ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ ΠΟΙΗΣΗΣ, ΤΟ ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ
«Ελιές μάζευα γλυκιά μου…
Έπρεπε να ζήσουμε…
και ύστερα ήρθαν άλλα, χειρότερα…
και… ήμουν ολομόναχη…
Τα πράγματα ήταν έτσι,
σ’ ετούτη τη Γης,
που κι ο αδερφός ακόμα αλλάζει,
και γίνεται εκμεταλλευτής!
Δεν ξέρω γιατί οι σοφοί
δεν κατόρθωσαν να επηρεάσουν
στο ελάχιστο,
ετούτους τους ‘αγροίκους’!
Ο παππούς σου είχε αρνηθεί
να ενδώσει στον ευτελισμό
στην ντροπή αδυσώπητης
προσφυγιάς…
Έφυγε… μ’ άφησε ολομόναχη
με τέσσερα μωρά και ένα αγέννητο,
στην επικράτεια της Αφροδίτης,
της Κύπριδας …
Ούτε το μέρος όπου αναπαύεται,
να θυμηθώ μπορώ, τώρα πια!»
Κάθε φορά που η γιαγιά μου ιστορούσε
κομμάτια από το παρελθόν της…
άκουγα με προσοχή, αλλά δεν καταλάβαινα.
Μέσα μου όμως, ένιωθα έναν παράξενο πόνο
στα λόγια της που σα μοιρολόγια αναδύονταν
από ημερολόγιο απερίγραπτης φρίκης…
Ύστερα άκουσα για τον Παναγιώτη Ε.
του Γιώργου, τον πατέρα.
Τον εκτελέσανε οι Γερμανοί
– κι ήταν εκεί, στο εκκλησάκι Πέτρου και Παύλου
στο τέλος του Β’ Παγκόσμιου-,
κι από κοντά έναν παππά
και ένα δάσκαλο!
Τελούμε επιμνημόσυνη επίσκεψη
στον χώρο.
Το ελάχιστο της προσφοράς
στη μνήμη των αδικοχαμένων!
Όμως ο τόπος αφήνει και ευχάριστες εντυπώσεις.
Όταν περπατούμε ξυπόλυτοι
στην καυτή άμμο του Δρέπανου,
όταν βουτάμε στο Μακρυγιάλι…
ή όταν ξεκουραζόμαστε,
αποθέτοντας της ξενιτιάς
τη πουκάμισο, κατάχαμα…
Αγναντεύοντας τον γαλάζιο ορίζοντα
μέσα από τα φυλλώματα δέντρων…
ή τη γαλανή σκέπη του ουρανού
αιωρούμεθα σε άλλες διαστάσεις!
Να πώς γιατρεύουμε τα άλγη μας
της ξενιτιάς.
Νωρίς το μεσημέρι,
στην ταβέρνα της αλμύρας,
τρώμε γαύρους,
ψημένους στη θράκα
χωριάτικη σαλάτα,
πίνουμε σιάντι!
Στο λιμάνι μας περιμένει
ογέρο- Παντοκράτορας.
Μαζί του παίρνουμε το δρόμο
για το ραντεβού μας
με τη γοργόνα του Ιονίου
το νησί της φιλόξενης Ναυσικάς…
Τόσοι ξένοι… τόσες γλώσσες…
τόσες ηλικίες…
Κι εμείς ανάμεσά τους,
οι πάντα ξένοι!