ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ

ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ

©ΠΙΠΙΝΑ Δ. ΙΩΣΗΦΙΔΟΥ-ΕΛΛΗ (ELLES)             

ΕΚΔΟΣΗ: ΠΙΠΙΝΑ Δ. ΕΛΛΗ

 ΣΥΔΝΕΫ 2013                   

Οι όποιες μεταφράσεις του κειμένου, από την Αγγλική στην Ελληνική,

έγιναν από τη συγγραφέα Π. Δ. Έλλη (Elles)

και παρόμοια κάποιες από τις μεταφράσεις

από την αρχαία Ελληνική στη Νέα Ελληνική

 ISBN 978 0 9873766 2  6    

Μνημόσυνο απάντων εκείνων

οι οποίοι έδωσαν τη ζωή τους αγωνιζόμενοι

για την ακριτική Μακεδονία

Π.Ε.

 ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ

 Η Ελληνικότητα των Μακεδόνων

Εισαγωγή

Μέχρι τα μέσα του 4ου αι. π. Χ., η αρχαία Μακεδο­νία, ήταν ξεχωριστό κράτος. Ο Θεόφραστος[1], στην ερ­γασία του Ιστορία Φυτών[2] αναφέρει ότι η Μακεδονία ήταν μία χώρα με πολλά δάση, οι κάτοικοί της ήταν δια­σκορπισμένοι και κατασκεύαζαν μικρές πόλεις χωρίς τείχη. Δεν υπήρχε καμία οχυρωμένη ή αξιόλογη πόλη, εκτός από τις αποικίες των Χαλκιδέων και των Κορινθίων, στα παράλια της Μακεδονίας.

Καταγωγή

Οι Αρχαίοι Μακεδόνες, ανήκουν στα Ελληνικά φύ­λα τα οποία με την κάθοδο των Δωριέων[3], στο τέλος της 2ης π. Χ. χιλιετηρίδας, εγκαταστάθηκαν στο ΒΑ τμήμα της Ελληνικής Χερσονήσου. Οι Μακεδόνες δεν προχώρησαν προς νότο, όπως έκαναν τα υπόλοιπα Ελληνικά φύλα, αλλά παρέμειναν στο τμήμα αυτό της Ελληνικής γης, η οποία απέβη πατρίδα τους και ονομάστηκε από αυ­τους, Μακεδονία.

 

Ο Ηρόδοτος[4] χαρακτηρίζει τους Δωριείς «Μακεδνόν έθνος» από τη ρίζα μακέδν[5], που σημαίνει ψηλό, λυγερό και τους κατατάσσει στους Δωριείς   οι οποίοι     αρχικά κατοίκησαν στις   πλαγιές   της Πίνδου, και εκεί σχηματίστηκε αρχικά το όνομα «Μακεδνός», από όπου προήλθε και το όνομα Μακεδόνας. Πληροφορούμεθα ότι οι κάτοικοι, της Θεσσαλικής Ιστιαιώτιδας στις ρίζες της Πίνδου, ονομάστηκαν «Μακεδόνες», παρόμοια όπως οι «Πελασγόνες», οι κάτοικοι των πα­ραλίων, ονομασία η οποία προέρχεται από το όνομα «Πελασγοί» (Πελασγοί ήταν και οι Αθηναίοι). Από τα παραπάνω στοιχεία διαπιστώνεται ότι το όνομα «Μακεδνός» είναι επίσης ελληνικό, παρόμοια όπως ελληνι­κά είναι και τα ονόματα: Ορέσται, Λυγκησταί ή τα ονό­ματα πόλεων, Αργός, Αιγαί, Πέλλη = Πελλήνη, Βέροια = Φεραί, Ιδομενή, Γορτυνία, Ευρωπός, Δευρίοπος. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι Μακεδόνες οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στα βόρεια της Ελληνικής Χερσονήσου, αντίθετα με τους Έλληνες οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στα Νότια της Ελλάδας, διατήρησαν επί αιώνες τις πολιτειακές τους συνήθει­ες, όπως την πατριαρχική Βασιλεία, η οποία απαντά στην Ομηρική εποχή και η οποία επί Φιλίππου και Αλεξάνδρου, γνωρίζει την τελειότητά της. Εξελίχθηκαν μάλιστα σε καλούς πολεμιστές, εξαιτίας των συνεχών πολέμων τους, εναντίον των Ιλλυριών και των Θρακών. Οι Ηπειρώτες και οι Μολοσσοί[6] υπήρξαν λιγότερο μαχητικοί σε σύγκριση με τους Μακεδόνες.

Στη γλώσσα και στα έθιμα των Μακεδόνων απαν­τούν ιδιότητες που είχαν εξαλειφθεί σε μερικούς από τους Έλληνες της Νότιας Ελλάδας, τους κατ΄ εξοχήν Ίωνες. Οι Μακεδόνες παρόμοια με τους Ηπειρώτες, δια­τήρησαν στη γλώσσα τους το δωρικό όπως στο όνομα Απειρωτάν τότε, αντί Ηπειρωτών, στη λέξη μαχάτας, στο όνομα Φί­λα κ.τ.λ. αντί του Ιωνικού . Ωστόσο, το όνομα «Πτολεμαίος»[7] έχει Ομηρικό σχηματισμό. Τα κατάλοιπα της Μακεδονικής διαλέκτου έχουν διαφορετικό χαρα­κτήρα από τα αντίστοιχα της Ιωνικής διαλέκτου. Από την εκτεταμένη μελέτη των γλωσσικών στοιχείων, διαπιστώνεται, ότι οι Μακεδόνες έχουν την ίδια γλώσσα με τους Έλληνες στην υπόλοιπη Ελλάδα, καθώς μάλιστα στοιχεία τα οποία αναφέρει ο Όμηρος, απαντούν στην Μακεδονική γλώσσα, γεγονός που επίσης αποκαλύπτει τη βραδύτητα σε σχέση με την εξέλιξή της. Ετούτο το τελευταίο φαινόμενο, οφείλεται στο γεγονός ότι οι Μακεδόνες απομονώθηκαν στα βόρεια διαμερίσματα της Ελλάδας και δεν αναμείχτηκαν με τους υπόλοιπους Έλληνες, εξ αρχής.

Η ελληνικότητα της Μακεδονικής γλώσσας, ενισχύεται επιπλέον από τα ελληνικά ονόματα των αξιωματικών Μακεδόνων, από τα ελληνικά ονόματα των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου και από τα ελληνικά ονόματα που α­ναφέρονται στους παπύρους. Άλλωστε η γλώσσα που χρησιμοποιείται στα επίσημα έγγραφα των Μακεδόνων είναι πάντα η Ελλη­νική[8]. Ευνόητα η διαλεκτική προφορά των Μακεδόνων δεν ε­μπόδιζε την επικοινωνία τους με τους άλλους Έλληνες. Δεν παρατηρείται κάτι παρόμοιο μεταξύ των Μακεδόνων και των Ιλλυριών (Ιλλυρία, η γη πάνω από την Ήπειρο), καθώς οι τελευταίοι μιλούσαν διαφορετική γλώσσα.

 

Η ελληνικότητα των Μακεδόνων αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο Μέγας Αλέξανδρος χρησιμοποίησε πάντα την Ελληνική γλώσσα[9] όπως και στην εκστρατεία του, η οποία είχε στόχο την κατάκτηση των χωρών στην Ανατολή, για την ασφάλεια και την ακεραιότητα της Ελλάδας. Αν οι Μακεδόνες μιλούσαν άλλη γλώσσα αντί της Ελληνικής, όταν είχαν ενώσει όλες τις Ελληνικές πόλεις με στόχο να ξεκινήσουν το κατακτητι­κό τους έργο, τότε θα ήταν φυσικό, έχοντας θεωρήσει εαυτούς δυναμικό­τερους των Ελλήνων, να χρησιμοποιήσουν την επίσημη γλώσσα τους. Αποδείχθηκε ότι γλωσσικό εργαλείο τους ήταν πάντα η Ελληνική, αυτή χρησιμοποιήθηκε επισήμως και αυτή εξελίχτηκε στη συνέχεια, στην περίφημη «Ελληνιστική κοινή»[10]. Ο Αμερίας[11], Μακεδόνας γραμ­ματικός από την Αλεξάνδρεια, στο έργο του Γλώσσαι, γράφει στην Ελληνική κοινή, καθώς τα λίγα γραπτά μνημεία των Μακεδόνων, τα οποία έφτασαν μέχρι και των ημερών μας, είναι μόνο στην Ελληνική. Είναι επίσης γεγονός ότι πολλές ξένες λέξεις εισχώρησαν στην Ελ­ληνική Μακεδονική διάλεκτο από τις χώρες με τις ο­ποίες οι Μακεδόνες είχαν διενέξεις ή και άλλου είδους επικοινωνία. Έτσι η κατάληξη –ισσα, η οποία προέρχεται από την Ιλλυρία και χρησιμοποιείτο αρχικά μόνο στα εθνικά ονόματα, όπως Μακεδόνισσα, Ηπειρώτισσα κ.τ.λ., αργότερα απλώνεται και σε άλλους τίτλους, όπως αρχόντισσα, πριγκίπισσα, ή και σε απλές, προσηγορικές λέξεις, όπως μαγείρισσα κ.τ.λ. Παρατηρείται επιπλέον ότι η κατάληξη –ισσα, της οποίας η χρήση απαντά αρχικά μόνο στη διάλεκτο των Μακεδόνων, αργότερα γενικεύεται και στις υπόλοιπες Ελ­ληνικές διαλέκτους της ελληνικής χερσονήσου. Το παραπάνω φαινόμενο οφείλεται στην αφομοιωτική ικανότητα της Ελληνικής γλώσσας. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό φαινόμενο, της αφομοιωτικής δύναμης της Ελληνικής γλώσσας είναι και το ακόλουθο: όταν οι Δωριείς κατέβηκαν από την κεντρική Μακεδονία και τις Β.Δ. περιοχές της Ελλάδας και εγκαταστάθηκαν στην Ν. Μακεδονία, βρήκαν τοπωνύμια Ιλλυρικά και Θρακικά, ή Θρακικά-Φρυγικά, τα οποία και μετέτρεψαν σε Ελληνικά. Έτσι το όνομα Φέδυ, Θρακικής-Φρυγικής προέλευσης, εξελίσσεται στην ονομασία Αιγαί (Αίγες). Η αρχαία πόλη, Αιγαί (ή Αίγες), στις ημέρες μας, αποκαλείται Έδεσσα.

 

Οι Μακεδονικοί μήνες, παρόμοια όπως στην υπόλοιπη Ελλά­δα, σχετίζονται με γιορτές, έτσι ο μήνας Απελλαίος (Νοέμβριος) προέρχεται από την οικογενειακή γιορτή «Απέλλαι», ο Δίος είναι ο πρώτος μήνας του χρόνου, ο Αρτεμίσιος ή ο Υπερβερεταίος προέρχεται από το Ζευς Υπερβερέτας και είναι καθαρά ελληνικού σχηματισμού.

 

Οι Μακεδόνες αποκαλούν εαυτούς Έλλη­νες και ετούτο διαπιστώνεται και από τον ιστοριογράφο Πολύβιο τον Μεγαλοπολίτη[12]. Ο Πολύβιος αναφέρεται στη συνεργασία του Φιλίππου με τους λοιπούς Έλληνες και στη στάση του απέναντί τους.  Και ο γιος του Αλέξανδρος, ύστερα από την ιστορική νίκη του εναντίον των Περσών, στο Γρανικό ποταμό, επιγράφει στα δώρα του (νικηφόρα λάφυρα του πολέμου) προς την Ακρόπολη των Αθηνών, «Αλέξανδρος και οι Έλληνες πλην των Λακεδαιμονίων από των Βαρβάρων των την Ασίαν οικούντων.»[13]

 

Ο Φίλιππος και ο Μ. Αλέξανδρος είχαν Ελληνική μόρφω­ση, παρόμοια με τους προηγούμε­νους Βασιλείς της Μακεδονίας, τον Αρχέλαο και τον Περδίκκα Γ’, ή με τους στρα­τηγούς, Αντίπατρο και Πτολεμαίο Κρατερό, οι οποίοι βρίσκονταν σε επα­φή με επιφανείς Έλληνες λογίους της εποχής, και οι οποίοι προέρχονταν από την Αττική. Το 400 π. Χ. προσκαλούνται στην πρωτεύουσα Πέλλα της Μακεδονίας, οι ποιητές Ευριπίδης και Αγάθων, οι οποίοι μιλούσαν μόνο την Ελληνική γλώσσα, ένα επιπλέον γεγονός, το οποίο πιστοποιεί την πλή­ρη κατανόησή της από τους Μακεδόνες και κατά συνέπεια την κατανόηση της ελληνικής λογοτεχνίας. Η γνώση της Ελληνικής γλώσσας και δη της ελληνικής λογοτεχνίας της εποχής, επέτρεπε στους Μακεδόνες να παρακολουθούν στην πρωτεύουσα της χώρας τους, τραγωδίες όπως τον «Αρχέλαο» του Ευριπίδη, της οποίας επίκεντρο είναι η ελληνικότητα των Μακεδό­νων και στόχος του τραγωδού, να περιβληθεί με λαμπρότητα η ελληνική καταγωγή του Βασιλικού γέ­νους.

 

Στις αφηγήσεις του Ηροδότου, ο Αλέξανδρος Α’, πριν από τη μάχη των Πλαταιών, δηλώνει ότι είναι Έλληνας, ελληνικής καταγωγής και ότι δε θα ήθελε να δει την ελεύθερη Ελλάδα να υποδουλωθεί[14]. Έρχεται αυτοπροσώπως στην Αθήνα, χωρίς διερμηνέα, γιατί ο­μιλεί την Ελληνική και συνεννοείται άριστα με τους Έλληνες, πριν από τη μάχη των Πλαταιών. Επιπλέον οι Ελλανοδίκες του επιτρέπουν να λάβει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες καθώς ήταν Έλληνας, με ελληνική καταγωγή[15].

 

Επίσης η Ευρυδίκη σύζυγος του Αμύντα Γ’, αφιερώνει ανάθημα στις Μούσες με την ακόλουθη ελληνική επιγραφή: «Ή Ευρυδίκη Ίρρα πολιήτησι τόνδ’ ανέθηκε Μούσαις ευκτόν εή ψυχή ελούσα πόθον· γράμματα γάρ μνημεία λόγων, μήτηρ γεγαυία παί­δων ηβόντων εξεπόνησε μαθείν.»[16]

 

Οι Ελληνιστικοί χρόνοι

Η μάχη της Χαιρώνειας[17], δεν ήταν το τέλος της Ελληνικής Ιστορίας, όπως μερικοί ιστορι­κοί του 19ου αι. υποστήριξαν, αλλά η αρχή ενός και­νούργιου κεφαλαίου στην Ελληνική Ιστορία. Οι Ελληνιστικοί χρόνοι υπήρξαν για την Ελλάδα, η χρονική περίοδος κατά την οποία η Ελληνική γλώσσα υπερβαίνει τα τότε Ελληνικά σύνορα και αποβαίνει «παγκόσμια». Ετούτη την περίοδο έχουμε τη δημιουργία σπουδαίων έργων. Από τον όρο της Αγίας Γραφής[18] «Ελληνισταί», ο Joh Gust. Droysen υιοθετεί και χρησιμοποιεί τους όρους «Ελληνιστικοί χρόνοι» και Hellenismus (Ελληνισμός). Άλλοι τοποθετούν την έναρξη των Ελληνιστικών χρόνων στα μέσα του 4ου αι.[19] Ετούτη η εκδοχή ενισχύεται από τον τάφο του «Petosiris» στην Ερ­μούπολη της Αιγύπτου[20], από τον πάπυρο των «Περσών» του Τιμόθεου στο Abousir-el-Meleq[21] και από το Μαυσω­λείο του Δυνάστη της Καρίας, Μαύσωλο[22].

 

Το κράτος των Μακεδόνων σε εξέλιξη: Δομή, Πολιτισμός, Πεποιθήσεις

Το κράτος των Μακεδόνων, σύμφωνα με τον Στράβωνα[23] οριζόταν ως εξής: «ότι Πηνειός μεν ορίζει την κάτω και προς θαλάττη Μακεδονίαν από Θετταλίας και Μαγνησίας, Αλιάκμων δε την άνω, και έτι τους Ηπειρώτας και τους Παίονας και αυτός και ο Ερίγων και ο Αξιός και εταίροι». Ο δε Θουκυδίδης γράφει: «Ξυνηθροίζοντο ούν εν τη Δοβήρω και παρεσκευάζοντο όπως κατά κορυφήν εισβάλουσιν ες την κάτω Μακεδονίαν, ής ο Περδίκκας ήρχεν. των γαρ Μακεδό­νων εισί και Λυγκησταί και Ελιμιώται και άλλα έθνη επάνωθεν, α ξύμμαχα μεν εστί τούτοις και υπήκοα, βασιλείας δ’ έχει καθ’ αυτά…»[24]

Τον 5ο αι. η Μακεδονία παρουσιάζει φεουδαρχική εξουσία, σύμφωνα με την οποία, ο Βασιλιάς είναι στρατηγός, δικαστής, ιερέας και διευθύνει την εξωτερική πολιτική του κρά­τους. Στο εσωτερικό ακολουθούνται οι παραδοσιακοί νό­μοι και οι συνήθειες. Οι ελεύθεροι Μακεδόνες χωρικοί αποτελούν τον στρατευόμενο πληθυσμό και ως τέτοιοι έχουν το δικαίωμα να δικάζουν. Στην εποχή των δια­δόχων, σε σοβαρές περιπτώσεις, οι ελεύθεροι Μακεδόνες χωρικοί –όπως παραπάνω-, επιβάλλουν αυστηρές τιμωρίες, ακόμη και την θανατική ποινή. Ο λαός των Μακεδόνων είχε επιπλέον το δικαίωμα να α­νακηρύσσει τον νέο Βασιλέα. Δίπλα στην τάξη των ε­λευθέρων Μακεδόνων υπάρχει και η τάξη των «εταί­ρων», παρόμοια με τους Μυρμιδόνες του Αχιλλέα, οι οποίοι στην Ομηρική εποχή αποκαλούνται «ευγενείς». Ο Θεόπομπος[25] καταθέτει ότι οι «ευγενείς» Μακεδόνες δεν ξεπερνούν τους οκτακοσίους (800) και εκμεταλ­λεύονται τη γη.

 

Το Βασίλειο της Μακεδονίας ήταν ασήμαντο πριν από την άνοδο του Φιλίππου στο θρόνο. Η ειρήνη επι­κρατούσε στο Βασίλειο με συνεννοήσεις και συμφωνί­ες με τα γύρω κράτη. Από τον Περδίκκα Α’[26] -ο οποίος αναφέρεται στον Ηρόδοτο-, μέχρι τον Αμύντα τον Α’[27], δεν υπάρχουν πληροφορίες. Ο Ηρόδοτος γράφει για τους μετέπειτα ηγεμόνες, αρχίζοντας από τον Αλέξανδρο Α’: «Οι η­γεμόνες της Μακεδονίας που κατάγονται από τον Περ­δίκκα, είναι Έλληνες καθώς λένε οι ίδιοι κι όπως κι ε­γώ ο ίδιος προσωπικά είμαι σε θέση να γνωρίζω και θα τα αποδείξω παρακάτω. Εκτός από αυτά οι Έλληνες που διοικούν τους αγώνες στην Ολυμπία έχουν την ίδια γνώμη. Ο Αλέξανδρος είχε αποφασίσει να πάρει μέρος στους αγώνες αυτούς και για το σκοπό αυτό εί­χε κατέβει στην Ολυμπία. Οι Έλληνες όμως που επρό­κειτο να συναγωνιστούν μαζί του, τον εμπόδισαν, λέ­γοντας ο αγώνας δεν ήταν για βαρβάρους, αλλά για Έλληνες. Ο Αλέξανδρος τότε αφού απέδειξε πως ήταν Αργείος, κρίθηκε ότι ήταν Έλληνας. Έτσι μπήκε στον κατάλογο των αγωνιζομένων και σε αγώνα δρόμου ήρ­θε πρώτος μαζί με κάποιον άλλο»[28]. Στο βιβλίο Η’, παράγραφο 137, ο Ηρόδοτος γράφει τα εξής: «του Αλε­ξάνδρου έβδομος πρόγονος ήταν ο Περδίκκας που απόκτησε την τυραννίδα των Μακεδόνων με τον ακόλου­θο τρόπο: Τρεις αδερφοί από τους απογόνους του Τημένου, ο Γαυάνης, ο Αέροπος κι ο Περδίκκας έφυγαν από το Άργος κι ήρθαν στους Ιλλυριούς. Από τους Ιλ­λυριούς περνώντας από τα βουνά στην απάνω Μακε­δονία, έφτασαν στην πόλη Λεβαία κι εκεί εργαζότανε με μισθό στου Βασιλιά, ο ένας βοσκώντας τα άλογα, ο άλλος βόδια κι ο νεώτερος, ο Περδίκκας, μικρά ζώα». Ο Ηρόδοτος[29] συνεχίζει την αφήγηση του για τους τρεις Τημενίδες και λέει πως ετούτοι τελικά εγκαταστάθηκαν κοντά στους κήπους που ανήκουν στον Μήδα του Γορδίου. Έχοντας ως ορμητήριο το μέρος αυτό κατέλαβαν την υπό­λοιπη Μακεδονία. Επιπλέον στο βιβλί­ο Η’, όπως παραπάνω, στην παράγραφο 139, ο Ηρόδοτος μιλά για το γενεαλογικό δένδρο των αρχόντων των Μακεδόνων: «Από τον Περδίκκα καταγόταν ο Αλέ­ξανδρος, ο Αλέξανδρος ήταν γιος του Αμύντα, ο Αμύν­τας γιος του Αλκέτα, ο Αλκέτας είχε πατέρα τον Αέρο­πο, ο Αέροπος τον Φίλιππο, ο Φίλιππος τον Αργαίο και ο Αργαίος τον Περδίκκα που πρώτος πήρε την αρχή. Αυτή ήταν η γενεαλογία του Αλεξάνδρου γιου του Α­μύντα».  Για τους τέσσερεις Βασιλείς πριν από τον Αμύντα δεν γνωρίζομε. Ο Θουκυδίδης γράφει: «Την δε παρά θάλασσαν νυν Μακεδονίαν Αλέ­ξανδρος ο Περδίκκου πατήρ και οι πρόγονοι αυτού Τημενίδαι το αρχαίον όντες εξ Άργους πρώτοι εκτήσαντο και εβασίλευσαν…» [30] Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί και για την επε­κτατική πολιτική του Αλεξάνδρου Α’[31], γιου του Αμύντα. Επί της βασιλείας του και μετά την απο­χώρηση των Περσών, το Βασίλειο της Μακεδονίας επεκτάθηκε μέχρι τον Στρυμόνα ποταμό. Επιπλέον κατά τη διάρκεια των «Μηδικών» και κατόπιν αυτών, καλλιέργησε φιλικές σχέ­σεις με τους άλλους Έλληνες. Την παραμονή της μάχης των Πλαταιών, απεκάλυψε στους στρατηγούς των Ελλήνων τα μυστικά του Μαρ­δονίου λέγοντας: «αυτός τε γαρ Έλλην γένος ειμί τωρχαίον και αντ’ ελεύθερης δεδουλωμένην ουκ αν εθέλοιμι οράν την Ελλάδα»[32].

 

Η Βασιλεία του Περδίκκα Β’, γιου του Αλεξάν­δρου Α’, συμπίπτει με τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Η συγκεκριμένη περίοδος είναι σημαντική καθώς στη διάρκεια αυτής σημειώνεται ζωηρή πνευματική επικοινωνία της Μακεδονίας με την υπόλοιπη Ελλάδα και ως επικράτεια του Ελληνικού Βορρά, εισχωρεί αποτελεσματικά πλέον, στον πολιτισμό της λοιπής Ελλάδας. Ο Περδίκκας Β’, προσέλκυσε στην πρωτεύουσα του Μακεδονικού Βασι­λείου ποιητές κι άλλους επιφανείς Έλληνες των γραμμάτων μεταξύ των οποίων τον διθυραμβοποιό Μελανιππίδη και τον σπουδαίο ιατρό Ιπποκράτη[33] (ο οποίος μετονομάσθηκε «Πατήρ της Ιατρικής») .

 

Ο Περδίκκας Β’ αφού πρώτα οργάνωσε το κράτος του ώστε να εξασφαλίσει την δύναμή του, στη συνέχεια επωφελούμενος από τις ταραχές στη Θεσσαλία, κατήλθε και κατέλαβε τμήμα της. Κατόπιν ετούτου η Λάρισα αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την Μακεδονι­κή κυριαρχία, αντίθετα με τη Σπάρτη, όπου οι ολιγαρχικοί οι οποίοι είχαν καταφύγει εκεί, απέρριψαν την πρόταση του Αρ­χελάου να συμπεριληφθεί στην «Ελληνίδα συμμαχίαν», ακόμη και όταν εκείνος προσέφερε χρήματα[34]. Πενήντα χρόνια αργό­τερα η Μακεδονία έγινε άρχουσα δύναμη στην Ελλά­δα.

 

Ο Αρχέλαος γιος του Περδίκκα Β’[35] δραστηριοποιήθηκε σε ένα πρόγραμμα αναγκαίων κατασκευών για το καλό της χώρας «…τα νυν όντα εν τη χώρα ωκοδόμησε και οδούς ευθείας έτεμε και τάλλα διεκόσμησε τα τε κατά τον πόλεμον ίπποις και όπλοις και τη άλλη παρασκευή κρείσσονι ή ξύμπαντες οι άλλοι Βασιλείς οκτώ οι προ αυτού γενό­μενοι»[36]. Ο Στράβων[37] μας πληροφορεί ότι η τοποθεσία Δίον της Πιερίας, στους πρόποδες του όρους Ολύ­μπου φιλοξενούσε αγώνες μουσικούς και γυμναστικούς κατά το πρότυπο της Ολυμπίας. Επίσης, κατά την αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων, στο Δίον της Πιερίας κατοικούσαν οι Μούσες και επιπλέον εκεί είχε ταφεί και ο περίφημος λυράρης, Ορφέας.

 

Από την εποχή του Αρχελάου η Πέλλα εξελίσσεται σε πρω­τεύουσα της Μακεδονίας. Ο Ευριπίδης[38] πέρασε τα τε­λευταία χρόνια της ζωής του στην αυλή του Αρχελάου, ως φι­λοξενούμενός του και έγραψε προς τιμήν του τις τραγωδίες Αρχέλαος και Βάκχαι, οι οποίες διδάχτηκαν στην Πέλλα και στο Δίο. Από τα ευρήματα αποδεικνύεται ότι ο Αρχέλαος προσκάλεσε και τον Αθηναίο ζωγράφο Ζεύξι[39], για να διακοσμήσει τα ανάκτορα της Πέλλας.

 

Επιπλέον ο Αρχέλαος (ο ίδιος, όπως στις δύο προηγούμενες παραγράφους) έλαβε μέρος στην ενενήκοντα τρίτη (93η) Ολυμπιάδα, το 408 π. Χ., στο τέθριππο, ως ο Έλλην Βασιλιάς της Μακεδονίας. Ο Αρχέλαος πέθανε τo 399, τον ίδιο χρόνο που πέθανε ο Σωκράτης στην Αθήνα, και το έτος ετούτο σηματοδοτείται ως το πρώτο (1ο) ασφαλές έτος της Μακεδονικής χρονολογίας. Από τον θάνατο του Αρχελάου μέχρι την εποχή του Φιλίππου, μεσολαβεί μία περίοδος τα­ραχών, κατά την οποία πιστοποιούνται δολοφονίες βασιλέων για τη διαδοχή του Μακεδονικού θρόνου.

 

Ο Αέροπος, ορισθείς ως επίτροπος του ανηλίκου γιου του Αρχελάου Ορέστη, δολοφονεί τον Ορέστη, ανέρχεται κατά συνέπεια στον θρόνο και τον κατέχει μέχρι το 393 π. Χ. Τον δε γιο και διάδοχο του Παυσανία, τον δολοφονεί νόθος γιος του Αρχελάου, ο ονομαζόμενος Αμύν­τας. Ο Αριστοτέλης[40] σχετικά με ετούτα τα δραματικά γεγονότα στον χώρο της αυλής των Μακεδόνων βασιλέων, γράφει: «πολλαί δ’ επιθέσεις γεγένηνται και δια το εις το σώμα αισχύνεσθαι των μοναρχών τινάς οίον και η κραταιού εις Αρχέλαον: αεί γαρ βαρέως είχε προς την ομιλία, ώστε ικανή και ελάττων εγένετο πρόφασις, ή διότι των θυγα­τέρων ουδεμίαν έδωκεν ομολογήσας αυτώ, αλλά την μεν προτέραν κατεχόμενος υπό πολέμου προς Σίρραν και Αρράβαιον έδωκε τω Βασιλεί τω της Ελιμείας δε νεωτέραν τω υιεί Αμύντα οιόμενος ούτως αν εκείνον ήκιστα διαφέρεσθαι και τον εκ της Κλεοπάτρας». Από το παραπάνω κείμενο του Αριστοτέλη, διαπιστώνεται ότι ο Αρχέλαος έδωσε την νεότερη θυγατέρα του στον νόθο γιο του Αμύντα, για να διασφαλίσει τον θρόνο για τον γιο που είχε με την Κλεοπάτρα.

 

Ο Αμύντας δολοφονείται από τον Δέρδα της Λυγκηστίδας -σύμφωνα πάντα με τον Αριστοτέλη- και στέφεται ως βα­σιλιάς ο Αμύντας Γ’, γιος του Αρριδαίου, συγ­γενής του Βασιλικού οίκου, εμμέσως. Σύμφωνα με τον Διόδωρο[41] ο Αμύντας Γ’, βασίλεψε επί 24 συναπτά έτη. Ακολουθώντας την τακτική του Περδίκκα Β’, ο Αμύντας Γ’, έκανε συμμαχίες με τους Θράκες, τις Φερές και τους Αθηναίους, όταν αυτοί απέβησαν δυνατοί με την ίδρυση της Β’ Αθηναϊκής συμμαχίας.

 

Ο Αλέξανδρος Β’ διαδέχεται τον Αμύν­τα Γ’, που δολοφονείται από την βασιλομήτορα Ευρυδίκη και βασιλιάς στέφεται ο Πτολεμαίος Αλωρίτης, γαμβρός α­πό αδερφή του Αλέξανδρου Β’. Ο με­γαλύτερος από τους γιους του Αμύντα Γ’, ο Περδίκκας Γ’, δολοφονεί τον Πτολεμαίο και ανέρχεται στον Μακεδονικό θρόνο. Το 359, ο Περδίκκας Γ’, οργανώνει εκστρατεία εναντίον των Ιλλυριών, χωρίς ωστόσο να κατέχει την απαιτούμενη στρατιωτική εμπειρία. Εμπλακείς σε μάχη με τους Ιλλυριούς, χάνει τη ζωή του στον αγώνα μαζί με άλλες τέσσερις χιλιάδες (4000) Μακεδόνες. Ύστερα από τον θάνατο του Περδίκκα Γ’, επικρατεί εκ νέου, μία ακατάστατη περί­οδος χαρακτηριστική για τις διαμάχες των μνηστήρων του Μακεδονικού θρόνου. Ο Θεόπομπος[42] αναφερόμενος στα ολέθρια αποτελέσματα του πολέμου και στην αναρχία στην οποία βυθίζεται η Μακεδονία, γράφει τα ακόλουθα: «οι δε Μακε­δόνες δια τε την εν τη μάχη συμφοράν και δια το μέ­γεθος των επιφερομένων κινδύνων εν απορία τη μεγί­στη καθειστήκεσαν».

 

Ο Φίλιππος

Σε ετούτη τη δύσκολη περίοδο για τη Μακεδονία, ανεβαίνει στην εξουσία ο γιος του Αμύντα Γ’, ο Φίλιππος, μόλις 23 ετών. Στην αρχή ορίζεται ως επίτροπος του ανήλικου ανιψιού του, γιου του Περδίκκα. Σύντομα όμως στέφεται Βασιλιάς ο ίδιος. Υπό τη βασιλεία του η Μακεδονία γνωρίζει, όσο ποτέ άλλοτε, μεγάλη στρατιωτική και πολιτική ακμή. Ο Πυθαγόρειος φιλόσοφος Παμμένης, διδάσκαλος του Φιλίππου στις Θήβες, την περίοδο που νεαρός (στα δεκαπέντε του) ο Φίλιππος είχε κρατηθεί ως όμηρος και μάλιστα για περισσότερο από δύο χρόνια[43], λέει ότι ο μαθητής του αγά­πησε τον πολιτισμό που γνώρισε στη Θήβα και μελέ­τησε τα στρατιωτικά πράγματα των Θηβαίων. Μετά από τον φόνο του Πτολεμαίου, ο Περδίκκας, αδερφός του Πτολεμαίου, διόρισε τον Φίλιππο διοικητή επαρχίας στην Μακεδονία, όπου εκείνος συγκρότησε και οργάνωσε στρατό, σύμφωνα με τις δικές του γνώσεις και αντιλήψεις. Με αυτόν τον στρατό επιβλή­θηκε εν γένει, στους Μακεδόνες.

 

Πρώτη σύζυγος του Φιλίππου Β’, τώρα πλέον, ήταν η Φύλα, αδερφή του Βασι­λέως των Ελιμιωτών. Αργότερα, το 357 π. Χ., νυμφεύθηκε την Ολυμπι­άδα θυγατέρα του Νεοπτολέμου[44], Βασιλέως των Μολοσσών. Ο Νεοπτόλεμος ήταν ο επικεφαλής των συμμάχων «Απειρωτάν» (Μολοσσών, Ηπειρωτών) και η Ολυμπιάδα αδελφή του βασιλιά της Ηπείρου Αλέξανδρου Α’, κατόπιν βασιλιά των Μολοσσών, και από αυτόν η Ολυμπιάδα ονόμασε το γιο της και του Φιλίππου Β’, Αλέξανδρο.

 

Ο Αλέξανδρος, από ενωρίς απεκάλυψε την χαρισματική προσωπικότητά του. Στην σύντομη πορεία του βίου του, η διάθεσή του να ενώσει τους Έλληνες υπήρξε απαράμιλλη αν όχι παροιμιώδης. Κατά συνέπεια κηρύχθηκε αρχηγός και στρατηγός των Ελλήνων στην εκστρατεία τους εναντίον των Περσών, μόνιμου πολέμιου έθνους κατά των Ελλήνων. Η επιτυχής εκστρατεία των Ελλήνων στη Μέση Ανατολή και ακόμη πιο πέρα, απένειμε στον αρχηγό τους τον Αλέξανδρο, τον τίτλο «Μέγας» και τον αναγνώρισε ως προς την ικανότητά του, του διεθνιστή.

 

 

 

Αργότερα ο βασιλιάς Φίλιππος χώρισε την Ολυμπιάδα και νυμφεύθηκε την Κλεοπάτρα. Στα Ηθικά του Πλουτάρχου[45], η ιδιωτική ζωή του Φιλίππου περιγράφεται ως σκανδαλώδης. Παράδειγμα και η απάντηση του Δημάρατου[46] -ο οποίος μη ων αυλοκόλακας- όταν ερωτάται από τον Φίλιππο για το πώς τα πήγαιναν μεταξύ τους οι Έλληνες, του απαντά χωρίς περιστροφές, ότι και το δικό του σπίτι δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση.

 

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες και οι Μακεδόνες

Ετούτο αποτελεί μία σημαντική μαρτυρία στο θέμα της ελληνικότητας των Μακεδόνων και των ταγών τους. Διαπιστώνεται ότι ο περίφημος πατέρας του Αλέξανδρου, ο Φίλιππος Β’ έλαβε μέρος σε δύο Ολυμπιακούς αγώνες το 352 π. Χ. και το 348 π. Χ., αντιστοίχως αριθμούμενες ως 107η και 108η Ολυμπιάδες, με τίτ­λο: «Φίλιππος Β’ Βασιλέας της Μακεδονίας», παρόμοια όπως και ο προκάτοχός του, Αλέξανδρος Α’. Για τη συμμετοχή των Μακεδόνων και ει­δικά των Βασιλέων τους στους Ελληνικούς Αγώνες[47], ο Μανώλης Ανδρόνικος στο βιβλίο του Vergina, the ro­yal tombs[48], σημειώνει σχετικά με το μπρούτζινο τρίποδο που βρέθηκε στους βασιλικούς τάφους, ότι ετούτο μαρτυρά συμμετοχή των μελών της Βασιλικής οικογενείας σε Ελληνικούς Αγώνες (τα παραπάνω σχετικά με τις φωτογραφίες του τρίποδου [αριθμοί: 133, 134], που παραθέτει). Επίσης στο κείμενο τονίζει τη σημασία του μπρούτζινου τρίποδου όπως παραπάνω[49]. Αναμφίβολα θεωρεί όχι μόνο ότι μέλη της βασιλικής οικογενείας συμμετείχαν σε Ελληνικούς Αγώνες αλλά και στους Ολυμπιακούς, και αναφέρει τον Αλέξανδρο Α’, ο οποίος σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, βασίλευσε στη Μακεδονία μεταξύ του 479-454 π.Χ.[50]

 

Ως γνωστόν, όλες οι μεγάλες Ελληνικές πόλεις, Αθήνα, Σπάρτη, αντιστάθηκαν στην ένωσή τους υπό τον Φίλιππο. Ο Δημοσθένης παρότρυνε τους Αθηναίους εναντίον του, αγορεύοντας τρεις, ‘περίφημους’ λόγους του, τους αποκαλούμενους «Φιλιππικούς»[51], εξαιτίας του περιεχομένου τους. Η αιτία είναι γνωστή. Ετούτη την περίοδο επικρατεί στην Ελλάδα το σύστημα πόλις = κράτος, και οι δύο επιφανείς πόλεις, Αθήνα και Σπάρτη, παρά τις διατριβές που υπάρχουν ανάμεσά τους, ανέχονται αλλήλους, αφού θεωρούν ότι γνωρίζονται καλά μεταξύ τους στην ειρήνη και στον πόλεμο. Ενώνονται λοιπόν εναντί­ον εκείνου, του Φιλίππου, τον οποίο θεωρούν κοινό αντίπαλο, παρά το γεγονός ότι είναι Έλληνας Δωρικής καταγωγής, παρόμοια όπως οι Ηπειρώτες ή οι Λακεδαιμόνιοι – Σπαρτιάτες, ή οι Κύπριοι κ.τ.λ., μιλά ελληνικά, τιμά τους ίδιους θεούς. Έρχεται από μακριά ‘τους’, από τα Βόρεια και απομονωμένα τρόπον τινά -με όρη ή ποταμούς- διαμερίσματα της Ελλάδας, παρόμοια όπως είναι και η Βόρεια-Δυτική επικράτεια των Ηπειρωτών. Στο πρόσωπο του Φιλίππου βλέπουν έναν «άγνωστο» προς εκείνους, που τους ανησυχεί. Τον υποπτεύονται καθώς διαπιστώνουν ότι προσπαθεί να επηρεάσει και να ελκύσει προς το μέρος του, τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις, τους υπόλοιπους Έλληνες. Ο Φίλιππος δεν είναι παρά ένας νεωτερισμός, που ετούτοι οι δύο συν­τηρητικοί συνασπισμοί δεν διατίθενται να τον υποδεχτούν με ‘ανοιχτάς αγκάλας’, ακόμη και παρά το σπουδαίο γεγονός ότι είναι γνησιότατος Έλληνας, απόγονος του «Ηρα­κλέους και των Τημενιδών».

 

Έτσι λοιπόν οι δυο διαφορετικές «πόλεις- κράτη», η Αθήνα, πιο ελεύθερη, πιο δημοκρατική και πιο προοδευτική πολιτιστικά, και η Σπάρτη που χαρακτηρίζεται για την αυστηρή και συντηρητική πορεία της στα κοινά, παρόλο που δεν συμπαθούν αλλήλους[52], δεν διστάζουν να συμφωνήσουν ότι δεν τους ‘αρέσει’ ο Φίλιπ­πος. Παρά ταύτα, όλοι οι Έλληνες ενώνονται εναντίον του κοινού εχθρού, τους Πέρσες, επαληθεύοντας και πάλι το «εν τη ενώσει η ισχύς», που αποτελεί ελληνική παράδο­ση.

 

Ο Διόδωρος (of Sicily) γράφει για τον Φίλιππο και τον διορισμό του, ως αρχηγού των Ελλήνων εναντίον των Περσών[53]. Αναφέρεται στη δυναμική παρουσία του Φιλίππου στο βασίλειό του και επιπλέον πληροφορεί τους αναγνώστες του για τη δολοφονία του, από το χέρι του Μακεδόνα Παυσανία[54]. Πιστοποιείται ότι ο Φίλιππος πέθανε σε ηλικία 47 χρονών, δολοφονηθείς. Άγνωστο ωστόσο παραμένει από ποιον σκηνοθετήθηκε η εκτέλεσή του, με όργανο τον Παυσανία. Υποψίες υπάρχουν, δεν αποδεικνύονται όμως ως ακριβείς. Ο Φίλιππος άφησε χή­ρα την τρίτη σύζυγο του, Κλεοπάτρα, η οποία δολοφο­νείται καθώς και η μικρή θυγατέρα τους, από τη δεύτερη σύζυγο του Φιλίππου την Ολυμπιάδα[55], μητέρα του Αλεξάνδρου.

 

Ο Αλέξανδρος

Ο Αλέξανδρος[56], διαδέχτηκε τον πατέρα του Φίλιππο στον θρόνο σε ηλικία είκοσι (20) ετών, ανακηρυχθείς βασιλιάς α­πό τους στρατευμένους Μακεδόνας. Ο Διόδωρος[57] καταθέτει ότι ο Αλέξανδρος ήταν απόγονος του Ηρακλή, από την μεριά του Φιλίππου, και απόγονος των Αιακιδών, από τη μεριά της μητέρας του. Σύμφωνα με την ελληνική παράδοση και πεποίθηση, ο Αλέξανδρος κληρονόμησε σπουδαία φυσική δύναμη και ποιότητες ήθους.

 

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο[58], ο Αλέ­ξανδρος, από την πλευρά της μητέρας του ήταν απόγονος του Αχιλλέα. Οι Αιακίδες και οι Αργείδες, κατά την αρχαιοελληνική παράδοση, ήταν απόγο­νοι του Διός. Ο δε Διόδωρος στο βιβλίο του[59] δεν υπονοεί ότι κάποιοι γνώριζαν τα σχέδια του Παυσανία, εκτελεστή του Φιλίππου, ο οποίος όμως επειδή δο­λοφονήθηκε αμέσως μετά την πράξη του, δεν ήταν δυνατόν να διαπιστωθεί αν είχε συνενόχους. Υπάρχουν ωστόσο υ­ποψίες εναντίον της Ολυμπιάδας, της μητέρας του Αλε­ξάνδρου και εναντίον αυτού του ιδίου, ως συνενόχου της, καθώς η άνοδός του στο θρόνο, συνοδεύεται από τον θάνατο των αντιπάλων του και των μνηστήρων του θρόνου της Μακεδονίας.

 

Μετά από τον θάνατο του Φιλίππου, ο Αλέξανδρος όφειλε να πείσει εκ νέου τους Έλληνες, για την ελληνικότητα της καταγωγής του, ώστε να πετύχει το σχέδιό του για την ένωση των Ελλήνων υπό την αρχηγία του[60] ετούτη τη φορά και πάντα εναντίον των Περσών.

 

Γίνεται αντιληπτό ότι ο Αλέξανδρος προσπαθώντας να ενώσει τους Έλλη­νες εναντίον των Περσών, ως Έλλην συμπατριώτης, χρησιμοποίησε τον προσιτό φιλικό τρόπο, δείχνοντας με την συμπεριφορά του, ότι εφόσον ήταν όλοι Έλληνες, όφειλαν να ενωθούν εναντίον του κοινού εχθρού τους, τους Πέρσες, οι οποίοι ταλαιπωρούσαν με τις εκστρατείες τους την Ελλάδα και όχι να σκέφτονται μονάχα τα πρωτεία. Το φθινόπωρο του 336 π. Χ., κάλεσε συνέδριο των Ελληνικών πόλεων-κρατών στην Κόρινθο όπου ανακηρύχθηκε ομοφώνως από τους παρόντες, ως ο στρατηγός αυτο­κράτορας των Ελλήνων στην εκστρατεία τους εναντίον των Περσών. Οι μόνοι που αρνήθηκαν να συμμετέχουν σε ετούτη την πανελλήνια κίνηση, ή­ταν οι Σπαρτιάτες.

 

Ο Droysen Johann Gustav[61], επισημαίνει ότι η βασιλεία του Αλεξάνδρου σήμαινε το τέλος της παλαιάς εποχής, το τέλος του αρχαίου ελληνικού κόσμου (βασισμένου συν τοις άλλοις και στο πολιτειακό σύστημα, πόλις-κράτος) και την απαρχή μίας νέας εποχής της Ελληνιστικής, ερμηνεία που έγινε αποδεκτή. Ο Αλέξανδρος ενήργησε όπως οι Ομηρικοί ή­ρωες στα δικά του έπη. Κατά συνέπεια, όταν νίκησε τον Δαρείο στον Γρανικό ποταμό, το 334 π.Χ., έδωσε πανελλήνιο χαρακτήρα στη νίκη. Διέταξε να ταφούν οι εχθροί, ακόμη και οι νεκροί Έλληνες στρατιώτες οι οποίοι είχαν υπηρετήσει ως μισθοφόροι, τον εχθρό των Ελλήνων. Επίσης, τις 2000 των Ελλήνων μισθοφόρων που υπηρετούσαν στον στρατό του Δαρείου στην μάχη του Γρανικού ποταμού και οι οποίοι κατόπιν της ήττας των Περσών, συνελήφθηκαν, κατατέθηκε ότι «με δεμέ­να τα χέρια, τους έστειλε στην Μακεδονία να δουλέ­ψουν, γιατί σύμφωνα με την κοινή γνώμη των Ελλήνων, ενώ ήταν Έλληνες, πολέμησαν εναντίον της Ελλάδας με το μέρος των βαρβάρων…»[62]

 

 

Ο Αλέξανδρος, δεν παρέλειψε να τιμήσει και τους Θεούς, στέλνοντας τριακόσιες (300) περσικές πανοπλί­ες (μέρος από τα λάφυρα της νικηφόρας μάχης κατά των Περσών στον Γρανικό ποταμό), στην Ακρόπολη των Αθηνών, ως «ανάθη­μα», με την επιγραφή[63] «ο Αλέξανδρος γιος του Φιλίππου και οι Έλληνες εκτός από τους Λακεδαι­μονίους από τους βαρβάρους που κατοικούν την Ασία». Σε ετούτη τη μάχη χρησιμοποιούνται οι όροι «Έλληνες» και «βάρβαροι». Δεν βλέπουμε πλέον τον όρο «Μακεδόνες», καθώς ο Αλέξανδρος είναι ο βασιλιάς όλων των ενωμένων Ελλήνων.

 

Η ζωή του Μ. Αλεξάνδρου υπήρξε σχετικά σύντομη. Αρρώστησε βαριά μέσα στο πυρετό των επιχειρήσεων του, που διήρκεσαν πολύ λίγο, συγκριτικά με το μεγαλόπνοο έργο του. Πέθανε την 28η του μακεδονικού μηνός Δαισίου, δηλαδή τη 13η Ιουνίου, το 323 π. Χ., όταν συμπλήρωνε 13 χρόνια εξουσίας και δεν είχε συμπληρώσει ακόμη το 33ο χρό­νο της ζωής του. Δεν θα αναφερθούμε στην τεράστια αυτοκρατορία που δημιούργησε, αρχίζοντας με τον αγώνα των ενωμένων Ελλήνων εναντίον των Περσών. Το σπουδαιότερο ωστόσο επίτευγμα του δικαίως καλούμενου Μεγάλου Διεθνιστή στρατηγού, ήταν το γεγονός ότι ο Ελληνι­σμός εξαπλώθηκε στα βάθη της Ανατολής, η Ελλη­νική γλώσσα γνώρισε την αίγλη των αθανάτων και η περίοδος που γεννήθηκε μέσα από ετούτο τον υπέρμετρο άθλο, ήταν η περίφημη Ελληνιστική περίοδος (350-300 π. Χ.). Η Αττική διάλεκτος (η διάλεκτος του 500 π. Χ.) στην ακμή της, εμπεριέχον­τας και άλλα Ελληνικά διαλεκτικά στοιχεία, εξελίσ­σεται στην καλούμενη κοινή Ελληνιστική.

 

 

Οι διάδοχοι του Μ. Αλεξάνδρου

Τον Περδίκκα (τον αρχαιότερο των στρατηγών του Αλεξάνδρου που εργάστηκε ολόψυχα για την ενότητα του κράτους, που ο Αλέξανδρος δια θανάτου κληροδότησε στους στρατηγούς και συνεργάτες του), αντικατέστησε ο Αντίπατρος ο οποίος απέθανε αποσυρόμε­νος στην Μακεδονία. Ετούτος όρισε ως διάδοχό του τον Πολυσπέρχοντα, αντί του υιού του, Κασσάνδρου. Ο Κάσσανδρος όμως, αποφάσισε να εκτοπίσει τον Πολυσπέρχοντα. Ήρθε λοιπόν κατά της Μακεδονίας, νίκησε τον Πολυσπέρχοντα στην Πύδνα το 316 π. Χ., συνέλαβε και καταδίκασε σε θάνατο την Ολυμπιάδα και παν­τρεύτηκε την κόρη της Θεσσαλονίκη, την αδερφή του Μ. Αλεξάνδρου. Από τη βασιλοπούλα Θεσσαλονίκη ονομάστηκε η συνώνυμη μέχρι σήμερα πόλη της Θεσσαλονίκης (κτίσθηκε το 315 π. Χ.), πρωτεύουσα της Βόρειας Ελλάδας, συν πρωτεύουσα της Ελλάδας και η δεύτερη μεγα­λύτερη πόλη των Ελλήνων. Ο έκπτωτος Πολυσπέρχων, κατέφυγε στους Αιτωλούς.

 

Σε ετούτο το σημείο τελειώνει η εν συντομία κατάθεση μαρτυριών από τους κλασσικούς συγγραφείς και σε σχέση με τον τίτλο της παρούσης μελέτης. Ακολουθεί ένα νέο επιγραμματικό κεφάλαιο, η Ρωμαϊκή και η Μετά – επαναστατική και Νεώτερη περίοδος. σε σχέση με τον χώρο της Μακεδονίας στην Ελληνική Χερσόνησο.

 

ΡΩΜΑΪΚΗ, ΜΕΤΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΚΑΙ

ΝΕΩΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Το 148 π.Χ. ο Ρωμαίος Καικίλιος Μέτελλος νίκησε τον Ανδρίσκο (Ψευδοφίλιππο) και ο ίδιος ονομάστηκε «Μακεδονικός». Έτσι η Μακεδονία απέβη Ρωμαϊκή ε­παρχία. Οι Ρωμαίοι συνεχίζοντας το κατακτητικό τους έργο, υπέταξαν και την υπόλοιπη Ελλάδα.

 

Επί Αρκαδίου (395 – 408 μ. Χ.) έχουμε τη διάσπαση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε Δυτικό και Ανατολικό κράτος. Η ελληνική γλώσσα αρχίζει να κερδίζει έδα­φος στο Ανατολικό κράτος τον 4ο και 5ο αι. Οι αυτοκράτορες του 5ου αι. συντελούν στη δημι­ουργία ενός μεγάλου Μεσαιωνικού Ελληνικού κράτους και τον 6ο αι. πλέον στο Ανατολικό κράτος που αποκαλείται Βυζάντιο, ομιλείται η Ελληνική. Ως τέτοιο αντιμετωπίζει τους βαρβάρους της Βαλκανικής χερσονήσου. Τον 6ο αι. οι Ούννοι, οι Άβαροι, οι Βούλγαροι και οι Σλάβοι, λεηλατούν την Ελληνική χερσόνησο μέχρι τον Ισθμό της Κορίνθου[64]. Οι λόγοι είναι πάντα εύλογοι: το άνοιγμα στο αιώνιο Αιγαίο και στην λεκάνη της Μεσογείου.

 

Συγκεκριμένα το 559 μ. Χ. οι Σλάβοι και οι Βούλγαροι, εμφανίζονται προ της Κων­σταντινούπολης και ο γηραιός στρατηγός του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, Βελισάριος, τον οποίο ο Ιουστι­νιανός ανακηρύσσει στρατηγό αυτοκράτορα στην εκσ­τρατεία του Βυζαντίου εναντίον των Βανδάλων στην Αφρική, τη σώζει. Το 586 μ. Χ., πολιορκείται από τους Σλάβους και η Θεσ­σαλονίκη. Οι Σλάβοι ακάθεκτοι, συνεχίζουν τις καταστρεπτικές επιδρομές του ανά τη χώρα.

 

 

Ένας ακόμη εχθρός ήταν οι Πέρσες. Ο στρατηγός Τιβέριος (478-582) ο οποίος διαδέχεται τον Ιουστίνο II, νικά τους Πέρσες στην Μελετινή, το 575 μ. Χ. Ο πόλεμος συνεχίζεται σε περσικό έδαφος και υπό την στρατηγία του Μαυρι­κίου, όλες οι Ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, ελευθερώνονται. Πολύ σημαντικό είναι και το γεγονός ότι επί της βασιλείας του Μαυρικίου, στο Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος η Λατινική γλώσσα εκτοπίζεται βαθμηδόν από την Ελληνική, η ο­ποία έκτοτε, κυριαρχεί. Ο Μαυρίκιος θεωρείται ο πρώτος Έλλην Αυτοκράτορας, της Ελληνόγλωσσης πλέον Βυζαν­τινής Αυτοκρατορίας.

 

Κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων του Βυζαντίου εναντίον των Περσών, οι Σλάβοι επωφελούμενοι από τον περισπασμό του πολέμου, περνούν τον Δούναβη ποταμό για πρώτη φορά και κάνουν τις πρώτες εγκατα­στάσεις τους εντός των ορίων του Βυζαντινού κράτους. Στα τέλη του 6ου και αρχές του 7ου αιώνα οι Σλάβοι κατέρχον­ται μόνοι στην Βαλκανική και επιδίδονται σε μι­κρές πολεμικές επιχειρήσεις. Παρά το γεγονός ότι ετούτοι κατέχουν μεγάλο τμήμα της Ευρώπης, από την Ανατο­λική Γερμανία μέχρι τα Ουράλια Όρη, καθώς δεν έχουν στρατιωτική οργάνωση, ικανούς αρχηγούς ή ανεπτυγμένη πολιτική, δεν ιδρύουν κράτος, όπως οι Ούννοι, οι Γότθοι και άλλοι. Μεγάλος αριθμός Σλάβων ζούσε και στη σημερινή Ρουμανία, η οποία από αυτούς, είχε ονομαστεί Σκλαβηνία. Όταν εισβάλανε στη Βόρεια Βαλ­κανική πέτυχαν ταυτόχρονα και την εγκατάστασή τους εντός της. Έτσι από τον 8ο αι. βρίσκονται μόνιμα εγκατεστημένοι, κυρίως στην ύπαιθρο.

 

Τα σλαβικά φύλα εισδύσανε στις χώρες του Βυζαντίου, με την μετακίνηση ποιμνίων ζώων. Με παρόμοιο τρόπο εισδύσανε και οι ποιμενικές φυλές των Αλβανών. Δεν έ­λειψαν ωστόσο και σοβαρές επιδρομές εκ μέρους των. Οι Σλάβοι περνούσαν τη ζωή τους στο στάβλο, στον αγρό και στο κοπάδι. Ως εκ τούτου, ζούσαν στις ορεινές περιοχές των χώρων στους οποίους είχαν εισδύσει και εγκατασταθεί, πολύ λί­γοι από αυτούς ζούσαν στις πεδιάδες όπου κυριαρχούσαν οι Έλληνες χωρικοί, και ποτέ δεν ζούσανε στις πόλεις. Ως υποτελείς, ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν φόρο στο Βυζαντινό κράτος.

 

Από ετούτη την είσδυση αριθμού Σλάβων στο Βυζάντιο και τις μικρές ποιμενικές εγκαταστάσεις των σε κάποιες ορεινές περιοχές, μερικοί ιστορικοί και κυρίως ο Γερμανός λόγιος Φαλμεράγιερ, υποστήριξαν ότι οι σημερινοί Έλληνες είναι απόγονοι των Σλάβων και άλλων φυλών. Την ιστορική περίοδο του αγώνα (1830) των Ελλήνων για την απελευθέρωση τους από τους Τούρ­κους, ο ‘Μισέλληνας’ Φαλμεράγιερ, προσπάθησε να επιβάλει την άποψη, ότι οι Έλληνες, παρά τη γλώσσα τους την Ελληνι­κή και παρά την ιστορία της, που εκφράστηκε και διατηρήθηκε μέσω των αιώνων με το Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι[65], ότι είναι απόγονοι των Σλάβων και άλλων φυλών. Οπωσ­δήποτε παράβλεψε ή μεγαλοποίησε τις τοπικές επιμειξίες, που αποδεδειγμένα δεν λείπουν από κανένα έ­θνος ιδιαίτερα σε συνοριακές περιοχές. Επιπλέον παράβλεψε το γεγονός ότι πολλές φορές στους Βυζαντινούς συγγραφείς, ο χώρος στον οποίο αποδιδόταν το όνομα ‘Ελλάδα’, είχε ποικίλη έκταση, ότι ξέφευγε από τα όρια της σημερινής Ελλάδας και κάποτε συμπεριλάμβανε και την Βυζαντινή χώρα μέχρι τον Δούναβη, ακόμη και τη σημερινή Βουλγαρία. Επιπλέον λάθος, ήταν και το γεγονός ότι τις ειδήσεις για μεταγενέστερες καταστροφές στην Αττική, τις εξέλαβε ως πληρο­φορίες που αναφέρονταν στα χρόνια των Σλάβων. Πολλοί ήταν εκείνοι, Έλληνες και Ευρωπαίοι Ιστορικοί, που με αδιάσει­στα επιχειρήματα απέδειξαν ότι η θεωρία του Φαλμεράγιερ ήταν λανθασμένη.

 

Την περίοδο 675-681 οι Άβαροι και οι Σλάβοι πολιόρκησαν τη Θεσσαλονίκη κατ’ επανάληψη. Οι κάτοικοι απέκρουσαν ηρωικά τους βαρβάρους και ανέδειξαν τη Θεσσα­λονίκη[66] ως δυνατό προπύργιο του Ελληνισμού. Οι Θεσσαλονικείς απέδωσαν τη σω­τηρία τους από τους Σλάβους επιδρομείς, στο πολιούχο της πόλης των, Άγιο Δη­μήτριο[67] και προς τιμήν του ανέγειραν μεγαλοπρεπή ναό. Το 679 οι Βούλγαροι εγκαθί­στανται στην κάτω Μοισία, που από ετούτους ονομάστηκε Βουλ­γαρία.

 

Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Πωγωνάτος (668-685) θεώρησε ότι θα είχε τους Βουλγάρους με το μέρος του, ως συμμάχους του στον αγώνα κατά των Αβαροσλάβων. Αντιθέτως όμως, όλα τα σλαβικά φύλα της περιφερείας υποτάχτηκαν στους Βουλγάρους[68] και έτσι δημιουργήθη­κε το Βουλγαρικό έθνος με γλώσσα τη Σλαβική. Αν ο Κωνσταντίνος Πωγωνάτος είχε προβλέψει τους κινδύνους που επεφύλασσε η Βουλγαρική επικράτεια για το μέλλον του Βυζαντίου και για τον Ελληνισμό, πιθανόν και να μην επέτρεπε την εγκατάσταση των σλαβικών φύλων σε Βυζαντινές περιοχές.

Σημαντική υπήρξε και η προσπάθεια των Αράβων να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη, την περίοδο 717-718 πολιορκώντας την, πλην όμως μη επιτυχής[69].

 

 

Τα μέσα του 9ου αι. μ. Χ. πραγματοποιείται το σημαντικό γεγονός της διάδοσης του χριστιανισμού στους σλαβικούς λαούς από το Βυζάντιο. Το 850 μ. Χ. υποτάσσονται και εξελληνίζονται οι λίγοι Σλάβοι που είχαν εναπομείνει από τις Σλαβικές επιδρομές, στην πε­ριοχή της Πελοποννήσου. Το 863 μ. Χ. μεταδίδεται ο χριστιανισμός στην Μ. Μοράβια (Τσεχοσλοβακία) όπου, με την πρόσκληση του ηγεμόνος Ραστισλάβου, δύο ιεραπόστο­λοι από την Θεσσαλονίκη, οι αδερφοί Μεθόδιος και Κωνσταντίνος Κύριλλος, αποστέλλονται εκεί, επί Μιχα­ήλ Γ’ και του Πατριάρχου Φωτίου, μαζί με άλλους συνεργά­τες και τεχνίτες. Ο Μεθόδιος είχε ήδη διακριθεί ως διοι­κητής σλαβικής επαρχίας και αργότερα ως ηγούμε­νος μονής. Ο Κύριλλος, μαθητής του Φωτίου του Με­γάλου, ήταν σοφός καθηγητής της Φιλοσοφίας και Θε­ολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης και λαμπρός κληρικός, όπως ο αδερφός του Μεθόδιος. Οι δύο μαζί φτιάξανε το σλαβικό αλφάβητο, που ονο­μάστηκε ‘Κυρίλλειο’ και είχε ως βάση την Ελληνική μεγαλογράμματη γραφή. Με τον τρόπο ετούτο εργάστηκαν και μπόρεσαν να μεταφράσουν το Ευαγγέλιο και τα απαραίτητα λειτουργικά βιβλία, από την Ελληνική στην σλαβονική γλώσσα,. Με τη χρήση της εγχώριας γλώσσας κέρδι­σαν την αγάπη του λαού προς τη θρησκεία τους και τον Βυζαντινό πολιτισμό. Οι αδερφοί Μεθόδιος και Κωνσταντίνος Κύριλλος, παράλληλα με τη διάδοση του Χριστιανισμού έθε­σαν και τις βάσεις της σλαβικής φιλολογίας. Επιπλέον δίδαξαν πολλούς μαθητές, οι οποίοι συνέχισαν το έργο τους στη Βουλγαρία[70] και στη Σερβία.

 

Την περίοδο 867-1057 οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου ανήκουν στην αποκαλούμενη Μακεδονική[71] Δυναστεία, η οποία είναι αμιγώς Ελληνική Δυναστεία. Το 1054 χαρακτηρίζεται από το σχίσμα της Εκκλησίας σε Ανατολική και Δυτική Εκκλησία. Επί Κωνσταντίνου Θ’ του Μο­νομάχου[72] εμφανίζονται οι Σελτζούκοι, Τουρ­κικός λαός. Το 1078 καταλαμβάνουν τα Ιεροσόλυμα και καταδιώκουν τον Χριστια­νισμό, ανηλεώς. Το 1079 φτάνουν μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Η Δύση και ο Πάπας της Δυτικής Εκ­κλησίας, Ουρβανός Β’, συμφωνούν ότι είναι ωφέλιμο το πρόσχημα της απελευθέρωσης των Αγίων Τόπων για τους ακόλουθους λόγους:

α. για να καταλάβουν την Ασία και να τη μοιραστούν

β.για να εκμε­ταλλευτούν την ευκαιρία να σφετεριστούν το παγκό­σμιο εμπόριο

γ. για να καθυποτάξουν την Ελληνική Εκκλησία του Βυζαντίου.

Οι σταυροφορίες που οργάνωσαν υπήρξαν πολλές[73] και καταστρεπτικές, κυρίως για την Κωνσταντινούπολη.

 

Ο αυτοκράτορας Θεόδωρος Β΄ Δούκας Λάσκαρης[74] ανήλθε στον θρόνο της Νικαίας το 1254, σε ηλικία 32 ετών και απεβίωσε τέσσερα χρόνια μετά. Η αιτία του θανάτου του δεν έχει απολύτως εξακριβωθεί. Λέγεται ότι έπασχε από ανίατη ασθένεια, που τον οδήγησε στον τάφο, όμως δεν ήσαν λίγοι όσοι επιδίωξαν τον θάνατό του, μεταξύ των οποίων πιθανολογείται ότι ήταν και ο Μιχαήλ Παλαιολόγος.

 

Η αυτοκρατορία του Ελληνικού Βυζαντίου είχε ποι­κίλους εχθρούς οι οποίοι προσπαθούσαν να σφετερι­στούν κομμάτια του κράτους και να το διαλύσουν. Η 25 Ιουλίου του 1261, θεωρείται η ημέρα της ανασυσταθείσης αυτοκρατορίας του Ελληνικού Βυζαν­τίου και ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος στέφεται αυτο­κράτορας[75]. Την 15η Αυγούστου επίσης το 1261, ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος[76], εισέρχεται στην Κωνσταντινούπολη νικηφόρος, ύστερα από την ήττα των Λατίνων, την αποχώρηση με ενετικά πλοία για την Ευρώπη του αυτοκράτορα Βαλδουίνου και άλλων επισήμων. Τώρα η Βυζαντινή αυτοκρατορία συμπεριλαμβάνει τη Νίκαια, τη Θράκη, μέρος της Μακεδονί­ας με τη Θεσσαλονίκη και τις νήσους Ρόδο, Λέ­σβο, Σαμοθράκη και Ίμβρο. Οι Βούλγαροι, οι Σέρβοι, οι Φράγκοι και οι Τούρκοι, πολεμούσαν με το Βυζάντιο επί δύο αιώ­νες.

 

Επί Στεφάνου Δουσάν[77] το σερβικό κρά­τος γνωρίζει μεγάλη ακμή. Ο Δουσάν καταλαμβάνει τη Μακεδονία, πλην της Θεσσαλονίκης και της Χαλκιδι­κής, τη Θεσσαλία την Αλβανία και την Ήπειρο. Το 1346 ο Δουσάν στέφεται Τσά­ρος Σέρβων και Ρωμαίων (δηλαδή των Ελλήνων), στα Σκόπια. Με τις κατακτήσεις του σχεδίαζε να γίνει κύριος της Βαλκανικής και να αντικαταστήσει την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με εκείνη του κράτους του οποίου ηγείτο. Δε σταματά λοιπόν εκεί και στη συνέχεια εισβάλει στην Θράκη και φτάνει ως τον Έβρο. Το 1355 επιχειρεί να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, αλλά πεθαίνει. Το Σερβικό κράτος διαλύεται σε κρατί­δια τα οποία βαθμηδόν υποτάσσονται στους Τούρκους.

 

Τον 14ο αι. αριθμός Αλβανών, κυρίως ποιμένες, κατεβαίνει νότια στις Ελληνικές χώρες. Αρ­γότερα μικροί αριθμοί αυτών εγκαθίστανται σε πε­ριοχές της Αττικής, της Βοιωτίας, της Πελοποννήσου, στα ορεινά μέρη μερικών νήσων, όπου αφομοιώνονται από τους Έλ­ληνες της εκάστοτε περιοχής και αποκτούν Ελληνική συνείδηση. Το έτος 1453, την 29η Μαΐου και ώρα 8η πρωινή, επί του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου, ο Μωάμεθ ο Β’, ύστερα από επίμονες και σοβαρές προσπάθειες, κατορθώνει να κυριεύσει την Κων­σταντινούπολη. Όνειρό του Μωάμεθ Β’ ήταν η συνέχιση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας υπό το στέμμα του. Λέγεται ότι ήταν κρυφός χριστιανός, εξ ου και η υποστήριξή του στους λογίους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης. Δεν το κατόρθωσε.

 

19ος Αιώνας

Η παρούσα μελέτη έχοντας παρακάμψει πέντε περίπου σημαντικούς αιώνες, έρχεται και εν συντομία στέκεται σε κάποια σημαντικά γεγονότα του 19ου αιώνα, τα οποία έχουν σχέση με το θέμα της.

 

Τον Μάρτιο του 1878 λαμβάνει χώρα η συνθήκη του Αγίου Στε­φάνου όπου η Ρωσία λύνει το Ανατολικό ζήτημα με όρους απαράδεκτους για το Ελληνικό κράτος:

1.Δημιουργείται Μέγα Βουλγαρικό κράτος φόρου υ­ποτελές στην «Πύλη» με έξοδο στον Πόντο (Εύ­ξεινο) και στο Αιγαίο δυτικώς μέχρι την Καβάλα.

  1. Η Σερβία διπλασιάζεται σε έκταση.
  2. Το Μαυροβούνιο τριπλασιάζεται.

4.Η Ρουμανία μεγαλώνει με την προσθήκη της Δοβρουτσάς.

Με τη συνθήκη ετούτη βάλλεται ο Ελλη­νισμός. Οι Τούρκοι για να εξευμενίσουν τους Άγγλους, τους παραχωρούνε την Κύπρο.

Με το συνέδριο του Βερολίνου, τον Ιούλιο 1878, υπό την προεδρία του Βίσμαρκ σημειώνονται νέες μετακινήσεις των συνόρων των χωρών στην Βαλκανική χερσόνησο και στην ευρύτερη περιοχή γύρω από αυτή:

  1. Ιδρύεται μικρή και αυτόνομη, φόρου υποτελής, Βουλγαρία μεταξύ του Δούναβη και του Αίμου.
  2. Ιδρύεται η Ανατολική Ρωμυλία[78], η Θρακική, περιοχή από τον Αίμο ως τα σημερινά Ελληνικά σύνορα, με πρωτεύουσα τη Φιλιππούπολη.
  3. Η Σερβία και το Μαυροβούνιο γίνονται ανεξάρτη­τα και η μεν Σερβία αυξάνεται κατά το ένα τέταρ­το, το δε Μαυροβούνιο διπλασιάζεται με την παραχώρηση Αλβανικών εδαφών.
  4. Η Ρουμανία ανακηρύσσεται ανεξάρτητη και παίρνει τη Δοβρουτσά αντί της Βεσσαραβίας η οποία παραχωρείται στους Ρώσους.
  5. Με την υποστήριξη της Γαλλίας υποδεικνύεται στους Τούρκους να παραχωρήσουν στην Ελλά­δα μέρος της Ηπείρου, την κοιλάδα της Θεσπρω­τίας (Θυάμιδος) και την κοιλάδα του Πηνειού (Θεσσαλία).
  6. Η Ρωσία κρατά το Βατούμ, Καρς, Αρδαχάν και μερικά γειτονικά προς ετούτα, κράτη.
  7. Ανανεώνονται οι συμφωνίες των Δαρδανελλίων και του Ευξείνου.
  8. Στην Αυστρία παραχωρούνται για προσωρινή διοίκηση η Βοσνία και η Ερζεγοβίνη.
  9. Η Αγγλία λαβαίνει την Κύπρο έναντι ετήσιου φόρου.

Ο Ελληνισμός δέχεται χτύπημα και ο Ελληνικός λαός αισθάνεται αδικημένος παρόλο που ο Σλαβικός κίνδυνος απομακρύνεται από τις προς βορρά περιοχές. Τα όρια της Ελλάδας επεκτείνονται μέχρι τη Μακεδονία πλην της επαρχίας της Ελασσόνας και στην Ήπειρο κατά μήκος του Αράχθου ποταμού, συμπε­ριλαμβανομένης της Άρτας. Η κυβέρνηση Δεληγιάννη απαιτεί όλη τη Θεσσα­λία, τη Νότια Μακεδονία και την Ήπειρο, αλλά το διά­βημα αποτυγχάνει.

 

Το Μακεδονικό Ζήτημα – Μακεδονία 1904[79]-1913

Από το 1870 παρουσιάζονται σερβικές και βουλγαρικές διεκ­δικήσεις επί της Μακεδονίας. Η δημιουργία του IMRO (Internal Macedonian Revolutionary Organisation) από τον Goce Delkev και άλλους πέντε Βουλγάρους, στοχεύει στην εξουδετέρωση εξωτερικών επιδράσεων και στην διάσωση της Βουλγαρικής εθνικότητας (όπως καταθέτει ο Ivan Hadzhinicolov[80]), με την ίδρυση της «Μακεδονίας για τους Μακεδόνες». Στην πραγματικότητα όμως οι Βούλγαροι απέβλεπαν στην μέλλουσα προσάρτηση της Μακεδονίας[81] στη χώρα τους, Βουλγαρία, παρόμοια όπως είχε συμβεί και με την Ανατολική Ρωμυλία (σύμφωνα με τις αποφάσεις του συνεδρίου του Βερολίνου, το 1878). Ετούτο το κίνημα των Βουλγάρων ονομάστηκε Ilinden “Revolution”[82] και συνδέεται με τον παραπάνω συγκεκριμένο στόχο. Επιπλέον εξυπηρετούσε την ανάγκη ανοίγματος της Βουλγαρίας στο Αιγαίο – Μεσόγειο και διαδραματίστηκε ως εξής[83]: οι Βούλγαροι είχαν συγκεντρώσει τις μεικτές δυνάμεις τους (Έλληνες, Σέρβοι, Αλβανοί και Βούλγαροι) στη Δυτική Μακεδονία και οι Τούρκοι μετέφεραν τις δικές τους δυνάμεις στα σύνορα της Βουλγαρίας. Οι Βούλγαροι και οι Τούρκοι συνεπλάκησαν και προέβησαν σε καταστροφές αλλήλων και στη συνέχεια οι Τούρκοι προέβησαν στην εκδικητική τιμωρία όλης της Δυτικής και Βόρειας Μακεδονίας, καίγοντας είκοσι δύο (22) χωριά, καταστρέφοντας χωράφια με σοδειά, κλέβοντας τα ποίμνια των κατοίκων της περιοχής και στερώντας σαράντα χιλιάδες ανθρώπους από την κατοικία τους.

 

Τον Μάιο του 1905 επί Ράλλη, Κ. Μαυρομηχάλη και Γ. Θεοτόκη, τίθεται επί τάπητος το καλούμενο «Μακεδονικό» ζήτημα. Όπως ήδη αναφέρθηκε στην παραπάνω παράγραφο, από τις αρ­χές του 20ου αι. διαπιστώνεται η όξυνση του αγώνα, καθώς οι Βούλγαροι προσπαθούν να «εκβουλγαρίσουν» τον Ελληνικό πληθυσμό. Σπέρνουν πρωτοφανή τρομοκρατία στους κατοίκους της Μακεδονίας. Εις απάντηση των Βουλγάρων οι Μακεδονικοί σύλλογοι και η Πανίσχυρη «Εθνική Εταιρεία»[84], με την υποστήριξη της κυβέρνησης, σχηματίζουν μικρά ανταρτικά σώματα, τα οποία εισβάλουν στη Μακεδονία. Το προξενείο της Θεσσαλονίκης[85] ενισχύει τον αγώνα και Έλληνες αξιωματικοί τίθενται επικεφαλής των ανταρτικών σωμάτων. Ο Βορειοηπειρωτικής καταγωγής αξιωματικός Παύλος Μελάς[86], πέφτει αγωνιζόμενος ηρωικά τον Οκτώβριο του 1914 και έκτοτε τιμάται ως Εθνικός Ήρωας.

 

Με τον σκληρό τους αγώνα οι Έλληνες κατορθώνουν να σταματήσουν τη Βουλγαρική τρομοκρατία, αλλά οι Βούλγαροι απαντούν σε ετούτη τη νίκη των Ελλή­νων, με τους αμείλικτους διωγμούς των Ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας. Παρά ταύτα το Ελληνικό φρόνημα των Μακεδόνων διατηρείται ακμαίο.

 

Και σε άλλες περιοχές της ελληνικής επικράτειας, παρατηρούνται νέες καταλήψεις. Οι Ιταλοί καταλαμβάνουν τα Δωδεκάνησα τον Απρίλιο του 1912. Μετά από τους πολέμους στην Βαλκανική, η Ελλάδα έχει να αντιμετωπίσει επιπλέον τα προβλήματα της Βορείου Ηπείρου και των Δωδεκανήσων.

 

Τον Οκτώβριο του 1912, οι Σέρβοι, οι Βούλγαροι, οι Έλ­ληνες και οι Μαυροβούνιοι, ενώνονται εναντίον των Τούρ­κων (The Ilinden “Revolution”, όπως σε προηγούμενη παράγραφο). Όπως ήδη αναφέρθηκε τα πράγματα δεν εξελίσσονται σύμφωνα με τις επιδιώξεις τους. Τον ίδιο χρόνο (1912) ο Ελληνικός στρατός υπό τον διάδοχο του Ελληνικού θρόνου, Κωνσταντίνο και τον επιτελάρχη του Π. Δαγκλή, στρέφεται στη Μακεδονία, πλην μίας μεραρχίας η οποία κατευθύνεται στην Ήπειρο υπό τον στρατηγό Κωνσταντίνο Σαπουτζάκη. Χωρίς καθυστέρηση ο διάδοχος Κωνσταντίνος με τον επιτελάρχη του, καταλαμβάνουν την Ελασσόνα, νικούν τους Τούρκους στα στενά του Σαρανταπόρου και απελευθερώνουν την Κατερίνη, τη Βέροια, τη Νάουσα, την Έδεσσα και ύστερα από διήμερη μάχη στα Γιαννιτσά (από την 19ητην 20ή Οκτωβρίου 1912), αποκλείουν τη Θεσσαλονίκη.

 

Ο Τούρκος στρατηγός Χασάν Ταχσίν αποδεχόμενος τελεσίγραφο από τον Κωνσταντίνο, παραδίδει στους Έλληνες τη Θεσσαλονίκη, στις 26 Οκτωβρίου 1912. Ο Κωνσταντίνος αφήνοντας δύο (2) μεραρχί­ες στη Θεσσαλονίκη, στη συνέχεια στρέφεται στη Δυτική Μακεδονία και αφού καταλαμβάνει τη Φλώρινα και την Καστοριά, προ­χωρά προς την Κορυτσά (την 7η Δεκεμβρίου, 1912).

 

Στο μέτωπο της Ηπείρου καταλαμβάνονται αμέσως το Γρίμποβο, η Φιλιππιάδα και η Πρέβεζα. Ύστερα από πέντε η­μέρες, καταλαμβάνεται η θέση «Πέντε Πηγάδια». Τα Ιω­άννινα (Γιάννινα) προστατεύονταν από τα οχυρά του Μπιζανίου[87], που είχαν κατασκευαστεί από Γερμανούς για τους Τούρκους. Τελικά το Μπιζάνι «πέφτει» και παραδίνεται από τους Τούρκους στα νικηφόρα στρατεύματα των Ελλήνων. Στη συνέχεια ο Εσσάτ Πασάς αναγκάζεται να παραδώσει την δεινοπαθούσα, για πέντε αιώνες, πόλη των Ιωαννίνων, στον διάδοχο Κωνσταντίνο στις 21 Φεβρουαρίου 1913. Και ενώ ο μεγαλύτερος όγκος του Ελληνικού στρατού συγκεντρώνεται στη Θεσσαλονίκη, εξαιτίας των Βουλγάρων, μία μεραρχία του Ελληνικού στρατού, «ξεκαθαρίζει» τη Βόρειο Ή­πειρο από τους αντιπάλους.

 

Ακολουθεί η κατάληψη της Στρώμνιτσας, του Σιδηροκάστρου, των Σερρών και της Δράμας, από τον Ελληνικό στρατό. Στις πόλεις που απελευθερώνονται, συμπεριλαμβάνονται και η Καβάλα, η Αλεξανδρούπολη, η Ξάνθη και η Κομοτηνή. Οι πρώην κατακτητές, οι Βούλγαροι, υποχωρώντας σφάζουν τους κατοίκους[88], των υπό την κυριαρχία τους -μέχρι τότε-, πόλεων και τις πυρπολούν. Παράλληλα με τις επιτυχίες του Ελληνικού στρατού ο εν ενεργεία Ελληνικός στόλος, υπό τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, απελευθερώνει τις νήσους του Αιγαίου: Χίο, Λέσβο, Θάσο, Ίμβρο και επιπλέον το Άγιο Όρος. Τέλος διενεργεί αποκλεισμό στα στενά του Ελλησπόντου σταματώντας τοιουτοτρόπως, τις αποβάσεις των Τούρκων.

 

Τον Ιούνιο του 1913, οι Έλληνες νικούν τους Βουλγάρους στο Κιλκίς και κατόπιν στη Γευγελή. Στις 28 Ιουλίου 1913, με την συνθήκη του Βουκουρεστίου τα Ελ­ληνικά σύνορα επεκτείνονται μέχρι τον Νέστο ποταμό. Οι Βούλγαροι κρατούν τη Δυτική Θράκη με την Αλεξανδρούπολη και χάνουν τη Δοβρουτσά.

 

Τον Σεπτέμβριο του 1913, οι Τούρκοι ανακαταλαμβάνουν την Αδριανούπολη και τις Σαράντα Εκκλησίες[89], στη Βόρειο Ήπειρο. Τον ίδιο μήνα, Σεπτέμβριο (1913), οι Μεγάλες Δυνάμεις, με την απαίτηση της Αυστρίας και της Ιταλίας, αποφασίζουν την ίδρυση Αλβανικού κράτους εις βάρος των Ελλήνων που κατοικούσαν στη Βόρειο Ήπειρο και στη νήσο Σάσων. Η απόφαση γνωστοποιείται στην Ελλάδα, το Φεβρουάριο του 1914. Η Ελλάδα, ανίσχυρη από την μακροχρόνια τουρκική κατοχή, τους διαρκείς πολέμους και τις εξ αυτού κακουχίες, αναγκάζεται να υποχωρήσει. Οι Βορειοηπειρώτες ωστόσο, με κυβέρνηση συγκροτημένη α­πό τον Γ. Ζωγράφο, αρχίζουνε απεγνωσμένο στρατιωτι­κό αγώνα[90]. Καταλαμβάνουν την Κορυτσά, ενώ στη Χείμαιρα (Χειμάρρα) και το Αργυρόκαστρο, κερδίζουν την αυτονομία τους. Αποτέλεσμα ετούτης της προσπάθειας των Βορειοηπειρωτών, είναι η υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας, το Μάιο του 1914, με το οποίο αναγνωρίζονται προνόμια στη Βόρειο Ήπειρο. Το νεοσύστατο όμως Αλβανικό κράτος, έχει πολλές εσωτερικές συγκρούσεις και τελικά οι Μεγάλες Δυνάμεις επιτρέπουν στην Ελλάδα την ανακατάληψη της Βόρειας Ηπείρου και την προστασία των κατοίκων της.

 

Την 31 Ιανουαρίου του 1914, οι Μεγάλες Δυνάμεις συμφωνούν να κρατήσει η Ελλάδα τα νησιά του Αιγαίου που είχαν ήδη προσαρτηθεί στην κυριαρχία της, πλην της Ίμβρου και Τενέδου που παραμένουν στα χέρια των Τούρκων.

 

Το 1913-1914 σημειώνεται το τέλος των Βαλκανικών πολέμων και η έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ετούτη την περίοδο οι Έλληνες γεμάτοι ενθουσιασμό και ελπίδα προσπαθούν να ανασυγκροτηθούν και να δημιουργήσουν τις βάσεις για πρόοδο. Όμως ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος που ξεσπά, δημιουργεί πληθώρα νέων προβλημάτων για την Ελληνική Χερσόνησο και τους Έλληνες.

 

Ακολουθεί η περίοδος 1914-1915. Τον Οκτώβριο του 1915, κηρύσσεται από τους συμμάχους ο πόλεμος εναντίον της Τουρκίας. Επιπλέον τον Οκτώβριο του 1915, εισέρχεται και η Βουλγαρία στον πόλεμο, ενώ ταυτόχρονα καταφθάνουν στη Βαλκανική με τα στρατεύματα τους, οι Γερμανοί. Οι επίσης εμπλεκόμενοι στον πόλεμο Σέρβοι, καταρρέουν και τα λείψανα του σερβικού στρατού με τον βασιλέα Πέτρο, διαπεραιώνονται στην Κέρκυρα. Συγχρόνως σχεδόν, υποκύπτει το Μαυροβούνιο και οι Ιταλικές Δυνάμεις συντάσσονται στην Αυλώνα της Βορείου Ηπείρου.

 

Το 1916 οι Ιταλοί στρέφονται στο νότο της Αλβανίας για να εφαρμόσουν το αποκαλούμενο «Αδριατικό πρόγραμμά» τους[91] και αφικνούνται στα Ιωάννινα, ως σύμμαχοι.

 

Στις 27 Ιουνίου 1919, με τη συνθήκη του Νεϊγύ, η Βουλ­γαρία παραχωρεί στην Ελλάδα την Ανατολική Μακε­δονία και την Δυτική Θράκη.

 

Την 15η Ιανουαρίου 1920, λαμβάνει χώρα συνέδριο των Κουμμουνιστικών κομμάτων των Βαλκανίων στη Σόφια και δημιουργείται η καλούμενη Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία (BCF). Στη διάρκεια του 3ου Συνεδρίου του BCF, στη Μόσχα, στις 19-21 Ιουλίου 1921, ο Kolarov αρχηγός των Βουλγάρων κομμουνιστών αίρει το θέμα της αυτονομίας για την Μακεδονία, συνισταμένης από τη ‘Γιουγκοσλαβική’, τη ‘Βουλγαρική και την Ελληνική Μακεδονία (Vardarion, Pirin and ‘Aegean’)[92].

 

Στις 10 Αυγούστου 1920, με τη συνθήκη των Σεβρών, η Ελλάδα λαμβάνει την Ανατολική Θράκη μέχρι τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης, την Ίμβρο, την Τένεδο και την περιοχή της Σμύρνης. Η συνθήκη δεν συμπεριλαμβάνει τη Βόρειο Ήπειρο, η οποία είχε ήδη καταλη­φθεί από τους Ιταλούς, στον πόλεμο. Με την απόφαση της Πρεσβευτικής Διάσκεψης των Παρισίων το Νοέμβριο 1921, η περιοχή της Βορείου Ηπείρου, παραχωρείται στην Αλβανία.

 

Στις 14 Ιουλίου 1923, με τη συνθήκη της Λωζάννης, παραχωρούνται στους Τούρκους, η Ανατολική Θράκη και οι νή­σοι Ίμβρος και Τένεδος.

 

Το 1940, στις 28 Οκτωβρίου, η Ιταλία επιτίθεται στην Ελλάδα. Από τον Νοέμβριο του 1940, μέχρι τον Μάρτιο του 1941 τα Ιταλικά στρατεύματα οπισθοχωρούν, εξήντα (60) μίλια στα Αλβανικά εδάφη, αμυνόμενα στον Ελληνικό στρατό.

 

Την 6η Απριλίου 1941, η Γερμανία εισβάλλει στην Ελλάδα και την 28η του ιδίου μηνός, οι Γερμανοί εισέρχονται στην Αθήνα.

 

20ή – 28η Μαΐου 1941 διεξάγεται η περίφημη ‘Μάχη της Κρήτης’.

 

Το 1941 χαρακτηρίζεται από την τριπλή κατοχή της Ελλάδας, από: τους Γερμανούς, τους Ιταλούς και τους Βουλγάρους. Οι Βούλγα­ροι απλώνονται στη Μακεδονία με την εισβολή των Γερμανών και των Ιταλών, με την ελπίδα πραγματοποίησης των παλαιών σχεδίων τους.

 

Στην τρομακτική περίοδο κατοχής του 1941-1942 στην Ελλάδα εν γένει, κυρίως όμως στις μεγαλουπόλεις της, αφανίζονται από την πείνα τριακόσιες χιλιάδες (300-000) άνθρωποι.

 

Κατά την περίοδο του 1941-1944 δημιουργούνται στην Ελλάδα τα μεγάλα αντιστασιακά κινήματα ΕΑΜ και ΕΔΕΣ. Οι Γερμανοί αναγκάζονται συχνά νa περιοριστούν στις μεγάλες κυρίως, πόλεις. Καθώς η επίδραση και η δύναμη του ΕΑΜ μεγαλώνει, ο Churchill σταματά να το εφοδιάζει και πηγαίνει με το μέρος του ΕΔΕΣ.

 

Τον 1944 γίνονται δύο συμφωνίες: η Συμφωνία του Λιβάνου, τον Μάιο και η Συμφωνία Casserta, τον Σεπτέμβριο οι οποίες συνδράμουν τη δημιουργία προσωρινής Κυβέρνησης -υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου-, τη δημιουργία νέου ενωμένου εθνικού στρατού και την προοπτική ελεύθερων εκλογών. Επιπλέον το κίνημα ΕΑΜ συμφωνεί για την επιστροφή της εξορισμένης Ελληνικής Κυβέρνησης του βασιλέως Γεωργίου, στην Ελλάδα. Οι δυνάμεις της θα είναι υπό τη νέα Κυβέρνηση, στην οποία θα εκπροσωπείται και αυτό το ΕΑΜ.

 

Τον Οκτώβριο του 1944 τα Ρωσικά στρατεύματα απελευθερώνουν τις Βαλκανικές χώρες από τους Γερμανούς και οι Άγγλοι αποβιβάζονται στην Ελλάδα. Επίσης (τον Οκτώβριο, του 1944), οι Γερμανοί αποχωρούν από την Ελλάδα, και δημιουργείται ελληνική κυβέρνηση υπό τον Γ. Παπανδρέου. Ταυτόχρονα σημειώνεται έντονη η παρουσία του Βρετανικού στρατού, υπό τον στρατηγό Scobie. Το Νοέμβριο του 1944 το ΕΛΑΣ στήνει δικά του δικαστήρια, για να δικάσει Έλληνες, συνεργάτες των Γερμανών. Το Δεκέμβριο του ιδίου έτους (1944), μέλη του ΕΑΜ διαγράφονται από την Κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου. Στην Αθήνα σώματα του ΕΛΑΣ επιτίθενται στα αστυνομικά τμήματα, ο στρατηγός Scobie διατάζει τη διάλυση του ΕΛΑΣ και κηρύσσεται στρατιωτικός νόμος. Από εδώ ξεκινά η μάχη μεταξύ των Βρετανών και των μελών του ΕΛΑΣ. Τον ίδιο μήνα και χρόνο, τον Δεκέμβριο του 1944, καταφθάνει στην Ελλάδα ο Churchill, για τον συμβιβασμό ή την συμφιλίωση των αντιπάλων.

 

Τον Ιανουάριο του 1945 διορίζεται πρωθυπουργός ο στρατηγός Πλαστήρας. Υπογράφεται συνθήκη και το ΕΛΑΣ απομακρύνεται από την Αττική.

 

Τον Φεβρουάριο του 1945 κατά τη συμφωνία της Βάρκιζας λαβαίνουν χώρα: δημοψήφισμα για την αποκατάσταση της μοναρχίας και την διεξαγωγή ελευθέρων εκλογών, το ΕΛΑΣ ορίζεται να διαλυθεί, αφού πρώτα παραχωρείται αμνηστία σε όλες τις ομάδες που πολέμησαν κατά των Γερμανών, και επιπλέον νομιμοποιείται το κομμουνιστικό κόμμα. Η συμφωνία υπογράφεται από το ΕΑΜ και η κυβέρνηση του Πλαστήρα οι Άγγλοι και το ΕΑΜ, συμφωνούν ώστε το ΕΑΜ να μη έχει εκπροσώπους στην Κυβέρνηση, μέχρι τις νέες εκλογές.

 

Μεταξύ Φεβρουαρίου – Ιουλίου 1945 ο Άρης Βελουχιώτης απορρίπτει τη συμφωνία της Βάρκιζας και επιστρέφει στα βουνά. Σκοτώνεται τον Ιούνιο. Η Κυβέρνηση συλλαμβάνει τους οπαδούς των ΕΑΜ/ΕΛΑΣ (μαζικές συλλήψεις και εκτελέσεις λαμβάνουν χώρα). Ο Ν. Ζαχαριάδης επιστρέφει στην Ελλάδα και αναλαβαίνει την αρχηγία του ΚΚΕ. Ο Ναύαρχος Βούλγαρης, αντικαθιστά τον Πλαστήρα, ως Πρωθυπουργός.

 

Παρά το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των επαναστατών δεν ήταν κομμουνιστές αναμφίβολα το ΚΚΕ όριζε και καθοδηγούσε τις κινήσεις του καλούμενου «Δημοκρατικού Στρατού». Η διαίρεση των Ελλήνων σε αριστερούς και σε δεξιούς και το ανάμεσά τους μίσος, διακρίνεται πολύ ενωρίτερα, Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 1944, τότε που είχε ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα στο ΕΛΑΣ και στα Βρετανικά στρατεύματα. Η κατάσταση οξύνεται, όταν δεξιές ομάδες σκοτώνουν μέλη του ΕΛΑΣ (την περίοδο μεταξύ Φεβρουαρίου 1945 και Μαρτίου 1946).

 

Τον Οκτώβριο του 1945 διορίζεται πρωθυπουργός ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, ο οποίος κηρύσσει τις εκλογές στις 31 Μαρτίου 1946.

 

Τον Ιανουάριο του 1946 η Σοβιετική Ένωση, ζητά από τα Ηνωμένα Έθνη, την αποχώρηση των Βρετανικών στρατευμάτων, από την Ελλάδα.

 

Στις 31 Μαρτίου του 1946, γίνονται εκλογές και από τα δύο κόμματα της δεξιάς παράταξης (Τσαλδάρης) και της κεντρώας (Γ. Παπανδρέου), επικρατεί η δεξιά παράταξη και εκλέγεται η κυβέρνηση των βασιλικών υπό τον Τσαλδάρη (η επιτυχία του Τσαλδάρη οφείλετο στην επίθεση του κομμουνιστικού κόμματος στο Λιτόχωρο) που μποϋκοτάρεται από το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο με τη σειρά του, υιοθετεί τον ανταρτοπόλεμο στα βουνά. Οξύνονται οι σκοτωμοί από τους δεξιούς και από τους αριστερούς.

 

Τον Αύγουστο του 1946 ο Μάρκος Βαφειάδης παίρνει στα χέρια του την αρχηγία των «Δημοκρατικού Στρατού[93]» στα βουνά, έχοντας υπό τις διαταγές του τέσσερις χιλιάδες (4.000) επαναστάτες.

 

Την 1η Σεπτεμβρίου του 1946 ο λαός επαναφέρει τον βασιλέα Γεώργιο Β’, και στον θρόνο στις 27 Σεπτεμβρίου (1946).

 

Τον Δεκέμβριο του 1946 η Ελλάδα καταθέτει διαμαρτυρία στο Συμβούλιο Ασφαλείας για την παροχή βοηθείας προς τους αντάρτες, από την Γιουγκοσλαβία, την Βουλγαρία και την Αλβανία. Τα Ηνωμένα Έθνη (UN) οργανώνουν επιτροπή έρευνας, η οποία υποστηρίζει τη θέση της Ελληνικής Κυβέρνησης. Ιδρύεται κατά γενική συνεδρία η ειδική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών σε σχέση με τα Βαλκάνια   (UNSCOB), για την εφαρμογή των προτάσεων της επιτροπής.

 

Τον Φεβρουάριο του 1947, τα Βρετανικά στρατεύματα στην Ελλάδα, αντικαθίστανται από τα Αμερικανικά.

 

Τον ίδιο χρόνο, τον Μάρτιο του 1947, διαδραματίζονται εκ νέου, φοβερά γεγονότα στην Ελλάδα. Ο Βαφειάδης επεκτείνει την εξουσία του «Δημοκρατικού Στρατού» σε μεγάλες περιοχές της επαρχίας, ενώ ο Κυβερνητικός Στρατός έχει υπό την εξουσία του, τις πόλεις. Οι Έλληνες αλληλοσκοτώνονται και ενόσω ο Τίτος είναι με το μέρος του Στάλιν, οι επαναστάτες μπαινοβγαίνουν στην Αλβανία-Γιουγκοσλαβία, όπου εφοδιάζονται με όπλα και χαίρουν ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης. Κατόπιν της απομάκρυνσης του Τίτου από τον Στάλιν, το 1948, τα σύνορα της Γιουγκοσλαβικής επικράτειας κλείνουν και οι επαναστάτες δεν μπορούν να μπαινοβγαίνουν ή να ανεφοδιάζονται με πυρομαχικά και όπλα και να συνεχίσουν να επιτίθενται.

 

Οι Σλάβοι Μακεδόνες αποτελούσαν υπολογίσιμο τμήμα του «Δημοκρατικού Στρατού». Αυτοί σχημάτισαν τα τμήματα   του ‘Σλαβικού Μακεδονικού Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου’ (SNOF). Ανάμεσα στο SNOF και στα άλλα τμήματα του «Δημοκρατικού Στρατού» ξεκίνησαν συγκρούσεις καθώς στόχος του SNOF ήταν ο αγώνας για μία αυτόνομη «Μακεδονία», ενώ μεγάλο μέρος από τους επαναστάτες αγωνίζονταν πάντα για την Ελληνική Δημοκρατία και όχι για την διάσπασή της.

 

Το Μάρτιο του 1947, ο πρόεδρος της Αμερικής Τρούμαν, ανακοινώνει τα σχετικά με την κολοσσιαία βοήθεια προς την Ελλάδα. Την 1η Απριλίου του ιδίου έτους, αποβιώνει ο Γεώργιος ο Β’ και κηρύσσεται βασιλεύς ο Παύλος Α’. Τον Νοέμβριο του 1947, δημιουργείται Ελληνοαμερικανικό Επιτελείο. Στις 7 Δεκεμβρίου 1947, εφαρμόζεται ο Στρατιωτικός Νόμος.

 

Το 1947 τα Δωδεκάνησα παραχωρούνται από την Ιταλία, στην Ελλάδα.

 

Τον Ιανουάριο του 1948 δημιουργείται προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση της Ελλάδας. Στην εξουσία της συμπεριλαμβάνεται το ένα τρίτο της Ελλάδας, ιδρύει σχολεία και εξασφαλίζει υποδομές. Την περίοδο Ιουλίου-Αυγούστου του ιδίου χρόνου, διαδραματίζονται μάχες μεταξύ του καλούμενου «Δημοκρατικού Στρατού» και των Κυβερνητικών Δυνάμεων, για την επικράτηση της εξουσίας, στις ορεινές περιοχές του Γράμμου και του όρους Βίτσι, στη Βορειοδυτική Ελλάδα. Στον αγώνα επικράτησης μεταξύ Ζαχαριάδη και Βαφειάδη, επικρατεί ο πρώτος.

 

Το 1948 αποσπάται η Γιουγκοσλαβία υπό την επιρ­ροή της Ρωσίας. Με την άμεση ήττα των επαναστατών το 1948, αρχίζει και η εκστρατεία της απομάκρυνσης από την Ελλάδα, Ελληνοπαίδων ηλικίας 2 μέχρι 14 χρονών και η μεταφορά τους στις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ (την περίοδο 1948-1949, με πρόφαση την προστασία τους. Τα μισά από αυτά οδηγούνται στη Γιουγκοσλαβία. Το σχέδιο της απομάκρυνσης 28.269, παιδιών από τις οικογένειές τους και από τα σπίτια τους, απέβλεπε στο να δημιουργηθεί μία νέα γενιά, αφοσιωμένη στην μεταμόρφωση της Ελλάδας σε δορυφόρο της Μόσχας. Σύμφωνα με εκείνους που πολέμησαν με το ΕΑΜ, τα παιδιά απομακρύνθηκαν από την Ελλάδα για την ‘ασφάλειά τους από τον πόλεμο’[94] και για την ‘εκπαίδευσή τους’, και όχι με στόχο να αποβούν ένα άλλο είδος Γενίτσαρων (όπως είχε συμβεί άλλοτε με τους Τούρκους στην υπό την κατοχή τους Βαλκανική Χερσόνησο), που θα μισούν την Ελλάδα και θα ενεργούν εναντίον της. Ένα τρίτο από ετούτα τα παιδιά, μιλούσαν δύο γλώσσες, την Ελληνική και τη Σλαβική τοπική διάλεκτο. Τα υπόλοιπα παιδιά μιλούσαν την Ελληνική, προέρχονταν από την Ήπειρο και δεν είχαν καμία σχέση με τους Σλάβους, όπως υποστήριξαν οι Σλαβομακεδόνες. Μερικά από τα παιδιά, ήταν παιδιά των ανταρτών που σκοτώθηκαν στους αγώνες με τις στρατιωτικές δυνάμεις της Κυβέρνησης ή είχαν συλληφθεί ή είχαν καταφύγει στις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ. Οι τελευταίοι είχανε χάσει την ελληνική τους υπηκοότητα και μέχρι τη δεκαετία του 1990, δεν τους επιτρεπόταν να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Οι αμετανόητοι από αυτούς δεν δηλώνουν αφοσίωση στην Ελλάδα και δεν μπορούν να επιστρέψουν σε αυτή. Ετούτοι και τα παιδιά που άλλοτε απήχθηκαν από τους κομμουνιστές και δεν επέστρεψαν τότε και έγκαιρα στις οικογένειές τους, είναι αυτοί οι οποίοι εκπροσωπούν την τάση του αλυτρωτισμού, για την προσάρτηση της Ελληνικής Μακεδονίας, στην ΦΥΡΟΜ. Αυτοί αποκαλούν τους εαυτούς των «Aegean Macedonians», εφεύρεση προς εξυπηρέτηση των στόχων τους, ενώ είναι γεγονός ότι δεν υπάρχει τέτοια εθνική ή τοπική ταυτότητα[95].

 

Οι Ελληνικές Κυβερνήσεις και ιδιαίτερα η δικτατορία Μεταξά 1936-1941, εφάρμοσαν άκαμπτες συμπεριφορές στην προσπάθειά τους να σταματήσουν τους Σλαβόφωνους να χρησιμοποιούν το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, που ήταν Βουλγαρική διάλεκτος ανάμεικτη με Ελληνικές, Αλβανικές και Βλάχικες λέξεις. Η συγκεκριμένη συμπεριφορά των Ελλήνων δεν δικαιολογείται, καθώς ετούτοι οι Σλαβόφωνοι αισθάνονταν τόσο Έλληνες, ώστε οι Βούλγαροι και άλλοι Σλάβοι τους αποκαλούσαν Γρεκομάνους. Τιμωρήθηκαν ωστόσο οι κυβερνήσεις για τη συμπεριφορά τους προς τους Γρεκομάνους, καθώς αριθμός αυτών πήγε με το μέρος των Βουλγάρων ακόμη μία φορά, τότε που οι Βούλγαροι πήγαν με το μέρος των Γερμανών. Μεγάλος αριθμός των Γρεκομάνων κατέφυγε στο ΚΚΕ και αγωνίστηκαν με την χαμένη μερίδα στον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο. Αποτέλεσμα ετούτων των γεγονότων υπήρξε και το ακόλουθο: ετούτοι οι Σλαβόφωνοι ή Γρεκομάνοι (Βουλγαρική διάλεκτος, ανάμεικτη με Ελληνικές, Αλβανικές και Βλάχικες λέξεις), πέρασαν τα ελληνικά σύνορα και υπήρξαν η αιτία της δημιουργίας του κράτους «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας» (FYROM). Επίσης ένας αριθμός των Σλαβόφωνων ή Γρεκομάνων, αρνήθηκαν να προσχωρήσουν στο SNOF και παρέμειναν στην Ελλάδα, αποδεικνύοντας εκ νέου την Ελληνική τους Συνείδηση. Αυτοί οι τελευταίοι ζούνε στην περιοχή της Φλώρινας, κυρίως. Σύμφωνα με το US, υπάρχουν 10.000 ως 50.000 Έλληνες υπήκοοι, που προέρχονται από Σλαβόφωνους προγόνους, αλλά μόνο ένας μικρός αριθμός από αυτούς τους Έλληνες πολίτες, θεωρούν τον εαυτό τους «Μακεδόνες» [96].

 

Τον Ιανουάριο του 1949, ο στρατηγός Παπάγος ορίζεται Αρχηγός των Κυβερνητικών Δυνάμεων. Ο αποκαλούμενος «Δημοκρατικός Στρατός» νικιέται την περίοδο Ιουλίου-Αυγούστου το 1949, και 100.000 άτομα περνούν τα σύνορα και έρχονται στις σοσιαλιστικές χώρες αυτής της εποχής. Επίσης το ΚΚΕ κηρύσσει τέλος στις εχθροπραξίες.

 

Σο διάστημα 1945 1949 η Βαλκανική Χερσό­νησος διέρχεται ταραχώδεις καταστάσεις. [Στο τέλος ετούτης της έρευνας (σελίδες 69-72, χωρία στην αγγλική, από την εγκυκλοπαίδεια ‘Britannica’, της έκδοσης του 1984), από το κείμενο: History of Balkans, Spread of Cοmmunism, όπου ιστορικοί παρουσιάζουν την κατάσταση στα Βαλκάνια, το κομμουνιστικό κίνημα και τις εξ αυτού συνέπειες για την Ελλάδα. Η Ελλάδα, με την βοήθεια της Αμερικής, κατορθώνει να ορθοποδήσει και να οραματιστεί με πεποίθηση, το μέλλον της.]

Τον Μάρτιο του 1950 ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας εκλέγεται Πρωθυπουργός Κυβέρνησης, που σχηματίζεται από τα επικρατέστερα κόμματα. Ακολουθεί μία περίοδος πολιτικής αστάθειας μέχρι τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1952, οπότε τα εκλογικά αποτελέσματα ορίζουν ως πρωθυπουργό, τον Αλέξανδρο Παπάγο.

 

Τέλος

 

Fragments from “History of Balkans”

Spread of Cοmmunism[97]. In 1945 and 1946, through a series of diplomatic notes, the Soviets tried to browbeat the Turks into giving them military bases on the straits between the Black Sea and the Aegean. In addition, Tito and other Balkan Communists, most notably Georgi Dimitrov of Bulgaria, set about actively implementing their ideal of Balkan confederation. A first step was to federalize Yugoslavia itself. A new constitution, closely modeled on that of the U.S.S.R., was accordingly promulgated in January 1946; it established six federal re­publics (Serbia, Slovenia, Croatia, Montenegro, Macedonia, Bosnia) and several autonomous regions. King Peter lost his throne, and Communist Party control came fully into open.

A second step was to bring a reliable Communist regime to power in Albania. The Yugoslavs sent troops and technical advisers to help Albanian revolutionaries seize firm control (January 1946). Soon the entire country began to behave much like another constitutive republic of Tito’s emerging Balkan super state.

The next item on the Communists’ agenda was never realized; the creation of a united Macedonia that would combine the portions of that land belonging to Greece, Bulgaria, and Yugoslavia into a single whole. Bulgaria did in fact briefly cede Pirin Province to the new Macedonia, but the Greeks refused to cooperate. Accordingly Tito sent Greek veterans of the wartime guerrilla force (who had retreated into Yugoslavia at the end of the war) back to Greece, where they formed the core around which fresh bands of guerillas quickly formed in 1946 and 1947.

The Greek government’s efforts to repress this renewal of guerilla activity were ineffective; British resources were too straitened at home to permit fresh involvement in Greece. Hence, for a few months – until the United States committed itself fully to stopping the Communist advance – Tito’s revolutionary policy seemed on the verge of paying off.

Such heady prospects encouraged the Yugoslavs to be aggressive along their frontier with Italy, demanding further territory to unite all Slovenes in the new Slovene republic. They also entered into negotiations with the Bulgarians (and perhaps also with Romania Communists) for merging their countries into the proposed Balkan federal state.

Communist regimes in Romania and Bulgaria. Tito’s activity antagonized the United States and was a potent factor in persuading the U.S. Congress to support the embattled Greek government in 1947. Tito’s effect on Soviet policy remains a matter for speculation; Stalin probably backed the idea of abandoning the popular-front tactic and the placing of out-and-out Communist regimes in power. Soviet diplomatic agents played the key role in driving King Michael from the Ro­manian throne (December 1947), thus instituting Communist Party dictatorship in that country. Bulgarian Communists needed no outside help to achieve the sa­me result by the end of 1947. For further information see also INTERNATIONAL RELATIONS (1945 to c. 1970).

Tito’s break with the Soviet Union. Eventually, Tito’s efforts to overthrow the royal government in Greece and to press ahead with Balkan federation alienated the Soviets. Perhaps Stalin feared Tito’s independence or attributed the United States’ involvement in Greece and Turkey to what he saw as Tito’s recklessly revolutionary policies.

At any rate, in 1948 the Soviet dictator decided to call Tito to heel. With characteristic guile, Stalin set out to overthrow Tito by stirring up an intrigue within the ranks of the Yugoslav Communist Party. It did not work; Tito’s prestige inside his own country was too great for an outsider – even Stalin – to succeed in unseating him.

When the quarrel between the Soviet Union and Tito came out into the open (June 1948), the entire strategic situation in the Balkans altered abruptly. Albanian Communists, warmly backed by the Soviet Union, broke away from Tito and unceremoniously evicted all the Yugoslav experts and advisers who had until then been running the country. Bulgaria and Romania disclaimed all sympathy for Tito and hurried to participate in Sta­lin’s economic blockade and propaganda war against the stubborn Yugoslavs (all the more energetically be­cause of their previous associations with the new heretic).

In Greece, the Tito-Stalin split meant, first of all, the cessation of Yugoslav aid to the Greek guerrillas. This crippled the guerrilla cause, then, in an effort to get the Macedonians to imitate the Albanians and secede from Tito’s dominion, the Cominform (Communist Information Bureau, established in 1947) announced its program of a united Macedonia. Radio broadcasts failed to stir the Yugoslav Macedonians to action; but the news did create consternation in the ranks of the Greek guerrillas, who were unwilling to flight for a cause that it now appeared, would lead, if successful, to the surrender of Greek territory to a Slav people. Greek Communist morale therefore collapsed, so that Greek government tro­ops – equipped, advised, and assisted by a large American military mission – found it easy to win a decisive victory in the summer of 1949.

Changes caused by the war. By August 1949, therefore, active military operations in the Balkans ceased; ne­arly a decade of war thus came to a conclusion. By that date Communist Party dictatorships were firmly esta­blished in all the Balkan countries except Greece and Turkey.

Confirmation of national states. Yet, in spite of this fact, the changes World War II brought to the Balkans were distinctly less drastic than those that came during the 20th century’s earlier decade of Balkan fighting, 1912-23. Boundaries shifted only slightly after 1945; and war or postwar population movements wiped out or greatly reduced the numbers of some national minorities – Germans and Jews in particular. The effect was to confirm and enhance the sorting out of Balkan populations into territorially defined national states, according to the patterns of 1918-19. From a political and social point of view the one-party regimes of the northern Balkans, set up by Communists, proved a little more ruthless and persistent in pursuit of the same goals that interwar Balkan governments had pursued: economic and political mobilization of the peasant mass – by police hectoring and controlled elections if need be – to hasten the development of

Industries and cities.

All in all, the major crisis of transition from a traditional peasant and premodern style of life apparently took place in the Balkans before and after World War I, whereas after 1949 somewhat more stable patterns of modernization and mobilization established themselves in Greece as well as in Communist lands. The waning force of revolutionary movements of every kind, marked feature of the post-World War II Balkan scene, is an index of this basic transformation.”

 

 

End

 


       Βιβλιογραφία

 

Βιβλία στην Ελληνική

Αριστοφάνους, Θεσμοφοριάζουσαι.

Αρριανού Ανάβασις

Ηροδότου Ιστορία, Εισαγωγή – Μετάφραση – Σχόλια: Αδ. Θεοφίλου, Επιστημονική Εταιρία των Ελληνικών Γραμμάτων: Πάπυρος, 1953.

Ηρώδης, Πε­ρί πολιτείας, παράγραφος 3, 24

Θεόπομπος, Fr. Jacob Frg. Griech Hist. 225.

Κουκουρδή Γεωργία Π., Νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία, Αθήνα 1978, οργανισμός εκδόσεως διδακτικών βιβλίων.

Λάζαρος Α., Χατζής Δ., Βουραζέλης – Μαρινάκος Ε., Ελληνορωμαϊκή Βυζαντινή Μεσαιωνική Ευρώπη, Αθήναι 1972.

Λεξικό Σουΐδα, 10ος αι. μ. Χ, Εισαγωγή: Βασίλης Κατσαρός, Καθηγητής Βυζαντινής Φιλολογίας Α.Π.Θ., Θύραθεν Εκδόσεις, Θεσσαλονίκη.

H.G. Lindell and R. Scott, Μέγα λεξικό της Ελληνικής γλώσσης, μετάφραση από τα αγγλικά: Ξεν. Π. Μόσχος, εκδοτικός οίκος: Ι. ΣΙΔΕΡΗ Αθήνα.

  1. OBOLENSKY Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΟΙΝΟΠΟΛΙΤΕΙΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΝΙΑΣ.

Παπαθανασόπουλος Γιώργος Ν., Μιχαήλ Η’ ο Παλαιολόγος, «Αντίφωνο», ηλεκτρονικό περιοδικό .

Παπασταύρου Ι. Σ., Αρχαία Ιστορία, Έκδοση 4η, εν Αθήναις 1963.

Πράξεις Αποστόλων 6, 1.

Σοφοκλής, Αίας, στ. 1263.

Τζουγανάτος Νικολάος Δ., Επίτομη Γενική Ιστορία, τρίτη έκδοση, Αθήναι.

 

Books in English

A Child’s Grief A Nation’s Lament A modern Greek tragedy 1946-1949, Sydney Australia 1995 (by P. Diamandis, G. M. Karagiannakis, G. P. Karagiannakis, T. Papachristopoulos, T. Tsanis, K.Vardakis, V. Vasilas, C. Vertzayias ).Adronicos Manolis, Vergina, The Royal Tombs, Ekdotike Athenon,  Athens 1989.

Aristotle, Great books of the Western World, Encyclopaedia Britannica, Ed. 1984.

Aristotle, Politics V 1311b, The Great Books of the Western World, Encyclopedia Britannica, Ed. 1984.

Aristotle, Politicks, English translation by H. Rackham, MA. Harvard Univ. Press, London 1967.

Aristotle, Oeconomica, translation by G. Cyril Armstrong BA., Harvard Univ. Press, London 1969.

Grant Michael, The Rise of the Greeks, Gr. Britain 1987.

Herodoti Historiae, editio tertia, Oxford 1960, Great Britain.

Homer, The Iliad and Τhe Odyssey, rendered into English prose by Samuel Butler.

Diodorus of Cicily, books XVI and XVII, translation by C. Bradford Welles, Professor of Ancient History Yale Univ., Harvard Univ. Press London 1970.

Institute for Balkan Studies, titled: Macedonia Past and Present, Thessaloniki 1992 (issue 231).

Κitto H.D.F., The Greeks, Pelican books, Great Britain 1976.

Martis, Nicolaos K. The Falsification of Macedonian History, Aκαδημία Αθηνών, Translated by John Philip Smith, Athens 1984.

Plutarch’s Moralia:

  1. How to tell a flatterer (pp. 370-391).
  2. On the fortune of Alexander (pp. 390-391).
  3. The education of children (B.20) (translation by Frank Cole Babbitt) Harvard Univ. Press London 1960 and 1962.Stravo, books VI and VII 1,21, translation by Horace Leonard Jones Ph.D., LLD., Harvard Univ. Press London 1967.Sylloge Inscriptionum Graecarum, 3rd edition by Hille Von Gaetringen of W. Dittenberger.The Olympic Games In Ancient Greece (Subtitle: Ancient Olympia and the Olympic Games), List of Ancient Olympic Victors, yr. of publication 1982, pp. 289-296.
  4. The Olympic Games in Ancient Greece, Ekdotike Athenon, S.A. Athens, 1982.
  5.  
  6. Plutarch’s Lives, Alexander, by Eduard. C. Lindeman, translated by John and William Lang Home, New York 1957.

Timotheus roll: Greek manuscript, of the 4th century B.C. (Berlin, 350-330 B.C).

Theophrastus, Enquiry into Plants, book III, translated by: Sir Arthur Hortbart, M.A., Harvard Univ. Press, London 1968.

Thucydides, book II, translation in english by Charles Forster Smith, Harvard Univ. Press London 1969, William Henemann Ltd.

 

Βοηθήματα

A Child’s Grief A Nation’s Lament A modern Greek tragedy 1946-1949, Sydney Australia 1995 (by P. Diamandis, G. M. Karagiannakis, G. P. Karagiannakis, T. Papachristopoulos, T. Tsanis, K.Vardakis, V. Vasilas, C. Vertzayias ).

Droysen, Johann Gustav (1808-1884), http://www.uni-kiel.de

Encyclopaedia Britannica, edition 1984.

The Great Books of the Western World, printed under the umbrella of the Encyclopaedia Britannica, edition, 1984.

Hille Von Gaetringen of W. Dittenberger, Sylloge Inscriptionum Graecarum, third edition by.

Martis, Nicolaos K. The Falsification of Macedonian History, Aκαδημία Αθηνών, Transl. by John Philip Smith, Athens 1984.

Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης, Ιστοριογράφος.

Wikipedia.

 

 

 

[1]Theophrastus, Enquiry into Plants, book III, translated by: Sir Arthur Hobart, M.A., Harvard University Press, London 1968. [O Θεόφραστος (γεννήθηκε στην Ερεσό της Λέσβου 371 ή 372 π.Χ. περίπου μέχρι το 287/5 π. Χ.) ο συγγραφέας του: Ιστορία Φυτών (στην παρούσα μελέτη αφορά το χωρίο του συγκεκριμένου έργου: 3.3,1) ήταν μαθητής του Αριστοτέλη (επί Πτολεμαίων, τον 3ο αι. π. Χ. [Πτο­λεμαίοι: πρώτος ο Πτολεμαίος του Λάγου, ο οποίος με­τά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου κατάλαβε την εξου­σία της Αιγύπτου και για 20 χρόνια υπήρξε σατράπης της χώρας, με πρωτεύουσα την Αλεξάνδρεια]). O Θεόφραστος υπήρξε μαθητής του Λεύκιππου (ή του Άλκιππου κατά τον Διογένη) αρχικά, ύστερα ήρθε στην Αθήνα και ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία ως μαθητής του Πλάτωνα. Μετά το θάνατο του Πλάτωνος το 347, ακολούθησε τον Αριστοτέλη. Ως φιλόσοφος, υπήρξε ο συνεχιστής του έργου του Αριστοτέλη και τον διαδέχθηκε στη διεύθυνση της Περιπατητικής Σχολής, όταν ο Αριστοτέλης κατηγορήθηκε για ασέβεια και κατέφυγε στην Χαλκίδα. Ο Θεόφραστος δίδαξε για 25 χρόνια στην Περιπατητική Σχολή και άφησε πολλά γραπτά. Μαθητές του υπήρξαν ο Μένανδρος, οι Βασιλείς της Μακεδονίας Φίλιππος και Κάσσανδρος, καθώς και ο Βασιλιάς της Αιγύπτου Πτολεμαίος Α’. Ο Θεόφραστος δεν ασχολήθηκε με την πολιτική, ενεργά, και αφοσιώθηκε στην Επιστήμη και στη Φιλοσοφία. Μεταξύ των θεμάτων που πραγματεύτηκε, η Βοτανική και η Ζωολογία κατέχουν ιδιαίτερη θέση. Ως σήμερα διασώζονται τα εννέα βιβλία του έργου του Περί Φυτών Ιστορίας, το έργο του  Περί Φυτών Αιτιών (6 Βιβλία) και το έργο του Οι Χαρακτήρες που είναι και το πιο γνωστό από τα έργα του (Βικιπαιδεία)].

[2]Θεόφραστος, Περί Φυτών Ιστορίας, 3.3,1. Το συγκεκριμένο έργο του Θεόφραστου είναι σπουδαίο, περισσότερο για τη μέθοδο με την οποία κατατάσσει τα φυτά. «Μια σημαντική παρακαταθήκη του στην βοτανική, είναι, ότι σήμερα έχει ‘βαφτιστεί’ προς τιμήν του ο ενδημικός φοίνικας της νότιας Ελλάδας, ως Φοίνικας του Θεοφράστου (phoenix theophrastii), καθώς εκείνος ήταν που αναφέρθηκε πρώτος και έντονα για την ύπαρξη αυτού του φυτού στον ελλαδικό χώρο, μέσα στο έργο του» (Βικιπαιδεία).

[3] Οι Δωριείς κατεβαίνουν στην Ελληνική χερσόνησο περίπου το 1120 π. Χ. και είναι τα τελευταία Ελληνικά φύλα τα οποία υπό την αρχηγία των Ηρακλειδών, κατευθύνονται στην Ελληνική Χερσόνησο με κατακτητική ορμή. Πριν αυτούς υπήρξαν κατά σειράν, οι Πελασγοί, οι Αχαιοί και στη συνέχεια ακολουθούν οι Ίωνες, το πρώτο κύμα των Ελλήνων (το οποίο κατακλύζει τα πεδινά μέρη της Μακεδονίας, ξεκινώντας από την κοιλάδα του ποταμού Αξιού γύρω στο 2.000 π. Χ. Δύο αιώνες μετά από την κάθοδο των Ιώνων, δηλαδή γύρω στον 17ο αι. π. Χ., ένα δεύτερο, νέο κύμα Ελλήνων, οι Αιολο-Αχαιοί, εμφανίζονται επίσης από το Βορρά, καταλαμβάνουν την ελληνική περιοχή και απλώνονται σε όλη την Ελλάδα, αλλού υποτάσσοντας τους πρώτους Έλληνες, τους Ίωνες, και αλλού σπρώχνοντας αυτούς στα ανατολικά παράλια της Ελλάδας, στα νησιά και στις απέναντι από αυτά περιοχές (στην καλούμενη από αυτούς, Ιωνία). Οι Αιολο-Αχαιοί, συνεχίζοντας την επέκτασή τους, περνούν και εγκαθίστανται στα νότια παράλια της Μικράς Ασίας (τα οποία κοιτάζουν προς το Αιγαίο) και στην μεγαλόνησο Κρήτη, και στη συνέχεια δημιουργούν αποικίες στην Κύπρο. Οι Αιολο-Αχαιοί υπήρξαν οι δημιουργοί του πρώτου Ελληνικού πολιτισμού, του οποίου η αποκορύφωσή του και το τέλος, αντικατοπτρίζονται στα Ομηρικά έπη, καθώς επίσης και στα αρχαιολογικά ευρήματα των Μυκηνών, Τίρυνθας, Πύλου, Ορχομενού, Βαφείου και άλλων περιοχών. Το τρίτο και τελευταίο πλέον κύμα των Ελλήνων, οι Δωριείς, καταφθάνουν στην Ελληνική χερσόνησο τον 12ο π. Χ. αι. Οι Δωριείς εξαπλώνονται στην Ελλάδα και από τον κύριο κορμό της έρχονται στην Κρήτη και στα νησιά του νοτίου Αιγαίου, αφήνοντας στους Αιολο-Αχαιούς μικρές περιοχές στη Θεσσαλία, Βοιωτία, Αρκαδία και Κύπρο. Στους Ίωνες αφήνουν τα Ανατολικά παράλια της Πελοποννήσου, της Αττικής της Εύβοιας και τα κεντρικά νησιά του Αιγαίου   (από την εισαγωγή στο βιβλίο, Macedonia Past and Present, Thessaloniki 1992 [issue 231] pp. 6,7, που εξέδωσε το Institute for Balkan Studies). Οι Δωριείς-Μακεδόνες, παρουσιάζονται ως Θεσσαλικός κλάδος. Ο Ηρόδοτος, θεωρεί αρχική αφετηρία τους τη Θεσπρωτία και τους ονομάζει «Μακεδνόν Έθνος». Η παράδοση της Δωδώνης, κοινή με εκείνη των Θεσσαλών, και η ε­πανάληψη της Ιεράς αυτής συνήθειάς των στους Δελ­φούς, ενισχύει την άποψη ότι η Πίνδος είναι η περιοχή όπου μαρτυρείται η πρώτη φάση της εξέλιξης των Δωριέων στην Ελλάδα (Ηρόδοτος 1,56 και 8,43).

[4]Ηρόδοτος, 1,56: «ταύτα γαρ ην τα προκεκριμένα, εόντα το αρχαίον το μεν Πελασγικόν, το δε Ελληνικόν έθνος. και το μεν ουδαμή και εξεχώρησε, το δε πολυπλάνητον κάρτα. επί μεν γαρ Δευκαλίωνος Βασιλέος οίκεε γην την Φθιώτιν, επί δε του Δώρου του Έλληνος την υπό την Όσσαν τε και τον Όλυμπον χώρaν, καλεομένη δε Ιστιαιώτιν. εκ δε της Ιστιαιώτιδος ως εξανέστη υπό Καδμείων, οίκεε εν Πίνδω Μακεδνόν καλεόμενον, εντεύτεν δε αύτις ες την Δρυοπίδα μετέβη και εκ της Δρυοπίδος ούτως ες Πελοπόννησον ελθόν Δωρικόν ε­κλήθη». Μετάφραση του κειμένου: «Στην Βασιλεία του   Δευκαλίωνα κατοικούσαν γύρω στην Όσσα και τον Όλυμπο, στην Ιστιαιώτιδα. Όταν τους ξεσήκωσαν απ’   εκεί οι Καδμείοι κατοίκησαν στην Πίνδο, με το όνομα Μακεδνοί. Απ’ εκεί πάλι μετακι­νήθηκαν στην Δρυοπίδα και όταν από εκεί μετακινήθηκαν στην Πελοπόννησο,   ονομάστηκαν   Δωριείς». Εκτός από την παραπάνω μετάφραση του κειμένου του Ηροδότου, παρατίθεται εδώ και μία σύντομη επεξήγηση για την καταγωγή των Αθηναίων και των Λακεδαιμονίων, επίσης από τον Ηρόδοτο, σύμφωνα με τον οποίο, οι Αθηναίοι   κατάγονται   από   τους   Πε­λασγούς και οι Λακεδαιμόνιοι από τους Έλληνες-Δωριείς. Ο Ηρόδοτος, υποστηρίζει ότι οι Αθηναίοι δεν μετακινήθηκαν ποτέ από τον τόπο τους, μέχρι την περίοδο που εμφανίστηκαν τα πρώτα ελληνικά φύλα. Αντίθετα   οι Δωριείς, εκ των οποίων προέρχονται και οι Λακεδαιμόνιοι, περιπλανήθηκαν πολύ, μέχρις ότου κατασταλάξουν στις περιοχές όπου και εγκαταστάθηκαν. Ο Ηρόδοτος γράφει επίσης τα ακόλουθα: «Το ελληνικό έθνος αφότου φάνηκε, την ίδια πάντα γλώσσα μιλά – αυτό είναι η πεποίθησή μου, αφότου όμως ξέκοψε από το Πελασγικό, αδύνατο τότε και στην αρχή και μικρό, αυξήθηκε ύστερα και πλήθαινε σε έθνη, καθώς προσχώρησαν σ’ αυτό κυρίως οι Πελασγοί, αλλά και πάρα πολλά άλλα βαρβαρικά φύλα. Τέλος είμαι της γνώμης ότι το Πελασγικό έθνος πρωτύτερα και εφόσον ήταν βαρβαρικό, ποτέ δε γνώρισε μεγάλη δύναμη» (Ηρόδοτος Α, 57- 58).

[5] Homer, The Iliad and Τhe Odyssey, rendered into English prose by Samuel Butler. «…φύλλα μακεδνής αιγείρειο…», Οδύσσεια Η. 106.

[6]Στην Αττική διάλεκτο Μολοττός –όν, ονομάζονται οι ανήκοντες στην Μολοσσία, γειτονική χώρα των Μακεδόνων, σύμφωνα με τον Ηρόδο­το στο χωρίο: Α’.146, εξ ου και η ονομασία Μολοσσοί (Ηροδότου, Ιστορία Α’ [Κλειώ], Εισαγωγή, Μετάφραση, Σχόλια, Αδ. Θεοφίλου, Επιστημονική Εταιρία των Ελληνικών Γραμμάτων, Πάπυρος, Αθήναι 1963, σ. 74), και επίσης στο βιβλίο: Aristophanes, The Thesmophoriazusae, Translated into English Verse by Benjamin Bickley Rogers, Great books of the Western World, Publisher: William Brenton, The University of Chicago 1952, by Encyclopaedia Britannica, Inc. Twenty – Sixth Printing, 1984, verse   414., p. 605.

[7]Ιλιάδα Δ. 228: «Ευρυμέδων υιός Πτολεμαίου Πειραΐδαο» = ο Ευρυμέδων γιος του Πτολεμαίου, γιου του Πειραΐδου.

[8]Πολύ ενωρίτερα από τη βασιλεία του Φιλίππου, επίσημη γλώσσα των Μακεδόνων φαίνεται να είναι η Ελληνική και μάλιστα η Αττική διάλεκτος (Sylloge Inscriptionum Graecarum, 3η έκδοση υπό Hille Von Gaetringen, του W. Dittenberger,pp. 459, 332, 380).

[9]Είναι γνωστό ότι ο Αλέξανδρος είχε δάσκαλο τον Αριστοτέλη και λέγεται ότι κοιμόταν με τα Έπη του Ομήρου, κάτω από το μαξιλάρι του.

[10] «Ελληνιστική Κοινή», είναι η Ελληνική η οποία προήλθε από την Αττική διάλεκτο, εμβολιασμένη με στοιχεία των άλλων Ελληνικών δια­λέκτων, και σε ετούτη, αργότερα, μ. Χ., γράφτηκαν τα Ευαγγέλια και άλλα σημαντικά έργα.

[11]Ο Αμερίας έζησε τον 3ο αι. π. Χ.

[12] Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης, 7, 9, 3: «…όσοι Μακεδονίαν και την άλλην Ελλάδα κατέχουσιν…» (μετάφραση: …όσοι την Μακεδονίαν και την υπόλοιπη Ελλάδα κατέ­χουν…) «…υπό Βασιλέως Φιλίππου και Μακεδόνων και των άλλων Ελλήνων όσοι εισίν αυτώ σύμμαχοι…» ( μετάφραση: …από το Βασιλιά Φίλιππο και τους Μακεδόνες και τους άλλους Έλληνες όσοι είναι σύμμαχοι του…) «Φί­λιππος ο Βασιλεύς και Μακεδόνες και των άλλων Ελ­λήνων οι σύμμαχοι…» (μετάφραση: Ο βασιλεύς Φίλιππος, οι Μακεδόνες και οι σύμμαχοι των άλλων Ελλήνων…) Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης, Ιστοριογράφος 200-120 π. Χ. περί­που.

[13]Μετάφραση: «…ο Αλέξανδρος και οι Έλληνες εκτός α­πό τους Λακεδαιμονίους, από τους Βαρβάρους που κα­τοικούν την Ασίαν», Αρριανού Ανάβασις 1.16,7. Συγγραφέας του Ανάβασις, είναι ο ιστοριογράφος Φλάβιος Αρριανός (στην περίοδο των Αντωνίνων), από την Νικο­μήδεια της Βηθυνίας, ο οποίος επί Αδριανού χρημάτισε ως “Legatus pro praetore” (= πρεσβευτής του ηγεμόνος) στην Καππαδοκία, και απέκρουσε την τότε επι­δρομή των Αλάνων εναντίον των Ρωμαίων. Γι’ αυτή έγραψε την διατριβή «Έκταξις κατ’ Αλάνων». Το έργο όμως που τον κατέταξε μεταξύ των σπουδαιότερων Ιστοριογράφων αυτής της περιόδου, εί­ναι το «Ανάβασις Αλεξάνδρου», 2ος αι. μ.Χ. (Ιδέ και υποσημ. 62, για περισσότερες πληροφορίες σε σχέση με τη ζωή και το έργο του Αρριανού).

[14] Book IX, 45: Alexander I, just before the battle of Plataea – Athenians: “I would not speak, we­re I am not worried for all Greece. For I myself am Greek by race from the beginning and I should not like to see a free Greece become a slave”. Ο Σοφοκλής στην τραγωδία Αίας, υπογραμμίζει τη σημασία που είχε για τους Έλληνες η γλώσσα τους, ώστε να την ξεχωρίζουν με έμφαση από οποιαδήποτε άλλη (Η όποια άλλη γλώσσα, καλείτο ‘βάρβαρος’). Στο στίχο 1263 γράφει: «Την βάρβαρον γαρ γλώσσαν ουκ επαΐω» (= Γιατί τη βάρβαρη τη γλώσσα δεν την ξέρω), απαντά ο Αγαμέμνονας στον Τεύκρο.

[15] (Herodotus Book VII 22: ‘The Ma­cedonians considered themselves to be Greeks and I too am sure of their Greek nationality. The other Greeks thought the same as it is evident from the decision which was taken by the judges at the Olympic Games to allow Alexander I to compete there”).

[16] Πλουτάρχου Παίδων αγωγή 20 («Η Ευρυδίκη από την πόλη Ίρρα αφιερώνει αυτό το ανάθημα στις Πάτριες Μούσες επειδή πραγματοποιήθηκε η επιθυμία της. Καθώς η γραφή κάνει τους λόγους αθάνατους, προσπάθησε να τη μάθει, κι ας ήταν μητέρα παιδιών σε εφηβική ηλικία», μετάφραση Π.Δ. Έλλη -Elles).

[17]Στις 2 Αυγούστου 338.

[18] Πράξεις Αποστόλων 6, 1.

[19] 360-350 π. Χ.

[20] In Hermopolis Magna (Ash-Ashmunayn), a   University Expedition (1930-1939) discovered a necropolis where also found the well-known tomb of Petosiris (he was a high priest of Troth in the ti­me of Alexander the Great).

[21] Timotheus roll: Greek manuscript, of the 4th century B.C. (Berlin, 350-330 B.C). («Ptolemaic period», Timotheus roll: In the roll from Dervéni, Macedonia, dated on archaeological grounds to the 4th century bce, lines and letters are well spaced and the letters carefully made in an epigraphic, or inscription, style, especially the square E, four-barred Σ, and arched Ω; the whole layout gives the effect of an inscription. In the Timotheus roll in Berlin (dated 350–330 bce) or in the curse of Artemisia in Vienna (4th century bce), the writing is cruder, and ω is in transition to what is afterward its invariable written form. Similar features can be seen in the earliest precisely…, written by Ralph H. Pinder -Wilson (100 of 22,289 words) «Ptolemaic period», Timotheus roll).

[22] Mausolus (Carian Satrap who ruled 337-353), made Halicarnassus the metropolis of Caria. The architecture of the city as well as the Satrap’s tomb, the “Mausoleum” (one of the “Seven Wonders of the World”) showed strong Greek influence. The Mausoleum was planned by Mausolus, himself, but it was actually built by his wife Artemisia (She succeeded him and ruled 353-351 B.C.)

[23] «Ο Πηνειός χωρίζει την κάτω Μακεδονία την προς την θάλασσα, από τη Θεσσαλία και Μαγνησία και ο Αλιάκμονας την απάνω Μακεδονία και ακόμη μαζί με τον Ερίγονα, τον Αξιό και άλλους από τους Ηπειρώτες και τους Παίονες», Στράβων, Κεφ. VII 12. Μετάφραση, Π. Δ. Έλλη.

[24] «Μαζεύτηκαν λοιπόν στη Δόβηρα και ετοιμάζονταν περνώντας τη κο­ρυφή του βουνού, να επιτεθούν στην κάτω Μακεδονία, όπου ήταν άρχοντας ο Περδίκκας. Στους Μακεδόνες συμπεριλαμβάνονταν και Λυγκηστές (περιοχή σήμερα της Φλώρινας), και Ελιμιώτες (περιο­χή Κοζάνης) και άλλα έθνη από την απάνω Μακεδονί­α, σύμμαχα προς τους Μακεδόνες και υπήκοα, αλλά με δικούς τους βασιλείς…», Θουκυδίδης 2.99, 1, 2, Μετάφραση, Π. Δ. Έλλη.

[25] «…ουκ ελάττω… η μυρίους των Ελλήνων τους την αρίστην και πλείστην χώραν κεκτημένους…» (μετάφραση: αμέτρη­τοι ήταν οι Έλληνες που κατείχαν το μεγαλύτερο και καλύτερο κομμάτι της γης, Μετάφραση, Π. Δ. Έλλη), Θεόπομπος, Fr. Jacob Frg. Griech Hist. 225.

[26] Περδίκκας Α’, 700 π. Χ.

[27] Αμύντας Α’, τέλη του 6ου αι. π. Χ.

[28] Ηροδότου Ιστορία, Εισαγωγή – Μετάφραση – Σχόλια: Αδ. Θεοφίλου, Επιστημονική Εταιρία των Ελληνικών Γραμμάτων: Πάπυρος, 1953, βιβλίο Ε’ [V] παρά­γραφος 22.

[29] Ο Ηρόδοτος στο ίδιο βιβλίο Η’, παράγραφος 138, συνεχίζει την αφήγησή τους για τους τρεις Τημενίδες, Ηροδότου Ιστορία, Η’ Βιβλίο, ο.π.

[30] Ο Θουκυδίδης στο βιβλίο του II XCIX. 3 (Μετάφραση στη νεοελληνική, Π. Δ. Έλλη: «Τη σημερινή παραθαλάσσια Μακεδονία, ο Αλέξανδρος ο πατέρας του Περδίκκα και οι πρόγονοι αυτού, οι αρχαίοι Τημενίδες από το Άργος, ήταν οι πρώτοι που την κατέκτησαν και έγιναν βασιλείς της.» Το κείμενο στην Αγγλική: “But the country by the sea which is now called Macedonia was first acquired and made their kingdom by Alexander the father of Perdiccas, and his forefathers who were originally Temenidae from Argos…”)

[31] Ο Αλέξανδρος Α’, ο γιος του Αμύντα έζησε την περίοδο 495-450π.Χ. Ο Αλέξανδρος Α’, όπως αναφέρθηκε και πριν, έ­λαβε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αφού προηγουμένως απέδειξε στους Ελλανοδίκες την Ελληνικότητα του, «ως είη Αργείος» (Ηροδότου Ιστορία, ο. π., Ε’ 22).

[32] Ηρόδοτος, βιβλίο Θ’ 45 (μετάφραση Π. Δ. Έλλη: «γιατί είμαι Έλληνας στην καταγωγή και δεν θέλω να βλέπω την Ελλάδα υποδουλωμένη αντί να είναι ελεύ­θερη»).

[33]«εις Suda ή Suidas». “Suidas, Lexicon an encyclopaedic dictionary compiled about the 10th century AD and dealing with many aspects of ancient Greek History and Biogra­phy”. Λεξικό Σουΐδα, 10ος αι. μ. Χ, Εισαγωγή: Βασίλης Κατσαρός, Καθηγητής Βυζαντινής Φιλολογίας Α.Π.Θ., Θύραθεν Εκδόσεις.

[34] Ηρώδης, Πε­ρί πολιτείας, παράγραφος 3, 24.

[35] 413-399 π. Χ.

[36] = “Archelaus, the son of Perdiccas, on his accession, who also cut straight roads, and otherwise put the kingdom on a better footing as regards horses, heavy infantry, and other war material than had been done by all the eight that preceded him…” Θουκυδίδης, παράγραφος 100, Book II. (Η μετάφραση στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται εκεί όπου τα αρχαία ελληνικά κείμενα, ή τα κείμενα στη αγγλική, είναι ‘δύσβατα’).

[37] «…ότι υπό τω Ολύμπω πόλις Δίον έχει δε κώμην πλησίον Πίμπλειαν: ενταύθα τον Ορφέα διατρίψαί φασι τον Κίκονα άνδρα γόητα από μουσικής άμα και μαντικής…» Στράβων, Book VIII 18 (μετάφραση: “at the base of Olympus is a city Dion. And it has a vil­lage near by Pimplea. Here lived Orpheus, the Ciconian it is said – a wizard who from his music and sooth say­ing…”).

[38] Ο Ευριπίδης έζησε την περίοδο 480-406 π. Χ. (“Towards the end of his life Euripides received honours and distinction in Macedo­nia, where like other men of letters he went at the invi­tation of king Archelaus. He spent his last years at the Macedonian court, high in the favour and confidence of the king and when he died the King cut off his hair as an expression of his grief”, Volume 5, of the Great Books of the Western World, Aeschylus, Sophocles, Euripides, Aristophanes, Encyclopaedia Britanica, 1984).

[39]Ζωγράφος, από την Αθήνα, Ίωνας καλλι­τέχνης του 5ου αι.

[40] “And many risings have also occurred because of sha­meful personal indignities committed by certain monarchs. One instance is the attack of Crataeas on Archelaus; for the was always resentful of the associa­tion, so that even a smaller excuse became sufficient, or perhaps it was because he did not give him the hand of one of his daughters after agreeing to do so, by gave the elder to the King of Elimea when hard pressed in a war against Sirras and Arrabaeus and the younger to his son Amyntas, thinking that thus Amyntas would be least likely to quarrel with his son by Cleopatra”, Aristotle, Politics V 1311b, The Great Books of the World, Encyclopedia Britannica, 1984.

[41] Διόδωρος, 16. 89,2.

[42] O Θεόπομπος αρχαίος Έλληνας ιστορικός και ρήτορας (378/377 π.Χ. στη Χίο -323 ή 300 π.Χ. πιθανώς στην Αλεξάνδρεια). Πέρασε τα νεανικά του χρόνια στην Αθήνα με τον πατέρα του Δαμασίστρατο. Το 360 π.Χ. υπήρξε μαθητής του Ισοκράτη και εξελίχθηκε σε ικανό ρήτορα πριν γίνει ιστορικός. Το 352/351 π.Χ. τιμήθηκε με το επινίκιο έπαθλο της ρητορικής που θέσπισε η Αρτεμισία προς μνήμη του συζύγου της Μαυσώλου, βασιλέως της Καρίας. Υπήρξε πολυγραφότατος αλλά συγκεντρώθηκε περισσότερο στην Ιστορία. Τα ιστορικά συγγράμματα του Θεόπομπου τα χρησιμοποίησαν μεταγενέστεροι ιστορικοί ανάμεσά τους και ο Ηρόδοτος (Βικιπαιδεία). Ο Θεόπομπος λέει: (μετάφραση: «και οι Μακεδόνες εξ αιτίας της καταστροφής των στην μάχη και από τους κατευ­θυνόμενους εναντίον τους κινδύνους είχαν βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση»), από τον Διόδωρο 16, 3.

[43] Μεταξύ του 367-365 π. Χ.

[44] Ο Νεοπτόλεμος είχε πατέρα τον Αλκέτα (ο οποίος είχε δύο γιους, τον Αρύββα και τον Νεοπτόλεμο. Γιος του Αρύββα ήταν ο Αιακίδης και γιος ετούτου ο Πύρρος) και εκείνος τον Θαρύπα, τον πρώτο Ηπειρώτη ηγεμόνα, ο οποίος προσχώρησε στην Αθηναϊκή συμμαχία (Ο Θαρύπας είχε εκπαιδευτεί για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Αθήνα (ως το 422 π. Χ., σύμφωνα με το Βίο του Πύρρου, στους Βίους του Πλούταρχου). Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη στο Β’ Βιβλίο, 80, ο Θαρύπας είναι ο πρώτος Ηπειρώτης Ηγεμόνας που προσχώρησε στην Αθηναϊκή Συμμαχία και μαζί του επιτυγχάνεται η οικονομική, κοινωνική, και εκπολιτιστική ανασυγκρότηση των Μολοσσών. Οι Μολοσσοί ηγεμόνες διατηρούν την ηγεμονία τους μέχρι το 167π.Χ., οπότε υφίστανται τη Ρωμαϊκή υποδούλωση.

[45] Plutarch’s Moralia, “How to tell a flatterer”, 70 B.30 to C and continues 37-45.

[46] «…οίον ελθείν Δημάρατον εις Μακεδονίαν λέγουσι καθ’ όν χρόνον εν διαφορά προς την γυναίκα και τον υιόν ο Φίλιππος ήν: ασπασαμένου δ’ αυτόν του Φιλίππου και πυθομένου πως προς αλλήλους έχουσιν ομονοίας οι Έλληνες, ειπείν τον Δημάρατον εύνουν όντα και συνήθη «πάνυ γούν, ω Φίλιππε, καλόν εστί σοι πυνθάνεσθαι μεν περί τοις Αθηναίων και Πελοποννησίων ομοφροσύνης, συν την δ’ οικίαν περιορά την σεαυτού τοσαύτης στάσεως.» Πλουτάρχου Μοράλια (“Demaratus is said to have come to Macedonia during the time when Philip was at odds with his wife and son. Philip after greeting him, inquired how well the Greeks were at harmony together; and Demaratus, who knew him well and wished him well, said, ‘A glorious thing for you Philip, to inquire about the concord of Athenians and Peloponnesians, while you let your own household be full of all quarrelling’” “In the Moralia 179c, Plutarch records the successful result of Demaratus’s frankness with Philip”.

[47] Αριθμητικός και Χρονολογικός κατάλογος των Ολυμπιακών Αγώνων, σε σχέση με τη συμμετοχή των Μακεδόνων: Ο κατάλογος των Μακεδόνων οι οποίοι έλαβαν μέρος στους Ολυμπιακούς αγώνες αρχίζοντας από την συμμετοχή του Αρχελάου γιου του Περδίκκα, το 408 π. Χ. Ο κατάλογος αυτός προέρχεται από τον κατάλογο των νικητών στην Ολυμπία, ο οποίος για πρώτη φορά καταρτίσθηκε περί το 400 π. Χ., από τον Ηλείο σοφιστή, Ιπ­πία, ο οποίος φαίνεται ότι συγκέντρωσε πληροφορίες από τους συγ­χρόνους του, για τις Ολυμπιάδες πριν από την εποχή του. Η εργασία του Ιππία αναθεωρήθηκε και συνε­χίστηκε τον 4ο αι. π. Χ. από τον Αριστοτέλη και αργό­τερα από τον Ερατοσθένη, τον Φλέγοντα του Τράλλη και άλλους. Τον 3ο αι., π. Χ. ετούτος ο χρονολογικός κατάλογος των Ολυμπιάδων έγινε η βάση ενός ημερολογίου για τον Αρχαίο Ελληνικό κόσμο.

Οι Ολυμπιάδες, οι Χρονολογίες, οι Αγωνιστές-Νικητές: 93η, το 408 π. Χ., Αρχέλαος, γιος του Περδίκκα, βασιλιάς της Μακεδονίας, τέθριππον, / 106η, το 356 π. Χ., Φίλιππος Β’, βασιλιάς της Μακεδονίας, ιππόδρομος, / 107η, το 352 π. Χ., Φίλιππος Β’, βασιλιάς της Μακεδονίας, τέθριππον (άρμα συρόμενο από τέσσερα άλογα), / 108η, το 348 π. Χ., Φίλιππος Β’, βασιλιάς της Μακεδονίας, συνωρίς (αμάξι συρόμενο από δύο άλογα) / 123η, το 288 π. Χ., Αντίγονος από τη Μακεδονία, στάδιον (αγώνας δρόμου· ο επίσημος αγώνας δρόμου στην Ολυμπία είχε μήκος περίπου εξακόσια (600 πόδια ελληνικά ή εξακόσια έξι και τρία τέταρτα (606 και 3/4) στην αγγλική) / 128η, το 268 π. Χ., Σέλευκος από την Μακεδονία, στάδιο, / 128η, 268 π. Χ., Βαλεστική της Μακεδονίας, τέθριππον, / 129η, 264 π. Χ., Βαλεστική της Μακεδονίας, συνωρίς, / 131η, το 256 π. Χ., Αμμώνιος από την Αλεξάνδρεια, στάδιον. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί και πάλι ότι οι Έλληνες μόνο επιτρέπονταν να συμμετέχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ekdotike Athenon S.A. (Contributers: M. Andronikos, J. Th. Kakridis, Th. Karaghiorga-Stathakopoulou, B. A. Kyrkos, M. Pentazou, K. Palaeologos, J. Sakellarakis, N. Yalouris), The Olympic Games In Ancient Greece (Subtitle: Ancient Olympia and the Olympic Games), List of Ancient Olympic Victors, yr. of publication 1982, pp. 289-296.

[48]“Bronze tripod; the inscription on its rims (134) shows that it was a prize won in the Heraia ga­mes held at Argos. The shape of the letters and the li­on’s feet suggest that it should be dated around 430-420 B.C.” Photo 133-134, Manolis Andronicos, Vergina The Royal Tombs, Ekdotike Athenon S.A, Translation: Luise Turner, Athens 1989, p. 164.

[49] “The bronze tripod is another find of particular importance. Its shape and use are not of course uknown.” Manolis Andronicos, Vergina The Royal Tombs, ibid, p. 165.

[50]“It is clear that all such bronze objects – hydria, caul­dron tripod- were prizes awarded to the victors in ga­mes held at Argos in honour of Hera and known as the Heraia (or as Ekatomboia).Thus the tripod which was found in the main chamber of the tomb at Vergina was won as a prize by some victor in these games at Argos somewhere between 450 and 425 BC. If, however we reflect that the Macedonian royal family was proud of its Argive descent from the family of the Temenids to which Heracles himself belonged, and if we recall that later two Macedonian kings Demetrios Pοliorcetes and Philip V were agonothetes of these games, we may appreciate that the possibility that the victor who car­ried off the trophy was a Macedonian King, is quite strong. Moreover we know from Heredotus that Alexan­der I, who ruled Macedonia from 479 to 454 BC him­self took part in the Olympic Games” Manolis Andronicos, Vergina The Royal Tombs, ibid, p. 166.

[51] Σύμφωνα με τον Νικόλαο Κ. Μάρτη (Ο Νικόλαος Μάρτης, νομικός από το Μουσθένι, Καβάλας, στη Μακεδονία, αγωνίστηκε στα οχυρά της Μακεδονίας κατά των εισβολέων Γερμανών, το 1941. Κατέφυγε στην Εγγύς Ανατολή και συμμετείχε στις μάχες του El Alamein (Africa) και στο Rimini (Italy), καθώς επίσης και στον αγώνα για την απελευθέρωση των Αθηνών το 1944. Διέπρεψε ως Μέλος της Βουλής επτά φορές, υπήρξε Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Βόρειας Ελλάδας [1955-1956]αναπληρωτής Υπουργός στο Υπουργείο Εμπορίου[1956-1958], Υπουργός Βιομηχανίας [1958-1961] Υπουργός Βορείου Ελλάδος [1974-1981]. Απεβίωσε το 2013.), ο Δημοσθένης κατηγόρησε λεκτικά τον Φίλιππο και τον αποκάλεσε «βάρβαρο», με θυμό και πάθος. Η πληροφορία προέρχεται από επιστολή του Ισοκράτη προς τον Φίλιππο ΙΙ, στην οποία αποκαλεί τον Δημοσθένη και τους άλλους ρήτορες, μαινόμενους δημαγωγούς. Ο Ισοκράτης λέει επί πλέον στον Φίλιππο, ότι όλοι οι Έλληνες θα του είναι ευγνώμονες, αλλά επίσης ότι είναι τιμή του να θεωρεί την Ελλάδα γη των πατέρων του, παρόμοια όπως την είχε θεωρήσει και ο ιδρυτής της φυλής του. Έχει επίσης σημασία σε σχέση με τον Δημοσθένη, ότι και εκείνος είχε κατηγορηθεί, παρόμοια όπως ο Φίλιππος, καθώς η μητέρα του που προερχόταν από την Σκυθία, εθεωρείτο «βάρβαρη», σύμφωνα με τον Αισχύνη στον λόγο του εναντίον του Κτησιφώντος, Aischines, Against Ctesiphon, 172, Nicolaos K. Martis, The Falsification of Macedonian History, Aκαδημία Αθηνών, Translated by John Philip Smith, Athens 1984, pp.48-49 (Τhis work was awarded by the Academy of Athens on the 25th of March 1985).

[52] Ετούτο διαπιστώθηκε περίτρανα με τον περίφημο ‘Πεντηκονταετή ή Πελοποννησιακό Πόλεμο’.

[53] “In this year, king Philip installed as leader by the Greeks, opened the war with Persia by sending into Asia as an advance party Attalus and Parmenion, assigning to them a part of his forces and ordering them to liberate the Greek cities, while he himself, wanting to enter upon the war with the gods’ approval, asked the Pythia whether he would conquer the king of the Persians. She gave him the following response: “Wreathed is the bull. All is done. There is al­so the one who will smite him”. Now Philip found this response ambiguous but accepted it in a sense favourable to himself, namely that the oracle foretold that the Persian would be slaughtered like a sacrificial victim. Actually, however, it was not so.” Το κείμενο αρχαϊστί: «επί δε τούτων Φίλιππος ο Βασιλεύς ηγεμών υπό των Ελλήνων καθιστάμενος και τον προς Πέρσας πόλεμον ενστησάμενος Άτταλον μεν και Παρμενίωνα προαπέστειλεν εις την Ασίαν, μέρος της δυνάμεως δους και προστάξας ελευθερούν τας Ελληνίδας πόλεις, αυ­τός δε σπεύδων μεν μετά της των θεών γνώμης επανελέσθαι τον πόλεμον επηρώτησε την Πυθίαν ει κρατήσει του Βασιλέως των Περσών (ελληνικότατη συνή­θεια) η δ’ έχρησεν αυτώ τόνδε τον χρησμόν: ‘έστεπται μεν ο ταύρος, έχει τέλος, έστιν ο Θύσων’. Ο μεν ουν Φίλιππος σκολιώς έχοντος του χρησμού προς το ίδιον συμφέρον εξεδέχετο το λόγιον, ως του μαντείου προλέγοντος τον Πέρσην ιερείου τρόπον τυθήσεσθαι˙ το δ’ α­ληθές ουχ ούτως είχεν…» Διόδωρος (of Sicily) Book XVI 91.3-5.

[54]“Finally the drinking was over and the start of the games set for the following day. While it was still dark, the multitude of spectators hastened into the theatre and at sunrise the parade formed. Along with lavish display of every sort, Philip included in the procession statues of the twelve gods wrought with great artistry and adorned with a dazzling show of wealth to strike awe in the beholder, and along with these was conducted a thirteenth statue suitable for a god, that of Philip himself, so that he king exhibited himself enthro­ned among the twelve gods.

  1. Every seat in the the­atre was taken when Philip appeared wearing a white cloak, and by his express orders his body guard held away from him and followed only at a distance, since he wanted to show publicly that he was protected by the goodwill of all the Greeks and had no need of a guard or spearmen. Such was the pinnacle of success that he had attained, but as the praises and congratulations of all rang in his ears, suddenly without warning the plot against the king was revealed as death struck. We shall set forth the reasons for this in order that our story may be clear.

There was a Macedonian Pausanias…”

Στο κείμενό του ο Διόδωρος συνεχίζει καταθέτοντας και τα ακόλουθο: “He had ruled twenty-four years. He is known to fame as one who with but the slenderest resources to support his claim to a throne won for himself the greatest empire in the Greek world, while the growth of his position was not due so much to his prowess in arms as to his adroitness and cordiality in diplomacy. Philip himself is said to have been prouder of his grasp of strategy and his diplomatic successes than of his valour in actual battle. Every member of his army shared in the success­es which were won in the field but he alone got credit for victories won through negotiation…”

Το κείμενο αρχαϊστί: «Τέλος δε του ποτού διαλυθέντος και των α­γώνων κατά την υστεραίαν την αρχήν λαμβανόντων το μεν πλήθος έτι νυκτός ούσης συνέτρεχεν εις το θέατρον, άμα δ’ ημέρα της πομπής γινομένης συν τοις άλλαις ταις μεγαλοπρεπέσι κατασκευαίς είδωλα των δώ­δεκα Θεών επόμπευε ταις δε δημιουργίαις περιττώς ειργασμένα και τη λαμπρότητι του πλούτου θαυμαστώς κακοσμημένα συν δε τούτοις αυτού τον Φιλίπ­που τρισκαιδέκατον επόμπευε θεοπρεπές είδωλον, σύνθρονον εαυτόν αποδεικνύοντος του Βασιλέως τοις δώ­δεκα θεοίς. (93). Του δε θεάτρου πληρωθέντος αυτός ο Φίλιππος ήει λευκόν έχων ιμάτιον και προστεταχώς τους δορυφόρους μακράν αφεστώτας αφ’ εαυτού συνακολουθείν ενεδείκνυτο γαρ πάσιν ότι τηρούμενος τη κοινή των Ελλήνων εύνοια της των δορυφόρων φυλα­κής ουκ έχει χρείαν. Τηλικαύτης δ’ ούσης περί αυτόν υπεροχής και πάντων επαινούντων άμα και μακαριζόντων τον άνδρα παράδοξος και παντελώς ανέλπιστος εφάνη κατά του Βασιλέως επιβουλή και θάνατος ίνα δε σαφής ο περί τούτων γένηται λόγος, προεκθησόμεθα τας αιτίας της επιβουλής. Παυσανίας ήν το μεν γέ­νος Μακεδών…» Διόδωρος, Book XVI 92.5-93.1.

[55] Plutarchς Alexander, by Lindeman Eduard. C., translated by John and William Lang Home, New York 1957, 10.

Stravo, books VI and VII 1,21, translation by Horace Leonard Jones Ph.D.,LLD., Harvard Univ. Press London 1967.

[56]Πλουτάρχου Βίοι, «Αλέξανδρος» 327 F, 328 Α. «…ναι, πλείονας παρ’ Αριστοτέλους του καθηγητού η παρά Φιλίππου του πατρός αφορμάς έχων διέβαινεν επί Πέρσας, αλλά τοις μεν γράφουσιν, ως Αλέξανδρο έφη ποτέ την Ιλιάδα και την Οδύσσειαν ακολουθείν αυτώ της στρατείας εφόδιον, πιστεύομεν, Όμηρον σεμνύοντες: αν δε τις φη την Ιλι­άδα και την Οδύσσειαν παραμύθιον πόνου και διατριβήν έπεσθαι σχολής γλυκείας, εφόδιον δ’ αληθής γεγονέναι τον εκ φιλοσοφίας λόγον και τους περί αφοβίας και ανδρείας έτι δε σωφροσύνη και με­γαλοψυχίας, υπομνηματισμούς, καταφρονούμεν: ότι δηλαδή πει συλ­λογισμών ουδέν ουδέ περί αξιωμάτων έγραψεν, ουδ’ ων Λυκείω περιπάτον συνέσχεν ουδ’ εν Ακαδημία θέσεις είπεν». (= “Yes, the equipment that he had from Aristotle his teacher when he crossed over onto Asia was more than what he had from his father Philip. But al­though we believe those who record that Alexander once said that the Iliad and the Odyssey accompanied him as equipment for his campaigns, since we hold, Homer in reverence, yet are we to contrary anyone who asserts that the works of Homer accompanied him as a consolation after toil and as a pastime for sweet hours of leisure, but that his true equipment was philosophic teaching, and treatises on Fearlessness and Courage and Self-restrained also and Greatness of soul? For of course it is obvious that Alexander wrote nothing on the subject of either syllogisms or axioms, nor did he have the opportunity of sharing the walks in the Lyceum or of discussing propositions in the Academy”. (the walks in the Lyceum: “That is of occupying himself with peripatetic (Aristotelian) philo­sophy”).

[57] Από το κείμενο του Διόδωρου στην αγγλική): “On his father’s side Alexander was a descendant of Heracles and on his mother’s side he could claim the blood of the Aeacids, so that from his ancestors on both sides he inherited the physical and moral qualities of greatness…” «Αλέξανδρος ουν γεγονώς κατά πατέρα μεν αφ’ Ηρακλέους, κατά δε μητέρα των Αιακιδών οικείαν έσχε την φύσιν και την αρετήν της των προγόνων ευδοξίας…», Διόδωρος, Book XVII 1.5.

[58] Lindeman Eduard. C., Plutarchς Alexander, ibid, 2.1.

[59] Ο Διόδωρος στο βιβλίο του: 16.94.- 4.

[60] Ο Διόδωρος γράφει (από το κείμενό του στην Αγγλική): “Of his ancient relationship to them through He­racles and raising their hopes by kindly words and by rich promises as well, and prevailed upon them by for­mal vote of the Thessalian League to recognize as his, the leadership of Greece which he had inherited from his father. Next he won over the neighbouring tribes si­milarly, and so marched down to Pylae, where he conve­ned the assembly of the Amphictyons and had them pass a resolution granting him the leadership of the Greeks”.

«… αφ’ Η­ρακλέους συγγενείας και λόγοις φιλανθρώποις, έτι δε μεγάλας επαγγελίαις μετεωρίσας έπεισε την πατροπα­ράδοτο ηγεμονίαν της Ελλάδος αυτώ συγχωρήσαι κοινώ τη Θετταλίας δόγματι. μετά δε τούτους τά συνορίζοντα των εθνών εις τήν ομοίαν εύνοιαν προσαγαγόμενος παρήλθεν εις Πύλας και το την Αμφικτυόντων συνέδριον συναγαγών έπεισεν εαυτώ κοινώ δόγματι δοθήναι την των Ελλήνων ηγεμονίαν…», Ο Διόδωρος, στο βιβλίο του XVII 1-3.

[61] Johann Gustav Droysen (1808-1884), ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς της Γερμανίας. Τα έργα του 1. η βιογραφία του Μ. Αλεξάνδρου και 2. η ιστορία του Ελληνισμού είναι από τα ιστορικά έργα του 19ου αι. που εξακολουθούν να εκδίδονται. Στον Droysen οφείλεται ο όρος, «Ελληνιστική περίοδος», και συμπεριλαμβάνει την περίοδο μεταξύ του Αλεξάνδρου και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ως ιστορικός ο Droysen έθεσε τις βάσεις της μεθοδολογίας των Σπουδών της Μοντέρνας Ιστορίας. Ο Johann Gustav Droysen, εκτός από ιστορικός, εκδότης και πολιτικός, υπήρξε και καθηγητής της Ιστορίας στο Kiel University (1840-1851) καθώς και αναπληρωτής στο Frankfurt National Assembly, http://www.uni-kiel.de.

[62] «Δήσας εν πέδαις εις Μακεδονίαν απέπεμψεν εργάζεσθαι, ότι παρά τα κοινή δοξάντα τοις Έλλησιν Έλληνες όντες ενάντια τη Ελλάδι υπέρ των βαρβάρων εμάχοντο…», Αρριανού Ανάβασις (“Η «Ανάβασις Αλεξάνδρου» είναι η ιστορία της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου από το Φλάβιο Αρριανό. Ο όρος ‘ανάβασις’ σημαίνει «εκστρατεία» από τα παράλια εις την κεντρική Ασία και χρησιμοποιήθηκε από τον Ξενοφώντα στον τίτλο του έργου του Κύρου Ανάβασις. Ο Αρριανός, συνειδητός μιμητής του ύφους του Ξενοφώντα, χρησιμοποιεί τον ίδιο όρο και στο δικό του έργο για την κατάκτηση της Ασίας από τον επιφανή στρατηλάτη. Το έργο είναι η παλαιότερη, πλήρης εξιστόρηση της εκστρατείας του Αλεξάνδρου που έχει διασωθεί. Γράφτηκε το δεύτερο αιώνα μ.Χ. (δηλαδή πάνω από τετρακόσια χρόνια μετά τα γεγονότα που αφηγείται) αλλά βασίζεται σε πηγές πολύ παλαιότερων αρχαίων ιστορικών, που είναι: ο Καλλισθένης, Ονησίκριτος, Νέαρχος, Αριστόβουλος, Κλείταρχος και Πτολεμαίος ο Λάγου. Πρόκειται κυρίως για πολεμική ιστορία και ασχολείται ελάχιστα με την προσωπική ζωή του Αλεξάνδρου ή την επιρροή του στην πολιτική σκηνή της εποχής του ή τους λόγους που τον ώθησαν στην εκστρατεία εναντίον της Περσικής Αυτοκρατορίας. Η προσεκτική επιλογή των πηγών και η ικανότητά του να ξεχωρίζει τη λαϊκή παράδοση από τα σοβαρά ιστορικά χαρίζει στον Αρριανό μία αξιόλογη θέση στο πάνθεον των αρχαίων ιστορικών», Βικιπαιδεία).

[«O Αρριανός, γνωστός και ως Φλάβιος Αρριανός (Νικομήδεια, γύρω στο 95 μ.Χ. – γύρω στο 180 μ.Χ.) ήταν Έλληνας, Ρωμαίος πολίτης, συγγραφέας, ιστορικός, φιλόσοφος, γεωγράφος, πολιτικός και στρατιωτικός, έπαρχος της Καππαδοκίας (130-137 μ.Χ.), Αθηναίος πολίτης, Άρχων της Αθήνας, γνωστότερος για τα έργα του Αλεξάνδρου Ανάβασις και Ινδική Γεννήθηκε στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας (στην Βυθηνία) γύρω στο 95 μ.Χ. και πέθανε σ’ αυτή γύρω στο 180 μ.Χ. Σπούδασε πρώτα στη Νικόπολη της Ηπείρου κοντά στο στωικό φιλόσοφο Επίκτητο και κατόπιν, μετά τον θάνατο του Επικτήτου (120 μ.Χ.) συνέχισε, σπουδάζοντας στην Αθήνα, φιλοσοφική και ρητορική. Ο Αρριανός προς τιμήν του δασκάλου του συνέγραψε το φιλοσοφικό έργο Επικτήτου Διατριβαί, στο οποίο κατέγραψε τη διδασκαλία του Επικτήτου. Στα συγγραφικά του έργα είχε σαν παράδειγμα του τον Ξενοφώντα.» Βικιπαιδεία].

[63] «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην των Λακεδαιμονίων από την        βαρβάρων των την Ασίαν κατοικούντων», Αρριανού Ανάβασις 1.16,7.

[64] Επί Μαυρικίου (582-602 μ.Χ.) οι Αβαροσλάβοι κατέ­βηκαν λεηλατώντας την ελληνική χερσόνησο, μέχρι την Πελοπόννησο.

[65] (Με απόηχους τις αρχαίες ελληνικές πεποιθήσεις, αντιλήψεις, μύθους κ.τ.λ. και τα Ελληνικά Ήθη και Έθιμα με παρόμοιους απόηχους από τον αρχαίο Ελληνικό τρόπο ζωής κ.τ.λ.) «Έναντι του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, παρόμοια με εκείνη του Νίκου Πολίτη, θέση, έλαβε και ο Γάλλος μελετητής Φωριέλ, γνωστός φιλέλλην, τον 19ο αιώνα. Ο Φωριέλ υποστήριξε τις ελληνικές θέσεις στην κρίσιμη περίοδο των αγώνων των Ελλήνων για την αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού –που οδήγησαν τελικά στην επανάσταση του 1821- σχετικά με το θέμα της συνέχειας της ελληνικότητας των κατοίκων της ελληνικής χερσονήσου, έναντι του Γερμανού ιστορικού Φαλμεράϋερ, ο οποίος υποστήριζε σοβαρή ποσοστιαία -αν όχι κυρίαρχη- παρουσία του σλαβικού στοιχείου, στην Ελληνική χερσονήσο. Ο Φωριέλ τόνισε ότι το ελληνικό δημοτικό τραγούδι, αυτούσιο, αποτελεί αδιάσειστη απόδειξη της ελληνικότητας του λαού της ελληνικής χερσονήσου. Χαρακτήρισε μάλιστα τη γλώσσα των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, ως την ωραιότερη ανάμεσα στις γλώσσες της Ευρώπης». Απόσπασμα από το κείμενο: Τραγούδια-Μοιρολόγια του Κάτω Κόσμου και του Χάρου, Ιστορικά Άσματα, Τραγούδια της Ξενιτιάς, πόνημα που παρουσιάστηκε ως ομιλία στις εκδηλώσεις της Ηπειρωτικής Εβδομάδας (24 Φεβρουαρίου -ημέρα Τετάρτη- 1999), και που εμπεριέχεται στην ανέκδοτη Συλλογή: Κριτικές Μελέτες, της Πιπίνας Δ. Ιωσηφίδου – Έλλη (Elles).

[66] Η Θεσσαλονίκη, ιδρυτής της οποίας υπήρξε ο Βασίλειος ο Μακεδόνας (867-886), δεν ήταν σπουδαία πόλη στην περίοδο της Μακεδονικής Δυναστείας (867-1057). Στη διάρκεια ωστόσο της Βυζαντινής περιόδου, έζησε δύο μεγάλες θεολογικές διενέξεις: 1. Την Εικονοκλασία[66]: 8ο και 9ο αι. και 2. Τον Ησυχασμό[66], που εισηγήθηκε από τους μοναχούς του Όρους Άθως, τον 14ο αι., με κύριο εκπρόσωπό του τον Γρηγόριο Παλαμά.

[67]Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου είναι η μεγαλύτερη ελληνική εκκλησία και χτίστηκε στον τόπο του μαρτυρίου του Αγίου. Φέρει αρχιτεκτονική που μιμείται το κλασσικό ελληνικό οικοδόμημα. Η κρύπτη του Αγίου Δημητρίου θεωρείται ότι έχει χτιστεί, εκεί όπου άλλοτε ήταν τα ρωμαϊκά λουτρά, χώρος στον οποίο μαρτύρησε ο Άγιος. Ο Άγιος Δημήτριος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη τον 3ο αι. και πιστεύεται ότι ντυμένος σα στρατιωτικός της εποχής, παρουσιάστηκε σε δυσχερείς στιγμές για την πόλη, και συνέβαλε στην τροπή των επιδρομέων της.

[68] «οι Έλληνες συγγραφείς τους ονομάζουν με διάφορα ονόματα Σκύθας, Μυσούς, Ούνους και αρ­γότερα Βουλγάρους. Αλλοι ιστορικοί δέχονται ότι οι Βούλγαροι είναι Τουρκική φυλή, άλλοι φινο-ουγγρική επομένως συγγενείς των Ούγγρων».

[69] Κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 717-718 οι Αραβες δεν κατάφεραν να περάσουν την οροσειρά του Ταύρου στη Μικρά Ασία και διάφορες επιθέσεις τους στην Κωνσταντινούπολη, είχαν αποκρουστεί. Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 717-718 (η 2η πολιορκία από τους Άραβες), απέτυχε και το 740 οι χερσαίες δυνάμεις τους υπέστησαν μεγάλη ήττα από τους Βυζαντινούς. Αυτό προκάλεσε εμφύλιο πόλεμο, την άνοδο των Αββασιδών, και τη στροφή προς τη Βαγδάτη. Με λίγα λόγια, οι Βυζαντινοί έπαιξαν κρίσιμο ρόλο, επειδή εξαιτίας τους οι μουσουλμάνοι έστρεψαν την προσοχή τους αλλού, τουτέστιν στην Κεντρική Ασία και στην Άπω Ανατολή», ΤΖΟΥΝΤΙΘ ΧΕΡΙΝ, εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 2/11/2008.

[70] Το 864 μ. Χ. διαδίδεται ο Χριστι­ανισμός στους Βουλγάρους και ο ηγεμόνας τους Βόγορις, βαφτίζεται Χριστιανός (και παίρνει το όνομα Μιχα­ήλ) τον Σεπτέμβριο του 865, από έναν επίσκοπο σταλμένο στη Βουλγαρία από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ανάδοχός του υπήρξε ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Μιχαήλ Γ’, μέσω αντιπροσώπου του. Η Βουλγαρία εκχριστιανίζεται τη δεκαετία του 860, επί της βασιλείας του Βόγορι. Λίγο αργότερα ο Βόγορις βρέθηκε αντιμέτωπος με μια εξέγερση εθνικής κλίμακας, η οποία είχε σκοπό την ανατροπή και δολοφονία του, καθώς και την αποκατάσταση της παλιάς ειδωλολατρικής θρησκείας των Βουλγάρων. Ο Βόγορις συνέτριψε την εξέγερση των “βογιάρων” και τιμώρησε ανελέητα τους πρωτεργάτες. Σαράντα δύο από τους ηγέτες της εξέγερσης θανατώθηκαν μαζί με τα παιδιά τους. Στη συνέχεια ο Βόγορις, δυσαρεστημένος από την άρνηση των Βυζαντινών να συναινέσουν στην ίδρυση βουλγαρικού πατριαρχείου, προσπάθησε να κάνει άνοιγμα προς τη Δύση, στέλνοντας επιστολή προς τον Πάπα, στην οποία ζητούσε πατριάρχη και ιερείς, ενώ παράλληλα ζητούσε απάντηση σε 106 ερωτήσεις θρησκευτικού περιεχομένου, που αφορούσαν περισσότερο τη συμπεριφορά και όχι την πίστη, D. OBOLENSKY: Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία, Εκδόσεις ΒΑΝΙΑΣ.

[71] Η Μακεδονική Δυναστεία συμπεριλαμβάνεται στα χρονικά όρια: 867-1057.

[72] Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος (1042-1055) ήταν ωραίος, ξανθός, εκλεπτυσμένος, γενναιόδωρος, αγαπούσε τις απολαύσεις και ενδιαφερόταν για τα γράμματα. Ανέβηκε στον θρόνο, αφού παντρεύτηκε τη δημοφιλή αυτοκράτειρα Ζωή, που ήταν απόγονος της θρυλικής Μακεδονικής Δυναστείας.

[73]Από το 1096-1270.

[74] Ο Θεόδωρος Β’ Δούκας Λάσκαρης στα λίγα χρόνια της βασιλείας του, όπως γράφει ο μέγας βυζαντινολόγος Κρουμβάχερ, «δεν απομακρύνθηκε των λαμπρών του πατρός του παραδόσεων εις την διοίκηση του κράτους, ιδίως δε απέκτησε ανθηρά οικονομικά χωρίς καταπιεστική φορολογία, παράλληλα δε ήταν φίλος της Παιδείας. Αν και φιλάσθενος, ήταν εξαίρετος στρατιώτης». Μέσα σε μύριες δυσκολίες και υπονομεύσεις στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της αυτοκρατορίας ο Θεόδωρος Δούκας Λάσκαρης, πέτυχε να διατηρήσει ισχυρή την σε εξορία Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Πέραν του ποιητικού του ταλέντου ο Θεόδωρος Δούκας Λάσκαρης ήταν και έγκριτος θεολόγος και εν μέσω μυρίων δυσκολιών υπεράσπισε τα δίκαια της Ορθοδοξίας έναντι των Λατίνων, Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος.

[75] Ο ιδρυτής της δυναστείας των Παλαιολόγων Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος για να καταλάβει τον θρόνο, τύφλωσε τον ανήλικο υιό του Θεοδώρου, Ιωάννη Δ΄ Λάσκαρη (1250-1305), ο οποίος έζησε το υπόλοιπο του βίου του ως μοναχός. Σημειώνεται πως πριν το τέλος της ζωής του Ιωάννη, τον επισκέφθηκε ο υιός του Μιχαήλ, Ανδρόνικος Παλαιολόγος και του ζήτησε ταπεινά συγγνώμη για την ενέργεια του πατέρα του, Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος.

[76] 1259-1261.

[77] 1331-1355.

[78] Ρουμελία, υπό τον Σουλτάνο, αλλά αυτόνομη διοικητικώς και με Χριστιανό διοικητή.

[79] 1904-1908 διεξάγεται με επιτυχία ο σκληρός αγώνας για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.

[80] A Child’s Grief A Nation’s Lament Amodern Greek tragedy 1946-1949, Sydney Australia 1995 (by P. Diamandis, G. M. Karagiannakis, G. P. Karagiannakis, T. Papachristopoulos, T. Tsanis, K.Vardakis, V. Vasilas, C. Vertzayias ), p. 6.

[81] Οι Βούλγαροι είχαν αναγνωρίσει ήδη από το 1903, ότι χωρίς την συμμετοχή των Ελλήνων Μακεδόνων που αποτελούσαν την πλειοψηφία του μεικτού πληθυσμού της περιοχής, ο λοιπός μεικτός πληθυσμός που αποτελείτο από Σέρβους, Αλβανούς, Βούλγαρους, δεν θα επαναστατούσε και επομένως δε θα υπήρχε «Μακεδονία για τους Μακεδόνες», A Childs Grief A Nations Lament A modern Greek tragedy 1946-1949, ο. π., σ.6.

[82] Αυτή η επανάσταση, η εντελώς άσχετη με το κράτος των Σκοπίων (FYROM), θεωρείται από τους υπηκόους του ως η αφορμή για την γέννηση του «Μακεδονικού» έθνους, όπως ετούτοι ισχυρίζονται, ενώ αντίθετα οι Βούλγαροι, τη θεωρούν ως Βουλγαρική εθνική επανάσταση, A Childs Grief A Nations Lament A modern Greek tragedy 1946-1949, ο.π., σ. 5.

[83] A Child’s Grief A Nation’s Lament A modern Greek tragedy 1946-1949, ο.π., σ. 7.

[84] Ίων Δραγούμης, ένας από τους πρωτεργάτες του κινήματος. Ο Ίων Δραγούμης καταγόταν από το Βογατσικό της Νότιο-Δυτικής Μακεδονίας και ονομάστηκε από τον εκδότη Μανώλη Μπαρμπουνάκη «μεγάλος λόγιος του Μακεδονικού Αγώνα». (Από την εισαγωγή του βιβλίου του Κωσταντίνου Α. Βακαλόπουλου: Ίων Δραγούμης, Παύλος Γύπαρης, Κορυφαίες Μορφές του Μακεδονικού Αγώνα 1902-1908, Πιπίνα Έλλη, Ίων Δραγούμης: Διανοούμενος, πολιτικός ιδεολόγος, εθνικιστής, μελέτη από την ανέκδοτη ύλη της, Μελέτες.

[85] Λάμπρος Κορομηλάς γεννήθηκε στην Αθήνα (1856 – 1923) και υπήρξε διαπρεπής Έλληνας οικονομολόγος, πολιτικός και διπλωμάτης. Αναδείχθηκε σε μια από τις σημαντικές προσωπικότητες του Μακεδονικού Αγώνα. Ως Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη, υπήρξε ο σημαντικότερος ίσως παράγοντας του συγκεκριμένου Αγώνα. Μετείχε στην Κρητική επανάσταση του 1896 και στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Οικονομικών μεταξύ του 1897 και 1899. Τον Ιανουάριο 1904 διορίστηκε Πρόξενος στη Φιλιππούπολη. Εκεί μελέτησε τα ζητήματα της Μακεδονίας και γνώρισε εκ του σύνεγγυς τη βουλγαρική ανθελληνική προσπάθεια και προπαγάνδα. Τον Μάιο του 1904, όταν διορίστηκε Γενικός Πρόξενος στη Θεσσαλονίκη, είχε ήδη μία καθαρή εικόνα του κινδύνου που απειλούσε τον ελληνισμό της Μακεδονίας. Κατά την περίοδο από τον Σεπτέμβριο / Μάιο του 1904 έως το καλοκαίρι του 1906, οργάνωσε και συντόνισε τις δραστηριότητες των ελληνικών σωμάτων στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης. Στα τρία χρόνια της θητείας του στη Θεσσαλονίκη ο Kορομηλάς, κατόρθωσε να συντονίσει όλες τις ελληνικές οργανώσεις της Μακεδονίας, ώστε να δραστηριοποιηθούνε αποτελεσματικά, και υπό είδος ενιαίας διοίκησης, Web., Ένωση Διπλωματικών Υπαλλήλων ΕΔΥ 1978, Ιστορικές Φυσιογνωμίες της Ελληνικής Διπλωματίας, Τελευταία ενημέρωση Πέμπτη, 18 Σεπτέμβριος 2008.

[86] Ο Παύλος Μελάς, ήταν Αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού και ήταν ανάμεσα στους πρώτους που οργάνωσαν και συμμετείχαν στον Ελληνικό Αγώνα για τη Μακεδονία. Γεννήθηκε στη Μασσαλία της Γαλλίας (Marseille, France) από Βορειοπειρώτες γονείς, στις 29 Μαρτίου το 1970 και πέθανε στην Καστοριά στις 13 Οκτωβρίου, 1904. Είχε αποφοιτήσει από την Ελληνική Στρατιωτική Ακαδημία, το 1891 (Οι βιογραφικές πληροφορίες για τον Π. Μελά, προέρχονται από το Wikipedia). Κατ’ άλλους ο Παύλος Μελάς, κατάγεται από τον Παρακάλαμο της Ηπείρου. Την Τρίτη, 15 Οκτωβρίου 2013, μάλιστα, ο Συντάκτης / -τρια της Ηπειρωτικής-Γιαννιώτικης εφημερίδας, ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ, αναφέρεται σε εκδηλώσεις στον Παρακάλαμο, με τον τίτλο: «Εκδηλώσεις τιμής και μνήμης για τον Ηπειρώτη Μακεδονομάχο Παύλο Μελά έγιναν στον Παρακάλαμο Ιωαννίνων, απ’ όπου προέρχονται οι ρίζες του». Ο ΗΛΙΑΣ ΜΑΚΟΣ γράφει σχετικά για τη συγκεκριμένη εκδήλωση, την εορτή προς τιμήν του Παύλου Μελά στον Παρακάλαμο, και επίσης γράφει ότι αναφέρεται από ομιλητή στην εκδήλωση, ότι ο πατέρας του ήρωα ήταν Γιαννιώτικης καταγωγής, και ότι ως νεαρός ο Μελάς επηρεασμένος από τις ιστορίες του πατέρα του, ποθεί την απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τους Τούρκους. Αξιοσημείωτο είναι και το ακόλουθο: ο Παύλος Μελάς ήταν γαμπρός από αδερφή, του διπλωμάτη αγωνιστή και λογοτέχνη Ίωνα Δραγούμη (έργα του Ι. Δραγούμη: Το Μονοπάτι [πρώτο νεανικό του έργο], Όσοι ζωντανοί, Μαρτύρων και ηρώων Αίμα [έργο της ωριμότητάς του]. Για τον Ι. Δραγούμη έχει γράψει σχετικά και ο Ν. Καζαντζάκης στο βιβλίο του: Συμπόσιο, όπου ο Ι. Δραγούμης, παρίσταται ως ο Κοσμάς. Ο Καζαντζάκης παρουσιάζει την πνευματική βιογραφία, τις σπουδές του Ι. Δραγούμη στην Ευρώπη και τον προσηλυτισμό του στη φιλοσοφία του Νίτσε).

[87] Το Μπιζάνι βρίσκεται 15 λεπτά έξω από τα Γιάννινα, με τη χρήση της αστικής συγκοινω­νίας.

[88] Απεχθείς υπήρξαν οι σφαγές στο Δοξάτο και στη Δράμα Μακεδονίας.

[89]Τα Ελληνοτουρκικά ζητήματα ρυθμίζονται με την συνθήκη των Αθηνών, την 1η Νοεμβρίου του 1913.

[90] ‘Στις 18 Φεβρουαρίου 1914, η Κυβέρνηση της αυτόνομης Ηπείρου κυκλοφορεί προκήρυξη, με την οποία προσκαλεί όλους τους Ηπειρώτες να δώσουν το παρών στο μεγάλο αγώνα./ «Ηπειρώτες, … / Η απόφαση για την «αυτόνομη πολιτεία της Βορείου Ηπείρου» πάρθηκε, γιατί η πατρίδα μας κινδυνεύει … / Μας αποσπούν απ’ την αγκαλιά της μητέρας μας Ελλάδας. Μας αρνούνται την αυτοδιοίκηση στο αλβανικό κράτος. Μας αρνούνται ακόμα και τις εγγυήσεις, που θα μας περιφρουρούσαν τη ζωή, τη θρησκεία, την περιουσία, την εθνική μας ύπαρξη… / Γι’ αυτούς τους λόγους, / Κηρύσσει / Η Βόρειος Ήπειρος την ανεξαρτησία της και προσκαλεί τους πολίτες της, με κάθε θυσία, να υπερασπίσουν την ακεραιότητα του εδάφους και τις ελευθερίες της εναντίον κάθε προσβολής. / Η προσωρινή Κυβέρνηση / Ο Πρόεδρος / Γεώργιος Χρ. Ζωγράφος, Από το βιβλίο «Αξέχαστες Ελληνικές Πατρίδες» Τεύχος Β : Βόρεια Ήπειρος, Εκδόσεων «Ζωής του Παιδιού»’.

 

[91] (= mare nostrum).

[92] Nicolaos K. Martis, The Falsification of Macedonian History, ibid 82.

[93] Αν και ονομάστηκε έτσι ο επαναστατικός στρατός, δεν αποτελείτο μόνο από κομμουνιστές. Οι Αμερικανοί υπολογίζουν ότι οι τελευταίοι αποτελούσαν το 30%, περίπου. Η εφημερίδα London Times στις 18 Ιουλίου 1949, γράφει: “The bulk of the guerrilla forces… are not bandits but men who believe they are fighting for the same cause that inspired them, during the war!” Αυτοί οι συγκεκριμένοι επαναστάτες μάχονταν για την Ελευθερία, την Δημοκρατία, την Δικαιοσύνη και την ισότητα. Πολλοί από αυτούς δεν είχαν ιδέα από πολιτικά. Πολέμησαν για να ελευθερώσουν την Ελλάδα από τους Γερμανούς. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονταν και οι αληθινοί ιδεαλιστές, οι οποίοι πίστευαν ότι αγωνίζονταν για έναν καλύτερο κόσμο. Οι ηγέτες όμως των ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ ήταν κομμουνιστές. Οι άνθρωποι που αγωνίστηκαν για τα ιδανικά τους, πιέστηκαν να πολεμήσουν εναντίον των αδερφών τους. Η αποξένωση ακόμη και ανάμεσα στα μέλη οικογενειών, υπήρξε φαινόμενο με μακροχρόνιες συνέπειες.

Από την άλλη πλευρά οι πολίτες που πολέμησαν με τα στρατεύματα της Ελληνικής Κυβέρνησης πίστευαν ότι ο αγώνας ήταν για την δάσωση της χώρας από το ολοκληρωτικό σκοτάδι. Και οι δύο πλευρές δεν δικαιώθηκαν. Οι μεν «δημοκράτες» συνέβαλαν στην απώλεια μέρους της Ελληνικής επικράτειας και σαράντα χρόνια υπό το Σιδηρούν Παραπέτασμα, οι δε Κυβερνητικοί έσωσαν μεν την Ελλάδα από το προηγούμενο κακό, όμως η Δύση την χρησιμοποίησε για τα δικά της γεωπολιτικά συμφέροντα. Και αυτό αποδείχτηκε με τα τραγικά γεγονότα της Κύπρου και την περίπτωση της Μακεδονίας. Σχετικά μάλιστα με τη Μακεδονία οι ΗΠΑ, άσκησαν πίεση στην Ελλάδα να γίνουν φίλοι με τον Τίτο, όταν εκείνος διέκοψε σχέσεις με τον Στάλιν. Τότε υπαγορεύτηκε στην Ελλάδα να μην αντιδράσει στη χρήση του ονόματος Μακεδονία για την «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας» (η οποία ήταν μία από τις Δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας), καθώς (η Ελλάδα) είχε βοηθηθεί από τους Αμερικανούς και ως εκ τούτου, όφειλε να ανταποκριθεί θετικά στο αίτημά τους και να ανταποδώσει τη βοήθειά τους. Η Ελλάδα τιμωρήθηκε από τους εταίρους της για την αλληλεγγύη και την αφοσίωσή της προς αυτούς και είναι η μόνη χώρα που ζημιώθηκε από τον καλούμενο Ψυχρό Πόλεμο, παρά το γεγονός ότι χύθηκε τόσο αίμα, για να αποφύγει αυτό ακριβώς. A Child’s Grief A Nation’s Lament A modern Greek tragedy 1946-1949, ο.π., σ. σ. 32-33.

[94] Οι Αμερικανοί είχαν χρησιμοποιήσει για πρώτη φορά, πειραματικά εναντίον των επαναστατών, napalm bombs, A Childs Grief A Nations Lament A modern Greek tragedy 1946-1949, ο. π., σ. 34.

[95] A Child’s Grief A Nation’s Lament A modern Greek tragedy 1946-1949, ο.π., σ. 34.

[96] Country Reports on Human Rights, United States State Department 1992 (paragraph 1, p. 1129), A Child’s Grief A Nation’s Lament A modern Greek tragedy 1946-1949, Sydney Australia 1995 (by P. Diamandis, G. M. Karagiannakis, G. P. Karagiannakis, T. Papachristopoulos, T. Tsanis, K.Vardakis, V. Vasilas, C. Vertzayias), ο.π.

[97]Από το κείμενο: History of Balkans, Encyclopedia BRITANNICA, 1984, p.p. 637-638.

ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ

   

 

 

               ©ΠΙΠΙΝΑ Δ. ΙΩΣΗΦΙΔΟΥ-ΕΛΛΗ (ELLES)

 

              

ΕΚΔΟΣΗ: ΠΙΠΙΝΑ Δ. ΕΛΛΗ

 

                                        

ΣΥΔΝΕΫ 2013

 

                    

Οι όποιες μεταφράσεις του κειμένου, από την Αγγλική στην Ελληνική,

έγιναν από τη συγγραφέα Π. Δ. Έλλη (Elles)

και παρόμοια κάποιες από τις μεταφράσεις

από την αρχαία Ελληνική στη Νέα Ελληνική

 

 

ISBN 978 0 9873766 2 6

 

 

 

 

 

 

 

 

Μνημόσυνο απάντων εκείνων

οι οποίοι έδωσαν τη ζωή τους αγωνιζόμενοι

για την ακριτική Μακεδονία

Π.Ε.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

       

           ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ

 

Η Ελληνικότητα των Μακεδόνων

Εισαγωγή

Μέχρι τα μέσα του 4ου αι. π. Χ., η αρχαία Μακεδο­νία, ήταν ξεχωριστό κράτος. Ο Θεόφραστος[1], στην ερ­γασία του Ιστορία Φυτών[2] αναφέρει ότι η Μακεδονία ήταν μία χώρα με πολλά δάση, οι κάτοικοί της ήταν δια­σκορπισμένοι και κατασκεύαζαν μικρές πόλεις χωρίς τείχη. Δεν υπήρχε καμία οχυρωμένη ή αξιόλογη πόλη, εκτός από τις αποικίες των Χαλκιδέων και των Κορινθίων, στα παράλια της Μακεδονίας.

Καταγωγή

Οι Αρχαίοι Μακεδόνες, ανήκουν στα Ελληνικά φύ­λα τα οποία με την κάθοδο των Δωριέων[3], στο τέλος της 2ης π. Χ. χιλιετηρίδας, εγκαταστάθηκαν στο ΒΑ τμήμα της Ελληνικής Χερσονήσου. Οι Μακεδόνες δεν προχώρησαν προς νότο, όπως έκαναν τα υπόλοιπα Ελληνικά φύλα, αλλά παρέμειναν στο τμήμα αυτό της Ελληνικής γης, η οποία απέβη πατρίδα τους και ονομάστηκε από αυ­τους, Μακεδονία.

 

Ο Ηρόδοτος[4] χαρακτηρίζει τους Δωριείς «Μακεδνόν έθνος» από τη ρίζα μακέδν[5], που σημαίνει ψηλό, λυγερό και τους κατατάσσει στους Δωριείς   οι οποίοι     αρχικά κατοίκησαν στις   πλαγιές   της Πίνδου, και εκεί σχηματίστηκε αρχικά το όνομα «Μακεδνός», από όπου προήλθε και το όνομα Μακεδόνας. Πληροφορούμεθα ότι οι κάτοικοι, της Θεσσαλικής Ιστιαιώτιδας στις ρίζες της Πίνδου, ονομάστηκαν «Μακεδόνες», παρόμοια όπως οι «Πελασγόνες», οι κάτοικοι των πα­ραλίων, ονομασία η οποία προέρχεται από το όνομα «Πελασγοί» (Πελασγοί ήταν και οι Αθηναίοι). Από τα παραπάνω στοιχεία διαπιστώνεται ότι το όνομα «Μακεδνός» είναι επίσης ελληνικό, παρόμοια όπως ελληνι­κά είναι και τα ονόματα: Ορέσται, Λυγκησταί ή τα ονό­ματα πόλεων, Αργός, Αιγαί, Πέλλη = Πελλήνη, Βέροια = Φεραί, Ιδομενή, Γορτυνία, Ευρωπός, Δευρίοπος. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι Μακεδόνες οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στα βόρεια της Ελληνικής Χερσονήσου, αντίθετα με τους Έλληνες οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στα Νότια της Ελλάδας, διατήρησαν επί αιώνες τις πολιτειακές τους συνήθει­ες, όπως την πατριαρχική Βασιλεία, η οποία απαντά στην Ομηρική εποχή και η οποία επί Φιλίππου και Αλεξάνδρου, γνωρίζει την τελειότητά της. Εξελίχθηκαν μάλιστα σε καλούς πολεμιστές, εξαιτίας των συνεχών πολέμων τους, εναντίον των Ιλλυριών και των Θρακών. Οι Ηπειρώτες και οι Μολοσσοί[6] υπήρξαν λιγότερο μαχητικοί σε σύγκριση με τους Μακεδόνες.

Στη γλώσσα και στα έθιμα των Μακεδόνων απαν­τούν ιδιότητες που είχαν εξαλειφθεί σε μερικούς από τους Έλληνες της Νότιας Ελλάδας, τους κατ΄ εξοχήν Ίωνες. Οι Μακεδόνες παρόμοια με τους Ηπειρώτες, δια­τήρησαν στη γλώσσα τους το δωρικό όπως στο όνομα Απειρωτάν τότε, αντί Ηπειρωτών, στη λέξη μαχάτας, στο όνομα Φί­λα κ.τ.λ. αντί του Ιωνικού . Ωστόσο, το όνομα «Πτολεμαίος»[7] έχει Ομηρικό σχηματισμό. Τα κατάλοιπα της Μακεδονικής διαλέκτου έχουν διαφορετικό χαρα­κτήρα από τα αντίστοιχα της Ιωνικής διαλέκτου. Από την εκτεταμένη μελέτη των γλωσσικών στοιχείων, διαπιστώνεται, ότι οι Μακεδόνες έχουν την ίδια γλώσσα με τους Έλληνες στην υπόλοιπη Ελλάδα, καθώς μάλιστα στοιχεία τα οποία αναφέρει ο Όμηρος, απαντούν στην Μακεδονική γλώσσα, γεγονός που επίσης αποκαλύπτει τη βραδύτητα σε σχέση με την εξέλιξή της. Ετούτο το τελευταίο φαινόμενο, οφείλεται στο γεγονός ότι οι Μακεδόνες απομονώθηκαν στα βόρεια διαμερίσματα της Ελλάδας και δεν αναμείχτηκαν με τους υπόλοιπους Έλληνες, εξ αρχής.

Η ελληνικότητα της Μακεδονικής γλώσσας, ενισχύεται επιπλέον από τα ελληνικά ονόματα των αξιωματικών Μακεδόνων, από τα ελληνικά ονόματα των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου και από τα ελληνικά ονόματα που α­ναφέρονται στους παπύρους. Άλλωστε η γλώσσα που χρησιμοποιείται στα επίσημα έγγραφα των Μακεδόνων είναι πάντα η Ελλη­νική[8]. Ευνόητα η διαλεκτική προφορά των Μακεδόνων δεν ε­μπόδιζε την επικοινωνία τους με τους άλλους Έλληνες. Δεν παρατηρείται κάτι παρόμοιο μεταξύ των Μακεδόνων και των Ιλλυριών (Ιλλυρία, η γη πάνω από την Ήπειρο), καθώς οι τελευταίοι μιλούσαν διαφορετική γλώσσα.

 

Η ελληνικότητα των Μακεδόνων αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο Μέγας Αλέξανδρος χρησιμοποίησε πάντα την Ελληνική γλώσσα[9] όπως και στην εκστρατεία του, η οποία είχε στόχο την κατάκτηση των χωρών στην Ανατολή, για την ασφάλεια και την ακεραιότητα της Ελλάδας. Αν οι Μακεδόνες μιλούσαν άλλη γλώσσα αντί της Ελληνικής, όταν είχαν ενώσει όλες τις Ελληνικές πόλεις με στόχο να ξεκινήσουν το κατακτητι­κό τους έργο, τότε θα ήταν φυσικό, έχοντας θεωρήσει εαυτούς δυναμικό­τερους των Ελλήνων, να χρησιμοποιήσουν την επίσημη γλώσσα τους. Αποδείχθηκε ότι γλωσσικό εργαλείο τους ήταν πάντα η Ελληνική, αυτή χρησιμοποιήθηκε επισήμως και αυτή εξελίχτηκε στη συνέχεια, στην περίφημη «Ελληνιστική κοινή»[10]. Ο Αμερίας[11], Μακεδόνας γραμ­ματικός από την Αλεξάνδρεια, στο έργο του Γλώσσαι, γράφει στην Ελληνική κοινή, καθώς τα λίγα γραπτά μνημεία των Μακεδόνων, τα οποία έφτασαν μέχρι και των ημερών μας, είναι μόνο στην Ελληνική. Είναι επίσης γεγονός ότι πολλές ξένες λέξεις εισχώρησαν στην Ελ­ληνική Μακεδονική διάλεκτο από τις χώρες με τις ο­ποίες οι Μακεδόνες είχαν διενέξεις ή και άλλου είδους επικοινωνία. Έτσι η κατάληξη –ισσα, η οποία προέρχεται από την Ιλλυρία και χρησιμοποιείτο αρχικά μόνο στα εθνικά ονόματα, όπως Μακεδόνισσα, Ηπειρώτισσα κ.τ.λ., αργότερα απλώνεται και σε άλλους τίτλους, όπως αρχόντισσα, πριγκίπισσα, ή και σε απλές, προσηγορικές λέξεις, όπως μαγείρισσα κ.τ.λ. Παρατηρείται επιπλέον ότι η κατάληξη –ισσα, της οποίας η χρήση απαντά αρχικά μόνο στη διάλεκτο των Μακεδόνων, αργότερα γενικεύεται και στις υπόλοιπες Ελ­ληνικές διαλέκτους της ελληνικής χερσονήσου. Το παραπάνω φαινόμενο οφείλεται στην αφομοιωτική ικανότητα της Ελληνικής γλώσσας. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό φαινόμενο, της αφομοιωτικής δύναμης της Ελληνικής γλώσσας είναι και το ακόλουθο: όταν οι Δωριείς κατέβηκαν από την κεντρική Μακεδονία και τις Β.Δ. περιοχές της Ελλάδας και εγκαταστάθηκαν στην Ν. Μακεδονία, βρήκαν τοπωνύμια Ιλλυρικά και Θρακικά, ή Θρακικά-Φρυγικά, τα οποία και μετέτρεψαν σε Ελληνικά. Έτσι το όνομα Φέδυ, Θρακικής-Φρυγικής προέλευσης, εξελίσσεται στην ονομασία Αιγαί (Αίγες). Η αρχαία πόλη, Αιγαί (ή Αίγες), στις ημέρες μας, αποκαλείται Έδεσσα.

 

Οι Μακεδονικοί μήνες, παρόμοια όπως στην υπόλοιπη Ελλά­δα, σχετίζονται με γιορτές, έτσι ο μήνας Απελλαίος (Νοέμβριος) προέρχεται από την οικογενειακή γιορτή «Απέλλαι», ο Δίος είναι ο πρώτος μήνας του χρόνου, ο Αρτεμίσιος ή ο Υπερβερεταίος προέρχεται από το Ζευς Υπερβερέτας και είναι καθαρά ελληνικού σχηματισμού.

 

Οι Μακεδόνες αποκαλούν εαυτούς Έλλη­νες και ετούτο διαπιστώνεται και από τον ιστοριογράφο Πολύβιο τον Μεγαλοπολίτη[12]. Ο Πολύβιος αναφέρεται στη συνεργασία του Φιλίππου με τους λοιπούς Έλληνες και στη στάση του απέναντί τους.  Και ο γιος του Αλέξανδρος, ύστερα από την ιστορική νίκη του εναντίον των Περσών, στο Γρανικό ποταμό, επιγράφει στα δώρα του (νικηφόρα λάφυρα του πολέμου) προς την Ακρόπολη των Αθηνών, «Αλέξανδρος και οι Έλληνες πλην των Λακεδαιμονίων από των Βαρβάρων των την Ασίαν οικούντων.»[13]

 

Ο Φίλιππος και ο Μ. Αλέξανδρος είχαν Ελληνική μόρφω­ση, παρόμοια με τους προηγούμε­νους Βασιλείς της Μακεδονίας, τον Αρχέλαο και τον Περδίκκα Γ’, ή με τους στρα­τηγούς, Αντίπατρο και Πτολεμαίο Κρατερό, οι οποίοι βρίσκονταν σε επα­φή με επιφανείς Έλληνες λογίους της εποχής, και οι οποίοι προέρχονταν από την Αττική. Το 400 π. Χ. προσκαλούνται στην πρωτεύουσα Πέλλα της Μακεδονίας, οι ποιητές Ευριπίδης και Αγάθων, οι οποίοι μιλούσαν μόνο την Ελληνική γλώσσα, ένα επιπλέον γεγονός, το οποίο πιστοποιεί την πλή­ρη κατανόησή της από τους Μακεδόνες και κατά συνέπεια την κατανόηση της ελληνικής λογοτεχνίας. Η γνώση της Ελληνικής γλώσσας και δη της ελληνικής λογοτεχνίας της εποχής, επέτρεπε στους Μακεδόνες να παρακολουθούν στην πρωτεύουσα της χώρας τους, τραγωδίες όπως τον «Αρχέλαο» του Ευριπίδη, της οποίας επίκεντρο είναι η ελληνικότητα των Μακεδό­νων και στόχος του τραγωδού, να περιβληθεί με λαμπρότητα η ελληνική καταγωγή του Βασιλικού γέ­νους.

 

Στις αφηγήσεις του Ηροδότου, ο Αλέξανδρος Α’, πριν από τη μάχη των Πλαταιών, δηλώνει ότι είναι Έλληνας, ελληνικής καταγωγής και ότι δε θα ήθελε να δει την ελεύθερη Ελλάδα να υποδουλωθεί[14]. Έρχεται αυτοπροσώπως στην Αθήνα, χωρίς διερμηνέα, γιατί ο­μιλεί την Ελληνική και συνεννοείται άριστα με τους Έλληνες, πριν από τη μάχη των Πλαταιών. Επιπλέον οι Ελλανοδίκες του επιτρέπουν να λάβει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες καθώς ήταν Έλληνας, με ελληνική καταγωγή[15].

 

Επίσης η Ευρυδίκη σύζυγος του Αμύντα Γ’, αφιερώνει ανάθημα στις Μούσες με την ακόλουθη ελληνική επιγραφή: «Ή Ευρυδίκη Ίρρα πολιήτησι τόνδ’ ανέθηκε Μούσαις ευκτόν εή ψυχή ελούσα πόθον· γράμματα γάρ μνημεία λόγων, μήτηρ γεγαυία παί­δων ηβόντων εξεπόνησε μαθείν.»[16]

 

Οι Ελληνιστικοί χρόνοι

Η μάχη της Χαιρώνειας[17], δεν ήταν το τέλος της Ελληνικής Ιστορίας, όπως μερικοί ιστορι­κοί του 19ου αι. υποστήριξαν, αλλά η αρχή ενός και­νούργιου κεφαλαίου στην Ελληνική Ιστορία. Οι Ελληνιστικοί χρόνοι υπήρξαν για την Ελλάδα, η χρονική περίοδος κατά την οποία η Ελληνική γλώσσα υπερβαίνει τα τότε Ελληνικά σύνορα και αποβαίνει «παγκόσμια». Ετούτη την περίοδο έχουμε τη δημιουργία σπουδαίων έργων. Από τον όρο της Αγίας Γραφής[18] «Ελληνισταί», ο Joh Gust. Droysen υιοθετεί και χρησιμοποιεί τους όρους «Ελληνιστικοί χρόνοι» και Hellenismus (Ελληνισμός). Άλλοι τοποθετούν την έναρξη των Ελληνιστικών χρόνων στα μέσα του 4ου αι.[19] Ετούτη η εκδοχή ενισχύεται από τον τάφο του «Petosiris» στην Ερ­μούπολη της Αιγύπτου[20], από τον πάπυρο των «Περσών» του Τιμόθεου στο Abousir-el-Meleq[21] και από το Μαυσω­λείο του Δυνάστη της Καρίας, Μαύσωλο[22].

 

Το κράτος των Μακεδόνων σε εξέλιξη: Δομή, Πολιτισμός, Πεποιθήσεις

Το κράτος των Μακεδόνων, σύμφωνα με τον Στράβωνα[23] οριζόταν ως εξής: «ότι Πηνειός μεν ορίζει την κάτω και προς θαλάττη Μακεδονίαν από Θετταλίας και Μαγνησίας, Αλιάκμων δε την άνω, και έτι τους Ηπειρώτας και τους Παίονας και αυτός και ο Ερίγων και ο Αξιός και εταίροι». Ο δε Θουκυδίδης γράφει: «Ξυνηθροίζοντο ούν εν τη Δοβήρω και παρεσκευάζοντο όπως κατά κορυφήν εισβάλουσιν ες την κάτω Μακεδονίαν, ής ο Περδίκκας ήρχεν. των γαρ Μακεδό­νων εισί και Λυγκησταί και Ελιμιώται και άλλα έθνη επάνωθεν, α ξύμμαχα μεν εστί τούτοις και υπήκοα, βασιλείας δ’ έχει καθ’ αυτά…»[24]

Τον 5ο αι. η Μακεδονία παρουσιάζει φεουδαρχική εξουσία, σύμφωνα με την οποία, ο Βασιλιάς είναι στρατηγός, δικαστής, ιερέας και διευθύνει την εξωτερική πολιτική του κρά­τους. Στο εσωτερικό ακολουθούνται οι παραδοσιακοί νό­μοι και οι συνήθειες. Οι ελεύθεροι Μακεδόνες χωρικοί αποτελούν τον στρατευόμενο πληθυσμό και ως τέτοιοι έχουν το δικαίωμα να δικάζουν. Στην εποχή των δια­δόχων, σε σοβαρές περιπτώσεις, οι ελεύθεροι Μακεδόνες χωρικοί –όπως παραπάνω-, επιβάλλουν αυστηρές τιμωρίες, ακόμη και την θανατική ποινή. Ο λαός των Μακεδόνων είχε επιπλέον το δικαίωμα να α­νακηρύσσει τον νέο Βασιλέα. Δίπλα στην τάξη των ε­λευθέρων Μακεδόνων υπάρχει και η τάξη των «εταί­ρων», παρόμοια με τους Μυρμιδόνες του Αχιλλέα, οι οποίοι στην Ομηρική εποχή αποκαλούνται «ευγενείς». Ο Θεόπομπος[25] καταθέτει ότι οι «ευγενείς» Μακεδόνες δεν ξεπερνούν τους οκτακοσίους (800) και εκμεταλ­λεύονται τη γη.

 

Το Βασίλειο της Μακεδονίας ήταν ασήμαντο πριν από την άνοδο του Φιλίππου στο θρόνο. Η ειρήνη επι­κρατούσε στο Βασίλειο με συνεννοήσεις και συμφωνί­ες με τα γύρω κράτη. Από τον Περδίκκα Α’[26] -ο οποίος αναφέρεται στον Ηρόδοτο-, μέχρι τον Αμύντα τον Α’[27], δεν υπάρχουν πληροφορίες. Ο Ηρόδοτος γράφει για τους μετέπειτα ηγεμόνες, αρχίζοντας από τον Αλέξανδρο Α’: «Οι η­γεμόνες της Μακεδονίας που κατάγονται από τον Περ­δίκκα, είναι Έλληνες καθώς λένε οι ίδιοι κι όπως κι ε­γώ ο ίδιος προσωπικά είμαι σε θέση να γνωρίζω και θα τα αποδείξω παρακάτω. Εκτός από αυτά οι Έλληνες που διοικούν τους αγώνες στην Ολυμπία έχουν την ίδια γνώμη. Ο Αλέξανδρος είχε αποφασίσει να πάρει μέρος στους αγώνες αυτούς και για το σκοπό αυτό εί­χε κατέβει στην Ολυμπία. Οι Έλληνες όμως που επρό­κειτο να συναγωνιστούν μαζί του, τον εμπόδισαν, λέ­γοντας ο αγώνας δεν ήταν για βαρβάρους, αλλά για Έλληνες. Ο Αλέξανδρος τότε αφού απέδειξε πως ήταν Αργείος, κρίθηκε ότι ήταν Έλληνας. Έτσι μπήκε στον κατάλογο των αγωνιζομένων και σε αγώνα δρόμου ήρ­θε πρώτος μαζί με κάποιον άλλο»[28]. Στο βιβλίο Η’, παράγραφο 137, ο Ηρόδοτος γράφει τα εξής: «του Αλε­ξάνδρου έβδομος πρόγονος ήταν ο Περδίκκας που απόκτησε την τυραννίδα των Μακεδόνων με τον ακόλου­θο τρόπο: Τρεις αδερφοί από τους απογόνους του Τημένου, ο Γαυάνης, ο Αέροπος κι ο Περδίκκας έφυγαν από το Άργος κι ήρθαν στους Ιλλυριούς. Από τους Ιλ­λυριούς περνώντας από τα βουνά στην απάνω Μακε­δονία, έφτασαν στην πόλη Λεβαία κι εκεί εργαζότανε με μισθό στου Βασιλιά, ο ένας βοσκώντας τα άλογα, ο άλλος βόδια κι ο νεώτερος, ο Περδίκκας, μικρά ζώα». Ο Ηρόδοτος[29] συνεχίζει την αφήγηση του για τους τρεις Τημενίδες και λέει πως ετούτοι τελικά εγκαταστάθηκαν κοντά στους κήπους που ανήκουν στον Μήδα του Γορδίου. Έχοντας ως ορμητήριο το μέρος αυτό κατέλαβαν την υπό­λοιπη Μακεδονία. Επιπλέον στο βιβλί­ο Η’, όπως παραπάνω, στην παράγραφο 139, ο Ηρόδοτος μιλά για το γενεαλογικό δένδρο των αρχόντων των Μακεδόνων: «Από τον Περδίκκα καταγόταν ο Αλέ­ξανδρος, ο Αλέξανδρος ήταν γιος του Αμύντα, ο Αμύν­τας γιος του Αλκέτα, ο Αλκέτας είχε πατέρα τον Αέρο­πο, ο Αέροπος τον Φίλιππο, ο Φίλιππος τον Αργαίο και ο Αργαίος τον Περδίκκα που πρώτος πήρε την αρχή. Αυτή ήταν η γενεαλογία του Αλεξάνδρου γιου του Α­μύντα».  Για τους τέσσερεις Βασιλείς πριν από τον Αμύντα δεν γνωρίζομε. Ο Θουκυδίδης γράφει: «Την δε παρά θάλασσαν νυν Μακεδονίαν Αλέ­ξανδρος ο Περδίκκου πατήρ και οι πρόγονοι αυτού Τημενίδαι το αρχαίον όντες εξ Άργους πρώτοι εκτήσαντο και εβασίλευσαν…» [30] Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί και για την επε­κτατική πολιτική του Αλεξάνδρου Α’[31], γιου του Αμύντα. Επί της βασιλείας του και μετά την απο­χώρηση των Περσών, το Βασίλειο της Μακεδονίας επεκτάθηκε μέχρι τον Στρυμόνα ποταμό. Επιπλέον κατά τη διάρκεια των «Μηδικών» και κατόπιν αυτών, καλλιέργησε φιλικές σχέ­σεις με τους άλλους Έλληνες. Την παραμονή της μάχης των Πλαταιών, απεκάλυψε στους στρατηγούς των Ελλήνων τα μυστικά του Μαρ­δονίου λέγοντας: «αυτός τε γαρ Έλλην γένος ειμί τωρχαίον και αντ’ ελεύθερης δεδουλωμένην ουκ αν εθέλοιμι οράν την Ελλάδα»[32].

 

Η Βασιλεία του Περδίκκα Β’, γιου του Αλεξάν­δρου Α’, συμπίπτει με τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Η συγκεκριμένη περίοδος είναι σημαντική καθώς στη διάρκεια αυτής σημειώνεται ζωηρή πνευματική επικοινωνία της Μακεδονίας με την υπόλοιπη Ελλάδα και ως επικράτεια του Ελληνικού Βορρά, εισχωρεί αποτελεσματικά πλέον, στον πολιτισμό της λοιπής Ελλάδας. Ο Περδίκκας Β’, προσέλκυσε στην πρωτεύουσα του Μακεδονικού Βασι­λείου ποιητές κι άλλους επιφανείς Έλληνες των γραμμάτων μεταξύ των οποίων τον διθυραμβοποιό Μελανιππίδη και τον σπουδαίο ιατρό Ιπποκράτη[33] (ο οποίος μετονομάσθηκε «Πατήρ της Ιατρικής») .

 

Ο Περδίκκας Β’ αφού πρώτα οργάνωσε το κράτος του ώστε να εξασφαλίσει την δύναμή του, στη συνέχεια επωφελούμενος από τις ταραχές στη Θεσσαλία, κατήλθε και κατέλαβε τμήμα της. Κατόπιν ετούτου η Λάρισα αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την Μακεδονι­κή κυριαρχία, αντίθετα με τη Σπάρτη, όπου οι ολιγαρχικοί οι οποίοι είχαν καταφύγει εκεί, απέρριψαν την πρόταση του Αρ­χελάου να συμπεριληφθεί στην «Ελληνίδα συμμαχίαν», ακόμη και όταν εκείνος προσέφερε χρήματα[34]. Πενήντα χρόνια αργό­τερα η Μακεδονία έγινε άρχουσα δύναμη στην Ελλά­δα.

 

Ο Αρχέλαος γιος του Περδίκκα Β’[35] δραστηριοποιήθηκε σε ένα πρόγραμμα αναγκαίων κατασκευών για το καλό της χώρας «…τα νυν όντα εν τη χώρα ωκοδόμησε και οδούς ευθείας έτεμε και τάλλα διεκόσμησε τα τε κατά τον πόλεμον ίπποις και όπλοις και τη άλλη παρασκευή κρείσσονι ή ξύμπαντες οι άλλοι Βασιλείς οκτώ οι προ αυτού γενό­μενοι»[36]. Ο Στράβων[37] μας πληροφορεί ότι η τοποθεσία Δίον της Πιερίας, στους πρόποδες του όρους Ολύ­μπου φιλοξενούσε αγώνες μουσικούς και γυμναστικούς κατά το πρότυπο της Ολυμπίας. Επίσης, κατά την αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων, στο Δίον της Πιερίας κατοικούσαν οι Μούσες και επιπλέον εκεί είχε ταφεί και ο περίφημος λυράρης, Ορφέας.

 

Από την εποχή του Αρχελάου η Πέλλα εξελίσσεται σε πρω­τεύουσα της Μακεδονίας. Ο Ευριπίδης[38] πέρασε τα τε­λευταία χρόνια της ζωής του στην αυλή του Αρχελάου, ως φι­λοξενούμενός του και έγραψε προς τιμήν του τις τραγωδίες Αρχέλαος και Βάκχαι, οι οποίες διδάχτηκαν στην Πέλλα και στο Δίο. Από τα ευρήματα αποδεικνύεται ότι ο Αρχέλαος προσκάλεσε και τον Αθηναίο ζωγράφο Ζεύξι[39], για να διακοσμήσει τα ανάκτορα της Πέλλας.

 

Επιπλέον ο Αρχέλαος (ο ίδιος, όπως στις δύο προηγούμενες παραγράφους) έλαβε μέρος στην ενενήκοντα τρίτη (93η) Ολυμπιάδα, το 408 π. Χ., στο τέθριππο, ως ο Έλλην Βασιλιάς της Μακεδονίας. Ο Αρχέλαος πέθανε τo 399, τον ίδιο χρόνο που πέθανε ο Σωκράτης στην Αθήνα, και το έτος ετούτο σηματοδοτείται ως το πρώτο (1ο) ασφαλές έτος της Μακεδονικής χρονολογίας. Από τον θάνατο του Αρχελάου μέχρι την εποχή του Φιλίππου, μεσολαβεί μία περίοδος τα­ραχών, κατά την οποία πιστοποιούνται δολοφονίες βασιλέων για τη διαδοχή του Μακεδονικού θρόνου.

 

Ο Αέροπος, ορισθείς ως επίτροπος του ανηλίκου γιου του Αρχελάου Ορέστη, δολοφονεί τον Ορέστη, ανέρχεται κατά συνέπεια στον θρόνο και τον κατέχει μέχρι το 393 π. Χ. Τον δε γιο και διάδοχο του Παυσανία, τον δολοφονεί νόθος γιος του Αρχελάου, ο ονομαζόμενος Αμύν­τας. Ο Αριστοτέλης[40] σχετικά με ετούτα τα δραματικά γεγονότα στον χώρο της αυλής των Μακεδόνων βασιλέων, γράφει: «πολλαί δ’ επιθέσεις γεγένηνται και δια το εις το σώμα αισχύνεσθαι των μοναρχών τινάς οίον και η κραταιού εις Αρχέλαον: αεί γαρ βαρέως είχε προς την ομιλία, ώστε ικανή και ελάττων εγένετο πρόφασις, ή διότι των θυγα­τέρων ουδεμίαν έδωκεν ομολογήσας αυτώ, αλλά την μεν προτέραν κατεχόμενος υπό πολέμου προς Σίρραν και Αρράβαιον έδωκε τω Βασιλεί τω της Ελιμείας δε νεωτέραν τω υιεί Αμύντα οιόμενος ούτως αν εκείνον ήκιστα διαφέρεσθαι και τον εκ της Κλεοπάτρας». Από το παραπάνω κείμενο του Αριστοτέλη, διαπιστώνεται ότι ο Αρχέλαος έδωσε την νεότερη θυγατέρα του στον νόθο γιο του Αμύντα, για να διασφαλίσει τον θρόνο για τον γιο που είχε με την Κλεοπάτρα.

 

Ο Αμύντας δολοφονείται από τον Δέρδα της Λυγκηστίδας -σύμφωνα πάντα με τον Αριστοτέλη- και στέφεται ως βα­σιλιάς ο Αμύντας Γ’, γιος του Αρριδαίου, συγ­γενής του Βασιλικού οίκου, εμμέσως. Σύμφωνα με τον Διόδωρο[41] ο Αμύντας Γ’, βασίλεψε επί 24 συναπτά έτη. Ακολουθώντας την τακτική του Περδίκκα Β’, ο Αμύντας Γ’, έκανε συμμαχίες με τους Θράκες, τις Φερές και τους Αθηναίους, όταν αυτοί απέβησαν δυνατοί με την ίδρυση της Β’ Αθηναϊκής συμμαχίας.

 

Ο Αλέξανδρος Β’ διαδέχεται τον Αμύν­τα Γ’, που δολοφονείται από την βασιλομήτορα Ευρυδίκη και βασιλιάς στέφεται ο Πτολεμαίος Αλωρίτης, γαμβρός α­πό αδερφή του Αλέξανδρου Β’. Ο με­γαλύτερος από τους γιους του Αμύντα Γ’, ο Περδίκκας Γ’, δολοφονεί τον Πτολεμαίο και ανέρχεται στον Μακεδονικό θρόνο. Το 359, ο Περδίκκας Γ’, οργανώνει εκστρατεία εναντίον των Ιλλυριών, χωρίς ωστόσο να κατέχει την απαιτούμενη στρατιωτική εμπειρία. Εμπλακείς σε μάχη με τους Ιλλυριούς, χάνει τη ζωή του στον αγώνα μαζί με άλλες τέσσερις χιλιάδες (4000) Μακεδόνες. Ύστερα από τον θάνατο του Περδίκκα Γ’, επικρατεί εκ νέου, μία ακατάστατη περί­οδος χαρακτηριστική για τις διαμάχες των μνηστήρων του Μακεδονικού θρόνου. Ο Θεόπομπος[42] αναφερόμενος στα ολέθρια αποτελέσματα του πολέμου και στην αναρχία στην οποία βυθίζεται η Μακεδονία, γράφει τα ακόλουθα: «οι δε Μακε­δόνες δια τε την εν τη μάχη συμφοράν και δια το μέ­γεθος των επιφερομένων κινδύνων εν απορία τη μεγί­στη καθειστήκεσαν».

 

Ο Φίλιππος

Σε ετούτη τη δύσκολη περίοδο για τη Μακεδονία, ανεβαίνει στην εξουσία ο γιος του Αμύντα Γ’, ο Φίλιππος, μόλις 23 ετών. Στην αρχή ορίζεται ως επίτροπος του ανήλικου ανιψιού του, γιου του Περδίκκα. Σύντομα όμως στέφεται Βασιλιάς ο ίδιος. Υπό τη βασιλεία του η Μακεδονία γνωρίζει, όσο ποτέ άλλοτε, μεγάλη στρατιωτική και πολιτική ακμή. Ο Πυθαγόρειος φιλόσοφος Παμμένης, διδάσκαλος του Φιλίππου στις Θήβες, την περίοδο που νεαρός (στα δεκαπέντε του) ο Φίλιππος είχε κρατηθεί ως όμηρος και μάλιστα για περισσότερο από δύο χρόνια[43], λέει ότι ο μαθητής του αγά­πησε τον πολιτισμό που γνώρισε στη Θήβα και μελέ­τησε τα στρατιωτικά πράγματα των Θηβαίων. Μετά από τον φόνο του Πτολεμαίου, ο Περδίκκας, αδερφός του Πτολεμαίου, διόρισε τον Φίλιππο διοικητή επαρχίας στην Μακεδονία, όπου εκείνος συγκρότησε και οργάνωσε στρατό, σύμφωνα με τις δικές του γνώσεις και αντιλήψεις. Με αυτόν τον στρατό επιβλή­θηκε εν γένει, στους Μακεδόνες.

 

Πρώτη σύζυγος του Φιλίππου Β’, τώρα πλέον, ήταν η Φύλα, αδερφή του Βασι­λέως των Ελιμιωτών. Αργότερα, το 357 π. Χ., νυμφεύθηκε την Ολυμπι­άδα θυγατέρα του Νεοπτολέμου[44], Βασιλέως των Μολοσσών. Ο Νεοπτόλεμος ήταν ο επικεφαλής των συμμάχων «Απειρωτάν» (Μολοσσών, Ηπειρωτών) και η Ολυμπιάδα αδελφή του βασιλιά της Ηπείρου Αλέξανδρου Α’, κατόπιν βασιλιά των Μολοσσών, και από αυτόν η Ολυμπιάδα ονόμασε το γιο της και του Φιλίππου Β’, Αλέξανδρο.

 

Ο Αλέξανδρος, από ενωρίς απεκάλυψε την χαρισματική προσωπικότητά του. Στην σύντομη πορεία του βίου του, η διάθεσή του να ενώσει τους Έλληνες υπήρξε απαράμιλλη αν όχι παροιμιώδης. Κατά συνέπεια κηρύχθηκε αρχηγός και στρατηγός των Ελλήνων στην εκστρατεία τους εναντίον των Περσών, μόνιμου πολέμιου έθνους κατά των Ελλήνων. Η επιτυχής εκστρατεία των Ελλήνων στη Μέση Ανατολή και ακόμη πιο πέρα, απένειμε στον αρχηγό τους τον Αλέξανδρο, τον τίτλο «Μέγας» και τον αναγνώρισε ως προς την ικανότητά του, του διεθνιστή.

 

 

 

Αργότερα ο βασιλιάς Φίλιππος χώρισε την Ολυμπιάδα και νυμφεύθηκε την Κλεοπάτρα. Στα Ηθικά του Πλουτάρχου[45], η ιδιωτική ζωή του Φιλίππου περιγράφεται ως σκανδαλώδης. Παράδειγμα και η απάντηση του Δημάρατου[46] -ο οποίος μη ων αυλοκόλακας- όταν ερωτάται από τον Φίλιππο για το πώς τα πήγαιναν μεταξύ τους οι Έλληνες, του απαντά χωρίς περιστροφές, ότι και το δικό του σπίτι δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση.

 

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες και οι Μακεδόνες

Ετούτο αποτελεί μία σημαντική μαρτυρία στο θέμα της ελληνικότητας των Μακεδόνων και των ταγών τους. Διαπιστώνεται ότι ο περίφημος πατέρας του Αλέξανδρου, ο Φίλιππος Β’ έλαβε μέρος σε δύο Ολυμπιακούς αγώνες το 352 π. Χ. και το 348 π. Χ., αντιστοίχως αριθμούμενες ως 107η και 108η Ολυμπιάδες, με τίτ­λο: «Φίλιππος Β’ Βασιλέας της Μακεδονίας», παρόμοια όπως και ο προκάτοχός του, Αλέξανδρος Α’. Για τη συμμετοχή των Μακεδόνων και ει­δικά των Βασιλέων τους στους Ελληνικούς Αγώνες[47], ο Μανώλης Ανδρόνικος στο βιβλίο του Vergina, the ro­yal tombs[48], σημειώνει σχετικά με το μπρούτζινο τρίποδο που βρέθηκε στους βασιλικούς τάφους, ότι ετούτο μαρτυρά συμμετοχή των μελών της Βασιλικής οικογενείας σε Ελληνικούς Αγώνες (τα παραπάνω σχετικά με τις φωτογραφίες του τρίποδου [αριθμοί: 133, 134], που παραθέτει). Επίσης στο κείμενο τονίζει τη σημασία του μπρούτζινου τρίποδου όπως παραπάνω[49]. Αναμφίβολα θεωρεί όχι μόνο ότι μέλη της βασιλικής οικογενείας συμμετείχαν σε Ελληνικούς Αγώνες αλλά και στους Ολυμπιακούς, και αναφέρει τον Αλέξανδρο Α’, ο οποίος σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, βασίλευσε στη Μακεδονία μεταξύ του 479-454 π.Χ.[50]

 

Ως γνωστόν, όλες οι μεγάλες Ελληνικές πόλεις, Αθήνα, Σπάρτη, αντιστάθηκαν στην ένωσή τους υπό τον Φίλιππο. Ο Δημοσθένης παρότρυνε τους Αθηναίους εναντίον του, αγορεύοντας τρεις, ‘περίφημους’ λόγους του, τους αποκαλούμενους «Φιλιππικούς»[51], εξαιτίας του περιεχομένου τους. Η αιτία είναι γνωστή. Ετούτη την περίοδο επικρατεί στην Ελλάδα το σύστημα πόλις = κράτος, και οι δύο επιφανείς πόλεις, Αθήνα και Σπάρτη, παρά τις διατριβές που υπάρχουν ανάμεσά τους, ανέχονται αλλήλους, αφού θεωρούν ότι γνωρίζονται καλά μεταξύ τους στην ειρήνη και στον πόλεμο. Ενώνονται λοιπόν εναντί­ον εκείνου, του Φιλίππου, τον οποίο θεωρούν κοινό αντίπαλο, παρά το γεγονός ότι είναι Έλληνας Δωρικής καταγωγής, παρόμοια όπως οι Ηπειρώτες ή οι Λακεδαιμόνιοι – Σπαρτιάτες, ή οι Κύπριοι κ.τ.λ., μιλά ελληνικά, τιμά τους ίδιους θεούς. Έρχεται από μακριά ‘τους’, από τα Βόρεια και απομονωμένα τρόπον τινά -με όρη ή ποταμούς- διαμερίσματα της Ελλάδας, παρόμοια όπως είναι και η Βόρεια-Δυτική επικράτεια των Ηπειρωτών. Στο πρόσωπο του Φιλίππου βλέπουν έναν «άγνωστο» προς εκείνους, που τους ανησυχεί. Τον υποπτεύονται καθώς διαπιστώνουν ότι προσπαθεί να επηρεάσει και να ελκύσει προς το μέρος του, τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις, τους υπόλοιπους Έλληνες. Ο Φίλιππος δεν είναι παρά ένας νεωτερισμός, που ετούτοι οι δύο συν­τηρητικοί συνασπισμοί δεν διατίθενται να τον υποδεχτούν με ‘ανοιχτάς αγκάλας’, ακόμη και παρά το σπουδαίο γεγονός ότι είναι γνησιότατος Έλληνας, απόγονος του «Ηρα­κλέους και των Τημενιδών».

 

Έτσι λοιπόν οι δυο διαφορετικές «πόλεις- κράτη», η Αθήνα, πιο ελεύθερη, πιο δημοκρατική και πιο προοδευτική πολιτιστικά, και η Σπάρτη που χαρακτηρίζεται για την αυστηρή και συντηρητική πορεία της στα κοινά, παρόλο που δεν συμπαθούν αλλήλους[52], δεν διστάζουν να συμφωνήσουν ότι δεν τους ‘αρέσει’ ο Φίλιπ­πος. Παρά ταύτα, όλοι οι Έλληνες ενώνονται εναντίον του κοινού εχθρού, τους Πέρσες, επαληθεύοντας και πάλι το «εν τη ενώσει η ισχύς», που αποτελεί ελληνική παράδο­ση.

 

Ο Διόδωρος (of Sicily) γράφει για τον Φίλιππο και τον διορισμό του, ως αρχηγού των Ελλήνων εναντίον των Περσών[53]. Αναφέρεται στη δυναμική παρουσία του Φιλίππου στο βασίλειό του και επιπλέον πληροφορεί τους αναγνώστες του για τη δολοφονία του, από το χέρι του Μακεδόνα Παυσανία[54]. Πιστοποιείται ότι ο Φίλιππος πέθανε σε ηλικία 47 χρονών, δολοφονηθείς. Άγνωστο ωστόσο παραμένει από ποιον σκηνοθετήθηκε η εκτέλεσή του, με όργανο τον Παυσανία. Υποψίες υπάρχουν, δεν αποδεικνύονται όμως ως ακριβείς. Ο Φίλιππος άφησε χή­ρα την τρίτη σύζυγο του, Κλεοπάτρα, η οποία δολοφο­νείται καθώς και η μικρή θυγατέρα τους, από τη δεύτερη σύζυγο του Φιλίππου την Ολυμπιάδα[55], μητέρα του Αλεξάνδρου.

 

Ο Αλέξανδρος

Ο Αλέξανδρος[56], διαδέχτηκε τον πατέρα του Φίλιππο στον θρόνο σε ηλικία είκοσι (20) ετών, ανακηρυχθείς βασιλιάς α­πό τους στρατευμένους Μακεδόνας. Ο Διόδωρος[57] καταθέτει ότι ο Αλέξανδρος ήταν απόγονος του Ηρακλή, από την μεριά του Φιλίππου, και απόγονος των Αιακιδών, από τη μεριά της μητέρας του. Σύμφωνα με την ελληνική παράδοση και πεποίθηση, ο Αλέξανδρος κληρονόμησε σπουδαία φυσική δύναμη και ποιότητες ήθους.

 

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο[58], ο Αλέ­ξανδρος, από την πλευρά της μητέρας του ήταν απόγονος του Αχιλλέα. Οι Αιακίδες και οι Αργείδες, κατά την αρχαιοελληνική παράδοση, ήταν απόγο­νοι του Διός. Ο δε Διόδωρος στο βιβλίο του[59] δεν υπονοεί ότι κάποιοι γνώριζαν τα σχέδια του Παυσανία, εκτελεστή του Φιλίππου, ο οποίος όμως επειδή δο­λοφονήθηκε αμέσως μετά την πράξη του, δεν ήταν δυνατόν να διαπιστωθεί αν είχε συνενόχους. Υπάρχουν ωστόσο υ­ποψίες εναντίον της Ολυμπιάδας, της μητέρας του Αλε­ξάνδρου και εναντίον αυτού του ιδίου, ως συνενόχου της, καθώς η άνοδός του στο θρόνο, συνοδεύεται από τον θάνατο των αντιπάλων του και των μνηστήρων του θρόνου της Μακεδονίας.

 

Μετά από τον θάνατο του Φιλίππου, ο Αλέξανδρος όφειλε να πείσει εκ νέου τους Έλληνες, για την ελληνικότητα της καταγωγής του, ώστε να πετύχει το σχέδιό του για την ένωση των Ελλήνων υπό την αρχηγία του[60] ετούτη τη φορά και πάντα εναντίον των Περσών.

 

Γίνεται αντιληπτό ότι ο Αλέξανδρος προσπαθώντας να ενώσει τους Έλλη­νες εναντίον των Περσών, ως Έλλην συμπατριώτης, χρησιμοποίησε τον προσιτό φιλικό τρόπο, δείχνοντας με την συμπεριφορά του, ότι εφόσον ήταν όλοι Έλληνες, όφειλαν να ενωθούν εναντίον του κοινού εχθρού τους, τους Πέρσες, οι οποίοι ταλαιπωρούσαν με τις εκστρατείες τους την Ελλάδα και όχι να σκέφτονται μονάχα τα πρωτεία. Το φθινόπωρο του 336 π. Χ., κάλεσε συνέδριο των Ελληνικών πόλεων-κρατών στην Κόρινθο όπου ανακηρύχθηκε ομοφώνως από τους παρόντες, ως ο στρατηγός αυτο­κράτορας των Ελλήνων στην εκστρατεία τους εναντίον των Περσών. Οι μόνοι που αρνήθηκαν να συμμετέχουν σε ετούτη την πανελλήνια κίνηση, ή­ταν οι Σπαρτιάτες.

 

Ο Droysen Johann Gustav[61], επισημαίνει ότι η βασιλεία του Αλεξάνδρου σήμαινε το τέλος της παλαιάς εποχής, το τέλος του αρχαίου ελληνικού κόσμου (βασισμένου συν τοις άλλοις και στο πολιτειακό σύστημα, πόλις-κράτος) και την απαρχή μίας νέας εποχής της Ελληνιστικής, ερμηνεία που έγινε αποδεκτή. Ο Αλέξανδρος ενήργησε όπως οι Ομηρικοί ή­ρωες στα δικά του έπη. Κατά συνέπεια, όταν νίκησε τον Δαρείο στον Γρανικό ποταμό, το 334 π.Χ., έδωσε πανελλήνιο χαρακτήρα στη νίκη. Διέταξε να ταφούν οι εχθροί, ακόμη και οι νεκροί Έλληνες στρατιώτες οι οποίοι είχαν υπηρετήσει ως μισθοφόροι, τον εχθρό των Ελλήνων. Επίσης, τις 2000 των Ελλήνων μισθοφόρων που υπηρετούσαν στον στρατό του Δαρείου στην μάχη του Γρανικού ποταμού και οι οποίοι κατόπιν της ήττας των Περσών, συνελήφθηκαν, κατατέθηκε ότι «με δεμέ­να τα χέρια, τους έστειλε στην Μακεδονία να δουλέ­ψουν, γιατί σύμφωνα με την κοινή γνώμη των Ελλήνων, ενώ ήταν Έλληνες, πολέμησαν εναντίον της Ελλάδας με το μέρος των βαρβάρων…»[62]

 

 

Ο Αλέξανδρος, δεν παρέλειψε να τιμήσει και τους Θεούς, στέλνοντας τριακόσιες (300) περσικές πανοπλί­ες (μέρος από τα λάφυρα της νικηφόρας μάχης κατά των Περσών στον Γρανικό ποταμό), στην Ακρόπολη των Αθηνών, ως «ανάθη­μα», με την επιγραφή[63] «ο Αλέξανδρος γιος του Φιλίππου και οι Έλληνες εκτός από τους Λακεδαι­μονίους από τους βαρβάρους που κατοικούν την Ασία». Σε ετούτη τη μάχη χρησιμοποιούνται οι όροι «Έλληνες» και «βάρβαροι». Δεν βλέπουμε πλέον τον όρο «Μακεδόνες», καθώς ο Αλέξανδρος είναι ο βασιλιάς όλων των ενωμένων Ελλήνων.

 

Η ζωή του Μ. Αλεξάνδρου υπήρξε σχετικά σύντομη. Αρρώστησε βαριά μέσα στο πυρετό των επιχειρήσεων του, που διήρκεσαν πολύ λίγο, συγκριτικά με το μεγαλόπνοο έργο του. Πέθανε την 28η του μακεδονικού μηνός Δαισίου, δηλαδή τη 13η Ιουνίου, το 323 π. Χ., όταν συμπλήρωνε 13 χρόνια εξουσίας και δεν είχε συμπληρώσει ακόμη το 33ο χρό­νο της ζωής του. Δεν θα αναφερθούμε στην τεράστια αυτοκρατορία που δημιούργησε, αρχίζοντας με τον αγώνα των ενωμένων Ελλήνων εναντίον των Περσών. Το σπουδαιότερο ωστόσο επίτευγμα του δικαίως καλούμενου Μεγάλου Διεθνιστή στρατηγού, ήταν το γεγονός ότι ο Ελληνι­σμός εξαπλώθηκε στα βάθη της Ανατολής, η Ελλη­νική γλώσσα γνώρισε την αίγλη των αθανάτων και η περίοδος που γεννήθηκε μέσα από ετούτο τον υπέρμετρο άθλο, ήταν η περίφημη Ελληνιστική περίοδος (350-300 π. Χ.). Η Αττική διάλεκτος (η διάλεκτος του 500 π. Χ.) στην ακμή της, εμπεριέχον­τας και άλλα Ελληνικά διαλεκτικά στοιχεία, εξελίσ­σεται στην καλούμενη κοινή Ελληνιστική.

 

 

Οι διάδοχοι του Μ. Αλεξάνδρου

Τον Περδίκκα (τον αρχαιότερο των στρατηγών του Αλεξάνδρου που εργάστηκε ολόψυχα για την ενότητα του κράτους, που ο Αλέξανδρος δια θανάτου κληροδότησε στους στρατηγούς και συνεργάτες του), αντικατέστησε ο Αντίπατρος ο οποίος απέθανε αποσυρόμε­νος στην Μακεδονία. Ετούτος όρισε ως διάδοχό του τον Πολυσπέρχοντα, αντί του υιού του, Κασσάνδρου. Ο Κάσσανδρος όμως, αποφάσισε να εκτοπίσει τον Πολυσπέρχοντα. Ήρθε λοιπόν κατά της Μακεδονίας, νίκησε τον Πολυσπέρχοντα στην Πύδνα το 316 π. Χ., συνέλαβε και καταδίκασε σε θάνατο την Ολυμπιάδα και παν­τρεύτηκε την κόρη της Θεσσαλονίκη, την αδερφή του Μ. Αλεξάνδρου. Από τη βασιλοπούλα Θεσσαλονίκη ονομάστηκε η συνώνυμη μέχρι σήμερα πόλη της Θεσσαλονίκης (κτίσθηκε το 315 π. Χ.), πρωτεύουσα της Βόρειας Ελλάδας, συν πρωτεύουσα της Ελλάδας και η δεύτερη μεγα­λύτερη πόλη των Ελλήνων. Ο έκπτωτος Πολυσπέρχων, κατέφυγε στους Αιτωλούς.

 

Σε ετούτο το σημείο τελειώνει η εν συντομία κατάθεση μαρτυριών από τους κλασσικούς συγγραφείς και σε σχέση με τον τίτλο της παρούσης μελέτης. Ακολουθεί ένα νέο επιγραμματικό κεφάλαιο, η Ρωμαϊκή και η Μετά – επαναστατική και Νεώτερη περίοδος. σε σχέση με τον χώρο της Μακεδονίας στην Ελληνική Χερσόνησο.

 

ΡΩΜΑΪΚΗ, ΜΕΤΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΚΑΙ

ΝΕΩΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Το 148 π.Χ. ο Ρωμαίος Καικίλιος Μέτελλος νίκησε τον Ανδρίσκο (Ψευδοφίλιππο) και ο ίδιος ονομάστηκε «Μακεδονικός». Έτσι η Μακεδονία απέβη Ρωμαϊκή ε­παρχία. Οι Ρωμαίοι συνεχίζοντας το κατακτητικό τους έργο, υπέταξαν και την υπόλοιπη Ελλάδα.

 

Επί Αρκαδίου (395 – 408 μ. Χ.) έχουμε τη διάσπαση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε Δυτικό και Ανατολικό κράτος. Η ελληνική γλώσσα αρχίζει να κερδίζει έδα­φος στο Ανατολικό κράτος τον 4ο και 5ο αι. Οι αυτοκράτορες του 5ου αι. συντελούν στη δημι­ουργία ενός μεγάλου Μεσαιωνικού Ελληνικού κράτους και τον 6ο αι. πλέον στο Ανατολικό κράτος που αποκαλείται Βυζάντιο, ομιλείται η Ελληνική. Ως τέτοιο αντιμετωπίζει τους βαρβάρους της Βαλκανικής χερσονήσου. Τον 6ο αι. οι Ούννοι, οι Άβαροι, οι Βούλγαροι και οι Σλάβοι, λεηλατούν την Ελληνική χερσόνησο μέχρι τον Ισθμό της Κορίνθου[64]. Οι λόγοι είναι πάντα εύλογοι: το άνοιγμα στο αιώνιο Αιγαίο και στην λεκάνη της Μεσογείου.

 

Συγκεκριμένα το 559 μ. Χ. οι Σλάβοι και οι Βούλγαροι, εμφανίζονται προ της Κων­σταντινούπολης και ο γηραιός στρατηγός του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, Βελισάριος, τον οποίο ο Ιουστι­νιανός ανακηρύσσει στρατηγό αυτοκράτορα στην εκσ­τρατεία του Βυζαντίου εναντίον των Βανδάλων στην Αφρική, τη σώζει. Το 586 μ. Χ., πολιορκείται από τους Σλάβους και η Θεσ­σαλονίκη. Οι Σλάβοι ακάθεκτοι, συνεχίζουν τις καταστρεπτικές επιδρομές του ανά τη χώρα.

 

 

Ένας ακόμη εχθρός ήταν οι Πέρσες. Ο στρατηγός Τιβέριος (478-582) ο οποίος διαδέχεται τον Ιουστίνο II, νικά τους Πέρσες στην Μελετινή, το 575 μ. Χ. Ο πόλεμος συνεχίζεται σε περσικό έδαφος και υπό την στρατηγία του Μαυρι­κίου, όλες οι Ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, ελευθερώνονται. Πολύ σημαντικό είναι και το γεγονός ότι επί της βασιλείας του Μαυρικίου, στο Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος η Λατινική γλώσσα εκτοπίζεται βαθμηδόν από την Ελληνική, η ο­ποία έκτοτε, κυριαρχεί. Ο Μαυρίκιος θεωρείται ο πρώτος Έλλην Αυτοκράτορας, της Ελληνόγλωσσης πλέον Βυζαν­τινής Αυτοκρατορίας.

 

Κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων του Βυζαντίου εναντίον των Περσών, οι Σλάβοι επωφελούμενοι από τον περισπασμό του πολέμου, περνούν τον Δούναβη ποταμό για πρώτη φορά και κάνουν τις πρώτες εγκατα­στάσεις τους εντός των ορίων του Βυζαντινού κράτους. Στα τέλη του 6ου και αρχές του 7ου αιώνα οι Σλάβοι κατέρχον­ται μόνοι στην Βαλκανική και επιδίδονται σε μι­κρές πολεμικές επιχειρήσεις. Παρά το γεγονός ότι ετούτοι κατέχουν μεγάλο τμήμα της Ευρώπης, από την Ανατο­λική Γερμανία μέχρι τα Ουράλια Όρη, καθώς δεν έχουν στρατιωτική οργάνωση, ικανούς αρχηγούς ή ανεπτυγμένη πολιτική, δεν ιδρύουν κράτος, όπως οι Ούννοι, οι Γότθοι και άλλοι. Μεγάλος αριθμός Σλάβων ζούσε και στη σημερινή Ρουμανία, η οποία από αυτούς, είχε ονομαστεί Σκλαβηνία. Όταν εισβάλανε στη Βόρεια Βαλ­κανική πέτυχαν ταυτόχρονα και την εγκατάστασή τους εντός της. Έτσι από τον 8ο αι. βρίσκονται μόνιμα εγκατεστημένοι, κυρίως στην ύπαιθρο.

 

Τα σλαβικά φύλα εισδύσανε στις χώρες του Βυζαντίου, με την μετακίνηση ποιμνίων ζώων. Με παρόμοιο τρόπο εισδύσανε και οι ποιμενικές φυλές των Αλβανών. Δεν έ­λειψαν ωστόσο και σοβαρές επιδρομές εκ μέρους των. Οι Σλάβοι περνούσαν τη ζωή τους στο στάβλο, στον αγρό και στο κοπάδι. Ως εκ τούτου, ζούσαν στις ορεινές περιοχές των χώρων στους οποίους είχαν εισδύσει και εγκατασταθεί, πολύ λί­γοι από αυτούς ζούσαν στις πεδιάδες όπου κυριαρχούσαν οι Έλληνες χωρικοί, και ποτέ δεν ζούσανε στις πόλεις. Ως υποτελείς, ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν φόρο στο Βυζαντινό κράτος.

 

Από ετούτη την είσδυση αριθμού Σλάβων στο Βυζάντιο και τις μικρές ποιμενικές εγκαταστάσεις των σε κάποιες ορεινές περιοχές, μερικοί ιστορικοί και κυρίως ο Γερμανός λόγιος Φαλμεράγιερ, υποστήριξαν ότι οι σημερινοί Έλληνες είναι απόγονοι των Σλάβων και άλλων φυλών. Την ιστορική περίοδο του αγώνα (1830) των Ελλήνων για την απελευθέρωση τους από τους Τούρ­κους, ο ‘Μισέλληνας’ Φαλμεράγιερ, προσπάθησε να επιβάλει την άποψη, ότι οι Έλληνες, παρά τη γλώσσα τους την Ελληνι­κή και παρά την ιστορία της, που εκφράστηκε και διατηρήθηκε μέσω των αιώνων με το Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι[65], ότι είναι απόγονοι των Σλάβων και άλλων φυλών. Οπωσ­δήποτε παράβλεψε ή μεγαλοποίησε τις τοπικές επιμειξίες, που αποδεδειγμένα δεν λείπουν από κανένα έ­θνος ιδιαίτερα σε συνοριακές περιοχές. Επιπλέον παράβλεψε το γεγονός ότι πολλές φορές στους Βυζαντινούς συγγραφείς, ο χώρος στον οποίο αποδιδόταν το όνομα ‘Ελλάδα’, είχε ποικίλη έκταση, ότι ξέφευγε από τα όρια της σημερινής Ελλάδας και κάποτε συμπεριλάμβανε και την Βυζαντινή χώρα μέχρι τον Δούναβη, ακόμη και τη σημερινή Βουλγαρία. Επιπλέον λάθος, ήταν και το γεγονός ότι τις ειδήσεις για μεταγενέστερες καταστροφές στην Αττική, τις εξέλαβε ως πληρο­φορίες που αναφέρονταν στα χρόνια των Σλάβων. Πολλοί ήταν εκείνοι, Έλληνες και Ευρωπαίοι Ιστορικοί, που με αδιάσει­στα επιχειρήματα απέδειξαν ότι η θεωρία του Φαλμεράγιερ ήταν λανθασμένη.

 

Την περίοδο 675-681 οι Άβαροι και οι Σλάβοι πολιόρκησαν τη Θεσσαλονίκη κατ’ επανάληψη. Οι κάτοικοι απέκρουσαν ηρωικά τους βαρβάρους και ανέδειξαν τη Θεσσα­λονίκη[66] ως δυνατό προπύργιο του Ελληνισμού. Οι Θεσσαλονικείς απέδωσαν τη σω­τηρία τους από τους Σλάβους επιδρομείς, στο πολιούχο της πόλης των, Άγιο Δη­μήτριο[67] και προς τιμήν του ανέγειραν μεγαλοπρεπή ναό. Το 679 οι Βούλγαροι εγκαθί­στανται στην κάτω Μοισία, που από ετούτους ονομάστηκε Βουλ­γαρία.

 

Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Πωγωνάτος (668-685) θεώρησε ότι θα είχε τους Βουλγάρους με το μέρος του, ως συμμάχους του στον αγώνα κατά των Αβαροσλάβων. Αντιθέτως όμως, όλα τα σλαβικά φύλα της περιφερείας υποτάχτηκαν στους Βουλγάρους[68] και έτσι δημιουργήθη­κε το Βουλγαρικό έθνος με γλώσσα τη Σλαβική. Αν ο Κωνσταντίνος Πωγωνάτος είχε προβλέψει τους κινδύνους που επεφύλασσε η Βουλγαρική επικράτεια για το μέλλον του Βυζαντίου και για τον Ελληνισμό, πιθανόν και να μην επέτρεπε την εγκατάσταση των σλαβικών φύλων σε Βυζαντινές περιοχές.

Σημαντική υπήρξε και η προσπάθεια των Αράβων να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη, την περίοδο 717-718 πολιορκώντας την, πλην όμως μη επιτυχής[69].

 

 

Τα μέσα του 9ου αι. μ. Χ. πραγματοποιείται το σημαντικό γεγονός της διάδοσης του χριστιανισμού στους σλαβικούς λαούς από το Βυζάντιο. Το 850 μ. Χ. υποτάσσονται και εξελληνίζονται οι λίγοι Σλάβοι που είχαν εναπομείνει από τις Σλαβικές επιδρομές, στην πε­ριοχή της Πελοποννήσου. Το 863 μ. Χ. μεταδίδεται ο χριστιανισμός στην Μ. Μοράβια (Τσεχοσλοβακία) όπου, με την πρόσκληση του ηγεμόνος Ραστισλάβου, δύο ιεραπόστο­λοι από την Θεσσαλονίκη, οι αδερφοί Μεθόδιος και Κωνσταντίνος Κύριλλος, αποστέλλονται εκεί, επί Μιχα­ήλ Γ’ και του Πατριάρχου Φωτίου, μαζί με άλλους συνεργά­τες και τεχνίτες. Ο Μεθόδιος είχε ήδη διακριθεί ως διοι­κητής σλαβικής επαρχίας και αργότερα ως ηγούμε­νος μονής. Ο Κύριλλος, μαθητής του Φωτίου του Με­γάλου, ήταν σοφός καθηγητής της Φιλοσοφίας και Θε­ολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης και λαμπρός κληρικός, όπως ο αδερφός του Μεθόδιος. Οι δύο μαζί φτιάξανε το σλαβικό αλφάβητο, που ονο­μάστηκε ‘Κυρίλλειο’ και είχε ως βάση την Ελληνική μεγαλογράμματη γραφή. Με τον τρόπο ετούτο εργάστηκαν και μπόρεσαν να μεταφράσουν το Ευαγγέλιο και τα απαραίτητα λειτουργικά βιβλία, από την Ελληνική στην σλαβονική γλώσσα,. Με τη χρήση της εγχώριας γλώσσας κέρδι­σαν την αγάπη του λαού προς τη θρησκεία τους και τον Βυζαντινό πολιτισμό. Οι αδερφοί Μεθόδιος και Κωνσταντίνος Κύριλλος, παράλληλα με τη διάδοση του Χριστιανισμού έθε­σαν και τις βάσεις της σλαβικής φιλολογίας. Επιπλέον δίδαξαν πολλούς μαθητές, οι οποίοι συνέχισαν το έργο τους στη Βουλγαρία[70] και στη Σερβία.

 

Την περίοδο 867-1057 οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου ανήκουν στην αποκαλούμενη Μακεδονική[71] Δυναστεία, η οποία είναι αμιγώς Ελληνική Δυναστεία. Το 1054 χαρακτηρίζεται από το σχίσμα της Εκκλησίας σε Ανατολική και Δυτική Εκκλησία. Επί Κωνσταντίνου Θ’ του Μο­νομάχου[72] εμφανίζονται οι Σελτζούκοι, Τουρ­κικός λαός. Το 1078 καταλαμβάνουν τα Ιεροσόλυμα και καταδιώκουν τον Χριστια­νισμό, ανηλεώς. Το 1079 φτάνουν μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Η Δύση και ο Πάπας της Δυτικής Εκ­κλησίας, Ουρβανός Β’, συμφωνούν ότι είναι ωφέλιμο το πρόσχημα της απελευθέρωσης των Αγίων Τόπων για τους ακόλουθους λόγους:

α. για να καταλάβουν την Ασία και να τη μοιραστούν

β.για να εκμε­ταλλευτούν την ευκαιρία να σφετεριστούν το παγκό­σμιο εμπόριο

γ. για να καθυποτάξουν την Ελληνική Εκκλησία του Βυζαντίου.

Οι σταυροφορίες που οργάνωσαν υπήρξαν πολλές[73] και καταστρεπτικές, κυρίως για την Κωνσταντινούπολη.

 

Ο αυτοκράτορας Θεόδωρος Β΄ Δούκας Λάσκαρης[74] ανήλθε στον θρόνο της Νικαίας το 1254, σε ηλικία 32 ετών και απεβίωσε τέσσερα χρόνια μετά. Η αιτία του θανάτου του δεν έχει απολύτως εξακριβωθεί. Λέγεται ότι έπασχε από ανίατη ασθένεια, που τον οδήγησε στον τάφο, όμως δεν ήσαν λίγοι όσοι επιδίωξαν τον θάνατό του, μεταξύ των οποίων πιθανολογείται ότι ήταν και ο Μιχαήλ Παλαιολόγος.

 

Η αυτοκρατορία του Ελληνικού Βυζαντίου είχε ποι­κίλους εχθρούς οι οποίοι προσπαθούσαν να σφετερι­στούν κομμάτια του κράτους και να το διαλύσουν. Η 25 Ιουλίου του 1261, θεωρείται η ημέρα της ανασυσταθείσης αυτοκρατορίας του Ελληνικού Βυζαν­τίου και ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος στέφεται αυτο­κράτορας[75]. Την 15η Αυγούστου επίσης το 1261, ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος[76], εισέρχεται στην Κωνσταντινούπολη νικηφόρος, ύστερα από την ήττα των Λατίνων, την αποχώρηση με ενετικά πλοία για την Ευρώπη του αυτοκράτορα Βαλδουίνου και άλλων επισήμων. Τώρα η Βυζαντινή αυτοκρατορία συμπεριλαμβάνει τη Νίκαια, τη Θράκη, μέρος της Μακεδονί­ας με τη Θεσσαλονίκη και τις νήσους Ρόδο, Λέ­σβο, Σαμοθράκη και Ίμβρο. Οι Βούλγαροι, οι Σέρβοι, οι Φράγκοι και οι Τούρκοι, πολεμούσαν με το Βυζάντιο επί δύο αιώ­νες.

 

Επί Στεφάνου Δουσάν[77] το σερβικό κρά­τος γνωρίζει μεγάλη ακμή. Ο Δουσάν καταλαμβάνει τη Μακεδονία, πλην της Θεσσαλονίκης και της Χαλκιδι­κής, τη Θεσσαλία την Αλβανία και την Ήπειρο. Το 1346 ο Δουσάν στέφεται Τσά­ρος Σέρβων και Ρωμαίων (δηλαδή των Ελλήνων), στα Σκόπια. Με τις κατακτήσεις του σχεδίαζε να γίνει κύριος της Βαλκανικής και να αντικαταστήσει την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με εκείνη του κράτους του οποίου ηγείτο. Δε σταματά λοιπόν εκεί και στη συνέχεια εισβάλει στην Θράκη και φτάνει ως τον Έβρο. Το 1355 επιχειρεί να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, αλλά πεθαίνει. Το Σερβικό κράτος διαλύεται σε κρατί­δια τα οποία βαθμηδόν υποτάσσονται στους Τούρκους.

 

Τον 14ο αι. αριθμός Αλβανών, κυρίως ποιμένες, κατεβαίνει νότια στις Ελληνικές χώρες. Αρ­γότερα μικροί αριθμοί αυτών εγκαθίστανται σε πε­ριοχές της Αττικής, της Βοιωτίας, της Πελοποννήσου, στα ορεινά μέρη μερικών νήσων, όπου αφομοιώνονται από τους Έλ­ληνες της εκάστοτε περιοχής και αποκτούν Ελληνική συνείδηση. Το έτος 1453, την 29η Μαΐου και ώρα 8η πρωινή, επί του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου, ο Μωάμεθ ο Β’, ύστερα από επίμονες και σοβαρές προσπάθειες, κατορθώνει να κυριεύσει την Κων­σταντινούπολη. Όνειρό του Μωάμεθ Β’ ήταν η συνέχιση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας υπό το στέμμα του. Λέγεται ότι ήταν κρυφός χριστιανός, εξ ου και η υποστήριξή του στους λογίους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης. Δεν το κατόρθωσε.

 

19ος Αιώνας

Η παρούσα μελέτη έχοντας παρακάμψει πέντε περίπου σημαντικούς αιώνες, έρχεται και εν συντομία στέκεται σε κάποια σημαντικά γεγονότα του 19ου αιώνα, τα οποία έχουν σχέση με το θέμα της.

 

Τον Μάρτιο του 1878 λαμβάνει χώρα η συνθήκη του Αγίου Στε­φάνου όπου η Ρωσία λύνει το Ανατολικό ζήτημα με όρους απαράδεκτους για το Ελληνικό κράτος:

1.Δημιουργείται Μέγα Βουλγαρικό κράτος φόρου υ­ποτελές στην «Πύλη» με έξοδο στον Πόντο (Εύ­ξεινο) και στο Αιγαίο δυτικώς μέχρι την Καβάλα.

  1. Η Σερβία διπλασιάζεται σε έκταση.
  2. Το Μαυροβούνιο τριπλασιάζεται.

4.Η Ρουμανία μεγαλώνει με την προσθήκη της Δοβρουτσάς.

Με τη συνθήκη ετούτη βάλλεται ο Ελλη­νισμός. Οι Τούρκοι για να εξευμενίσουν τους Άγγλους, τους παραχωρούνε την Κύπρο.

Με το συνέδριο του Βερολίνου, τον Ιούλιο 1878, υπό την προεδρία του Βίσμαρκ σημειώνονται νέες μετακινήσεις των συνόρων των χωρών στην Βαλκανική χερσόνησο και στην ευρύτερη περιοχή γύρω από αυτή:

  1. Ιδρύεται μικρή και αυτόνομη, φόρου υποτελής, Βουλγαρία μεταξύ του Δούναβη και του Αίμου.
  2. Ιδρύεται η Ανατολική Ρωμυλία[78], η Θρακική, περιοχή από τον Αίμο ως τα σημερινά Ελληνικά σύνορα, με πρωτεύουσα τη Φιλιππούπολη.
  3. Η Σερβία και το Μαυροβούνιο γίνονται ανεξάρτη­τα και η μεν Σερβία αυξάνεται κατά το ένα τέταρ­το, το δε Μαυροβούνιο διπλασιάζεται με την παραχώρηση Αλβανικών εδαφών.
  4. Η Ρουμανία ανακηρύσσεται ανεξάρτητη και παίρνει τη Δοβρουτσά αντί της Βεσσαραβίας η οποία παραχωρείται στους Ρώσους.
  5. Με την υποστήριξη της Γαλλίας υποδεικνύεται στους Τούρκους να παραχωρήσουν στην Ελλά­δα μέρος της Ηπείρου, την κοιλάδα της Θεσπρω­τίας (Θυάμιδος) και την κοιλάδα του Πηνειού (Θεσσαλία).
  6. Η Ρωσία κρατά το Βατούμ, Καρς, Αρδαχάν και μερικά γειτονικά προς ετούτα, κράτη.
  7. Ανανεώνονται οι συμφωνίες των Δαρδανελλίων και του Ευξείνου.
  8. Στην Αυστρία παραχωρούνται για προσωρινή διοίκηση η Βοσνία και η Ερζεγοβίνη.
  9. Η Αγγλία λαβαίνει την Κύπρο έναντι ετήσιου φόρου.

Ο Ελληνισμός δέχεται χτύπημα και ο Ελληνικός λαός αισθάνεται αδικημένος παρόλο που ο Σλαβικός κίνδυνος απομακρύνεται από τις προς βορρά περιοχές. Τα όρια της Ελλάδας επεκτείνονται μέχρι τη Μακεδονία πλην της επαρχίας της Ελασσόνας και στην Ήπειρο κατά μήκος του Αράχθου ποταμού, συμπε­ριλαμβανομένης της Άρτας. Η κυβέρνηση Δεληγιάννη απαιτεί όλη τη Θεσσα­λία, τη Νότια Μακεδονία και την Ήπειρο, αλλά το διά­βημα αποτυγχάνει.

 

Το Μακεδονικό Ζήτημα – Μακεδονία 1904[79]-1913

Από το 1870 παρουσιάζονται σερβικές και βουλγαρικές διεκ­δικήσεις επί της Μακεδονίας. Η δημιουργία του IMRO (Internal Macedonian Revolutionary Organisation) από τον Goce Delkev και άλλους πέντε Βουλγάρους, στοχεύει στην εξουδετέρωση εξωτερικών επιδράσεων και στην διάσωση της Βουλγαρικής εθνικότητας (όπως καταθέτει ο Ivan Hadzhinicolov[80]), με την ίδρυση της «Μακεδονίας για τους Μακεδόνες». Στην πραγματικότητα όμως οι Βούλγαροι απέβλεπαν στην μέλλουσα προσάρτηση της Μακεδονίας[81] στη χώρα τους, Βουλγαρία, παρόμοια όπως είχε συμβεί και με την Ανατολική Ρωμυλία (σύμφωνα με τις αποφάσεις του συνεδρίου του Βερολίνου, το 1878). Ετούτο το κίνημα των Βουλγάρων ονομάστηκε Ilinden “Revolution”[82] και συνδέεται με τον παραπάνω συγκεκριμένο στόχο. Επιπλέον εξυπηρετούσε την ανάγκη ανοίγματος της Βουλγαρίας στο Αιγαίο – Μεσόγειο και διαδραματίστηκε ως εξής[83]: οι Βούλγαροι είχαν συγκεντρώσει τις μεικτές δυνάμεις τους (Έλληνες, Σέρβοι, Αλβανοί και Βούλγαροι) στη Δυτική Μακεδονία και οι Τούρκοι μετέφεραν τις δικές τους δυνάμεις στα σύνορα της Βουλγαρίας. Οι Βούλγαροι και οι Τούρκοι συνεπλάκησαν και προέβησαν σε καταστροφές αλλήλων και στη συνέχεια οι Τούρκοι προέβησαν στην εκδικητική τιμωρία όλης της Δυτικής και Βόρειας Μακεδονίας, καίγοντας είκοσι δύο (22) χωριά, καταστρέφοντας χωράφια με σοδειά, κλέβοντας τα ποίμνια των κατοίκων της περιοχής και στερώντας σαράντα χιλιάδες ανθρώπους από την κατοικία τους.

 

Τον Μάιο του 1905 επί Ράλλη, Κ. Μαυρομηχάλη και Γ. Θεοτόκη, τίθεται επί τάπητος το καλούμενο «Μακεδονικό» ζήτημα. Όπως ήδη αναφέρθηκε στην παραπάνω παράγραφο, από τις αρ­χές του 20ου αι. διαπιστώνεται η όξυνση του αγώνα, καθώς οι Βούλγαροι προσπαθούν να «εκβουλγαρίσουν» τον Ελληνικό πληθυσμό. Σπέρνουν πρωτοφανή τρομοκρατία στους κατοίκους της Μακεδονίας. Εις απάντηση των Βουλγάρων οι Μακεδονικοί σύλλογοι και η Πανίσχυρη «Εθνική Εταιρεία»[84], με την υποστήριξη της κυβέρνησης, σχηματίζουν μικρά ανταρτικά σώματα, τα οποία εισβάλουν στη Μακεδονία. Το προξενείο της Θεσσαλονίκης[85] ενισχύει τον αγώνα και Έλληνες αξιωματικοί τίθενται επικεφαλής των ανταρτικών σωμάτων. Ο Βορειοηπειρωτικής καταγωγής αξιωματικός Παύλος Μελάς[86], πέφτει αγωνιζόμενος ηρωικά τον Οκτώβριο του 1914 και έκτοτε τιμάται ως Εθνικός Ήρωας.

 

Με τον σκληρό τους αγώνα οι Έλληνες κατορθώνουν να σταματήσουν τη Βουλγαρική τρομοκρατία, αλλά οι Βούλγαροι απαντούν σε ετούτη τη νίκη των Ελλή­νων, με τους αμείλικτους διωγμούς των Ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας. Παρά ταύτα το Ελληνικό φρόνημα των Μακεδόνων διατηρείται ακμαίο.

 

Και σε άλλες περιοχές της ελληνικής επικράτειας, παρατηρούνται νέες καταλήψεις. Οι Ιταλοί καταλαμβάνουν τα Δωδεκάνησα τον Απρίλιο του 1912. Μετά από τους πολέμους στην Βαλκανική, η Ελλάδα έχει να αντιμετωπίσει επιπλέον τα προβλήματα της Βορείου Ηπείρου και των Δωδεκανήσων.

 

Τον Οκτώβριο του 1912, οι Σέρβοι, οι Βούλγαροι, οι Έλ­ληνες και οι Μαυροβούνιοι, ενώνονται εναντίον των Τούρ­κων (The Ilinden “Revolution”, όπως σε προηγούμενη παράγραφο). Όπως ήδη αναφέρθηκε τα πράγματα δεν εξελίσσονται σύμφωνα με τις επιδιώξεις τους. Τον ίδιο χρόνο (1912) ο Ελληνικός στρατός υπό τον διάδοχο του Ελληνικού θρόνου, Κωνσταντίνο και τον επιτελάρχη του Π. Δαγκλή, στρέφεται στη Μακεδονία, πλην μίας μεραρχίας η οποία κατευθύνεται στην Ήπειρο υπό τον στρατηγό Κωνσταντίνο Σαπουτζάκη. Χωρίς καθυστέρηση ο διάδοχος Κωνσταντίνος με τον επιτελάρχη του, καταλαμβάνουν την Ελασσόνα, νικούν τους Τούρκους στα στενά του Σαρανταπόρου και απελευθερώνουν την Κατερίνη, τη Βέροια, τη Νάουσα, την Έδεσσα και ύστερα από διήμερη μάχη στα Γιαννιτσά (από την 19ητην 20ή Οκτωβρίου 1912), αποκλείουν τη Θεσσαλονίκη.

 

Ο Τούρκος στρατηγός Χασάν Ταχσίν αποδεχόμενος τελεσίγραφο από τον Κωνσταντίνο, παραδίδει στους Έλληνες τη Θεσσαλονίκη, στις 26 Οκτωβρίου 1912. Ο Κωνσταντίνος αφήνοντας δύο (2) μεραρχί­ες στη Θεσσαλονίκη, στη συνέχεια στρέφεται στη Δυτική Μακεδονία και αφού καταλαμβάνει τη Φλώρινα και την Καστοριά, προ­χωρά προς την Κορυτσά (την 7η Δεκεμβρίου, 1912).

 

Στο μέτωπο της Ηπείρου καταλαμβάνονται αμέσως το Γρίμποβο, η Φιλιππιάδα και η Πρέβεζα. Ύστερα από πέντε η­μέρες, καταλαμβάνεται η θέση «Πέντε Πηγάδια». Τα Ιω­άννινα (Γιάννινα) προστατεύονταν από τα οχυρά του Μπιζανίου[87], που είχαν κατασκευαστεί από Γερμανούς για τους Τούρκους. Τελικά το Μπιζάνι «πέφτει» και παραδίνεται από τους Τούρκους στα νικηφόρα στρατεύματα των Ελλήνων. Στη συνέχεια ο Εσσάτ Πασάς αναγκάζεται να παραδώσει την δεινοπαθούσα, για πέντε αιώνες, πόλη των Ιωαννίνων, στον διάδοχο Κωνσταντίνο στις 21 Φεβρουαρίου 1913. Και ενώ ο μεγαλύτερος όγκος του Ελληνικού στρατού συγκεντρώνεται στη Θεσσαλονίκη, εξαιτίας των Βουλγάρων, μία μεραρχία του Ελληνικού στρατού, «ξεκαθαρίζει» τη Βόρειο Ή­πειρο από τους αντιπάλους.

 

Ακολουθεί η κατάληψη της Στρώμνιτσας, του Σιδηροκάστρου, των Σερρών και της Δράμας, από τον Ελληνικό στρατό. Στις πόλεις που απελευθερώνονται, συμπεριλαμβάνονται και η Καβάλα, η Αλεξανδρούπολη, η Ξάνθη και η Κομοτηνή. Οι πρώην κατακτητές, οι Βούλγαροι, υποχωρώντας σφάζουν τους κατοίκους[88], των υπό την κυριαρχία τους -μέχρι τότε-, πόλεων και τις πυρπολούν. Παράλληλα με τις επιτυχίες του Ελληνικού στρατού ο εν ενεργεία Ελληνικός στόλος, υπό τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, απελευθερώνει τις νήσους του Αιγαίου: Χίο, Λέσβο, Θάσο, Ίμβρο και επιπλέον το Άγιο Όρος. Τέλος διενεργεί αποκλεισμό στα στενά του Ελλησπόντου σταματώντας τοιουτοτρόπως, τις αποβάσεις των Τούρκων.

 

Τον Ιούνιο του 1913, οι Έλληνες νικούν τους Βουλγάρους στο Κιλκίς και κατόπιν στη Γευγελή. Στις 28 Ιουλίου 1913, με την συνθήκη του Βουκουρεστίου τα Ελ­ληνικά σύνορα επεκτείνονται μέχρι τον Νέστο ποταμό. Οι Βούλγαροι κρατούν τη Δυτική Θράκη με την Αλεξανδρούπολη και χάνουν τη Δοβρουτσά.

 

Τον Σεπτέμβριο του 1913, οι Τούρκοι ανακαταλαμβάνουν την Αδριανούπολη και τις Σαράντα Εκκλησίες[89], στη Βόρειο Ήπειρο. Τον ίδιο μήνα, Σεπτέμβριο (1913), οι Μεγάλες Δυνάμεις, με την απαίτηση της Αυστρίας και της Ιταλίας, αποφασίζουν την ίδρυση Αλβανικού κράτους εις βάρος των Ελλήνων που κατοικούσαν στη Βόρειο Ήπειρο και στη νήσο Σάσων. Η απόφαση γνωστοποιείται στην Ελλάδα, το Φεβρουάριο του 1914. Η Ελλάδα, ανίσχυρη από την μακροχρόνια τουρκική κατοχή, τους διαρκείς πολέμους και τις εξ αυτού κακουχίες, αναγκάζεται να υποχωρήσει. Οι Βορειοηπειρώτες ωστόσο, με κυβέρνηση συγκροτημένη α­πό τον Γ. Ζωγράφο, αρχίζουνε απεγνωσμένο στρατιωτι­κό αγώνα[90]. Καταλαμβάνουν την Κορυτσά, ενώ στη Χείμαιρα (Χειμάρρα) και το Αργυρόκαστρο, κερδίζουν την αυτονομία τους. Αποτέλεσμα ετούτης της προσπάθειας των Βορειοηπειρωτών, είναι η υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας, το Μάιο του 1914, με το οποίο αναγνωρίζονται προνόμια στη Βόρειο Ήπειρο. Το νεοσύστατο όμως Αλβανικό κράτος, έχει πολλές εσωτερικές συγκρούσεις και τελικά οι Μεγάλες Δυνάμεις επιτρέπουν στην Ελλάδα την ανακατάληψη της Βόρειας Ηπείρου και την προστασία των κατοίκων της.

 

Την 31 Ιανουαρίου του 1914, οι Μεγάλες Δυνάμεις συμφωνούν να κρατήσει η Ελλάδα τα νησιά του Αιγαίου που είχαν ήδη προσαρτηθεί στην κυριαρχία της, πλην της Ίμβρου και Τενέδου που παραμένουν στα χέρια των Τούρκων.

 

Το 1913-1914 σημειώνεται το τέλος των Βαλκανικών πολέμων και η έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ετούτη την περίοδο οι Έλληνες γεμάτοι ενθουσιασμό και ελπίδα προσπαθούν να ανασυγκροτηθούν και να δημιουργήσουν τις βάσεις για πρόοδο. Όμως ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος που ξεσπά, δημιουργεί πληθώρα νέων προβλημάτων για την Ελληνική Χερσόνησο και τους Έλληνες.

 

Ακολουθεί η περίοδος 1914-1915. Τον Οκτώβριο του 1915, κηρύσσεται από τους συμμάχους ο πόλεμος εναντίον της Τουρκίας. Επιπλέον τον Οκτώβριο του 1915, εισέρχεται και η Βουλγαρία στον πόλεμο, ενώ ταυτόχρονα καταφθάνουν στη Βαλκανική με τα στρατεύματα τους, οι Γερμανοί. Οι επίσης εμπλεκόμενοι στον πόλεμο Σέρβοι, καταρρέουν και τα λείψανα του σερβικού στρατού με τον βασιλέα Πέτρο, διαπεραιώνονται στην Κέρκυρα. Συγχρόνως σχεδόν, υποκύπτει το Μαυροβούνιο και οι Ιταλικές Δυνάμεις συντάσσονται στην Αυλώνα της Βορείου Ηπείρου.

 

Το 1916 οι Ιταλοί στρέφονται στο νότο της Αλβανίας για να εφαρμόσουν το αποκαλούμενο «Αδριατικό πρόγραμμά» τους[91] και αφικνούνται στα Ιωάννινα, ως σύμμαχοι.

 

Στις 27 Ιουνίου 1919, με τη συνθήκη του Νεϊγύ, η Βουλ­γαρία παραχωρεί στην Ελλάδα την Ανατολική Μακε­δονία και την Δυτική Θράκη.

 

Την 15η Ιανουαρίου 1920, λαμβάνει χώρα συνέδριο των Κουμμουνιστικών κομμάτων των Βαλκανίων στη Σόφια και δημιουργείται η καλούμενη Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία (BCF). Στη διάρκεια του 3ου Συνεδρίου του BCF, στη Μόσχα, στις 19-21 Ιουλίου 1921, ο Kolarov αρχηγός των Βουλγάρων κομμουνιστών αίρει το θέμα της αυτονομίας για την Μακεδονία, συνισταμένης από τη ‘Γιουγκοσλαβική’, τη ‘Βουλγαρική και την Ελληνική Μακεδονία (Vardarion, Pirin and ‘Aegean’)[92].

 

Στις 10 Αυγούστου 1920, με τη συνθήκη των Σεβρών, η Ελλάδα λαμβάνει την Ανατολική Θράκη μέχρι τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης, την Ίμβρο, την Τένεδο και την περιοχή της Σμύρνης. Η συνθήκη δεν συμπεριλαμβάνει τη Βόρειο Ήπειρο, η οποία είχε ήδη καταλη­φθεί από τους Ιταλούς, στον πόλεμο. Με την απόφαση της Πρεσβευτικής Διάσκεψης των Παρισίων το Νοέμβριο 1921, η περιοχή της Βορείου Ηπείρου, παραχωρείται στην Αλβανία.

 

Στις 14 Ιουλίου 1923, με τη συνθήκη της Λωζάννης, παραχωρούνται στους Τούρκους, η Ανατολική Θράκη και οι νή­σοι Ίμβρος και Τένεδος.

 

Το 1940, στις 28 Οκτωβρίου, η Ιταλία επιτίθεται στην Ελλάδα. Από τον Νοέμβριο του 1940, μέχρι τον Μάρτιο του 1941 τα Ιταλικά στρατεύματα οπισθοχωρούν, εξήντα (60) μίλια στα Αλβανικά εδάφη, αμυνόμενα στον Ελληνικό στρατό.

 

Την 6η Απριλίου 1941, η Γερμανία εισβάλλει στην Ελλάδα και την 28η του ιδίου μηνός, οι Γερμανοί εισέρχονται στην Αθήνα.

 

20ή – 28η Μαΐου 1941 διεξάγεται η περίφημη ‘Μάχη της Κρήτης’.

 

Το 1941 χαρακτηρίζεται από την τριπλή κατοχή της Ελλάδας, από: τους Γερμανούς, τους Ιταλούς και τους Βουλγάρους. Οι Βούλγα­ροι απλώνονται στη Μακεδονία με την εισβολή των Γερμανών και των Ιταλών, με την ελπίδα πραγματοποίησης των παλαιών σχεδίων τους.

 

Στην τρομακτική περίοδο κατοχής του 1941-1942 στην Ελλάδα εν γένει, κυρίως όμως στις μεγαλουπόλεις της, αφανίζονται από την πείνα τριακόσιες χιλιάδες (300-000) άνθρωποι.

 

Κατά την περίοδο του 1941-1944 δημιουργούνται στην Ελλάδα τα μεγάλα αντιστασιακά κινήματα ΕΑΜ και ΕΔΕΣ. Οι Γερμανοί αναγκάζονται συχνά νa περιοριστούν στις μεγάλες κυρίως, πόλεις. Καθώς η επίδραση και η δύναμη του ΕΑΜ μεγαλώνει, ο Churchill σταματά να το εφοδιάζει και πηγαίνει με το μέρος του ΕΔΕΣ.

 

Τον 1944 γίνονται δύο συμφωνίες: η Συμφωνία του Λιβάνου, τον Μάιο και η Συμφωνία Casserta, τον Σεπτέμβριο οι οποίες συνδράμουν τη δημιουργία προσωρινής Κυβέρνησης -υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου-, τη δημιουργία νέου ενωμένου εθνικού στρατού και την προοπτική ελεύθερων εκλογών. Επιπλέον το κίνημα ΕΑΜ συμφωνεί για την επιστροφή της εξορισμένης Ελληνικής Κυβέρνησης του βασιλέως Γεωργίου, στην Ελλάδα. Οι δυνάμεις της θα είναι υπό τη νέα Κυβέρνηση, στην οποία θα εκπροσωπείται και αυτό το ΕΑΜ.

 

Τον Οκτώβριο του 1944 τα Ρωσικά στρατεύματα απελευθερώνουν τις Βαλκανικές χώρες από τους Γερμανούς και οι Άγγλοι αποβιβάζονται στην Ελλάδα. Επίσης (τον Οκτώβριο, του 1944), οι Γερμανοί αποχωρούν από την Ελλάδα, και δημιουργείται ελληνική κυβέρνηση υπό τον Γ. Παπανδρέου. Ταυτόχρονα σημειώνεται έντονη η παρουσία του Βρετανικού στρατού, υπό τον στρατηγό Scobie. Το Νοέμβριο του 1944 το ΕΛΑΣ στήνει δικά του δικαστήρια, για να δικάσει Έλληνες, συνεργάτες των Γερμανών. Το Δεκέμβριο του ιδίου έτους (1944), μέλη του ΕΑΜ διαγράφονται από την Κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου. Στην Αθήνα σώματα του ΕΛΑΣ επιτίθενται στα αστυνομικά τμήματα, ο στρατηγός Scobie διατάζει τη διάλυση του ΕΛΑΣ και κηρύσσεται στρατιωτικός νόμος. Από εδώ ξεκινά η μάχη μεταξύ των Βρετανών και των μελών του ΕΛΑΣ. Τον ίδιο μήνα και χρόνο, τον Δεκέμβριο του 1944, καταφθάνει στην Ελλάδα ο Churchill, για τον συμβιβασμό ή την συμφιλίωση των αντιπάλων.

 

Τον Ιανουάριο του 1945 διορίζεται πρωθυπουργός ο στρατηγός Πλαστήρας. Υπογράφεται συνθήκη και το ΕΛΑΣ απομακρύνεται από την Αττική.

 

Τον Φεβρουάριο του 1945 κατά τη συμφωνία της Βάρκιζας λαβαίνουν χώρα: δημοψήφισμα για την αποκατάσταση της μοναρχίας και την διεξαγωγή ελευθέρων εκλογών, το ΕΛΑΣ ορίζεται να διαλυθεί, αφού πρώτα παραχωρείται αμνηστία σε όλες τις ομάδες που πολέμησαν κατά των Γερμανών, και επιπλέον νομιμοποιείται το κομμουνιστικό κόμμα. Η συμφωνία υπογράφεται από το ΕΑΜ και η κυβέρνηση του Πλαστήρα οι Άγγλοι και το ΕΑΜ, συμφωνούν ώστε το ΕΑΜ να μη έχει εκπροσώπους στην Κυβέρνηση, μέχρι τις νέες εκλογές.

 

Μεταξύ Φεβρουαρίου – Ιουλίου 1945 ο Άρης Βελουχιώτης απορρίπτει τη συμφωνία της Βάρκιζας και επιστρέφει στα βουνά. Σκοτώνεται τον Ιούνιο. Η Κυβέρνηση συλλαμβάνει τους οπαδούς των ΕΑΜ/ΕΛΑΣ (μαζικές συλλήψεις και εκτελέσεις λαμβάνουν χώρα). Ο Ν. Ζαχαριάδης επιστρέφει στην Ελλάδα και αναλαβαίνει την αρχηγία του ΚΚΕ. Ο Ναύαρχος Βούλγαρης, αντικαθιστά τον Πλαστήρα, ως Πρωθυπουργός.

 

Παρά το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των επαναστατών δεν ήταν κομμουνιστές αναμφίβολα το ΚΚΕ όριζε και καθοδηγούσε τις κινήσεις του καλούμενου «Δημοκρατικού Στρατού». Η διαίρεση των Ελλήνων σε αριστερούς και σε δεξιούς και το ανάμεσά τους μίσος, διακρίνεται πολύ ενωρίτερα, Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 1944, τότε που είχε ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα στο ΕΛΑΣ και στα Βρετανικά στρατεύματα. Η κατάσταση οξύνεται, όταν δεξιές ομάδες σκοτώνουν μέλη του ΕΛΑΣ (την περίοδο μεταξύ Φεβρουαρίου 1945 και Μαρτίου 1946).

 

Τον Οκτώβριο του 1945 διορίζεται πρωθυπουργός ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, ο οποίος κηρύσσει τις εκλογές στις 31 Μαρτίου 1946.

 

Τον Ιανουάριο του 1946 η Σοβιετική Ένωση, ζητά από τα Ηνωμένα Έθνη, την αποχώρηση των Βρετανικών στρατευμάτων, από την Ελλάδα.

 

Στις 31 Μαρτίου του 1946, γίνονται εκλογές και από τα δύο κόμματα της δεξιάς παράταξης (Τσαλδάρης) και της κεντρώας (Γ. Παπανδρέου), επικρατεί η δεξιά παράταξη και εκλέγεται η κυβέρνηση των βασιλικών υπό τον Τσαλδάρη (η επιτυχία του Τσαλδάρη οφείλετο στην επίθεση του κομμουνιστικού κόμματος στο Λιτόχωρο) που μποϋκοτάρεται από το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο με τη σειρά του, υιοθετεί τον ανταρτοπόλεμο στα βουνά. Οξύνονται οι σκοτωμοί από τους δεξιούς και από τους αριστερούς.

 

Τον Αύγουστο του 1946 ο Μάρκος Βαφειάδης παίρνει στα χέρια του την αρχηγία των «Δημοκρατικού Στρατού[93]» στα βουνά, έχοντας υπό τις διαταγές του τέσσερις χιλιάδες (4.000) επαναστάτες.

 

Την 1η Σεπτεμβρίου του 1946 ο λαός επαναφέρει τον βασιλέα Γεώργιο Β’, και στον θρόνο στις 27 Σεπτεμβρίου (1946).

 

Τον Δεκέμβριο του 1946 η Ελλάδα καταθέτει διαμαρτυρία στο Συμβούλιο Ασφαλείας για την παροχή βοηθείας προς τους αντάρτες, από την Γιουγκοσλαβία, την Βουλγαρία και την Αλβανία. Τα Ηνωμένα Έθνη (UN) οργανώνουν επιτροπή έρευνας, η οποία υποστηρίζει τη θέση της Ελληνικής Κυβέρνησης. Ιδρύεται κατά γενική συνεδρία η ειδική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών σε σχέση με τα Βαλκάνια   (UNSCOB), για την εφαρμογή των προτάσεων της επιτροπής.

 

Τον Φεβρουάριο του 1947, τα Βρετανικά στρατεύματα στην Ελλάδα, αντικαθίστανται από τα Αμερικανικά.

 

Τον ίδιο χρόνο, τον Μάρτιο του 1947, διαδραματίζονται εκ νέου, φοβερά γεγονότα στην Ελλάδα. Ο Βαφειάδης επεκτείνει την εξουσία του «Δημοκρατικού Στρατού» σε μεγάλες περιοχές της επαρχίας, ενώ ο Κυβερνητικός Στρατός έχει υπό την εξουσία του, τις πόλεις. Οι Έλληνες αλληλοσκοτώνονται και ενόσω ο Τίτος είναι με το μέρος του Στάλιν, οι επαναστάτες μπαινοβγαίνουν στην Αλβανία-Γιουγκοσλαβία, όπου εφοδιάζονται με όπλα και χαίρουν ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης. Κατόπιν της απομάκρυνσης του Τίτου από τον Στάλιν, το 1948, τα σύνορα της Γιουγκοσλαβικής επικράτειας κλείνουν και οι επαναστάτες δεν μπορούν να μπαινοβγαίνουν ή να ανεφοδιάζονται με πυρομαχικά και όπλα και να συνεχίσουν να επιτίθενται.

 

Οι Σλάβοι Μακεδόνες αποτελούσαν υπολογίσιμο τμήμα του «Δημοκρατικού Στρατού». Αυτοί σχημάτισαν τα τμήματα   του ‘Σλαβικού Μακεδονικού Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου’ (SNOF). Ανάμεσα στο SNOF και στα άλλα τμήματα του «Δημοκρατικού Στρατού» ξεκίνησαν συγκρούσεις καθώς στόχος του SNOF ήταν ο αγώνας για μία αυτόνομη «Μακεδονία», ενώ μεγάλο μέρος από τους επαναστάτες αγωνίζονταν πάντα για την Ελληνική Δημοκρατία και όχι για την διάσπασή της.

 

Το Μάρτιο του 1947, ο πρόεδρος της Αμερικής Τρούμαν, ανακοινώνει τα σχετικά με την κολοσσιαία βοήθεια προς την Ελλάδα. Την 1η Απριλίου του ιδίου έτους, αποβιώνει ο Γεώργιος ο Β’ και κηρύσσεται βασιλεύς ο Παύλος Α’. Τον Νοέμβριο του 1947, δημιουργείται Ελληνοαμερικανικό Επιτελείο. Στις 7 Δεκεμβρίου 1947, εφαρμόζεται ο Στρατιωτικός Νόμος.

 

Το 1947 τα Δωδεκάνησα παραχωρούνται από την Ιταλία, στην Ελλάδα.

 

Τον Ιανουάριο του 1948 δημιουργείται προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση της Ελλάδας. Στην εξουσία της συμπεριλαμβάνεται το ένα τρίτο της Ελλάδας, ιδρύει σχολεία και εξασφαλίζει υποδομές. Την περίοδο Ιουλίου-Αυγούστου του ιδίου χρόνου, διαδραματίζονται μάχες μεταξύ του καλούμενου «Δημοκρατικού Στρατού» και των Κυβερνητικών Δυνάμεων, για την επικράτηση της εξουσίας, στις ορεινές περιοχές του Γράμμου και του όρους Βίτσι, στη Βορειοδυτική Ελλάδα. Στον αγώνα επικράτησης μεταξύ Ζαχαριάδη και Βαφειάδη, επικρατεί ο πρώτος.

 

Το 1948 αποσπάται η Γιουγκοσλαβία υπό την επιρ­ροή της Ρωσίας. Με την άμεση ήττα των επαναστατών το 1948, αρχίζει και η εκστρατεία της απομάκρυνσης από την Ελλάδα, Ελληνοπαίδων ηλικίας 2 μέχρι 14 χρονών και η μεταφορά τους στις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ (την περίοδο 1948-1949, με πρόφαση την προστασία τους. Τα μισά από αυτά οδηγούνται στη Γιουγκοσλαβία. Το σχέδιο της απομάκρυνσης 28.269, παιδιών από τις οικογένειές τους και από τα σπίτια τους, απέβλεπε στο να δημιουργηθεί μία νέα γενιά, αφοσιωμένη στην μεταμόρφωση της Ελλάδας σε δορυφόρο της Μόσχας. Σύμφωνα με εκείνους που πολέμησαν με το ΕΑΜ, τα παιδιά απομακρύνθηκαν από την Ελλάδα για την ‘ασφάλειά τους από τον πόλεμο’[94] και για την ‘εκπαίδευσή τους’, και όχι με στόχο να αποβούν ένα άλλο είδος Γενίτσαρων (όπως είχε συμβεί άλλοτε με τους Τούρκους στην υπό την κατοχή τους Βαλκανική Χερσόνησο), που θα μισούν την Ελλάδα και θα ενεργούν εναντίον της. Ένα τρίτο από ετούτα τα παιδιά, μιλούσαν δύο γλώσσες, την Ελληνική και τη Σλαβική τοπική διάλεκτο. Τα υπόλοιπα παιδιά μιλούσαν την Ελληνική, προέρχονταν από την Ήπειρο και δεν είχαν καμία σχέση με τους Σλάβους, όπως υποστήριξαν οι Σλαβομακεδόνες. Μερικά από τα παιδιά, ήταν παιδιά των ανταρτών που σκοτώθηκαν στους αγώνες με τις στρατιωτικές δυνάμεις της Κυβέρνησης ή είχαν συλληφθεί ή είχαν καταφύγει στις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ. Οι τελευταίοι είχανε χάσει την ελληνική τους υπηκοότητα και μέχρι τη δεκαετία του 1990, δεν τους επιτρεπόταν να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Οι αμετανόητοι από αυτούς δεν δηλώνουν αφοσίωση στην Ελλάδα και δεν μπορούν να επιστρέψουν σε αυτή. Ετούτοι και τα παιδιά που άλλοτε απήχθηκαν από τους κομμουνιστές και δεν επέστρεψαν τότε και έγκαιρα στις οικογένειές τους, είναι αυτοί οι οποίοι εκπροσωπούν την τάση του αλυτρωτισμού, για την προσάρτηση της Ελληνικής Μακεδονίας, στην ΦΥΡΟΜ. Αυτοί αποκαλούν τους εαυτούς των «Aegean Macedonians», εφεύρεση προς εξυπηρέτηση των στόχων τους, ενώ είναι γεγονός ότι δεν υπάρχει τέτοια εθνική ή τοπική ταυτότητα[95].

 

Οι Ελληνικές Κυβερνήσεις και ιδιαίτερα η δικτατορία Μεταξά 1936-1941, εφάρμοσαν άκαμπτες συμπεριφορές στην προσπάθειά τους να σταματήσουν τους Σλαβόφωνους να χρησιμοποιούν το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, που ήταν Βουλγαρική διάλεκτος ανάμεικτη με Ελληνικές, Αλβανικές και Βλάχικες λέξεις. Η συγκεκριμένη συμπεριφορά των Ελλήνων δεν δικαιολογείται, καθώς ετούτοι οι Σλαβόφωνοι αισθάνονταν τόσο Έλληνες, ώστε οι Βούλγαροι και άλλοι Σλάβοι τους αποκαλούσαν Γρεκομάνους. Τιμωρήθηκαν ωστόσο οι κυβερνήσεις για τη συμπεριφορά τους προς τους Γρεκομάνους, καθώς αριθμός αυτών πήγε με το μέρος των Βουλγάρων ακόμη μία φορά, τότε που οι Βούλγαροι πήγαν με το μέρος των Γερμανών. Μεγάλος αριθμός των Γρεκομάνων κατέφυγε στο ΚΚΕ και αγωνίστηκαν με την χαμένη μερίδα στον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο. Αποτέλεσμα ετούτων των γεγονότων υπήρξε και το ακόλουθο: ετούτοι οι Σλαβόφωνοι ή Γρεκομάνοι (Βουλγαρική διάλεκτος, ανάμεικτη με Ελληνικές, Αλβανικές και Βλάχικες λέξεις), πέρασαν τα ελληνικά σύνορα και υπήρξαν η αιτία της δημιουργίας του κράτους «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας» (FYROM). Επίσης ένας αριθμός των Σλαβόφωνων ή Γρεκομάνων, αρνήθηκαν να προσχωρήσουν στο SNOF και παρέμειναν στην Ελλάδα, αποδεικνύοντας εκ νέου την Ελληνική τους Συνείδηση. Αυτοί οι τελευταίοι ζούνε στην περιοχή της Φλώρινας, κυρίως. Σύμφωνα με το US, υπάρχουν 10.000 ως 50.000 Έλληνες υπήκοοι, που προέρχονται από Σλαβόφωνους προγόνους, αλλά μόνο ένας μικρός αριθμός από αυτούς τους Έλληνες πολίτες, θεωρούν τον εαυτό τους «Μακεδόνες» [96].

 

Τον Ιανουάριο του 1949, ο στρατηγός Παπάγος ορίζεται Αρχηγός των Κυβερνητικών Δυνάμεων. Ο αποκαλούμενος «Δημοκρατικός Στρατός» νικιέται την περίοδο Ιουλίου-Αυγούστου το 1949, και 100.000 άτομα περνούν τα σύνορα και έρχονται στις σοσιαλιστικές χώρες αυτής της εποχής. Επίσης το ΚΚΕ κηρύσσει τέλος στις εχθροπραξίες.

 

Σο διάστημα 1945 1949 η Βαλκανική Χερσό­νησος διέρχεται ταραχώδεις καταστάσεις. [Στο τέλος ετούτης της έρευνας (σελίδες 69-72, χωρία στην αγγλική, από την εγκυκλοπαίδεια ‘Britannica’, της έκδοσης του 1984), από το κείμενο: History of Balkans, Spread of Cοmmunism, όπου ιστορικοί παρουσιάζουν την κατάσταση στα Βαλκάνια, το κομμουνιστικό κίνημα και τις εξ αυτού συνέπειες για την Ελλάδα. Η Ελλάδα, με την βοήθεια της Αμερικής, κατορθώνει να ορθοποδήσει και να οραματιστεί με πεποίθηση, το μέλλον της.]

Τον Μάρτιο του 1950 ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας εκλέγεται Πρωθυπουργός Κυβέρνησης, που σχηματίζεται από τα επικρατέστερα κόμματα. Ακολουθεί μία περίοδος πολιτικής αστάθειας μέχρι τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1952, οπότε τα εκλογικά αποτελέσματα ορίζουν ως πρωθυπουργό, τον Αλέξανδρο Παπάγο.

 

Τέλος

 

Fragments from “History of Balkans”

Spread of Cοmmunism[97]. In 1945 and 1946, through a series of diplomatic notes, the Soviets tried to browbeat the Turks into giving them military bases on the straits between the Black Sea and the Aegean. In addition, Tito and other Balkan Communists, most notably Georgi Dimitrov of Bulgaria, set about actively implementing their ideal of Balkan confederation. A first step was to federalize Yugoslavia itself. A new constitution, closely modeled on that of the U.S.S.R., was accordingly promulgated in January 1946; it established six federal re­publics (Serbia, Slovenia, Croatia, Montenegro, Macedonia, Bosnia) and several autonomous regions. King Peter lost his throne, and Communist Party control came fully into open.

A second step was to bring a reliable Communist regime to power in Albania. The Yugoslavs sent troops and technical advisers to help Albanian revolutionaries seize firm control (January 1946). Soon the entire country began to behave much like another constitutive republic of Tito’s emerging Balkan super state.

The next item on the Communists’ agenda was never realized; the creation of a united Macedonia that would combine the portions of that land belonging to Greece, Bulgaria, and Yugoslavia into a single whole. Bulgaria did in fact briefly cede Pirin Province to the new Macedonia, but the Greeks refused to cooperate. Accordingly Tito sent Greek veterans of the wartime guerrilla force (who had retreated into Yugoslavia at the end of the war) back to Greece, where they formed the core around which fresh bands of guerillas quickly formed in 1946 and 1947.

The Greek government’s efforts to repress this renewal of guerilla activity were ineffective; British resources were too straitened at home to permit fresh involvement in Greece. Hence, for a few months – until the United States committed itself fully to stopping the Communist advance – Tito’s revolutionary policy seemed on the verge of paying off.

Such heady prospects encouraged the Yugoslavs to be aggressive along their frontier with Italy, demanding further territory to unite all Slovenes in the new Slovene republic. They also entered into negotiations with the Bulgarians (and perhaps also with Romania Communists) for merging their countries into the proposed Balkan federal state.

Communist regimes in Romania and Bulgaria. Tito’s activity antagonized the United States and was a potent factor in persuading the U.S. Congress to support the embattled Greek government in 1947. Tito’s effect on Soviet policy remains a matter for speculation; Stalin probably backed the idea of abandoning the popular-front tactic and the placing of out-and-out Communist regimes in power. Soviet diplomatic agents played the key role in driving King Michael from the Ro­manian throne (December 1947), thus instituting Communist Party dictatorship in that country. Bulgarian Communists needed no outside help to achieve the sa­me result by the end of 1947. For further information see also INTERNATIONAL RELATIONS (1945 to c. 1970).

Tito’s break with the Soviet Union. Eventually, Tito’s efforts to overthrow the royal government in Greece and to press ahead with Balkan federation alienated the Soviets. Perhaps Stalin feared Tito’s independence or attributed the United States’ involvement in Greece and Turkey to what he saw as Tito’s recklessly revolutionary policies.

At any rate, in 1948 the Soviet dictator decided to call Tito to heel. With characteristic guile, Stalin set out to overthrow Tito by stirring up an intrigue within the ranks of the Yugoslav Communist Party. It did not work; Tito’s prestige inside his own country was too great for an outsider – even Stalin – to succeed in unseating him.

When the quarrel between the Soviet Union and Tito came out into the open (June 1948), the entire strategic situation in the Balkans altered abruptly. Albanian Communists, warmly backed by the Soviet Union, broke away from Tito and unceremoniously evicted all the Yugoslav experts and advisers who had until then been running the country. Bulgaria and Romania disclaimed all sympathy for Tito and hurried to participate in Sta­lin’s economic blockade and propaganda war against the stubborn Yugoslavs (all the more energetically be­cause of their previous associations with the new heretic).

In Greece, the Tito-Stalin split meant, first of all, the cessation of Yugoslav aid to the Greek guerrillas. This crippled the guerrilla cause, then, in an effort to get the Macedonians to imitate the Albanians and secede from Tito’s dominion, the Cominform (Communist Information Bureau, established in 1947) announced its program of a united Macedonia. Radio broadcasts failed to stir the Yugoslav Macedonians to action; but the news did create consternation in the ranks of the Greek guerrillas, who were unwilling to flight for a cause that it now appeared, would lead, if successful, to the surrender of Greek territory to a Slav people. Greek Communist morale therefore collapsed, so that Greek government tro­ops – equipped, advised, and assisted by a large American military mission – found it easy to win a decisive victory in the summer of 1949.

Changes caused by the war. By August 1949, therefore, active military operations in the Balkans ceased; ne­arly a decade of war thus came to a conclusion. By that date Communist Party dictatorships were firmly esta­blished in all the Balkan countries except Greece and Turkey.

Confirmation of national states. Yet, in spite of this fact, the changes World War II brought to the Balkans were distinctly less drastic than those that came during the 20th century’s earlier decade of Balkan fighting, 1912-23. Boundaries shifted only slightly after 1945; and war or postwar population movements wiped out or greatly reduced the numbers of some national minorities – Germans and Jews in particular. The effect was to confirm and enhance the sorting out of Balkan populations into territorially defined national states, according to the patterns of 1918-19. From a political and social point of view the one-party regimes of the northern Balkans, set up by Communists, proved a little more ruthless and persistent in pursuit of the same goals that interwar Balkan governments had pursued: economic and political mobilization of the peasant mass – by police hectoring and controlled elections if need be – to hasten the development of

Industries and cities.

All in all, the major crisis of transition from a traditional peasant and premodern style of life apparently took place in the Balkans before and after World War I, whereas after 1949 somewhat more stable patterns of modernization and mobilization established themselves in Greece as well as in Communist lands. The waning force of revolutionary movements of every kind, marked feature of the post-World War II Balkan scene, is an index of this basic transformation.”

End
************

Βιβλιογραφία

Βιβλία στην Ελληνική

Αριστοφάνους, Θεσμοφοριάζουσαι.

Αρριανού Ανάβασις

Ηροδότου Ιστορία, Εισαγωγή – Μετάφραση – Σχόλια: Αδ. Θεοφίλου, Επιστημονική Εταιρία των Ελληνικών Γραμμάτων: Πάπυρος, 1953.

Ηρώδης, Πε­ρί πολιτείας, παράγραφος 3, 24

Θεόπομπος, Fr. Jacob Frg. Griech Hist. 225.

Κουκουρδή Γεωργία Π., Νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία, Αθήνα 1978, οργανισμός εκδόσεως διδακτικών βιβλίων.

Λάζαρος Α., Χατζής Δ., Βουραζέλης – Μαρινάκος Ε., Ελληνορωμαϊκή Βυζαντινή Μεσαιωνική Ευρώπη, Αθήναι 1972.

Λεξικό Σουΐδα, 10ος αι. μ. Χ, Εισαγωγή: Βασίλης Κατσαρός, Καθηγητής Βυζαντινής Φιλολογίας Α.Π.Θ., Θύραθεν Εκδόσεις, Θεσσαλονίκη.

H.G. Lindell and R. Scott, Μέγα λεξικό της Ελληνικής γλώσσης, μετάφραση από τα αγγλικά: Ξεν. Π. Μόσχος, εκδοτικός οίκος: Ι. ΣΙΔΕΡΗ Αθήνα.

  1. OBOLENSKY Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΟΙΝΟΠΟΛΙΤΕΙΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΝΙΑΣ.

Παπαθανασόπουλος Γιώργος Ν., Μιχαήλ Η’ ο Παλαιολόγος, «Αντίφωνο», ηλεκτρονικό περιοδικό .

Παπασταύρου Ι. Σ., Αρχαία Ιστορία, Έκδοση 4η, εν Αθήναις 1963.

Πράξεις Αποστόλων 6, 1.

Σοφοκλής, Αίας, στ. 1263.

Τζουγανάτος Νικολάος Δ., Επίτομη Γενική Ιστορία, τρίτη έκδοση, Αθήναι.

 

Books in English

A Child’s Grief A Nation’s Lament A modern Greek tragedy 1946-1949, Sydney Australia 1995 (by P. Diamandis, G. M. Karagiannakis, G. P. Karagiannakis, T. Papachristopoulos, T. Tsanis, K.Vardakis, V. Vasilas, C. Vertzayias ).Adronicos Manolis, Vergina, The Royal Tombs, Ekdotike Athenon,  Athens 1989.

Aristotle, Great books of the Western World, Encyclopaedia Britannica, Ed. 1984.

Aristotle, Politics V 1311b, The Great Books of the Western World, Encyclopedia Britannica, Ed. 1984.

Aristotle, Politicks, English translation by H. Rackham, MA. Harvard Univ. Press, London 1967.

Aristotle, Oeconomica, translation by G. Cyril Armstrong BA., Harvard Univ. Press, London 1969.

Grant Michael, The Rise of the Greeks, Gr. Britain 1987.

Herodoti Historiae, editio tertia, Oxford 1960, Great Britain.

Homer, The Iliad and Τhe Odyssey, rendered into English prose by Samuel Butler.

Diodorus of Cicily, books XVI and XVII, translation by C. Bradford Welles, Professor of Ancient History Yale Univ., Harvard Univ. Press London 1970.

Institute for Balkan Studies, titled: Macedonia Past and Present, Thessaloniki 1992 (issue 231).

Κitto H.D.F., The Greeks, Pelican books, Great Britain 1976.

Martis, Nicolaos K. The Falsification of Macedonian History, Aκαδημία Αθηνών, Translated by John Philip Smith, Athens 1984.

Plutarch’s Moralia:

  1. How to tell a flatterer (pp. 370-391).
  2. On the fortune of Alexander (pp. 390-391).
  3. The education of children (B.20) (translation by Frank Cole Babbitt) Harvard Univ. Press London 1960 and 1962.Stravo, books VI and VII 1,21, translation by Horace Leonard Jones Ph.D., LLD., Harvard Univ. Press London 1967.Sylloge Inscriptionum Graecarum, 3rd edition by Hille Von Gaetringen of W. Dittenberger.The Olympic Games In Ancient Greece (Subtitle: Ancient Olympia and the Olympic Games), List of Ancient Olympic Victors, yr. of publication 1982, pp. 289-296.
  4. The Olympic Games in Ancient Greece, Ekdotike Athenon, S.A. Athens, 1982.
  5.  
  6. Plutarch’s Lives, Alexander, by Eduard. C. Lindeman, translated by John and William Lang Home, New York 1957.

Timotheus roll: Greek manuscript, of the 4th century B.C. (Berlin, 350-330 B.C).

Theophrastus, Enquiry into Plants, book III, translated by: Sir Arthur Hortbart, M.A., Harvard Univ. Press, London 1968.

Thucydides, book II, translation in english by Charles Forster Smith, Harvard Univ. Press London 1969, William Henemann Ltd.

 

Βοηθήματα

A Child’s Grief A Nation’s Lament A modern Greek tragedy 1946-1949, Sydney Australia 1995 (by P. Diamandis, G. M. Karagiannakis, G. P. Karagiannakis, T. Papachristopoulos, T. Tsanis, K.Vardakis, V. Vasilas, C. Vertzayias ).

Droysen, Johann Gustav (1808-1884), http://www.uni-kiel.de

Encyclopaedia Britannica, edition 1984.

The Great Books of the Western World, printed under the umbrella of the Encyclopaedia Britannica, edition, 1984.

Hille Von Gaetringen of W. Dittenberger, Sylloge Inscriptionum Graecarum, third edition by.

Martis, Nicolaos K. The Falsification of Macedonian History, Aκαδημία Αθηνών, Transl. by John Philip Smith, Athens 1984.

Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης, Ιστοριογράφος.

Wikipedia

********************

 Yποσημειώσεις

[1]Theophrastus, Enquiry into Plants, book III, translated by: Sir Arthur Hobart, M.A., Harvard University Press, London 1968. [O Θεόφραστος (γεννήθηκε στην Ερεσό της Λέσβου 371 ή 372 π.Χ. περίπου μέχρι το 287/5 π. Χ.) ο συγγραφέας του: Ιστορία Φυτών (στην παρούσα μελέτη αφορά το χωρίο του συγκεκριμένου έργου: 3.3,1) ήταν μαθητής του Αριστοτέλη (επί Πτολεμαίων, τον 3ο αι. π. Χ. [Πτο­λεμαίοι: πρώτος ο Πτολεμαίος του Λάγου, ο οποίος με­τά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου κατάλαβε την εξου­σία της Αιγύπτου και για 20 χρόνια υπήρξε σατράπης της χώρας, με πρωτεύουσα την Αλεξάνδρεια]). O Θεόφραστος υπήρξε μαθητής του Λεύκιππου (ή του Άλκιππου κατά τον Διογένη) αρχικά, ύστερα ήρθε στην Αθήνα και ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία ως μαθητής του Πλάτωνα. Μετά το θάνατο του Πλάτωνος το 347, ακολούθησε τον Αριστοτέλη. Ως φιλόσοφος, υπήρξε ο συνεχιστής του έργου του Αριστοτέλη και τον διαδέχθηκε στη διεύθυνση της Περιπατητικής Σχολής, όταν ο Αριστοτέλης κατηγορήθηκε για ασέβεια και κατέφυγε στην Χαλκίδα. Ο Θεόφραστος δίδαξε για 25 χρόνια στην Περιπατητική Σχολή και άφησε πολλά γραπτά. Μαθητές του υπήρξαν ο Μένανδρος, οι Βασιλείς της Μακεδονίας Φίλιππος και Κάσσανδρος, καθώς και ο Βασιλιάς της Αιγύπτου Πτολεμαίος Α’. Ο Θεόφραστος δεν ασχολήθηκε με την πολιτική, ενεργά, και αφοσιώθηκε στην Επιστήμη και στη Φιλοσοφία. Μεταξύ των θεμάτων που πραγματεύτηκε, η Βοτανική και η Ζωολογία κατέχουν ιδιαίτερη θέση. Ως σήμερα διασώζονται τα εννέα βιβλία του έργου του Περί Φυτών Ιστορίας, το έργο του  Περί Φυτών Αιτιών (6 Βιβλία) και το έργο του Οι Χαρακτήρες που είναι και το πιο γνωστό από τα έργα του (Βικιπαιδεία)].

[2]Θεόφραστος, Περί Φυτών Ιστορίας, 3.3,1. Το συγκεκριμένο έργο του Θεόφραστου είναι σπουδαίο, περισσότερο για τη μέθοδο με την οποία κατατάσσει τα φυτά. «Μια σημαντική παρακαταθήκη του στην βοτανική, είναι, ότι σήμερα έχει ‘βαφτιστεί’ προς τιμήν του ο ενδημικός φοίνικας της νότιας Ελλάδας, ως Φοίνικας του Θεοφράστου (phoenix theophrastii), καθώς εκείνος ήταν που αναφέρθηκε πρώτος και έντονα για την ύπαρξη αυτού του φυτού στον ελλαδικό χώρο, μέσα στο έργο του» (Βικιπαιδεία).

[3] Οι Δωριείς κατεβαίνουν στην Ελληνική χερσόνησο περίπου το 1120 π. Χ. και είναι τα τελευταία Ελληνικά φύλα τα οποία υπό την αρχηγία των Ηρακλειδών, κατευθύνονται στην Ελληνική Χερσόνησο με κατακτητική ορμή. Πριν αυτούς υπήρξαν κατά σειράν, οι Πελασγοί, οι Αχαιοί και στη συνέχεια ακολουθούν οι Ίωνες, το πρώτο κύμα των Ελλήνων (το οποίο κατακλύζει τα πεδινά μέρη της Μακεδονίας, ξεκινώντας από την κοιλάδα του ποταμού Αξιού γύρω στο 2.000 π. Χ. Δύο αιώνες μετά από την κάθοδο των Ιώνων, δηλαδή γύρω στον 17ο αι. π. Χ., ένα δεύτερο, νέο κύμα Ελλήνων, οι Αιολο-Αχαιοί, εμφανίζονται επίσης από το Βορρά, καταλαμβάνουν την ελληνική περιοχή και απλώνονται σε όλη την Ελλάδα, αλλού υποτάσσοντας τους πρώτους Έλληνες, τους Ίωνες, και αλλού σπρώχνοντας αυτούς στα ανατολικά παράλια της Ελλάδας, στα νησιά και στις απέναντι από αυτά περιοχές (στην καλούμενη από αυτούς, Ιωνία). Οι Αιολο-Αχαιοί, συνεχίζοντας την επέκτασή τους, περνούν και εγκαθίστανται στα νότια παράλια της Μικράς Ασίας (τα οποία κοιτάζουν προς το Αιγαίο) και στην μεγαλόνησο Κρήτη, και στη συνέχεια δημιουργούν αποικίες στην Κύπρο. Οι Αιολο-Αχαιοί υπήρξαν οι δημιουργοί του πρώτου Ελληνικού πολιτισμού, του οποίου η αποκορύφωσή του και το τέλος, αντικατοπτρίζονται στα Ομηρικά έπη, καθώς επίσης και στα αρχαιολογικά ευρήματα των Μυκηνών, Τίρυνθας, Πύλου, Ορχομενού, Βαφείου και άλλων περιοχών. Το τρίτο και τελευταίο πλέον κύμα των Ελλήνων, οι Δωριείς, καταφθάνουν στην Ελληνική χερσόνησο τον 12ο π. Χ. αι. Οι Δωριείς εξαπλώνονται στην Ελλάδα και από τον κύριο κορμό της έρχονται στην Κρήτη και στα νησιά του νοτίου Αιγαίου, αφήνοντας στους Αιολο-Αχαιούς μικρές περιοχές στη Θεσσαλία, Βοιωτία, Αρκαδία και Κύπρο. Στους Ίωνες αφήνουν τα Ανατολικά παράλια της Πελοποννήσου, της Αττικής της Εύβοιας και τα κεντρικά νησιά του Αιγαίου   (από την εισαγωγή στο βιβλίο, Macedonia Past and Present, Thessaloniki 1992 [issue 231] pp. 6,7, που εξέδωσε το Institute for Balkan Studies). Οι Δωριείς-Μακεδόνες, παρουσιάζονται ως Θεσσαλικός κλάδος. Ο Ηρόδοτος, θεωρεί αρχική αφετηρία τους τη Θεσπρωτία και τους ονομάζει «Μακεδνόν Έθνος». Η παράδοση της Δωδώνης, κοινή με εκείνη των Θεσσαλών, και η ε­πανάληψη της Ιεράς αυτής συνήθειάς των στους Δελ­φούς, ενισχύει την άποψη ότι η Πίνδος είναι η περιοχή όπου μαρτυρείται η πρώτη φάση της εξέλιξης των Δωριέων στην Ελλάδα (Ηρόδοτος 1,56 και 8,43).

[4]Ηρόδοτος, 1,56: «ταύτα γαρ ην τα προκεκριμένα, εόντα το αρχαίον το μεν Πελασγικόν, το δε Ελληνικόν έθνος. και το μεν ουδαμή και εξεχώρησε, το δε πολυπλάνητον κάρτα. επί μεν γαρ Δευκαλίωνος Βασιλέος οίκεε γην την Φθιώτιν, επί δε του Δώρου του Έλληνος την υπό την Όσσαν τε και τον Όλυμπον χώρaν, καλεομένη δε Ιστιαιώτιν. εκ δε της Ιστιαιώτιδος ως εξανέστη υπό Καδμείων, οίκεε εν Πίνδω Μακεδνόν καλεόμενον, εντεύτεν δε αύτις ες την Δρυοπίδα μετέβη και εκ της Δρυοπίδος ούτως ες Πελοπόννησον ελθόν Δωρικόν ε­κλήθη». Μετάφραση του κειμένου: «Στην Βασιλεία του   Δευκαλίωνα κατοικούσαν γύρω στην Όσσα και τον Όλυμπο, στην Ιστιαιώτιδα. Όταν τους ξεσήκωσαν απ’   εκεί οι Καδμείοι κατοίκησαν στην Πίνδο, με το όνομα Μακεδνοί. Απ’ εκεί πάλι μετακι­νήθηκαν στην Δρυοπίδα και όταν από εκεί μετακινήθηκαν στην Πελοπόννησο,   ονομάστηκαν   Δωριείς». Εκτός από την παραπάνω μετάφραση του κειμένου του Ηροδότου, παρατίθεται εδώ και μία σύντομη επεξήγηση για την καταγωγή των Αθηναίων και των Λακεδαιμονίων, επίσης από τον Ηρόδοτο, σύμφωνα με τον οποίο, οι Αθηναίοι   κατάγονται   από   τους   Πε­λασγούς και οι Λακεδαιμόνιοι από τους Έλληνες-Δωριείς. Ο Ηρόδοτος, υποστηρίζει ότι οι Αθηναίοι δεν μετακινήθηκαν ποτέ από τον τόπο τους, μέχρι την περίοδο που εμφανίστηκαν τα πρώτα ελληνικά φύλα. Αντίθετα   οι Δωριείς, εκ των οποίων προέρχονται και οι Λακεδαιμόνιοι, περιπλανήθηκαν πολύ, μέχρις ότου κατασταλάξουν στις περιοχές όπου και εγκαταστάθηκαν. Ο Ηρόδοτος γράφει επίσης τα ακόλουθα: «Το ελληνικό έθνος αφότου φάνηκε, την ίδια πάντα γλώσσα μιλά – αυτό είναι η πεποίθησή μου, αφότου όμως ξέκοψε από το Πελασγικό, αδύνατο τότε και στην αρχή και μικρό, αυξήθηκε ύστερα και πλήθαινε σε έθνη, καθώς προσχώρησαν σ’ αυτό κυρίως οι Πελασγοί, αλλά και πάρα πολλά άλλα βαρβαρικά φύλα. Τέλος είμαι της γνώμης ότι το Πελασγικό έθνος πρωτύτερα και εφόσον ήταν βαρβαρικό, ποτέ δε γνώρισε μεγάλη δύναμη» (Ηρόδοτος Α, 57- 58).

[5] Homer, The Iliad and Τhe Odyssey, rendered into English prose by Samuel Butler. «…φύλλα μακεδνής αιγείρειο…», Οδύσσεια Η. 106.

[6]Στην Αττική διάλεκτο Μολοττός –όν, ονομάζονται οι ανήκοντες στην Μολοσσία, γειτονική χώρα των Μακεδόνων, σύμφωνα με τον Ηρόδο­το στο χωρίο: Α’.146, εξ ου και η ονομασία Μολοσσοί (Ηροδότου, Ιστορία Α’ [Κλειώ], Εισαγωγή, Μετάφραση, Σχόλια, Αδ. Θεοφίλου, Επιστημονική Εταιρία των Ελληνικών Γραμμάτων, Πάπυρος, Αθήναι 1963, σ. 74), και επίσης στο βιβλίο: Aristophanes, The Thesmophoriazusae, Translated into English Verse by Benjamin Bickley Rogers, Great books of the Western World, Publisher: William Brenton, The University of Chicago 1952, by Encyclopaedia Britannica, Inc. Twenty – Sixth Printing, 1984, verse   414., p. 605.

[7]Ιλιάδα Δ. 228: «Ευρυμέδων υιός Πτολεμαίου Πειραΐδαο» = ο Ευρυμέδων γιος του Πτολεμαίου, γιου του Πειραΐδου.

[8]Πολύ ενωρίτερα από τη βασιλεία του Φιλίππου, επίσημη γλώσσα των Μακεδόνων φαίνεται να είναι η Ελληνική και μάλιστα η Αττική διάλεκτος (Sylloge Inscriptionum Graecarum, 3η έκδοση υπό Hille Von Gaetringen, του W. Dittenberger,pp. 459, 332, 380).

[9]Είναι γνωστό ότι ο Αλέξανδρος είχε δάσκαλο τον Αριστοτέλη και λέγεται ότι κοιμόταν με τα Έπη του Ομήρου, κάτω από το μαξιλάρι του.

[10] «Ελληνιστική Κοινή», είναι η Ελληνική η οποία προήλθε από την Αττική διάλεκτο, εμβολιασμένη με στοιχεία των άλλων Ελληνικών δια­λέκτων, και σε ετούτη, αργότερα, μ. Χ., γράφτηκαν τα Ευαγγέλια και άλλα σημαντικά έργα.

[11]Ο Αμερίας έζησε τον 3ο αι. π. Χ.

[12] Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης, 7, 9, 3: «…όσοι Μακεδονίαν και την άλλην Ελλάδα κατέχουσιν…» (μετάφραση: …όσοι την Μακεδονίαν και την υπόλοιπη Ελλάδα κατέ­χουν…) «…υπό Βασιλέως Φιλίππου και Μακεδόνων και των άλλων Ελλήνων όσοι εισίν αυτώ σύμμαχοι…» ( μετάφραση: …από το Βασιλιά Φίλιππο και τους Μακεδόνες και τους άλλους Έλληνες όσοι είναι σύμμαχοι του…) «Φί­λιππος ο Βασιλεύς και Μακεδόνες και των άλλων Ελ­λήνων οι σύμμαχοι…» (μετάφραση: Ο βασιλεύς Φίλιππος, οι Μακεδόνες και οι σύμμαχοι των άλλων Ελλήνων…) Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης, Ιστοριογράφος 200-120 π. Χ. περί­που.

[13]Μετάφραση: «…ο Αλέξανδρος και οι Έλληνες εκτός α­πό τους Λακεδαιμονίους, από τους Βαρβάρους που κα­τοικούν την Ασίαν», Αρριανού Ανάβασις 1.16,7. Συγγραφέας του Ανάβασις, είναι ο ιστοριογράφος Φλάβιος Αρριανός (στην περίοδο των Αντωνίνων), από την Νικο­μήδεια της Βηθυνίας, ο οποίος επί Αδριανού χρημάτισε ως “Legatus pro praetore” (= πρεσβευτής του ηγεμόνος) στην Καππαδοκία, και απέκρουσε την τότε επι­δρομή των Αλάνων εναντίον των Ρωμαίων. Γι’ αυτή έγραψε την διατριβή «Έκταξις κατ’ Αλάνων». Το έργο όμως που τον κατέταξε μεταξύ των σπουδαιότερων Ιστοριογράφων αυτής της περιόδου, εί­ναι το «Ανάβασις Αλεξάνδρου», 2ος αι. μ.Χ. (Ιδέ και υποσημ. 62, για περισσότερες πληροφορίες σε σχέση με τη ζωή και το έργο του Αρριανού).

[14] Book IX, 45: Alexander I, just before the battle of Plataea – Athenians: “I would not speak, we­re I am not worried for all Greece. For I myself am Greek by race from the beginning and I should not like to see a free Greece become a slave”. Ο Σοφοκλής στην τραγωδία Αίας, υπογραμμίζει τη σημασία που είχε για τους Έλληνες η γλώσσα τους, ώστε να την ξεχωρίζουν με έμφαση από οποιαδήποτε άλλη (Η όποια άλλη γλώσσα, καλείτο ‘βάρβαρος’). Στο στίχο 1263 γράφει: «Την βάρβαρον γαρ γλώσσαν ουκ επαΐω» (= Γιατί τη βάρβαρη τη γλώσσα δεν την ξέρω), απαντά ο Αγαμέμνονας στον Τεύκρο.

[15] (Herodotus Book VII 22: ‘The Ma­cedonians considered themselves to be Greeks and I too am sure of their Greek nationality. The other Greeks thought the same as it is evident from the decision which was taken by the judges at the Olympic Games to allow Alexander I to compete there”).

[16] Πλουτάρχου Παίδων αγωγή 20 («Η Ευρυδίκη από την πόλη Ίρρα αφιερώνει αυτό το ανάθημα στις Πάτριες Μούσες επειδή πραγματοποιήθηκε η επιθυμία της. Καθώς η γραφή κάνει τους λόγους αθάνατους, προσπάθησε να τη μάθει, κι ας ήταν μητέρα παιδιών σε εφηβική ηλικία», μετάφραση Π.Δ. Έλλη -Elles).

[17]Στις 2 Αυγούστου 338.

[18] Πράξεις Αποστόλων 6, 1.

[19] 360-350 π. Χ.

[20] In Hermopolis Magna (Ash-Ashmunayn), a   University Expedition (1930-1939) discovered a necropolis where also found the well-known tomb of Petosiris (he was a high priest of Troth in the ti­me of Alexander the Great).

[21] Timotheus roll: Greek manuscript, of the 4th century B.C. (Berlin, 350-330 B.C). («Ptolemaic period», Timotheus roll: In the roll from Dervéni, Macedonia, dated on archaeological grounds to the 4th century bce, lines and letters are well spaced and the letters carefully made in an epigraphic, or inscription, style, especially the square E, four-barred Σ, and arched Ω; the whole layout gives the effect of an inscription. In the Timotheus roll in Berlin (dated 350–330 bce) or in the curse of Artemisia in Vienna (4th century bce), the writing is cruder, and ω is in transition to what is afterward its invariable written form. Similar features can be seen in the earliest precisely…, written by Ralph H. Pinder -Wilson (100 of 22,289 words) «Ptolemaic period», Timotheus roll).

[22] Mausolus (Carian Satrap who ruled 337-353), made Halicarnassus the metropolis of Caria. The architecture of the city as well as the Satrap’s tomb, the “Mausoleum” (one of the “Seven Wonders of the World”) showed strong Greek influence. The Mausoleum was planned by Mausolus, himself, but it was actually built by his wife Artemisia (She succeeded him and ruled 353-351 B.C.)

[23] «Ο Πηνειός χωρίζει την κάτω Μακεδονία την προς την θάλασσα, από τη Θεσσαλία και Μαγνησία και ο Αλιάκμονας την απάνω Μακεδονία και ακόμη μαζί με τον Ερίγονα, τον Αξιό και άλλους από τους Ηπειρώτες και τους Παίονες», Στράβων, Κεφ. VII 12. Μετάφραση, Π. Δ. Έλλη.

[24] «Μαζεύτηκαν λοιπόν στη Δόβηρα και ετοιμάζονταν περνώντας τη κο­ρυφή του βουνού, να επιτεθούν στην κάτω Μακεδονία, όπου ήταν άρχοντας ο Περδίκκας. Στους Μακεδόνες συμπεριλαμβάνονταν και Λυγκηστές (περιοχή σήμερα της Φλώρινας), και Ελιμιώτες (περιο­χή Κοζάνης) και άλλα έθνη από την απάνω Μακεδονί­α, σύμμαχα προς τους Μακεδόνες και υπήκοα, αλλά με δικούς τους βασιλείς…», Θουκυδίδης 2.99, 1, 2, Μετάφραση, Π. Δ. Έλλη.

[25] «…ουκ ελάττω… η μυρίους των Ελλήνων τους την αρίστην και πλείστην χώραν κεκτημένους…» (μετάφραση: αμέτρη­τοι ήταν οι Έλληνες που κατείχαν το μεγαλύτερο και καλύτερο κομμάτι της γης, Μετάφραση, Π. Δ. Έλλη), Θεόπομπος, Fr. Jacob Frg. Griech Hist. 225.

[26] Περδίκκας Α’, 700 π. Χ.

[27] Αμύντας Α’, τέλη του 6ου αι. π. Χ.

[28] Ηροδότου Ιστορία, Εισαγωγή – Μετάφραση – Σχόλια: Αδ. Θεοφίλου, Επιστημονική Εταιρία των Ελληνικών Γραμμάτων: Πάπυρος, 1953, βιβλίο Ε’ [V] παρά­γραφος 22.

[29] Ο Ηρόδοτος στο ίδιο βιβλίο Η’, παράγραφος 138, συνεχίζει την αφήγησή τους για τους τρεις Τημενίδες, Ηροδότου Ιστορία, Η’ Βιβλίο, ο.π.

[30] Ο Θουκυδίδης στο βιβλίο του II XCIX. 3 (Μετάφραση στη νεοελληνική, Π. Δ. Έλλη: «Τη σημερινή παραθαλάσσια Μακεδονία, ο Αλέξανδρος ο πατέρας του Περδίκκα και οι πρόγονοι αυτού, οι αρχαίοι Τημενίδες από το Άργος, ήταν οι πρώτοι που την κατέκτησαν και έγιναν βασιλείς της.» Το κείμενο στην Αγγλική: “But the country by the sea which is now called Macedonia was first acquired and made their kingdom by Alexander the father of Perdiccas, and his forefathers who were originally Temenidae from Argos…”)

[31] Ο Αλέξανδρος Α’, ο γιος του Αμύντα έζησε την περίοδο 495-450π.Χ. Ο Αλέξανδρος Α’, όπως αναφέρθηκε και πριν, έ­λαβε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αφού προηγουμένως απέδειξε στους Ελλανοδίκες την Ελληνικότητα του, «ως είη Αργείος» (Ηροδότου Ιστορία, ο. π., Ε’ 22).

[32] Ηρόδοτος, βιβλίο Θ’ 45 (μετάφραση Π. Δ. Έλλη: «γιατί είμαι Έλληνας στην καταγωγή και δεν θέλω να βλέπω την Ελλάδα υποδουλωμένη αντί να είναι ελεύ­θερη»).

[33]«εις Suda ή Suidas». “Suidas, Lexicon an encyclopaedic dictionary compiled about the 10th century AD and dealing with many aspects of ancient Greek History and Biogra­phy”. Λεξικό Σουΐδα, 10ος αι. μ. Χ, Εισαγωγή: Βασίλης Κατσαρός, Καθηγητής Βυζαντινής Φιλολογίας Α.Π.Θ., Θύραθεν Εκδόσεις.

[34] Ηρώδης, Πε­ρί πολιτείας, παράγραφος 3, 24.

[35] 413-399 π. Χ.

[36] = “Archelaus, the son of Perdiccas, on his accession, who also cut straight roads, and otherwise put the kingdom on a better footing as regards horses, heavy infantry, and other war material than had been done by all the eight that preceded him…” Θουκυδίδης, παράγραφος 100, Book II. (Η μετάφραση στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται εκεί όπου τα αρχαία ελληνικά κείμενα, ή τα κείμενα στη αγγλική, είναι ‘δύσβατα’).

[37] «…ότι υπό τω Ολύμπω πόλις Δίον έχει δε κώμην πλησίον Πίμπλειαν: ενταύθα τον Ορφέα διατρίψαί φασι τον Κίκονα άνδρα γόητα από μουσικής άμα και μαντικής…» Στράβων, Book VIII 18 (μετάφραση: “at the base of Olympus is a city Dion. And it has a vil­lage near by Pimplea. Here lived Orpheus, the Ciconian it is said – a wizard who from his music and sooth say­ing…”).

[38] Ο Ευριπίδης έζησε την περίοδο 480-406 π. Χ. (“Towards the end of his life Euripides received honours and distinction in Macedo­nia, where like other men of letters he went at the invi­tation of king Archelaus. He spent his last years at the Macedonian court, high in the favour and confidence of the king and when he died the King cut off his hair as an expression of his grief”, Volume 5, of the Great Books of the Western World, Aeschylus, Sophocles, Euripides, Aristophanes, Encyclopaedia Britanica, 1984).

[39]Ζωγράφος, από την Αθήνα, Ίωνας καλλι­τέχνης του 5ου αι.

[40] “And many risings have also occurred because of sha­meful personal indignities committed by certain monarchs. One instance is the attack of Crataeas on Archelaus; for the was always resentful of the associa­tion, so that even a smaller excuse became sufficient, or perhaps it was because he did not give him the hand of one of his daughters after agreeing to do so, by gave the elder to the King of Elimea when hard pressed in a war against Sirras and Arrabaeus and the younger to his son Amyntas, thinking that thus Amyntas would be least likely to quarrel with his son by Cleopatra”, Aristotle, Politics V 1311b, The Great Books of the World, Encyclopedia Britannica, 1984.

[41] Διόδωρος, 16. 89,2.

[42] O Θεόπομπος αρχαίος Έλληνας ιστορικός και ρήτορας (378/377 π.Χ. στη Χίο -323 ή 300 π.Χ. πιθανώς στην Αλεξάνδρεια). Πέρασε τα νεανικά του χρόνια στην Αθήνα με τον πατέρα του Δαμασίστρατο. Το 360 π.Χ. υπήρξε μαθητής του Ισοκράτη και εξελίχθηκε σε ικανό ρήτορα πριν γίνει ιστορικός. Το 352/351 π.Χ. τιμήθηκε με το επινίκιο έπαθλο της ρητορικής που θέσπισε η Αρτεμισία προς μνήμη του συζύγου της Μαυσώλου, βασιλέως της Καρίας. Υπήρξε πολυγραφότατος αλλά συγκεντρώθηκε περισσότερο στην Ιστορία. Τα ιστορικά συγγράμματα του Θεόπομπου τα χρησιμοποίησαν μεταγενέστεροι ιστορικοί ανάμεσά τους και ο Ηρόδοτος (Βικιπαιδεία). Ο Θεόπομπος λέει: (μετάφραση: «και οι Μακεδόνες εξ αιτίας της καταστροφής των στην μάχη και από τους κατευ­θυνόμενους εναντίον τους κινδύνους είχαν βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση»), από τον Διόδωρο 16, 3.

[43] Μεταξύ του 367-365 π. Χ.

[44] Ο Νεοπτόλεμος είχε πατέρα τον Αλκέτα (ο οποίος είχε δύο γιους, τον Αρύββα και τον Νεοπτόλεμο. Γιος του Αρύββα ήταν ο Αιακίδης και γιος ετούτου ο Πύρρος) και εκείνος τον Θαρύπα, τον πρώτο Ηπειρώτη ηγεμόνα, ο οποίος προσχώρησε στην Αθηναϊκή συμμαχία (Ο Θαρύπας είχε εκπαιδευτεί για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Αθήνα (ως το 422 π. Χ., σύμφωνα με το Βίο του Πύρρου, στους Βίους του Πλούταρχου). Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη στο Β’ Βιβλίο, 80, ο Θαρύπας είναι ο πρώτος Ηπειρώτης Ηγεμόνας που προσχώρησε στην Αθηναϊκή Συμμαχία και μαζί του επιτυγχάνεται η οικονομική, κοινωνική, και εκπολιτιστική ανασυγκρότηση των Μολοσσών. Οι Μολοσσοί ηγεμόνες διατηρούν την ηγεμονία τους μέχρι το 167π.Χ., οπότε υφίστανται τη Ρωμαϊκή υποδούλωση.

[45] Plutarch’s Moralia, “How to tell a flatterer”, 70 B.30 to C and continues 37-45.

[46] «…οίον ελθείν Δημάρατον εις Μακεδονίαν λέγουσι καθ’ όν χρόνον εν διαφορά προς την γυναίκα και τον υιόν ο Φίλιππος ήν: ασπασαμένου δ’ αυτόν του Φιλίππου και πυθομένου πως προς αλλήλους έχουσιν ομονοίας οι Έλληνες, ειπείν τον Δημάρατον εύνουν όντα και συνήθη «πάνυ γούν, ω Φίλιππε, καλόν εστί σοι πυνθάνεσθαι μεν περί τοις Αθηναίων και Πελοποννησίων ομοφροσύνης, συν την δ’ οικίαν περιορά την σεαυτού τοσαύτης στάσεως.» Πλουτάρχου Μοράλια (“Demaratus is said to have come to Macedonia during the time when Philip was at odds with his wife and son. Philip after greeting him, inquired how well the Greeks were at harmony together; and Demaratus, who knew him well and wished him well, said, ‘A glorious thing for you Philip, to inquire about the concord of Athenians and Peloponnesians, while you let your own household be full of all quarrelling’” “In the Moralia 179c, Plutarch records the successful result of Demaratus’s frankness with Philip”.

[47] Αριθμητικός και Χρονολογικός κατάλογος των Ολυμπιακών Αγώνων, σε σχέση με τη συμμετοχή των Μακεδόνων: Ο κατάλογος των Μακεδόνων οι οποίοι έλαβαν μέρος στους Ολυμπιακούς αγώνες αρχίζοντας από την συμμετοχή του Αρχελάου γιου του Περδίκκα, το 408 π. Χ. Ο κατάλογος αυτός προέρχεται από τον κατάλογο των νικητών στην Ολυμπία, ο οποίος για πρώτη φορά καταρτίσθηκε περί το 400 π. Χ., από τον Ηλείο σοφιστή, Ιπ­πία, ο οποίος φαίνεται ότι συγκέντρωσε πληροφορίες από τους συγ­χρόνους του, για τις Ολυμπιάδες πριν από την εποχή του. Η εργασία του Ιππία αναθεωρήθηκε και συνε­χίστηκε τον 4ο αι. π. Χ. από τον Αριστοτέλη και αργό­τερα από τον Ερατοσθένη, τον Φλέγοντα του Τράλλη και άλλους. Τον 3ο αι., π. Χ. ετούτος ο χρονολογικός κατάλογος των Ολυμπιάδων έγινε η βάση ενός ημερολογίου για τον Αρχαίο Ελληνικό κόσμο.

Οι Ολυμπιάδες, οι Χρονολογίες, οι Αγωνιστές-Νικητές: 93η, το 408 π. Χ., Αρχέλαος, γιος του Περδίκκα, βασιλιάς της Μακεδονίας, τέθριππον, / 106η, το 356 π. Χ., Φίλιππος Β’, βασιλιάς της Μακεδονίας, ιππόδρομος, / 107η, το 352 π. Χ., Φίλιππος Β’, βασιλιάς της Μακεδονίας, τέθριππον (άρμα συρόμενο από τέσσερα άλογα), / 108η, το 348 π. Χ., Φίλιππος Β’, βασιλιάς της Μακεδονίας, συνωρίς (αμάξι συρόμενο από δύο άλογα) / 123η, το 288 π. Χ., Αντίγονος από τη Μακεδονία, στάδιον (αγώνας δρόμου· ο επίσημος αγώνας δρόμου στην Ολυμπία είχε μήκος περίπου εξακόσια (600 πόδια ελληνικά ή εξακόσια έξι και τρία τέταρτα (606 και 3/4) στην αγγλική) / 128η, το 268 π. Χ., Σέλευκος από την Μακεδονία, στάδιο, / 128η, 268 π. Χ., Βαλεστική της Μακεδονίας, τέθριππον, / 129η, 264 π. Χ., Βαλεστική της Μακεδονίας, συνωρίς, / 131η, το 256 π. Χ., Αμμώνιος από την Αλεξάνδρεια, στάδιον. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί και πάλι ότι οι Έλληνες μόνο επιτρέπονταν να συμμετέχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ekdotike Athenon S.A. (Contributers: M. Andronikos, J. Th. Kakridis, Th. Karaghiorga-Stathakopoulou, B. A. Kyrkos, M. Pentazou, K. Palaeologos, J. Sakellarakis, N. Yalouris), The Olympic Games In Ancient Greece (Subtitle: Ancient Olympia and the Olympic Games), List of Ancient Olympic Victors, yr. of publication 1982, pp. 289-296.

[48]“Bronze tripod; the inscription on its rims (134) shows that it was a prize won in the Heraia ga­mes held at Argos. The shape of the letters and the li­on’s feet suggest that it should be dated around 430-420 B.C.” Photo 133-134, Manolis Andronicos, Vergina The Royal Tombs, Ekdotike Athenon S.A, Translation: Luise Turner, Athens 1989, p. 164.

[49] “The bronze tripod is another find of particular importance. Its shape and use are not of course uknown.” Manolis Andronicos, Vergina The Royal Tombs, ibid, p. 165.

[50]“It is clear that all such bronze objects – hydria, caul­dron tripod- were prizes awarded to the victors in ga­mes held at Argos in honour of Hera and known as the Heraia (or as Ekatomboia).Thus the tripod which was found in the main chamber of the tomb at Vergina was won as a prize by some victor in these games at Argos somewhere between 450 and 425 BC. If, however we reflect that the Macedonian royal family was proud of its Argive descent from the family of the Temenids to which Heracles himself belonged, and if we recall that later two Macedonian kings Demetrios Pοliorcetes and Philip V were agonothetes of these games, we may appreciate that the possibility that the victor who car­ried off the trophy was a Macedonian King, is quite strong. Moreover we know from Heredotus that Alexan­der I, who ruled Macedonia from 479 to 454 BC him­self took part in the Olympic Games” Manolis Andronicos, Vergina The Royal Tombs, ibid, p. 166.

[51] Σύμφωνα με τον Νικόλαο Κ. Μάρτη (Ο Νικόλαος Μάρτης, νομικός από το Μουσθένι, Καβάλας, στη Μακεδονία, αγωνίστηκε στα οχυρά της Μακεδονίας κατά των εισβολέων Γερμανών, το 1941. Κατέφυγε στην Εγγύς Ανατολή και συμμετείχε στις μάχες του El Alamein (Africa) και στο Rimini (Italy), καθώς επίσης και στον αγώνα για την απελευθέρωση των Αθηνών το 1944. Διέπρεψε ως Μέλος της Βουλής επτά φορές, υπήρξε Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Βόρειας Ελλάδας [1955-1956]αναπληρωτής Υπουργός στο Υπουργείο Εμπορίου[1956-1958], Υπουργός Βιομηχανίας [1958-1961] Υπουργός Βορείου Ελλάδος [1974-1981]. Απεβίωσε το 2013.), ο Δημοσθένης κατηγόρησε λεκτικά τον Φίλιππο και τον αποκάλεσε «βάρβαρο», με θυμό και πάθος. Η πληροφορία προέρχεται από επιστολή του Ισοκράτη προς τον Φίλιππο ΙΙ, στην οποία αποκαλεί τον Δημοσθένη και τους άλλους ρήτορες, μαινόμενους δημαγωγούς. Ο Ισοκράτης λέει επί πλέον στον Φίλιππο, ότι όλοι οι Έλληνες θα του είναι ευγνώμονες, αλλά επίσης ότι είναι τιμή του να θεωρεί την Ελλάδα γη των πατέρων του, παρόμοια όπως την είχε θεωρήσει και ο ιδρυτής της φυλής του. Έχει επίσης σημασία σε σχέση με τον Δημοσθένη, ότι και εκείνος είχε κατηγορηθεί, παρόμοια όπως ο Φίλιππος, καθώς η μητέρα του που προερχόταν από την Σκυθία, εθεωρείτο «βάρβαρη», σύμφωνα με τον Αισχύνη στον λόγο του εναντίον του Κτησιφώντος, Aischines, Against Ctesiphon, 172, Nicolaos K. Martis, The Falsification of Macedonian History, Aκαδημία Αθηνών, Translated by John Philip Smith, Athens 1984, pp.48-49 (Τhis work was awarded by the Academy of Athens on the 25th of March 1985).

[52] Ετούτο διαπιστώθηκε περίτρανα με τον περίφημο ‘Πεντηκονταετή ή Πελοποννησιακό Πόλεμο’.

[53] “In this year, king Philip installed as leader by the Greeks, opened the war with Persia by sending into Asia as an advance party Attalus and Parmenion, assigning to them a part of his forces and ordering them to liberate the Greek cities, while he himself, wanting to enter upon the war with the gods’ approval, asked the Pythia whether he would conquer the king of the Persians. She gave him the following response: “Wreathed is the bull. All is done. There is al­so the one who will smite him”. Now Philip found this response ambiguous but accepted it in a sense favourable to himself, namely that the oracle foretold that the Persian would be slaughtered like a sacrificial victim. Actually, however, it was not so.” Το κείμενο αρχαϊστί: «επί δε τούτων Φίλιππος ο Βασιλεύς ηγεμών υπό των Ελλήνων καθιστάμενος και τον προς Πέρσας πόλεμον ενστησάμενος Άτταλον μεν και Παρμενίωνα προαπέστειλεν εις την Ασίαν, μέρος της δυνάμεως δους και προστάξας ελευθερούν τας Ελληνίδας πόλεις, αυ­τός δε σπεύδων μεν μετά της των θεών γνώμης επανελέσθαι τον πόλεμον επηρώτησε την Πυθίαν ει κρατήσει του Βασιλέως των Περσών (ελληνικότατη συνή­θεια) η δ’ έχρησεν αυτώ τόνδε τον χρησμόν: ‘έστεπται μεν ο ταύρος, έχει τέλος, έστιν ο Θύσων’. Ο μεν ουν Φίλιππος σκολιώς έχοντος του χρησμού προς το ίδιον συμφέρον εξεδέχετο το λόγιον, ως του μαντείου προλέγοντος τον Πέρσην ιερείου τρόπον τυθήσεσθαι˙ το δ’ α­ληθές ουχ ούτως είχεν…» Διόδωρος (of Sicily) Book XVI 91.3-5.

[54]“Finally the drinking was over and the start of the games set for the following day. While it was still dark, the multitude of spectators hastened into the theatre and at sunrise the parade formed. Along with lavish display of every sort, Philip included in the procession statues of the twelve gods wrought with great artistry and adorned with a dazzling show of wealth to strike awe in the beholder, and along with these was conducted a thirteenth statue suitable for a god, that of Philip himself, so that he king exhibited himself enthro­ned among the twelve gods.

  1. Every seat in the the­atre was taken when Philip appeared wearing a white cloak, and by his express orders his body guard held away from him and followed only at a distance, since he wanted to show publicly that he was protected by the goodwill of all the Greeks and had no need of a guard or spearmen. Such was the pinnacle of success that he had attained, but as the praises and congratulations of all rang in his ears, suddenly without warning the plot against the king was revealed as death struck. We shall set forth the reasons for this in order that our story may be clear.

There was a Macedonian Pausanias…”

Στο κείμενό του ο Διόδωρος συνεχίζει καταθέτοντας και τα ακόλουθο: “He had ruled twenty-four years. He is known to fame as one who with but the slenderest resources to support his claim to a throne won for himself the greatest empire in the Greek world, while the growth of his position was not due so much to his prowess in arms as to his adroitness and cordiality in diplomacy. Philip himself is said to have been prouder of his grasp of strategy and his diplomatic successes than of his valour in actual battle. Every member of his army shared in the success­es which were won in the field but he alone got credit for victories won through negotiation…”

Το κείμενο αρχαϊστί: «Τέλος δε του ποτού διαλυθέντος και των α­γώνων κατά την υστεραίαν την αρχήν λαμβανόντων το μεν πλήθος έτι νυκτός ούσης συνέτρεχεν εις το θέατρον, άμα δ’ ημέρα της πομπής γινομένης συν τοις άλλαις ταις μεγαλοπρεπέσι κατασκευαίς είδωλα των δώ­δεκα Θεών επόμπευε ταις δε δημιουργίαις περιττώς ειργασμένα και τη λαμπρότητι του πλούτου θαυμαστώς κακοσμημένα συν δε τούτοις αυτού τον Φιλίπ­που τρισκαιδέκατον επόμπευε θεοπρεπές είδωλον, σύνθρονον εαυτόν αποδεικνύοντος του Βασιλέως τοις δώ­δεκα θεοίς. (93). Του δε θεάτρου πληρωθέντος αυτός ο Φίλιππος ήει λευκόν έχων ιμάτιον και προστεταχώς τους δορυφόρους μακράν αφεστώτας αφ’ εαυτού συνακολουθείν ενεδείκνυτο γαρ πάσιν ότι τηρούμενος τη κοινή των Ελλήνων εύνοια της των δορυφόρων φυλα­κής ουκ έχει χρείαν. Τηλικαύτης δ’ ούσης περί αυτόν υπεροχής και πάντων επαινούντων άμα και μακαριζόντων τον άνδρα παράδοξος και παντελώς ανέλπιστος εφάνη κατά του Βασιλέως επιβουλή και θάνατος ίνα δε σαφής ο περί τούτων γένηται λόγος, προεκθησόμεθα τας αιτίας της επιβουλής. Παυσανίας ήν το μεν γέ­νος Μακεδών…» Διόδωρος, Book XVI 92.5-93.1.

[55] Plutarchς Alexander, by Lindeman Eduard. C., translated by John and William Lang Home, New York 1957, 10.

Stravo, books VI and VII 1,21, translation by Horace Leonard Jones Ph.D.,LLD., Harvard Univ. Press London 1967.

[56]Πλουτάρχου Βίοι, «Αλέξανδρος» 327 F, 328 Α. «…ναι, πλείονας παρ’ Αριστοτέλους του καθηγητού η παρά Φιλίππου του πατρός αφορμάς έχων διέβαινεν επί Πέρσας, αλλά τοις μεν γράφουσιν, ως Αλέξανδρο έφη ποτέ την Ιλιάδα και την Οδύσσειαν ακολουθείν αυτώ της στρατείας εφόδιον, πιστεύομεν, Όμηρον σεμνύοντες: αν δε τις φη την Ιλι­άδα και την Οδύσσειαν παραμύθιον πόνου και διατριβήν έπεσθαι σχολής γλυκείας, εφόδιον δ’ αληθής γεγονέναι τον εκ φιλοσοφίας λόγον και τους περί αφοβίας και ανδρείας έτι δε σωφροσύνη και με­γαλοψυχίας, υπομνηματισμούς, καταφρονούμεν: ότι δηλαδή πει συλ­λογισμών ουδέν ουδέ περί αξιωμάτων έγραψεν, ουδ’ ων Λυκείω περιπάτον συνέσχεν ουδ’ εν Ακαδημία θέσεις είπεν». (= “Yes, the equipment that he had from Aristotle his teacher when he crossed over onto Asia was more than what he had from his father Philip. But al­though we believe those who record that Alexander once said that the Iliad and the Odyssey accompanied him as equipment for his campaigns, since we hold, Homer in reverence, yet are we to contrary anyone who asserts that the works of Homer accompanied him as a consolation after toil and as a pastime for sweet hours of leisure, but that his true equipment was philosophic teaching, and treatises on Fearlessness and Courage and Self-restrained also and Greatness of soul? For of course it is obvious that Alexander wrote nothing on the subject of either syllogisms or axioms, nor did he have the opportunity of sharing the walks in the Lyceum or of discussing propositions in the Academy”. (the walks in the Lyceum: “That is of occupying himself with peripatetic (Aristotelian) philo­sophy”).

[57] Από το κείμενο του Διόδωρου στην αγγλική): “On his father’s side Alexander was a descendant of Heracles and on his mother’s side he could claim the blood of the Aeacids, so that from his ancestors on both sides he inherited the physical and moral qualities of greatness…” «Αλέξανδρος ουν γεγονώς κατά πατέρα μεν αφ’ Ηρακλέους, κατά δε μητέρα των Αιακιδών οικείαν έσχε την φύσιν και την αρετήν της των προγόνων ευδοξίας…», Διόδωρος, Book XVII 1.5.

[58] Lindeman Eduard. C., Plutarchς Alexander, ibid, 2.1.

[59] Ο Διόδωρος στο βιβλίο του: 16.94.- 4.

[60] Ο Διόδωρος γράφει (από το κείμενό του στην Αγγλική): “Of his ancient relationship to them through He­racles and raising their hopes by kindly words and by rich promises as well, and prevailed upon them by for­mal vote of the Thessalian League to recognize as his, the leadership of Greece which he had inherited from his father. Next he won over the neighbouring tribes si­milarly, and so marched down to Pylae, where he conve­ned the assembly of the Amphictyons and had them pass a resolution granting him the leadership of the Greeks”.

«… αφ’ Η­ρακλέους συγγενείας και λόγοις φιλανθρώποις, έτι δε μεγάλας επαγγελίαις μετεωρίσας έπεισε την πατροπα­ράδοτο ηγεμονίαν της Ελλάδος αυτώ συγχωρήσαι κοινώ τη Θετταλίας δόγματι. μετά δε τούτους τά συνορίζοντα των εθνών εις τήν ομοίαν εύνοιαν προσαγαγόμενος παρήλθεν εις Πύλας και το την Αμφικτυόντων συνέδριον συναγαγών έπεισεν εαυτώ κοινώ δόγματι δοθήναι την των Ελλήνων ηγεμονίαν…», Ο Διόδωρος, στο βιβλίο του XVII 1-3.

[61] Johann Gustav Droysen (1808-1884), ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς της Γερμανίας. Τα έργα του 1. η βιογραφία του Μ. Αλεξάνδρου και 2. η ιστορία του Ελληνισμού είναι από τα ιστορικά έργα του 19ου αι. που εξακολουθούν να εκδίδονται. Στον Droysen οφείλεται ο όρος, «Ελληνιστική περίοδος», και συμπεριλαμβάνει την περίοδο μεταξύ του Αλεξάνδρου και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ως ιστορικός ο Droysen έθεσε τις βάσεις της μεθοδολογίας των Σπουδών της Μοντέρνας Ιστορίας. Ο Johann Gustav Droysen, εκτός από ιστορικός, εκδότης και πολιτικός, υπήρξε και καθηγητής της Ιστορίας στο Kiel University (1840-1851) καθώς και αναπληρωτής στο Frankfurt National Assembly, http://www.uni-kiel.de.

[62] «Δήσας εν πέδαις εις Μακεδονίαν απέπεμψεν εργάζεσθαι, ότι παρά τα κοινή δοξάντα τοις Έλλησιν Έλληνες όντες ενάντια τη Ελλάδι υπέρ των βαρβάρων εμάχοντο…», Αρριανού Ανάβασις (“Η «Ανάβασις Αλεξάνδρου» είναι η ιστορία της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου από το Φλάβιο Αρριανό. Ο όρος ‘ανάβασις’ σημαίνει «εκστρατεία» από τα παράλια εις την κεντρική Ασία και χρησιμοποιήθηκε από τον Ξενοφώντα στον τίτλο του έργου του Κύρου Ανάβασις. Ο Αρριανός, συνειδητός μιμητής του ύφους του Ξενοφώντα, χρησιμοποιεί τον ίδιο όρο και στο δικό του έργο για την κατάκτηση της Ασίας από τον επιφανή στρατηλάτη. Το έργο είναι η παλαιότερη, πλήρης εξιστόρηση της εκστρατείας του Αλεξάνδρου που έχει διασωθεί. Γράφτηκε το δεύτερο αιώνα μ.Χ. (δηλαδή πάνω από τετρακόσια χρόνια μετά τα γεγονότα που αφηγείται) αλλά βασίζεται σε πηγές πολύ παλαιότερων αρχαίων ιστορικών, που είναι: ο Καλλισθένης, Ονησίκριτος, Νέαρχος, Αριστόβουλος, Κλείταρχος και Πτολεμαίος ο Λάγου. Πρόκειται κυρίως για πολεμική ιστορία και ασχολείται ελάχιστα με την προσωπική ζωή του Αλεξάνδρου ή την επιρροή του στην πολιτική σκηνή της εποχής του ή τους λόγους που τον ώθησαν στην εκστρατεία εναντίον της Περσικής Αυτοκρατορίας. Η προσεκτική επιλογή των πηγών και η ικανότητά του να ξεχωρίζει τη λαϊκή παράδοση από τα σοβαρά ιστορικά χαρίζει στον Αρριανό μία αξιόλογη θέση στο πάνθεον των αρχαίων ιστορικών», Βικιπαιδεία).

[«O Αρριανός, γνωστός και ως Φλάβιος Αρριανός (Νικομήδεια, γύρω στο 95 μ.Χ. – γύρω στο 180 μ.Χ.) ήταν Έλληνας, Ρωμαίος πολίτης, συγγραφέας, ιστορικός, φιλόσοφος, γεωγράφος, πολιτικός και στρατιωτικός, έπαρχος της Καππαδοκίας (130-137 μ.Χ.), Αθηναίος πολίτης, Άρχων της Αθήνας, γνωστότερος για τα έργα του Αλεξάνδρου Ανάβασις και Ινδική Γεννήθηκε στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας (στην Βυθηνία) γύρω στο 95 μ.Χ. και πέθανε σ’ αυτή γύρω στο 180 μ.Χ. Σπούδασε πρώτα στη Νικόπολη της Ηπείρου κοντά στο στωικό φιλόσοφο Επίκτητο και κατόπιν, μετά τον θάνατο του Επικτήτου (120 μ.Χ.) συνέχισε, σπουδάζοντας στην Αθήνα, φιλοσοφική και ρητορική. Ο Αρριανός προς τιμήν του δασκάλου του συνέγραψε το φιλοσοφικό έργο Επικτήτου Διατριβαί, στο οποίο κατέγραψε τη διδασκαλία του Επικτήτου. Στα συγγραφικά του έργα είχε σαν παράδειγμα του τον Ξενοφώντα.» Βικιπαιδεία].

[63] «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην των Λακεδαιμονίων από την        βαρβάρων των την Ασίαν κατοικούντων», Αρριανού Ανάβασις 1.16,7.

[64] Επί Μαυρικίου (582-602 μ.Χ.) οι Αβαροσλάβοι κατέ­βηκαν λεηλατώντας την ελληνική χερσόνησο, μέχρι την Πελοπόννησο.

[65] (Με απόηχους τις αρχαίες ελληνικές πεποιθήσεις, αντιλήψεις, μύθους κ.τ.λ. και τα Ελληνικά Ήθη και Έθιμα με παρόμοιους απόηχους από τον αρχαίο Ελληνικό τρόπο ζωής κ.τ.λ.) «Έναντι του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, παρόμοια με εκείνη του Νίκου Πολίτη, θέση, έλαβε και ο Γάλλος μελετητής Φωριέλ, γνωστός φιλέλλην, τον 19ο αιώνα. Ο Φωριέλ υποστήριξε τις ελληνικές θέσεις στην κρίσιμη περίοδο των αγώνων των Ελλήνων για την αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού –που οδήγησαν τελικά στην επανάσταση του 1821- σχετικά με το θέμα της συνέχειας της ελληνικότητας των κατοίκων της ελληνικής χερσονήσου, έναντι του Γερμανού ιστορικού Φαλμεράϋερ, ο οποίος υποστήριζε σοβαρή ποσοστιαία -αν όχι κυρίαρχη- παρουσία του σλαβικού στοιχείου, στην Ελληνική χερσονήσο. Ο Φωριέλ τόνισε ότι το ελληνικό δημοτικό τραγούδι, αυτούσιο, αποτελεί αδιάσειστη απόδειξη της ελληνικότητας του λαού της ελληνικής χερσονήσου. Χαρακτήρισε μάλιστα τη γλώσσα των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, ως την ωραιότερη ανάμεσα στις γλώσσες της Ευρώπης». Απόσπασμα από το κείμενο: Τραγούδια-Μοιρολόγια του Κάτω Κόσμου και του Χάρου, Ιστορικά Άσματα, Τραγούδια της Ξενιτιάς, πόνημα που παρουσιάστηκε ως ομιλία στις εκδηλώσεις της Ηπειρωτικής Εβδομάδας (24 Φεβρουαρίου -ημέρα Τετάρτη- 1999), και που εμπεριέχεται στην ανέκδοτη Συλλογή: Κριτικές Μελέτες, της Πιπίνας Δ. Ιωσηφίδου – Έλλη (Elles).

[66] Η Θεσσαλονίκη, ιδρυτής της οποίας υπήρξε ο Βασίλειος ο Μακεδόνας (867-886), δεν ήταν σπουδαία πόλη στην περίοδο της Μακεδονικής Δυναστείας (867-1057). Στη διάρκεια ωστόσο της Βυζαντινής περιόδου, έζησε δύο μεγάλες θεολογικές διενέξεις: 1. Την Εικονοκλασία[66]: 8ο και 9ο αι. και 2. Τον Ησυχασμό[66], που εισηγήθηκε από τους μοναχούς του Όρους Άθως, τον 14ο αι., με κύριο εκπρόσωπό του τον Γρηγόριο Παλαμά.

[67]Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου είναι η μεγαλύτερη ελληνική εκκλησία και χτίστηκε στον τόπο του μαρτυρίου του Αγίου. Φέρει αρχιτεκτονική που μιμείται το κλασσικό ελληνικό οικοδόμημα. Η κρύπτη του Αγίου Δημητρίου θεωρείται ότι έχει χτιστεί, εκεί όπου άλλοτε ήταν τα ρωμαϊκά λουτρά, χώρος στον οποίο μαρτύρησε ο Άγιος. Ο Άγιος Δημήτριος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη τον 3ο αι. και πιστεύεται ότι ντυμένος σα στρατιωτικός της εποχής, παρουσιάστηκε σε δυσχερείς στιγμές για την πόλη, και συνέβαλε στην τροπή των επιδρομέων της.

[68] «οι Έλληνες συγγραφείς τους ονομάζουν με διάφορα ονόματα Σκύθας, Μυσούς, Ούνους και αρ­γότερα Βουλγάρους. Αλλοι ιστορικοί δέχονται ότι οι Βούλγαροι είναι Τουρκική φυλή, άλλοι φινο-ουγγρική επομένως συγγενείς των Ούγγρων».

[69] Κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 717-718 οι Αραβες δεν κατάφεραν να περάσουν την οροσειρά του Ταύρου στη Μικρά Ασία και διάφορες επιθέσεις τους στην Κωνσταντινούπολη, είχαν αποκρουστεί. Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 717-718 (η 2η πολιορκία από τους Άραβες), απέτυχε και το 740 οι χερσαίες δυνάμεις τους υπέστησαν μεγάλη ήττα από τους Βυζαντινούς. Αυτό προκάλεσε εμφύλιο πόλεμο, την άνοδο των Αββασιδών, και τη στροφή προς τη Βαγδάτη. Με λίγα λόγια, οι Βυζαντινοί έπαιξαν κρίσιμο ρόλο, επειδή εξαιτίας τους οι μουσουλμάνοι έστρεψαν την προσοχή τους αλλού, τουτέστιν στην Κεντρική Ασία και στην Άπω Ανατολή», ΤΖΟΥΝΤΙΘ ΧΕΡΙΝ, εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 2/11/2008.

[70] Το 864 μ. Χ. διαδίδεται ο Χριστι­ανισμός στους Βουλγάρους και ο ηγεμόνας τους Βόγορις, βαφτίζεται Χριστιανός (και παίρνει το όνομα Μιχα­ήλ) τον Σεπτέμβριο του 865, από έναν επίσκοπο σταλμένο στη Βουλγαρία από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ανάδοχός του υπήρξε ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Μιχαήλ Γ’, μέσω αντιπροσώπου του. Η Βουλγαρία εκχριστιανίζεται τη δεκαετία του 860, επί της βασιλείας του Βόγορι. Λίγο αργότερα ο Βόγορις βρέθηκε αντιμέτωπος με μια εξέγερση εθνικής κλίμακας, η οποία είχε σκοπό την ανατροπή και δολοφονία του, καθώς και την αποκατάσταση της παλιάς ειδωλολατρικής θρησκείας των Βουλγάρων. Ο Βόγορις συνέτριψε την εξέγερση των “βογιάρων” και τιμώρησε ανελέητα τους πρωτεργάτες. Σαράντα δύο από τους ηγέτες της εξέγερσης θανατώθηκαν μαζί με τα παιδιά τους. Στη συνέχεια ο Βόγορις, δυσαρεστημένος από την άρνηση των Βυζαντινών να συναινέσουν στην ίδρυση βουλγαρικού πατριαρχείου, προσπάθησε να κάνει άνοιγμα προς τη Δύση, στέλνοντας επιστολή προς τον Πάπα, στην οποία ζητούσε πατριάρχη και ιερείς, ενώ παράλληλα ζητούσε απάντηση σε 106 ερωτήσεις θρησκευτικού περιεχομένου, που αφορούσαν περισσότερο τη συμπεριφορά και όχι την πίστη, D. OBOLENSKY: Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία, Εκδόσεις ΒΑΝΙΑΣ.

[71] Η Μακεδονική Δυναστεία συμπεριλαμβάνεται στα χρονικά όρια: 867-1057.

[72] Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος (1042-1055) ήταν ωραίος, ξανθός, εκλεπτυσμένος, γενναιόδωρος, αγαπούσε τις απολαύσεις και ενδιαφερόταν για τα γράμματα. Ανέβηκε στον θρόνο, αφού παντρεύτηκε τη δημοφιλή αυτοκράτειρα Ζωή, που ήταν απόγονος της θρυλικής Μακεδονικής Δυναστείας.

[73]Από το 1096-1270.

[74] Ο Θεόδωρος Β’ Δούκας Λάσκαρης στα λίγα χρόνια της βασιλείας του, όπως γράφει ο μέγας βυζαντινολόγος Κρουμβάχερ, «δεν απομακρύνθηκε των λαμπρών του πατρός του παραδόσεων εις την διοίκηση του κράτους, ιδίως δε απέκτησε ανθηρά οικονομικά χωρίς καταπιεστική φορολογία, παράλληλα δε ήταν φίλος της Παιδείας. Αν και φιλάσθενος, ήταν εξαίρετος στρατιώτης». Μέσα σε μύριες δυσκολίες και υπονομεύσεις στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της αυτοκρατορίας ο Θεόδωρος Δούκας Λάσκαρης, πέτυχε να διατηρήσει ισχυρή την σε εξορία Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Πέραν του ποιητικού του ταλέντου ο Θεόδωρος Δούκας Λάσκαρης ήταν και έγκριτος θεολόγος και εν μέσω μυρίων δυσκολιών υπεράσπισε τα δίκαια της Ορθοδοξίας έναντι των Λατίνων, Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος.

[75] Ο ιδρυτής της δυναστείας των Παλαιολόγων Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος για να καταλάβει τον θρόνο, τύφλωσε τον ανήλικο υιό του Θεοδώρου, Ιωάννη Δ΄ Λάσκαρη (1250-1305), ο οποίος έζησε το υπόλοιπο του βίου του ως μοναχός. Σημειώνεται πως πριν το τέλος της ζωής του Ιωάννη, τον επισκέφθηκε ο υιός του Μιχαήλ, Ανδρόνικος Παλαιολόγος και του ζήτησε ταπεινά συγγνώμη για την ενέργεια του πατέρα του, Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος.

[76] 1259-1261.

[77] 1331-1355.

[78] Ρουμελία, υπό τον Σουλτάνο, αλλά αυτόνομη διοικητικώς και με Χριστιανό διοικητή.

[79] 1904-1908 διεξάγεται με επιτυχία ο σκληρός αγώνας για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.

[80] A Child’s Grief A Nation’s Lament Amodern Greek tragedy 1946-1949, Sydney Australia 1995 (by P. Diamandis, G. M. Karagiannakis, G. P. Karagiannakis, T. Papachristopoulos, T. Tsanis, K.Vardakis, V. Vasilas, C. Vertzayias ), p. 6.

[81] Οι Βούλγαροι είχαν αναγνωρίσει ήδη από το 1903, ότι χωρίς την συμμετοχή των Ελλήνων Μακεδόνων που αποτελούσαν την πλειοψηφία του μεικτού πληθυσμού της περιοχής, ο λοιπός μεικτός πληθυσμός που αποτελείτο από Σέρβους, Αλβανούς, Βούλγαρους, δεν θα επαναστατούσε και επομένως δε θα υπήρχε «Μακεδονία για τους Μακεδόνες», A Childs Grief A Nations Lament A modern Greek tragedy 1946-1949, ο. π., σ.6.

[82] Αυτή η επανάσταση, η εντελώς άσχετη με το κράτος των Σκοπίων (FYROM), θεωρείται από τους υπηκόους του ως η αφορμή για την γέννηση του «Μακεδονικού» έθνους, όπως ετούτοι ισχυρίζονται, ενώ αντίθετα οι Βούλγαροι, τη θεωρούν ως Βουλγαρική εθνική επανάσταση, A Childs Grief A Nations Lament A modern Greek tragedy 1946-1949, ο.π., σ. 5.

[83] A Child’s Grief A Nation’s Lament A modern Greek tragedy 1946-1949, ο.π., σ. 7.

[84] Ίων Δραγούμης, ένας από τους πρωτεργάτες του κινήματος. Ο Ίων Δραγούμης καταγόταν από το Βογατσικό της Νότιο-Δυτικής Μακεδονίας και ονομάστηκε από τον εκδότη Μανώλη Μπαρμπουνάκη «μεγάλος λόγιος του Μακεδονικού Αγώνα». (Από την εισαγωγή του βιβλίου του Κωσταντίνου Α. Βακαλόπουλου: Ίων Δραγούμης, Παύλος Γύπαρης, Κορυφαίες Μορφές του Μακεδονικού Αγώνα 1902-1908, Πιπίνα Έλλη, Ίων Δραγούμης: Διανοούμενος, πολιτικός ιδεολόγος, εθνικιστής, μελέτη από την ανέκδοτη ύλη της, Μελέτες.

[85] Λάμπρος Κορομηλάς γεννήθηκε στην Αθήνα (1856 – 1923) και υπήρξε διαπρεπής Έλληνας οικονομολόγος, πολιτικός και διπλωμάτης. Αναδείχθηκε σε μια από τις σημαντικές προσωπικότητες του Μακεδονικού Αγώνα. Ως Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη, υπήρξε ο σημαντικότερος ίσως παράγοντας του συγκεκριμένου Αγώνα. Μετείχε στην Κρητική επανάσταση του 1896 και στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Οικονομικών μεταξύ του 1897 και 1899. Τον Ιανουάριο 1904 διορίστηκε Πρόξενος στη Φιλιππούπολη. Εκεί μελέτησε τα ζητήματα της Μακεδονίας και γνώρισε εκ του σύνεγγυς τη βουλγαρική ανθελληνική προσπάθεια και προπαγάνδα. Τον Μάιο του 1904, όταν διορίστηκε Γενικός Πρόξενος στη Θεσσαλονίκη, είχε ήδη μία καθαρή εικόνα του κινδύνου που απειλούσε τον ελληνισμό της Μακεδονίας. Κατά την περίοδο από τον Σεπτέμβριο / Μάιο του 1904 έως το καλοκαίρι του 1906, οργάνωσε και συντόνισε τις δραστηριότητες των ελληνικών σωμάτων στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης. Στα τρία χρόνια της θητείας του στη Θεσσαλονίκη ο Kορομηλάς, κατόρθωσε να συντονίσει όλες τις ελληνικές οργανώσεις της Μακεδονίας, ώστε να δραστηριοποιηθούνε αποτελεσματικά, και υπό είδος ενιαίας διοίκησης, Web., Ένωση Διπλωματικών Υπαλλήλων ΕΔΥ 1978, Ιστορικές Φυσιογνωμίες της Ελληνικής Διπλωματίας, Τελευταία ενημέρωση Πέμπτη, 18 Σεπτέμβριος 2008.

[86] Ο Παύλος Μελάς, ήταν Αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού και ήταν ανάμεσα στους πρώτους που οργάνωσαν και συμμετείχαν στον Ελληνικό Αγώνα για τη Μακεδονία. Γεννήθηκε στη Μασσαλία της Γαλλίας (Marseille, France) από Βορειοπειρώτες γονείς, στις 29 Μαρτίου το 1970 και πέθανε στην Καστοριά στις 13 Οκτωβρίου, 1904. Είχε αποφοιτήσει από την Ελληνική Στρατιωτική Ακαδημία, το 1891 (Οι βιογραφικές πληροφορίες για τον Π. Μελά, προέρχονται από το Wikipedia). Κατ’ άλλους ο Παύλος Μελάς, κατάγεται από τον Παρακάλαμο της Ηπείρου. Την Τρίτη, 15 Οκτωβρίου 2013, μάλιστα, ο Συντάκτης / -τρια της Ηπειρωτικής-Γιαννιώτικης εφημερίδας, ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ, αναφέρεται σε εκδηλώσεις στον Παρακάλαμο, με τον τίτλο: «Εκδηλώσεις τιμής και μνήμης για τον Ηπειρώτη Μακεδονομάχο Παύλο Μελά έγιναν στον Παρακάλαμο Ιωαννίνων, απ’ όπου προέρχονται οι ρίζες του». Ο ΗΛΙΑΣ ΜΑΚΟΣ γράφει σχετικά για τη συγκεκριμένη εκδήλωση, την εορτή προς τιμήν του Παύλου Μελά στον Παρακάλαμο, και επίσης γράφει ότι αναφέρεται από ομιλητή στην εκδήλωση, ότι ο πατέρας του ήρωα ήταν Γιαννιώτικης καταγωγής, και ότι ως νεαρός ο Μελάς επηρεασμένος από τις ιστορίες του πατέρα του, ποθεί την απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τους Τούρκους. Αξιοσημείωτο είναι και το ακόλουθο: ο Παύλος Μελάς ήταν γαμπρός από αδερφή, του διπλωμάτη αγωνιστή και λογοτέχνη Ίωνα Δραγούμη (έργα του Ι. Δραγούμη: Το Μονοπάτι [πρώτο νεανικό του έργο], Όσοι ζωντανοί, Μαρτύρων και ηρώων Αίμα [έργο της ωριμότητάς του]. Για τον Ι. Δραγούμη έχει γράψει σχετικά και ο Ν. Καζαντζάκης στο βιβλίο του: Συμπόσιο, όπου ο Ι. Δραγούμης, παρίσταται ως ο Κοσμάς. Ο Καζαντζάκης παρουσιάζει την πνευματική βιογραφία, τις σπουδές του Ι. Δραγούμη στην Ευρώπη και τον προσηλυτισμό του στη φιλοσοφία του Νίτσε).

[87] Το Μπιζάνι βρίσκεται 15 λεπτά έξω από τα Γιάννινα, με τη χρήση της αστικής συγκοινω­νίας.

[88] Απεχθείς υπήρξαν οι σφαγές στο Δοξάτο και στη Δράμα Μακεδονίας.

[89]Τα Ελληνοτουρκικά ζητήματα ρυθμίζονται με την συνθήκη των Αθηνών, την 1η Νοεμβρίου του 1913.

[90] ‘Στις 18 Φεβρουαρίου 1914, η Κυβέρνηση της αυτόνομης Ηπείρου κυκλοφορεί προκήρυξη, με την οποία προσκαλεί όλους τους Ηπειρώτες να δώσουν το παρών στο μεγάλο αγώνα./ «Ηπειρώτες, … / Η απόφαση για την «αυτόνομη πολιτεία της Βορείου Ηπείρου» πάρθηκε, γιατί η πατρίδα μας κινδυνεύει … / Μας αποσπούν απ’ την αγκαλιά της μητέρας μας Ελλάδας. Μας αρνούνται την αυτοδιοίκηση στο αλβανικό κράτος. Μας αρνούνται ακόμα και τις εγγυήσεις, που θα μας περιφρουρούσαν τη ζωή, τη θρησκεία, την περιουσία, την εθνική μας ύπαρξη… / Γι’ αυτούς τους λόγους, / Κηρύσσει / Η Βόρειος Ήπειρος την ανεξαρτησία της και προσκαλεί τους πολίτες της, με κάθε θυσία, να υπερασπίσουν την ακεραιότητα του εδάφους και τις ελευθερίες της εναντίον κάθε προσβολής. / Η προσωρινή Κυβέρνηση / Ο Πρόεδρος / Γεώργιος Χρ. Ζωγράφος, Από το βιβλίο «Αξέχαστες Ελληνικές Πατρίδες» Τεύχος Β : Βόρεια Ήπειρος, Εκδόσεων «Ζωής του Παιδιού»’.

 

[91] (= mare nostrum).

[92] Nicolaos K. Martis, The Falsification of Macedonian History, ibid 82.

[93] Αν και ονομάστηκε έτσι ο επαναστατικός στρατός, δεν αποτελείτο μόνο από κομμουνιστές. Οι Αμερικανοί υπολογίζουν ότι οι τελευταίοι αποτελούσαν το 30%, περίπου. Η εφημερίδα London Times στις 18 Ιουλίου 1949, γράφει: “The bulk of the guerrilla forces… are not bandits but men who believe they are fighting for the same cause that inspired them, during the war!” Αυτοί οι συγκεκριμένοι επαναστάτες μάχονταν για την Ελευθερία, την Δημοκρατία, την Δικαιοσύνη και την ισότητα. Πολλοί από αυτούς δεν είχαν ιδέα από πολιτικά. Πολέμησαν για να ελευθερώσουν την Ελλάδα από τους Γερμανούς. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονταν και οι αληθινοί ιδεαλιστές, οι οποίοι πίστευαν ότι αγωνίζονταν για έναν καλύτερο κόσμο. Οι ηγέτες όμως των ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ ήταν κομμουνιστές. Οι άνθρωποι που αγωνίστηκαν για τα ιδανικά τους, πιέστηκαν να πολεμήσουν εναντίον των αδερφών τους. Η αποξένωση ακόμη και ανάμεσα στα μέλη οικογενειών, υπήρξε φαινόμενο με μακροχρόνιες συνέπειες.

Από την άλλη πλευρά οι πολίτες που πολέμησαν με τα στρατεύματα της Ελληνικής Κυβέρνησης πίστευαν ότι ο αγώνας ήταν για την δάσωση της χώρας από το ολοκληρωτικό σκοτάδι. Και οι δύο πλευρές δεν δικαιώθηκαν. Οι μεν «δημοκράτες» συνέβαλαν στην απώλεια μέρους της Ελληνικής επικράτειας και σαράντα χρόνια υπό το Σιδηρούν Παραπέτασμα, οι δε Κυβερνητικοί έσωσαν μεν την Ελλάδα από το προηγούμενο κακό, όμως η Δύση την χρησιμοποίησε για τα δικά της γεωπολιτικά συμφέροντα. Και αυτό αποδείχτηκε με τα τραγικά γεγονότα της Κύπρου και την περίπτωση της Μακεδονίας. Σχετικά μάλιστα με τη Μακεδονία οι ΗΠΑ, άσκησαν πίεση στην Ελλάδα να γίνουν φίλοι με τον Τίτο, όταν εκείνος διέκοψε σχέσεις με τον Στάλιν. Τότε υπαγορεύτηκε στην Ελλάδα να μην αντιδράσει στη χρήση του ονόματος Μακεδονία για την «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας» (η οποία ήταν μία από τις Δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας), καθώς (η Ελλάδα) είχε βοηθηθεί από τους Αμερικανούς και ως εκ τούτου, όφειλε να ανταποκριθεί θετικά στο αίτημά τους και να ανταποδώσει τη βοήθειά τους. Η Ελλάδα τιμωρήθηκε από τους εταίρους της για την αλληλεγγύη και την αφοσίωσή της προς αυτούς και είναι η μόνη χώρα που ζημιώθηκε από τον καλούμενο Ψυχρό Πόλεμο, παρά το γεγονός ότι χύθηκε τόσο αίμα, για να αποφύγει αυτό ακριβώς. A Child’s Grief A Nation’s Lament A modern Greek tragedy 1946-1949, ο.π., σ. σ. 32-33.

[94] Οι Αμερικανοί είχαν χρησιμοποιήσει για πρώτη φορά, πειραματικά εναντίον των επαναστατών, napalm bombs, A Childs Grief A Nations Lament A modern Greek tragedy 1946-1949, ο. π., σ. 34.

[95] A Child’s Grief A Nation’s Lament A modern Greek tragedy 1946-1949, ο.π., σ. 34.

[96] Country Reports on Human Rights, United States State Department 1992 (paragraph 1, p. 1129), A Child’s Grief A Nation’s Lament A modern Greek tragedy 1946-1949, Sydney Australia 1995 (by P. Diamandis, G. M. Karagiannakis, G. P. Karagiannakis, T. Papachristopoulos, T. Tsanis, K.Vardakis, V. Vasilas, C. Vertzayias), ο.π.

[97]Από το κείμενο: History of Balkans, Encyclopedia BRITANNICA, 1984, p.p. 637-638.

 

Ἀπαντῆστε

Συμπληρῶστε κατωτέρω τὰ στοιχεῖα σας ἢ πατῆστε σὲ ἕνα εἰκονίδιο γιὰ νὰ συνδεθῆτε.

Λογότυπος τοῦ WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ WordPress.com. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Φωτογραφία στὸ Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Facebook. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Σύνδεση μὲ τὸ %s σὲ ἐξέλιξη...