο τους, μέχρι την περίοδο που εμφανίστηκαν τα πρώτα ελληνικά φύλα. Αντίθετα   οι Δωριείς, εκ των οποίων προέρχονται και οι Λακεδαιμόνιοι, περιπλανήθηκαν πολύ, μέχρις ότου κατασταλάξουν στις περιοχές όπου εγκαταστάθηκαν. Ο Ηρόδοτος γράφει επίσης και τα ακόλουθα: «Το ελληνικό έθνος αφότου φάνηκε, την ίδια πάντα γλώσσα μιλά – αυτό είναι η πεποίθησή μου, αφότου όμως ξέκοψε από το Πελασγικό, αδύνατο τότε και στην αρχή και μικρό, αυξήθηκε ύστερα και πλήθαινε σε έθνη, καθώς προσχώρησαν σ’ αυτό κυρίως οι Πελασγοί, αλλά και πάρα πολλά άλλα βαρβαρικά φύλα. Τέλος είμαι της γνώμης ότι το Πελασγικό έθνος πρωτύτερα και εφόσον ήταν βαρβαρικό ποτέ δε γνώρισε μεγάλη δύναμη» (Ηρόδοτος Α, 57- 58).

[6] Homer, The Iliad andΤhe Odyssey, rendered into English prose by Samuel Butler. «…φύλλα μακεδνής αιγείρειο…»,  Οδύσσεια Η. 106. 

[7] Στην Αττική διάλεκτο Μολοττός –όν, ονομάζονται  οι ανήκοντες στην Μολοσσία, γειτονική χώρα των Μακεδόνων, σύμφωνα με τον Ηρόδο­το στο χωρίο: Α’.146, εξ ου και η ονομασία Μολοσσοί (Ηροδότου, Ιστορία Α’ [Κλειώ], Εισαγωγή Μετάφραση Σχόλια Αδ. Θεοφίλου, Επιστημονική Εταιρεία των Ελληνικών Γραμμάτων, Πάπυρος, Αθήναι 1963, σ. 74) και επίσης στο βιβλίο: Aristophanes, The Thesmophoriazusae,  Translated into English Verse by Benjamin Bickley Rogers, Great books of the Western World, Publisher: William Brenton, The University of Chicago 1952, by Encyclopaedia Britannica, Inc. Twenty – Sixth Printing, 1984,  verse   414., p. 605.

[8] Ιλιάδα Δ. 228: «Ευρυμέδων υιός Πτολεμαίου Πειραΐδαο» = ο Ευρυμέδοντας γιος του Πτολεμαίου του γιου του Πειραΐδου.

[9]Πολύ ενωρίτερα από τον Φίλιππο, επίσημη γλώσσα φαίνεται ότι είναι η Ελληνική γλώσσα και μάλιστα η Αττική διάλεκτος  (Sylloge Inscriptionum Graecarum, 3η έκδοση υπό Hille Von Gaetringen, του W. Dittenberger,pp. 459, 332, 380).

[10] Είναι γνωστό ότι είχε δάσκαλο τον Αριστοτέλη και λέγεται ότι κοιμόταν με τα Έπη του Ομήρου, κάτω από το μαξιλάρι του.

[11]«Ελληνιστική Κοινή», είναι η Ελληνική που προήλθε από την Αττική διάλεκτο, εμβολιασμένη ωστόσο με στοιχεία των άλλων Ελληνικών δια­λέκτων και στην οποία αργότερα, μ. Χ., γράφτηκαν τα Ευαγγέλια και άλλα σημαντικά έργα.

[12]Ο Αμερίας έζησε τον 3ο αι. π. Χ.

[13] Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης, 7, 9, 3: «…όσοι Μακεδονίαν και την άλλην Ελλάδα κατέχουσιν…» (μετάφραση: …όσοι την Μακεδονίαν και την υπόλοιπη Ελλάδα κατέ­χουν…) «…υπό Βασιλέως Φιλίππου και Μακεδόνων και των άλλων Ελλήνων όσοι εισίν αυτώ σύμμαχοι…» ( μετάφραση:  …από τον Βασιλιά Φίλιππο και τους Μακεδόνες και τους άλλους Έλληνες όσοι είναι σύμμαχοι του…) «Φί­λιππος ο Βασιλεύς και Μακεδόνες και των άλλων Ελλήνων οι σύμμαχοι…» (μετάφραση: Ο βασιλεύς Φίλιππος, οι Μακεδόνες και οι σύμμαχοι των άλλων Ελλήνων…) Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης, Ιστοριογράφος 200-120 π. Χ. περί­που.

[14] (μετάφραση: ο Αλέξανδρος και οι Έλληνες εκτός α­πό τους Λακεδαιμονίους από τους Βαρβάρους που κα­τοικούν την Ασίαν, (Αρριανού Ανάβασις 1.16,7. Πρόκειται για τον ιστοριογράφο Φλάβιο Αρριανό -στην περίοδο των Αντωνίνων- από την Νικο­μήδεια της Βηθυνίας, ο οποίος επί Αδριανού χρημάτισε ως “Legatus pro praetore” (= πρεσβευτής του ηγεμόνος) στην Καππαδοκία και απέκρουσε την τότε επι­δρομή των Αλάνων εναντίον των Ρωμαίων, δια την ο­ποία έγραψε την διατριβή «Έκταξις κατ’  Αλάνων». Το έργο του το οποίο τον κατέταξε μεταξύ των σπουδαιότερων Ιστοριογράφων αυτής της περιόδου, εί­ναι το: «Ανάβασις Αλεξάνδρου», 2ος αι. μ. Χ.)

[15] Book IX, 45: Alexander I, just before the battle of Plataea – Athenians:  “I would not speak, we­re I am not worried for all Greece. For I myself am Greek by race from the beginning and I should not like to see a free Greece become a slave”.  Ο Σοφοκλής στην τραγωδία Αίας, υπογραμμίζει την σημασία που είχε για τους Έλληνες η γλώσσα τους, ώστε να την ξεχωρίζουν με έμφαση από οποιαδήποτε άλλη (Η όποια άλλη γλώσσα, καλείτο ‘βάρβαρος’). Στον στίχο 1263 γράφει: «Την βάρβαρον γαρ γλώσσαν ουκ επαΐω» (= Γιατί την βάρβαρη την γλώσσα δεν την ξέρω), ο Αγαμέμνονας απαντά στον Τεύκρο.

[16] (Herodotus Book VII 22: ‘The Ma­cedonians considered themselves to be Greeks and I too am sure of their Greek nationality. The other Greeks thought the same as it is evident from the decision which was taken by the judges at the Olympic Games to allow Alexander I to compete there”).

[17] Πλουτάρχου «Παίδων αγωγή» 20 («Η Ευρυδίκη από την πόλη Ίρρα αφιερώνει αυτό το ανάθημα στις Πάτριες Μούσες επειδή πραγματοποιήθηκε η επιθυμία της. Καθώς η γραφή κάνει τους λόγους αθάνατους, προσπάθησε να τη μάθει, κι ας ήταν μητέρα παιδιών σε εφηβική ηλικία», μετάφραση Π. Δ. Έλλη [Elles]).

[18]Στις 2 Αυγούστου 338.

[19] Πράξεις Αποστόλων 6, 1.

[20] 360-350 π. Χ.

[21] In Hermopolis Magna (Ash-Ashmunayn), a   University Expedition (1930-1939) discovered a necropolis where also found the well-known tomb of  Petosiris  (he was a high priest of Troth in the ti­me of Alexander the Great).

[22] Timotheus roll: Greek manuscript, of the 4th century B.C. (Berlin, 350-330 B.C). («Ptolemaic period», Timotheus roll: In the roll from Dervéni, Macedonia, dated on archaeological grounds to the 4th century bce, lines and letters are well spaced and the letters carefully made in an epigraphic, or inscription, style, especially the square E, four-barred Σ, and arched Ω; the whole layout gives the effect of an inscription. In the Timotheus roll in Berlin (dated 350–330 bce) or in the curse of Artemisia in Vienna (4th century bce), the writing is cruder, and ω is in transition to what is afterward its invariable written form. Similar features can be seen in the earliest precisely…, written by Ralph H. Pinder -Wilson (100 of 22,289 words) «Ptolemaic period», Timotheus roll).

[23] Mausolus (Carian Satrap who ruled 337-353) made Halicarnassus the metropolis of Caria. The architecture of the city as well as the Satrap’s tomb, the “Mausoleum” (one of the “Seven Wonders of the World”) showed strong Greek influence. The Mausoleum was planned by Mausolus, himself, but it was actually built by his wife Artemisia (She succeeded him and ruled 353-351 B.C.)

[24] «Ο Πηνειός χωρίζει την κάτω Μακεδονία την προς την θάλασσα, από τη Θεσσαλία και Μαγνησία και ο Αλιάκμονας την απάνω Μακεδονία και ακόμη μαζί με τον Ερίγονα, τον Αξιό και άλλους από τους Ηπειρώτες και τους Παίονες», Στράβων, Κεφ. VII 12., Μετάφραση, Π. Δ. Έλλη.

[25] «Μαζεύτηκαν λοιπόν στη Δόβηρα και ετοιμάζονταν περνώντας τη κο­ρυφή του βουνού, να επιτεθούν στην κάτω Μακεδονία, όπου ήταν άρχοντας ο Περδίκκας. Στους Μακεδόνες συμπεριλαμβάνονταν και Λυγκηστές (περιοχή σήμερα της Φλώρινας), και Ελιμιώτες (περιο­χή Κοζάνης) και άλλα έθνη από την απάνω Μακεδονί­α, σύμμαχα προς τους Μακεδόνες και υπήκοα, αλλά με δικούς τους βασιλείς», Θουκυδίδης 2.99, 1, 2, Μετάφραση  Π. Δ. Έλλη. 

[26] «…ουκ ελάττω… η μυρίους των Ελλήνων τους την αρίστην και πλείστην χώραν κεκτημένους…» (μετάφραση:  αμέτρη­τοι ήταν οι Έλληνες που κατείχαν το μεγαλύτερο και καλύτερο κομμάτι της γης), Θεόπομπος, Fr. Jacob Frg. Griech Hist. 225.

[27] Περδίκκας Α’, 700 π. Χ.

[28] Αμύντας Α’, τέλη του 6ου αι. π. Χ.

[29] Ηροδότου Ιστορία, Εισαγωγή – Μετάφραση – Σχόλια: Αδ. Θεοφίλου, Επιστημονική Εταιρία των Ελληνικών Γραμμάτων: Πάπυρος, 1953,  βιβλίο Ε’ [V] παρά­γραφος 22.

[30] Ο Ηρόδοτος στο ίδιο βιβλίο Η’, παράγραφος 138, συνεχίζει την αφήγησή τους για τους τρεις Τημενίδες, Ηροδότου Ιστορία, Η’ Βιβλίο, ο.π.

[31] Ο Θουκυδίδης στο βιβλίο του II XCIX. 3 (Μετάφραση στη νεοελληνική, Π. Δ. Έλλη: «Τη σημερινή παραθαλάσσια Μακεδονία, ο Αλέξανδρος ο πατέρας του Περδίκκα και οι πρόγονοι αυτού, οι αρχαίοι Τημενίδες από το Άργος,  ήταν οι πρώτοι που την κατέκτησαν και έγιναν βασιλείς της.» Το κείμενο  στην Αγγλική: “But the country by the sea which is now called Macedonia was first acquired and made their kingdom by Alexander the father of Perdiccas, and his forefathers who were originally Temenidae from Argos…”).

[32] Ο Αλέξανδρος Α’, ο γιος του Αμύντα έζησε την περίοδο 495-450 π. Χ. Ο Αλέξανδρος ο Α’, όπως αναφέρθηκε και πριν, έ­λαβε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αφού προηγουμένως απέδειξε στους Ελλανοδίκες την Ελληνικότητα του, «ως είη Αργείος» (Ηροδότου Ιστορία, ο. π., Ε’ 22).

[33] Ηρόδοτος, βιβλίο Θ’ 45 (μετάφραση Π. Δ. Έλλη: «γιατί είμαι Έλληνας στην καταγωγή και δεν θέλω να βλέπω την Ελλάδα υποδουλωμένη αντί να είναι ελεύ­θερη»).

[34]«εις Suda ή Suidas».  “Suidas, Lexicon an encyclopaedic dictionary compiled about the 10th century AD and dealing with many aspects of ancient Greek History and Biogra­phy”. Λεξικό Σουΐδα, 10ος αι. μ. Χ., Εισαγωγή: Βασίλης Κατσαρός, Καθηγητής Βυζαντινής Φιλολογίας Α.Π.Θ., Θύραθεν Εκδόσεις.

[35] Ηρώδης, Πε­ρί πολιτείας, παράγραφος 3, 24.

[36] 413-399  π. Χ.

[37] = “Archelaus, the son of Perdiccas, on his accession, who also cut straight roads, and otherwise put the kingdom on a better footing as regards horses, heavy infantry, and other war material than had been done by all the eight that preceded him…” Θουκυδίδης, παράγραφος 100, Book II. (Η μετάφραση στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται εκεί όπου τα αρχαία ελληνικά κείμενα, ή τα κείμενα στη αγγλική,  είναι ‘δύσβατα’). 

[38] «…ότι υπό τω Ολύμπω πόλις Δίον έχει δε κώμην πλησίον Πίμπλειαν: ενταύθα τον Ορφέα διατρίψαί φασι τον Κίκονα άνδρα γόητα από μουσικής άμα και μαντικής…» Στράβων, Book VIII 18 (μετάφραση: “at the base of Olympus is a city Dion. And it has a vil­lage near by Pimplea. Here lived Orpheus, the Ciconian it is said – a wizard who from his music and sooth say­ing…”).

[39] Ο Ευριπίδης έζησε την περίοδο 480-406  π. Χ. (“Towards the end of his life Euripides received honours and distinction in Macedo­nia, where like other men of letters he went at the invi­tation of king Archelaus. He spent his last years at the Macedonian court, high in the favour and confidence of the king and when he died the King cut off his hair as an expression of his grief”, Volume 5, of the Great Books of the Western World, Aeschylus, Sophocles,Euripides, Aristophanes, Encyclopaedia Britanica, 1984).

[40]Ζωγράφος, από την Αθήνα, Ίωνας καλλι­τέχνης του 5ου αι.

[41] “And many risings have also occurred because of sha­meful personal indignities committed by certain mo-narchs. One instance is the attack of Crataeas on Archelaus; for the was always resentful of the associa­tion, so that even a smaller excuse became sufficient, or perhaps it was because he did not give him the hand of one of his daughters after agreeing to do so, by gave the elder to the King of Elimea when hard pressed in a war against Sirras and Arrabaeus and the younger to his son Amyntas, thinking that thus Amyntas would be least likely to quarrel with his son by Cleopatra”, Aristotle,  Politics V 1311b, The Great Books of the World, Encyclopedia Britannica, 1984.

[42] Διόδωρος, 16. 89,2.

[43] O Θεόπομπος αρχαίος Έλληνας ιστορικός και ρήτορας (378/377 π. Χ. στην Χίο -323 ή 300 π. Χ. πιθανώς στην Αλεξάνδρεια). Πέρασε τα νεανικά του χρόνια στην Αθήνα με τον πατέρα του Δαμασίστρατο. Το 360 π. Χ. υπήρξε μαθητής του Ισοκράτη  και εξελίχθηκε σε ικανό ρήτορα πριν γίνει ιστορικός. Το 352/351 π. Χ. τιμήθηκε με το επινίκιο έπαθλο της ρητορικής που θέσπισε η Αρτεμησία προς μνήμη του συζύγου της, Μασώλου, βασιλέως της Καρίας.  Υπήρξε πολυγραφότατος αλλά συγκεντρώθηκε περισσότερο στην Ιστορία. Τα ιστορικά συγγράμματα του Θεόπομπου τα χρησιμοποίησαν μεταγενέστεροι  ιστορικοί  ανάμεσά τους και ο Ηρόδοτος (Βικιπαίδεια). Ο Θεόπομπος λέει: (μετάφραση: «και οι Μακεδόνες εξ αιτίας της καταστροφής των στην μάχη και από τους κατευ­θυνόμενους εναντίον τους κινδύνους είχαν βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση»), από τον Διόδωρο 16, 3.

[44] Μεταξύ  του 367-365 π. Χ. 

[45] Plutarch’s Moralia, “How to tell a flatterer”, 70 B.30 to C and continues 37-45.

[46] «…οίον ελθείν Δημάρατον εις Μακεδονίαν λέγουσι καθ’ όν χρόνον εν διαφορά προς την γυναίκα και τον υιόν ο Φίλιππος ήν: ασπασαμένου δ’ αυτόν του Φιλίππου και πυθομένου πως προς αλλήλους έχουσιν ομονοίας οι Έλληνες, ειπείν τον Δημάρατον εύνουν όντα και συνήθη «πάνυ γούν, ω Φίλιππε, καλόν εστί σοι πυνθάνεσθαι μεν περί τοις Αθηναίων και Πελοποννησίων ομοφροσύνης, συν την δ’ οικίαν περιορά την σεαυτού τοσαύτης στάσεως.»  Πλουτάρχου Μοράλια (“Demaratus is said to have come to Macedonia during the time when Philip was at odds with his wife and son. Philip after greeting him, inquired how well the Greeks were at harmony together; and Demaratus, who knew him well and wished him well, said, ‘A glorious thing for you Philip, to inquire about the concord of Athenians and Peloponnesians, while you let your own household be full of all quarrelling’” “In the  Moralia 179c,  Plutarch records the successful result of Demaratus’s frankness with Philip”.

[47] Αριθμητικός και Χρονολογικός κατάλογος  των  Ολυμπιακών Αγώνων,  σε σχέση με τη συμμετοχή των Μακεδόνων: Ο κατάλογος των Μακεδόνων οι οποίοι έλαβαν μέρος στους Ολυμπιακούς αγώνες αρχίζοντας από την συμμετοχή του Αρχελάου γιου του Περδίκκα, το 408 π. Χ.  Ο κατάλογος αυτός προέρχεται από τον κατάλογο των νικητών στην Ολυμπία, ο οποίος  για πρώτη φορά καταρτίσθηκε περί το 400 π. Χ.  από τον Ηλείο σοφιστή, Ιπ­πία, ο οποίος φαίνεται ότι συγκέντρωσε πληροφορίες από τους συγ­χρόνους του, για τις Ολυμπιάδες, πριν από την εποχή του.  Η εργασία του Ιππία αναθεωρήθηκε και συνε­χίστηκε τον 4ο αι. π. Χ. από τον Αριστοτέλη και αργό­τερα από τον Ερατοσθένη, τον Φλέγοντα του Τράλλη και άλλους.  Τον 3ο αι., π. Χ. ετούτος ο χρονολογικός κατάλογος των Ολυμπιάδων, έγινε η βάση ενός ημερολογίου για τον Αρχαίο Ελληνικό κόσμο. 

Οι Ολυμπιάδες, οι Χρονολογίες, οι Αγωνιστές-Νικητές: 93η, το 408 π. Χ., Αρχέλαος, γιος του Περδίκκα, βασιλιάς της Μακεδονίας, τέθριππον, / 106η, το 356 π. Χ., Φίλιππος Β’, βασιλιάς της Μακεδονίας, ιππόδρομος, / 107η, το 352 π. Χ., Φίλιππος Β’, βασιλιάς της Μακεδονίας, τέθριππον (άρμα συρόμενο από τέσσερα άλογα), / 108η, το 348 π. Χ., Φίλιππος Β’, βασιλιάς της Μακεδονίας,  συνωρίς (αμάξι συρόμενο από δύο άλογα) / 123η, το 288 π. Χ.,  Αντίγονος  από τη Μακεδονία, στάδιον (αγώνας δρόμου· ο επίσημος αγώνας δρόμου στην Ολυμπία είχε μήκος περίπου εξακόσια (600 πόδια ελληνικά ή εξακόσια έξι και τρία τέταρτα (606 και 3/4) στην αγγλική) / 128η, το 268 π. Χ., Σέλευκος από την Μακεδονία, στάδιο, / 128η, 268 π. Χ., Βαλεστική της Μακεδονίας, τέθριππον, / 129η, 264 π. Χ., Βαλεστική της Μακεδονίας, συνωρίς, / 131η, το 256 π. Χ., Αμμώνιος από την Αλεξάνδρεια, στάδιον.  Θα πρέπει να υπογραμμιστεί και πάλι ότι οι Έλληνες μόνο επιτρέπονταν να συμμετέχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες.Ekdotike Athenon S.A. (Contributers: M. ANdronikos, J. Th. Kakridis, Th. Karaghiorga-Stathakopoulou,  B. A. Kyrkos, M. Pentazou, K. Palaeologos, J. Sakellarakis, N. Yalouris), The Olympic Games In Ancient Greece (Subtitle: Ancient Olympia and the Olympic Games), List of Ancient Olympic Victors, yr. of publication 1982, pp. 289-296.

[48]“Bronze tripod; the inscription on its rims (134) shows that it was a prize won in the Heraia ga­mes held at Argos. The shape of the letters and the li­on’s feet suggest that it should be dated around 430-420 B.C.”  Photo 133-134, Manolis Andronicos, Vergina The Royal Tombs, Ekdotike Athenon S.A, Translation: Luise Turner, Athens 1989, p. 164.

[49] “The bronze tripod is another find of particular importance. Its shape and use are not of course uknown.”Manolis Andronicos, Vergina The Royal Tombs, ibid, p. 165.

[50]“It is clear that all such bronze objects – hydria, caul­dron tripod- were prizes awarded to the victors in ga­mes held at Argos in honour of Hera and known as the Heraia (or as Ekatomboia).Thus the tripod which was found in the main chamber of the tomb at Vergina was won as a prize by some victor in these games at Argos somewhere between 450 and 425 BC. If, however we reflect that the Macedonian royal family was proud of its Argive descent from the family of the Temenids to which Heracles himself belonged, and if we recall that later two Macedonian kings Demetrios Pοliorcetes and Philip V were agonothetes of these games, we may appreciate that the possibility that the victor who car­ried off the trophy was a Macedonian King, is quite strong. Moreover we know from Heredotus that Alexan­der I, who ruled Macedonia from 479 to 454 BC him­self took part in the Olympic Games” Manolis Andronicos, Vergina The Royal Tombs, ibid, p. 166.

[51] Σύμφωνα με τον Νικόλαο Κ. Μάρτη (Ο Νικόλαος Μάρτης, νομικός από το Μουσθένι, Καβάλας, στη Μακεδονία, αγωνίστηκε στα οχυρά της Μακεδονίας κατά των εισβολέων Γερμανών, το 1941. Κατέφυγε στην Εγγύς  Ανατολή και συμμετείχε στις μάχες του El Alamein (Africa) και στο Rimini (Italy), καθώς επίσης και στον αγώνα για την απελευθέρωση των Αθηνών το 1944.  Διέπρεψε ως Μέλος της Βουλής  επτά φορές, υπήρξε Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Βόρειας Ελλάδας [1955-1956]αναπληρωτής Υπουργός  στο Υπουργείο Εμπορίου[1956-1958],  Υπουργός Βιομηχανίας [1958-1961] Υπουργός Βορείου Ελλάδος [1974-1981]), ο Δημοσθένης κατηγόρησε λεκτικά τον Φίλιππο και τον αποκάλεσε «βάρβαρο», με θυμό και πάθος.  Η πληροφορία προέρχεται  από  επιστολή του Ισοκράτη προς τον Φίλιππο ΙΙ, στην οποία αποκαλεί τον Δημοσθένη και τους άλλους ρήτορες, μαινόμενους δημαγωγούς. Ο Ισοκράτης λέει επί πλέον στον Φίλιππο, ότι όλοι οι Έλληνες θα του είναι ευγνώμονες, αλλά επίσης ότι είναι τιμή του να θεωρεί την Ελλάδα γη των πατέρων του, παρόμοια όπως την είχε  θεωρήσει και ο ιδρυτής της φυλής του.  Έχει επίσης σημασία σε σχέση με τον Δημοσθένη, ότι και εκείνος είχε κατηγορηθεί, παρόμοια όπως ο Φίλιππος, καθώς η μητέρα του που προερχόταν από την Σκυθία, εθεωρείτο «βάρβαρη», σύμφωνα με  Αισχύνη  στο λόγο του εναντίον του Κτησιφώντος, Aischines, Against Ctesiphon, 172, Nicolaos K. Martis, The Falsification of Macedonian History, Aκαδημία Αθηνών, Translated by John Philip Smith, Athens 1984, pp.48-49 (Τhis work was awarded by the Academy of Athens  on the 25th of March 1985).

[52]Ετούτο διαπιστώθηκε περίτρανα με τον περίφημο ‘Πεντηκονταετή ή Πελοποννησιακό Πόλεμο’.

[53] “In this year, king Philip installed as leader by the Greeks, opened the war with Persia by sending into Asia as an advance party Attalus and Parmenion, assigning to them a part of his forces and ordering them to liberate the Greek cities, while he himself, wanting to enter upon the war with the gods’ approval, asked the Pythia whether he would conquer the king of the Persians. She gave him the following response: “Wreathed is the bull. All is done. There is al­so the one who will smite him”. Now Philip found this response ambiguous but accepted it in a sense favourable to himself, namely that the oracle foretold that the Persian would be slaughtered like a sacrificial victim. Actually, however, it was not so.”  Το κείμενο αρχαϊστί: «επί δε τούτων Φίλιππος ο Βασιλεύς ηγεμών υπό των Ελλήνων καθιστάμενος και τον προς Πέρσας πόλεμον ενστησάμενος Άτταλον μεν και Παρμενίωνα προαπέστειλεν εις την Ασίαν, μέρος της δυνάμεως δους και προστάξας ελευθερούν τας Ελληνίδας πόλεις, αυ­τός δε σπεύδων μεν μετά της των θεών γνώμης επανελέσθαι τον πόλεμον επηρώτησε την Πυθίαν ει κρατήσει του Βασιλέως των Περσών (ελληνικότατη συνή­θεια) η δ’ έχρησεν αυτώ τόνδε τον χρησμόν: ‘έστεπται μεν ο ταύρος, έχει τέλος, έστιν ο Θύσων’. Ο μεν ουν Φίλιππος σκολιώς έχοντος του χρησμού προς το ίδιον συμφέρον εξεδέχετο το λόγιον, ως του μαντείου προλέγοντος τον Πέρσην ιερείου τρόπον τυθήσεσθαι˙ το δ’ α­ληθές ουχ ούτως είχεν…» Διόδωρος (of Sicily) Book XVI 91.3-5.

[54]“Finally the drinking was over and the start of the games set for the following day. While it was still dark, the multitude of spectators hastened into the theatre and at sunrise the parade formed. Along with lavish display of every sort, Philip included in the procession statues of the twelve gods wrought with great artistry and adorned with a dazzling show of wealth to strike awe in the beholder, and along with these was conducted a thirteenth statue suitable for a god, that of Philip himself, so that he king exhibited himself enthro­ned among the twelve gods.

93. Every seat in the the­atre was taken when Philip appeared wearing a white cloak, and by his express orders his body guard held away from him and followed only at a distance, since he wanted to show publicly that he was protected by the goodwill of all the Greeks and had no need of a guard or spearmen.  Such was the pinnacle of success that he had attained, but as the praises and congratulations of all rang in his ears, suddenly without warning the plot against the king was revealed as death struck. We shall set forth the reasons for this in order that our story may be clear.

There was a Macedonian Pausanias…”

Στο κείμενό του ο Διόδωρος συνεχίζει καταθέτοντας και τα ακόλουθο: “He had ruled twenty-four years. He is known to fame as one who with but the slenderest resources to support his claim to a throne won for himself the greatest empire in the Greek world, while the growth of his position was not due so much to his prowess in arms as to his adroitness and cordiality in diplomacy. Philip himself is said to have been prouder of his grasp of strategy and his diplomatic successes than of his valour in actual battle. Every member of his army shared in the success­es which were won in the field but he alone got credit for victories won through negotiation…”

Το κείμενο αρχαϊστί: «Τέλος δε του ποτού διαλυθέντος και των α­γώνων κατά την υστεραίαν την αρχήν λαμβανόντων το μεν πλήθος έτι νυκτός ούσης συνέτρεχεν εις το θέατρον, άμα δ’ ημέρα της πομπής γινομένης συν τοις άλλαις ταις μεγαλοπρεπέσι κατασκευαίς είδωλα των δώ­δεκα Θεών επόμπευε ταις δε δημιουργίαις περιττώς ειργασμένα και τη λαμπρότητι του πλούτου θαυμαστώς κακοσμημένα* συν δε τούτοις αυτού τον Φιλίπ­που τρισκαιδέκατον επόμπευε θεοπρεπές είδωλον, σύνθρονον εαυτόν αποδεικνύοντος του Βασιλέως τοις δώ­δεκα θεοίς. (93). Του δε θεάτρου πληρωθέντος αυτός ο Φίλιππος ήει λευκόν έχων ιμάτιον και προστεταχώς τους δορυφόρους μακράν αφεστώτας αφ’ εαυτού συνακολουθείν ενεδείκνυτο γαρ πάσιν ότι τηρούμενος τη κοινή των Ελλήνων εύνοια της των δορυφόρων φυλα­κής ουκ έχει χρείαν. Τηλικαύτης δ’ ούσης περί αυτόν υπεροχής και πάντων επαινούντων άμα και μακαριζόντων τον άνδρα παράδοξος και παντελώς ανέλπιστος εφάνη κατά του Βασιλέως επιβουλή και θάνατος ίνα δε σαφής ο περί τούτων γένηται λόγος, προεκθησόμεθα τας αιτίας της επιβουλής. Παυσανίας ήν το μεν γέ­νος Μακεδών…» Διόδωρος, Book XVI 92.5-93.1.

[55] Plutarchς  Alexander, by Lindeman Eduard. C., translated by John and William Lang Home, New York 1957, 10.

Stravo, books VI and VII 1,21, translation by Horace Leonard Jones Ph.D.,LLD., Harvard Univ. Press London 1967.

[56]Πλουτάρχου Βίοι, «Αλέξανδρος» 327 F, 328 Α. «…ναι, πλείονας παρ’ Αριστοτέλους του καθηγητού η παρά Φιλίππου του πατρός αφορμάς έχων διέβαινεν επί Πέρσας, αλλά τοις μεν γράφουσιν, ως Αλέξανδρο έφη ποτέ την Ιλιάδα και την Οδύσσειαν ακολουθείν αυτώ της στρατείας εφόδιον, πιστεύομεν, Όμηρον σεμνύοντες: αν δε τις φη την Ιλι­άδα και την Οδύσσειαν παραμύθιον πόνου και διατριβήν έπεσθαι σχολής γλυκείας, εφόδιον δ’ αληθής γεγονέναι τον εκ φιλοσοφίας λόγον και τους περί αφοβίας και ανδρείας έτι δε σωφροσύνη και με­γαλοψυχίας, υπομνηματισμούς, καταφρονούμεν: ότι δηλαδή πει συλ­λογισμών ουδέν ουδέ περί αξιωμάτων έγραψεν, ουδ’ ων Λυκείω περιπάτον συνέσχεν ουδ’ εν Ακαδημία θέσεις είπεν». (= “Yes, the equipment that he had from Aristotle his teacher when he crossed over onto Asia was more than what he had from his father Philip. But al­though we believe those who record that Alexander once said that the Iliad and the Odyssey accompanied him as equipment for his campaigns, since we hold, Homer in reverence, yet are we to contrary anyone who asserts that the works of Homer accompanied him as a consolation after toil and as a pastime for sweet hours of leisure, but that his true equipment was philosophic teaching, and treatises on Fearlessness and Courage and Self-restrained also and Greatness of soul? For of course it is obvious that Alexander wrote nothing on the subject of either syllogisms or axioms, nor did he have the opportunity of sharing the walks in the Lyceum or of discussing propositions in the Academy”. (the walks in the Lyceum: “That is of occupying himself with peripatetic (Aristotelian) philo­sophy”).

[57] Από το κείμενο του Διόδωρου στην αγγλική): “On his father’s side Alexander was a descendant of Heracles and on his mother’s side he could claim the blood of the Aeacids, so that from his ancestors on both sides he inherited the physical and moral qualities of greatness…” «Αλέξανδρος ουν γεγονώς κατά πατέρα μεν αφ’ Ηρακλέους, κατά δε μητέρα των Αιακιδών  οικείαν έσχε την φύσιν και την αρετήν της των προγόνων ευδοξίας…»,  Διόδωρος, Book XVII 1.5.

[58] Lindeman Eduard. C., Plutarchς  Alexander, ibid, 2.1.

[59] Ο Διόδωρος στο  βιβλίο του: 16.94.- 4.

[60] Ο Διόδωρος γράφει (από το κείμενό του στην Αγγλική): “Of his ancient relationship to them through He­racles and raising their hopes by kindly words and by rich promises as well, and prevailed upon them by for­mal vote of the Thessalian League to recognize as his, the leadership of Greece which he had inherited from his father. Next he won over the neighbouring tribes similarly, and so marched down to Pylae, where he conve­ned the assembly of the Amphictyons and had them pass a resolution granting him the leadership of the Greeks”.

«… αφ’ Η­ρακλέους συγγενείας και λόγοις φιλανθρώποις, έτι δε μεγάλας επαγγελίαις μετεωρίσας έπεισε την πατροπα­ράδοτο ηγεμονίαν της Ελλάδος αυτώ συγχωρήσαι κοινώ τη Θετταλίας δόγματι. μετά δε τούτους τά συνορίζοντα των εθνών εις τήν ομοίαν εύνοιαν προσαγαγόμενος παρήλθεν εις Πύλας και το την Αμφικτυόντων συνέδριον συναγαγών έπεισεν εαυτώ κοινώ δόγματι δοθήναι την των Ελλήνων ηγεμονίαν…», Ο Διόδωρος, στο βιβλίο του: XVII 1-3.

[61] Johann Gustav Droysen (1808-1884), ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς της Γερμανίας.  Τα έργα του 1. η βιογραφία του Μ. Αλεξάνδρου και 2. η ιστορία του Ελληνισμού είναι από τα ιστορικά έργα του 19ου αι. που εξακολουθούν να εκδίδονται. Στον Droysen οφείλεται ο όρος «Ελληνιστική περίοδος», και συμπεριλαμβάνει την περίοδο μεταξύ  του Αλεξάνδρου και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ως ιστορικός ο Droysen έθεσε τις βάσεις της μεθοδολογίας των Σπουδών της Μοντέρνας Ιστορίας. Ο Johann Gustav Droysen, εκτός από ιστορικός, εκδότης και πολιτικός, υπήρξε και καθηγητής της Ιστορίας στο Kiel University (1840-1851)  καθώς και αναπληρωτής στο Frankfurt National Assembly, http://www.uni-kiel.de.

[62] «Δήσας εν πέδαις εις Μακεδονίαν απέπεμψεν εργάζεσθαι, ότι παρά τα κοινή δοξάντα τοις Έλλησιν Έλληνες όντες ενάντια τη Ελλάδι υπέρ των βαρβάρων εμάχοντο…»,  Αρριανού Ανάβασις (“Η “Ανάβασις Αλεξάνδρου” είναι η ιστορία της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου από το  Φλάβιο Αρριανό.  Ο όρος “ανάβασις” σημαίνει “εκστρατεία από τα παράλια εις την κεντρική Ασία και χρησιμοποιήθηκε από τον Ξενοφώντα στον τίτλο του έργου του “Κύρου Ανάβασις“. Ο Αρριανός, συνειδητός μιμητής του ύφους του Ξενοφώντα, χρησιμοποιεί τον ίδιο όρο και στο δικό του έργο για την κατάκτηση της Ασίας από τον επιφανή στρατηλάτη. Το έργο είναι η παλαιότερη πλήρης εξιστόρηση της εκστρατείας του Αλεξάνδρου που έχει διασωθεί.  Γράφτηκε το δεύτερο αιώνα μ. Χ. (δηλαδή πάνω από τετρακόσια χρόνια μετά τα γεγονότα που αφηγείται) αλλά βασίζεται σε πηγές πολύ παλαιότερων αρχαίων ιστορικών όπως ο Καλλισθένης, Ονησίκριτος, Νέαρχος, Αριστόβουλος, Κλείταρχος και Πτολεμαίος ο Λάγου. Πρόκειται κυρίως για πολεμική ιστορία και ασχολείται ελάχιστα με την προσωπική ζωή του Αλεξάνδρου ή την επιρροή του στην πολιτική σκηνή της εποχής του ή τους λόγους που τον ώθησαν στην εκστρατεία εναντίον της Περσικής Αυτοκρατορίας.  Η προσεκτική επιλογή των πηγών και η ικανότητά του να ξεχωρίζει τη λαϊκή παράδοση από τα σοβαρά ιστορικά χαρίζει στον Αρριανό μία αξιόλογη θέση στο πάνθεον των αρχαίων ιστορικών”,  Βικιπαίδεια).

(“O Αρριανός, γνωστός και ως Φλάβιος Αρριανός (Νικομήδεια, γύρω στο 95 μ. Χ. – γύρω στο 180 μ. Χ.) ήταν Έλληνας, Ρωμαίος πολίτης, συγγραφέας, ιστορικός, φιλόσοφος, γεωγράφος, πολιτικός και στρατιωτικός, έπαρχος της Καππαδοκίας (130-137 μ. Χ.), Αθηναίος πολίτης, Άρχων της Αθήνας, γνωστότερος για τα έργα του Αλεξάνδρου Ανάβασις και Ινδική Γεννήθηκε στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας(στην Βυθηνία) γύρω στο 95 μ. Χ. και πέθανε σ’ αυτή γύρω στο 180 μ. Χ.   Σπούδασε πρώτα στη Νικόπολη της Ηπείρου κοντά στο στωϊκό φιλόσοφο Επίκτητο και κατόπιν, μετά τον θάνατο του Επικτήτου (120 μ. Χ.) συνέχισε σπουδάζοντας στην Αθήνα, φιλοσοφική και ρητορική. Ο Αρριανός προς τιμήν του δασκάλου συνέγραψε το φιλοσοφικό έργο «Επικτήτου Διατριβαί», στο οποίο κατέγραψε τη διδασκαλία του Επικτήτου. Στα συγγραφικά του έργα είχε σαν παράδειγμα του τον Ξενοφώντα.” Βικιπαίδεια).

[63] «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην των Λακεδαιμονίων από την βαρβάρων των την Ασίαν κατοικούντων», Αρριανού Ανάβασις 1.16,7.

[64] Από την Θεσσαλονίκη την αδερφή του Αλεξάνδρου, πήρε το όνομά της και η ομώνυμη πόλη στον Θερμαϊκό κόλπο, η οποία  κτίσθηκε το 315 π. Χ. διατηρεί μέχρι και των ημερών μας αυτό το όνομα, αποτελεί την πρωτεύουσα της Βόρειας Ελλάδας και είναι η δεύτερη μεγα­λύτερη πόλη των Ελλήνων ως προς τον πληθυσμό.

Σχολιάστε