Φιλοσοφώντας
το… φιλοσοφείν
Μονόπρακτο
Στην Τούλα Δεμερτζή…. με αγάπη!
Πρόσωπα
Βασίλης φοιτητής της Πανεπιστημιακής Σχολής των Οικονομικών
Στάθης πρώην συμφοιτητής του Βασίλη
Τίνα προσωπική γραμματέας μετόχου Διεθνούς Εταιρείας Λογιστών
Σκηνή
Στάθης: Ναι αγαπητέ μου, έχεις δίκιο. Όμως να πούμε και του στραβού το δίκιο. Καπνός χωρίς φωτιά… -ξέρεις τι λένε- δεν υφίσταται! Η ομήγυρη σε αποκαλεί φιλόσοφο, γιατί διασκεδάζεις φιλοσοφώντας το… “φιλοσοφείν”! Το κακό είναι ότι διασκεδάζοντας αφεαυτού…. διασκεδάζεις και τους άλλους και ζημειώνεσαι αντί να αμείβεσαι… Κατάλαβες;
Βασίλης: Άντε τώρα, που θα μου πεις εσύ εμένα ότι φιλοσοφώ το “φιλοσοφείν”! Το ακροατήριό μου αγαπητέ, αναγνωρίζει τις ικανότητές μου. Και δεν είναι όποιοι κι όποιοι. Είναι παιδιά με μόρφωση, κομμάτι φιλόσοφοι και οι ίδιοι. Κουβεντιάζουμε, ρωτάμε, αναζητάμε απαντήσεις και συμπεραίνουμε. Κακό είναι; Τώρα αν εσύ έγινες άσπονδος φίλος, από ζήλεια για το ταλέντο μου… τι θα πρέπει να κάνω εγώ;
Στάθης: Ναι, ναι, πες κι άλλες τέτοιες ανοησίες, και… η Τίνα, “το σπίρτο”, βάζει στοίχημα με τους κοινούς μας φίλους, πως εσύ με τη φιλοσοφία σου θα ψοφίσεις της πείνας, τη στιγμή μάλιστα που εκείνη -αν και γραμματέας- τα οικονομάει, και δε θ’αργήσει να αγοράσει το πρώτο της σπίτι.
Βασίλης: Η Τίνα το “σπίρτο”, είναι το κορίτσι μου βλάκα, και πρόσεχε πώς μιλάς. Την κατηγορείς, ότι με… κατηγορεί! Έχω την εντύπωση ότι κάνεις καμάκι… και θα με κάνεις να ξεχάσω τις φιλοσοφίες μου και τους καλούς μου τρόπους! Άντε τώρα, μην πω τίποτα παραπάνω. (Γυρνάει το κεφάλι του από το άλλο μέρος και λέει νευριασμένος) Κύττα ρε που με σπρώχνει ο δήθεν φίλος μου! (Τον κυττάζει τώρα καταπρόσωπο) Άκουσε! δε μου πάει ν’ απειλώ για ψύλλου πήδημα το… φίλο μου! Κάνε μου τη χάρη λοιπόν.
Στάθης: Μα χριστιανέ μου, πάρτο είδηση, κοντεύεις να γίνεις ρεζίλι. Τριγυρνάς στα καφενεία όπου συχνάζουν οι αιώνιοι φοιτητές -οι
δήθεν διανοούμενοι- και πάνω σε μία μερίδα τάβλι, ρίχνεις και τη δόση της φιλοσοφίας σου! Κι εκείνοι φιλόσοφοι του πολυμελετημένου ερωτηματικού: “τι εστίν τεμπελίτις”, ανταποκρίνονται με αμέριστο ενδιαφέρον. Στην ουσία εξελίσσεσαι σε έναν από αυτούς, και πες εσύ ό,τι θες. Η ζωή άνθρωπέ μου είναι νέτη-σκέτη: αγώνας για την επιβίωση. Ζούγκλα είναι κι όσο πιο γρήγορα το πάρεις απόφαση ότι έτσι έχουν τα πράγματα, τόσο πιο καλά θα είναι για όλους μας, αλλά προπάντων για την αφεντιά σου.
Βασίλης: Άκου τι λέει ο άνθρωπος! Ρε, τι ξέρεις εσύ από ζωή; Για κάνε μας τη χάρη!Η ζωή δεν είναι σούπα να τη φας με το κουτάλι να χορτάσεις κι ύστερα να πας για τον ύπνο της ξεκούρασης. Έτσι;Είναι το δώρο της φύσης στον άνθρωπο, κι ετούτος έχει υποχρέωση να τη διατηρήσει όσο περισσότερο μπορεί, να την κάνει ποιοτική, αξιόλογη και να την ομορφαίνει με την παραγωγή πράξεων και έργων εφάμιλλων αυτής.
Στάθης: Δε σ’ άκουσα να μιλάς για Δημιουργό και Δημιουργίες! Μιλάς για Φύση… Από πότε ανήκεις στους greenes;
Βασίλης: Για να σου πω εξυπνάκια. Θέλεις να τα επαναλάβουμε ή να πάμε λιγάκι πιο πέρα! Ο Δημιουργός… δεν είναι το Ον που έχει δημιουργήσει τη φύση όπως τη γνωρίζουμε; Τον άνθρωπο… δεν τον έπλασε κατ’ εικόνα και ομοίωση αυτού;
Στάθης: Λες;
Βασίλης: Γιατί ρε συ, αμφιβάλλεις;
Στάθης: Ε, ναι! Τουλάχιστον ως προς τούτο. Έχεις αποδείξεις; Όχι! Εικασίες κάνεις μόνο, όπως όλοι. Φιλοσοφείς!
Βασίλης: Εικασίες ξε-εικασίες, φιλοσοφίες ή μη, πρέπει να παραδεχτείς, πως δεν είναι τυχαία η υπάρχουσα αρμονία στον πλανήτη!
Στάθης: Εντάξει φίλε μου, εντάξει δε διαφωνώ. Αλλά ας γυρίσουμε καλύτερα πίσω στο αρχικό θέμα μας. Το φιλοσοφείν δεν είναι αμαρτία. Μόνο που στις μέρες μας δε μπορεί να σταθεί ως τρόπος ζωής. Επιμένω λοιπόν πως το να φιλοσοφεί κανείς είναι χαμένος χρόνος. Φιλοσόφησε όσο θέλεις! Αυτό όμως δεν πρόκειται να σε βοηθήσει να γεμίζεις το στομάχι σου -για ν’ αρχίσω από το βασικό- να πληρώνεις τη στέγη σου, να κυκλοφορείς, να λουσάρεις το κορίτσι σου και να ζεις φίνα. Εννοώ φυσιολογικά, τελοσπάντων.
Βασίλης: Άκου ρε τον τύπο! Εκεί κόλλησε. Καλά και σώνει τον πειράζει το ταλέντο μου.
Στάθης: (Τον αγνοεί) Αλλού λοιπόν είναι το ζουμί. Αν έχεις μυαλό Βασιλάκη μου, κολλάς στον οικονομικό κλάδο όπου φοιτούσες πριν τα μουντζώξεις, παίρνεις το πτυχίο σου, μπαίνεις σε μια τρανταχτή εταιρία, γίνεσαι ένας δεινός λογιστής -κάνεις βέβαια λίγη υπομονή, γιατί σήμερα οι εταιρίες σε στραγγίζουν, καθώς απαιτούν να χύνεις την κάθε σταγόνα ιδρώτα που διαθέτεις για το δικό τους θησαυροφυλάκιο-, δουλεύεις λοιπόν σκληρά και έξυπνα -γιατί στο μεταξύ θα έχεις μάθει κάποια από τα κόλπα της εταιρίας. Δέχεσαι δηλαδή την υποχρεωτική επεξεργασία σου και γίνεσαι πανομοιότυπο όλων των άλλων, για να επιβιώσεις. Ευτυχώς ή ατυχώς… αυτή είναι η σημερινή πραγματικότητα στις εταιρίες.
Βασίλης: Σιγά ντε, πάρε και μια ανάσα! Για να μπορούμε κι εμείς να παρακολουθούμε τον ειρμό της σκέψης σου, αν όχι τίποτ’ άλλο. Έγινες φανατικός υποστηρικτής της δουλείας, φίλε μου.
Στάθης: Ε! όχι και δουλεία! Πώς τα διαστρεβλώνεις έτσι τα πράγματα επιτέλους φίλε μου;
Βασίλης: Μωρέ… δουλεία και βάλε!
Στάθης: Καλά, καλά! Άσε με όμως να ολοκληρώσω. Θα το συντομέψω, I promise you. Λέγαμε λοιπόν ότι δουλεύεις σκληρά για λίγα χρόνια, για να μάθεις τ’ απαραίτητα κόλπα δίπλα στην επιστήμη σου και για να επιβιώσεις, κι ύστερα…. ανοίγεις μία δουλείτσα μόνος σου, άντε και συνεταιρικά. Αγοράζεις το σπίτι σου, το καλό το αυτοκίνητο, κυκλοφορείς ακώλυτα, και φυσικά λύνεις μόνιμα το σεξουαλικό. Βρίσκεις δηλαδή τη γυναίκα –νά ‘χει και κάτι βέβαια για να συνεισφέρει οικονομικά στον αγώνα της ζωής- κι εντάξει μωρέ, αυτό είναι… Αποκαθίστασαι! Κατάλαβες;
Βασίλης: Δε μου λες; Αυτό ήταν το κάτι το σπουδαίο -το νέο να πούμε – ή είναι η επανάλειψη αυτών που λέγονται καθημερινά από όλους κι όχι μόνον από φρέσκους οικονομολόγους, σαν την αφεντιά σου; Κήρυγμα μου κάνεις ρε συ; Προσπαθείς να με πείσεις για κάτι, αν δεν κάνω λάθος. Ή μήπως με ζηλεύεις που δεν είμαι τετράγωνος όπως όλοι του είδους σου; Γιατί ρε συ άφησα τα economics, ξέρεις;
Στάθης: Συγγνώμη φίλε -αγνοώντας όμως τις εξυπνάδες που πέταξες για μια στιγμή- θέλω να υπογραμμίσω, ότι μ’ όλο που εσύ θεωρείς πως όσα είπα μέχρι στιγμής, είναι κλισιέ, δεν παύουν να είναι η ωμή πραγματικότητα. Όσο για το αν προσπαθώ να σε πείσω, δε νομίζω ότι αυτό είναι εκείνο που επιδιώκω. Απλά λόγω ενδιαφέροντος, υπογραμμίζω κάποια πράγματα, ώστε να τα ξανασκεφτείς. Η καθημερινή τριβή με τη ζωή, μιλάει από μόνη της. Και δε νομίζω ότι εσύ δεν ξέρεις ή δεν καταλαβαίνεις. Φοιτήσαμε μαζί μέχρι πρόσφατα, και πέρα από το ότι υπήρξαμε συμφοιτητές, είμαστε και φίλοι. Γιατί σταμάτησες τη φοίτησή σου, αυτό τελικά δεν μπορώ να το συλλάβω..
Βασίλης: Καλά, είσαι… λιγάκι δύσκολος, σ’ αυτά. Δεν τα πιάνεις! Μήπως όμως θα πρέπει να σου θυμίσω επιπλέον, πως αυτή η κίνησή μου, αφορά εμένα προσωπικά και κανέναν άλλον; Τέλος πάντων, αν και το επανέλαβα πολλάκις, στα κομμάτια θα το ξαναπώ: δε με γεμίζει φίλε μου το οικονομολογικό πεδίο. Κατάλαβες τώρα;
Στάθης: Ρε συ, βλάκα! Μην κολλάς στο τελευταίο! Αλλού είναι η ουσία του πράγματος. Στα λεφτά! Αυτά είναι φίλε μου η ουσία και όχι το φιλοσοφείν! Διότι όταν έχεις το ψιλό, όλοι τρέχουν να σε ακούσουν, και… ίσως και να σε θαυμάσουν ακόμη, και δεν πειράζει αν συχνά υποκρίνονται! Σκασίλα μας! Δεν έχουμε ανάγκη από τον ειλικρινή θαυμασμό τους, αρκεί να έρχονται. Παίρνεις που λες επιπλέον
κι ένα διδακτορικό, και πουλάς την όποια φιλοσοφία σου. Και να σου πω κάτι ακόμα; την αγοράζουν κιόλας αδερφέ τη φιλοσοφία σου, δηλαδή πληρώνουν για να την ακούσουν! Είδες τι κάνει ο George Bush; Επειδή διαθέτει το ψιλό, τη θέση και τη δύναμη, έχει με το μέρος του, πολλούς ομοεθνείς του “ψιλοφόρους”, που τον βοηθούν -για να βοηθήσουν τον εαυτό τους με την εφορία, “ξυπνοί” καθώς είναι- πληρώνοντας τρεις χιλιάδες δολλάρια συμμετοχής στα λουκούλεια γεύματα που οργανώνει αυτός και το σινάφι του! Εκεί να δεις φιλοσοφία φίλε μου: θέμα η τρομοκρατία σου λέει, με ορντέρβρ -ανελλιπώς βέβαια- τα ανθρώπινα δικαιώματα και κάποια άλλα ψιλοπράγματα, που ο κόσμος δεν μπορεί να τα καταπιεί πλέον, λόγω του όγκου και της άθλιας γεύσης τους!
Βασίλης: Τελείωσες επιτέλους;
Στάθης: Κοντεύω, κοντεύω! Λέω λοιπόν πως όταν έχεις το ψιλό, πουλάς όποια φιλοσοφία σου κατέβει στο κεφάλι. Δεν έχεις; Εντάξει, πάλι δε χάθηκε ο κόσμος. Θα σε χειροκροτήσουν για ό,τιδήποτε κι ακόμη καλύτερα, καθώς έχουν παραδεχτεί την ικανότητά σου να κάνεις λεφτά. Τώρα, τελείωσα!
Βασίλης: Μπράβο φιλοσοφείν, ο φίλος μου ο Στάθης! Κι ύστερα με ταράζει εμένα με τις συμβουλές του, δήθεν περί της αρεσκείας μου του φιλοσοφείν… όπως λέει.
Στάθης: Α! Και κάτι ακόμα: Να συγκρατείσαι, να μη χάνεις τα νερά σου όταν αντικρύζεις το “σπίρτο”, συγγνώμη, εννοώ… την Τίνα. Οπωσδήποτε κάτι θα πρέπει να κάνεις και γι αυτό, αν θέλεις να προκόψεις. Πολύ εξαρτάσαι από αυτή, φίλε μου!
Βασίλης: Σύνελθε ρε Στάθη. Δεν είμαι έγκυος που πλησιάζει τη στιγμή του τοκετού. Άκου λέει να μη χάνω τα νερά μου! Το ξέρεις ότι μ’ έχεις ζαλίσει; Να δω τι θα πει η Τίνα με τη συμβουλή που μου έδωσες, και τα περι νερών!
Στάθης: Πρόσεχε φίλε μου κι άσε τα κρύα. Ναι φίλε μου, κι ας μη συμφωνείς! Όπως πας όμως -τι λέω;- μάλλον νερά παίρνεις. Βάρκα έγινες μωρέ που βουλιάζει με την κατεύθυνση που πήρες, και με την κλίση σου προς το… άστο να μην το λέω όλη την ώρα! Άκου λέει: Θα αφήσει το οικονομολογικό, για να σπουδάσει δεν ξέρω τι! Είπαμε έκανες μια διακοπή. Όχι όμως κι έτσι! Βάλε φρένο ντε! Γιατί όπως πας… πεινάλας θα γίνεις, δεν το βλέπεις; Σύνελθε φίλε μου! Σύνελθε! Βάδιζε με το ρεύμα. Και με την Τίνα… όπως είπαμε: συμμαζέψου επιτέλους! Συμμαζέψου!
Βασίλης: Εσύ, δεν υποφέρεσαι άλλο. Παράτα με ρε Στάθη, ξεφορτώσου με! Ξέρω πως μ’ αγαπάς και ενδιαφέρεσαι για μένα. Αλλά μη μου κολλάς έτσι άγαρπα. Θα μου πεις: και σαν τα λέω τι θα γίνει; Θα αλλάξουν τα πράγματα; Όχι βέβαια! Γιατί εγώ είμαι και ισχυρογνώμων συν τοις άλλοις. Εξάλλου άκουσα και χειρότερα από τον πατέρα μου, όταν του μίλησα για την απόφασή μου τελικά να σταματήσω τις σπουδές μου στα economics. Επειδή δεν προσπαθούσα να υπερασπιστώ τη θέση μου και να απαντήσω στα επιχειρήματά του, ξέρεις τι είπε; “Κόκορας είσαι που έχασε τη φωνή του!”
Στάθης: Άδικο είχε ο άνθρωπος; Δεν ακούς κανέναν σε σχέση με αυτή την υπόθεση. Και η… Τίνα; Τι σκέφτεται η Τίνα για την κίνησή σου να σταματήσεις από αυτή τη συγκεκριμένη σχολή;
Βασίλης: Χρειάζεται να σου εξηγήσω; (Κάνει πως σκέπτεται) Όταν έμαθε για τους ασεβείς ποθους μου, μου πέταξε καταπρόσωπο ότι χαραμίζω τον καιρό μου με μαλα..ες!
Στάθης: Για κάντο λιανά αυτό.
Βασίλης: Τι τις θες μωρέ τις λεπτομέρειες;
Στάθης: Θέλω να καταλάβω τη δική της… φιλοσοφία επί τους θέματος!
Βασίλης: Λίγο-πολύ μου είπε πως είμαι για δέσιμο.”Είσαι τρελός! Θα αφήσεις το γάμο, για να πας για πουρνάρια!” μου φώναξε υστερικά, για να συμπληρώσει: “Καλά να θέλεις να φιλοσοφείς αγόρι μου, πώς όμως θα εκδόσεις τις φιλοσοφίες σου χωρίς το ψιλό, ε;” Με πρόσβαλε απανωτά. Ποιος; Το μωρό μου. Το κατάλαβες αυτό; Γιατί ρε Τίνα μας; Δε θα δουλέψω εγώ; Έτσι δηλαδή με ρίχνεις, με προσβάλλεις, κι είσαι και το σπλάχνο, να πούμε;
Στάθης: Το τρέλανες το κορίτσι… Έχει κάποιο δίκιο! Τι θα κάνεις τώρα;
Βασίλης: Πάλι ρωτάς βρε άνθρωπε; Θα πάω σε άλλη Σχολή, που να με εκφράζει, κι όταν τελειώσω θα συνεχίσω με μεταπτυχιακό, μπορεί να κάνω και διδακτορικό και ύστερα… ναι ρε ίσως και δίκαια, θα επηρεάζω με τις απόψεις μου τους νέους… θα …
Βήχει και λοξοκυττάζει τον Στάθη που χαμογελάει πονηρά.
Στάθης: Ου!.. Εσύ είσαι επικίνδυνος! Τι είπες; Θα επηρεάζεις τους νέους; Ήθελα να ήξερα τι έχεις στο μυαλό σου, άνθρωπε. Δε πιστεύω να θέλεις να διαδεχτείς τον Σωκράτη μας! Αυτό μας έλειπε τώρα, να καβαλικέψεις και το καλάμι!
Βασίλης: Α! αρκετά σε ανέχτηκα! Άκου να δεις! Ειρωνίες και τέτοια… αλλού! Δεν μ’ αρέσει ο τρόπος σου! Δεν σκέφτομαι να επηρεάσω για ν’ αποκτήσω πολιτική ή άλλου είδους δύναμη, βρε χόρτο. Απλά θέλω να βοηθήσω όσο μπορώ, στην αλλαγή κάποιων πραγμάτων στην κοινωνία μας, για το καλό όλων βέβαια. Πώς μπορεί ένας άνθρωπος της δικής σου εξυπνάδας να λέει τέτοιες βλακείες;
Στάθης: Ναι… είπε ο γαϊδαρος του πετεινού κεφάλα! Τώρα μάλιστα! Να πιστέψω ότι πιστεύεις πως είσαι μεταρρυθμιστής υπό εκκόλαψη; Επικίνδυνα πράγματα φίλε μου, σε προειδοποιώ. Στο μεσοδιάστημα όμως, φρόντισε να τακτοποιήσεις όπως λες τη θέση σου στο Πανεπιστήμιο, αν θες να συνεχίσεις, έστω και σε κάποιον αναχρονιστικό κλάδο, που τον έχεις ήδη διαλέξει, όπως καταλαβαίνω απ’ αυτά π’ ακούω. Πάλι καλά που δεν τα μουντζώνεις, ύστερα από απουσία ενός έτους!
Βασίλης: Ναι, σίγουρα θα πρέπει να τακτοποιήσω αυτή την υπόθεση και γρήγορα, ώστε να γυρίσω πίσω το επόμενο εξάμηνο. Σ’ αυτό έχεις δίκιο. Και μη νομίζεις… ότι δεν έχω ήδη κάνει κάποια προεργασία για την εγγραφή μου.
Σκηνή
Τίνα: Έλα παιδί μου! Μη με βασανίζεις! Πάει χαμένη η Κυριακή μου!
Βασίλης: Βρε κοριτσάκι μου! Προσπάθησε να με καταλάβεις. Πάλι τα ίδια θα λέμε; Δεν τα είπαμε, δεν σου εξήγησα; Πάλι απ’ την αρχή με θέλεις να μιλάω, για να με βασανίζεις;
Τίνα: Μα ύστερα από ένα χρόνο βρε Βασίλη! Τι είν’ αυτά που λες! Δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα. Νόμιζα πως θα σου περνούσε, θα λογικευόσουν, μετά από την φιλονικία μας.
Βασίλης: Μα αυτό ακριβώς. Το ξανασκέφτηκα, πολύ σκληρά πίστεψέ με. Αλλά πάω πάντα πίσω, στην πρώτη απόφασή μου. Εξάλλου γιατί να έχω τύψεις για την απόφασή μου; Έκανα ό,τι μπορούσα να προσαρμοστώ στην επιστήμη που αρχικά είχα πιστέψει ότι ήθελα να ακολουθήσω. Ένα χρόνο αμφιταλαντεύτητα ανάμεσα στο καθήκον και στην προτίμησή μου. Τελικά όμως κατάλαβα πως έχανα τον καιρό μου. Δεν με εκφράζει παιδί μου αυτός ο κλάδος. Πάει τελείωσε οριστικά και αμετάκλητα. Λυπάμαι που διαφωνείς μαζί μου.
Τίνα: Κι οι γονείς σου Βασίλη μου; τους σκέφτεσαι καθόλου τους φουκαράδες;
Βασίλης: Αυτό ακριβώς κάνω. Τους παρασκέφτομαι. Τι θες; Να ταΐζουν έναν χαραμοφάη, έναν ανειλικρινή άνθρωπο; Γιατί αυτό θα ήμουν, αν έλεγα ψέματα στον εαυτό μου και στους άλλους. Δεν είμαι κομμένος για οικονομολόγος ή λογιστής. Μισώ το γραφείο. Νομίζω ότι θα φυλακιστώ πίσω του. Βλέπω τον λογιστή μας. Θεέ και Κύριε! Όλη την ημέρα υπολογίζει, πώς να γλυτώσει κάποια ψίχουλα, για τους εξίσου μίζερους πελάτες του. Άλλο, άλλο, παιδί μου θέλω! Κάτι άλλο θέλω κι όχι αυτό το θάψιμο, έστω κι αν θα πρέπει να περιμένω ακόμη λίγο.
Τίνα: Μα δεν είναι έτσι όπως τα λες! Κι εγώ εργάζομαι σε εταιρία λογιστών, και ξέρω. Αφεντικό μου είναι the top man of the company!
Βασίλης: Έτσι ακριβώς είναι, όπως τα λέω, και δεν υποχωρώ στις απόψεις μου. Και σε παρακαλώ πολύ, μην προσπαθείς ν’ αλλάξεις την απόφασή μου. Χάνεις τον καιρό σου και… την Κυριακή σου, φοβάμαι!
Ο Βασίλης σηκώνεται. Ετοιμάζεται να φύγει. Η Τίνα τον παρακολουθεί σιωπηλή.
Βασίλης: Τελικά όμως, δε θέλω να χαλάσω την ημέρα σου, Τίνα. Γεια σου λοιπόν!
Τίνα: Βασίλη! Στάσου! Σκέψου το λίγο ακόμα, σε παρακαλώ! Μην βιάζεσαι! Έχεις μερικές ημέρες, πριν από τη λήξη του εξαμήνου.
Βασίλης: Ναι. Έχω! Δεν έχω όμως άλλο τίποτε στο μυαλό μου πάρεξ… εκείνο που αποφάσισα. Και να σου πω; Εσύ και ο Στάθης με βοηθήσατε τα μέγιστα σ’ αυτή μου την απόφαση! Άντε γεια!
Ανοίγοντας την πόρτα για να φύγει, πέφτει πάνω στον Στάθη που ετοιμάζεται να χτυπήσει την πόρτα της Τίνας. Η Τίνα κυττάζει σα χαμένη.
Βασίλης: Μπα! Μπα! Ο Στάθης! Πώς κι από δω φίλε;
Στάθης: Δε σου είπε η Τίνα ότι θα βγαίναμε οι τρεις μας; Μου τηλεφώνησε για να συναντηθούμε στο σπίτι της.
Τίνα: Συγγνώμη Βασίλη, ξέχασα να σου το πω! Ήταν βλέπεις η συζήτησή μας. Ειλικρινά το ξέχασα!
Βασίλης: Εντάξει. Καταλαβαίνω!
Τίνα: Όχι δεν καταλαβαίνεις. Και μη βιάζεσαι να βγάλεις συμπεράσματα. Θέλεις να περάσεις και για φιλόσοφος!
Ο Βασίλης κυττάζει ύποπτα τον Στάθη. Εκείνος αντδράει έντονα.
Στάθης: Α! Δεν τρώγεσαι με τίποτα. Συν τοις άλλοις είσαι και ηλίθιος!
Βασίλης: Ίσως και να είμαι. Κι εσείς όμως σκοτωθήκατε να δικαιολογηθείτε. Γιατί έτσι, αφού δεν τρέχει τίποτα; Κύττα ρε τι γίνεται στον κόσμο! Υποκρισία… με το τσουβάλι! Έχω άδικο φίλε Στάθη;
Στάθης: Μόνο μην αρχίζεις να υποψιάζεσαι πράγματα που δεν συμβαίνουν, γιατί αυτό έρχεται τελικά σε αντίθεση με το φιλοσοφείν, όπως είπε και η Τίνα!
Βασίλης: Φίλε μου είσαι ατσίδα! Ξέρεις πότε και πού να χτυπάς, αλλά και να… άσε δε θα τα κάνω λιανά!
Στάθης: Εντάξει Βασίλη. Πείστηκα επιτέλους, πως όντως είσαι παράλογος.
Βασίλης: Παράλογος ε; Κι εσύ τι είσαι; Για λέγε! Ή μάλλον θα σου πω εγώ: Ζηλεύεις ρε συ, ζηλεύεις. Ζηλεύεις που έχω τη δύναμη να απομακρυνθώ από την επιστήμη που δε μου ταιριάζει, κι ακόμη γιατί αντιστέκομαι στις πιέσεις σας. Ζηλεύεις που έχω το κορίτσι μου, ενώ εσύ τρέχεις κάθε μία και πέντε να βρεις άλλη, γιατί φοβάσαι τη μονιμότητα και το τύλιγμα. Άσε πια και την προίκα! Εγώ όμως δεν έχω ανάγκη από τις όποιες εξυπνάδες σου. Αν θέλω, μου είναι πολύ εύκολο να σ’ απαρνηθώ και όποιον άλλον που νομίζει πως του πέφτω λίγος! (κυττάζει τη Τίνα)Έχω παρέα, και δε χρειάζομαι τις εξυπνάδες σου. Έχω την ομήγυρη που με καταλαβαίνει, που ξέρει να συζητάει μαζί μου και όχι να με ειρωνεύεται, όπως εσύ, ο δήθεν φίλος μου, που στιλετίζεις κάθε τι που λέω ή κάνω, (ειρωνικά) ιδιαίτερα μπροστά στο “κορίτσι μου”!
Στάθης: Εντάξει φίλε, αν κι έχεις παρεξηγήσει τις προσπάθειές μου, κάν’ το μήπως και ησυχάσουμε: πήγαινε να σπουδάσεις ό,τι επιτέλους γουστάρεις, να πάρεις κι ένα διδακτορικό και να διδάσκεις βρε αδερφέ κι όχι να φιλοσοφείς άκαρπα, άφραγκα, τζάμπα, στους αργόσχολους ενός δήθεν κουλτουριάρικου καφενείου. Γιατί σ’ είδαμε να συχνάζεις εκεί, ν’ ασχολείσαι με την ομήγυρη του καφενείου, και να ικανοποιείσαι με τον θαυμασμό τους, που ατυχώς για σένα, δεν οδηγάει πουθενά.
Τίνα: (οργισμένη στο έπακρο) Φτάνει πια! Αρπάζεστε σαν τα κοκόρια! Σταματείστε επιτέλους! Αρκετά άκουσα! Νομίζω ότι η συζήτηση αυτού του είδους περιττεύει.
Βασίλης: Πέστα του φίλου, του Στάθη, αυτά.
Τίνα: Τα λέω και στους δυο σας! Νομίζω ότι ήταν άτυχη η σκέψη μου να συναντηθούμε και να βγούμε παρέα οι τρεις μας!
Βασίλης: Δεν υπάρχει πρόβλημα. Θα σας διευκολύνω εγώ μια και θεωρώ ότι είμαι ο περισσευούμενος… λόγω ασυμφωνίας.
Ο Βασίλης νευριασμένος φεύγει.
Τίνα: Θεέ μου, θάλασσα τα κάναμε! Ποιος ξέρει τι θα βάλει στο μυαλό του για μένα… για μας! Είπε κάτι πριν… τον άκουσες;
Στάθης: Εγώ φταίω. Του μπήκα πολύ νομίζω. Τι με νοιάζει επιτέλους μωρέ; Δική του απόφαση είναι. Είπα να βοηθήσω να δει καλύτερα. Αλλά πού να πάρει χαμπάρι αυτός!
Τίνα: Ίσως και να μην είναι ολωσδιόλου κακή αυτή η στροφή του Βασίλη, σε άλλον κλάδο –αυτό θα κάνει απ’ ότι κατάλαβα. Είναι γεγονός ότι για να αποδίδεις σε κάτι θα πρέπει και να ικανοποιείσαι κάπως. Τα χρήματα δε φτάνουν από μόνα τους, για να φτάξουν την ευτυχία του ανθρώπου.
Στάθης: Έχεις απόλυτο δίκιο Τίνα και χαίρομαι ιδιαίτερα που έχεις αυτές τις απόψεις. Στην περίπτωση του Βασίλη τουλάχιστον, αποδεικνύεται ότι έτσι θα πρέπει να γίνει τελικά.
Τίνα: Είναι ευαίσθητος, συναισθηματικός και πρέπει να δοκιμάσει και να δει από μόνος του κάποια πράγματα. Οι συμβουλές τών άλλων, έστω κι εκείνων που τον αγαπούν, δε φτάνουν για να το πείσουν.
Σκηνή
Βασίλης: Σκέφτηκα λοιπόν μόνος μου και είπα: γιατί να συνεχίσω να κάθομαι στα θρανία του οικονομικού; Εγώ τη φιλοσοφία την έχω στο αίμα μου. Η ζωή είναι ένα τόπι στα χέρια μου. Την κατευθύνω… δεν με κατευθύνει… κατάλαβες φίλε;
Στάθης: Πως, πως κατάλαβα! Τα είπες και αλλού αυτά;
Βασίλης: Γιατί; Εσένα τι σε νοιάζει; Εσύ μου τα είπες κιόλας τα κάλαντα, περισσότερες από μία φορά, ακόμη και στο σπίτι της Τίνας και ενώπιόν της. Δε σου φτάνει; Ήθελα νά ‘ξερα ρε μπαγάσα, τι κέρδισες τελοσπάντων, ντροπιάζοντάς με μπροστά στο σπλάχνο.
Στάθης: Γιατί ρε Βασίλη, κακό σου έκανα; Τώρα που είσαι νέος, δεν πρέπει να σκεφτείς καλά και να αποφασίσεις; Αν πρόκειται -όπως λες- για αλλαγή προς άλλη κατεύθυνση, σκέψου το άλλη μια φορά πριν να το κάνεις. Προς το παρόν το ψιλό του υπομονετικού πατέρα σου, σου επιτρέπει να αεροβατείς. Αργότερα όμως!
Βασίλης: Αργότερα θα δούμε τι θα γίνει. Κάθε πράγμα στον καιρό του. Πρώτα θα γραφτώ στην νέα σχολή που διάλεξα. Ύστερα… Ε! Έχω καιρό, δε βιάζουμαι. Αν τακτοποιήσω το θέμα, παίρνω και μία αναβολή, κάνω και κανένα ταξιδάκι στην Ευρώπη.
Στάθης: Τι θες να πεις;
Βασίλης: Να, ότι δε βιάζουμαι να πάω αμέσως πίσω στο Πανεπιστήμιο. Θ’ αλλάξω σχολή, θα γραφτώ, αλλά ίσως να πάρω μία αναβολή. Δηλαδή… ίσως ν’ αρχίσω αργότερα! Δύσκολο είναι να το καταλάβεις ρε μαλ..α;
Στάθης: Αστειεύεσαι ελπίζω. Αλλά όχι δε θα παρασυρθώ σε άλλη διαφιλονικία μαζί σου. Εντάξει. Βλέπω πως αποφάσισες να επιστρέψεις στο Πανεπιστήμιο κι αυτό κάτι είναι. Για τα υπόλοιπα και τις διακοπές σου στην Ευρώπη… δεν ξέρω! Ευτυχώς για σένα αγαπητέ, αυτή η χώρα δε χάλασε ολωσδιόλου ακόμα. Αν τελικά δεν πας στο Πανεπιστήμιο ή αν στη διάρκεια της αναβολής σου, δεν πας στην Ευρώπη, αν οι γονείς σου αρνηθούν να σε ταΐσουν… αν δεν ψάξεις για δουλειά, οι ιθύνοντες θα σου βρουν κάτι, και αν όχι, ε! Θα σου πληρώσουν κατι λίγα, κι έτσι, θα σε γλυτώσουν από τα ψυχιατρεία, που γεμίζουν από άτυχους και από τυχερούς, που επεδίωξαν μία παρόμοια κατάληξη! Θα σου δώσουν μάλιστα και το ενοίκιο για το σπίτι που θα σου βρουν, για να μένεις, αν δε σε καλύπτει η πατρική αγάπη ή αν το πάτριο πορτοφόλι αδυνατεί να σε κουράρει σε χωριστή στέγη.
Βασίλης: Είσαι καλός φίλος. Προσπαθείς να με προειδοποιήσεις, να με βοηθήσεις… κι αφού πρώτα έφερες την πλήρη καταστροφή, μ’ ανασύρεις ύστερα από τον πυθμένα, σα ναυάγιο. Σε ανέχομαι ρε γιατί ξέρω ότι μ’ αγαπάς και θέλεις το καλό μου. Σπάνιο προτέρημα για έναν φίλο. Συνήθως οι φίλοι…
Στάθης: … είναι άσπονδοι! Μην το ξαναπείς! (Περιφρονητικά) Τι να σου πω! “Αρχίζω να πιστεύω ότι δεν πρόκειται περί φιλοσόφου και φιλοσοφείν αλλά περί κλασσσικού τεμπέλη!..”
Βασίλης: Χαίρομαι που έχεις το θάρρος της γνώμης. Αλλά ξέρεις πόσο ανάγωγο είναι να μουρμουρίζεις τις σκέψεις σου και να μην τις πετάς κατάμουτρα!
Στάθης: Βασίλη… τη δική σου φράση συμπλήρωσα μόνο! Αλλά έχεις δίκιο, για αυτό θα πηγαίνω. Πήρα τη δόση μου της φιλοσοφίας για σήμερα. Έχουμε και κάποιες δουλειές να κάνουμε. Εμείς, οι κοινοί θνητοί, έχουμε ανάγκη από τα χρήματα. Γι αυτό δουλεύουμε, ακόμη και πολύ πριν από το πτυχίο, με την ελπίδα να πιάσουμε κι εμείς την καλή μια μέρα, και για να μην κυνηγάμε τον ήλιο και την πρασινάδα ενός ανέλπιστου παράδεισου!
Βασίλης: Ναι… ναι… Άντε στο καλό του Θεού! “Πουφ! Μου σπάει τα νεύρα ετούτος! Επίμονος στις απόψεις του, σωστός κολιτσίδας. Και φουσκωμένος φιλοσοφία κι ας κατηγοράει την αφεντιά μου για τα τέτοια”.
Έρχεται η Τίνα.
Στάθης: Βρε, βρε… η Τίνα!
Τίνα: Γεια σας! Γεια σου Βασίλη!
Βασίλης: Γεια σου!
Τίνα: Έτσι σκέτο το γεια σου;
Στάθης: Έχει τα νεύρα του!
Βασίλης: Καλά, εσύ δεν έφευγες μόλις τώρα;
Στάθης: Άλλαξα γνώμη, από τη στιγμή που είδα την Τίνα. Δεν είμαι κανένας ανάγωγος! Άλλωστε η Τίνα τυχαίνει να είναι φίλη. Και σαν τέτοια οφείλω να την τιμήσω, κι όχι να αποχωρήσω σαν κανένας γάϊδαρος;
Βασίλης: Τώρα μάλιστα! Ωραία λοιπόν! Να δούμε τι άλλο έχεις να μας πεις.
Τίνα: (Μπαίνει στη μέση) Έχω να σου προτείνω κάτι Βασίλη και καλό είναι να είναι παρών και ο Στάθης, μια και είσαστε φίλοι, είμαστε φίλοι τέλος πάντων.
Βασίλης: Έλα ρε Τίνα! Με δουλεύεις ξέρεις, όταν λες ότι ο Στάθης είναι φίλος μου! Δε λες καλύτερα ότι θέλεις μάρτυρες για τις προσπάθειές σου να με φέρεις στον ίσιο δρόμο;
Τίνα: Έλα τώρα μη γίνεσαι παρανοϊκός. Και βέβαια είναι φίλος σου ο Στάθης!
Βασίλης: (Σκέφτεται φωναχτά)”Δεν ξέρεις εσύ κοριτσάκι μου! Προχτές σε κατηγόραγε αυτός ο μούργος!” Καλά-καλά. Λέγε τώρα, τι θέλεις;
Τίνα: (Μιλάει πολύ προσεκτικά) Επειδή ακόμη δεν αποφάσισες τελικά για το Πανεπιστήμιο κι επειδή αν αποφασίσεις, έχεις αρκετό διάστημα μπροστά σου…
Στάθης: Τι λέει η Τίνα, ρε συ;
Βασίλης: Βούλωσέ το εσύ! Ναι παιδί μου, για λέγε, λέγε, τι τους χρειάζεσαι τους προλόγους;
Τίνα: (δειλά) Να, ξέρεις Βασίλη, ήρθα να σου προτείνω κάτι, μια δουλειά.
Βασίλης: Το βλέπω πως με γράφεις, όπως ο Στάθης…
Στάθης: (Σκέφτεται φωναχτά) “Βρε τον άθλιο, χαράμικο πάει το “σπίρτο” κοντά του! Αλλά άσε θα δω τι θα κάνει ο βλάκας!” Όπως πάντα υπερβάλλεις φίλε μου! Η δουλειά είναι ευλογία!
Βασίλης: Ποιος είπε για τη δουλειά ρε Στάθη! Η δουλειά είναι «δουλεία». Τίνα μου, κοριτσάκι μου! Πάλι τα ίδια θα λέμε; Εγώ γεννήθηκα για να ομορφαίνω τη ζωή των “δούλων”, να ευφραίνω τα αυτιά τους, να τους δίνω κουράγιο στην ανηφόρα της ζωής…
Τίνα: Ονειρεύεσαι ξανά αγόρι μου και με κάνεις ν’ ανησυχώ πολύ!
Στάθης: Καλά σου λέει η Τίνα, ρε Βασίλη!
Βασίλης: Εσύ κόφτο, μην ανακατεύεσαι, αλλιώς πάρε δρόμο… Φίλος ξε-φίλος… επιμένεις, και θα μου τη δώσεις. Σου είπα βούλωσέ το! (Τον κυττάζει με νόημα).
Στάθης: Σιγά ντε! Επειδή ενδιαφέρουμαι για την αφεντιά σου;
Βασίλης: Επιμένεις πολύ σε λάθος πράγματα, “φίλε μου”!
Στάθης: (ειρωνικά, δήθεν είναι με το μέρος της Τίνας) Βασίλη, άκουσέ με: πρέπει να σε ισιώσουμε όσο έχουμε χρόνο και πριν ξεφύγεις από τη γραμμή σου παιδί μου, γιατί αν γίνει κάτι τέτοιο… ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να χρειαστείς. Ίσως ακόμη και χειρουργική επέμβαση! Καταλαβαίνεις!
Γελάει και κουνάει το κεφάλι του, με υπονοούμενα.
Βασίλης: Άντε πνίξου ρε! Ε, άντε πνίξου!
Τίνα: Επιτέλους βρε παιδιά! Πώς τρώγεστε έτσι σαν τα πετεινάρια; Αφήστε με να μιλήσω!
Οι δύο νέοι σιωπούν ντροπιασμένοι κι ακούν. Η Τίνα τινάζει πίσω το κεφάλι της και μιλάει ήσυχα, σοβαρά.
Τίνα: Λοιπόν! Που λες Βασίλη μου, δε θα σου στερήσω την ανάγκη σου “του φιλοσοφείν”…
Το αγόρι της τη διακόπτει με τα φρύδια συνοφρυωμένα.
Βασίλης: Γλυκειά μου, την εποχή που επιδιώκεται παντοιοτρόπως η παγκοσμιοποίηση, η κοινωνία μας χρειάζεται τους αποκαλούμενους φιλοσόφους για να της υπενθυμίζουν και να τονίζουν the essence of life. Η πεζότητα που βασιλεύει σ’ ετούτη τη ζούγκλα των ενστίκτων, είναι δηλητηριώδης, θανατηφόρα. Πώς είναι δυνατόν να επιτρέπουμε στον συνάνθρωπο τη δυστυχία, να σκέφτεται μονάχα το σώμα του και να σκοτώνει έτσι την ψυχή του, κάνοντας νηστεία εκείνων που τον υψώνουν, αποφεύγοντας την υπέρβαση, ασφαλώς!
Στάθης: (Ειρωνικά) Διάβαζες τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης πάλι. Το οσφραίνουμαι.
Βασίλης: (θυμωμένος) Ναι, όντως έχεις πολύ καλή μύτη “φίλε μου!” Το ήξερα τότε, που σ’ έκανα φίλο μπαγάσα! Είδες λοιπόν που ξέρεις από Άγιο Φραγκίσκο;
Στάθης: (Σκέφτεται φωναχτά) “Πες μου με ποιον πας να σου πως ποιος είσαι! Εκεί θα καταλήξουμε σε λίγο!”
Βασίλης: Τώρα μουρμουρίζεις εσύ Στάθη, και φυσικά όποιος μουρμουρίζει “είναι ανάγωγος” -είπας!
Τίνα: Βρε Στάθη! Κι εσύ αδερφέ Βρούτε; Κι εγώ που νόμιζα πως προσπαθούσες να φυτέψεις σταλιά πρακτικότητα στην αεροβατούσα σκέψη του Βασίλη! Αχ Θεέ μου, φύλαξέ με απ’ τα χειρότερα!
Στάθης: Ο όφις με παρέσυρε κορίτσι μου! Αλλά ας είναι. Ως εδώ ήταν δυστυχώς! Θα σας αφήσω αλοίμονο μόνους, κι εσένα κορίτσι μου, σου εύχομαι καλά ξεμπερδέματα! Πρέπει να φύγω, γιατί δουλεύω βραδυνός απόψε, οπότε θα πρέπει να ξαπλώσω κανά δύωρο τουλάχιστον. Θα υπάρχει κίνηση απόψε στο θάλαμο που δουλεύω. Οι ασθενείς θα είναι ανήσυχοι. Είναι βλέπετε μετά από το Σαββατοκύριακο και πολλοί επιστρέφουν από τα σπίτια τους, κουρασμένοι ή δυσαρεστημένοι που επιστρέφουν στο νοσοκομείο. Γεια σας λοιπόν. Θα σας δω… όταν σας δω!…
Βασίλης: “Άει στα σκ..ά και παραπέρα παλιοκαθ…κι” (Υποκρίνεται τώρα τον ικέτη) Προδότη! Μ’ αφήνεις στα χέρια μιας γήϊνης! Βοήθεια!..
Τίνα: (Αγνοεί τη συμπεριφορά του Βασίλη) Εντάξει Στάθη. Καλό βράδυ λοιπόν!
Στάθης: Μην τον αφήνεις στην ησυχία του Τίνα! Αν και δεν αξίζει το ενδιαφέρον σου!
Βασίλης: Άντε ρε, να μη σου πω τίποτα… Άει σιχτίρ παλιο μαλ..α
Φεύγει ο Στάθης και η Τίνα ξεροβήχει καθώς ο Βασίλης τον βρίζει.
Τίνα: Λοιπόν χρυσέ μου φιλόσοφε πού είχαμε σταματήσει;
Βασίλης: (κάνει τον κακομοίρη) Στα περί δουλείας βασανάκι μου! Στα περί δουλείας, δυστυχώς!
Τίνα: Μην αισθάνεσαι λύπηση για τον εαυτό σου, βρε Βασίλη! Έλα βρε παιδί μου!
Βασίλης: Ναι γλυκειά μου… Εσύ είσαι ο ομφάλιος λώρος μου με τη μάνα Γης. Γιατί αν δεν ήσουν εσύ… με φαντάζομαι…
Τίνα: … Ξέρω, ξέρω χρυσέ μου! Θα είχε γίνει a balloon full of hot air, και ποιος ξέρει πού θα κατέληγες! Στον Πλούτωνα; Ένας Θεός το ξέρει με σένα.
Βασίλης: Γυναίκα δεν είσαι; “Σπίρτο-ξεσπίρτο”… είσαι ένα πλάσμα πεζό, γήϊνο, που μέσα από τη δική του χωματένια πεζότητα επιμένει σώνει και καλά στη δική μου προσγείωση μόνιμα μάλλον, πράγμα που με κάνει να επαναστατώ και σε παρακαλώ να προσέχεις μήπως το παρατραβήξεις… και…
Τίνα: Τι… με απειλείς; ΄Εστω! Οφείλω να το διακινδυνέψω ακόμη κι αν πρόκειται να βρω το μπελά μου μαζί σου. Ναι… Ακόμη κι έτσι… Άκου λοιπόν και μη με διακόπτεις σε παρακαλώ: Ο θείος μου ο Ζωρζ, είπε ότι στην εταιρία τους χρειάζονται αεροσυνοδούς. Του μίλησα για σένα και είπε ότι θα προσπαθήσει να βοηθήσει να πιάσεις δουλειά σαν αεροσυνοδός. Είσαι νέος, ωραίος, έχεις κάνει κάποιες σπουδές κτλ. Είπα ότι θα σου το προτείνω και ότι εάν ενδιαφέρεσαι θα του το πω αμέσως. Τι λες!
Βασίλης: Τι λέω… τι λέω… Ε, τι θες να πω! Είσαι άπονη… Με διώχνεις μακριά σου, γιατί πιστεύεις ότι επάνω στα σύννεφα μπορεί να πάψω να ονειροπολώ. Μα δεν κταλαβαίνεις ότι δεν ονειροπολώ παιδί μου;
Τίνα: (Κουνάει το κεφάλι της απελπισμένη) Δεν το πιστεύω… μα τω Θεώ, δεν το πιστεύω! Ρε Βασίλη, αυτό μόνο έχεις να μου πεις; Δηλαδή ό,τι και να πούμε το γυρνάς στο καλαμπούρι, στο αστείο, ή το κάνεις θέμα για συζήτηση φιλοσοφική; (Προσπαθεί να καλμάρει) Θα έχεις μπόλικο χρόνο γι αυτά, μετά από τη δουλειά σου αγάπη μου. Γιατί είπαμε, χωρίς το ψιλό… Άσε λοιπόν το δούλεμα και σοβαρέψου.
Βασίλης: Έχε γεια καϋμένε κόσμε! Έχε γεια γλυκειά ζωή!
Παρακολουθεί την Τίνα μέσα από τα μισόκλειστα μάτια του.
Τίνα: Έλα, άστα αυτά που ξέρεις. Σε μένα μιλάς, όχι σε κάποια ξένη. Σε ξέρω εγώ! Καιρός όμως να πιάσεις δουλειά, μια κι ακόμη δεν έχεις αρχίσει το Πανεπιστήμιο (Σκέφτεται φωναχτά) “αν ποτέ πας πίσω δηλαδή!”
Βασίλης: Είπες κάτι;
Τίνα: Όχι δεν είπα! Απλά σκέφτομαι φωναχτά. Γιατί είσαι απαράδεκτος. Να γιατί.
Βασίλης: (Αγνοεί το ξέσπασμα της Τίνας) Ήθελα να πω… πως με διώχνεις μακριά σου γλυκειά μου! Δε φοβάσαι μήπως και… Τις ξέρεις… τις μάλλον ελκυστικές γυναίκες αεροσυνοδούς.
Τίνα: Δε σε διώχνω μακριά μου βρε Βασίλη. Ούτε και με νοιάζει που θα δουλεύεις με ελκυστικές αεροσυνοδούς. Άκου λέει! Πάψε επιτέλους να λες ανοησίες και σοβαρέψου. Πρέπει ν’ αποδείξεις στον εαυτό σου και στους άλλους, ότι είσαι άξιος και ικανός να κερδίζεις τη ζωή σου. Λες πως μ’ αγαπάς. Πώς όμως θα μπορέσουμε ν’ αντιμετωπίσουμε τα εμπόδια και να διευθετήσουμε το μέλλον μας, χωρίς σχέδια και υπολογισμούς; Μου λες;
Βασίλης: (Κυττάζει στο ταβάνι και υποκρίνεται τον μίζερο) Αλοίμονο σε μένα! Γεννήθηκα σε λάθος εποχή! Μου είναι τόσο πολύ δύσκολο να προσαρμοστώ, ν’ αποβώ ένα υποτυπώδες υποζύγιο της ζωής. Α, ρε ελευθερία! Πόσο μ’ αρέσεις! Τόσο πολύ που δεν ξέρω πώς θα συμβιβαστώ με τη δουλεία, την καταναγκαστική εργασία!
Τίνα: (Έχει χάσει την υπομονή της) Μα Βασίλη μου, δεν είσαι πετεινό του ουρανού για να ζεις ελεύθερος, χωρίς να κοπιάζεις. Ακόμα κι αυτά τα κακόμοιρα πετεινάρια του ουρανού, ψάχνουν ανελλιπώς διατρέχοντας άπειρους κινδύνους, για να εξασφαλίσουν τα σποράκια τους.
Βασίλης: Ίσως θα ήταν καλύτερα να είμαι μία ωραία παχιά μυίγα, να ζουζουνίζω γύρω από τους σκουπιδοτενεκέδες, που σίγουρα διακοσμούν τα πλέον φημισμένα ρέστωραντ.
Τίνα: Θεέ μου! Τι συχαμένα πράγματα κάθεσαι και λες; Δεν μπορώ να το πιστέψω, ότι μιλάς έτσι, εσύ, ένας άνθρωπος έξυπνος και μορφωμένος.
Η Τίνα χαμηλώνει το πρόσωπό της μέσα στις παλάμες της. Ο Βασίλης πάει από πάνω της. Ακούγεται σοβαρός.
Βασίλης: Εντάξει, εντάξει, Τίνα! Αρκετή ήταν η δοκιμασία στην οποία σε υπέβαλα. Είσαι καταπληκτική και σε αγαπάω. Αλήθεια σου λέω. Άκουσέ με τώρα λιγάκι.
Η Τίνα δεν πιστεύει τι ακούει. Τον κυττάζει με τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Ο Βασίλης την κυττάζει τρυφερά,της πιάνει το χέρι και μιλάει αργά.
Βασίλης: Τίνα, άκουσέ με… Έχω να σου πω κάποια πράγματα. (Σιωπή-κενό) Έφυγα από το οικονομικό γιατί δε μου άρεσε. (Σιωπή-κενό) Φοβάμαι να γυρίσω στο Πανεπιστήμιο γιατί νομίζω ότι μπορεί να κάνω πάλι το ίδιο. Να τα παρατήσω δηλαδή. (Σιωπή-κενό). Όσο για τη δουλειά του αεροσυνοδού… φοβάμαι την απόρριψη. Θα τη δεχόμουν αν μ’ έπαιρναν χωρίς να με συγκρίνουν με κάποιον άλλον. Δεν την αντέχω μια τέτοια αποτυχία.
Τίνα: Μα τι λες! Ο θείος μου είπε ότι δε θα επιχειρηθεί κάτι τέτοιο. Θα μεσολαβήσει για να σε προσλάβουν με τη σύστασή του και μόνο. Κατάλαβες; (Του σφίγγει το χέρι) Βασίλη, εγώ σ’ εμπιστεύομαι. Γνωρίζω πόσο ευαίσθητος και ταλαντούχος είσαι, γι αυτό και είσαι τόσο όμορφη ψυχή. Γι αυτό και ζωγραφίζεις απαράμιλλες εικόνες στην ποίησή σου. Είσαι πολυδιαβασμένος, μορφωμένος, πανέξυπνος.
Βασίλης: (Σοβαρός, τονίζει τα λόγια του) Δεν είμαι εγώ για τέτοιες δουλειές. Δεν μου αρέσει να σερβίρω, έστω και σε αεροπλάνο. Εγώ θέλω να σερβίρω ορεκτικά για γνώση και δημιουργία. Να δημιουργώ τα κατάλληλα εναύσματα για αυτογνωσία, αφύπνιση, αλλοτρίωση από τα γήϊνα και την ύλη.
Τίνα: Αγάπη μου, κανείς δε ζει χωρίς στέγη ή τροφή, περίθαλψη, επικοινωνία ή υποχρεώσεις. Πρώτη υποχρέωσή μας είναι να φροντίζουμε τον εαυτό μας. Η κοινωνία που ακουρμάζεται τις προσωπικές μας ανάγκες, ευαισθητοποιείται με τα ημέτερα. Αντιμετωπίζει μία μάζα συνοδοιπόρων που προσπαθεί να την συγκρατήσει μέσα σ’ ένα θεσμοθετημένο πλαίσιο, διαθέτοντας ελάχιστους πόρους.
Βασίλης: Εσύ μάλιστα! Εκπληρώνεις πολλές από τις προοπτικές ενός καλού οικονομολόγου. Εγώ σπούδασα δύο χρόνια για να ανακαλύψω πως αυτή είναι η τελευταία επιστήμη που θα ήθελα να με ξοδεύει. Το μυαλό μου δεν αποδεχόταν την τετραγωνισμένη λογική της γι αυτό απομακρύνθηκα, αναπνέω, αιωρούμαι κι αναζητάω… μακριά της. Με καταλαβαίνεις;
Τίνα: … Το βλέπω κι ανησυχώ. Θέλω να σε βοηθήσω να καταλάβεις ότι δεν πρέπει ν’ αφήσεις τις σκέψεις σου να σε κατακυριεύσουν και να αποβούν έξεις… που θα σε φέρουν στη σφαίρα της αδράνειας, βολικής μεν για την ευαισθησία σου αυτής της περιόδου, αρνητικής όμως προς εκείνα που θεωρούνται πρακτικά και ωφέλιμα ως προς το ζην.
Βασίλης: Δεν μπορώ. Δυσκολεύουμαι να μπω σε καλούπια. Δεν είμαι κέϊκ να μπω σε φόρμα, ούτε τσιμέντο να μπω σε καλούπι και να γίνω τσιμεντότουβλο.
Τίνα: Εντάξει… Εντάξει! Προσπάθησε όμως να δεις τα πράγματα όπως είναι. Άλλωστε ανάμεσα στις ημέρες εργασίας μεσολαβούν κι εκείνες της ανάπαυσης για να δραστηριοποιηθείς στα χόμπυ σου.
Ο Βασίλης κουρασμένος από όλα αυτά έχει χάσει το αντιδραστικό του ύφος.
Βασίλης: Καλά, θα τα σκεφτώ όλα αυτά που λες.
Τίνα: Ναι… και ό,τι αποφασίσεις. (Η Τίνα διστάζει λίγο και προσθέτει) Και κάτι ακόμα Βασίλη. Θα ήθελα να ρωτήσω αν τρως κανονικά, γιατί νομίζω πως έχασες βάρος, τελευταία.
Βασίλης: Έλα τώρα μην κάνεις σαν τη μάνα μου. Μια χαρά είμαι. Σιγά μη με απασχολεί και το φαγητό τώρα. Είμαι αγχωμένος. Η επιστήμη που διάλεξα με έχασε και εγώ έχασα το πάθος που είχα για πρόοδο. Τι να φάω μωρέ; Σοβαρολογείς; Βαρυέμαι και να το σκεφτώ. Έχω άλλα πιο σπουδαία πράγματα να σκεφτώ, από το φαγητό.
Τίνα: Βρε Βασίλη! Πώς παραδίνεσαι έτσι στον αγώνα της ζωής; Όλα τα εμπόδια υψώνονται μπροστά μας για να τα παλέψουμε και να τα νικήσουμε. Και το φαγητό παίζει το ρόλο του στην ενέργειά σου και στο μυαλό σου… Θεέ μου! Αλήθεια ακούγομαι σαν η μάνα σου! Με κάνεις να ντρέπομαι ρε γαμ..ο!..
Βασίλης: (Κουρασμένος) Λοιπόν Τίνα μου, με την επιμονή σου για το καλό μου, πέτυχες τελικά να με πείσεις να σου αποκαλύψω το μυστικό μου. Θα το κάνω μωρέ, έτσι για να μη βασανίζεσαι άλλο. Άκουσέ με λίγο.
Τίνα: (Κουρασμένη) Άρχισες πάλι το δούλεμα! Δε με λυπάσαι βρε παιδί μου! Σ’ αγαπάω μωρέ, δεν το βλέπεις;
Βασίλης: (Σταματάει, παίρνει βαθιά αναπνοή) Σσσς! Άκου με! Τον τελευταίο χρόνο, το χρόνο που όλοι θεωρήσατε χαμένο, εγώ, ο Βασίλης, σκέφτηκα πολλές εναλλακτικές λύσεις σχετικά με το θέμα “σπουδές”. Έκανα τη σχετική ερευνούλα και συμπέρανα ότι από όλες τις επιστήμες, με εκφράζει η κοινωνιολογία. Αφού μελέτησα προσεκτικά όλες τις πληροφορίες και κατ’ επανάλειψη ζύγισα τις απαιτήσεις της νέας μου εκλογής και τις ανάγκες μου, γράφτηκα στο Πανεπιστήμιο, στις Κοινωνικές Επιστήμες για το επόμενο εξάμηνο.
Η Τίνα τον κυττάζει λοξά γεμάτη αμφιβολία.
Βασίλης: Τι με κυττάς έτσι, ε; Ίσως και να σκέφτεσαι ότι τα έχασα! Ή μήπως δε με πιστεύεις!
Τίνα: Ε! Τι να πω τώρα; Αν είναι όπως τα λες, τότε γιατί μ’ αφήνεις και μιλάω; Είσαι ο βασανιστής μου κι εγώ μία μαζώχα; Θυμώνω με την κυνικότητά σου.
Βασίλης: Σου ζητώ συγγνώμη γι αυτό, όμως δεν ήμουν βέβαιος για τις αντιδράσεις σου, αν μάθαινες. Νόμιζα ότι ίσως να διαφωνούσες με την απόφασή μου. Ακούγοντάς σε όμως, βεβαιώθηκα ότι δε θα σε πείραζε. Να σου πω και κάτι ακόμα, μη θυμώσεις όμως. Βρήκα δουλειά σε μία εταιρία που πουλάει sporting materials.
Τίνα: Ε! Τι να σου πω; Μ’ εκπλήσσει η συμπεριφορά σου. Είσαι ανυπόφορος. Με κάνεις να στεναχωριέμαι και μπαίνω στη διαδικασία να προσπαθώ να…. Τέλος πάντων! Τι κάθομαι και λέω; Έχασα ήδη πολύν καιρό μαζί σου και δε θέλω ν’ ασχολούμαι άλλο… Γεια σου!
Βασίλης: (Αρπάζει την Τίνα από το χέρι, την τραβάει κοντά του και την αγκαλιάζει) Ελα τώρα μωρό μου, συγχώρεσέ με! Ήθελα να εξακριβώσω το μέγεθος της αγάπης σου. Δε μπορούσα να αφήσω αυτά τα πράγματα σ’ εσένα. Έχω και κάποια αξιοπρέπεια. Δε θα είμαι η κολόνα του σπιτιού μας, μόνο κατ’ όνομα! Έτσι δεν είναι;
Τίνα: (Δήθεν θυμωμένη) Τι να σου πω τώρα; (Σιωπή-κενό) Πάντως χαίρομαι που δεν έκανα λάθος για σένα. Μπορεί να είσαι λίγο αργός στις μεγάλες αποφάσεις σου… αλλά δόξα στο Θεό! Τα τελικά είναι εκείνα που έχουν σημασία.
Βασίλης: (Χαμογελώντας) Κάτι ακόμα. Εσύ, τσιμουδιά στο Στάθη ή στην οικογένειά μου. Θα το κάνω μόνος μου. Θέλω να το διασκεδάσω!
Τίνα: Όπως έκανες μ’ εμένα, έτσι; Αλλά δεν είπες και λίγα στο Στάθη. Τον ξετίναξες τον άνθρωπο. Αυτό χρυσέ μου, είναι ενδεικτικό σαδιστή μάλλον, παρά κοινωνιολόγου-ανθρωπολόγου!