Από το Τετράτομο Βιβλίο μου για όλη την οικογένεια
ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ (2η έκδοση, Σύδνεϋ. 2014)
Ιντερμέδια Νοσταλγίας…
Παιγνίδια μέσα στ’ όνειρο!
Τα παιγνίδια μας… μιας περασμένης εποχής…
τα χρόνια εκείνα τ’ άγουρα, τ’ αμέτρητα αστεία
ανάμνησες ευχάριστες, διαθήκη για τους νέους…
“Πινακωτή, Πινακωτή… από τ’ άλλο μου τ’ αυτί
γιατί ‘ναι η μάνα μου κουφή!..”
Το έξυπνο τηλέφωνο, έσπαζε στην πορεία
κι οι λέξεις διαστρεβλώνονταν κι ακούγονταν αστεία!..
Στα σοβαρά παιγνίδια μας ξεχώριζε η σκλέντζα.
Και το σκλεντζί τ’ απέκρουε ο ένας που φυλούσε
στον κύκλο μέσα να μη μπεί και το παιγνίδι χάσει.
Παιγνίδι ήτανε σκληρό, ο κρυφτοτενεκές.
Εκείνος που τον πάταγε, έπρεπε να προσέχει
σαν τους κρυμμένους έψαχνε… τον τενεκέ μη χάσει.
Και το κουτσό συμπλήρωνε την ακροβατική μας άσκηση.
Με τέχνη τη χτυπούσαμε την πλακωτή την πέτρα
-αλλοίμονο στα έξοδα του κάθε, του πατέρα-
παπούτσι δεν μας έμενε, μια και δε σταματούσαμε
να σέρνουμε τα πόδια μας και να χοροπηδούμε
από κουτί, σε τρίγωνο κι ακόμη παραπέρα
με στήριγμα μοναδικό το ένα μας το πόδι.
Σίγουρα τ’ αγαπήσαμε τ’ όμορφο γαϊτανάκι
το στύλο, τις κορδέλες του, τις τυλιχτές
τις κόκκινες, τις πράσινες, τις κίτρινες,
τις γαλανές, τις άσπρες, όλες γοητευτικές.
Θυμάστε τα λογάκια του;
Γαϊτάνι είχα στο πλεχτρί
και τσόχα εις τον ράπτη…
Και ξένον εις την ξενιτιά
και καρτερώ τον νά ‘ρθει.
Γαϊτανάκι μου πλεγμένο
στην ανέμη γυρισμένο.
Γαϊτάνι ας πλέξομεν παιδιά
χορεύοντας με χάρη.
Καθένας μας και καθεμιά
σαΐτες ας γενούμε.
Γαϊτανάκι μου πλεγμένο
στην ανέμη γυρισμένο.
Τι να την κάνω τη ζωή
ας είναι κι άλλη τόση
αφού υπάρχει θάνατος
και το κορμί θα λυώσει.
Γαϊτανάκι μου πλεγμένο
στην ανέμη γυρισμένο.
Χορεύοντας τα βήματα, πού ‘χαμε διδαχτεί
πλέκαμε τις κορδέλες μας, τριγύρω από το στύλο
το γαϊτανάκι πλέκοντας, που το τραγούδι έδενε.
Και την τριώδα; Ποιος την γνωρίζει από σας;
Ετούτη ήθελε μυαλό… Τα υλικά ήταν απλά:
το σχήμα γεωμετρικό, πάνω σε πέτρα χάραγμα.
Τα λιθαράκια κόκκινα ήταν και λευκά.
Και ποιος δεν το τραγούδαγε τ’ όμορφο μαντιλάκι!
Νάτο-νάτο το μαντιλάκι…
Ψάξε -ψάξε δε θα το βρεις…
Κι αν το βρεις θα τρελαθείς…
Το μαντιλάκι το φορείς…
Θ’ ακούσατε για την περίφημη μάνα
κολοκυθιά και τα κολοκυθάκια της.
Τα τελευταία άκουγαν κι ανάλογα απαντούσαν
στους αριθμούς που έκραζε η κολοκυθομάνα.
Κι αν κάποιος μπερδευότανε με τον απλό αριθμό του
στο κάλεσμα… δεν έκρενε…, ω!.. τρισαλίμονό του!
Μιμούνταν κάποιο ζωντανό φωνητικά, κινητικά
κατά την τιμωρία του.
-Έχω μια κολοκυθιά που κάνει …
δέκα κολοκύθια…
-Γιατί να κάνει δέκα;
-Αμ’ πόσα θες;
-Ας κάνει εφτά!..
-Και γιατί να κάνει εφτά;
-Αμ πόσα θες;
-Ας κάνει τρία…
Το μπέρδεμα ήτανε συχνό, και μάλιστα πολλές φορές
κι έτσι το διασκεδάζαμε και διόλου δεν γκρινιάζαμε!
Και στα σκλαβάκια έπαιζαν μονάχοι οι… αθλητές
πού ’χαν ποδάρια δυνατά, και ξέραν κι από κόλπα!
Παιγνίδι πατριωτικό… το παίζαμε σε ομάδες.
Σκοπός των δύο μας ήτανε: η λύτρωση των σκλάβων
π’ απλώνανε τα μπράτσα τους και πάσχιζαν ν’ αγγίξουν
το χέρι κάποιου ελεύτερου για να λευτερωθούνε!
Και πάμε… πάμε λέγοντας…
Παιγνίδια για παιγνίδια!..
Περνάει… περνάει η μέλισσα
με τα μελισσόπουλα
και με τα παιδόπουλα!
Τα χέρια δύο ενώναμε σε μια ψηλή αψίδα
και το μελίσσι πέρναγε πάντοτε τραγουδώντας.
Το τελευταίο πιάνονταν στην παιδική αψίδα
που στένευε τριγύρω του στεφάνι μυστικού.
Εκεί ακροαζότανε κι έκρινε τις προτάσεις.
Εκείνες που του άρεσαν τον έκαναν ακόλουθο
του… τάδε αψιδοφόρου.
Και πέρναγε και πήγαινε τραγουδιστό μελίσσι
ώσπου το χώριζαν στα δυο, μικρές ομάδες δύο.
Στην πάλη για τη νίκη, μια φάση τελική:
την άλλη, όποια παράσερνε, ήταν η δυνατή!
Η γειτονιά μου η Καστρινή
Τ’ ήταν εκείνη η γειτονιά…
Η γειτονιά η μαγική
πού ‘χε δικά της σύνορα
τον φωτεινό ορίζοντα
όλη ζωή και νιάτα!
Σοκάκι του γκαλντεριμιού
στου Κάστρου τα ισκιώματα
και στις χτισμένες τις αυλές
στις γρανιτένιες σκάλες
με τη γραμμή την κάτασπρη
την ασβεστοκαμωμένη…
Όλα στη λαμπρογειτονιά
των παιδικών μου χρόνων.
Στα δυο τζαμιά, νεκρά
-Αγαρηνού μνημούρια-
στις μπάλες της φοβέρας
ανθήσαν και απανθήσανε
βλαστάρια ελληνικά.
Το γιασεμί, τ’ αγιόκλιμα
το ροζακί τριαντάφυλλο,
μπουκέτα στον ανήφορο
σκαρφάλωμα ομορφιάς
και το μελισσοπαιδολόγι
μεθούσε στ’ άρωμά τους.
Κορίτσια, αγόρια στη σειρά
-ποιος νοιάζονταν στ’ αλήθεια;-
όλα είμαστε ισότιμα
καθόμαστε παρέα
και το μελισσοβότανο
μοιράζαμε ωραία.
Μ’ αστεία και με σοβαρά
τη γειτονιά κουφαίναμε
και πλάθαμε ανέμελα
στο παιδικό υφάδι
την ευτυχία της ζωής
με γέλια και με μυστικά.
Κανείς μας δε γνοιαζότανε
το κρύο ή τη ζέστη
ο άνεμος της άνοιξης
ήταν παντοτινός.
Και παίζαμε… και παίζαμε…
μεσ’ τη ζωή τριβόμαστε
παρέα μεγαλώναμε
παιδιά τρελά, αγνά παιδιά
όλα μια οικογένεια.
Χαιρόμαστε, γελούσαμε
τα σύννεφα αψηφούσαμε.
Ο χρόνος λες και έκλεινε
τα μάτια νυσταγμένος
μπροστά στην ευτυχία μας
και στην ανεμελιά μας.
Κι αυτός θαρρώ χαιρότανε
θαρρώ κι αυτός λυπότανε
που όλα εξελίσσονταν
στη φυσική πορεία τους!
Περνούσαν έτσι οι μέρες μας
περάσανε τα χρόνια
χαμπάρι δεν το πήραμε
πως φεύγαν τα παιδάτα…
Στις λιποθυμισμένες τις πρασιές
στ’ αγιόκλιμα την ομορφιά
στου γραβανιού την αρχοντιά
στου γιασεμιού το μύρο
γεννήθηκα, αναστήθηκα
κι αγάπησά σας Γιάννινα!..
Θυμάμαι τώρα στα όνειρα
τα χρόνια στην παράδεισo!