Γ’. ΙΙ. 7. Μία Αγγελία

Γ’. ΙΙ. 7. Μία Αγγελία από το βιβλίο μου ΜΕΛΕΤΕΣ Τόμος Α’

Παρουσίαση της Νουβέλας από τη συγγραφέα της: Π. Δ. Έλλη

‘Τίποτα δεν είναι άδύνατον’. Υπάρχουν τρόποι που οδηγούν σε κάθε πράγμα κι αν έχωμε αρκετή θέληση θάχωμε πάντοτε αρκετά μέσα’, λέει ο Γάλλος ‘ηθικολόγος’ συγγραφέας (1613-1680) Λα Ροσφουκό (La Rochefoucauld) στο έργο του: ‘Σκέψεις’.         Αυτή η ρήση θα μπορούσε να είχε ειπωθεί σε σχέση με την θέληση του Άλεξ ενός από τους τέσσερις ήρωες της Νουβέλας Μία Αγγελία. Η επιμονή του να κερδίσει την φιλάσθενη Μίνα, επιβραβεύεται τελικά.

Το ξεκίνημα του κειμένου εμβαπτίζεται στην αισιοδοξία. Η φαιδρότητα του πρώτου επεισοδίου, η ανάγνωση ‘μίας αγγελίας’ στην κυριολεξία, παρασύρει τον αναγνώστη σε μία δίνη γεγονότων ρεαλιστικής, ανθρώπινης συμπεριφοράς. Το κλίμα που αλλάζει χωρίς υπογραμμισμένα στίγματα, άγει στην νοητή συμμετοχή του αναγνώστη σ’ αυτό που λέμε realism of Life, ρεαλισμό της ζωής των ηρώων της μυθιστορίας.

Κάποια στιγμή στην πορεία, αποκαλύπτεται μία κατάσταση όπου οι ήρωες: ο Άλεξ, ο αδερφός του Ντίνος και οι αγαπημένες γυναίκες Μίνα και Μιράντα, μοιράζονται χαρές και πόνους. ‘Όποιος σωθεί έχει χαρά τους πόνους να θυμάται’ λέει ο Ευριπίδης, κι αυτό που θα μπορούσε να είναι η μετριότητα μίας έντασης, αφορά τον νέο άντρα Άλεξ, τελικά.

Η όποια ασθένεια κάποτε δεν κάνει κακό, αρκεί να είναι περαστική. Όταν όμως συμβαίνει το αντίθετο, μία τελεσίδικη μορφή χρόνου αιωρείται στην ατμόσφαιρα του χώρου, όπου χτυπά. Η Μίνα δεν είναι ένα τυχαίο θηλυκό πλάσμα. Είναι μία χαρούμενη νέα με μια καριέρα που εξελίσσεται ομαλά, και που ξαφνικά βρίσκει πως η ζωή έχει limitations. Η διαπίστωσή της ακολουθείται από παράξενες επιπτώσεις στην  προσωπικότητά της: αλλάζει αυθημερόν και μόνο η υπερηφάνεια την καθηλώνει στο ύψος που είχε διασφαλίσει για το άτομό της. Αποβαίνει ένα καλοφυλαγμένο μυστικό, που χωρά μόνο στο άμεσο περιβάλλον της και φορολογεί την νεότητά της, την ζέση της για τη ζωή, την κοινωνική της υπόσταση και φυσικά τις σχέσεις της.

Ο γάμος έχει θλίψεις αλλά ο άγαμος βίος δεν έχει  χαρά’  λέει ο Κλώντ Ντωφίν και ο Άλεξ οπαδός της θεωρίας πιστεύει ότι το δέσιμό του δια γάμου με την Μίνα είναι επιτακτικό και άσχετα με τις όποιες συνέπειές του.

Η αναπαράσταση του ρεαλισμού της ζωής καθιστά τη νουβέλα ‘Μία αγγελία’ διαχρονική και ταυτόχρονα έντονα επίκαιρη. Οι σχέσεις των φύλων επηρεάζονται και επηρεάζουν θετικά αν και μέσα από την ωμή-πικρή αλήθεια της ασθένειας αγαπημένου προσώπου…

Βιβλιογραφία

Πιπίνα Δ. Έλλη, Η Αγγελία (η δεύτερη από τις τρεις νουβέλες στο βιβλίο Ω… Λίλη!.., που δημοσιεύτηκε από την συγγραφέα στο Σύδνεϋ το 2008)

Γ’. ΙΙ.8.Τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά και τα Φώτα, τέλος δεκαετίας του 1950 και ως τα μέσα της δεκαετίας του 1960

Από τη βιογραφία μου’, Π. Δ. Ιωσηφίδου-Elles

Την παραμονή των Χριστουγέννων στα Γιάννινα, την  περίοδο προς το τέλος της δεκαετίας του 1950 και καθ’ όλη σχεδόν τη δεκαετία του 1960, όπως και σήμερα, παιδιά μέχρι και δώδεκα χρονών συνήθως δύο μαζί, αλλά κάποτε και μικρές χορωδίες ενηλίκων ή και ομάδες παραδοσιακής μουσικής, πρωί – πρωί έπαιρναν τα σπίτια και τα μαγαζιά στην “αράδα” για να πουν τα «κάλαντα», να ευχηθούν και να τους ευχηθούν, να λάβουν τα αντίδωρα και να ευχαριστήσουν.

“Χριστούγεννα Πρωτόγεννα πρώτη γιορτή του χρόνου. / Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει / οι ουρανοί αγάλλονται χαίρει η φύσις όλη…..”

Τα χαριτωμένα κάλαντα ακούγονταν σε όποιο μέρος της πόλης κι αν πήγαινε κανείς. Ήταν αναπόσπαστο μέρος της εορταστικής διάθεσης και οπωσδήποτε ήταν κυρίως η γιορτή των παιδιών. Και όπως θα περίμενε κανείς είχε ιδιαίτερη σημασία το ευχαριστήριο τετράστιχο που συμπεριλαμβανόταν σαν είδος επωδού -αν και για μία φορά μόνο- των καλάντων:

“Σ’ αυτό το σπίτι πού ‘ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει / κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει!”

Όταν η αδερφή μου κι εγώ ήμασταν μικρές, λέγαμε τα κάλαντα μόνο στη γιαγιά μας και στη θεία μου Ελισσάβετ, την αδερφή της μητέρας μου, γιατί ο πατέρας μου μας απαγόρευε να πάμε «να τα πούμε», οπουδήποτε αλλού. Η γιαγιά μας πάντα μας έδινε έναν καλό μπουναμά, και αν κατά τύχη ήταν εκεί και οι θείοι μας, όπως καταλαβαίνετε, τα πράγματα ήταν ακόμη καλύτερα.

Οι Γιαννιώτισσες νοικοκυρές, “για το καλό του χρόνου”, όπως έλεγαν, άφηναν την κάθε ομάδα που χτυπούσε την πόρτα τους να τα πει και η αμοιβή της μπορούσε να είναι ποικίλη: από φουντούκια, ή “τσίγαλα198”, σταφίδα και καρύδια, ως νικελένια μικρονομίσματα ευτελούς αξίας -δεκάρες και πεντάρες- ή σε εξαιρετικές περιπτώσεις μισή ως και μία δραχμούλα. Με αυτά τα λίγα που μάζευαν τα παιδιά, αγόραζαν κάποια πραγματάκια, που τους άρεσαν, συνήθως παιχνιδάκια ή φτηνά βιβλία, που ίσως περίμεναν πολύν καιρό για να τα αποκτήσουν.

Τα λιγοστά μαγαζιά που πουλούσαν παιχνίδια, τέτοιες μέρες, είχαν τη μεγαλύτερη κίνηση του χρόνου. Και μιλώντας για παιχνίδια, καταλαβαίνετε πως τα παιγνίδια της περιόδου του 1950, δεν έμοιαζαν με τα σημερινά. Καμία σχέση, καθώς τα παιχνίδια ήταν απλά, κάποτε κινητικά με κούρδισμα. Αργότερα τη δεκαετία του 1960 πλέον, υπήρχαν και αυτά που λειτουργούσαν με τη βοήθεια μιας μπαταρίας. Στην περίπτωση βέβαια των παιχνιδιών που δεν λειτουργούσαν με μπαταρίες, υπήρχαν κάποια πλεονεκτήματα, καθώς βοηθούσαν στο να ακονίζεται το μυαλό του παιδιού, να χρησιμοποιεί τη φαντασία του, την κριτική του και την εφευρετικότητά του, και επίσης να τα μιμείται και να επιχειρεί την κατασκευή δικών του παιχνιδιών. Ετούτο το τελευταίο, είχε περισσότερη αξία, ελλείψει έτοιμων αγορασμένων παιχνιδιών. Τότε όχι μόνο γύμναζε τη φαντασία του, αλλά ταυτόχρονα το προετοίμαζε για κάποια μέλλουσα χειρονακτική ή τεχνική ενασχόληση, μία ικανότητα, που ίσως ακόμη και να εξελισσόταν σε αρωγό δύναμη, για πορεία και επίδοση σε περαιτέρω τεχνικές ή και επιστημονικές επιδόσεις και κατακτήσεις.

198. ΥΠΟΣΗΜ. Έτσι ονόμαζαν τα αμύγδαλα, κυρίως μερικοί από εκείνους που προέρχονταν από τα περίχωρα των Ιωαννίνων και αλλού, της Ηπείρου.

Αναμφίβολα στην καλλιέργεια της φαντασίας του παιδιού βοηθούσε ανέκαθεν το καλό παιδικό βιβλίο, με τις περιγραφές του και την ικανότητά του να δημιουργεί στο νου του παιδιού εικόνες που στη συνέχεια το ωθούν, στην αναπαράστασή τους με την ζωγραφική ή και στην περιγραφική-κριτική, βοηθώντάς τα παράλληλα στην καλλιέργεια της έκφρασης και επομένως στην τριβή της γλώσσας. Αυτό το τελευταίο, μαζί με όλα τα προηγούμενα και αλληλένδετα μεταξύ τους, επιπλέον, βοηθούσε και εξακολουθεί να βοηθά το παιδί, ώστε να δημιουργεί δικές του μικρές ιστορίες, και επομένως το ωθούσε και το ωθεί στη βελτίωση της γραπτής (έκθεσης) αλλά και προφορικής διατύπωσης (προφορική αφήγηση ή γραπτή περιγραφή με σωστή ροή λόγου), δηλαδή στον προφορικό και στο γραπτό λόγο. Πολλές λοιπόν οι αισθήσεις που περιλαμβάνονταν σε ετούτη τη διαδικασία, αντίθετα προς τα σημερινά παιδικά βιβλία που κατακλύζονται από πληθώρα εικόνων σταθερών και κυρίως κινούμενων (τηλεόραση και υπολογιστής) και ελάχιστο γραπτό λόγο. Ετούτο  όμως συντελεί ώστε το παιδί να μη μαθαίνει τη γλώσσα γρήγορα και αποτελεσματικά, να μην τροχίζει τη φαντασία του καθώς δε χρειάζεται να τη χρησιμοποιήσει για να αναπαράγει τις δικές του εικόνες ή να σκεφτεί ότι μπορεί να γράψει τις δικές του ιστορίες, κι ας λένε πως μία εικόνα τα λέει όλα! Και αν το εικονογραφημένο βιβλίο δεν βοηθά όσο θα έπρεπε… χείριστο όλων είναι η τηλεόραση ή και ο κακώς χειριζόμενα και χωρίς παρακολούθηση από τους γονείς, υπολογιστής, που προσφέρει μασημένη και αναμασημένη τροφή στον πεινασμένο νου των μικρών παιδιών!

Αλλά ας συγκεντρωθούμε στο ξημέρωμα των Χριστουγέννων στα Γιάννινα!.. Το ξύπνημα από τις τέσσερις το πρωί, το ντύσιμο και το βιαστικό βάδισμα πριν τις πέντε, πάντα το πρωί, στην παγωνιά του χειμώνα, προς την εκκλησία του Αγίου Νικολάου της Αγοράς, για τη Θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων, αποτελούν τις πιο ζωντανές από τις αναμνήσεις μου του παρελθόντος, ετούτης της χαρμόσυνης ημέρας. Ντυμένοι όσο πιο ζεστά μπορούσαμε, οι μεγάλοι με βαριά παλτά και εμείς τα παιδιά καλά προστατευμένα με ζεστά παλτά και καπελάκια, μάλλινα κασκόλ και γάντια, αντιμετωπίζαμε το δριμύ κρύο, ηρωικά. Το φυσικό σκοτάδι τριγύρω μας και επάνω στο σκουρόχρωμο ουρανό μας η λάμψη του φεγγαριού, ολόγιομου σχεδόν, έστηναν τη  μαγική σκηνή της δικής μας γιορτής για τη γέννηση του Χριστού. Τα μάγουλά μας που κοκκίνιζαν και η μύτη μας που υγραινόταν, αποτελούσαν όλα μέρος της μυσταγωγίας στης οποίας την αποκορύφωση θα αποβαίναμε μέτοχοι από τη στιγμή που θα πατούσαμε το πόδι μας στην είσοδο της εκκλησίας και θα συμμετείχαμε στη Θεία Λειτουργία της Γέννησης του Χριστού. Βιαζόμαστε λοιπόν και περπατούσαμε πιάνοντας τα χέρια των γονιών μας. Το κρυσταλλιασμένο από την παγωνιά χώμα έτριζε κάτω από τα παπούτσια μας, και τα τελευταία αστέρια στο σκοτεινό ουρανό, ήταν τα γλυκά φυσικά καντηλάκια που φώτιζαν το δρόμο μας, δίπλα στα αδύνατα ηλεκτρικά φώτα που έχυναν ελάχιστα το λιγοστό φως τους γαντζωμένα περίεργα στις παλιές ξύλινες κολόνες του Δήμου.

Στη σύντομη διαδρομή μας στην εκκλησία, συναντούσαμε συνήθως κι άλλους Χριστιανούς ίσως και ελάχιστους γνωστούς της περιοχής, και αλληλο-ευχόμαστε τα καλύτερα, όπως και ύστερα, μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας. Πόσο γλυκιά μου φαινόταν η εκκλησιαστική ατμόσφαιρα, τα δεκάδες λαμπάκια στα πλούσια καλλιτεχνημένα μπρούτζινα μανουάλια, τα κεριά που πλημμύριζαν με την χαρακτηριστική τους φωτίτσα κάθε γωνιά του ναού, όπου στέκονταν τα επίσης καλοφτιαγμένα, τεράστια μπρούτζινα κηροπήγια. Οι βυζαντινές μελωδίες των ψαλτών κυριαρχούσαν  και εμείς ψέλναμε με κατάνυξη τα παρόμοια: “Η γεννήσή σου Χριστέ ο Θεός ημών…”, ή το: “Χριστός γεννάται δοξάσατε…” δίπλα στα άλλα συνοδευτικά άσματα της Θείας Λειτουργίας. Ήταν χαρακτηριστική η συμμετοχή του εκκλησιαζόμενου πλήθους εκείνης της εποχής. Συνόδευαν τους ψάλτες με χαρακτηριστική κατάνυξη, που σε ωθούσε να πιστεύεις βαθιά, ότι η Γέννηση του Χριστού δεν ήταν ένα θρησκευτικό παραμύθι, αλλά ένα θαύμα που είχε οριοθετήσει την ευθεία ατραπό, ώστε να οδηγήσει μέσω ετούτης την ταλαιπωρημένη κοινωνία των ανθρώπων! Χρόνια παιδιάτικα, όπου όλα τα ιστορούμενα εξασφάλιζαν τη γωνιά τους στην τρυφερή μας καρδιά, για να γίνουν βιώματα και να επιζήσουν, ακόμη και όταν η πίστη, είχε ήδη ξεθωριάσει,  μέσα μας!

Μετά από το τέλος της Χριστουγεννιάτικης Λειτουργίας, το κρύο που ακόμη και ύστερα από τις εφτά το πρωί, εξακολουθούσε να βρίσκεται στην ίδια περίπου κλίμακα, όπως και στο χάραμα της μέρας- μας έσπρωχνε να βιαζόμαστε να γυρίσουμε στο σπίτι μας. Αναμφίβολα το ενωρίς πρωινό ξύπνημα, το κρύο και το περπάτημα, μας άνοιγαν την όρεξη και όταν επιτέλους φτάναμε στο σπίτι μας, αφού ανταλλάσσαμε, εκ νέου τις ευχές μας, ασπαζόμασταν το χέρι των γονέων μας με σεβασμό και αγάπη και ως ένδειξη αναγνώρισης όλων όσων έκαναν για τη δική μας χάρη για το δικό μας καλό.

Όπως συνήθιζε τα Χριστούγεννα, από την παραμονή, ο πατέρας μου είχε έτοιμες για γρήγορο ψήσιμο τις χοιρινές μπριζόλες και το κρασί περίμενε στη φιάλη του, μαζί με τα τσουρέκια και τα υπέροχα γλυκίσματα που είχε ετοιμάσει η  μητέρα μου επάνω στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Δεν περιμέναμε δα και πολύ πριν καθίσουμε για να απολαύσουμε όσο καλύτερα γινόταν, εκείνη την πανδαισία. Με το κρύο που είχαμε δοκιμάσει στη διαδρομή προς και από την εκκλησία, δε μας φαινόταν καθόλου βαρύ το πρωινό που ετοίμαζε ο πατέρας μου, συνοδευόμενο μάλιστα από περίφημο κόκκινο, γλυκό κρασί, Ζίτσας… Αυτό το τελευταίο προοριζόταν για εκείνους που μπορούσαν να το απολαύσουν φυσικά, και εδώ θα κάνω μία μικρή παρένθεση και θα αναφερθώ σε ένα περιστατικό, όταν ήμουν γύρω στα έντεκα, σχετικό πάντα με το συγκεκριμένο πρωινό που ετοίμαζε με τόσο ζήλο ο πατέρας μου, ανήμερα τα Χριστούγεννα.

Εκείνη λοιπόν τη χρονιά -των έντεκα χρόνων μου-, ακολουθώντας τη συμβουλή του πατέρα μου, δοκίμασα, για πρώτη φορά, ένα από τα περίφημα γλυκόπιοτα κόκκινα κρασιά της Ζίτσας, που συνόδευε ανελλιπώς τις χοιρινές μπριζόλες του πατέρα μου, με κόστος όμως, που ούτε οι γονείς μου μήτε εγώ –ελλείψει σχετικής εμπειρίας- το είχαμε προβλέψει. Γιατί πίνοντας από ένα μικρό ποτήρι κρασιού μέχρι δύο δάχτυλα από το γευστικότατο Ζητσιώτικο ποτό, κατέληξα να απέχω τελικά από το ωραίο μεσημβρινό τραπέζι, εξαιτίας πυρετού και ζαλάδας που διήρκεσαν το μεγαλύτερο τμήμα της ημέρας. Από τότε,  ποτέ  πια  δεν τόλμησα να φάω το βαρύ Χριστουγεννιάτικο πρωινό του πατέρα μου: χοιρινές μπριζόλες, με τη συνοδεία γλυκού Ζητσιώτικου κρασιού. Περιττό να αναφέρω, πως τη στεναχωρημένη μητέρα μου την παρηγόρησε ο πατέρας μου λέγοντάς της, ότι αν και ήταν μία αντίδραση του οργανισμού μου, γιατί ήμουν μικρή και αμάθητη στο αλκοόλ, δε θα έπρεπε ν’ ανησυχεί, αφού ήδη φαινόμουν καλύτερα: «Τι ήπιε παιδί μου; Σε ένα ποτηράκι κρασιού, ένα-δύο δάχτυλα! Τι φοβάσαι;» Πραγματικά συνήλθα αργότερα εκείνη την ημέρα, αλλά έκτοτε και μέχρι σήμερα δεν μπορώ να απολαύσω τα προϊόντα του κρασο-παππού Βάκχου!..

Επίσης τα Χριστούγεννα, συνηθίζαμε ύστερα από την μεσημεριάτικη πανδαισία -νωρίς το απόγευμα- να επισκεπτόμαστε όλη η οικογένεια, τη θεία μου και τη γιαγιά μου. Με την είσοδό μας στο σπίτι τους, δίπλα στις ευχές μας, σκύβαμε και ασπαζόμαστε το χέρι της αξιοσέβαστης και πολυαγαπημένης μητριάρχισσας γιαγιάς μας, από αγάπη και σεβασμό προς την ταλαιπωρημένη προσωπικότητά της και στη συνέχεια της θείας μου Ελισάβετ, του συζύγου της ‘Μπέμπη’ και των θείων μου, Χρήστου και Ηλία, αδελφών της μαμάς μου, που καθώς δεν ήταν παντρεμένοι, έμεναν με την γιαγιά μου.

Τέτοιες ημέρες νιώθαμε ότι όλα τα μέλη της εκτεταμένης οικογένειάς μας ανήκαμε ο ένας στον άλλον περισσότερο από ποτέ, και ότι η δύναμη της οικογενείας μας οφειλόταν, σχεδόν απόλυτα σε ετούτη την συχνή, τρόπον τινά, ανανέωση της σχέσης μας. Τα Χριστούγεννα λάβαινε χώρα η γέννηση της αγάπης του Θεού και η επικοινωνία της, ήταν οικογενειακή υπόθεση και γιορτή, και στη συνέχεια ένα άνοιγμα στα αγαθά που επρόκειτο να φέρει ο επερχόμενος καινούργιος χρόνος, την εβδομάδα που ακολουθούσε την εβδομάδα των Χριστουγέννων.

ΑΠΌΣΠΑΜΑ….

Σχολιάστε