Ο μικρός ψαράς

Ο μικρός ψαράς

Μία ιστορία από την πολύτομη συλλογή έργων για τα παιδιά και για όλη την οικογένεια, Αλκυονίδες

Όλοι γνωρίζανε το Νικόλα, τον μικρό ψαρά. Μ’ όλο που ήταν μόλις έντεκα χρόνων ήταν το καμάρι της χήρας μάνας του και του παππού του, του κυρ-Παντελή, παλιού ναυτικού, κι ο αγαπημένος για πάντα, αδερφούλης της Μαρινούλας, που ήταν μικρότερή του.

Το ψαροχώρι της ιστορίας μας ήταν τόσο μικρό, που ο χάρτης το είχε σα μια μικρή κουκκίδα.  Δεν είχε ξένους, αλλά τους λιγοστούς μόνιμους κατοίκους, κι έτσι όλοι γνώριζαν όλους τους άλλους, σαν τη δική τους οικογένεια.

Ο πατέρας του Νικόλα, ο καπετάν Γιώργης, είχε χαθεί μια κακότυχη νύχτα, όταν το ψαράδικο καΐκι του, το έσκισε στα δύο η αγριεμένη θάλασσα.  Από τότε, κανείς δεν άκουσε τίποτα, για τον νέο καπετάνιο που άφηνε πίσω του τη γυναίκα του την Μαριορή και δυο  ‘μαξούμια’, τον Νικόλα και την Μαρινούλα.  Είχαν δεν είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε.

Ο Νικόλας μεγάλωνε γρήγορα, αναλαβαίνοντας κάποιες ευθύνες δίπλα στον παππού του τον κυρ-Παντελή, που κράταγε μία μικρή ψαροταβέρνα, εκεί μπροστά στον μώλο του χωριού, όπου άραζαν οι ψαροπούλες. Όταν δεν πήγαινε στο σχολείο λοιπόν βοήθαγε τον παππού του και ήταν το δεξί του χέρι.  Έπαιρνε παραγγελίες ή σερβίριζε τους πελάτες, κάποτε μάλιστα έψηνε και τους καφέδες. Όταν τελείωνε η μέρα, ο μικρός Νικόλας βοήθαγε τον παππού στη λάτρα του μαγαζιού. Καθάριζε το πάτωμα με το σφουγαρόπανο, ταχτοποιούσε μετά τις καρέκλες,  κι έκανε ότι μπορούσε,  ώστε το μαγαζί να είναι έτοιμο, για την άλλη μέρα.  Προσπαθούσε έτσι να ξεκουράζει τον παππού του.  Θα ρωτήσετε: “Μα τότε, πότε μελετούσε για τα μαθήματά του;” Ο Νικόλας, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, μελετούσε, μόλις εύρισκε την παραμικρή ευκαιρία. Ήταν μάλιστα εξαιρετικός μαθητής στο σχολείο του και οι δάσκαλοι καμάρωναν τη σοβαρότητά του και θαύμαζαν τη θέλησή του, να τα κάνει όλα και σωστά.  Είχαν λοιπόν μόνο καλά λόγια να λένε για το Νικόλα, όπως και οι λοιποί κάτοικοι στο ψαροχώρι.

 

Μια μέρα έπλευσε κι άραξε στο μικρό τους λιμάνι, ένα όμορφο γιοτ.  Ο καπετάνιος του ήρθε κατ’ ευθείαν στην ταβέρνα του κυρ-Παντελή για να φάει το μεσημβρινό του, αλλά περισσότερο για να τον δει και να μιλήσουν. Ο Βλάσης Κορμούζιος, δεν ήταν  μόνο συγχωριανός τους, αλλά και φίλος του πατέρα του, κι ο κυρ-Παντελής τον γνώριζε περισσότερο από καλά. Είχε ξενιτευτεί μικρός μούτσος σε καράβι και τράβηξε στην ξενιτιά κατευθείαν. “Την ήπια την πλανεύτρα μονορούφι και με μέθυσε”, είπε στον παππούλη του, σκεφτικά. Έξυπνος και συμπαθητικός ο καπετάνιος κέρδισε τη συμπάθεια του Νικόλα, με το πρώτο που άνοιξε το στόμα του.   Ο παππούς έκανε όλες τις ερωτήσεις που ήθελε κι ο καπετάνιος μια φορά δεν βαρυγκώμησε να του πει την απάντηση.  Ο Νικόλας άκουγε αχόρταγα.  Αυτά που άκουγε του κίνησαν το ενδιαφέρον και τον θαυμασμό.  Ο παππούς περιποιήθηκε τον Βλάση Κορμούζιο και με το παραπάνω.  Ο Νικόλας βοήθαγε και άκουγε και στο τέλος του έψησε και τον καφέ του.

-Τον φτιάχνεις μερακλίδικο τον μαύρο, Νικόλα, είπε ευχαριστημένος ο καπετάνιος και του έδωσε ένα γερό μπουρμπουάρ παρά τις διαμαρτυρίες του παππού.

-Έλα τώρα  κυρ-Παντελή… Μη με στενοχωράς!  Τι είναι αυτό το λίγο!.. Παιδί πράμα είναι… Άστο να χαρεί μια στάλα!.. είπε απλά, αλλά με σεβασμό, παρά την επιμονή του.

Ο Νικόλας τον ευχαρίστησε σοβαρός και κατέφυγε στη γωνία, όπου είχε τα βιβλία του.  Άκουσε τους δύο άντρες να μιλούν σιγανά για τη μητέρα του και την αδερφούλα του. Κάποια στιγμή ο καπετάν-Βλάσης  χαμογελαστά ζήτησε από τον παππού να επιτρέψει στο Νικόλα να επισκεφτεί το γιοτ του:

-Κυρ-Παντελή, με την αδειά σου πάντα… μπορεί ο Νικόλας να επισκεφτεί το γιοτ;  Θά ‘θελα να του το δείξω μόνος μου, μια κι είναι τόσο καλό και βοηθητικό παιδί και προπάντων… ξέρει να ψήνει πετυχημένο τον ελληνικό καφέ, είπε χαμογελώντας ενθαρρυντικά στον Νικόλα, που είχε κοκκινίσει από έκπληξη και ταυτόχρονα χαρά.

-Μπορώ παππούλη μου, μπορώ; ρώτησε ο Νικόλας με συγκρατημένη λαχτάρα τον παππού του.

-Στημένα στην κουβέντα μας τά ‘χες τ’ αυτιά σου όλη ετούτη την ώρα;  Άιντε και δεν πειράζει.  Παιδί ‘σαι ακόμα και συγχωριέσαι. Δικός μας άνθρωπος είναι βέβαια ο καπετάνιος, είπε ο κυρ-Παντελής χαμογελώντας  κι απευθύνθηκε τώρα στον καπετάνιο:

-Ευχαριστώ καπετάνιε.  Είμαι σίγουρος ότι ο Νικόλας μόνο που δεν πηδάει από τη χαρά του.  Καλύτερο δώρο απ’ αυτό δεν νομίζω πως έχει λάβει.

Ο καπετάν Βλάσης χαμογέλασε μυστηριωδώς κουνώντας το κεφάλι του.

-Τι θα λέγατε λοιπόν για σήμερα; Για το μεσημέρι. Μπορεί να φύγει ο Νικόλας από κοντά σου για κανά-δυο ωρίτσες;

-Δεν έχει σχολείο τώρα.  Θα πω και της μάνας του να το ξέρει.   Επομένως μπορεί, είπε ο παππούς και ο Νικόλας ήταν πολύ χαρούμενος από όλη τη συζήτηση.

-Το μεσημεράκι λοιπόν, Νικόλα. Θα σε περιμένω, είπε ο καπετάν Βλάσης πολύ σοβαρά, σα να επρόκειτο για κάποια πολύ σοβαρή υπόθεση.

 

Το μεσημέρι λοιπόν ο Νικόλας ήρθε κάτω στην παραλία για το μεγάλο γιοτ, που όσο το πλησίαζε, του φάνηκε  ακόμη μεγαλύτερο και λαμπρότερο. Ήταν ένα κατάλευκο πλεούμενο με μια βαθυγάλανη γραμμή χαραγμένη σαν κορδέλα σε πακεταρισμένο δώρο.  Λικνίζονταν βαρύ και επιβλητικό, σα ζωντανό που είχε επίγνωση της μεγαλοπρέπειάς του. Κοντά στην πλώρη του καλλιγραφημένο ξεχώριζε τ’ όνομά του: “Αφροδίτη”.

-“Αφροδίτη”!.. Όνομα και πράγμα είναι τούτο το θεριό!.. Σαν να γεννήθηκε απ’ τον αφρό της θάλασσας!.. ψέλλισε ο μικρός Νικόλας, και στάθηκε κυττάζοντάς το.

-Ε!.. Νικόλα!.. Καλώς ήρθες στην “Αφροδίτη”. Κόπιασε λοιπόν απάνω, φώναξε ψηλά από την κουπαστή, ευδιάθετος ο καπετάν-Βλάσης.

Ο Νικόλας ήταν έκθαμβος από το πλεούμενο, αλλά και πολύ συγκρατημένος, όπως, δίχως άλλο, του το υπαγόρευαν η περίσταση αλλά και η ανατροφή του.  Δεν ήθελε να κάνει κακή εντύπωση σ’ αυτόν το σπουδαίο συμπατριώτη τους, και προπάντων αφού ήταν φίλος του πεθαμένου πατέρα του.

Ανέβηκε λοιπόν απάνω από τη ψηλή σκάλα που ακούμπαγε στη στεριά ενώ στο κεφαλόσκαλο τον περίμενε ο καπετάνιος.

-Έλα λοιπόν να σου δείξω τις ομορφιές της ‘Αφροδίτης’! είπε ο καπετάνιος με φιλικό ύφος και προχώρησε μπροστά.

Τον πέρασε σε όλους τους χώρους αρχίζοντας από το θάλαμο του κυβερνήτη, προχωρώντας στους καθιστικούς χώρους “ανάπαυσης” και στις “καμπίνες ύπνου”, όπως τις ονόμασε, που κάθε άλλο παρά καμπίνες ήταν. Μοιάζανε περισσότερο με μεγάλες και ωραίες κρεβατοκάμαρες, τέτοιες, που ο Νικόλας δεν είχε μήτε ονειρευτεί.  Έκανε μερικές ερωτήσεις σχετικά με τις μηχανές όταν προχώρησαν στο μηχανοστάσιο και ιδιαίτερα όταν πέρασαν στο χώρο των τηλεπικοινωνιών του σκάφους. Ανεβαίνοντας και πάλι στους χώρους ανάπαυσης, πέρασαν από την κουζίνα και το μαγειρείο που ήταν ένας τεράστιος χώρος, όπου δούλευαν μερικοί άνθρωποι δίπλα σε έναν καλοστεκούμενο μάγειρο.

Ο Νικόλας δεν είχε άλλες ερωτήσεις για το γιοτ του καπετάνιου Βλάσση, ενδιαφέρθηκε όμως να μάθει για την χώρα μετανάστευσης του καπετάνιου, την Αμερική.  Ξαφνικά ο καπετάνιος τον ρώτησε:

-Λοιπόν Νικόλα… για πες μου.  Θα σου άρεσε ένα γιοτ σαν και τούτο για δικό σου;

Ο Νικόλας χαμογέλασε κι είπε:

-Στο καθένα θ’ άρεσε κάτι τέτοιο.  Αλλά είμαι πολύ μικρός, για να κάνω τέτοια σχέδια.  Πρώτα θέλω να προχωρήσω στο σχολείο.  Αγαπώ τα βιβλία. Θέλω να συνεχίσω να σπουδάσω και πέρα από το γυμνάσιο.  Και θέλω να είμαι πάντα κοντά στον παππού, στη μητέρα μου και στη Μαρινούλα μας.

-Μπράβο παιδί μου! Σκέφτεσαι σωστά.  Είσαι άξιος γιος του πατέρα σου και καλό εγγόνι στον κυρ-Παντελή!   Να σπουδάσεις να γίνεις σπουδαίος άνθρωπος κι όλα τ’ άλλα θα γίνουν με τη σειρά τους. Με την επιμονή όλα γίνονται.  Ακόμη και τα μεγάλα γιοτ! είπε ο καπετάνιος κυττάζοντας με μακρινό βλέμμα τη θάλασσα.

Ο μικρός ψαράς άκουγε σοβαρά τον καπετάνιο και τον κύτταγε στα μάτια.  Ένιωσε κάποια θλίψη στα λόγια του κι αναρωτήθηκε μέσα του “γιατί”.  Ξαφνικά όμως ο καπετάνιος βγαίνοντας από τους σύντομους συλλογισμούς του κύτταξε το Νικόλα και είπε:

-Νικόλα, με το θάρρος του φίλου του συγχωρεμένου του πατέρα σου θέλω να μου υποσχεθείς κάτι.

Ο μικρός τον κύτταξε με απορία.  Ο καπετάνιος βγάζοντας τότε το πορτοφόλι του από το εσωτερικό του σακκακιού του και ανοίγοντάς το τράβηξε ένα επισκεπτήριο από μέσα. Πρόσθεσε δίνοντάς το στο Νικόλα:

-Αν ποτέ χρειαστείς κάποια βοήθεια παιδί μου, μη διστάσεις να επικοινωνήσεις μαζί μου. Θα μ’ ευχαριστήσει ιδιαίτερα, να σου φανώ χρήσιμος.

Ο Νικόλας πήρε την κάρτα κι ευχαρίστησε τον καπετάνιο.

-Έλα τώρα να πιούμε κάτι και να γιορτάσουμε την συνάντησή μας αλλά  και την άλλη,  τη μελλοντική ίσως αντάμωσή μας!

Πρόσφερε στο Νικόλα ένα μεγάλο ποτήρι με πορτοκαλάδα και πήρε ένα δεύτερο για τον εαυτό του.   Συνέχισαν να κουβεντιάζουν φιλικά για διάφορα πράγματα, και για την Αμερική:

-Τίποτα πουθενά δεν είναι εύκολο παιδί μου!  Όλα είναι σκληρή δουλειά.  Αυτό είναι το τίμημα της επιτυχίας. Δεν υπάρχει άλλο μυστικό!  Σου μιλάω σαν πατέρας σου!  είχε πει ο καπετάνιος κι ο Νικόλας σημείωσε τα λόγια του βαθειά μέσα του.

Αυτός ο άνθρωπος άρεσε στο Νικόλα, τόσο ίσως όσο θα του άρεσε ο ίδιος πατέρας του, αν ζούσε.

 

Πέρασαν χρόνια.  Ο Νικόλας στο διάστημα αυτό ψάρευε, βοηθούσε τον παππού στο καφενεδάκι του, που όλο και βάραινε από τα χρόνια και κυρίως μελετούσε.  Τα έκανε όλα το σπουδαίο αυτό “παλληκαράκι” όπως τον φώναζε η μητέρα του.

Ο παππούς αποταμίευε τα χρήματα από το καφενεδάκι όλα τα χρόνια για τις σπουδές των παιδιών, μια και τα δυο τους ήταν καλοί μαθητές, αλλά κι επιθυμία δική του και της κόρης του Μαριορής, να σπουδάσουν. Ο Νικόλας κόντευε να τελειώσει το Γυμνάσιο και η Μαρινούλα ακολουθούσε, με δυο χρόνια διαφορά. Τα έξοδα όμως είχαν αυξηθεί και παρόλο που όλα τα κάνανε με οικονομία και πρόγραμμα, πάλι σκέφτονταν πώς θα τα κατάφερναν μια και το σπούδαγμα των παιδιών στο μοναδικό γυμνάσιο στην πολιτεία του νησιού τους, τους βάραινε όλους.  Η κυρά Μαριορή βοήθαγε τώρα τον παππού στον καφενείο, κι ο Νικόλας μπορούσε μόνο  στις διακοπές. Τότε βοηθούσε και κάποιους ψαράδες για να αποταμιεύει λίγα χρήματα. Τα πράγματα όμως και πάλι ήταν πολύ δύσκολα.  Η κυρά Μαριορή η μητέρα του, αν κι έβλεπε  τις οικονομικές τους ανάγκες, στεναχωριόταν που ο μοναχογιός της, παιδί πράγμα, κουράζονταν έτσι. Αυτή τον ήθελε να συγκεντρώνεται στις σπουδές του, για να “γλυτώσει από τα μεγάλα βάσανα της φτώχειας”, μια απόφαση που την είχε πάρει, τότε που τους είχε χτυπήσει η συμφορά  του πνιγμού του άντρα της.

-Γιε μου… Γιατί τελειώνεις το Γυμνάσιο; Για να γίνεις ψαράς; έλεγε η καϋμένη καθώς έβλεπε το Νικόλα να τρέχει να βοηθήσει τους ψαράδες, που έβγαιναν έξω στ’ ανοιχτά με τα καΐκια τους.  Την έτρωγε η αγωνία τη δύστυχη, ώσπου να γυρίσει πίσω στη στεριά.

Μια μέρα ο Νικόλας την αγκάλιασε και της είπε τρυφερά:

-Κάνε κουράγιο μάνα μου!.. Έχω τα σχέδιά μου.  Να βάλω λίγα χρήματα μονάχα στην άκρη ξέχωρα, έτσι για την αρχή στο Πανεπιστήμιο και μετά θα πιάσω μια δουλίτσα και θα σπουδάζω, όπως κάνουν και τόσα άλλα παιδιά.  Κάπως θα τα καταφέρω μάνα μου.  Μη στεναχωριέσαι.  Να δεις που όλα θα πάνε μια χαρά. Θέλω να γνωρίσω τη θάλασσά μας, τον κόσμο της και το μεγαλείο της, τις διαφορετικές μορφές της. Και θα δεις μάνα που θα γίνω επιστήμονας, και θα είστε περήφανοι ο παππούς κι εσύ, και η Μαρινούλα μας. Και κάτι άλλο μάνα.  Θυμάσαι τον καπετάνιο Βλάσση Κορμούζιο που είχε έρθει στο νησί μας πριν πέντε χρόνια;  Μού ‘χε δώσει την κάρτα του.

Της εξήγησε τι είχαν συζητήσει οι δυο τους απάνω στο γιοτ.

-Μα γιε μου… Μιλάς για φευγιό, για ξενιτεμό… είπε η κυρά Μαριορή συγχυσμένη.

-Αχ μάνα μου μην κάνεις έτσι!  Μιλάω για σπουδές.  Εσείς είστε η καρδιά μου, η ψυχή μου και κανείς άλλος δεν παίρνει τη θέση σας.

Η κυρά Μαριορή έκλαψε εκείνη την ημέρα κρυφά, και δεν είπε τίποτε στον πατέρα της. Ήξερε πως δεν ήταν λογικό να σταθεί εμπόδιο στο μέλλον του παιδιού της. Ανησυχούσε, αλλά όφειλε να το αφήσει να δοκιμάσει την τύχη του. Εξάλλου εμπιστεύονταν το Νικόλα που είχε ήδη ψηθεί στη ζωή, ότι θα έκανε πάντα το σωστό, κι ας ήταν ένα νέο παιδί.

Ο Νικόλας βλέποντας ότι τα πράγματα γίνονταν όλο και πιο δύσκολα, αποφάσισε τελικά να τηλεφωνήσει στον καπετάνιο Βλάση. Αυτός ήταν πρόθυμος να βοηθήσει όπως του είχε υποσχεθεί. Του πλήρωσε το εισιτήριο του λοιπόν και τον περίμενε.

 

Όλα έγιναν σα σε όνειρο. Με τις ευχές των δικών του και των συγχωριανών τους, ξεκίνησε για να συναντήσει το φίλο του πατέρα του στην άγνωστη γη. Ο καπετάνιος τον περίμενε στο αεροδρόμιο και τον υποδέχτηκε σαν να ήταν δικό του παιδί, πράγμα που έκανε το Νικόλα να καταλάβει την αγάπη, που έτρεφε ο άνθρωπος αυτός για τον πατέρα του. Τον πήρε στο σπίτι του που ήταν ένα μέγαρο και τον γνώρισε στην οικογένειά του, που τον δέχτηκε με την ίδια θέρμη.

Ο Νικόλας αν και καλά μελετημένος, είδε ότι η πραγματικότητα για την ξένη γη ξεπερνούσε τη φαντασία του.  Μέσα σε όλα τα άγνωστα, τα καινούργια και τα παράξενα που βρήκε, η επιθυμία του να πετύχει τους στόχους του όσο το δυνατόν γρηγορότερα και η αυτοσυγκέντρωσή του  προς αυτή την κατεύθυνση, τον βοήθησαν να προσαρμοστεί εύκολα στο ξένο περιβάλλον.

Από τις πρώτες κιόλας ημέρες γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο με έξοδα του ευεργέτη του κι άρχισε να τελειοποιεί τη γλώσσα που είχε αρχίσει να μελετά από χρόνια, με διάφορες μεθόδους.  Παράλληλα άρχισε να καλλιεργεί και μία άλλη, νέα γλώσσα, με το πάθος του ανθρώπου που θέλει να γνωρίζει όσο το δυνατόν περισσότερα. Έφτασε και ξεπέρασε τους φοιτητές της σειράς του με μια εκπληκτική επίδοση, που κίνησε το θαυμασμό των καθηγητών του.  Ο “Έλληνας”, όπως τον αποκαλούσαν, είχε πετύχει να διακρίνεται για τη σοβαρότητά του, για την εξυπνάδα του και κυρίως για την επιμέλειά του.   Πέρασε έτσι ο καιρός.  Ο Νικόλας, αριστούχος απόφοιτος τελικά του science, συνέχισε, και σα μεταπτυχιούχος,  ειδικεύτηκε στο Marine Biology ή  βιολογία της θάλασσας.  Με ότι και να καταπιάνονταν, αρίστευε. Έτσι κι εδώ.  “Είναι να τό ‘χει το παιδί… Κι ο Νικόλας μας τό  ‘χει!..” έλεγε ο παππούλης του πάντα υπερήφανος.

Στο διάστημα αυτό ο Νικόλας είχε συνδεθεί σοβαρά με την οικογένεια του καπετάνιου, που του φέρνονταν σα να ήταν αληθινό μέλος της οικογένειάς τους. Και βέβαια επικοινωνούσε με την οικογένειά του και πάντα τους παρακαλούσε όλους να κάνουν υπομονή και να μη στεναχωριούνται.  Αφού είχε πια τελειώσει ένα μεγάλο μέρος των σπουδών του, αποφάσισε να επισκεφτεί την οικογένειά του στο ψαροχώρι τους για λίγο, με το σχέδιο να επιστρέψει για να συνεχίσει την έρευνα, που είχε αρχίσει σε ένα Ινστιτούτο.

Ο καπετάνιος  του είχε πάντα απόλυτη εμπιστοσύνη. “Εσύ ξέρεις παιδί μου!” έλεγε  και του φέρνονταν σα να ήταν ο γιος, που δεν είχε αποκτήσει.

 

Στο ψαροχώρι υποδέχτηκαν τον “Κύριο Νικόλα μας, τον επιστήμονα” όλοι οι χωριανοί με μεγάλο ενθουσιασμό και καμάρι. Ο κυρ-Παντελής τους κράταγε ενήμερους για την πρόοδό του τα πέντε χρόνια που έλειπε από το ψαροχώρι τους.  Η κυρά Μαριορή κι ο κυρ-Παντελής ήταν στις χαρές τους.  Η αδερφή του η Μαρινούλα, που θα τελείωνε κι αυτή αρχιτέκτονας στο Πολυτεχνείο, τον είχε υποδεχτεί στο αεροδρόμιο του Ελληνικού.

Αγκαλιάζοντας τη μάνα του της ψιθύρισε τα πιο όμορφα λόγια που μπορούσε να περιμένει μια καλή μητέρα σαν αυτή.

-Αχ μανούλα μου!  πόσο μού ‘λειψες!

Όταν κάθισαν πλέον μόνοι οι τέσσερεις στο μικρό τους καθιστικό, ο Νικόλας τους μίλησε σοβαρά:

-Λείπω αρκετά χρόνια και το ξέρω.  Μου λείπετε όλοι. Η χώρα που σπούδασα είναι πολύ αλλιώτικη από την πατρίδα μας. Η ζωή στο νησί μας είναι υφασμένη με τα θυμάρια στις ραχούλες και το φύκι του γιαλού, και ποτισμένη  με την αλμύρα και το ιώδιο της ξελογιάστρας μας.  Εκεί πέρα οι άνθρωποι σκοτώνονται καθημερινά από την ανάγκη και την πίεση του χρόνου. Δε θα κάνατε εκεί περισσότερο από μήνα. Γι αυτό με την αγάπη σας και την ευλογία σας θα συνεχίσω τις έρευνές μου για το τελευταίο και ανώτατο δίπλωμά μου, ενώ παράλληλα θα εργάζομαι. Θα έρχομαι στις διακοπές μου να τις περνούμε  μαζί. Αργότερα με τη βοήθεια του Μεγαλοδύναμου θα μοιράζω το χρόνο μου εδώ κι εκεί.  Θα πηγαινοέρχομαι.  Έχω τα σχέδιά μου. Η Μαρινούλα μας θα τελειώσει κι αυτή κάποια στιγμή και φυσικά η δουλειά της θα την οδηγήσει μακριά από εδώ.  Όμως όταν δεν θα μπορεί αυτή να έρχεται, θα πηγαίνετε εσείς να τη βλέπετε.  Θα υπάρχουν όλο και περισσότερα χρήματα γι’ αυτό. Η Μαρινούλα μας που δουλεύει τώρα σα βοηθός, όταν τελειώσει θα γίνει μόνιμη στην εταιρία της, μια εργασία που θα της εξασφαλίζει τα απαραίτητα για τα έξοδά της, ώσπου να αποφασίσει τι θα κάνει με το  πτυχίο της σαν αρχιτέκτονας πλέον.

Όλοι συμφώνησαν με τον Νικόλα, μ’ όλο που η κυρά Μαριορή και λιγότερο ίσως ο παππούς, έδειξε τη στεναχώρια της σκουπίζοντας τα δάκρυά της κι αναστενάζοντας.  Ο Νικόλας όμως είχε μεγάλο μέλλον μπροστά τους σαν επιστήμονας.  Πώς μπορούσε να τον εμποδίσει; Εξάλλου το έβλεπε πως ο γιος της είχε δημιουργήσει μεγάλες σχέσεις με την οικογένεια του καπετάνιου Βλάσση και ήταν για το καλό του.

Ο Νικόλας όμως τελείωσε με ένα πολύ σπουδαίο νέο, μια έκπληξη: η Ιωάννα η κόρη του καπετάνιου, που είχε επίσης σπουδάσει και ήταν γιατρός, ήταν κάτι παραπάνω από φίλη.  Οι δύο νέοι αγαπιούνταν και σχεδίαζαν να παντρευτούν. Ο γάμος τους, προς μεγάλη χαρά και ευχαρίστηση όλων, είχε συμφωνηθεί να γίνει στην πατρίδα του γαμπρού και του πεθερού: δηλαδή στο μικρό το ψαροχώρι.

Περιττό να περιγράψει κανείς την ευτυχία της κυρά Μαριορής και του κυρ-Παντελή που πάντα έλεγε: “το παιδί ετούτο είν’ ευλογημένο!”  Και πραγματικά ο Νικόλας ήταν ευλογημένος, γιατί η προκοπή του και η επιστήμη του, ήταν η  χαρά και η ελπίδα για  την οικογένειά του κι όλο το ψαροχώρι, αφού θα το δυνάμωνε και σίγουρα κάποια μέρα θα το τοποθετούσε με τη φήμη του, στο χάρτη της χώρας τους.

 

Σχολιάστε